Sunday, May 31, 2009

Συλλογικό μίσος σε άσπρο-μαύρο



Ο Μίκαελ Χάνεκε, νικητής του 62ου Φεστιβάλ των Καννών, μιλάει για την ταινία του και τη θρησκευτική τρομοκρατία
  • Συνέντευξη στον Παναγιωτη Παναγοπουλο, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/5/2009

  • Ο νικητής του Χρυσού Φοίνικα του 62ου Φεστιβάλ των Καννών ερχόταν στη φετινή διοργάνωση με τη σιγουριά ότι θα κερδίσει κάτι μεγάλο. Οχι μόνον επειδή ο Μίκαελ Χάνεκε μετράει μια μακρά φιλία και συνεργασία με την πρόεδρο της κριτικής επιτροπής, Ιζαμπέλ Ιπέρ, αλλά και επειδή γνώριζε ότι το θέμα της «Λευκής κορδέλας», της ταινίας του που κέρδισε το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ, είναι από εκείνα που βρίσκουν ανταπόκριση στα μέλη μιας κριτικής επιτροπής.
  • Η ιστορία της ταινίας, που διαδραματίζεται σε ένα χωριό της Βόρειας Γερμανίας, τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι μια άσκηση του Χάνεκε για το πώς χτίζεται το συλλογικό μίσος, η καχυποψία και η βία. Με τον συντηρητισμό και την αυστηρότητα που επιβάλλει η θρησκεία, ο Χάνεκε προσπαθεί να πει ότι η γενιά που μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον είναι εκείνα τα παιδιά, τα οποία στη συνέχεια κατέστρεψαν την Ευρώπη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και καθώς αυτά τα χαρακτηριστικά δεν έχουν εκλείψει, συνεχίζονται παρόμοιες καταστροφές σε άλλες περιόδους της Ιστορίας.
  • Η σιγουριά του Χάνεκε ότι η διάρκειας 2,5 ωρών ασπρόμαυρη ταινία του είναι από τους σοβαρούς διεκδικητές του Χρυσού Φοίνικα (για το οποίο υπήρξε υποψήφιος τέσσερις ακόμη φορές στο παρελθόν), τον έκανε μάλλον περισσότερο προσιτό κατά τη συνάντησή μας στις Κάννες, δύο ημέρες πριν απονεμηθούν τα βραβεία. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Majestic, όπου συναντηθήκαμε, ήταν ευγενής, χαμογελαστός και αναλυτικός στις απαντήσεις του, διαψεύδοντας με την παρουσία του τη φήμη του δύσκολου και του απόμακρου, που τον ακολουθούσε από τις προηγούμενες συμμετοχές του στο φεστιβάλ. Οπως είπε για τα βραβεία, «όποιος έρχεται σε διαγωνιστικό τμήμα, ελπίζει να κερδίσει. Ετσι, θα ελπίζω και θα περιμένω ή, όπως λένε οι Γάλλοι, θα αφήσω τον εαυτό μου να ζήσει την έκπληξη». Που τελικά δεν ήταν και πολύ μεγάλη...

Στα σύνορα του φασισμού

- Πώς έφτασε αυτό το σενάριο στον κινηματογράφο; Απ' ό,τι γνωρίζουμε, η πρόθεσή σας ήταν να το κάνετε μίνι σειρά εδώ και πάνω από δέκα χρόνια.

  • - Είναι πολύ απλό. Ηταν ένα πολύ ακριβό σενάριο για να γυριστεί για την τηλεόραση. Ετσι, όπως συμβαίνει με πολλά από τα σενάριά μου, το είχα βάλει στο συρτάρι. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και με την «Ωρα του λύκου». Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι πρέπει να γυριστεί για τον κινηματογράφο, το συντόμευσα και το προσάρμοσα.

