Monday, November 30, 2009

«Λιτοδίαιτος όχι κρατικοδίαιτος» ο κινηματογράφος

  • Παρέμβαση του Φεστιβάλ Ολυμπίας στα τεκταινόμενα στον ελληνικό κινηματογράφο

«Ο ελληνικός κινηματογράφος κατηγορείται από πολλούς ως "κρατικοδίαιτος". Εμείς θεωρούμε πως ο ελληνικός κινηματογράφος είναι απλώς "λιτοδίαιτος"», σημειώνει ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους, Δημήτρης Σπύρου, στον κατάλογο της 12ης διοργάνωσης αυτού του σημαντικού θεσμού.

Βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους αναφορικά με την ιδιωτική παραγωγή στην Ελλάδα (σ.σ. την οποία «κανακεύουν» όλα τα νομοσχέδια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας), ο Δ. Σπύρου γράφει, μεταξύ άλλων, ότι «όχι μόνο επενδύονται ελάχιστα χρήματα από ιδιώτες στον τομέα της παραγωγής ταινιών, αλλά εδώ και δυο δεκαετίες τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια δεν αποδίδουν, όπως υποχρεούνται από το νόμο, το 1,50% των ακαθαρίστων κερδών τους "για την ανάπτυξη της ελληνικής κινηματογραφίας", χωρίς μάλιστα να έχουν την παραμικρή επίπτωση γι' αυτή την παρανομία τους. Οσον αφορά στις δαπάνες που διαθέτει το κράτος για την ενίσχυση της κινηματογραφίας και της κινηματογραφικής παιδείας, καλύτερα ας μη μιλήσουμε...».

Και προσθέτει: «Τι συμβαίνει αλήθεια στον ελληνικό κινηματογράφο σήμερα; Βρισκόμαστε χαμένοι μέσα στην "ομίχλη"; Ας δούμε κατάματα την αλήθεια. Μόνο το πάθος των Ελλήνων σκηνοθετών και η αλληλεγγύη των εξαιρετικών και "ηρωικών" τεχνικών του κινηματογράφου και των ταλαντούχων και θαυμάσιων ηθοποιών, κρατάει ακόμη ζωντανό τον ελληνικό κινηματογράφο, αφού δεκάδες από αυτούς προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον κινηματογράφο αφιλοκερδώς ή με καθαρά συμβολικές αμοιβές».

Οι προτάσεις: «Ιδρυση Ανώτατης Σχολής Κινηματογράφου και ταυτόχρονα εισαγωγή της κινηματογραφικής εκπαίδευσης στα σχολεία της Α/βάθμιας και Β/βάθμιας Εκπαίδευσης». Ανάλυση και αντιμετώπιση των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες σκηνοθέτες - κυρίως οι νέοι - όταν προσπαθούν να "στήσουν" κάποια διεθνή συμπαραγωγή (...)». Θεσμοθέτηση μη εμπορευματικών μορφών διανομής. Στήριξη της μονής αίθουσας. «Απογαλακτισμό» των φεστιβάλ κινηματογράφου από τον «παραγοντισμό», με αξιολόγησή τους από εθνική επιτροπή. Αναβάθμιση του Φεστιβάλ Ολυμπίας, του μοναδικού στο είδος του στην Ελλάδα, σε εθνικό. «Θεσμική κατοχύρωση του ανεξάρτητου "σκηνοθέτη - παραγωγού"». «Θεσμοθέτηση του Κινηματογράφου για Παιδιά και Νέους». «Η απόδοση του 1,50%».

Ο σκηνοθέτης προσθέτει πως σε όλα αυτά δεν δίνει απαντήσεις το σχέδιο νόμου της λεγόμενης «Επιτροπής Γαβρά», στην οποία το Φεστιβάλ Ολυμπίας δεν κλήθηκε να καταθέσει τις απόψεις του, οι οποίες πάντως είναι γνωστές στην Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών από το 2007. [ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 01/12/2009]

Κείμενο στήριξης στους «κινηματογραφιστές στην ομίχλη»

  • Κείμενο συμπαράστασης στους «κινηματογραφιστές στην ομίχλη» υπογράφουν 70 άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων. Εκφράζουν την ελπίδα η κίνηση των κινηματογραφιστών να αποτελέσει την αρχή για συνολικές αλλαγές στο «χρόνιο, ομιχλώδες τοπίο του πολιτισμού».

"Νιώθουμε, ο καθένας από το χώρο που δραστηριοποιείται, την άμεση συγγένεια του αγώνα τους με αντίστοιχους δικούς μας και γι’ αυτό τους δηλώνουμε την απόλυτη συμπαράστασή μας. Η αλληλεγγύη μας αυτή προκύπτει τόσο από την προφανή αναγκαιότητα για ψήφιση και άμεση εφαρμογή νέου κινηματογραφικού νόμου, όσο και από το πνεύμα της κίνησής τους που μακριά από οργανωμένα συμφέροντα και συντεχνίες βασίζεται στην εθελοντική ένωση ενεργών πολιτών για να διεκδικήσουν αυτόνομα την αλλαγή θεσμών και νοοτροπιών", υπογραμμίζουν.

Το κείμενο υπογράφουν οι: Βασίλης Αλεξάκης, Θανάσης Βαλτινός, Ρέα Γαλανάκη, Απόστολος Δοξιάδης, Μάρω Δούκα, Μάνος Ελευθερίου, Άλκη Ζέη, Νίκος Θέμελης Ιωάννα Καρυστιάνη, Μένης Κουμανταρέας, Κώστας Μουρσελάς, Δημήτρης Νόλλας, Σώτη Τριανταφύλλου, Χάρις Αλεξίου, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δήμητρα Γαλάνη, Σταύρος Ξαρχάκος, Ελένη Καραΐνδρου, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Γιώργος Ρόρρης, Μάριος Σπηλιόπουλος, Λευτέρης Βογιατζής, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Βασίλης Παπαβασιλείου, Σταμάτης Φασουλής, Γιώργος Βέλτσος, Μισέλ Δημόπουλος, Γιώργος Γραμματικάκης, Δημήτρης Μαρωνίτης, Κωσταντίνος Τσουκαλάς, Μιχάλης Γκανάς, Λένα Διβάνη, Ζυράνα Ζατέλλη, Τζένη Μαστοράκη, Μαρία Μήτσορα, Κλαίρη Μητσοτάκη, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Κωστής Παπαγιώργης, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Πέτρος Τατσόπουλος, Χρήστος Χωμενίδης, Νίκος Κυπουργός, Αργύρης Μπακιρτζής, Νίκος Πορτοκάλογλου, Μανώλης Ρασούλης, Τάσος Παυλόπουλος, Στάθης Σταυρόπουλος, Γιώργος Χατζημιχάλης, Αννα Κοκκίνου, Θόδωρος Τερζόπουλος, Διαγόρας Χρονόπουλος, Χριστίνα Αγγελίδη, Γιάννης Βούλγαρης, Βασίλης Διοσκουρίδης, Ντένης Ζαχαρόπουλος, Μυρσίνη Ζορμπά, Σταύρος Ζουμπουλάκης, Θανάσης Καστανιώτης, Δημήτρης Κυρτάτας, Θανάσης Μουτσόπουλος, Ρίκα Μπενβενίστε, Ζάφος Ξαγοράρης, Τίτος Παπαμαστοράκης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Θεοδόσης Πελεγρίνης, Φωτεινή Τσαλίκογλου, Σωκράτης Τσιχλιάς, Θανάσης Τζαβάρας, Γιώργος Τζιρτζιλάκης.

Βρικόλακες και Σάντρα Μπούλοκ στην κορυφή του εορταστικού box office

  • Ρεκόρ κερδοφορίας για τις «Ημέρες Ευχαριστιών» των κινηματογραφικών ταμείων
  • Στην καλύτερη χρονιά του οδεύει το Χόλυγουντ

Η πιο επικερδής αργία των Ευχαριστιών ήταν για το Χόλιγουντ η φετινή, εξαιτίας των εσόδων 80 εκατ. δολαρίων που σημείωσαν οι ταινίες «The Twilight Saga: New Moon» και «The Blind Side».

Η ταινία "New Moon" παρέμεινε στην πρώτη θέση των αμερικανικών box office ενώ στη δεύτερη θέση ήρθε το οικογενειακό δράμα της Σάντρα Μπούλοκ

Η ταινία "New Moon" παρέμεινε στην πρώτη θέση των αμερικανικών box office ενώ στη δεύτερη θέση ήρθε το οικογενειακό δράμα της Σάντρα Μπούλοκ

Το σίκουελ του Twilight βρέθηκε για δεύτερη συνεχόμενη εβδομάδα στην πρώτη θέση των αμερικανικών box office με έσοδα 42,5 εκατ. δολαρίων.

Ιδιαίτερα επιτυχημένη ήταν και η πορεία του "Blind Side", της οποίας τα κέρδη ήταν κατά 18% υψηλότερα από την προηγούμενη εβδομάδα. Η ταινία με έσοδα 40,1 εκατ. δολάρια κέρδισε τη δεύτερη θέση των box office. Η οικογενειακή ταινία, παραγωγής της Warner Bros, αφορά σε μια γυναίκα (Σάντρα Μπούλοκ) που βάζει στην πλούσια οικογένειά της έναν άστεγο έφηβο με πολλά προβλήματα.

Εκτιμάται ότι από την Τετάρτη μέχρι την Κυριακή τα κέρδη του Χόλυγουντ ανήλθαν στα 275 εκατ. δολάρια. Το προηγούμενο ρεκόρ είχε το πενθήμερο της Ημέρας των Ευχαριστιών του 2000 με κέρδη 244,4 εκατ. δολάρια, όταν οι ταινίες "Dr. Seuss' How the Grinch Stole Christmas" και "Unbreakable" βρέθηκαν στην κορυφή των box office.

Με τα ετήσια έσοδα του 2009 να φτάνουν ήδη τα 9,5 δισ. δολάρια, το Χόλυγουντ φαίνεται να οδεύει προς την καλύτερη χρονιά του σπάζοντας το ρεκόρ των 9,7 δισ. δολαρίων του 2007. Δεδομένης της εορταστικής περιόδου που ακολουθεί, εκτιμάται ότι η βιομηχανία του κινηματογράφου θα αγγίξει εύκολα για πρώτη φορά τα 10 εκατ. δολάρια ετήσιων εσόδων.

Οι νέες κυκλοφορίες είχαν εξίσου εντυπωσιακά αποτελέσματα με την οικογενειακή κωμωδία της Disney, "Old Dogs", να έρχεται στην τέταρτη θέση με κέρδη 16,8 εκατ. δολάρια το τριήμερο και 24,1 εκατ. από την πρεμιέρα της, την Τετάρτη.

Η περιπέτεια "Ninja Assassin" βρέθηκε στην 6η θέση με 13,1 εκατ. δολάρια το τριήμερο και 21 εκατ. το πενταήμερο.

Η κωμωδία κινουμένων σχεδίων "Fantastic Mr. Fox" της 20th Century Fox με τη φωνή του Τζορτζ Κλούνεϊ, βρέθηκε στην ένατη θέση με έσοδα 7 εκατ. δολάρια.

Το "New Moon" έχει αγγίξει συνολικά κέρδη ύψους 230,7 εκατ. δολαρίων μέσα σε 10 ημέρες προβολής, δηλαδή περίπου 40 εκατ. δολάρια περισσότερα από τα συνολικά κέρδη της πρώτης ταινίας, "Twilight" στις 20 εβδομάδες προβολής της. Τα παγκόσμια κέρδη της ταινίας ανέρχονται συνολικά στα 473,7 εκατ. δολάρια.

Σημειώνεται ότι η επιτυχία του "New Moon" τείνει να φτάσει αυτήν των ταινιών του "Harry Potter", που είχαν έσοδα από 250 έως 317 εκατ. δολάρια.

"Πάντα διστάζαμε να επιχειρήσουμε μια σύγκριση με το `Harry Potter', αλλά οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους", δήλωσε ο Ρίτσι Φέι, επικεφαλής της εταιρείας παραγωγής, Summit.

Το "The Blind Side" άγγιξε τα 100,3 εκατ. δολάρια στο 10ήμερο της προβολής του και φήμες κάνουν λόγο για υποψηφιότητα της Σάντρα Μπούλοκ στα Όσκαρ.

Αισιόδοξα για το μέλλο των "παραδοσιακών" ταινιών κινουμένων σχεδίων ήταν το άνοιγμα του μιούζικαλ "The Princess and the Frog". Παρόλο που προβλήθηκε σε μόλις δύο κινηματογράφους, σημείωσε κέρδη 712.000 δολαρίων κατά το τριήμερο και 1,1 εκατ. δολαρίων από την Τετάρτη.

