Thursday, December 31, 2009

Φλερτ και ραντεβού στον αέρα

  • Αγριόχορτα *** ΔΡΑΜΑ. Σκηνοθεσία: Αλέν Ρενέ. Ερμηνείες: Αντρέ Ντισολιέ, Σαμπίν Αζεμά, Εμανουέλ Ντεβός, Ματιέ Αμαλρίκ

ΚΡΙΤΙΚΗ. Ο 88χρονος Αλέν Ρενέ είναι μια σταθερή αξία του γαλλικού σινεμά. Υπήρξε πρωτεργάτης της νουβέλ βαγκ και συνεργάστηκε με συγγραφείς του νουβό ρομάν όπως ο Αλέν Ρομπ Γκριγιέ και η Μαργκερίτ Ντιράς. Βάλθηκε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, με έναν τρόπο που τον απομάκρυνε από τον ακαδημαϊσμό και τον περιγραφικό ρεαλισμό, και να καταργήσει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία. Μισόν αιώνα μετά την πρώτη και σπουδαιότερη ταινία της καριέρας του, το «Χιροσίμα αγάπη μου», ο Ρενέ συνεχίζει να γυρίζει ταινίες με δεξιοτεχνία και φρεσκάδα που θα ζήλευαν και οι καλύτεροι από τους μαθητές του. Η πρόσφατη, τα «Αγριόχορτα», έχει αφορμή τον έρωτα, το φλερτ και το τυχαίο, και είναι ένα γλυκόπικρο σχόλιο για το χρόνο που στενεύει τον ορίζοντα της ζωής.

Τα αγριόχορτα του Ρενέ είναι δύο ιδιόρρυθμοι άνθρωποι μέσης ηλικίας, άγνωστοι μεταξύ τους, που οι τροχιές τους διασταυρώνονται με ένα τυχαίο γεγονός. Η μοναχική Μαργκερίτ, που έχει πάθος με τα αεροπλάνα και δυσκολεύεται να βρει παπούτσι που να ταιριάζει στα πόδια της, πέφτει θύμα κλοπής. Ενας νεαρός κλέβει την τσάντα της και κατόπιν πετάει το περιεχόμενό της, ένα κόκκινο πορτοφόλι, σε ένα πάρκινγκ. Εκεί το βρίσκει ο Ζορζ, ένας παντρεμένος που συνηθίζει να ξεφεύγει από τη θλιβερή καθημερινότητα παρακολουθώντας την αγαπημένη του ταινία: μια παλιά πολεμική περιπέτεια με αεροπόρους.

Ο Ζορζ παραδίδει το πορτοφόλι στην αστυνομία και κυριεύεται από την επιθυμία να γνωρίσει την άγνωστη γυναίκα. Αρχίζει να την παρακολουθεί και να την παρενοχλεί. Η κατάσταση φτάνει στα άκρα και τότε τα πράγματα αντιστρέφονται. Η Μαργκερίτ αρχίζει μια προσπάθεια προσέγγισης του Ζορζ.

Στο πρώτο μέρος της ταινίας ο Ρενέ δανείζεται στοιχεία από το παραμύθι της Σταχτοπούτας και τα χρησιμοποιεί σαν καταλύτη στη χημεία ενός δράματος, στο οποίο περιγράφεται ανάλαφρα η μοναξιά δύο ανθρώπων κοντά στο περιθώριο της ζωής. Στο δεύτερο μέρος, όπου όλα γίνονται ολίγον φαντασιακά, ο καταλύτης ανασύρεται από τον Μικρό Πρίγκιπα του Σεντ Εξιπερί. Τα «Αγριόχορτα» βασίζονται στο μυθιστόρημα του Κριστιάν Γκαγί «L' incident».

  • Επίσης

Στο καναδικό «Σκότωσα τη μητέρα μου» (**) ο 19χρονος Ξαβιέ Ντολάν έγραψε το σενάριο, έκανε την παραγωγή και στη συνέχεια σκηνοθέτησε τον εαυτό του. Ενας οργισμένος νεαρός που αντιπαθεί μέχρι θανάτου τη μητέρα του, εκφράζει την περιφρόνησή του γι' αυτήν μπροστά στον κινηματογραφικό φακό. Ο Ντολάν είναι ταλέντο, αλλά η ταινία του αφορά μόνον τον ίδιο και τη μητέρα του.

Η «Μαρτυριάρα καρδιά» (*) είναι ένα θρίλερ τηλεοπτικής αισθητικής, βασισμένο σε μια ιστορία του Εντγκαρ Αλαν Πόε. Η καρδιά ενός δολοφονημένου μεταμοσχεύεται σε έναν άλλο άντρα και τον οδηγεί σε ένα κύκλωμα δολοφόνων που εμπορεύονται ανθρώπινα όργανα.

Επίσης προβάλλεται και το παιδικό «Ο Αλβιν και η παρέα του».

  • Του Δημητρη Mπουρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/12/2009

Φιλότιμες... μικρότητες


  • Εμπορική κωμωδία με γοργούς ρυθμούς και πολυπρόσωπο καστ
  • Νήσος**1/2, ΚΩΜΩΔΙΑ. Σκηνοθεσία: Χρήστος Δήμας. Ερμηνείες: Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Ελένη Καστάνη, Μιχάλης Μαρίνος, Δημήτρης Τζουμάκης, Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Κώστας Βουτσάς

ΚΡΙΤΙΚΗ. Μια έντιμη, φιλότιμη προσπάθεια για μια λαϊκή κωμωδία στα χνάρια του παλιού ελληνικού κινηματογράφου είναι η «Νήσος», δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Χρήστου Δήμα, έπειτα από τους «Ακροβάτες του κήπου». Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα νησί (τα γυρίσματα έγιναν στη Σίφνο), όπου μια διαθήκη αναστατώνει την τοπική κοινωνία. Ο τοπικός «άρχοντας», που ζει απομονωμένος, πεθαίνει αφήνοντας εκατό εκατομμύρια ευρώ, τα οποία διαθέτει στον πρόεδρο της κοινότητας, τον αστυνομικό, τον δάσκαλο και τον παπά. Με την προϋπόθεση να διαβαστούν δημοσίως τέσσερις επιστολές που αφορούν τα έργα και τις ημέρες τους.

Είναι το γεγονός που πυροδοτεί μια σειρά από αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις, «ξεκατινιάσματα», καθώς όλοι έχουν τα μυστικά τους που δεν θέλουν να αποκαλυφθούν. Ο πρόεδρος σχετίζεται με έναν φόνο, ο αστυνομικός εμπλέκεται σε αρχαιοκαπηλία, ο γιος του τα έχει με τον παπά και ο δάσκαλος έχει σχέση με τρομοκρατική οργάνωση. Ολα αυτά είναι ένα μέρος μόνο από όσα πρόκειται να αποκαλυφθούν στην πορεία, καθώς όλοι φαίνεται τελικά ότι έχουν ένα κρυφό παρελθόν, από το οποίο δεν μπορούν να αποδεσμευτούν, όσο κι αν προσπαθούν να το συγκαλύψουν.

Σε αντίθεση με άλλους σκηνοθέτες που αναλαμβάνουν «εμπορικά» σχέδια και τα εκτελούν άψυχα μέχρι να κάνουν «τη δική τους» ταινία, ο Χρήστος Δήμας, προς τιμήν του, δεν σνομπάρει ούτε το είδος ούτε τους ηθοποιούς του. Εχει γυρίσει μια κωμωδία για το ευρύ κοινό, με αναγνωρίσιμα τη μικροψυχία και το κουτσομπολιό της μικρής κοινωνίας, γοργούς ρυθμούς, πολυπρόσωπο καλό καστ και ενδιαφέρουσες εναλλαγές ανάμεσα στην κωμωδία και κάποιες δραματικές σκηνές. Αυτό που θα μπορούσε να έχει κάνει η ταινία για να ξεφύγει από το πλαίσιο της εμπορικής επιτυχίας της σεζόν θα ήταν να γίνει πιο επιθετική κωμωδία, φτάνοντας τις καταστάσεις στα άκρα.

Από τους ηθοποιούς ξεχωρίζουν ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης στον ρόλο του χυδαίου αστυνομικού (με φωνή που θυμίζει κάπως τον... Γιώργο Τράγκα) και η Τάνια Τρύπη με καλούς δραματικούς τόνους ως μάνα που θέλει να προστατέψει το παιδί της, ενώ ο Κώστας Βουτσάς κλέβει την παράσταση λέγοντας απλώς «Τι ώρα είναι;».

  • Του Παναγιωτη Παναγοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/12/2009