- Πιστεύετε ότι ο αυταρχισμός και οι απόλυτες συμπεριφορές, τις οποίες αναφέρετε την ταινία, έκαναν πιο «επείγον» το γύρισμά της αυτή την περίοδο;

  • - Δεν ήταν μια τόσο συνειδητή απόφαση να κάνω την ταινία ώστε να τη συνδυάσω με συγκεκριμένα σημερινά γεγονότα, όμως με δεδομένη τη θρησκευτική τρομοκρατία που επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο, δύσκολα μπορεί κανείς να βρει πιο ταιριαστό παραλληλισμό. Εχει φυσικά σχέση και με τον ισλαμικό φανατισμό, όπως τον έχει ζήσει ο κόσμος τα τελευταία χρόνια, περισσότερο όμως πιστεύω ότι η ταινία αναφέρεται στις ρίζες της τρομοκρατίας με κάθε πιθανή της έκφραση. Κι αυτό έχει να κάνει με τον φασισμό και των δεξιών και των αριστερών άκρων. Κάθε φορά που μια ιδέα εξελίσσεται στο επίπεδο της ιδεολογίας και από κάποιους επιχειρείται να επιβληθεί στο σύνολο, βρισκόμαστε στα σύνορα του φασισμού, κάτι που έχουμε δει και στα δεξιά και στα αριστερά άκρα, και στη χριστιανική και σε οποιαδήποτε άλλη θρησκεία.

- Νομίζετε όμως ότι, όπως υπονοείται στην ταινία, ο κόσμος σήμερα οδηγείται σε ένα ακόμη πιο βίαιο ξέσπασμα;

  • - Δεν είμαι προφήτης! Ομως, η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι αισιόδοξος για την πορεία του κόσμου.

- Πώς μπαίνει στην ταινία η χριστιανική ενοχή, που εκφράζεται με το πρόσωπο του αυστηρού πάστορα;

  • - Η ενοχή είναι ένα βασικό σημείο της χριστιανικής πίστης, για την οποία μπορώ να μιλήσω καλύτερα, επειδή αυτή γνωρίζω. Ομως, θεωρώ ότι ισχύει και σε κάθε άλλη θρησκεία. Η ενοχή βέβαια δεν είναι μόνο θρησκευτικό ζήτημα, είναι και φιλοσοφικό και δεν μπορείς να την αποφύγεις όταν βλέπεις τον κόσμο και προσπαθείς να υπάρχεις μέσα σ' αυτόν με υπευθυνότητα. Πάντως, δεν βλέπω το ζήτημα της ενοχής μόνο ως κάτι αρνητικό. Το αίσθημα της ενοχής πιστεύω ότι μπορεί να μας κάνει να προσπαθούμε να βελτιωθούμε και να αντιμετωπίζουμε τους άλλους με περισσότερη ανθρωπιά.

- Σε ό,τι αφορά το αισθητικό μέρος της «Λευκής κορδέλας», έχετε συνειδητές αναφορές σε άλλες ταινίες και σκηνοθέτες;

  • - Οπως κάθε άλλος σκηνοθέτης, έχω επηρεαστεί από τη δουλειά πολλών άλλων δημιουργών. Πιστεύω όμως ότι έχω πια καταφέρει να διαμορφώσω τη δική μου γλώσσα. Υπάρχουν πολλές επιρροές, αλλά είναι πολυποίκιλες και διαφορετικές ώστε να τις απομονώσω και να πω ότι είναι το ένα ή το άλλο. Κάθε δημιουργός επηρεάζεται, χωρίς απαραίτητα και να μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι αυτό που τον επηρεάζει.