Οι ταινίες με τα μεγαλύτερα κέρδη στις 27 - 29 Νοεμβρίου κατ' εκτίμηση των στούντιο:



Τριήμερο Σύνολο
1 The Twilight Saga: New Moon $42.500.000 $230.700.000
2 The Blind Side $40.125.000 $100.250.000
3 2012 $18.000.000 $138.776.000
4 Old Dogs $16.846.000 $24.600.000
5 Disney's A Christmas Carol $16.003.000 $105.373.000
6 Ninja Assassin $13.135.000 $21.010.000
7 Planet 51 $10.200.000 $28.457.000
8 Precious: Based on the Novel "Push" $7.090.000 $32.440.000
9 Fantastic Mr. Fox $7.020.000 $10.108.315
10 The Men Who Stare at Goats $1.533.000 $30.552.328

Saturday, November 28, 2009

Μελό για το αμερικανικό όνειρο

  • Ο Μάικλ Μουρ αναπολεί τις ευτυχισμένες μέρες της Αμερικής και επιτίθεται στους άπληστους τραπεζίτες και χρηματιστές
  • Του Δημητρη Mπουρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/11/2009

Ο Μάικλ Μουρ είναι πριν απ’ όλα ένας entertainer. Ενας αρτίστας, κράμα δηκτικού δημοσιογράφου και προικισμένου ηθοποιού της stand up κωμωδίας που καταγγέλλει τα κακώς κείμενα. Τα ντοκιμαντέρ του είναι ιστορίες με καλούς και κακούς σε μια Αμερική που μοιάζει να ’χει ξεχάσει το αληθινό όνειρό της. Στο «Kαπιταλισμός: ιστορία ενός έρωτα» περιγράφει την πρόσφατη οικονομική κρίση σαν μια καλοστημένη απάτη. Η ταινία αρχίζει με μια ένοπλη ληστεία (με εικόνες από κάμερα ασφαλείας στο εσωτερικό μιας τράπεζας) και τελειώνει με τον Μουρ να σφραγίζει ένα οικοδομικό τετράγωνο της Γουόλ Στριτ με την κίτρινη ταινία με την ένδειξη: crime scene do not cross, που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να αποκλείει περιοχές όπου έχουν τελεστεί εγκλήματα. Ο κακός στο προκείμενο έγκλημα είναι οι σύγχρονοι Γραμματείς και Φαρισαίοι: οι άπληστοι τραπεζίτες και χρηματιστές, και ο καλός η πάλαι ποτέ ευημερούσα μεσαία τάξη. «Δεν υπάρχει πια τίποτα ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τα πάντα και σε αυτούς που δεν έχουν τίποτα», λέει ένας από τους ανώνυμους Αμερικανούς που καταθέτουν απόψεις και κυρίως συναισθήματα στον κινηματογραφικό φακό.

Καταναλωτισμός...

Ο καπιταλισμός ήταν σαν μια ιστορία αγάπης για τη μεσαία τάξη κι έγινε σαν μια ιστορία τρόμου. Ο Μουρ αδιαφορεί για τον Ανταμ Σμιθ, τον Κέινς και τον Μαρξ. Γίνεται η συνείδηση του μέσου Αμερικανού και αρκείται σε ένα πικρό σχόλιο για ό,τι οδήγησε την Αμερική στις καλύτερες μέρες, αλλά και για ό,τι την πρόδωσε. Η αφίσα της ταινίας προαναγγέλλει την ειρωνεία, τον σαρκασμό και την οργή του. Η αισθητική της παραπέμπει στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ενώ το σύνθημα: «Μη ρωτάτε τι μπορεί να κάνουν τα υψηλόβαθμα στελέχη για σας, αλλά τι μπορείτε να κάνετε εσείς για τα υψηλόβαθμα στελέχη», παραφράζει προβοκατόρικα τη γνωστή ρήση του JFK.

Ο «Καπιταλισμός» του Μουρ δεν είναι ούτε μια περίληψη πολιτικής οικονομίας, ούτε ένα φαντεζί ρομάντζο. Είναι ένα ντοκιμαντερίστικο μελό που παρουσιάζει την Αμερική της αποβιομηχάνισης και των γκόλντεν μπόις, σαν μια γκρίζα ζώνη «με βρικόλακες που δεν ρουφούν το αίμα, αλλά το χρήμα του κοσμάκη», κατά τον ίδιο σε ένα ρεπορτάζ της ιταλικής «Ρεπούμπλικα» τον περασμένο Αύγουστο.

Ο Μουρ έχει μια απλοϊκή αντίληψη για τον καπιταλισμό και συγχέει την πολιτική οικονομία του με το αμερικανικό όνειρο. Υστερα από ένα overdose ειρωνείας, στο οποίο παραλληλίζεται η Αμερική του Μπους του νεώτερου με την παρακμάζουσα αρχαία Ρώμη, αρχίζει να απαριθμεί τα βήματα που απομάκρυναν τη χώρα από τις αξίες και τ’ όνειρό της. Ο 55χρονος Μουρ αναπολεί τα όμορφα παιδικά του χρόνια σε μια πόλη του Μίσιγκαν που ήκμασε χάρη στην αυτοκινητοβιομηχανία. Το Μίσιγκαν άλλαξε, όπως και η υπόλοιπη Αμερική, στα χρόνια του Ρέιγκαν. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική του έριξε τον άνθρωπο στο περιθώριο, κατέστρεψε την πραγματική οικονομία, φετιχοποίησε το πλαστικό χρήμα. Οι άνθρωποι αυτού του προέδρου (όπως και των προέδρων που ακολούθησαν μέχρι το βατερλώ της χώρας επί υιού Μπους) δεν έμοιαζαν σε τίποτα με τους ανθρώπους του Ρούσβελτ και άλλων σπουδαίων Αμερικανών ηγετών. Ηταν αδίστακτοι τραπεζίτες. Ο Κάρτερ μας είχε προειδοποιήσει, λέει ο Μουρ, για το εφήμερο όνειρο του καταναλωτισμού που πήρε τη θέση του πατροπαράδοτου αμερικανικού ονείρου.

...και απληστία

Ο παλιός σερίφης των χολιγουντιανών b movies, που έγινε διάσημος χάρη στα διαφημιστικά σποτ, γκρεμίζει την υποδομή της βιομηχανίας, μειώνει τους φόρους των πλουσίων και περιορίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων. Και όλα αυτά, σύμφωνα πάντα με την ταινία, όχι για να γίνει πιο ανταγωνιστική η Αμερική απέναντι στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, αλλά γιατί οι τραπεζίτες ήθελαν εδώ και τώρα υψηλά κέρδη.

«Πρέπει να αλλάξουμε τις αξίες μας», λέει ο επαναστατημένος καθολικός Μουρ, σε ένα παραλήρημα ηθικολογίας διανθισμένο με σλόγκαν του στυλ «αυτός ο καπιταλισμός είναι αμαρτία». Ο καπιταλισμός, βέβαια, δεν είναι αμαρτία, ούτε μια ηθική τάξη πραγμάτων. Ούτε το δίλημμα «καπιταλισμός ή δημοκρατία», που διατυπώνεται προς το τέλος, έχει σοβαρή βάση. Ο Μουρ σε αυτή τη μικρή ιστορία αγάπης και πόνου για την Αμερική προσπαθεί απλώς να δει το φως του Ρούσβελ και την ελπίδα του Second Bill of Rights στο βλέμμα και στα λόγια του Ομπάμα.

Δείτε

Καπιταλισμός: ιστορία ενός έρωτα (Capitalism: a love story, 2009)

Στο τελευταίο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του, ο εκκεντρικός Μάικλ Μουρ αναπολεί τις ευτυχισμένες μέρες της ακμάζουσας Αμερικής και τα βάζει με τους τραπεζίτες, με τον Ρέιγκαν και φυσικά με τον Τζορτζ Μπους τζούνιορ. Προς το τέλος της ταινίας θυμάται τον ευθύ και αποφασιστικό Ρούσβελτ προσδοκώντας από τον Ομπάμα ένα νέο new deal. (Εκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στις αίθουσες από 10/12.)

O Ρότζερ και εγώ (Roger & me, 1989)

Η ταινία που σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία στις αμερικανικές αίθουσες κι άλλαξε τη μοίρα του ντοκιμαντέρ. Ο Μουρ κινηματογραφεί με αφοπλιστικό χιούμορ τη μάταιη προσπάθειά του να συναντήσει και να πάρει συνέντευξη από τον διευθυντή της Τζένεραλ Μότορς. Το ερώτημα του Μουρ είναι απλό: γιατί η αυτοκινητοβιομηχανία μετέφερε τις δραστηριότητές της στο εξωτερικό προκαλώντας τεράστια κύματα διαρθρωτικής ανεργίας. (Σε dvd, αλλά μόνον στο Διαδίκτυο χωρίς ελληνικούς υποτίτλους.)

Φαρενάιτ 9/11 (Fahrenheit 9/11, 2004)

Ο Μουρ γίνεται διάσημος σε Αμερική και Ευρώπη (Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες) σατιρίζοντας σε βαθμό χλεύης τον Τζορτζ Μπους τζούνιορ από την ημέρα της εισόδου του στον Λευκό Οίκο μέχρι την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Ιράκ. (Σε dvd).

Sicko (2007)

Το αγαθό της υγείας παρουσιάζεται από τον Μουρ σαν βορά στα χέρια των ασύδοτων ασφαλιστικών εταιρειών. Το «Sicko» είναι το πιο τρανταχτό επιχείρημα υπέρ της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του Ομπάμα. (Σε dvd)

Η περιπέτεια εξωγήινων στο γκέτο της Ν. Αφρικής

  • Από τις εκπλήξεις της χρονιάς η ταινία φαντασίας «District 9»
  • Του Παναγιωτη Παναγόπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/11/2009

Για να γίνει μια επιτυχημένη ταινία δεν χρειάζεται απαραίτητα, ούτε πολύ μεγάλος προϋπολογισμός ούτε διάσημα ονόματα. Αρκεί μια καλή ιδέα, εκτελεσμένη με ευφυΐα και πρωτοτυπία και το κοινό τις περισσότερες φορές θα την ανακαλύψει. Αυτό αποδεικνύει μία από τις μεγάλες εκπλήξεις της χρονιάς, το φιλμ επιστημονικής φαντασίας «District 9», που από την Πέμπτη προβάλλεται και στις ελληνικές αίθουσες.

Η ταινία μπορεί να παίρνει τον βασικό χαρακτηρισμό «περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας», όμως είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτό, χάρις στην προέλευσή της και τις πολλαπλές αναφορές που διαθέτει. Σκηνοθετημένο από τον γεννημένο στη Νότια Αφρική Νιλ Μπλόμκαμπ, ο οποίος ζει πλέον στον Καναδά, το «District 9» διαδραματίζεται στο Γιοχάνεσμπουργκ, στον ουρανό του οποίου αιωρείται για είκοσι χρόνια ένα τεράστιο διαστημόπλοιο.

Οι εξωγήινοι που επέβαιναν, δεν έχουν επιθετικές διαθέσεις, δεν θέλουν να υποδουλώσουν τους ανθρώπους, ούτε να κατακτήσουν τη Γη. Εχουν μείνει απλώς από καύσιμα. Η υποδοχή που τούς επιφυλάσσεται είναι τυπική αντίδραση πανικού και ξενοφοβίας. Οι άνθρωποι περιορίζουν τους εξωγήινους σε γκέτο, τους φέρονται σαν σε κατώτερα είδη, βιαιοπραγούν. Οταν η κατάσταση φτάνει σε μεγάλη ένταση, αποφασίζεται ο εξοστρακισμός τους σε μια περιοχή που βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση από το Γιοχάνεσμπουργκ, με την πρόθεση να «καθαρίσει» η πόλη. Εστω κι αν οι εξωγήινοι το μόνο που θέλουν είναι να επιστρέψουν στον πλανήτη τους και όσο βρίσκονται στη Γη, να έχουν την ησυχία τους και να απολαμβάνουν τη μανία τους για κονσερβοποιημένες γατοτροφές.

Σ’ αυτό το σημείο είναι που οι θεατές γνωρίζουν τον κεντρικό χαρακτήρα. Ο Βίλκους βαν ντε Μέρβε, τον οποίο υποδύεται ο άγνωστος -όπως και το υπόλοιπο καστ- Σάρλτο Κόπλεϊ, είναι γαμπρός ενός ισχυρού άντρα και αναλαμβάνει την ευθύνη της έξωσης των εξωγήινων από την περιοχή 9, χωρίς ο ίδιος να διαθέτει την πυγμή και την αποφασιστικότητα που χρειάζεται μια τέτοια θέση. Με την κάλυψη ενός ιδιωτικού στρατού, ο Βίλκους αρχίζει τη διαδικασία, όμως τα πράγματα δεν θα κυλήσουν ομαλά.

Ανάμεσα στη βία και στις δραματικές σκηνές που εκτυλίσσονται μεταξύ των στρατιωτών και των εξαθλιωμένων εξωγήινων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις παράγκες τους κάτω από τις κοροϊδίες των στρατιωτών, που τους ονομάζουν «γαρίδες», ο Βίλκους θα αποκτήσει πολύ περισσότερους λόγους για να ανησυχεί. Θα μολυνθεί από εξωγήινo DNA και θα αρχίσει να μεταλλάσσεται. Το χέρι του θα παραμορφωθεί και θα μπορεί πλέον να χειρίζεται τα εξωγήινα όπλα, κάτι που κάνει το σώμα του -νεκρό ή ζωντανό- πολύτιμο απόκτημα.

Ο Μπλόμκαμπ χειρίζεται εξαιρετικά το θέμα της ταινίας, κάνοντας το «District 9» ένα φιλμ που διαβάζεται σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Η ιδέα προήλθε από την ίδια την πρόσφατη ιστορία της Νότιας Αφρικής και το απαρτχάιντ. Το 1966 η κυβέρνηση ανακήρυξε μια περιοχή στο Κέιπ Τάουν, την περιοχή 6, ως τόπο διαμονής αποκλειστικά για λευκούς. Περισσότερα από 60.000 άτομα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακομίσουν σε μια άλλη περιοχή, 25 χιλιόμετρα μακριά. Στη σημερινή Νότια Αφρική, η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη. Οι εξώσεις και οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ακόμη και σήμερα.

Βίαιη αντίδραση

Εξάλλου, στις παρυφές των μεγάλων πόλεων έχουν δημιουργηθεί γκέτο φτωχών, όπου οι ιδιωτικοποιημένες εταιρείες κοινής ωφέλειας μονοπωλούν το ρεύμα και το νερό και οι κάτοικοι αντιδρούν συχνά με βίαια ξεσπάσματα. Η ταινία σχολιάζει επίσης το φαινόμενο της ιδιωτικοποίησης του στρατού, κάτι που αφορά περισσότερο την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Αμερική, με ιδιωτικές εταιρείες όπλων που έχουν αναλάβει μεγάλα τμήματα των επιχειρήσεων του αμερικανικού στρατού.