Wednesday, December 30, 2009

Τηλε-καφενείον η Ελλάς


  • Του Δημήτρη Δανίκα, ΤΑ ΝΕΑ, 30/12/2009
  • Tο μετέωρο βήμα της ελληνικής κωμωδίας. Μετέωροι, λοιπόν, μπαίνουμε στο 2010. Ως «εμπορικός» κινηματογράφος και ως φιλοθέαμον κοινό. Με τίτλο «Νήsos» λοιπόν. Όπου συμβαίνει το εξής αντιφατικό.
Η πρώτη ύλη- από τη μία- είναι έξυπνη, ευρηματική και μια χαρά. Από την άλλη, η διαχείριση, η ευκολία, το ξεκατίνιασμα και η μπαλαφάρα, δίνουν μια και χάνεται η νοστιμιά! Το «Βank Βang» λοιπόν. Που ήταν κάτι το διαφορετικό. Που σεβάστηκε το μυαλό των θεατών. Που ανέβασε τον πήχυ πολύ ψηλά. Και που έκοψε εισιτήρια έναν σκασμό. Και όμως. Έπειτα από έναν χρόνο, καμία άλλη ταινία δεν το πλησιάζει ούτε από μακριά. Μην ακούτε τα παπαγαλάκια που αναπαράγουν μονότονα μια ανοησία παλιά. Πως δηλαδή το επίπεδο των ταινιών είναι τόσο χαμηλό, γιατί τέτοια θέλει το πλατύ κοινό. Δηλαδή, μόνο καφενείο ώστε έτσι στην αίθουσα να χωθεί. Παραμύθια της Χαλιμάς. Η ευκολία μιας ταινίας είναι των σεναριογράφων, των σκηνοθετών και των παραγωγών η αταλαντοσύνη και η αδυναμία. Το πιο δύσκολο στο σινεμά είναι να είσαι ταυτόχρονα με το ένα πόδι στο λαϊκό και με το άλλο στο επεξεργασμένο, το καλλιτεχνικό. Έτσι, με τέτοιες ταινίες εκτοξεύτηκε το Χόλιγουντ το γνωστό.
Όποιος δεν πιστεύει ας ρίξει μια πρόχειρη ματιά στην Ιστορία του παγκόσμιου σινεμά. Ας αφήσουν τις παρλαπίπες για τα χαϊβάνια τα νεοελληνικά! Τα γράφω όλα αυτά, γιατί είναι κρίσιμη η στιγμή. Η ελληνική κωμωδία είναι η πρώτη λύση για την ανάκαμψη της κινηματογραφικής αγοράς. Και το 2010 δεν περιμένει πότε θα συνετιστεί ο Έλληνας παραγωγός. Παράδειγμα; Η «Νήsos» που έχει βγει στις αίθουσες από χθες. Όπου η ιδέα αξίζει κάποια λεφτά. Όμως τραμπάλα η σκηνοθεσία. Ανάμεσα στη διακορευμένη καραφαρσάρα και την κωμωδία με κάποιον χαρακτήρα. Από τον Σεπτέμβριο, με τη νέα περίοδο, μέχρι σήμερα έχουν περάσει τέσσερις μήνες με ισάριθμες ελληνικές- εμπορικές- κωμωδίες. Τέσσερις ταινίες, δηλαδή η εξής μισή: «Νήsos»! Η ιδέα του σεναρίου- της Έλενας Σολωμού και του Κωστή Παπαδόπουλου- είναι το προσάναμμα. Όμως βρεγμένα τα κούτσουρα. Το τζάκι καπνίζει. Τις πταίει;
Οι τυποποιημένοι χαρακτήρες, η απρόσωπη σκηνοθεσία του Χρήστου Δήμα, οι ευκολίες, τα τηλεοπτικά κλισέ, τα συνήθη ξεκατινιάσματα και η ισοπεδωτική μανία του γνωστού χαβαλέ. Όλα μαζί. Η ιδέα παραπέμπει σε μεταφορά. Με το επιμύθιο: ένας νεκρός ευεργέτης μάς κάνει ρόμπα. «Μας», γιατί το Νησί είναι η Ελλάδα. Οφθαλμοφανής η αναγωγή. Όπου με τη διαθήκη του, ο ζάπλουτος και άκληρος- διότι εργένης- προύχοντας, με το συμβολικό όνομα Θεμιστοκλής Δίκαιος, κληρονομεί εκατό εκατομμύρια ευρώ σε τέσσερα ισάριθμα μερίδια. Από είκοσι και πέντε «μύρια» στους τέσσερις πυλώνες του χωριού. Οι οποίοι φυσικά είναι: ο δήμαρχος (Δημήτρης Τζουμάκης), ο αστυνόμος (Βλαδίμηρος Κυριακίδης), ο παπάς (Μιχάλης Μαρίνος) και ο δάσκαλος (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος). Τουτέστιν ο πολιτικός, ο Νόμος, η Παιδεία, η Εκκλησία. Όμως για να εισπράξουν τα ζεστά «μύρια» πρέπει δημοσίως να υποστούν το εξής μαρτύριο: να αναγνώσουν, παρουσία όλου του χωριού, τέσσερις επιστολές γραμμένες διά χειρός Δικαίου.Όπα!
Τι περιέχουν αυτές οι επιστολές; Μα φυσικά τις φοβερές, ανατριχιαστικές τους πομπές. Τα τέσσερα αμαρτήματα. Απατεώνας ο πολιτικός, λαμόγιο ο σκληρός, αυταρχικός αστυνομικός. Ομοφυλόφιλος ο παπάς. Τρομοκράτης ο δάσκαλος ο αριστερός. Οι τέσσερις πληγές του Ελληνάρα. Έτσι λένε οι σεναριογράφοι.


«Νήsos»: πάνω, κάτω και πλαγίως


Έτσι διαφωνώ- κάθετα- εγώ. Γιατί, όταν ισοπεδώνεις τον απατεώνα τον πολιτικό με το σεξουαλικό βίτσιο ενός παπά λειτουργείς ως μπουλντόζα συνηθισμένης τηλεοπτικής σειράς. Και γιατί με την περίπτωση του δάσκαλου- τρομοκράτη ενοχοποιείς και συκοφαντείς, συνολικά, όλη την Αριστερά. Η ισοπέδωση πορεύεται με την κοινοτοπία. Και η κοινοτοπία με τη ρηχή ευκολία. Και έτσι μια ιδέα που ακούγεται και εμφανίζεται ως προοδευτική, στο βάθος είναι το καφενείο του Ελληνάρα η πρώτη πηγή. Που πάει να πει «όλοι φταίνε, όλοι τα παίρνουν, όλοι απατεώνες είναι». Χαϊδεύεις τον λαϊκισμό και κολακεύεις τον χαβαλέ τον νεοελληνικό!
Ενός κακού, μύρια έπονται. Διότι από την αποκάλυψη της διαθήκης μέχρι το φινάλε, το πλήθος των περιστατικών αρχίζει και τελειώνει με το γνωστό τροπάριο το σεξουαλικό πάνω, κάτω και πλαγίως χωρίς να χάνουμε λεπτό. Άπαντες και άπασες του χωριού εμπλεκόμενοι και διαπλεκόμενοι με κάποιο κρεβάτι διπλανό. Τουτέστιν τουρλουμπούκι γνωστών τηλεοπτικών σειρών. Ο παπάς με τον κανακάρη του αστυνομικού. Ο ψαράς ερωτευμένος με μια παντρεμένη του χωριού. Πορνοστάρ η σεμνή σύζυγος ενός κάποιου τύπου αξιοπρεπούς. Και on top of that, κάποιο από τα παιδιά μπορεί να προέρχεται από το σπέρμα κάποιου εραστή της μαμάς!
Για να τελειώνω με το Καφενείον η Ελλάς. Κάποια περιστατικά μοιάζουν με ανέκδοτα της ταβέρνας της γειτονιάς. Κάποια άλλα είναι της πλάκας, χωρίς γέλια. Κάποιοι από το πλήθος των ηθοποιών ταιριάζουν περισσότερο στον χαρακτήρα που υποδύονται σ΄ αυτόν τον αχταρμά. Παράδειγμα, ο καλύτερος Τζουμάκης έναντι του σχηματικού Κυριακίδη. Παράδειγμα, ο Κώστας Βουτσάς, που τελευταίως διάγει μια εξαιρετική δεύτερη καριέρα, δίνοντας στο οτιδήποτε, σάρκα και οστά. Παράδειγμα, η Ελένη Καστάνη, που για πρώτη φορά δεν αισθάνεται τόσο άνετα στον ρόλο της ψυχοκόρης του εκλιπόντος Θεμιστοκλή Δικαίου. Κοντά σε όλα αυτά και η σκηνοθεσία του Χρήστου Δήμα. Το μεγαλύτερο μέρος το διεκπεραίωσε εντελώς τηλεοπτικά. Είτε δεν ήξερε είτε λόγω ανωτέρας βίας, σήκωσε τα χέρια ψηλά. Άντε και καλή πρέφα παιδιά!



«Αγριόχορτα»: όταν ο Αλέν Ρενέ συνάντησε τον Ρομπέρ Μπρεσόν


Όσο μεγαλώνει ο Αλέν Ρενέ («Χιροσίμα αγάπη μου») τόσο ανεβαίνει καλλιτεχνικά. Πρώτη, άνευ αντιπάλου, επιλογή αυτή της κουτσής πρωτοχρονιάτικης εβδομάδας τα «Αγριόχορτα» (Les Ηerbes folles). Η καλύτερή του ταινία τα τελευταία δέκα χρόνια. Βy Far! Ογδόντα και εφτά χρονών αυτός ο Γάλλος που δεν υπήρξε επίσημο μέλος της Νouvelle Vague (Νέο Κύμα). Ένας υπερήλικος του ΚΑΠΗ επιδίδεται σε ρεσιτάλ κομψότητας. Πώς συμβαίνει με τον αρχιμάστορα των διαμαντιών; Έτσι ακριβώς. Επεξεργαστής πολύτιμων λίθων. Πετάει το ψεύτικο και το περιττό και αφοσιώνεται στο αυθεντικό. Ποιο είναι αυτό; Μα φυσικά το μέρος της καρδιάς. Το αίσθημα το διαχρονικό. Το φλερτ το μαγικό. Το «Πριν» από το σεξ το σαρκικό. Πρώτα η χορδή, ύστερα η φωνή. Πρώτα η ταραχή, ύστερα η σεξουαλική πηγή. Τα προκαταρκτικά είναι τα βασικά αγαθά. Όπως με το θρίλερ το αστυνομικό. Το σασπένς είναι που κρατάει την αγωνία του θεατή μέχρι το τέλος και την ανακάλυψη του δολοφόνου. Το φλερτ λοιπόν!
Ένας παντρεμένος, με παιδιά της παντρειάς (Αντρέ Ντισολιέ), κουρασμένος και από την καθημερινή ρουτίνα, παντελώς ξοδεμένος πέφτει πάνω σε γυναικείο πορτοφόλι πεταμένο στα σκουπίδια. Σύμπτωση. Το πορτοφόλι βγήκε από γυναικεία τσάντα φυσικά. Όχι της ιδιοκτήτριας, αλλά από κάποιο κλεφτρόνι. Την άδειασε και το πορτοφόλι στα σκουπίδια το πέταξε. Ο Ζορζ λοιπόν, ως νομοταγής πολίτης, προσκομίζει το πορτοφόλι στην Αστυνομία. Έτσι καταφθάνει του πορτοφολιού η κυρία (Σαμπίν Ατζεμά). Και έτσι ο Γιώργος πέφτει πάνω στη Μαργαρίτα. Από εδώ και για περίπου μία ώρα ο γέροντας Αλέν Ρενέ πλέκει δαντέλα από μετάξι. Ο φακός κρυφοκοιτάζει. Όπως ένας πνευματώδης παρατηρητής κρυφοκοιτάζει τα βλέμματα δύο ξένων καρδιών. Ο Γιώργος κρυφοκοιτάζει τη Μαργαρίτα. Και εκείνη παριστάνει πως το παιχνίδι δεν την ενδιαφέρει. Ανάμεσα σ΄ αυτά τα κρυφά βλέμματα και τα χάδια του φακού με τα πρόσωπα, τους χώρους και τα αντικείμενα, τσουπ και από τον τάφο του νεκρανασταίνεται ο Ρομπέρ Μπρεσόν του μινιμαλισμού. Η γοητεία του κινηματογράφου του κομψού! Να το πω με την καρδιά. Όπως αισθάνθηκα όταν το είδα για πρώτη φορά. Λυτρωτικό, αποκαθαρμένο από κάθε ίχνος βίας, κτηνωδίας και συνηθισμένης, πλαστικής, σκηνοθεσίας. Σχεδόν αριστοτεχνικό. Αν μέχρι το φινάλε κατάφερνε να διατηρήσει τον ίδιο χαρακτήρα τον κομψό, λιτό και μινιμαλιστικό, ε τότε θα είχε υπογράψει ένα αριστούργημα μοναδικό. Έτσι κι αλλιώς θέλω να το ξαναδώ. Αυτό το φλερτ το γοητευτικό!




«Σκότωσα τη μητέρα μου»: κολλημένος στο μίσος


Γάλλος, αλλά και Καναδός, ο Ξαβιέ Ντολάν. Ένα από τελευταία φαινόμενα τα κινηματογραφικά. Επιδέξιος, ορμητικός, έτοιμος να υπογράψει έργα αληθινά. Αλλά να με συγχωρείτε νεαρέ. Το κόλλημα δεν συνιστά ταινία με σάρκα και οστά! Η ταινία του Ντολάν με τον προκλητικό τίτλο «Σκότωσα τη μητέρα μου» (J΄ Αi Τue Μa Μere) υπήρξε ένα από τα ελάχιστα γεγονότα του Φεστιβάλ των Καννών του περασμένου Μαΐου. Λογικό.
Οι γαλλόφωνοι ανακάλυψαν ταλέντο μόλις δεκαεννιά ετών. Το ίδιο και χειρότερα θα κάναμε κι εμείς εδώ. Με μικροσκοπική κάμερα και με δύο πρόσωπα πρωταγωνιστικά, εκ των οποίων ο ένας είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης που σχεδόν τα έκανε όλα (σενάριο, σκηνοθεσία, ακόμα και μοντάζ), δημιουργεί από το τίποτα μια ταινία που θεωρήθηκε αιρετική, βλάσφημη και διαφορετική. Επειδή επί ενενήντα λεπτά δηλώνει και φωνάζει δημοσίως πως μισεί και του ΄ρχεται να δολοφονήσει τη μάνα του που τον έφερε στη ζωή. Γιατί;
Επειδή η μάνα του (Αν Ντορβάλ) δεν τρώει σωστά, επειδή μακιγιάρεται προκλητικά, επειδή χώρισε τον πατέρα του και επειδή διαρκώς τον επιπλήττει να προσέχει το δωμάτιό του και να φροντίζει μόνος του τον εαυτό του. Το παιδί έχει τους λόγους του. Προφα νώς χρειάζεται επειγόντως ψυχαναλυτή. Η κατανάλωση τόσης αδρεναλίνης και η έκφραση τόσης ανείπωτης οργής, χρήζει θεραπείας ψυχικής. Κολλημένος σε μια αντιπαλότητα που εμένα προσωπικά δεν με πείθει ούτε στιγμή. Εκτός και αν θεωρήσω επιχείρημα σοβαρό το γεγονός πως για την ομοφυλοφιλία του φταίει η μάνα του αποκλειστικά.
Αν τα κορίτσια είναι σαν τη μάνα μου, τότε αγόρια και μόνο αγόρια για να περνάω καλά. Δικαίωμά του. Είναι κάτι εντελώς ιδιωτικό. Φανταστείτε όμως διαφορά. Κάποτε, οι προκλήσεις και οι ανάποδες ταινίες σηματοδοτούσαν μικρές επαναστάσεις για τις συντηρητικές κοινωνίες. Σήμερα, πρόκληση θεωρείται η μαμά που με τη συμπεριφορά της σε στέλνει σε κάποια ανδρική αγκαλιά!
Για να τελειώνω. Κολλημένος ο Ντολάν να σκοτώσει τη μάνα του. Κολλημένη και η ανάπτυξη της σκηνοθεσίας σε περιστατικά ασήμαντα και καθημερινά που επαναλαμβάνονται, σαν να τα βλέπεις με την ίδια σειρά. Τουτέστιν βαρέθηκα. Μου ΄ρθε να σκοτώσω την ταινία και να αφήσω άθικτη τη δύστυχη μαμά!



«Μαρτυριάρα καρδιά»: στην εντατική του «Ευαγγελισμού»

Δύο ακόμα πρεμιέρες, έτσι για να λέμε πως βγαίνουν νέες ταινίες:

«Μαρτυριάρα καρδιά»
(Τell Tale): νοσοκομειακό θρίλερ του Μάικλ Κουέστα με συμπαραγωγούς τούς αδελφούς Σκοτ (Ρίτνλεϊ και Τόνι) και πρωταγωνιστές τον Τζος Λούκας (ρεπλίκα του Κέβιν Κόστνερ από παλιά) και τη γοητευτική Λένα Χέντεϊ. Υποτίθεται πως πρόκειται για μια σύγχρονη εκδοχή της ιστορίας του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Τhe Τell Τale Ηeart». Όπου νεαρός μπαμπάς με μικρή κόρη που πάσχει από αρρώστια βαριά και όπου ο ίδιος με αδύνατη, μεταμοσχευμένη, καρδιά, αρχίζει να έχει παραισθήσεις και να καταλαμβάνεται ολοκληρωτικά από τη μνήμη και τα συναισθήματα του δολοφονημένου δότη της δικής του καρδιάς. Έτσι αρχίζει να ερευνά κι έτσι αρχίζει να εκδικείται, σκοτώνοντας έναν έναν τους δολοφόνους που σκότωσαν τον δότη του κτηνωδώς και για το τίποτα. Άφθονη αρρώστια, αφθονία νοσοκομείων, αφθονία ιατρικών εξετάσεων, αφθονία κλινικών καταστάσεων. Εγώ; Ούτε από μακριά!
«Ο Άλβιν και η παρέα
του 2» (Αlvin and the Chipmunks: Τhe Squeakquel): δηλαδή Αnimation νηπιαγωγείου με το δεύτερο μέρος και τη συνέχεια με τρία σκιουράκια που τσιρίζουν τραγουδιστικά. Η σκηνοθεσία είναι της Μπέτι Τόμας και πρωταγωνιστούν ο Τζέισον Λι, παρέα με τις φωνές των Τζάστιν Λονγκ, Άννα Φάρις και Κριστίνα Απλγκέιτ.

Τέσσερα μυστικά κι ένα πτώμα

Ενας δάσκαλος ύποπτος για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Ενας αστυνόμος μπλεγμένος σε παρανομίες. Ενας κοινοτάρχης με διπλή ζωή. Ενας ιερέας με «αμαρτωλή» ερωτική ταυτότητα. Ολοι αυτοί συναντώνται στην κωμωδία του Χρήστου Δήμα, «Νήσος». Το σενάριο, που υπογράφουν οι Ελενα Σολωμού και Κωστής Παπαδόπουλος, δεν ανήκει στην επιστημονική φαντασία. Μάλλον στην Ελλάδα της... διπλανής πόρτας.

Ο Χρήστος Δήμας ξεχώρισε την Ελένη Καστάνη όταν την είδε σε δραματικό ρόλο, στον «Δεκαπενταύγουστο» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη

Ο Χρήστος Δήμας ξεχώρισε την Ελένη Καστάνη όταν την είδε σε δραματικό ρόλο, στον «Δεκαπενταύγουστο» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη

«Η ταινία είναι μια ηθογραφία που "πατά" σε γνώριμες κωμικές εικόνες, τις οποίες κουβαλάμε από τις οικογένειες, τα χωριά, τα νησιά και τους γείτονες. Ενας "καθρέφτης" του ελληνικού μπάχαλου», λέει ο Χρήστος Δήμας. Αυτό που τον γοήτευσε στην ιστορία της «Νήσου» είναι ότι στηρίζεται σε αληθινούς χαρακτήρες -ανήθικους, ηθικούς, φωτεινούς, σκοτεινούς- που προσπαθούν να κρύψουν τα μυστικά τους. Οσο βέβαια επιτρέπει μια μικρή νησιωτική κοινωνία.

Γύρω από τα μυστικά εκτυλίσσεται η ταινία, που γυρίστηκε στη Σίφνο. Αφετηρία της γίνεται η διαθήκη του άρχοντα του τόπου. Αφήνει μια τεράστια περιουσία στους ανθρώπους που εκπροσωπούν τις τέσσερις εξουσίες του νησιού, με την προϋπόθεση να διαβαστούν στην πλατεία τέσσερις επιστολές οι οποίες βγάζουν τα άπλυτά τους στη φόρα.

Ο Χρήστος Δήμας, που δοκιμάζεται πρώτη φορά στην κωμωδία, είχε στο μυαλό του τρία ονόματα: Γιώργος Τζαβέλλας, Βασίλης Γεωργιάδης και Ρόμπερτ Αλτμαν. Από τον πρώτο την «Κάλπικη λίρα». Από τον δεύτερο τη «γενναιοδωρία των συναισθημάτων των ταινιών του». Ενώ από τον Ρόμπερτ Αλτμαν, «το πώς στήνει τους χαρακτήρες των ψηφιδωτών του ιστοριών, που έχουν αρχή, μέση και τέλος».

Από τον αγαπημένο του Αμερικανό δημιουργό κρατάει και τη μαεστρία του με τους ηθοποιούς. «Υπάρχουν σκηνοθέτες που κυνηγάνε την αισθητική του κάδρου και του πλάνου. Εμένα με ενδιαφέρει όταν φτάσει η κάμερα στο πρόσωπο του ηθοποιού, να πείθει όταν λέει "σ' αγαπώ"».

Οι οικείοι και αληθινοί χαρακτήρες βρίσκονται στην ουσία της καλής κωμωδίας. «Σε αυτό στηρίζεται η επιτυχία της Φίνος Φιλμ. Η Βασιλειάδου και η Βλαχοπούλου απέπνεαν οικειότητα. Δεν ήταν καρτούν, ούτε ακραίοι χαρακτήρες εκτός πραγματικότητας», εξηγεί.

Η καλή κωμωδία προϋποθέτει και δυνατό σενάριο, γιατί, όπως λέει ο Χρήστος Δήμας, «οι ηθοποιοί χρειάζονται ατάκες». Η «Νήσος» στηρίζεται σε καλούς ηθοποιούς, που έχουμε ταυτίσει με την τηλεόραση: Ελένη Καστάνη, Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Μιχάλης Μαρίνος, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Τάνια Τρύπη, Ζέτα Δούκα, Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Κώστας Βουτσάς κ.ά. Ονόματα που εγγυώνται κατ' αρχάς την εμπορική επιτυχία.

Αυτό όμως δεν έχει και πολλή σημασία για τον Δήμα. «Την Ελένη Καστάνη, τη λάτρεψα από τον "Δεκαπενταύγουστο" του Γιάνναρη. Δεν δέχομαι την ταμπέλα "τηλεοπτικός". Με ενδιαφέρει αν κάποιος είναι καλός ηθοποιός ή όχι», λέει.

Δεν είναι το μόνο στερεότυπο που αρνείται. Διαφωνεί με το κλισέ που λέει ότι ο θεατής θέλει κωμωδία. «Και ένα καλό δράμα μπορεί να φέρει εισιτήρια. Το απέδειξαν οι ταινίες "Ελ Γκρέκο", "Νύφες", "Ψυχή βαθιά". Η "Πολίτικη κουζίνα" είχε επιτυχία γιατί ήταν πολύ καλή ταινία», λέει. Οχι ότι υποτιμά τις «ευεργετικές» ικανότητες της κωμωδίας, ειδικά σε μια εποχή που «μας "μαστιγώνουν" οι τράπεζες, οι πιστωτικές, τα παιδιά».

Και, ναι, δεν είχε κανένα πρόβλημα να σκηνοθετήσει κωμωδία, κι ας τον έχουμε κατατάξει σε ένα πιο καλλιτεχνικό σινεμά. «Μου αρέσει να τσαλαπατώ την καθωσπρεποσύνη μου. Αρκεί να γίνεται με αξιοπρέπεια. Δεν μπορεί κανείς να μου προσάψει ότι η "Νήσος" είναι αρπαχτή. Τη χάρηκα πολύ. Δεν έχω προκαταλήψεις, γιατί δεν παίρνω πολύ σοβαρά τον εαυτό μου. Δεν νιώθω την ανάγκη ν' αποδείξω τη βαρύτητά μου στον χώρο του πολιτισμού».

Τις ταινίες του όμως τις παίρνει σοβαρά. Αλλιώς δεν θα άφηνε σε αυτές κάθε φορά, όπως λέει, «κάτι από το δικό μου σύμπαν». Γι' αυτό και μπορεί να γίνουν... Γολγοθάς. Οπως το «Longsdale». Εχει εξελιχθεί σε ένα «φάντασμα, που δεν παύω να κυνηγώ», αλλά τον άφησε 8 χρόνια μακριά από το σινεμά. Μετά τη «Νήσο» θα ακολουθήσει η «Αμμος στην κλεψύδρα». Και είναι δράμα.

Tuesday, December 29, 2009

Σαρλώ: Ο αθάνατος τσιρκολάνος


«Το τσίρκο»
Μαζί του γελάσαμε, αλλά και δακρύσαμε. Το ιδιαίτερο περπάτημά του, το καπέλο και το μπαστούνι του, η εκφραστική ματιά του, μας συνοδεύουν από τότε που ήμασταν παιδιά. Ποιητής και ονειροπόλος ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο λατρεμένος όλων των γενεών Σαρλώ, προσκαλεί και πάλι μικρούς και μεγάλους σε μια ξεχωριστή συνάντηση. Στο κινηματογραφικό στέκι των πιτσιρικάδων της Αθήνας, στο «Σινέ Φιλίπ» (Θάσου 11 - Πλ. Αμερικής, τηλ. 210-8612476), μόνο για την Κυριακή (3/1), θα προβληθεί μία από τις πιο γνωστές, και σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικές ταινίες του: «Το τσίρκο».

Η προβολή θα γίνει στις 4 μ.μ., με συνοδεία πιάνου από τον γνωστό μουσικό της τζαζ, Παντελή Μπενετάκο, και εντάσσεται στο πρόγραμμα «Κυριακάτικα απογεύματα» στο «Σινέ Φιλίπ» (από το «Νεανικό Πλάνο» που πραγματοποιεί και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους), που πραγματοποιείται για έβδομη συνεχή χρονιά και αφορά σε 25 Κυριακές (15/11/2009 - 16/5/2010), πάντα στις 4 μ.μ. και με εισιτήριο μόνο 2,50 ευρώ για τα παιδιά και τους συνοδούς τους.

Η ταινία του Τσάπλιν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1928 και επανακυκλοφόρησε το 2003 και το 2008, σε σενάριο, σκηνοθεσία του σπουδαίου δημιουργού, ο οποίος υποδύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο, θυμούμενος το καλλιτεχνικό ξεκίνημά του από το τσίρκο, σε εφηβική ηλικία, στη γενέτειρά του, το Λονδίνο. Πρωταγωνιστούν ακόμη: Αλαν Γκαρσία, Μέρνα Κένεντι, Χάρι Κρόκερ, Χένρι Μπέργκμαν και Στιβ Μέρφι.

Ο Σαρλώ βρίσκει καταφύγιο σ' ένα τσίρκο, διότι τον καταδιώκει η αστυνομία, επειδή νομίζει ότι είναι πορτοφολάς. Την ώρα του προγράμματος, ο Σαρλώ κατρακυλάει στην πίστα. Η εμφάνισή του κάνει το κοινό να γελά ασταμάτητα και έτσι ο διευθυντής του τσίρκου, προσβλέποντας σε μεγάλες εισπράξεις, τον προσλαμβάνει αμέσως σαν κλόουν. Ο Σαρλώ σημειώνει μεγάλη επιτυχία, αλλά καθώς στη συνέχεια ερωτεύεται την ιπποκόμο, ο δόλιος αντίζηλός του πείθει τον διευθυντή του τσίρκου να τον διώξει.

Monday, December 28, 2009

Ο φόβος και ο ενθουσιασμός μ' έκαναν να... τραγουδήσω

  • Το θεατρικό μιούζικαλ «Εννιά», που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1982 σε μουσική και στίχους του Μάουρι Γέστον, εκτυλισσόταν στη δεκαετία του '80, παρ' όλο που το «8 1/2» του Φελίνι -στο οποίο βασίστηκε- διαδραματιζόταν το '60.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας μιούζικαλ «Εννιά», Ρομπ Μάρσαλ, προτίμησε να μείνει πιστός στην εκδοχή του Ιταλού σκηνοθέτη και να επιστρέψει στο '60. Τον λόγο μας τον εξήγησε ο ίδιος, σε πρόσφατη συνάντησή μας στο Λονδίνο, όπου δόθηκε η ευρωπαϊκή πρεμιέρα του «Εννιά»: «Βρήκαμε πιο ενδιαφέρουσα τη δεκαετία του Φελίνι».

Προερχόμενος από το θέατρο και έχοντας παλιότερα διασκευάσει άλλα δύο μιούζικαλ, το «Sweet Charity» -βασισμένο στην ταινία του Φελίνι «Οι νύχτες της Καμπίρια»- και το «Σικάγο», ο Ρομπ Μάρσαλ κατάφερε να ξεπεράσει τα διάφορα προβλήματα που προκαλούσε μια τέτοια διασκευή. «Αρχικά, πίσω από την ταινία μας», μας εξηγεί, «υπήρχε το θεατρικό μιούζικαλ, και πίσω απ'αυτό, η θαυμάσια ταινία του Φελίνι. Ακολουθήσαμε την ίδια παράδοση όπως στο "Sweet Charity", που ξεκίνησε από ταινία, έγινε θεατρικό μιούζικαλ και ύστερα επέστρεψε ως ταινία. Οι ταινίες του Φελίνι μετατρέπονται εύκολα σε μιούζικαλ. Είναι στο DNA του υλικού τους και μπορεί να σε οδηγήσουν σε ένα άλλο, διαφορετικό χώρο. Μια από τις χαρές του γυρίσματος της ταινίας ήταν η συνεργασία μου με ένα τόσο εκπληκτικό καστ. Και το καλύτερο απ'όλα ήταν ότι αρχίσαμε την επιλογή των ηθοποιών πριν ξεκινήσουμε να γράφουμε το σενάριο για την ταινία. Κι έτσι τους είχαμε υπόψη όταν το γράφαμε».

Αντίθετα, ο πρωταγωνιστής του, Ντανιέλ Ντέι Λούις, υποστηρίζει πως το «Εννιά» δεν ήταν γι' αυτόν «ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο περίπλοκη από οποιαδήποτε άλλη ταινία μου. Απλά είναι διαφορετική. Είναι παραπλανητικό να μιλάς για τις δυσκολίες μιας ταινίας. Οι δυσκολίες αποτελούν για μένα τμήμα της απόλαυσης της δουλειάς μου. Αλλά στο "Εννιά" ήταν και ωραίο να εξερευνάς ένα στοιχείο που κάποτε όλοι μας αντιμετωπίζουμε, δηλαδή το δημιουργικό μπλοκάρισμα». Αν και ο ίδιος, όπως προσθέτει, δεν είχε ποτέ του ως ηθοποιός προβλήματα δημιουργικού αδιεξόδου. «Αλλά, καταλαβαίνω», προσθέτει, «το πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιος. Γι' αυτό και είναι συναρπαστικό να το εξερευνάς».

Ενα σημαντικό στοιχείο της ταινίας είναι η εξαιρετική μουσική της. Είναι παρμένη στο μεγαλύτερο μέρος της από το θεατρικό μιούζικαλ, αν και ο Μάρσαλ ζήτησε από τον συνθέτη «να επινοήσει ξανά το έργο για μας και να το μετατρέψει σε ταινία. Υστερα προσθέσαμε και τρία καινούργια νούμερα. Η σύλληψη πίσω από την ταινία ήταν ότι τα νούμερα αυτά είναι φαντασιώσεις που εκτυλίσσονται στο μυαλό του Γκουίντο. Και το υλικό έπρεπε να ακολουθήσει αυτή τη λογική», λέει. Ενα από τα τραγούδια, μάλιστα, το ερμηνεύει ένας νέος χαρακτήρας, που προστέθηκε στην ταινία. «Στο θεατρικό έργο υπήρχε μια Ελληνίδα με το όνομα Στέφανι», μας εξηγεί ο Μάρσαλ. «Ομως δεν τη χρησιμοποιήσαμε. Η δική μας Στέφανι είναι εντελώς διαφορετική».

Βέβαια, παρ' όλο που ένα μεγάλο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται στα στούντιο της Τσινετσιτά, για λόγους οικονομίας μόνο τα εξωτερικά γυρίστηκαν στα αληθινά στούντιο. «Τα υπόλοιπα τα γυρίσαμε στα στούντιο του Σέπερτον, στο Λονδίνο», αναφέρει ο σκηνοθέτης. «Η Τσινετσιτά, όμως, είναι τόσο όμορφη, έχει μια τέτοια ιστορία πίσω της, που μόλις περάσεις την πόρτα αισθάνεσαι τη μαγεία της».

Το να βάλεις, βέβαια, ηθοποιούς όπως η Πενέλοπε Κρουζ, η Νικόλ Κίντμαν, η Τζούντι Ντεντς, η Κέιτ Χάντσον και ο Ντανιέλ Ντέι Λούις να τραγουδήσουν δεν ήταν καθόλου εύκολο. Σχολιάζοντας την απόφασή του να τραγουδήσει στην ταινία, ο Ντανιέλ Ντέι Λούις, που βρήκε την ευκαιρία να δει και όλες τις ταινίες του Φελίνι, μας λέει: «Απολαμβάνω πάντα κάτι το καινούργιο. Στην αρχή δεν είχα πειστεί από τον Ρομπ ότι θα έβρισκα την κατάλληλη φωνή για να τραγουδήσω.

Αλλά ο φόβος μαζί με τον ενθουσιασμό συχνά σε βοηθούν να βρεις τον σωστό δρόμο και να καταφέρεις αυτό που επιζητάς. Ο Ρομπ μάς πρόσφερε τον χρόνο αλλά και την ενθάρρυνση που χρειαζόμασταν για να το πετύχουμε. Και είχαμε κι ένα θαυμάσιο δάσκαλο τραγουδιού! Φτάναμε στο σημείο να τσακωνόμαστε μεταξύ μας ποιος να πάει σ' αυτόν πρώτος. Ολοι -από το τραγούδι, τον χορό και όλα τα άλλα- μας ενθάρρυναν συνεχώς και μας βοήθησαν πάρα πολύ».

Οσο για το ταξίδι του στην Ιταλία και τη σχέση του μ' αυτήν, ο Ντέι Λούις τονίζει: «Είχα πάει εκεί πριν αρχίσουμε το γύρισμα για να μπω στο κλίμα, να αισθανθώ τους χαρακτήρες. Είχα ήδη και σπίτι εκεί. Μ' αρέσει πολύ η κουλτούρα της, ο κινηματογράφος της... Εχει τόσα πολλά να σου προσφέρει ένας τόσο ιστορικός χώρος».

Εκτός από τις ταινίες ποπ-κορν υπάρχει κι ένα άλλο σινεμά

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2009

Τα μεγάλα αμερικανικά στούντιο εξακολούθησαν και τη χρονιά που πέρασε να παράγουν, με στόχο το εύκολο κέρδος, ταινίες ποπ-κορν, που αναμασούν τα ίδια και τα ίδια, ταινίες βασισμένες σε συνταγές, που περιορίζονται σε εντυπωσιακά, αν και κούφια, ειδικά εφέ και άλλες, χωρίς κανένα στόχο, τεχνολογίες, με σταρ που ενδιαφέρονται μόνο για τα εκατομμύρια του κασέ τους και την προβολή του ίματζ τους.

«Γκραν Τορίνο» του Κλιντ Ιστγουντ, Νο2 του 2009

«Γκραν Τορίνο» του Κλιντ Ιστγουντ, Νο2 του 2009 Ταινίες, όπως το «Twilight», «New Moon», «Fast and Furious», «Transformers» κ.ά., φτιαγμένες αποκλειστικά για το κοινό των multiplex, έκοψαν, και πάλι, το μεγαλύτερο μέρος των εισιτηρίων της χρονιάς. Αρκετές απ' αυτές ξεπέρασαν τις 200 χιλιάδες εισιτήρια, ενώ δύο, το «2012» και το «Illuminati», κατάφεραν να ξεπεράσουν και τις 400 χιλιάδες! Αντίθετα, ταινίες ποιότητας, συνήθως ανεξάρτητες, που έχουν κάτι διαφορετικό να πουν, περιορίστηκαν σε μια-δυο αίθουσες, για να εξαφανιστούν μέσα σε μια βδομάδα, πριν ο θεατής προλάβει να τις δει. Με αποτέλεσμα, να μην κατορθώνουν να κόψουν ούτε 1.000, ούτε και 500 συχνά, εισιτήρια.

Κι όμως. Ο κινηματογράφος, που αξίζει, που μας λέει κάτι, που εξακολουθεί να πιστεύει πως δεν είναι μόνο χρήμα, αλλά και τέχνη, εξακολουθεί να επιβιώνει και αγωνίζεται να κρατήσει το μικρό, έστω, χώρο του στο κινηματογραφικό «γίγνεσθαι». Ο Μπουνιουέλ έλεγε: «Ορισμένοι κάνουν ταινίες για να βγάλουν χρήμα, εγώ ψάχνω να βρω χρήμα για να κάνω ταινίες». Σ' αυτούς ακριβώς, που ψάχνουν χρήμα για να κάνουν ταινίες, ανήκουν και σκηνοθέτες όπως οι Μίκαελ Χάνεκε, Ελία Σουλεϊμάν, Λαρς φον Τρίερ, Αρι Φόλμαν, Μπερτράν Ταβερνιέ, Πέδρο Αλμοδόβαρ, Σεργκέι Ντβορτσεβόι, Τζιάνι ντι Γκρεγκόριο, Χιροκάζου Κορεέντα και αρκετοί άλλοι, που μας έδωσαν μερικές από τις καλύτερες και πιο συναρπαστικές ταινίες του 2009. Οπως και από αμερικανικής πλευράς, σκηνοθέτες, όπως οι: Κλιντ Ιστγουντ, Γούντι Αλεν, Ντάρεν Αρονόφσκι, Κόρτνεϊ Χαντ και Φράνσις Φορντ Κόπολα, που κατάφεραν να ξεπεράσουν τον σκόπελο των μεγάλων παραγωγών και να φτιάξουν προσωπικές, χωρίς παρεμβάσεις, ταινίες. Και έδώσαν στις επισκέψεις μας στις αίθουσες κάτι το μοναδικό.

Οι 10 καλύτερες ξένες ταινίες της χρονιάς που πέρασε ήταν για μένα οι ακόλουθες:

- «Η λευκή κορδέλα», του Μίκαελ Χάνεκε.

- «Γκραν Τορίνο», του Κλιντ Ιστγουντ.

- «Ο Αντίχριστος», του Λαρς φον Τρίερ.

- «Κι αν σου κάτσει;», του Γούντι Αλεν.

- «Ο χρόνος που απομένει», του Ελία Σουλεϊμάν.

- «Βαλς με τον Μπασίρ», του Αρι Φόλμαν.

- «Καταιγίδα στην ομίχλη», του Μπερτράν Ταβερνιέ.

- «Ραγισμένες αγκαλιές», του Πέδρο Αλμοδόβαρ.

- «Παγωμένο ποτάμι», της Κόρτνεϊ Χαντ.

- «Τι απέγινε η Ελι», του Ασγκάρ Φαραντί.

Από τις υπόλοιπες, άξιζαν και οι ταινίες: «Διαφθορά στη Νέα Ορλεάνη», του Βέρνερ Χέρτσοκ, «Για τα μάτια της Τουλπάν», του Σεργκέι Τβορτσεβόι, «Μια μέρα του καλοκαιριού», του Χιροκάζου Κορεέντα, «Tetro», του Φράνσις Φορντ Κόπολα, «Δημόσιος κίνδυνος», του Μάικλ Μαν, «Ο παλαιστής», του Ντάρεν Αρονόφσκι, «Αυγουστιάτικο γεύμα στη Ρώμη», του Τζιάνι ντι Γκρεγκόριο, «Ασε το κακό να μπει», του Τόμας Αλφρεντσον και «Fish Tank», της Αντρέα Αρνολντ.

Ελληνικό σινεμά: ο Τεό και οι νέοι

Προβλήματα, αν και διαφορετικά, υπήρξαν και στο ελληνικό σινεμά. Παρά τους τρεις διαφορετικούς υπουργούς Πολιτισμού, που είχαμε μέσα σε μία μόνο χρονιά, κανένας δεν κατάφερε μέχρι στιγμής να περάσει τον περιβόητο νόμο για τον κινηματογράφο, οδηγώντας στη δημιουργία των «Κινηματογραφιστών στην ομίχλη» και το μποϊκοτάρισμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ας ελπίσουμε πως με τον νέο υπουργό τα πράγματα τελικά θ' αλλάξουν. Πάντως, στα θετικά της όλης «σύγκρουσης», ανήκει η ίδρυση της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Φτάνει να κρατήσει ένα υψηλό πνευματικό επίπεδο και να μη μετατραπεί σ' έναν άλλου είδους φορέα διανομής χρηματικών βραβείων.

Από τις ελληνικές ταινίες, η καλύτερη, αναμφισβήτητα, ήταν «Η σκόνη του χρόνου», του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ακολουθούν η «Στρέλλα», του Πάνου Χ. Κούτρα, το υποτιμημένο «Μικρό έγκλημα», του Χρίστου Γεωργίου και ο υπερτιμημένος «Κυνόδοντας», του Γιώργου Λάνθιμου. Το 2009, ξεχωριστή θέση είχαν και τα ντοκιμαντέρ, από τα οποία ξεχώρισαν: «Η ζωή στους βράχους», της Αλίντα Δημητρίου, «Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος», του Φώτου Λαμπρινού και «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη», του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου.

Διαζύγιο πρότυπο για ζεύγος πρότυπο

  • Συνέβη το καλοκαίρι αλλά το ανακοίνωσαν μια μέρα πριν από τα Χριστούγεννα, ίσως και γιατί ήταν το καλύτερο δώρο για τις κουτσομπόλες του Χόλιγουντ.

Μία από τις πολλές φορές που το πολιτικοποιημένο ζεύγος ύψωνε το χέρι του στο σήμα της ειρήνης

Μία από τις πολλές φορές που το πολιτικοποιημένο ζεύγος ύψωνε το χέρι του στο σήμα της ειρήνης Η Σούζαν Σάραντον και ο Τιμ Ρόμπινς χώρισαν έπειτα από 23 χρόνια συμβίωσης, όπως δήλωσε η εκπρόσωπός τους Τιλ Κάναντι.

Η εξηντατριάχρονη Σάραντον και ο πενηνταενός ετών Ρόμπινς γνωρίστηκαν στο πλατό της αισθηματικής ταινίας του Ρον Σέλντον «Η κυρία και ο ταύρος» το 1988. Στο σημαδιακό σενάριο, ο Κέβιν Κόστνερ και ο Τιμ Ρόμπινς είναι δύο μπεϊζμπολίστες που ανταγωνίζονται σε όλα. Η σέξι κυρία, που έπαιζε η Σάραντον, πληροφορούσε τους δύο άντρες ότι κάθε σεζόν μοιράζεται το κρεβάτι της με έναν παίκτη της ομάδας και οι δύο τους αποτελούν τις βασικές «υποψηφιότητες» αυτής της χρονιάς. Ο πρώτος αρνείται την προσφορά, ο δεύτερος γίνεται το καλοκαιρινό της αίσθημα, μέχρι που τον πείθουν ότι το σεξ θα χαλάσει το νικηφόρο σερί της ομάδας.

Τελικά, και στην πραγματικότητα, η κυρία έφυγε με τον Ρόμπινς. Η δύο δεκαετιών και κάτι σχέση τους δεν «επισημοποιήθηκε» και δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Απέκτησαν όμως δύο γιους, τον εικοσάχρονο σήμερα Τζακ Χένρι και τον δεκαεπτάχρονο Μάιλς Γκάθρι, ενώ η Σάραντον έχει και μια 24χρονη κόρη, την Εύα Αμούρι (την ξέρετε από τη σειρά «Californication» του Σκάι) από προηγούμενη σχέση της.

Η σχέση τους πάντως δεν πήγε και άσχημα. Η Σούζαν Σάραντον είναι γνωστή από ρόλους σε ταινίες από το «Rocky Horror Picture Show» ώς το «Θέλμα και Λουίζ». Οσο ήταν μαζί με τον Τιμ Ρόμπινς κέρδισε ένα Οσκαρ για τον ρόλο της στο δράμα «Dead Man Walking» του 1996, που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Ρόμπινς, και ήταν για αυτό υποψήφιος για Οσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας. Αυτός, πάλι, απολαυστικός δραπέτης του ευρηματικού «Τελευταία έξοδος-Ρίτα Χέιγουορθ» του Φρανκ Ντάραμποντ (1994), πήρε Οσκαρ β' ρόλου για την ερμηνεία του στο «Σκοτεινό ποτάμι» του Κλιντ Ιστγουντ το 2003. Μαζί ήταν ένα χαρακτηριστικά δημιουργικό αλλά και δραστήριο ζευγάρι. Εκδήλωσαν με κάθε ευκαιρία την αντίθεσή τους στον πόλεμο, τάχθηκαν στο πλευρό των οικολόγων μιλώντας για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, πολέμησαν κατά της θανατικής ποινής, δεν φοβήθηκαν να πάρουν ανοιχτά και πολιτικές θέσεις. Γι' αυτό και δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς την εποχή που ο Μπους κήρυττε τον ιερό πόλεμο κατά των «δυνάμεων του κακού». Μαζί ασχολήθηκαν και με το θέατρο.

Κατάφεραν μάλιστα να χωρίσουν χωρίς να πιάσουν ούτε πόντο στα ταμπλόιντ και το ανακοίνωσαν μετά σχεδόν έξι μήνες, με επίλογο την τελευταία ατάκα της εκπροσώπου τους: «Το ζευγάρι έχει αρνηθεί να κάνει οποιοδήποτε άλλο σχόλιο για το ζήτημα». Μήπως τελικά ο καλύτερος τρόπος να χωρίσεις είναι να μην παντρευτείς ποτέ;


Sunday, December 27, 2009

The 100 Best Films of the Decade

From , November 7, 2009

Art house or Blockbuster? Juno or Jason Bourne? Is The Bourne Supremacy really better than Brokeback Mountain? And if Finding Nemo made it, what the hell happened to Shrek? Tell us where we got it wrong, or right, and post your alternative lists below

Last King of Scotland: one of the great performances of the decade

Last King of Scotland: one of the great performances of the decade

Image :1 of 6

Special offer: Get 20 per cent off when you buy any three of these DVDs at zavvi.com/thetimes

100 The Devil Wears Prada (David Frankel, 2006)
Meryl Streep begins her own populist career reinvention (soon to be followed by Mamma Mia!) by playing a tyrannical and thinly disguised version of Vogue editor Anna Wintour in this satirical yet soft-centered account of life among the fashionistas.

99 Battle Royale (Kinji Fukasaku, 2000)
The worst school kids in Japan are dumped on an island, fitted with exploding neckbraces, equipped with weapons and told to fight it out between themselves. Deliberately lacking in PC credentials but ultimately, it’s a provocative and challenging film.

98 Crash (Paul Haggis, 2004)
This surprise Oscar champ of 2004 inspired myriad syrupy “We are all, like, totally connected” imitators (see The Air I Breathe), and yet the savvy narrative chicanery and superlative performances (including Sandra Bullock’s racist housewife) lift this LA-set ensemble far above the crowd.

97 Sympathy for Lady Vengeance (Park Chan-Wook, 2005)
The third of Park Chan-Wook’s fervid, savage revenge trilogy, Lady Vengeance ends with a sombre acknowledgement of the futility of revenge. But not before buckets of blood have been spilt.

96 Morvern Callar (Lynne Ramsay, 2002)
One of Scotland’s most acclaimed and offbeat filmmakers, Ramsay (Ratcatcher) here transforms Alan Warner’s cult novel into a thing of woozy, meditative beauty. Samantha Morton stars, in the title role, as the emotionally withdrawn checkout girl who profits from her boyfriend’s suicide.

95 Amores Perros (Alejandro González Iñárritu, 2000)
This smouldering powder keg of a movie launched a new generation of Mexican talent. Gael Garcia Bernal stars in the first of three stories which are linked together by a shattering car crash.

94 An Inconvenient Truth (Davis Guggenheim, 2006)
A user-friendly slideshow about global warming, combined with a revealing personal profile of presenter Al Gore, becomes a box office behemoth, an Oscar winner, and a brand leader for all future eco docs.

93 House of Flying Daggers (Zhang Yimou, 2004)
Probably the most satisfying of the big budget martial arts crossover movies of the past decade, it combined ridiculously ambitious action set pieces with lush, colour-saturated imagery.

92 Dirty Pretty Things (Stephen Frears, 2002)
A Nigerian doctor (Chiwetel Ejiofor) in London double-jobs as a cab driver and hotel porter while uncovering an illegal trade in human organs. This quietly polemical work humanises the immigration debate.

91 Lantana (Ray Lawrence, 2001)
This intelligent drama is so much more than a murder mystery — it’s an impeccably acted exploration of human relations at their trickiest. Meticulously constructed and rewardingly realist in tone.

90 Wedding Crashers (David Dobkin, 2005)
It could've been a frat-boy sex comedy but Wedding Crashers achieves that miraculous balance of crude and cute, wild and witty. Two charismatic central turns help, from Owen Wilson and Vince Vaughn, playing the eponymous cads with sex on the brain but romance on the cards.

Saturday, December 26, 2009

Emma Thompson: 'Chances are you'll know somebody who pays for sex'


  • Actor and screenwriter Emma Thompson explains how rage fuelled her role as the voice of conscience in The Journey, Richard Jobson's violent and powerful short film about the experiences of one sex worker


To buy Richard Ashcroft's theme music to The Journey click here. All proceeds from the sale of the single go to the Helen Bamber foundation

WARNING: The video in this article contains strong sexual and violent images that viewers may find disturbing

http://askmissa.com/wp-content/uploads/2009/11/Emma-Thompson-Journey-exhibit1.jpg
  • How did you become involved in The Journey?

I've known Helen Bamber for about 25 years. When I was still a comedian, and doing stand-up, I would do a lot of benefits for the various foundations she was involved in. And when she started this new foundation, campaigning for the victims of human-rights abuse, she asked me to get involved - so I became chair.

The reason I've become particularly involved in this campaign heightening awareness of sex trafficking is that one of the victims spoke to me about her experiences. And I thought that her story would be something that might lend itself to many artistic forms. One of these was an installation which has just come back from New York and which I recently took to Madrid (it opened in Trafalgar Square a few years ago).

  • And the other was Richard's film. The Journey is quite abstract, because we felt that a lot of the films made about trafficking don't necessarily convey the full horror of what these woman go through. So, rather than making it with a traditional narrative, Richard made something that's about what happens on the inside. With me, floating about, being appalled, on the outside. We wanted to create something that was a visceral experience.
  • Did you intend the film to be like an installation?

Exactly so. Almost like you're walking inside someone's body.

  • Did you think it needed to be quite so brutal?

Yes, I did. In fact, I particularly suggested that it be that brutal because people just don't know [about this]. They honestly think most of these women have chosen to come over to work illegally. The brutality that is represented in this film doesn't even come close. The truth is worse. It's not pleasant, but we have to look.

You couldn't make a feature-length film using the language of cinema that Richard is using – but it is possible if it's in short pieces, that then live with you. We'll see. All of these attempts to tell this story, to get this information over, are experimental. The installation proved to be a fantastically effective weapon and tool. And I'm going to be very interested to see how people respond to this – whether they can manage it.

Richard Jobson and Emma Thompson's short film about the brutal realities of sex trafficking. This video contains strong sexual and violent images that viewers may find disturbing Link to this video
  • Have you been surprised by the reaction so far?

People like Richard Ashcroft just said: "Right, here you go, you can have my song [for the soundtrack]." People just want to do something, immediately, because [the situation] is so awful.

  • Why do you think people find it easy to ignore the problem?

Because I don't think women are top of anyone's agenda. I find now is the time for more militancy than ever before. I feel now, in my 50th year, having been very angry and militant as a young woman, that things are not getting better. They're getting worse; and the sex trafficking industry is an example. I feel that in most places women don't have jurisdiction over their own bodies. And that if we don't start seriously addressing the value and the worth of women in the world, this sort of thing is just going to get worse. And I feel that very strongly, and having lived for long enough, actually, to back it up.

  • How do you back it up?

Because I've travelled enough and I've spoken enough to hundreds of women around the world. I know what's going on. I've seen it first-hand. And I haven't even been to many places! But it's endemic in so many countries and, it turns out, pretty common in ours.

  • Why do you think today's generation of young women aren't very exorcised about the issue?

I think they're wandering around going: "Oh, well everything's great now." These women, with the advantages that only the first world can give them, think that somehow there's nothing left to do.

But I look around and see that women are being used sexually as much as they ever were, to sell absolutely anything and everything. The message gets through to girls - I watch them sexualising their behaviour very early on because of everything they watch and see. And I'm pissed off, I'm really, really pissed off. I'm so angry about it. Because there I was in my 20s thinking that we'd made some progress.

  • Who are you angry at?

Well, there's so may areas to address that I don't know quite where to begin. Let's take advertising; the area of women's magazines, the representation of women. I would ask people to question the way in which they are selling their products. I would ask the government to question the way in which it's a normal thing to walk into any newsagents and see very overt sexual pictures of women everywhere. This is what our kids grow up surrounded by. Is it any wonder that we buy and sell women on the street in broad daylight? No, it bloody isn't.

  • Why are people more apathetic these days?

I don't know. My own rage can sometimes get in the way of clear thinking – I understand that – but it's also a source of my energy; otherwise I'd just dry up and die. But there's an awful lot of very clear-thinking, wonderful young women around, full of the most tremendous ideas and the capacity of expressing what's going on. And we do have some of the greatest feminist writers around to explain to us what is going on.

But, as for grassroots movement and action, there's not enough of that. All that should be going on in schools, particularly this question of girls owning their bodies and not seeing them as things that have to be used. I keep banging on about this. In the African countries I visited it's simply non-existent. But I think in a very strange subtle ways also it's very difficult to achieve here. I'm constantly reading stories of girls of 16 or younger, feeling that they have to give themselves sexually in order to be accepted.

  • Your role in The Journey is a slightly thankless one. How do you cope with the hostility you must encounter campaigning?

Well, any kind of reaction I could have to people being hostile towards me pales into insignificance when I consider what's being done to these women. It's just irrelevant. I'm fine! And they're not. And unless one shouts and provokes a reaction nothing will happen.

  • Does it frustrate you that other people aren't prepared to put themselves on the line?

Luckily, I know a lot of people who do. And because I'm well-known, it's a slightly different thing. There's a lot people I know who work far harder than I do, day in day out, helping people through all this kind of stuff, so I don't feel I require any special treatment.

  • What do you want people to do, having watched The Journey?

There are many, many ways in which you can get active. One is to keep your eyes open because all of this stuff is happening on the streets. If you work in a chemist and there's lots of foreign girls coming in buying condoms who don't speak English, they're probably been trafficked. So learn to recognise them, find out what the story is. Know what trafficking is, for a start, and know that it isn't people who've chosen to come over and work as sex workers. And even if they have come over to work to as sex workers, they've had no idea what kind of situation they're going to be in. That they're going to be working as slaves is not, in any way, shape or form, the contract that they undertook.

Also, it's very important that we start a debate about our sex lives. We need another Kinsey report, actually. Because more and more young men are finding it completely acceptable to pay for sex. Now we could look at other countries. Sweden has now made paying for sex illegal, across the board - very interesting. But of course all the traffickers are now taking the women to Germany, where selling sex is legal, and to Amsterdam, where there is a huge problem.

Chances are you'll know somebody who pays for sex. We have a huge customer base here. And it's not confined to any particular class or ethnic background. It's across the board, and it's mostly white collar.

  • Do think we're very in denial?

Totally. Men are paying for sex. We can't demonise that; we've got to find out about it. Why are we suddenly doing this so much more than we used to? Why is there no stigma or shame attached to that whatsoever anymore? Because if that's the result of the sexual revolution, then it's fucked us up big time. Not that I want to bring back Victorian morality, because of course then it was all underground. But what I do want to do is start a debate. No one's talking about this.

  • Why do you think more men are paying for sex?

Well, when I talk to young people I know they say it's often a peer pressure thing. Testimonials from customers are very hard to come by, but there's a woman called Liz Kelly at the Metropolitan University of London who collects them, and helped us construct the narrative for The Journey. You find that the reasons for paying for sex are as different as human beings are different. It's not all anger-fuelled, it's not all violent – although a lot of it is. Some of it is to do with not being able to arrive at any sort of sexual satisfaction in any other way, and a lot of it is men who have money who want more than what they can get from their partners.

We've got to get into a conservation. Because if prostitution is always going be here, we've got to make sure that it's safe. We cannot have it that women are used in this way, as slaves. This is not to be borne in the 21st century. It's absolutely antediluvian. Everyone needs to be more active and to ask these questions. Why are all these women coming to this country, who's paying for them? It's probably someone you know.

  • How much do you think actors should get involved in activism?

I think the whole situation is going to change. It will change as people go: "Oh, gawd, not this again." I think what people will require - and rightly so - is that whoever they're listening to, be they a politician or an actor or a journalist, needs to know what they're talking about and express themselves effectively. I think what is less effective is when people attach themselves to something without properly knowing about it. I think that kind of celebrity activism is on the wane. Because I think people are saying well, yes, but what else apart from your face are you lending to this? Are you giving us some information? People are being more demanding, which is great.


Susan Sarandon and Tim Robbins split up after 23 years together

  • The actors, who met on the set of Bull Durham, have ended a partnership that seemed one of Hollywood's most enduring
Tim Robbins and Susan Sarandon in 2002

Tim Robbins and Susan Sarandon in 2002. Photograph: Murdo Macleod

The actors Susan Sarandon and Tim Robbins have split up, it was revealed yesterday. Publicist Teal Cannady said in a statement that the two actors separated over the summer after 23 years together.

Sarandon, 63, and Robbins, 51, met in 1988 while shooting the film Bull Durham. Another collaboration, Dead Man Walking (1996), won Sarandon an Oscar for best actress, and Robbins a best director nomination.

The couple have two sons - Jack Henry, 20, and Miles Guthrie, 17. Susan also has a daughter, Californication star Eva Amurri, from a previous relationship.

Sarandon's most recent role was in Peter Jackson's adaptation of the bestselling novel The Lovely Bones, which enjoyed its royal premiere last month and opens nationwide in the new year. Robbins last appeared in 2008's City of Ember.

Friday, December 25, 2009

Απιστίες και αμαρτίες

- «Εκείνη τη μέρα» (2008, Γαλλία/ Ελβετία)
- «Ο άλλος» (2009, Αγγλία/ ΗΠΑ)
- «Οι κρυφές ζωές της κυρίας Λι» (2009, ΗΠΑ)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 2 Αυγούστου 2009
H συζυγική απιστία και οι τραυματισμένες οικογενειακές εστίες είναι τόσο παλιά κινηματογραφική υπόθεση όσο ο ίδιος ο κινηματογράφος, επομένως το ζήτημα δεν είναι πια αν έχεις κάτι καινούργιο να πεις (λίγοι έχουν) αλλά το πώς θα το αναπαραγάγεις. Από την περασμένη Πέμπτη προβάλλονται στις αίθουσες τρεις νέες ταινίες που ασχολούνται με τα ανεξάντλητα αυτά ζητήματα και, ενώ όλες έχουν προσδοκίες, μόνο μία καταλήγει σε αποτέλεσμα ουσίας. Εκ πρώτης όψεως είναι η λιγότερο ελκυστική καθ΄ ότι διαθέτει άγνωστους ηθοποιούς, γυρίστηκε από άγνωστο σκηνοθέτη και προέρχεται από την Ελβετία, χώρα με μηδαμινή κινηματογραφική παράδοση. Και όμως το «Εκείνη τη μέρα» αναμειγνύει έντεχνα το οικογενειακό δράμα, το θρίλερ και το στοιχείο του φαντασιακού αφήνοντας πίσω του μια γλυκιά αίσθηση αισιοδοξίας που σε σκλαβώνει. Ολα ξεκινούν όταν μια βροχερή νύχτα ένας επιτυχημένος ραδιοφωνικός παραγωγός (Μπρούνο Τοντεσκίνι), παντρεμένος με μια άχαρη γυναίκα (Νατάσα Ρενιέ) και πατέρας ενός αγοριού (Λουίς Ντισόλ), χτυπά κάτι με το αμάξι του έχοντας μόλις φύγει από το σπίτι του παράνομου δεσμού του (Νοεμί Κοσέρ). Ο Τζέικομπ Μπέργκερ δεν βιάζει ούτε εκλαϊκεύει τις καταστάσεις, μας δίνει χώρο να φτιάξουμε το δικό μας σενάριο, να δώσουμε ακόμη και το δικό μας φινάλε. Ιδιαίτερα αποτελεσματική αποδεικνύεται η μέθοδος αφήγησης, με το φιλμ μοιρασμένο σε τρία «κεφάλαια» που ξεκινούν από το ίδιο χρονικό σημείο εστιάζοντας το καθένα σε ένα από τα τρία βασικά πρόσωπα της ιστορίας.

Στα χαρτιά τουλάχιστον το ελκυστικότερο των τριών νέων φιλμ είναι ο «Αλλος» από το διήγημα τουΜπέρνχαρντ Σλινκ,συγγραφέα του «Διαβάζοντας στη Χάνα». ΟΡίτσαρντ Εϊρ(του «Ημερολογίου ενός σκανδάλου») εξετάζει την ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον σύζυγο και στον εραστή μιας γυναίκας που άφησε το σπίτι της (αντιστοίχως οιΛίαμ Νίσον, Αντόνιο Μπαντέρας καιΛόρα Λίνεϊ). Το πρώτο μέρος είναι το πιο αξιόλογο θυμίζοντας ντετέκτιβ στόρι, ενώ ακολουθεί τη συστηματική έρευνα του συζύγου για την ανακάλυψη του εραστή. Το ύφος αλλάζει από τη στιγμή που οι δύο άντρες έρχονται σε επαφή. Ο σύζυγος διατηρεί την ταυτότητά του μυστική αλλά δεν ξέρει πώς να χειριστεί την κατάσταση και κατά κάποιον τρόπο η αμηχανία του αντανακλάται στον σκηνοθετικό χειρισμό μιας ταινίας που εξαντλείται πολύ πιο πριν από τα 90΄ της διάρκειάς της.

Ακόμη φωτοχότερα όμως είναι τα πράγματα στις «Κρυφές ζωές της κυρίας Λι», ταινίας επίσης βασισμένης σε βιβλίο, στο ομότιτλο μυθιστόρημα της σκηνοθέτιδος Ρεμπέκα Μίλερ. Αυτή η φλύαρη συρραφή φαντασιώσεων μιας φαινομενικώς καλοπαντρεμένης σαρανταπεντάρας (Ρόμπιν Ράιτ Πεν) σε φάση απολογισμού ζωής (ανακαλύπτει ότι ο μεγαλύτερος σε ηλικία σύζυγός της Αλαν Αρκιν την απατά) είναι τόσο παγερά ειπωμένη που δεν σου επιτρέπει να νιώσεις το παραμικρό για τον οποιονδήποτε ήρωα της ταινίας, πόσο μάλλον για την κεντρική ηρωίδα.

Thursday, December 24, 2009

Σατιρίζοντας τους Ελληνες

Μια κωμωδία μυστηρίου με δημοφιλείς ηθοποιούς (Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Ελένη Καστάνη, Κώστας Βουτσάς), η «Νήσος», σηματοδοτεί την επιστροφή τού Χρήστου Δήμα, ενός έλληνα σκηνοθέτη που πριν από κάμποσα χρόνια αποκάλυψε με τις μικρού μήκους του («Ανάσα», «Αμερικάνος») ένα πηγαίο κινηματογραφικό ταλέντο.

Ακολούθησε μια παράξενη αλλά ενδιαφέρουσα μεγάλου μήκους ταινία, οι «Ακροβάτες του κήπου», κι ύστερα μεσολάβησε ένα μεγάλο διάστημα απουσίας από το σινεμά, και δουλειές κυρίως σε τηλεόραση, θέατρο και βίντεο κλιπ.

Η «Νήσος» που βγαίνει στις αίθουσες μεθαύριο, φλερτάρει με το δράμα και το σασπένς, κυλά ευχάριστα χωρίς να ποντάρει σε «χοντροκομμένα» γκανγκ, έχει έντονα ελληνικό χαρακτήρα (διαδραματίζεται στη Σίφνο) χωρίς να είναι φολκλόρ, και περιλαμβάνει κάποιες σκηνές καλού χιούμορ που αναδεικνύουν μερικά αναγνωρίσιμα και πολύ «ελληνικά» ελαττώματα. Ισως αυτό να είναι και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της.

Ολα ξεκινάνε όταν ο άκληρος «άρχοντας» του νησιού πεθαίνει. Σε επιστολή του αναφέρει πως οι τέσσερις «εξουσίες» του νησιού (αστυνόμος, παπάς, δήμαρχος, δάσκαλος) θα μοιραστούν τη μεγάλη περιουσία του για κοινωφελείς σκοπούς, με έναν όμως όρο: να αναγνωστούν δημοσίως τέσσερις επιστολές που τους αφορούν και βγάζουν τα άπλυτά τους στη φόρα.

Ετσι, στις δύο ώρες της ταινίας αποκαλύπτονται διάφορα σπαρταριστά μυστικά και ψέματα: ο αστυνόμος εμπλέκεται σε σκάνδαλα με μίζες και αρχαία, ο δήμαρχος σε φόνο, ο παπάς σε γκέι σκάνδαλα και ο νεαρός δάσκαλος σε βόμβες και προκηρύξεις.

Αλέν Ρενέ : «Οι σελίδες της ζωής μας γυρίζουν τυχαία»

Παρά τα 87 του χρόνια, ο γάλλος σκηνοθέτης Αλέν Ρενέ δεν έπαψε να σκηνοθετεί ταινίες με την ίδια ζωντάνια, τον ενθουσιασμό και τη φαντασία ενός εικοσάχρονου. Από την εποχή του «Χιροσίμα αγάπη μου» και του «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» μέχρι τις πρόσφατες «Ιδιωτικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους» και την πιο πρόσφατη «Τ' αγριόχορτα», έχεις πάντα την αίσθηση ενός σκηνοθέτη που αναπνέει και ζει με κινηματογραφικές εικόνες.

Στη νέα του ταινία, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Κριστιάν Γκαγί, ένα χαμένο πορτοφόλι φέρνει κοντά τον Ζορζ και τη Μαργκερίτ. Η συνάντησή τους θα οδηγήσει σε μια σειρά αναπάντεχων γεγονότων, «όπως τα αγριόχορτα που φυτρώνουν όπου βρουν χώρο», όπως ανέφερε ο ίδιος ο Ρενέ. Γεγονότα που συνεχώς οδηγούν τους δυο τους μακρύτερα τον ένα από τον άλλον, παρά τις προσπάθειές τους για επαφή.

Η ιστορία έδωσε στον Ρενέ την ευκαιρία να φτιάξει μια ταινία-δαντέλα. Σε μια ξεχωριστή συνάντηση με τον θρυλικό αυτό σκηνοθέτη, στη μοναδική συνέντευξη που έδωσε ο Ρενέ στις Κάνες, είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε για την ταινία του, τη νουβέλ βαγκ και τον κινηματογράφο γενικότερα.

- Γιατί αλλάξατε τον τίτλο τού βιβλίου από «Incident» σε «Αγριόχορτα»;

«Βρισκόμουν σ' ένα καφέ και ο διευθυντής με ρώτησε τον τίτλο της επόμενης ταινίας μου. Οταν του απάντησα "Incident", δεν κατάλαβε. "Τι; Accident;" μου λέει. Κι αυτό μ' έκανε να το αλλάξω σε "Αγριόχορτα". Πρέπει να έχεις έναν τίτλο που να τον θυμάται το κοινό».

- Δεν σας αρέσει να γράφετε τα δικά σας σενάρια;

«Οχι, γιατί η δουλειά του σεναριογράφου είναι διαφορετική από του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης δεν έπρεπε να αναμειγνύεται στο σενάριο. Υπήρχαν βέβαια στο παρελθόν μικρές εξαιρέσεις: ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Ρενέ Κλερ. Εγώ ξεκίνησα ως μοντέρ και μια σειρά τυχαίων γεγονότων με οδήγησαν στη σκηνοθεσία».

- Εξακολουθείτε να βλέπετε ταινίες;

«Ναι, στο Παρίσι βλέπω αρκετές. Μου αρέσουν όλων των ειδών οι ταινίες. Αλλά σήμερα είναι τόσες, που δεν προλαβαίνεις. Ευτυχώς υπάρχει η Ταινιοθήκη. Απολαμβάνω να ταξιδεύω στον χρόνο. Μια μέρα βλέπω μια βωβή ταινία, μιαν άλλη βλέπω μουσική κωμωδία, ή γουέστερν, ή, αν θέλω, την τελευταία ταινία του Γούντι Αλεν, ή μια γιαπωνέζικη ταινία».

- Σας αρέσει και η αμερικανική τηλεόραση, απ' ό,τι ξέρω...

«Ναι, παρακολουθώ μερικά σίριαλ. Για μένα οι σειρές είναι σαν μια μεγάλη ταινία, που διαρκεί 80 ώρες, 160 ώρες, όπως το "Alias". Οι "Σοπράνο" για παράδειγμα ήταν πολύ ωραίοι. Φαντάζομαι πως ο Αμπελ Γκανς ή ο Εριχ φον Στροχάιμ θα ήθελαν πολύ να έφτιαχναν μια τέτοια ταινία. Οι "Σοπράνο" ήταν μια σειρά που κράτησε πολλά επεισόδια, ακριβώς όπως ένα μεγάλο μυθιστόρημα».

«Ζήτω η διαφορά»

- Οι γυναίκες στις ταινίες σας είναι ωραίοι, συμπαθητικοί χαρακτήρες. Η Μαργκερίτ για παράδειγμα είναι δυνατή και χαρισματική. Ετσι βλέπετε τις γυναίκες ή έτσι τις θέλετε να είναι;

«Δεν το αποφασίζω έτσι. Αν γίνεται έτσι, είναι γιατί όταν μεγάλωνα, στη δεκαετία του '20, στην Προβηγκία, σε μια κοινωνία που γνώριζα, τις γυναίκες, τις συζύγους, τις παραμελούσαν, τις είχαν για να μαγειρεύουν. Ενώ οι άντρες πήγαιναν κυνήγι και αφιέρωναν τον χρόνο τους να κερδίσουν το ψωμί της οικογένειας. Οι γυναίκες πάντα καταπιέζονταν. Από τη δεκαετία όμως του '30, οι γυναίκες είχαν την ευκαιρία να μιλούν ελεύθερα, να γράφουν, να χορεύουν, να κάνουν αυτό που θέλουν. Χάρηκα ιδιαίτερα όταν ιδρύθηκε το φεστιβάλ ταινιών από γυναίκες στη Γαλλία. Κολακεύτηκα μάλιστα όταν μου ζήτησαν να αναλάβω πρόεδρος της κριτικής επιτροπής. Είχαν πεισθεί πως ήμουν σκηνοθέτης που σεβόταν τις γυναίκες. Αυτό βέβαια δεν με κάνει φεμινιστή. Γιατί δεν πιστεύω πως οι γυναίκες πρέπει να μοιάζουν με τους άντρες. Υποστηρίζω την παλιά παροιμία που λέει "Vive la difference!" ("Ζήτω η διαφορά!")»

- Η νοσταλγία πάντως δεν αποτελεί τμήμα του κινηματογράφου σας...

«Ελπίζω να έχετε δίκιο. Αισθάνομαι να νοσταλγώ, όπως όλοι μας, αλλά προσπαθώ να αντιστέκομαι. Προσπαθώ ν' ανακαλύψω γιατί η ζωή αλλάζει γύρω μου, να πληροφορηθώ πώς τα πράγματα εκτυλίσσονται με τις νέες τεχνολογίες. Εχω διαβάσει κείμενα που με περιγράφουν ως κινηματογραφιστή της μνήμης. Αρνιόμουν πάντα αυτή την ετικέτα, λέγοντας πως θέλω να φτιάχνω ταινίες που καταγράφουν το φανταστικό. Δεν θέλω να καταγράψω τη νοσταλγία αλλά όλα όσα η φαντασία μας μπορεί να δημιουργήσει. Δεν μπορώ για παράδειγμα να δω καμία διαφορά με ένα μήλο που έχει ζωγραφίσει ο Πολ Σεζάν με ένα μήλο που βρίσκεις σ' ένα κήπο».

- Πιστεύετε ότι είναι αναγκαία η φωνή οφ, η αφήγηση, στη γλώσσα του κινηματογράφου;

«Ναι. Διαβάζω συχνά ότι αυτό είναι κάτι ξεπερασμένο. Αλλά δεν έχω καθόλου ενδοιασμούς να τη χρησιμοποιώ. Αν λειτουργεί, καλώς έχει. Βλέπω ότι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε δεκάδες ταινίες, μαζί και αμερικανικές».

- Οι τελευταίες σας ταινίες στηρίζονταν στο θέατρο...

«Ναι, ποτέ δεν συμμετείχα στη συζήτηση των ανθρώπων που υπεράσπιζαν το σινεμά ενάντια στο θέατρο ή το αντίθετο. Αυτό που μ' αρέσει είναι όταν οι άνθρωποι βλέπουν το σινεμά ως θέαμα. Κάτι παρόμοιο με το θέατρο, όπου ο θεατής βλέπει ηθοποιούς ντυμένους με κοστούμια να ερμηνεύουν πρόσωπα που δεν είναι δικά τους».

- Σας επηρέασε το ρομάν-νουβό, το νέο μυθιστόρημα, όπως στα έργα του Ρομπ-Γκριγέ ή της Μαργκερίτ Ντιράς;

«Δεν θα το έλεγα. Δεν ακολούθησα ποτέ καμία μόδα καλλιτεχνική. Ο παραγωγός μου ήταν εκείνος που μου ζήτησε να γυρίσω σε ταινία το βιβλίο του Αλέν Ρομπ-Γκριγέ, "Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ". Οταν το διάβασα, με συγκίνησε. Ποτέ όμως δεν ακολούθησα τον τρόπο του. Εκείνο που μου τράβηξε την προσοχή την εποχή εκείνη ήταν αν μπορούσα να ακολουθήσω την πλοκή χωρίς ν' ακολουθώ κάποια χρονολογική σειρά κι ήταν ο Ρομπ-Γκριγέ που μου υπενθύμισε ότι και η φαντασία μας δεν υπακούει σε καμία χρονολογική σειρά. Παλιά ένας φίλος υποστήριζε ότι ο κινηματογράφος δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις εικόνες, απλά τις εκθέτει. Επειδή όμως εγώ αγαπούσα τον κινηματογράφο, έπρεπε να βρω έναν λόγο για να δικαιώσω τον εαυτό μου. Στη δεκαετία του '30 τα βλέπαμε διαφορετικά. Βλέπαμε ταινίες καταπληκτικές σε μικρές αίθουσες τέχνης.

- Πηγαίνατε σινεμά πριν έρθετε στο Παρίσι;

«Ναι. Στην Προβηγκία πήγαινα σινεμά μία φορά την εβδομάδα. Βασικά έβλεπα βουβές ταινίες και χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος μετά την εμφάνιση του ηχητικού για να τον αποδεχθώ».

- Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στις ταινίες σας, το ίδιο και στην τελευταία...

«Η μουσική βοηθάει στην ανάπτυξη των αισθημάτων. Οταν γύρισα την πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους, "Χιροσίμα, αγάπη μου", την πρόβαλα μετά το πρώτο μοντάζ, πρώτη φορά, πριν βάλω τη μουσική, και μου είπαν ότι ήταν δύσκολη, κανένας δεν θα την καταλάβαινε και ότι θα παιζόταν μόνο σε μία αίθουσα στο Παρίσι. Μόλις όμως έβαλα τη μουσική του Τζιοβάνι Φούσκο, όλοι κατάλαβαν την ταινία».

Going his way

- Τι άλλη μουσική σας αρέσει;

«Μου αρέσει πολύ ο Φρανκ Σινάτρα, ο Γούλφγκανγκ Γκριν. Μου αρέσει το τραγούδι "Going My Way" που τραγουδάει ο Μπινγκ Κρόσμπι στην ομότιτλη ταινία του Λίο Μακ Κάρεϊ, λατρεύω τις ταινίες του Μακ Κάρεϊ, πιάνει τόσες λεπτομέρειες που άλλοι δεν βλέπουν. Ο Μπινγκ Κρόσμπι δεν ήταν μόνο τραγουδιστής αλλά και καλός ηθοποιός».

- Ποια είναι η σχέση σας με τη Σαμπίν Αζεμά;

«Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω ηθοποιούς που να θέλουν να σε κάνουν να πιστεύεις ότι είναι αληθινοί. Θέλω κάτι εξογκωμένο, όχι ρεαλιστικό, αυτό που σου δίνει η Σαμπίν. Ας πάρουμε παράδειγμα έναν ηθοποιό όπως ο Σαρλ Μπουαγέ. Ηταν πολύ καλός, κυρίως όταν δεν ήταν ρεαλιστικός. Το μόνο κριτήριο που έχω για την τέχνη είναι αν είναι ζωντανή ή νεκρή».

- Πιστεύετε στο τυχαίο;

«Ναι, οι σελίδες της ζωής μας γυρνάνε τυχαία. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι τις γυρνάμε εμείς. Αλλά δεν είναι έτσι. Διάβασα ένα ωραίο βιβλίο που μιλάει για έναν συγγραφέα που είχε γράψει ένα βιβλίο 500 σελίδων και, μια μέρα, ανεβαίνοντας τη σκάλα, γλιστράει και το χειρόγραφο του πέφτει και σκορπίζεται. Μόνο που δεν είχε βάλει σελίδες κι έτσι μετά αρχίζει να ανασυντάσσει το μυθιστόρημα χωρίς να ξέρει τις σελίδες. Αυτό πιστεύω ότι κάνω κι εγώ με τις ταινίες μου». *