Η εμπειρία της αποτυχίας

- Είναι η πρώτη ταινία που κάνετε έπειτα από το ριμέικ του δικού σας «Funny games», που γυρίσατε στην Αμερική. Πώς ήταν εκείνη η εμπειρία; Θεωρείτε ότι έχετε περισσότερο έλεγχο της δουλειάς σας στην Ευρώπη;

  • - Δεν είναι θέμα ελέγχου. Τον έλεγχο τον είχα και στην Αμερική. Το συμβόλαιό μου ανέφερε ρητά ότι θα ήταν ένα ριμέικ πλάνο προς πλάνο και δεν υπήρχε τρόπος να αλλάξουν πράγματα στην ταινία, αν και φυσικά προσπάθησαν πολύ για να γίνει αυτό! Είχα την εντύπωση πως δεν είχαν δει αρκετοί θεατές στην Αμερική την πρώτη ταινία και ήθελα να κάνω μια προσπάθεια ώστε να γίνει πιο γνωστή και περισσότερο προσιτή. Οταν βγήκε το ριμέικ όμως, φάνηκε ότι τελικά την είχαν δει πολύ περισσότεροι απ' ό,τι πίστευα. Ηταν βέβαια μια εισπρακτική αποτυχία, αλλά για μένα ήταν μια πολύ καλή εμπειρία, καθώς είχα την ευκαιρία να δουλέψω με εξαιρετικούς ηθοποιούς.

- Μπορείτε να μιλήσετε και για τη σχέση σας με την όπερα; Εχετε σκηνοθετήσει όπερες στο παρελθόν και ετοιμάζετε νέες παραγωγές.

  • - Απλώς αγαπώ τη μουσική. Ηθελα πάντα να ασχοληθώ περισσότερο. Ηθελα να γίνω πιανίστας, αλλά δεν είχα αρκετό ταλέντο. Αγαπώ πραγματικά πολύ τη μουσική, αλλά έχω πάψει να παίζω και να ασχολούμαι περισσότερο ο ίδιος. Ο πατριός μου, που ήταν συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, μου έλεγε ότι δεν είχα αρκετό ταλέντο για να γίνω μουσικός.

- Οπως λέτε, αγαπάτε πάρα πολύ τη μουσική, όμως οι ταινίες σας δεν έχουν ποτέ μουσική.

  • - Ναι, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ για να τη χρησιμοποιώ προκειμένου να καλύπτω τις αδυναμίες μου...

Δέκα χιλιάδες αποχρώσεις του γκρίζου

- Γιατί επιλέξατε να γυρίσετε σε ασπρόμαυρο;

  • - Ολες οι εικόνες που έχουμε από αυτή την περίοδο είναι σε ασπρόμαυρο. Αν γύριζα μια ταινία για τον 18ο αιώνα, για παράδειγμα, θα την έκανα έγχρωμη, επειδή οι εικόνες που έχουμε από αυτή την περίοδο, είναι από πίνακες με χρώμα. Ομως, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχε η φωτογραφία και είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ο κινηματογράφος. Σε ασπρόμαυρο φιλμ. Οταν σκεφτόμαστε λοιπόν εκείνη την εποχή, τη σκεφτόμαστε σε ασπρόμαυρο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αγαπώ πολύ το ασπρόμαυρο. Εχω γυρίσει δύο ταινίες για την τηλεόραση σε ασπρόμαυρο και δεν χάνω την ευκαιρία να το χρησιμοποιώ όποτε μπορώ. Υπάρχει και ένας τρίτος λόγος, και αυτός έχει να κάνει με την αφήγηση. Το ασπρόμαυρο με κάνει να μπορώ να έχω μια αποστασιοποίηση από την ιστορία, με την μπρεχτική έννοια.

- Εχει να κάνει και με το γεγονός ότι οι χαρακτήρες της ταινίας είναι απόλυτοι και βλέπουν τα πράγματα άσπρα ή μαύρα;

  • - Οι χαρακτήρες μπορεί να χαρακτηρίζονται από ασπρόμαυρες αντιλήψεις, ελπίζω όμως ότι η ταινία, αν και ασπρόμαυρη, προσπαθεί να τους αποτυπώσει με αποχρώσεις ανάμεσα στα άκρα. Υπάρχουν περίπου δέκα χιλιάδες αποχρώσεις του γκρίζου, κι αυτές τις βρίσκω πολύ πιο ενδιαφέρουσες.

No comments: