Wednesday, December 30, 2009

Τηλε-καφενείον η Ελλάς


  • Του Δημήτρη Δανίκα, ΤΑ ΝΕΑ, 30/12/2009
  • Tο μετέωρο βήμα της ελληνικής κωμωδίας. Μετέωροι, λοιπόν, μπαίνουμε στο 2010. Ως «εμπορικός» κινηματογράφος και ως φιλοθέαμον κοινό. Με τίτλο «Νήsos» λοιπόν. Όπου συμβαίνει το εξής αντιφατικό.
Η πρώτη ύλη- από τη μία- είναι έξυπνη, ευρηματική και μια χαρά. Από την άλλη, η διαχείριση, η ευκολία, το ξεκατίνιασμα και η μπαλαφάρα, δίνουν μια και χάνεται η νοστιμιά! Το «Βank Βang» λοιπόν. Που ήταν κάτι το διαφορετικό. Που σεβάστηκε το μυαλό των θεατών. Που ανέβασε τον πήχυ πολύ ψηλά. Και που έκοψε εισιτήρια έναν σκασμό. Και όμως. Έπειτα από έναν χρόνο, καμία άλλη ταινία δεν το πλησιάζει ούτε από μακριά. Μην ακούτε τα παπαγαλάκια που αναπαράγουν μονότονα μια ανοησία παλιά. Πως δηλαδή το επίπεδο των ταινιών είναι τόσο χαμηλό, γιατί τέτοια θέλει το πλατύ κοινό. Δηλαδή, μόνο καφενείο ώστε έτσι στην αίθουσα να χωθεί. Παραμύθια της Χαλιμάς. Η ευκολία μιας ταινίας είναι των σεναριογράφων, των σκηνοθετών και των παραγωγών η αταλαντοσύνη και η αδυναμία. Το πιο δύσκολο στο σινεμά είναι να είσαι ταυτόχρονα με το ένα πόδι στο λαϊκό και με το άλλο στο επεξεργασμένο, το καλλιτεχνικό. Έτσι, με τέτοιες ταινίες εκτοξεύτηκε το Χόλιγουντ το γνωστό.
Όποιος δεν πιστεύει ας ρίξει μια πρόχειρη ματιά στην Ιστορία του παγκόσμιου σινεμά. Ας αφήσουν τις παρλαπίπες για τα χαϊβάνια τα νεοελληνικά! Τα γράφω όλα αυτά, γιατί είναι κρίσιμη η στιγμή. Η ελληνική κωμωδία είναι η πρώτη λύση για την ανάκαμψη της κινηματογραφικής αγοράς. Και το 2010 δεν περιμένει πότε θα συνετιστεί ο Έλληνας παραγωγός. Παράδειγμα; Η «Νήsos» που έχει βγει στις αίθουσες από χθες. Όπου η ιδέα αξίζει κάποια λεφτά. Όμως τραμπάλα η σκηνοθεσία. Ανάμεσα στη διακορευμένη καραφαρσάρα και την κωμωδία με κάποιον χαρακτήρα. Από τον Σεπτέμβριο, με τη νέα περίοδο, μέχρι σήμερα έχουν περάσει τέσσερις μήνες με ισάριθμες ελληνικές- εμπορικές- κωμωδίες. Τέσσερις ταινίες, δηλαδή η εξής μισή: «Νήsos»! Η ιδέα του σεναρίου- της Έλενας Σολωμού και του Κωστή Παπαδόπουλου- είναι το προσάναμμα. Όμως βρεγμένα τα κούτσουρα. Το τζάκι καπνίζει. Τις πταίει;
Οι τυποποιημένοι χαρακτήρες, η απρόσωπη σκηνοθεσία του Χρήστου Δήμα, οι ευκολίες, τα τηλεοπτικά κλισέ, τα συνήθη ξεκατινιάσματα και η ισοπεδωτική μανία του γνωστού χαβαλέ. Όλα μαζί. Η ιδέα παραπέμπει σε μεταφορά. Με το επιμύθιο: ένας νεκρός ευεργέτης μάς κάνει ρόμπα. «Μας», γιατί το Νησί είναι η Ελλάδα. Οφθαλμοφανής η αναγωγή. Όπου με τη διαθήκη του, ο ζάπλουτος και άκληρος- διότι εργένης- προύχοντας, με το συμβολικό όνομα Θεμιστοκλής Δίκαιος, κληρονομεί εκατό εκατομμύρια ευρώ σε τέσσερα ισάριθμα μερίδια. Από είκοσι και πέντε «μύρια» στους τέσσερις πυλώνες του χωριού. Οι οποίοι φυσικά είναι: ο δήμαρχος (Δημήτρης Τζουμάκης), ο αστυνόμος (Βλαδίμηρος Κυριακίδης), ο παπάς (Μιχάλης Μαρίνος) και ο δάσκαλος (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος). Τουτέστιν ο πολιτικός, ο Νόμος, η Παιδεία, η Εκκλησία. Όμως για να εισπράξουν τα ζεστά «μύρια» πρέπει δημοσίως να υποστούν το εξής μαρτύριο: να αναγνώσουν, παρουσία όλου του χωριού, τέσσερις επιστολές γραμμένες διά χειρός Δικαίου.Όπα!
Τι περιέχουν αυτές οι επιστολές; Μα φυσικά τις φοβερές, ανατριχιαστικές τους πομπές. Τα τέσσερα αμαρτήματα. Απατεώνας ο πολιτικός, λαμόγιο ο σκληρός, αυταρχικός αστυνομικός. Ομοφυλόφιλος ο παπάς. Τρομοκράτης ο δάσκαλος ο αριστερός. Οι τέσσερις πληγές του Ελληνάρα. Έτσι λένε οι σεναριογράφοι.


«Νήsos»: πάνω, κάτω και πλαγίως


Έτσι διαφωνώ- κάθετα- εγώ. Γιατί, όταν ισοπεδώνεις τον απατεώνα τον πολιτικό με το σεξουαλικό βίτσιο ενός παπά λειτουργείς ως μπουλντόζα συνηθισμένης τηλεοπτικής σειράς. Και γιατί με την περίπτωση του δάσκαλου- τρομοκράτη ενοχοποιείς και συκοφαντείς, συνολικά, όλη την Αριστερά. Η ισοπέδωση πορεύεται με την κοινοτοπία. Και η κοινοτοπία με τη ρηχή ευκολία. Και έτσι μια ιδέα που ακούγεται και εμφανίζεται ως προοδευτική, στο βάθος είναι το καφενείο του Ελληνάρα η πρώτη πηγή. Που πάει να πει «όλοι φταίνε, όλοι τα παίρνουν, όλοι απατεώνες είναι». Χαϊδεύεις τον λαϊκισμό και κολακεύεις τον χαβαλέ τον νεοελληνικό!
Ενός κακού, μύρια έπονται. Διότι από την αποκάλυψη της διαθήκης μέχρι το φινάλε, το πλήθος των περιστατικών αρχίζει και τελειώνει με το γνωστό τροπάριο το σεξουαλικό πάνω, κάτω και πλαγίως χωρίς να χάνουμε λεπτό. Άπαντες και άπασες του χωριού εμπλεκόμενοι και διαπλεκόμενοι με κάποιο κρεβάτι διπλανό. Τουτέστιν τουρλουμπούκι γνωστών τηλεοπτικών σειρών. Ο παπάς με τον κανακάρη του αστυνομικού. Ο ψαράς ερωτευμένος με μια παντρεμένη του χωριού. Πορνοστάρ η σεμνή σύζυγος ενός κάποιου τύπου αξιοπρεπούς. Και on top of that, κάποιο από τα παιδιά μπορεί να προέρχεται από το σπέρμα κάποιου εραστή της μαμάς!
Για να τελειώνω με το Καφενείον η Ελλάς. Κάποια περιστατικά μοιάζουν με ανέκδοτα της ταβέρνας της γειτονιάς. Κάποια άλλα είναι της πλάκας, χωρίς γέλια. Κάποιοι από το πλήθος των ηθοποιών ταιριάζουν περισσότερο στον χαρακτήρα που υποδύονται σ΄ αυτόν τον αχταρμά. Παράδειγμα, ο καλύτερος Τζουμάκης έναντι του σχηματικού Κυριακίδη. Παράδειγμα, ο Κώστας Βουτσάς, που τελευταίως διάγει μια εξαιρετική δεύτερη καριέρα, δίνοντας στο οτιδήποτε, σάρκα και οστά. Παράδειγμα, η Ελένη Καστάνη, που για πρώτη φορά δεν αισθάνεται τόσο άνετα στον ρόλο της ψυχοκόρης του εκλιπόντος Θεμιστοκλή Δικαίου. Κοντά σε όλα αυτά και η σκηνοθεσία του Χρήστου Δήμα. Το μεγαλύτερο μέρος το διεκπεραίωσε εντελώς τηλεοπτικά. Είτε δεν ήξερε είτε λόγω ανωτέρας βίας, σήκωσε τα χέρια ψηλά. Άντε και καλή πρέφα παιδιά!



«Αγριόχορτα»: όταν ο Αλέν Ρενέ συνάντησε τον Ρομπέρ Μπρεσόν


Όσο μεγαλώνει ο Αλέν Ρενέ («Χιροσίμα αγάπη μου») τόσο ανεβαίνει καλλιτεχνικά. Πρώτη, άνευ αντιπάλου, επιλογή αυτή της κουτσής πρωτοχρονιάτικης εβδομάδας τα «Αγριόχορτα» (Les Ηerbes folles). Η καλύτερή του ταινία τα τελευταία δέκα χρόνια. Βy Far! Ογδόντα και εφτά χρονών αυτός ο Γάλλος που δεν υπήρξε επίσημο μέλος της Νouvelle Vague (Νέο Κύμα). Ένας υπερήλικος του ΚΑΠΗ επιδίδεται σε ρεσιτάλ κομψότητας. Πώς συμβαίνει με τον αρχιμάστορα των διαμαντιών; Έτσι ακριβώς. Επεξεργαστής πολύτιμων λίθων. Πετάει το ψεύτικο και το περιττό και αφοσιώνεται στο αυθεντικό. Ποιο είναι αυτό; Μα φυσικά το μέρος της καρδιάς. Το αίσθημα το διαχρονικό. Το φλερτ το μαγικό. Το «Πριν» από το σεξ το σαρκικό. Πρώτα η χορδή, ύστερα η φωνή. Πρώτα η ταραχή, ύστερα η σεξουαλική πηγή. Τα προκαταρκτικά είναι τα βασικά αγαθά. Όπως με το θρίλερ το αστυνομικό. Το σασπένς είναι που κρατάει την αγωνία του θεατή μέχρι το τέλος και την ανακάλυψη του δολοφόνου. Το φλερτ λοιπόν!
Ένας παντρεμένος, με παιδιά της παντρειάς (Αντρέ Ντισολιέ), κουρασμένος και από την καθημερινή ρουτίνα, παντελώς ξοδεμένος πέφτει πάνω σε γυναικείο πορτοφόλι πεταμένο στα σκουπίδια. Σύμπτωση. Το πορτοφόλι βγήκε από γυναικεία τσάντα φυσικά. Όχι της ιδιοκτήτριας, αλλά από κάποιο κλεφτρόνι. Την άδειασε και το πορτοφόλι στα σκουπίδια το πέταξε. Ο Ζορζ λοιπόν, ως νομοταγής πολίτης, προσκομίζει το πορτοφόλι στην Αστυνομία. Έτσι καταφθάνει του πορτοφολιού η κυρία (Σαμπίν Ατζεμά). Και έτσι ο Γιώργος πέφτει πάνω στη Μαργαρίτα. Από εδώ και για περίπου μία ώρα ο γέροντας Αλέν Ρενέ πλέκει δαντέλα από μετάξι. Ο φακός κρυφοκοιτάζει. Όπως ένας πνευματώδης παρατηρητής κρυφοκοιτάζει τα βλέμματα δύο ξένων καρδιών. Ο Γιώργος κρυφοκοιτάζει τη Μαργαρίτα. Και εκείνη παριστάνει πως το παιχνίδι δεν την ενδιαφέρει. Ανάμεσα σ΄ αυτά τα κρυφά βλέμματα και τα χάδια του φακού με τα πρόσωπα, τους χώρους και τα αντικείμενα, τσουπ και από τον τάφο του νεκρανασταίνεται ο Ρομπέρ Μπρεσόν του μινιμαλισμού. Η γοητεία του κινηματογράφου του κομψού! Να το πω με την καρδιά. Όπως αισθάνθηκα όταν το είδα για πρώτη φορά. Λυτρωτικό, αποκαθαρμένο από κάθε ίχνος βίας, κτηνωδίας και συνηθισμένης, πλαστικής, σκηνοθεσίας. Σχεδόν αριστοτεχνικό. Αν μέχρι το φινάλε κατάφερνε να διατηρήσει τον ίδιο χαρακτήρα τον κομψό, λιτό και μινιμαλιστικό, ε τότε θα είχε υπογράψει ένα αριστούργημα μοναδικό. Έτσι κι αλλιώς θέλω να το ξαναδώ. Αυτό το φλερτ το γοητευτικό!