Ο Νιλ Μπλόμκαμπ, στην πρώτη μόλις μεγάλου μήκους ταινία του, εκτός από τις ιδέες και την ικανότητα, είχε στη διάθεσή του και τη βοήθεια ενός έμπειρου παραγωγού, του Πίτερ Τζάκσον. Ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης και παραγωγός συνεργαζόταν με τον Μπλόμκαμπ για την ανάπτυξη μιας ταινίας, βασισμένης στο επιτυχημένο βίντεο γκέιμ «Halo». Ο περιορισμένος προϋπολογισμός καθυστέρησε εκείνο το σχέδιο, έτσι ο Τζάκσον είδε μια μικρού μήκους ταινία του Μπλόμκαμπ, το «Alive in Joburg» και του πρότεινε να το αναπτύξει σε μεγάλου μήκους.

Με προϋπολογισμό τριάντα εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό εξαιρετικά χαμηλό για ταινία αυτού του είδους, ο Μπλόμκαμπ γύρισε την ταινία στο Σοβέτο, σε μια περιοχή που είχε ζήσει ακριβώς την κατάσταση που περιγράφεται στην ταινία. Μείον τους εξωγήινους… Η αληθοφάνεια του γυρίσματος αποτυπώνει την ένταση που είχε σημειωθεί στην περιοχή λίγο καιρό πριν, με συγκρούσεις ανάμεσα σε Νοτιοαφρικανούς και σε Αφρικανούς μετανάστες, γεννημένους σε άλλες χώρες.

Γυρισμένο κυρίως στις αρχικές σκηνές ως ψευδοντοκιμαντέρ, το «District 9» χρησιμοποιεί κάθε δυνατό τρόπο για να δώσει αμεσότητα και ταχύτητα στην εικόνα. Ψηφιακή κάμερα, λήψεις από ελικόπτερο, κάμερα στο χέρι, εικόνες από κάμερες παρακολούθησης. Με την καλή φήμη που απέκτησε ανάμεσα στους φαν του είδους, το «District 9» άνοιξε με θεαματικά για το μέγεθός του νούμερα. Στην Αμερική βγήκε μέσα στον Αύγουστο και μόνο μέσα στο πρώτο τριήμερο υπερκάλυψε το κόστος της, με 37,5 εκατομμύρια. Το σίκουελ, το οποίο αφήνει ανοιχτό το φινάλε, βρίσκεται ήδη στα σχέδια του σκηνοθέτη.

Oμηρος Ευστρατιάδης: "Εγώ δεν ήμουν κουλτουριάρης ούτε επιδοτήθηκα για να κάνω ταινίες"

  • Ο Oμηρος Ευστρατιάδης είναι γνωστός ως ο σκηνοθέτης των εκπομπών της Αννίτας Πάνια και ως ο άνθρωπος που έκανε «διασκεδαστές» τον Κατέλη, τον Ταμπάκη, τον «Βας-Βας» και όλα τα άλλα αστέρια που παρέλασαν από την τηλεοπτική εκπομπή «Je t’aime» της Αννίτας Πάνια.


Οι παλιότεροι όμως τον θυμούνται από τις ερωτικές ταινίες που έκανε τη δεκαετία του ’70 με την Αννα Φόνσου, τον Ανδρέα Μπάρκουλη, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, την Γκιζέλα Ντάλι, τον Χρήστο Νομικό, την Ελένη Ανουσάκη και άλλους παλιούς καλούς ηθοποιούς.

«Ταινίες με λίγο… γυμνούλι» τις λέει ο ίδιος. «Το πολύ-πολύ να φαινότανε κάπου το στήθος της Φόνσου ή της Ανουσάκη, αλλά δεν ήταν όμως… τσόντες όπως τις χαρακτήρισαν κάποιοι… Ο,τι πορνό έχετε δει σε ταινία μου είναι μονταρισμένο με ξένα πρόσωπα από Γερμανούς διανομείς ή από έναν Ελληνα που ήταν μηχανικός προβολής»…

Για να κάνουμε τη συνέντευξη με κάλεσε στο γραφείο του, σε έναν δρόμο κοντά στην Ομόνοια, εκεί που κάποτε ήταν τα περισσότερα γραφεία των κινηματογραφικών παραγωγών ή, αν θέλετε, το «ελληνικό Χόλιγουντ».

Ρίχνοντας μια ματιά γύρω μου, βλέπω παλιές κινηματογραφικές μηχανές να κοσμούν τον χώρο. Μου λέει πως θέλει να γίνει ένα μουσείο κινηματογράφου για να τις δώσει εκεί. Αλλά αυτό είναι μάλλον μακρινό όνειρο, αφού όπως τονίζει «δεν έχει γίνει ακόμη το απλούστερο, να ονομαστεί ο δρόμος που βρισκόταν η θρυλική κινηματογραφική εταιρεία Φίνος Φιλμ με το όνομα του Φιλοποίμενα Φίνου»…

Και αν αυτό δεν γίνει από τον σημερινό δήμαρχο, θα το κάνει εκείνος «πηγαίνοντας ένα βράδυ να βάλει ταμπέλες κατά μήκος του δρόμου»…

- Κύριε Ευστρατιάδη, έχετε πενήντα χρόνια στη showbiz. Πώς ξεκινήσατε στο σινεμά;

Κατ’ αρχάς, πιτσιρικάς δούλευα στον εκδοτικό οίκο Ικαρος. Πήγαινα τα κείμενα στα σπίτια μεγάλων συγγραφέων, ποιητών και άλλων πνευματικών ανθρώπων για να κάνουν διορθώσεις, όπως ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Παπανούτσος, ο Καραγάτσης, ο Τσαρούχης, ο Τσάτσος, ο Χατζιδάκις… Πού να φανταστώ τότε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ήταν η πνευματική κληρονομιά μας, ενώ κάποιοι θα έπαιρναν και Νόμπελ… Στο σινεμά μπήκα από τον αείμνηστο Γιώργο Τζαβέλλα, ο οποίος με είχε πάρει στα γυρίσματα της ταινίας «Μεθύστακας» και μετά τον ακολούθησα στη Φίνος Φιλμ, όπου δεν έμεινα πολύ γιατί άρχισα την καριέρα μου ως σκηνοθέτης με άλλους παραγωγούς…

- Μιλήστε μας για τη Φίνος Φιλμ και τον δημιουργό της…

Στη Φίνος Φιλμ γνώρισα όλα τα «θηρία» που έκαναν τις ταινίες, τις οποίες βλέπουμε ακόμη και σήμερα στην τηλεόραση και είναι αξεπέραστες! Από τη «σχολή του Φίνου» πέρασαν σχεδόν όλα τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού σινεμά και έγραψαν ιστορία με χρυσά γράμματα. Σκηνοθέτες, οπερατέρ, μοντέρ, τεχνικοί, ηθοποιοί, οι πάντες. Ο Φίνος ήταν ένας καλός άνθρωπος που μιλούσε πολύ λίγο. Καθότανε σε ένα γραφείο στο φουαγέ και τον θυμάμαι με τα γυαλάκια του και ένα κατσαβίδι στο χέρι να μαστορεύει. Ηταν όμως άρρωστος με την τεχνολογία του σινεμά, ήθελε να βελτιώσει την τεχνική ποιότητα και για αυτό, όλο κάτι μαστόρευε Είχε όμως άποψη και για τα σενάρια, τους ηθοποιούς, για όλα όσα έχουν σχέση με μια ταινία, γιατί ήταν πολύ καταρτισμένος και ήξερε τι ήθελε και τι έκανε. Ολοι τον σεβόμασταν και τον αποκαλούσαμε αφεντικό.

Ο Ομηρος Ευστρατιάδης θυμάται με αγάπη την εποχή της Φίνος Φιλμ. Πηγαίνοντας στα γραφεία της εταιρείας στην οδό Χίου 53 για να βγάλουμε κάποιες φωτογραφίες, έρχεται στο μυαλό του ο Θανάσης Βέγγος, ο οποίος -όπως μου λέει- πριν γίνει ηθοποιός ήταν ο υπεύθυνος του πλατό της Φίνος που βρισκόταν στους Αγίους Αναργύρους…

«Ο Βέγγος έπαιξε αρχικά κάποια ρολάκια και επειδή ήταν πολύ καλός -δηλαδή έπαιζε τον εαυτό του και άρεσε- μεταμορφώθηκε σιγά-σιγά σε μεγάλο κωμικό ηθοποιό»!..

Τα γραφεία της Χίου ήταν το στρατηγείο του Φίνου, όπου έρχονταν οι ηθοποιοί για να κλείσουν συμφωνίες, αλλά και τα εργαστήρια για την επεξεργασία των ταινιών. Σήμερα στεγάζεται εδώ η εταιρεία Cinemagic.

Μόλις φτάνουμε έξω από το κτίριο γίνεται… έξαλλος: «Το 1993 με την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών αποφασίσαμε να βάλουμε μια ταμπέλα που να λέει ότι εδώ ήταν η Φίνος Φιλμ. Κάναμε μια προσφυγή στον δήμο Αθηναίων να μετονομαστεί η οδός Χίου σε Φίνου. Και το μόνο που έκαναν ήταν το 1995 να βγάλουν τη δική μας ταμπέλα και να βάλουν μία άλλη δική τους, ως δήμος. Δυστυχώς, ο τότε δήμαρχος Λεωνίδας Κουρής βρήκε πολλά εμπόδια για να δώσει στον δρόμο το όνομα του ανθρώπου που έφτιαξε το ελληνικό σινεμά. Εντάξει, οδοί Χίου είναι πολλές στην Ελλάδα. Γιατί να μην υπάρχει και ένας δρόμος με το όνομα του Φιλοποίμενα Φίνου; Και ειδικά αυτός που βρίσκεται μέχρι σήμερα το ιστορικό κτίριο της μεγαλύτερης ελληνικής κινηματογραφικής εταιρείας; Μα τον Θεό, αν δεν το κάνει ο νυν δήμαρχος Νικήτας Κακλαμάνης, θα το κάνω εγώ ένα βράδυ και ας με κυνηγήσουνε… Δεν ντρεπόμαστε λέω εγώ»!


«Αλλοι έβαζαν πλάνα πορνό στις ταινίες μου»

Συζητάμε για τη δεκαετία του ’70, κατά την οποία διέπρεψε ως σκηνοθέτης ερωτικών ταινιών με τίτλους όπως «Το κορίτσι και το άλογο», «Διαμάντια στο γυμνό σου σώμα», «Ερωτική τελετή», «Κυνηγημένοι εραστές», «Η πρόκληση» κ.ά. Τον ρωτάω για το αν τελικά όλες αυτές οι ταινίες ήταν πορνό, όπως τις θεωρούν κάποιοι...

«Εγώ δεν ήμουν κουλτουριάρης ούτε επιδοτήθηκα ποτέ για να κάνω ταινίες» απαντάει. «Εκανα εκατόν επτά ταινίες, από μελό στα πρώτα μου βήματα μέχρι αστυνομικές περιπέτειες, ψυχολογικά δράματα που είχανε λίγο γυμνούλι… Στις ερωτικές συνεργάστηκα με καλούς ηθοποιούς, σκηνογράφους σαν τον Διονύση Φωτόπουλο αλλά και συνθέτες όπως ο Μάνος Λοΐζος που μου έγραψε τραγούδια, τα οποία στη συνέχεια έγιναν επιτυχίες. Μιλάω για το “Μάνα, δεν φυτέψαμε” που το τραγούδησε σε ταινία μου ο τότε πρωτοεμφανιζόμενος Γιάννης Πάριος και το “Αχ χελιδόνι μου” με τη Λίτσα Σακελλαρίου που επίσης πρωτακούστηκε σε ταινία μου. Και τα δύο αυτά τραγούδια τα τραγούδησε στη συνέχεια σε δίσκους ο Γιώργος Νταλάρας. Θα έκανα λοιπόν πορνογραφήματα με τέτοιους συντελεστές;

- Και γιατί λέγανε ότι κάνατε… τσόντες;

Σε κάποιες ταινίες το μόνο που φαινόταν ήταν το γυμνό στήθος της Αννας Φόνσου ή της Ελένης Ανουσάκη… Ε, λοιπόν αν το γυμνό στήθος θεωρείται πορνό, τότε έκανα πορνό. Τώρα, όσο για την τσόντα που λέτε, αυτό είναι κάτι που το λέει η λέξη από μόνη της. Κάποιοι προσέθεταν πλάνα που ήταν πορνό και τα μοντάριζαν άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε τα έριχναν… άτσαλα για να κάνουν πορνό τις σοφτ ερωτικές σκηνές. Αυτό το έκαναν οι Γερμανοί διανομείς ταινιών και από την Ελλάδα ένας τύπος, ο Θανάσης Κασπίρης, ο οποίος ήταν μηχανικός προβολής σε ένα σινεμά β’ προβολής στο Περιστέρι που λεγόταν Κύπρος. Αυτός λοιπόν έπαιρνε τις μπομπίνες των ταινιών μου για να τις παίξει και μου έκοβε πολλά κομμάτια που είχαν γυμνά με σκοπό να τα βάζει ως τσόντα σε ξένες πορνό ταινίες που έπαιζε εκείνος…

- Ηταν εύκολο για τις Ελληνίδες ηθοποιούς να γυρίσουν έστω σοφτ ερωτικές σκηνές;

Θα σας πω το εξής. Οταν γυρίζαμε την ταινία «Ντάμα σπαθί» του Γιώργου Σκαλενάκη, η Ελενα Ναθαναήλ ζήτησε να μείνουν στο πλατό μόνο τα απολύτως απαραίτητα άτομα για να γυρίσει τις σκηνές που είχε με τον Σπύρο Φωκά και έπρεπε να φανεί γυμνό το στήθος της… Τελικά ένιωσε τόσο άνετα που μετά το γύρισμα πήγε στο κυλικείο να πάρει καφέ γυμνόστηθη… Θέλω να πω ότι δεν υπήρχε καμία διάθεση από κανέναν να κάνει πορνογράφημα!..



Η Αννίτα, ο «Κάτμαν» και η φωνή του Ταμπάκη

Ο Ομηρος Ευστρατιάδης είναι ο σκηνοθέτης των εκπομπών της Αννίτας Πάνια. Το 1995 έκαναν το «Χρυσό κουφέτο» που ξεκίνησε από το TV Μακεδονία «με καλεσμένη στην πρώτη εκπομπή μια φίλη του, ωραία κοπέλα, που… υποδύθηκε ότι ψάχνει γαμπρό»… Πολύ γρήγορα κατέκτησαν την επιτυχία και δέχτηκαν πρόταση «με τρελά λεφτά από το STAR, όπου σάρωσαν τις τηλεθεάσεις και έγιναν θέμα μέχρι στο CNN»!..

- Ποια είναι η γνώμη σας για την Αννίτα;

Με την Αννίτα είμαστε μαζί δεκατρία χρόνια. Την αγαπώ πολύ γιατί είναι καλό παιδί και βέβαια άψογη επαγγελματίας. Εχουμε τέλεια συνεργασία. Εφερε έναν άλλον αέρα στην παρουσίαση τηλεοπτικών εκπομπών, που οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ο εαυτός της. Η Αννίτα δεν προσποιείται. Μιλάει και συμπεριφέρεται στο πλατό όπως και στη ζωή της.

- Τι έχετε να πείτε σε αυτούς που κρίνουν αρνητικά όλα αυτά τα «ιδιαίτερα ταλέντα» τύπου Κατέλη και Ταμπάκη που παρελαύνουν από τις εκπομπές σας;

Ας μη γελιόμαστε! Αυτά τα πρόσωπα που εμείς έχουμε βγάλει στηρίζουν πάρα πολλές εκπομπές… Και συνήθως οι αρνητικές κριτικές προέρχονται από το περιβάλλον άλλων εκπομπών που μας ζήτησαν κάποια από αυτά τα πρόσωπα και δεν τους τα δώσαμε. Γι’ αυτό πάντα, όταν κάποιος φύγει από εμάς γίνεται… ανάρπαστος! Οπως έχει συμβεί με τον Ταμπάκη, τον «Βας-Βας», την κυρία Ελισάβετ, ακόμη και με μια αδιάφορη κοπέλα, τη Λίλη…

- Τα πρόσωπα αυτά βγάζουν χρήματα;

Ο Κατέλης με τα χρήματα που έχει βγάλει ως διασκεδαστής από τα μαγαζιά που πηγαίνει, κατάφερε να φτιάξει ένα σπίτι στο Μεσολόγγι. Τώρα ο Ταμπάκης, όταν έφυγε από εμάς, πήγε με κάτι μάνατζερ και ακολούθησε έναν δρόμο που δεν τον γνωρίζω. Τελευταία τον είδα σε μια εκπομπή και έλεγε ότι είχε οικονομικά προβλήματα. Δεν ξέρω τι έγινε. Κάποιοι τον κατέστρεψαν ή καταστράφηκε από μόνος του… Μακάρι να είναι καλά το παιδί!

- Τελικά τι έγινε με τη φωνή του Ταμπάκη;

Από τη στιγμή που «άλλαξε» η φωνή του, έπαψε να έχει ενδιαφέρον ως διασκεδαστής. Δεν πιστεύω ότι μας κορόιδευε, γιατί με την ψηλή φωνή μίλαγε κιόλας. Εχω παλιές κασέτες που μου έστελνε από το χωριό του και έτσι ήταν η φωνή του πάντα. Ισως να ήταν καταπιεσμένος και όταν ήρθε εδώ και είδε ότι τον αγκάλιασε ο κόσμος, να του έφυγε το πρόβλημα και η φωνή του να έγινε κανονική…


«Ο Γαλάτης γελοιοποιείται»

- Θα κάνατε ποτέ μήνυση σε κάποιον που σας κριτικάρει αρνητικά όπως συνέβη με την Εφη Σαρρή που τρέχει στα δικαστήρια τον Λαζόπουλο;

Και εγώ και η Αννίτα άλλη δουλειά δεν είχαμε να τρέχουμε στα δικαστήρια. Ας γράφουν και ας λένε ό,τι θέλουνε…

- Από τα πρόσωπα που εκτίθενται διαρκώς σε κουτσομπολίστικες εκπομπές ποιο σας… θλίβει;

Ο Γιάννης Γαλάτης. Προκαλεί συνέχεια για να είναι στο γυαλί και γελοιοποιείται. Δεν του αξίζει κάτι τέτοιο, γιατί έχει γράψει μεγάλη ιστορία στη Μύκονο και είναι ταλαντούχος σχεδιαστής μόδας… Αλλά άμα αυτό του αρέσει εκείνου, εμένα μου περισσεύει!

  • ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΜΠΟΥΝΙΑΣ, Φωτ.: ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΦΕΙΘΦΟΥΛ, Espresso,



Φωτογραφία 1
Φωτογραφία 2
Φωτογραφία 3
Φωτογραφία 4
Φωτογραφία 5
Φωτογραφία 6
Φωτογραφία 7
Φωτογ

Γκρο πλαν σε τέσσερα πρόσωπα

  • Υποτονικά τα πράγματα στο φετινό πεντηκοστό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Που δεν ήταν και τόσο εορταστικό, τελικά. Διάχυτη γκρίνια επικρατούσε στα πηγαδάκια: γιατί δεν ήρθαν οι «Ομιχλιστές»; Γιατί να «χτυπήσουν το φεστιβάλ»; Και στον αντίποδα: «Γιατί συμμετέχουν κάποιοι; Δεν είπαμε ούτε καρέ στη Θεσσαλονίκη;».

«Εχουμε συνηθίσει να κλείνει το αεροδρόμιο από την ομίχλη. Οχι το φεστιβάλ», ακούσαμε να λέει κάποιος. Ο νεαρός έλληνας σκηνοθέτης Αλέξανδρος Κωσταντάρας, που ζει στην Κένυα κι έχει βαλθεί να δημιουργήσει κενυάτικη κινηματογραφία χρησιμοποιώντας ντόπιους, εμφανίστηκε ζωσμένος με μια... ηλεκτρική σκούπα: «Μόνοι μας θα διαλύσουμε την ομίχλη!» είπε σκορπώντας γέλια.

Ελλείψει των «δυνατών» φετινών ταινιών, επικράτησε τάση απαξίωσης των ελληνικών ταινιών που παίχτηκαν τελικά. Κι όμως, υπήρχαν κάποιες ενδιαφέρουσες δουλειές («Διαχειριστής», «Χορεύοντας στον πάγο», «Μικρές εξεγέρσεις», «Καντίνα», «Μπιλόμπα»), μερικές πολύ καλές ερμηνείες (Κ. Γέρου, Β. Ανδρεαδάκη, Α. Λογοθέτης, Ε. Βεργέτη) και κάποιες εκπλήξεις: από τον Π. Χούρσογλου σε ρόλο πρωταγωνιστή, μέχρι την χαριτωμένη Ιωάννα Πιατά, κόρη του Δημήτρη Πιατά («Μπιλόμπα»).

Σήμερα σας παρουσιάζουμε τέσσερις καλλιτέχνες, διαφορετικών ηλικιών και προελεύσεων, που ξεχώρισαν.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Με την κάμερα μπροστά στα συρματοπλέγματα

Με τις εντυπωσιακές πρωταγωνίστριές του (Ε. Βεργέτη, Μ. Πρωτόπαππα. Α. Μαυρακάκη) κι ένα ολόκληρο κομβόι από τεχνικούς, ηθοποιούς και κινηματογραφικές κάμερες («η ψηφιακή κάμερα δεν απέδιδε τις λεπτές αποχρώσεις του φωτός και του χιονιού στο δάσος»), αλώνισε τα χιονισμένα βουνά: Βουλγαρία, Μακεδονία, Ηπειρο, Πάρνηθα. Διασχίζοντας επικίνδυνους καταρράκτες χωρίς κασκαντέρ.

Ο Σταύρος Ιωάννου ακολούθησε τρεις απεγνωσμένες γυναίκες στην προσπάθειά τους να περάσουν παράνομα στην Ελλάδα από το βουνό Μπέλες, πάνω από την Κερκίνη (τον λεγόμενο «πράσινο δρόμο»), την εποχή του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Με τη βοήθεια ενός διεφθαρμένου «οδηγού», ενός Ελληνα των Σκοπίων (Μ. Ιατρόπουλος). Τελικά, μόνο μία τα καταφέρνει.

Δεν είναι η πρώτη ταινία του ντοκιμαντερίστα και καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας Σταύρου Ιωάννου για τη μετανάστευση: στους «Κλειστούς δρόμους» (2000), την πρώτη φίξιον ταινία του που προβλήθηκε και στο Βερολίνο, οι κούρδοι ήρωές του αυτοπυρπολούνται. Στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ του, τους «Ικέτες», στήθηκε «με την κάμερά μου μπροστά στα συρματοπλέγματα καταγράφοντας μια καραβιά λαθρομετανάστες που η αστυνομία έχει κλείσει σε ένα λιοτρίβι».

Υστερα ο σκηνοθέτης άρχισε να ασχολείται με το τράφικινγκ καταγράφοντας τις μαρτυρίες διάφορων γυναικών. «Σε δύο τέτοιες ιστορίες βάσισα την ταινία. Οι γυναίκες αυτές που μου μίλησαν, συνεργάστηκαν στενά με τις ηθοποιούς», λέει ο ίδιος. Η μία, χωρισμένη, είχε δύο παιδιά και φρόντιζε ηλικιωμένους. Η άλλη ήταν πόρνη. «Αυτό που δείχνω, ότι τελικά πάει με τον "οδηγό" για να έχει την εύνοια του, είναι γεγονός. Το ίδιο και οι άλλες. Ηθελαν να πάνε στη Δύση και ήταν αποφασισμένες για όλα».

Η κεντρική του ηρωίδα πάντως, που είναι χορεύτρια πάγου, είναι μυθοπλαστική φιγούρα. Και αντιστέκεται...

Β. ΡΑΪΣΗΣ

«Η χαρά των πρωινάδικων σε οδηγεί στα χάπια»

Από σκηνοθέτες-σεναριογράφους στην Ελλάδα άλλο τίποτε. Πόσους όμως σεναριογράφους που να γυρίζουν τις δικές τους ιστορίες γνωρίζουμε; Φέτος το φεστιβάλ μάς σύστησε έναν: τον Βασίλη Ραΐση που κέρδισε και το πρώτο βραβείο του προγράμματος Digitalwave, για την ψηφιακά γυρισμένη, νεανική ταινία του «Το τελευταίο τραγούδι του Ελβις». Στο φεστιβάλ, βέβαια, έχει ξαναβραβευτεί -ως σεναριογράφος όμως («Διόρθωση»).

Εχοντας και θεατρικά έργα αλλά και παιδικά παραμύθια στο ενεργητικό του, ο Β. Ραΐσης ζει διδάσκοντας φυσική στη Σχολή Μωραΐτη. Στα θεατρικά εργαστήρια της Σχολής εντόπισε και τους νεαρούς πρωταγωνιστές της πρώτης του αυτής ταινίας: ο ήρωας (Θ. Αγγέλης) βρίσκει τυχαία μια χαμένη εργασία με θέμα τη μελαγχολία στη ροκ σκηνή και τελικά ερωτεύεται τη φοιτήτρια (Ι. Σουρμελή-Τερζοπούλου) που την έγραψε. Ολη η ταινία δείχνει, με χιούμορ και φρεσκάδα, το πώς αμφιταλαντεύεται μεταξύ των «ανεγκέφαλων» φίλων του και της μουσικόφιλης κοπέλας του που έχει πιο «σοβαρά» ενδιαφέροντα. «Στο τέλος παίρνει τις αποστάσεις του και από τους δύο. Και συμφιλιώνεται με τη δική του μελαγχολική πλευρά», εξηγεί ο Β. Ραΐσης που απέσπασε και το βραβείο κοινού. «Και εγώ ανακάλυψα κάποια στιγμή τη δική μου μελαγχολική πλευρά. Και πιστεύω πως τότε άρχισα να γράφω καλύτερα. Αυτή η αποδοχή ίσως και να σε οδηγήσει στην πραγματική χαρά. Η άλλου τύπου χαρά, αυτή των πρωινάδικων, σε οδηγεί μαθηματικά στα χάπια».

Γράφοντας για το σινεμά έκανε μια θλιβερή διαπίστωση: «Ο σεναριογράφος δεν υπάρχει. Εγώ νόμιζα ότι θα είναι όπως στο θέατρο: άλλο πράγμα το κείμενο, άλλο η σκηνοθεσία. Τελικά, κατάλαβα πως απλώς βοηθάς τον σκηνοθέτη να υλοποιήσει το όραμά του. Είτε το δέχεσαι, είτε φεύγεις. Εγώ το δέχτηκα, αλλά τώρα φεύγω. Μου αρέσει να φτιάχνω τις δικές μου ιστορίες».

Την ταινία του τη γύρισε ολομόναχος. Κόστισε ελάχιστα. «Οσο η αγορά μιας ψηφιακής κάμερας. Και μπορεί να την κατεβάσει οποιοσ- δήποτε από το Ιντερνετ (www.elvislastsong.com). Αλλά είχα κουραστεί βλέποντας πως για να κάνεις ταινία πρέπει να περάσει μία πενταετία...».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΙΒΑΣ

«Επέστρεψα στην πρώτη ύλη του σινεμά»

Είχε το βραβείο του «Digitalwave» στο τσεπάκι, μέχρι που εμφανίστηκε ο Ραΐσης. Οχι ότι μπορείς να συγκρίνεις τις δύο ταινίες. Τούτη εδώ, είναι μια αμιγώς πειραματική δουλειά, που κάποιοι αντιμετώπισαν με ανυπόκριτο θαυμασμό, αλλά κάποιοι άλλοι δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν.

Σινεμά; Φωτογραφία; Video art; Τον Δρίβα δεν τον ενδιαφέρει να απαντήσει. Πρόκειται άλλωστε για έναν εικαστικό κατά βάση καλλιτέχνη που έζησε δέκα χρόνια στο Βερολίνο, με θητεία στον πειραματικό κινηματογράφο, και έχει βραβευτεί πολλάκις από γκαλερί, μουσεία, φορείς σύγχρονης τέχνης και φεστιβάλ πειραματικού σινεμά του εξωτερικού.

Για την «ταινία» του αυτή, όπως και για όλες τις προηγούμενες, δεν χρησιμοποίησε κάμερα, αλλά ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Βασίστηκε σε μια αλληλουχία μαυρόασπρων φωτογραφιών με απόλυτη αφηγηματική ροή. Χωρίς καθόλου διάλογο και με τη χρήση μεσότιτλων, εμπνεύστηκε από ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον ηθοποιό και μετανάστη Δαβίδ Μαλτέζε. Αυτός ενσαρκώνει και τον ήρωα: έναν άνθρωπο που αναζητά μια κοινωνική θέση και αλλάζει για να γίνει αποδεκτός στο νέο περιβάλλον.

«Ξέρω πως το ανυποψίαστο κοινό της Θεσσαλονίκης βρέθηκε προ εκπλήξεως», παραδέχεται ο 39χρονος Γ. Δρίβας που έχει τη δική του εταιρεία παραγωγής. «Αυτό που ουσιαστικά έκανα ήταν να επιστρέψω στην πρώτη ύλη του σινεμά, τις φωτογραφίες. Στη συνέχεια τις φόρτωσα σε ένα πρόγραμμα μοντάζ και τις δούλεψα σαν να είναι πλάνα από μια κινηματογραφική σκηνή. Το τελικό προϊόν δεν είναι ένα σλάιντ σόου, αλλά ένα high definition video. Ενα "φώτο φιλμ" που σου δίνει μεγάλη ελευθερία έκφρασης».

Τώρα του έδωσε την ευκαιρία να κάνω ένα σχόλιο για την αποξένωση, τους ανθρώπους εκτός συστήματος. Η ματιά του, ωστόσο, έχει μια αποστασιοποίηση. «Ηθελα να τοποθετήσω τον θεατή στη θέση, που συνήθως είναι σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτή του παρατηρητή από καθέδρας...».

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΤΣΑΠΑΡΕΛΗ

Παίζοντας με τον δάσκαλό της

Τρακ; Η πρεμιέρα του «Διαχειριστή» στη Θεσσαλονίκη ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της συμμετοχής μου στην ταινία!

Ούτε το γυμνό, ούτε η οντισιόν», μας εξομολογήθηκε η 24χρονη Ευσταθία Τσαπαρέλη που ενσαρκώνει τη νεαρή ερωμένη του διαχειριστή-ήρωα (τον υποδύεται πρώτη φορά ο σκηνοθέτης Π. Χούρσογλου, έχοντας στο πλευρό του τη γυναίκα του Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη και τα δύο παιδιά τους).

Η όμορφη ηθοποιός πριν από δύο χρόνια τέλειωσε τη σχολή του ΚΘΒΕ και τώρα πρωταγωνιστεί σε μια νεανική παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου στο ρόλο της «Αντιγόνης» (σε σκηνοθεσία του Τάσου Ράτζου). Μιας «Αντιγόνη» με δερμάτινο τζάκετ, μπότες ιππασίας και σάκο east pack. «Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε σημερινή κοπέλα που αντιστέκεται για τα πιστεύω της».

Στον «Διαχειριστή», που απέσπασε το βραβείο της Fipresci, έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. «Ηταν σημαντικό για μένα πως μου πρότεινε τον ρόλο ο αγαπημένος καθηγητής μου, ο Περικλής Χούρσογλου. Εκεί που τα είδα λίγο σκούρα ήταν όταν αποφάσισε να παίξει ο ίδιος τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν ήμουν προετοιμασμένη να έχω ερωτικές σκηνές με τον πρώην καθηγητή μου!», λέει χαμογελώντας. «Και αρχικά με φόβισε ο ρόλος. Η ηρωίδα μου φάνηκε ανήθικη. Ομως ο σκηνοθέτης την καθησύχασε: «Μην φοβάσαι, θα τον χτίσουμε τον ρόλο».

Με τέτοια εμφάνιση, τη βλέπουμε γρήγορα στην TV. «Με φοβίζει λίγο. Στο σινεμά και το θέατρο νιώθω ότι το αποτέλεσμα εξαρτάται και από μένα. Στην τηλεόραση δεν το ελέγχεις».

Ερωτας είναι η αιτία

  • «Είναι η ιστορία ενός αγοριού που ερωτεύεται ένα κορίτσι και διαπιστώνει στην πορεία ότι ο έρωτας δεν είναι όσα μας έχουν μάθει οι ταινίες, οι δίσκοι και οι εμπειρίες των φίλων μας να περιμένουμε απ' αυτόν.

Το αγόρι προβάλλει τις λάθος προσδοκίες στη σχέση του με το κορίτσι, αφήνοντας την πραγματικότητα να τον προσπεράσει. Και φυσικά ατυχεί. Γιατί δεν πρέπει να επιτρέπεις σε κανέναν να σου πει τι να περιμένεις από την αγάπη. Πρέπει να ανακαλύψεις μόνος σου οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν».

Ετσι περιγράφει ο Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ την ταινία στην οποία χρωστά την ξαφνική του φήμη. Μέχρι τώρα, ο πρωταγωνιστής της γλυκόπικρης κομεντί «500 μέρες με τη Σάμερ», που προβάλλεται αυτές τις μέρες, παρέμενε ελάχιστα γνωστός σε όσους δεν ασχολούνταν με το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά, στο οποίο έχει αφιερωθεί ο ίδιος τα τελευταία δέκα χρόνια.

Διάσημος από την τηλεόραση

Η ιστορία του, πάντως, είναι ενδιαφέρουσα. Ταλαντούχος έφηβος, ο Λέβιτ έγινε διάσημος μέσα από μακρόβια σειρά της αμερικανικής τηλεόρασης. Αποφάσισε όμως πως αυτό το προφίλ της διασημότητας δεν του ταιριάζει, έπαθε μικρή υπαρξιακή κρίση και επέλεξε να εγκαταλείψει οριστικά την ηθοποιία.

Μετακόμισε από την Καλιφόρνια στη Νέα Υόρκη, ξεκίνησε σπουδές και μια ωραία πρωία αναθεώρησε τα πάντα και επέστρεψε στην υποκριτική. Ομως δεν ήταν πλέον το χαμογελαστό παιδί-θαύμα της σειράς «3rd Rock from the Sun». Είχε μεταμορφωθεί σε έναν τολμηρό ηθοποιό.

«Την εποχή που δούλευα για λογαριασμό της τηλεόρασης», μας λέει ο Λέβιτ, «όλοι περίμεναν από εμένα να πράξω τα αναμενόμενα. Κάθε μέρα στο γύρισμα έμοιαζε με την προηγούμενη κι εγώ έπρεπε να είμαι συνέχεια εκείνο το αξιαγάπητο παιδάκι που παρακολουθεί ο πολύς κόσμος στη μικρή οθόνη. Γινόμουν από την άλλη πολύ νευρωτικός με το γεγονός ότι αρκετοί άνθρωποι με αναγνώριζαν. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να εξαφανιστώ.

»Σ' εκείνη την παράξενη φάση της ζωής μου ήθελα απλούστατα να γυρίζω ταινίες και να ξέρω ότι οι κόπιες τους θα κλειδώνονται σε ένα συρτάρι και κανείς δεν θα τις βλέπει. Γι' αυτό τα εγκατέλειψα όλα. Λίγο καιρό αφότου τα παράτησα, όμως, συνειδητοποίησα ότι η όλη εμπειρία της υποκριτικής μού έλειπε έντονα».

Είκοσι ενός ετών τότε, ο Τζόζεφ αποφάσισε να επιστρέψει μπροστά από την κάμερα, παίρνοντας σημαντικά ρίσκα. Υποδύθηκε έναν τρόφιμο ψυχιατρείου στο μικρού βεληνεκούς «Manic», έγινε ο αυτοσχέδιος ντετέκτιβ που προσπαθεί να διαλευκάνει τον μυστηριώδη χαμό της πρώην φιλενάδας του στο ασυνήθιστο νεο-νουάρ «Brick», ερμήνευσε έναν στρατιώτη που γυρίζει ψυχολογικά τραυματισμένος από τον πόλεμο του Ιράκ στο «Stop-Loss» και, κυρίως, δέχτηκε να γίνει πρωταγωνιστής του προκλητικού γκέι σκηνοθέτη Γκρεγκ Αράκι, κερδίζοντας επαίνους στον τολμηρό ρόλο μιας αυθάδικης αρσενικής πόρνης στην «Ανοιχτή πληγή».

Φέτος, στο θαυμάσιο «500 μέρες με τη Σάμερ», ο Λέβιτ κατάφερε να μετατρέψει έναν ρομαντικό χαρακτήρα σε δεξαμενή πολλών και διαφορετικών συναισθημάτων. Κοινό και ειδικοί βρήκαν ξαφνικά ένα καινούριο πολλά υποσχόμενο πρόσωπο με το οποίο μπορούσαν να ασχοληθούν.

«Ξεκίνησα να δουλεύω ως ηθοποιός από τα έξι μου χρόνια», λέει ο ίδιος, «και μόλις τώρα, δύο δεκαετίες αργότερα, κατάφερα να συμμετάσχω σε ταινίες για τις οποίες νιώθω πραγματικά περήφανος. Το ότι αποφάσισα κάποτε να ασχοληθώ με την υποκριτική, μόλις τώρα απέκτησε νόημα για μένα. Αν αυτό το νόημα χαθεί, νομίζω ότι θα θελήσω να χαθώ κι εγώ από ηθοποιός».

Επόμενος σταθμός για τον Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ είναι να αντιμετωπίσει ερμηνευτικά τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στο «Inception»: τη νέα ταινία που γυρίζει ο Κρίστοφερ Νόλαν, σκηνοθέτης του «Σκοτεινού Ιππότη».*

Ωραία μου κυρία

  • Η Οντρεϊ Χέπμπορν δεν ήταν απλώς μια σταρ του σινεμά αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα της μόδας. Κομψή, λεπτεπίλεπτη, με μια ομορφιά θηλυκή και παιδική ταυτόχρονα, είχε όλα τα προσόντα για να υποστηρίξει τους ρόλους της.

Μπαλαρίνα στην ταινία «Secret People», πριγκίπισσα που ζει τον έρωτά της στην αγκαλιά του Γκρέγκορι Πεκ κάνοντας «Διακοπές στη Ρώμη», ασχημόπαπο που μεταμορφώνεται σε «Ωραία μου κυρία» με τη βοήθεια του Ρεξ Χάρισον...

Τέτοιες κινηματογραφικές σκηνές φέρνει στο προσκήνιο η δημοπρασία με ρούχα και αξεσουάρ της Οντρεϊ Χέπμπορν, από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 που θα γίνει στις 8 Δεκεμβρίου στο Λονδίνο από τους οίκους Κέρι Τέιλορ και Σόθμπις. Θα παρουσιαστούν και επιστολές όπου η ηθοποιός περιγράφει την πρόταση γάμου που της έκανε ο Τζέιμς Χάνσον το 1952. Βραδινά ενδύματα των Βαλεντίνο, Ελίζαμπεθ Αρντεν, «μικρά μαύρα φορέματα», σαν αυτά που καθιέρωσε στο «Πρόγευμα στο Τίφανις» περιλαμβάνει η συλλογή καθώς και δημιουργίες του αγαπημένου της σχεδιαστή Ζιβανσί που φορούσε στις ταινίες «Καυτό Παρίσι» και «Πώς να κλέψετε ένα εκατομμύριο δολάρια».

Συχνά ο τύπος σχολίαζε ότι η Χέπμπορν ταξίδευε με πολλές αποσκευές. Λέγεται επίσης πως σε όλη της τη ζωή δεν χρειάστηκε να αλλάξει νούμερο στα ρούχα της. Κι όμως, αυτή η γυναίκα-διαχρονικό πρότυπο φινέτσας δεν θεωρούσε τον εαυτό της ιδιαίτερα ελκυστικό. «Μπορείς ακόμη και να πεις πως μισούσα τον εαυτό μου για κάποιες περιόδους. Θεωρούσα πως ήμουν πολύ χοντρή, ή ίσως πολύ ψηλή, η απλά πολύ άσχημη», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της το 1959.

Η Οντρεϊ ήταν κόρη της ολλανδέζας βαρόνης Ελα βαν Χέεμστα και το όνειρό της ήταν να γίνει μπαλαρίνα. Ωστόσο, ο εξασθενημένος της οργανισμός από τις κακουχίες που πέρασε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σε συνδυασμό με το ύψος της -το 1,70 ήταν τότε απαγορευτικό για μπαλαρίνα- δεν της επέτρεψαν να πάρει πρώτους ρόλους. Ετσι, το μπαλέτο έχασε ένα ταλέντο που το κέρδισε ο κινηματογράφος.

Ο ήλιος της είχε αρχίσει να ανατέλλει με την κωμωδία του 1951 «The Levender Hill Mob», όπου ο Αλεκ Γκίνες πρόσεξε την «ομορφιά και την παρουσία της που θυμίζουν ξωτικό». Ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν στην ταινία «Διακοπές στη Ρώμη». Αρχικά οι παραγωγοί ήθελαν την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, αλλά ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γουάιλερ εντυπωσιάστηκε από το δοκιμαστικό της Οντρεϊ: «Είχε όλα όσα έψαχνα: γοητεία, αθωότητα και ταλέντο. Ηταν επίσης πολύ αστεία...».

Ενας γάμος που δεν έγινε

Τα γυρίσματα της ταινίας συνέπεσαν με την προετοιμασία του γάμου της με τον μετέπειτα λόρδο Τζέιμς Χάνσον, και μάλιστα η νεαρή πρωταγωνίστρια προσέγγισε τις αδελφές Φοντάνα για να φτιάξουν το νυφικό της, ένα μοναδικό κομμάτι από ιβουάρ σατέν, που επίσης θα δημοπρατηθεί.

Ο γάμος δεν έγινε ποτέ και η Χέπμπορν αποφάσισε να χαρίσει το νυφικό της στο «ομορφότερο φτωχό κορίτσι της Ιταλίας». Ετσι και έγινε και η τυχερή πολύ αργότερα δήλωσε πως είχε έναν ευτυχισμένο γάμο.

Η γκαρνταρόμπα της Χέπμπορν αναμένεται να ξεπεράσει τις 100.000 αγγλικές λίρες, ενώ τα μισά από τα καθαρά έσοδα της δημοπρασίας θα προσφερθούν στο ίδρυμα Audrey Hepburn Childrens Fund και στη Unicef για το κοινό τους πρόγραμμα «Σχολείο για όλα τα παιδιά».*

Ο Χόρνμπι και τα sixties

Πηγή έμπνευσης για το σινεμά την τελευταία δεκαετία, ο Βρετανός Νικ Χόρνμπι έχει δει μέχρι στιγμής τρία βιβλία του να διασκευάζονται με επιτυχία για τη μεγάλη οθόνη: το χαριτωμένο «Fever Pitch», το πασίγνωστο πλέον και ανάμεσα στους μουσικόφιλους «High Fidelity» και το τρυφερό «Για ένα αγόρι», ενώ φημολογείται ότι ο Τζόνι Ντεπ αγόρασε τα δικαιώματα και ενδιαφέρεται να συμμετάσχει σε μια μελλοντική κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου «Α Long Way Down», που ο 52χρονος συγγραφέας έγραψε το 2005.

Φέτος, η χρονιά παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον Χόρνμπι χάρη σε δυο λόγους: το νέο του μυθιστόρημα «Juliet, Naked» αποτελεί ένα από τα εκδοτικά συμβάντα της σεζόν, ενώ η πρώτη του σεναριακή δουλειά πάνω σε προϋπάρχον υλικό άλλου συγγραφέα αναμένεται να τον οδηγήσει στα Οσκαρ.

Ο Χόρνμπι βασίστηκε στο αυτοβιογραφικό χρονικό της Λιν Μπάρμπερ, πάνω στην περιπετειώδη σχέση μιας λονδρέζας μαθήτριας του '60 με έναν πολύ μεγαλύτερό της σε ηλικία καθηγητή. Και το στόλισε με μερικούς από τους πιο σπιρτόζικους διαλόγους που έχουν ακουστεί τελευταία σε σκοτεινή αίθουσα.

Ετσι προέκυψε το «Μια κάποια εκπαίδευση», που σκηνοθέτησε με γούστο η δανέζικης καταγωγής Λον Σέρφιγκ και προβάλλεται αυτές τις μέρες.

Μιλώντας μας στο πρόσφατο Φεστιβάλ Λονδίνου, όπου προβλήθηκε η ταινία, ο Χόρνμπι δηλώνει πολύ ικανοποιημένος για το αποτέλεσμα. «Μερικές φορές», σημειώνει, «όταν επιχειρεί κάποιος να μεταφέρει βιβλίο σου στο σινεμά, προκύπτει κάτι αρκετά διαφορετικό απ' ό,τι είχες φανταστεί. Και παρ' όλο που έχω μάθει τον εαυτό μου να μην τρέφει προσδοκίες, εξεπλάγην ευχάριστα με τον τρόπο που είδα να μεταχειρίζονται τη δουλειά μου σ' αυτή την ταινία».

Γιατί όμως βρήκε εξαρχής το βιβλίο της Λιν Μπάρμπερ τόσο ελκυστικό; «Μου φάνηκε αστείο και επώδυνο ταυτόχρονα όταν το διάβασα- ένας συνδυασμός τον οποίο δεν συναντάς πολύ συχνά πλέον στη λογοτεχνία», απαντά ο Χόρνμπι. «Με βοήθησε επίσης να εντρυφήσω σε έναν κόσμο για τον οποίο δεν γνώριζα τίποτα: την Αγγλία του πρώτου μισού της δεκαετίας του '60, πριν συμβούν τα θρυλικά λονδρέζικα sixties που όλοι μυθοποιήσαμε. Αλλά και σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό μικρόκοσμο, που ήταν όλοι αυτοί οι νέοι τους οποίους βλέπουμε να συναναστρέφεται στο φιλμ η ηρωίδα. Μια μποέμικη τάξη, προερχόμενη από τα χαμηλά στρώματα, η οποία μεσουρανούσε την εποχή εκείνη».

Μπορεί η απότομη μύηση της ηρωίδας στον κόσμο των ενηλίκων να συμβαίνει κατά τη διάρκεια των μεταβατικών ημερών του '60, όμως για τον ίδιο τον συγγραφέα καμιά συγκεκριμένη περίοδος δεν υπήρξε καθοριστική για να του μάθει τα πρώτα βασικά πράγματα για τη ζωή. «Και οπωσδήποτε δεν θα έλεγα ότι η τυπική εκπαίδευση που δέχτηκα στο σχολείο με βοήθησε να γίνω αυτός που είμαι», σπεύδει να συμπληρώσει.

«Αν κάτι με γαλούχησε από την εφηβεία μου μέχρι σήμερα, αυτό ήταν οι ταινίες, οι δίσκοι, τα βιβλία και αργότερα η οικογένεια και τα παιδιά που απέκτησα. Ολες τις σπουδαίες ανακαλύψεις στη ζωή τις έκανα μόνος μου».

«Κατοικώ στην ψυχοσύνθεση άλλων»

Τον ρωτάω αν στάθηκε δύσκολο να εισχωρήσει στην ψυχοσύνθεση ενός νεαρού κοριτσιού που μεγαλώνει μερικές δεκαετίες πριν από τη δική μας, καθώς έγραφε ένα σενάριο από τη δική της οπτική γωνία. Ο Χόρνμπι είναι κάθετος: «Το να εισδύσεις στην ψυχοσύνθεση ενός ήρωα, οποιουδήποτε ήρωα, δεν αποτέλεσε ποτέ πρόβλημα για μένα. Αν είναι δύσκολο για έναν συγγραφέα να κατανοήσει και να αποδώσει έναν χαρακτήρα, τότε πρέπει να σταματήσει να γράφει.

»Σε κάθε μορφή λογοτεχνίας καλείσαι να κατοικήσεις στο εσωτερικό ανθρώπων και ιδιοσυγκρασιών οι οποίες σου είναι εντελώς άγνωστες και ανεξερεύνητες, είτε αυτό συμβαίνει λόγω διαφορετικής ηλικίας, είτε λόγω άλλης εθνικότητας, είτε λόγω αντίθετου φύλου. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να εμπιστεύεσαι τα ερεθίσματα που έχεις λάβει από τον έξω κόσμο και να είσαι παρατηρητικός με τους ανθρώπους».

Ο Χόρνμπι παραδέχεται ότι προτιμά απείρως την εμπειρία συγγραφής ενός βιβλίου από τη διαδικασία ολοκλήρωσης μιας ταινίας. «Είναι δυο κόσμοι εντελώς διαφορετικοί», υποστηρίζει. «Οι ταινίες είναι μια παρανοϊκή, μαζική επιχείρηση που αφορά πολλούς ανθρώπους και αμέτρητες παραμέτρους. Η συγγραφή είναι μια πιο απλή και μοναχική διαδρομή. Απαξ και ολοκληρώσεις ένα μυθιστόρημα, το μόνο για το οποίο χρειάζεται να μεριμνήσεις είναι το να βρεις κάποιον να το εκδώσει».

Θα σκεφτόταν ποτέ να ασχοληθεί πιο ενεργά με τη μεταφορά κάποιου βιβλίου του στο σινεμά; «Θα μείνω για πάντα στη θέση του συγγραφέα», με διαβεβαιώνει. «Λέω να αφήσω τις ταινίες σε αυτούς που ξέρουν να τις κάνουν».*

Πρωταγωνίστρια από ένστικτο

Η σαρανταεπτάχρονη Αντρέα Αρνολντ είναι αναμφισβήτητα ανάμεσα στις λιγοστές (και μια από τις πιο σημαντικές) σκηνοθέτριες του σύγχρονου αγγλικού κινηματογράφου. Υστερα από μια εξαιρετική πρώτη ταινία, «Red Road» (2006), βραβευμένη σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ, ανάμεσά τους και των Κανών, η Αρνολντ παρουσιάστηκε φέτος στις Κάνες με την ταινία της «Fish Tank», που απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της επιτροπής.

Η Αντρέα Αρνολντ διάλεξε την ηρωίδα της για την ταινία «Fish Tank» σε έναν σταθμό

Η Αντρέα Αρνολντ διάλεξε την ηρωίδα της για την ταινία «Fish Tank» σε έναν σταθμό

Η ταινία, που ήδη προβάλλεται, καταπιάνεται με τα προβλήματα της Μία, ενός ατίθασου, 15χρονου κοριτσιού, σε μια υποβαθμισμένη περιοχή ανατολικά του Λονδίνου. Οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες, μαζί και η πρωταγωνίστρια, Κέιτι Τζάρβις, γιατί, όπως ανέφερε η Αρνολντ, ήθελε «ένα κορίτσι που να μην υποδύεται κάποιαν αλλά να είναι ο εαυτός της».

- Γιατί αυτός ο τίτλος, «Fish Tank»;

Σταμάτησα να τον εξηγώ, γιατί κι εγώ δεν είμαι σίγουρη πια. Στην πραγματικότητα δυσκολεύομαι να εξηγώ τις ταινίες μου. Ο λόγος είναι ότι δεν τις καταλαβαίνω και η ίδια... (γελά)

- Πώς ξεκίνησε η ιδέα για την ταινία;

Πάντα ξεκινάω με μια εικόνα, αλλά δεν θα την αποκαλύψω, γιατί προδίδει όλη την ταινία. Σαν θεατής, μου αρέσει απλώς να ξέρω αν η ταινία έχει σασπένς, αν σε κάνει να κλάψεις ή να χαρείς. Αυτό μου είναι αρκετό. Δεν θέλω να ξέρω τίποτ' άλλο. Οχι την ιστορία. Ετσι, όταν την βλέπεις είναι κάτι πολύ όμορφο, σαν ένα λουλούδι που ανοίγει.

- Αυτή η ταινία σας είναι πολύ διαφορετική από το «Red Road», όταν γυρίζατε χωρίς κανόνες, ακολουθώντας τις αρχές του κινηματογραφικού δόγματος;

Ναι, τελικά είναι καλύτερα να ακολουθείς κανόνες. Εχω όμως τους δικούς μου. Συχνά σκέφτομαι διάφορους αυτοσχεδιασμούς, αλλά στο τέλος τους εγκαταλείπω.

- Πώς αισθανόσασταν όταν ήσαστε 15 χρόνων, σαν τη Μία;

Ημουν κι εγώ τινέιτζερ, αλλά δεν ήμουν σαν εκείνη. Εβλεπα πολλά παιδιά σαν κι αυτήν γύρω μου. Αλλά θέλησα να βάλω και άλλα πράματα στον χαρακτήρα της, πράματα που γνώριζα αλλά και πράγματα της φαντασίας μου.

- Εχει ιδιαίτερη σημασία αυτό το έρημο, εγκαταλειμμένο τοπίο που χρησιμοποιείτε στην ταινία;

Φαντάζομαι ότι εκφράζει, κατά κάποιον τρόπο, τα αισθήματα των προσώπων, αν και δεν το κάνω συνειδητά. Ενας σκηνοθέτης έλεγε, πολύ σωστά, «μην αμφισβητείς τις επιλογές σου, απλά ακολούθησέ τις». Το τοπίο μας επηρεάζει, εκεί που ζούμε, πώς ζούμε, οι δρόμοι, τα κτίρια, οι θόρυβοι, οι γείτονες... Ο,τι υπάρχει γύρω μας. Και αυτό λέει πολλά για μας.

«Ρίσκο η επιλογή»

- Η ταινία σας θυμίζει τις πρώτες, γυρισμένες για την τηλεόραση, ταινίες του Κεν Λόουτς, όπως το «Cathy, come home»...

Δεν είδα την πρώτη του τηλεοπτική ταινία, αλλά ο Κεν είναι ένας θαυμάσιος σκηνοθέτης, και μάλιστα με πολιτική συνείδηση, σε ένα περιβάλλον όπου, δυστυχώς, πολλοί δεν κάνουν το ίδιο, αδιαφορούν. Με έχουν επηρεάσει πολλά πράματα, αλλά, ακόμη και αν δεν υπήρχε ο Κεν Λόουτς, θα εξακολουθούσα να γύριζα τις ίδιες ταινίες.

- Ήταν πολύ ωραία η επιλογή του τραγουδιού «Life 's a bitch («Η ζωή είναι μια σκύλα»).

Ναι, μπορείς να πεις πως αυτό είναι αλήθεια. Η ταινία όμως είναι ευχάριστη... Δεν ξεκινάς λέγοντας «θα κάνω μια κωμωδία ή ένα δράμα». Το θέμα σε επιλέγει. Και το ακολουθείς. Ξεκινάς απ' αυτό που σου λέει η καρδιά σου. Δεν κάνεις τις ταινίες που θέλει ο κόσμος. Ο κόσμος δεν ξέρει τι ταινίες θέλει. Μην προσπαθείς να ευχαριστήσεις κάποιους άλλους. Ετσι δεν θα πετύχεις ποτέ.

- Πώς αλήθεια βρήκατε την πρωταγωνίστριά σας, την Κέιτι;

Την είδαμε στην πλατφόρμα του τρένου. Τσακωνόταν με το αγόρι της. Εκείνη ήταν στη μια πλατφόρμα κι εκείνος σε άλλη. Του φώναζε. Δεν μπορώ να σας πω για ποιον λόγο. Οταν την πλησιάσαμε να της πούμε για την ταινία, εκείνη δεν το πίστευε. Ηταν καχύποπτη. Και είχε δίκιο. Ρισκάραμε όταν την επιλέξαμε. Επρεπε να μάθει τόσα πράματα σ' ένα πολύ σύντομο διάστημα. Αλλά τα κατάφερε.

- Τι κάνει τώρα;

Περιμένει παιδί. Αλλά, απ' ό,τι ξέρω, θέλει να συνεχίσει την καριέρα της ηθοποιού. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα γυρίσει μετά. Αυτό που μας τράβηξε εμάς ήταν η ικανότητά της να δείχνει τόσο καλά την οργή της. Βοήθησε μάλιστα και στους διαλόγους.*

"Θα ενοχλήσει. Τόσο το καλύτερο!"

  • Από την Έφη Παπαζαχαρίου, φωτογραφίες: Γιώργος Μαυρόπουλος

ΤΑ ΝΕΑ: Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Ο σκηνοθέτης της «Στρέλλας» Πάνος Χ. Κούτρας και η πρωταγωνίστρια Μίνα Oρφανού μιλούν στον «Τ»

"Θα ενοχλήσει. Τόσο το καλύτερο!"
Αυτό ήταν το σχόλιο της «Figaro» για τη «Στρέλλα», την ταινία του Πάνου Κούτρα που υπόσχεται ένα Δεκέμβριο γεμάτο συγκίνηση και... αντεγκλήσεις.

Πάντως ο σκηνοθέτης και η πρωταγωνίστρια της ταινίας, που ήδη παίζεται σε 16 αίθουσες στη Γαλλία με διθυραμβικές κριτικές, δεν λένε κάτι πρωτότυπο: η Ελλάδα εξακολουθεί να κατασπαράζει τα παιδιά της.

Συνεχίζει να άγεται και να φέρεται από προκαταλήψεις, να απομονώνει, να πληγώνει ή να χλευάζει το «διαφορετικό», όπως κι αν αυτό λέγεται: φυλακισμένος, ομοφυλόφιλος, μετανάστης...

Η Ελλάδα σάς πονάει;

Πάνος Χ. Κούτρας: «Η Ελλάδα με εξοντώνει».

Μίνα Oρφανού: «Με πονάει, ναι. Προτιμώ τα νησιά της! O τουρισμός εκεί βοήθησε στο άνοιγμα του μυαλού...»

Ο Πάνος Χ. Κούτρας έκανε μια ταινία που χρειαζόταν τόλμη και θάρρος (και χιούμορ!). «Με λένε Στέλλα. Oι φίλοι με φωνάζουν Στρέλλα, γιατί λένε ότι είμαι λίγο τρελή»:

Μια ιστορία για έναν πρώην φυλακισμένο, μια τρανσέξουαλ πόρνη, έναν έρωτα, τη ζωή ενός κόσμου δίπλα «μας» – και την αγάπη που ακόμη και τα πιο δύσκολα μπορεί να τα κάνει τόσο απλά. Κι έβαλε πρωταγωνίστρια τη Μίνα Oρφανού. Ερασιτέχνιδα ηθοποιό, τρανσέξουαλ με τόλμη και θάρρος (και χιούμορ!).

Στις 17 Δεκεμβρίου το κοινό θα συναντήσει την ευαίσθητη, γοητευτική, ατίθαση και ανένδοτα προκλητική «Στρέλλα» στις ελληνικές αίθουσες, απλώνοντάς της –ή όχι; –το χέρι. Ήδη η ταινία συγκινεί τη Γαλλία, όπου προβάλλεται σε 16 αίθουσες.

Η εφημερίδα «Libération», χορηγός επικοινωνίας της διανομής της εκεί, τη χαρακτηρίζει «ταινία από αυτές που σύντομα δεν θα γίνονται πια», η «Le Monde» μιλάει για «...διάθεση ελευθερίας, απρόσμενες εκρήξεις σκηνοθεσίας και αισθητικής (ανάμεσα στην πικάντικη ζωντάνια ενός Πέδρο Αλμοδόβαρ και τον οπερατικό λυρισμό ενός Βέρνερ Σρέτερ)», ενώ η «Figaro» διατείνεται πως «η υπέροχη ταινία του Κούτρα, που ξαναδιαβάζει τους κώδικες της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, θα ενοχλήσει. Τόσο το καλύτερο!»

Έτσι είναι: το βαρύ «μυστικό» της «Στρέλλας» θα σοκάρει. Είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό; Αλλά μήπως ήμασταν έτοιμοι πριν από 50 χρόνια και για την άλλη ασυμβίβαστη κι ανυποχώρητη «Στέλλα»;

Προς το παρόν, τόσο με τον άκρατο ρομαντισμό όσο και με το συγκλονιστικό ρεαλισμό της, η «Στρέλλα» έχει «αναστατώσει» τον κινηματογραφικό κόσμο εντός κι εκτός της χώρας, συμμετέχοντας στο επίσημο πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Βερολίνου (τμήμα «Πανόραμα») και σε είκοσι ακόμη φεστιβάλ, παίρνοντας διακρίσεις και ενθουσιώδεις κριτικές –«ένα διαμάντι που ξεπερνάει κάθε σύνορο» έγραψαν οι Γερμανοί– και βάζοντας υποψηφιότητα, μαζί με τον επίσης σημαντικό «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, για τα φετινά Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.

Ε, ναι, λοιπόν, «το ελληνικό σινεμά αυθαδιάζει!».

Η «Στρέλλα» προτείνει ένα νέο, εναλλακτικό μοντέλο οικογένειας;

Π.: Η «Στρέλλα» καταλήγει στο συμπέρασμα πως, όταν υπάρχει η ανάγκη των ανθρώπων να βρίσκονται κοντά και σεβασμός γι’ αυτό που είναι ο καθένας, όλα είναι πιθανά. Δεν υπάρχουν όρια ούτε στεγανά. Η οικογένεια είναι κάτι πολύ ισχυρό και μεγαλειώδες όταν υπάρχει αλληλοσεβασμός και αγάπη. Δυστυχώς, οι σχέσεις αίματος δεν το κατοχυρώνουν αυτό.

Μ.: Η «Στρέλλα» προτείνει να σεβόμαστε τους ανθρώπους που αγαπάμε.

Εσείς έχετε ξεπεράσει το πρότυπο οικογένειας, τα στερεότυπα, αξίες και ταμπού, με τα οποία προφανώς –όπως όλοι– μεγαλώσατε, ή ακόμη παλεύετε γι’ αυτό;

Π.: Ποτέ δεν ξεπερνάς πραγματικά τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις – απλά τα απομονώνεις και τα θέτεις σε καταστολή! Η πάλη ενάντια στο ρατσισμό, την ομοφοβία, την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία είναι καθημερινή. Όπως η πάλη σε κάθε μορφή αδικίας. Τίποτα και καμία στιγμή δεν πρέπει να θεωρείται κερδισμένο.

Μ.: Προτίμησα να ζήσω μακριά από τα «πρέπει» των άλλων. Ακολούθησα το δικό μου δρόμο. Δεν ήταν εύκολος.

Πόση τόλμη και τρέλα χρειάζεται για να εκθέσει κάποιος τη διαφορετικότητά του;

Π.: Η διαφορετικότητα δεν κρύβεται. Εν αντιθέσει, φαίνεται – για τον απλό λόγο πως είναι διαφορετική. Η ομοιότητα εξαφανίζεται μέσα στο όλον. Είναι τρελό να προσπαθείς να κρύψεις τη διαφορετικότητά σου. Είναι τόσο μάταιο. Μου φαίνεται ένας αγώνας χαμένος από την αρχή.

Μ.: Χρειάζεται τόλμη και τρέλα έτσι κι αλλιώς. Για να μπορέσεις να επιβιώσεις.

Η «Στρέλλα» έχει λάβει μέρος σε πολλά gay and lesbian φεστιβάλ. Αρκετοί την αποκαλούν «queer ταινία». Συμφωνείτε ή θεωρείτε πως έτσι την απομονώνουν;

Π.: Φυσικά και συμφωνώ. Είναι μια queer ταινία. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν αφορά ένα ευρύτερο κοινό. Oι περισσότερες ταινίες μιλάνε για ετεροφυλόφιλες σχέσεις, χωρίς αυτό να εμποδίζει ένα queer κοινό να ταυτίζεται. Θυμώνω με τους ανθρώπους που βλέπουν τα πράγματα μονοδιάστατα. Δεν με πειράζουν οι ετικέτες, με πειράζει η αντιμετώπισή τους.

Μ.: Είναι μια ταινία αληθινή και συγκινητική! Και κοινωνική, και πολιτική, και από όλα. Όπως θέλει ο καθένας ας την ονομάσει...

Πιστεύετε πως η σύγχρονη κοινωνία ακόμη σήμερα μάχεται το «διαφορετικό» απ’ όπου κι αν προέρχεται ή τα πράγματα έχουν αλλάξει;

Π.: Ελάχιστα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Το διαφορετικό είναι κάτι που φοβίζει πολύ. Σε πάρα πολλές χώρες ακόμα δυστυχώς αντιμετωπίζεται σκληρά. Ακόμα και με φυλάκιση ή θανατική ποινή. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν πως ο άνθρωπος γεννιέται άγριος, βίαιος, ρατσιστής... Είναι ένας αγώνας ζωής να αλλάξει. Αυτό για μένα είναι και ο πολιτισμός.

Μ.: Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κάθε άνθρωπος προσπαθεί μόνος του να βρει τη δική του θέση σε αυτόν το σκληρό κόσμο.

Η αγάπη είναι τελικά το μεγάλο όπλο μας απέναντι σε όλα; Σε κάνει να ξεπεράσεις προκαταλήψεις και ταμπού που ποτέ ίσως δεν πίστευες πως ήταν δυνατόν;

Π.: Η αγάπη μού φαίνεται μια πολύ αφηρημένη λέξη. Φυσικά και τη χρησιμοποιώ, αλλά πάντα με μια χαριτωμενίστικη διάθεση. Στην ταινία δεν λένε ποτέ «σ’ αγαπώ - μ’ αγαπάς», αλλά «δεν θέλω να σε χάσω» ή «μου λείπεις». Αυτό μου φαίνεται σημαντικό. Την αγάπη τη μετράω με την έλλειψη που αισθάνομαι για τον άλλον ή με την αδυναμία μου να συνεχίσω χωρίς τον άλλον. Αυτά είναι πραγματικά και μετρήσιμα. Αυτά βέβαια είναι η αγάπη – και η αγάπη είναι πάνω και πέρα από όλα.

Μ.: Πιο πολύ από την αγάπη πιστεύω στο μυαλό...

Πάνος Χ. Κούτρας: «Είναι δειλοί όσοι το κρύβουν»

Το διαφορετικό, το αλλόκοτο, το περιθώριο, το υπερβολικό τον συνάρπαζαν πάντα – και στις προηγούμενες ταινίες «Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» (1999) και «Αληθινή ζωή» (2004), όπωςστη «Στρέλλα»:

«Γι’ αυτό αισθάνομαι πως είμαι όλα αυτά. Μιλάω για τον εαυτό μου». Όλα διανθισμένα με τη σπίθα τού–συχνά σαρκαστικού ή δηκτικού– χιούμορ. Σπουδές κινηματογράφου στο London’s Film School και στη Σορβόνη,ζωή και δουλειά στο Παρίσι, πριν γυρίσει στην Αθήνα.

Η «Στρέλλα», ιδέα που είχε χρόνια στο μυαλό, πήρε επιτέλους τώρα σάρκα και οστά: «Μέσω αυτής μπορούσα να μιλήσω για πράγματα που με απασχολούν πολύ τα τελευταία χρόνια...»

«Στρέλλα», «Κυνόδοντας», «Ακαδημία Πλάτωνος». Είναι σύμπτωση ότι τρεις νέες ταινίες ασχολούνται με τη δομή της ελληνικής οικογένειας και κοινωνίας;

Πολλοί στην Ελλάδα θέλουν την αλλαγή. Ζητούν να ξεφύγουμε από μια στενή ελληνορθόδοξη ηθική που περιθάλπει μοντέλα αναχρονιστικά, αντιδραστικά, τη μισαλλοδοξία και το συντηρητισμό.

Τα ερωτήματα που τίθενται είναι ερωτήματα ουσίας. Θέτουν υπό ερώτηση τη βάση. Και φυσικά η βάση είναι η οικογένεια. Ειδικά όταν αυτή συνεχίζει να έχει την ιερότητα που έχει στην Ελλάδα – παρόλο που βλέπουμε πόσο έχει αποτύχει.

Όμως οι ταινίες του Λάνθιμου, του Τσίτου, η δική μου ωχριούν μπροστά σε αυτό που μπορεί να συναντήσεις στις εκπομπές της Πάνια, σε μια βόλτα στην Oμόνοια ή σε ένα τένις κλαμπ. Η εσωτερική κατάρρευση έχει επέλθει χρόνια. Ευτυχώς! Το θέμα τώρα είναι να μιλήσουμε γι’ αυτό, να δούμε τι κάνουμε.

Εσείς ο ίδιος δηλώνετε γκέι. Ποια η άποψή σας για όσους φοβούνται ακόμη σήμερα να δηλώσουν τη διαφορετικότητά τους;

Για μερικούς είναι πολύ δύσκολο και το κατανοώ. Ωστόσο το βρίσκω θλιβερό, με στενοχωρεί. Ειδικά στην Ελλάδα που υπάρχει ακόμα μεγάλη ομοφοβία. Είμαι πιο σκληρός με τους επώνυμους γκέι και λεσβίες που το αρνούνται ή το κρύβουν.

Νομίζω πως φέρουν μεγάλη ευθύνη. Το θεωρώ δειλία και ανήθικο απέναντι στο παιδί που μεγαλώνει στην επαρχία, είναι γκέι ή λεσβία και δεν μπορεί να το ομολογήσει, ενώ συγχρόνως δεν έχει κανένα πρότυπο. Κάπου να κρατηθεί, να ταυτιστεί, να βρει το δρόμο του.

Πολλοί τέτοιοι νέοι οδηγούνται σε ακραίες συμπεριφορές, όπως η αυτοκτονία. Πρέπει να βρουν το θάρρος οι πολιτικοί, οι καλλιτέχνες, οι αθλητές, οι επιχειρηματίες, όποιοι άλλοι, να το πουν. Θα ζήσουν αυτοί καλύτερα – και σίγουρα σε καλύτερο κόσμο.

Πώς είχατε νιώσει όταν δέχθηκε τη «Στρέλλα» το Φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ εξακολουθούσαν να την απορρίπτουν στην Ελλάδα;

Η απόρριψη είναι πάντα κάτι πολύ σκληρό, από όπου και αν έρχεται. Από τους γονείς, τον άνθρωπο που αγαπάς ή το Κέντρο Κινηματογράφου. Το πώς τη χειρίζεσαι είναι άλλη υπόθεση. Με κατέβαλε, αλλά ποτέ για πολύ καιρό.

Όσο έπρεπε (χαμόγελο). Είναι δύσκολο να κάνεις ταινίες στην Ελλάδα. Τελεία. Δεν υπάρχουν χρήματα – και, το πιο σημαντικό, δεν υπάρχει κινηματογραφική συνείδηση. Όλα καταλήγουν στο να είναι πρόβλημα. Αλλά είχα μεγάλη βοήθεια από ανθρώπους του χώρου και φυσικά από φίλους.

Είστε μέλος των «Κινηματογραφιστών στην Oμίχλη». Υπάρχει ελπίδα να βγει κάτι σημαντικό από αυτή την κίνηση;

Θέλω να πιστεύω πως ναι. Η κίνηση των «Κινηματογραφιστών» είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχουν γίνει στη χώρα εδώ και χρόνια.

Είναι η πρώτη φορά, νομίζω, που τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι του χώρου ενώνουν τις δυνάμεις τους, με σκοπό να καλυτερεύσουν τις συνθήκες για τον κινηματογράφο, να ξεφύγουν από παλαιούς μηχανισμούς, νοσηρές αντιλήψεις και πελατειακές σχέσεις.

Να υπάρξει επιτέλους ένα νέο και σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτιστικό πρόσωπο σ’ αυτή τη χώρα. Ελπίζω να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα όλο και πιο πολλοί από διαφορετικούς χώρους.

Μίνα Ορφανού: «Οικογένεια είναι οι φίλοι μου... »

Γοητευτική, πληθωρική, χαμογελαστή. Μοιάζει –και νιώθει, λέει– όπως το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Δεν διστάζει να πει πως είναι τρανσέξουαλ. Φοβάται όμως πολύ, για κάποιο λόγο, μη χάσει την αξιοπρέπειά της.

Η Στρέλλα είναι ο πρώτος της ρόλος –με Βραβείο Ερμηνείας, που τη συγκίνησε πολύ, στο Φεστιβάλ της Λισαβόνας–, αλλά ίσως όχι ο τελευταίος, αφού «θέλω να ξαναπαίξω, αρκεί να μην είναι ίδιος χαρακτήρας».

Γεννήθηκε στη Ρόδο, ένιωσε νωρίς τη διαφορετικότητά της και θέλησε να βρει τον κόσμο της. Oι δικοί της την αγκάλιασαν. Δεν είναι πολλοί τόσο τυχεροί. Ζωγραφίζει, ετοιμάζει την 8η ατομική έκθεση το Δεκέμβριο και συχνά-πυκνά τραγουδάει ηλεκτρονική όπερα.

Παράλληλα διατηρεί, με άλλους, κομμωτήριο. Το μαγνητόφωνο την τρομάζει. Μόλις κλείσει, ο λόγος της χειμαρρώδης.

Στρέλλα - Μίνα: υπάρχουν κοινά σημεία; Πόσο δύσκολο ήταν να παίξετε αυτό το ρόλο – ακόμη κι αν ο χαρακτήρας σάς είναι οικείος;

Στην εμφάνιση είμαστε ίδιες, στο χαρακτήρα όχι ακριβώς. Η Στρέλλα είναι μια γυναίκα δυνατή, γενναία, γενναιόδωρη και αποφασισμένη να επιβιώσει σε έναν κόσμο που δεν της έχει δώσει τις ευκαιρίες για ευτυχία, σαν και μένα.

Από την άλλη, πάει στα άκρα χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες – κάτι που εγώ προσπαθώ να μην κάνω. Με τον ΠάνοΚούτρα κάναμε σχεδόν ένα χρόνο πρόβες.

Κατάλαβα πως είναι τρελός, αλλά όχι τόσο ώστε να είναι επικίνδυνος. Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να κάνει, ούτε κι εγώ ήξερα ακριβώς τι έπρεπε να κάνω, αλλά ένιωθα πως δεν θα με εξέθετε ποτέ!

Αυτό για μένα ήταν το πιο σημαντικό. Όταν ήρθε η μέρα που άνοιξε η κάμερα, όλα προχώρησαν ομαλά. Ήταν πολύ κουραστικά τα γυρίσματα και μερικές σκηνές πολύ δύσκολες, αλλά τα καταφέραμε.

Η οικογένεια είναι όντως «η κατάρα των τρανς», όπως λέει σε μια ατάκα της η Στρέλλα;

Ακόμη και η χειρότερη οικογένεια τελικά αποτελείται από ανθρώπους που αγαπάς. Αν και οικογένεια μπορεί να είναι και οι φίλοι σου, το κουνελάκι μου, η Μόκα, τα τραγούδια μου.

Πόσο δύσκολη είναι η καθημερινότητά σας στην Ελλάδα; Νιώθετε έκδηλα ρατσισμό γύρω σας;

Όσο δύσκολη και των υπόλοιπων Ελλήνων. Ειδικά αν μένεις στην Αθήνα, που η ζωή είναι αγχωτική και νευρική. Δεν έχω βιώσει το ρατσισμό, γιατί η εικόνα μου δεν προδίδει αυτό που είμαι, δεν αποκαλύπτεται στον κόσμο.

Ποια είναι η άποψή σας για την πορνεία των τρανσέξουαλ στην Ελλάδα; Θα μπορούσαν να είναι αλλιώς τα πράγματα; Να έχουν κανονικές δουλειές;

Η πορνεία είναι επιλογή του καθενός. Θεωρώ πως στη χώρα μας δεν δίνεται η δυνατότητα για άλλες δουλειές κι εξαναγκάζονται να προωθηθούν στην πορνεία. Και δεν κατηγορώ τις τρανσέξουαλ που εκτίθενται στο δρόμο, αφού οι πιο πολλοί οίκοι ανοχής έχουν κανονικές γυναίκες.

Όταν διαβάσατε στο σενάριο το «μυστικό» της ταινίας, εκπλαγήκατε; Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση;

Ναι, ήταν μια έκπληξη, αλλά μου φάνηκε λογικό για το χαρακτήρα της Στρέλλας, που είναι ένα πληγωμένο παιδί και λίγο σ-τρελή (γέλια). Είμαι και εγώ, αλλά όχι τόσο!

Info
Η "Στρέλλα" θα αρχίσει να προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους στι; 17 Δεκεμβρίου.

Friday, November 27, 2009

Το ψηφιακό σινεμά έχει δικό του φεστιβάλ

  • -Η κινηματογραφική δημιουργία, που στηρίζεται στη χρήση βίντεο, έχει και φέτος την ολοδική της γιορτή. Το Διεθνές Φεστιβάλ Ψηφιακού Κινηματογράφου, η γνωστή μας «Πλατφόρμα Βίντεο», που έκλεισε τα οχτώ της χρόνια, θα γίνει στον πολυχώρο «Bios» από 3 έως 6 Δεκεμβρίου.

Η Αραβοϊσραηλινή σκηνοθέτις Ιμπτισάμ Μαραάνα δεν θα είναι μόνο μέλος της κριτικής επιτροπής, αλλά θα παρουσιάσει την ταινία της «Lady Kul El Arab» με θέμα μια νεαρή μουσουλμάνα που θέλει να γίνει μοντέλο

Η Αραβοϊσραηλινή σκηνοθέτις Ιμπτισάμ Μαραάνα δεν θα είναι μόνο μέλος της κριτικής επιτροπής, αλλά θα παρουσιάσει την ταινία της «Lady Kul El Arab» με θέμα μια νεαρή μουσουλμάνα που θέλει να γίνει μοντέλο

Περισσότερες από 200 ταινίες μυθοπλασίας, τεκμηρίωσης, κινουμένων σχεδίων και πειραματικές απ' όλο τον κόσμο, οι οποίες αγκαλιάζουν δείγματα όλων των τεχνοτροπιών και επίκαιρα θέματα, θα προβληθούν μέσα στο τετράημερο, που είναι μια πρωτοβουλία της εταιρείας «Πλατφόρμα» σε συνδιοργάνωση με την εταιρεία επικοινωνίας και διαφήμισης mscomm.

Οι ταινίες διαγωνίζονται για το βραβείο «Επιλογή Πλατφόρμα», το οποίο δίνει η κριτική επιτροπή, αλλα και για το Βραβείο Κοινού. Την επιτροπή αποτελούν η πρωτοπόρος Αραβοΐσραηλινή σκηνοθέτις Ιμπτισάμ Μαραάνα, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, ο διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους «Porto 7» της Πορτογαλίας, Φρανσίσκο Λόμπο ντε Αβίλα, και ο περσινός νικητής, ο Σουηδός Τζον Χέλεμπεργκ. Θα προβληθεί και το ντοκιμαντέρ της Ιμπτισάμ Μαραάνα, «Lady Kul El Arab», με θέμα τις περιπέτειας μιας νεαρής μουσουλμάνας, που θέλει να συμμετάσχει σε διαγωνισμό ομορφιάς και αντιμετωπίζει τις απειλές των συγχωριανών της και τις προκαταλήψεις που διέπουν τις ολοκληρωτικές κοινωνίες.

Ιδίαιτερο ενδιαφέρον έχουν τρία αφιερώματα:

* «Φεστιβάλ»: συμμετέχει ένα πολυεθνικό κολάζ ομάδων απ' όλο τον κόσμο. Συγκεκριμένα το «Magna-Mostra di Cinema Breve» από την Ιταλία με ταινίες animation, το Eu Shorts Film Festival της Ουγγαρίας με μικρού μήκους, το «Mediawave» από την Ουγγαρία με ταινίες όλων των ειδών, το Tinklai International Short Film Festival της Λιθουανίας, το Cine Club de Avanca της Πορτογαλίας με βραβευμένες animation και το Durban International Film Festival της Νότιας Αφρικής με ταινίες μυθοπλασίας Αφρικανών σκηνοθετών.

** «Music in Motion»: περιλαμβάνει ταινίες μουσικού περιεχομένου από τον Θανάση Παπακωνταντίνου και τους «Λαΐκεδέλικα» (στα «Κέρατα του ταύρου» του Θανάση Παπακώστα) και τον Ελληνοαμερικανό κιθαρίστα Τέρρυ Παπαντίνα (στο «Τ 4 trouble ans the Self Admiration Society» του Δημήτρη Αθυρίδη) μέχρι την Αμαλία Ροντρίγκεζ.

* «Anthropos»: εθνογραφικές ταινίες που γύρισαν φοιτητές τμημάτων Οπτικής Ανθρωπολογίας.

Το εκπαιδευτικό εργαστήριο της φετινής διοργάνωσης λέγεται «My Own Acropolis». Ελληνες και ξένοι φοιτητές θα κινηματογραφήσουν επί τέσσερις μέρες το making of της Πλατφόρμα Βίντεο. Υπάρχουν φυσικά και τα σεμινάρια, όπως «Γυναίκες δημιουργοί ντοκιμαντέρ» από την Ιμπτισάμ Μαραάνα, «Μεγαλώντας: από τη μικρού στη μεγάλου μήκους ταινία» από τον Αλέξανδρο Βούλγαρη, «Οπτική ανθρωπολογία» από τον Κωνσταντίνο Αϊβαλιώτη.

Το ημερήσιο εισιτήριο κοστίζει 7 ευρώ και 4 για όποιον έχει φτάσει στο «Bios» με μέσα μαζικής μεταφοράς και έχει φροντίσει να κρατήσει το εισιτήριο. Πληροφορίες: www.platformavideo.eu