«Σκότωσα τη μητέρα μου»: κολλημένος στο μίσος


Γάλλος, αλλά και Καναδός, ο Ξαβιέ Ντολάν. Ένα από τελευταία φαινόμενα τα κινηματογραφικά. Επιδέξιος, ορμητικός, έτοιμος να υπογράψει έργα αληθινά. Αλλά να με συγχωρείτε νεαρέ. Το κόλλημα δεν συνιστά ταινία με σάρκα και οστά! Η ταινία του Ντολάν με τον προκλητικό τίτλο «Σκότωσα τη μητέρα μου» (J΄ Αi Τue Μa Μere) υπήρξε ένα από τα ελάχιστα γεγονότα του Φεστιβάλ των Καννών του περασμένου Μαΐου. Λογικό.
Οι γαλλόφωνοι ανακάλυψαν ταλέντο μόλις δεκαεννιά ετών. Το ίδιο και χειρότερα θα κάναμε κι εμείς εδώ. Με μικροσκοπική κάμερα και με δύο πρόσωπα πρωταγωνιστικά, εκ των οποίων ο ένας είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης που σχεδόν τα έκανε όλα (σενάριο, σκηνοθεσία, ακόμα και μοντάζ), δημιουργεί από το τίποτα μια ταινία που θεωρήθηκε αιρετική, βλάσφημη και διαφορετική. Επειδή επί ενενήντα λεπτά δηλώνει και φωνάζει δημοσίως πως μισεί και του ΄ρχεται να δολοφονήσει τη μάνα του που τον έφερε στη ζωή. Γιατί;
Επειδή η μάνα του (Αν Ντορβάλ) δεν τρώει σωστά, επειδή μακιγιάρεται προκλητικά, επειδή χώρισε τον πατέρα του και επειδή διαρκώς τον επιπλήττει να προσέχει το δωμάτιό του και να φροντίζει μόνος του τον εαυτό του. Το παιδί έχει τους λόγους του. Προφα νώς χρειάζεται επειγόντως ψυχαναλυτή. Η κατανάλωση τόσης αδρεναλίνης και η έκφραση τόσης ανείπωτης οργής, χρήζει θεραπείας ψυχικής. Κολλημένος σε μια αντιπαλότητα που εμένα προσωπικά δεν με πείθει ούτε στιγμή. Εκτός και αν θεωρήσω επιχείρημα σοβαρό το γεγονός πως για την ομοφυλοφιλία του φταίει η μάνα του αποκλειστικά.
Αν τα κορίτσια είναι σαν τη μάνα μου, τότε αγόρια και μόνο αγόρια για να περνάω καλά. Δικαίωμά του. Είναι κάτι εντελώς ιδιωτικό. Φανταστείτε όμως διαφορά. Κάποτε, οι προκλήσεις και οι ανάποδες ταινίες σηματοδοτούσαν μικρές επαναστάσεις για τις συντηρητικές κοινωνίες. Σήμερα, πρόκληση θεωρείται η μαμά που με τη συμπεριφορά της σε στέλνει σε κάποια ανδρική αγκαλιά!
Για να τελειώνω. Κολλημένος ο Ντολάν να σκοτώσει τη μάνα του. Κολλημένη και η ανάπτυξη της σκηνοθεσίας σε περιστατικά ασήμαντα και καθημερινά που επαναλαμβάνονται, σαν να τα βλέπεις με την ίδια σειρά. Τουτέστιν βαρέθηκα. Μου ΄ρθε να σκοτώσω την ταινία και να αφήσω άθικτη τη δύστυχη μαμά!



«Μαρτυριάρα καρδιά»: στην εντατική του «Ευαγγελισμού»

Δύο ακόμα πρεμιέρες, έτσι για να λέμε πως βγαίνουν νέες ταινίες:

«Μαρτυριάρα καρδιά»
(Τell Tale): νοσοκομειακό θρίλερ του Μάικλ Κουέστα με συμπαραγωγούς τούς αδελφούς Σκοτ (Ρίτνλεϊ και Τόνι) και πρωταγωνιστές τον Τζος Λούκας (ρεπλίκα του Κέβιν Κόστνερ από παλιά) και τη γοητευτική Λένα Χέντεϊ. Υποτίθεται πως πρόκειται για μια σύγχρονη εκδοχή της ιστορίας του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Τhe Τell Τale Ηeart». Όπου νεαρός μπαμπάς με μικρή κόρη που πάσχει από αρρώστια βαριά και όπου ο ίδιος με αδύνατη, μεταμοσχευμένη, καρδιά, αρχίζει να έχει παραισθήσεις και να καταλαμβάνεται ολοκληρωτικά από τη μνήμη και τα συναισθήματα του δολοφονημένου δότη της δικής του καρδιάς. Έτσι αρχίζει να ερευνά κι έτσι αρχίζει να εκδικείται, σκοτώνοντας έναν έναν τους δολοφόνους που σκότωσαν τον δότη του κτηνωδώς και για το τίποτα. Άφθονη αρρώστια, αφθονία νοσοκομείων, αφθονία ιατρικών εξετάσεων, αφθονία κλινικών καταστάσεων. Εγώ; Ούτε από μακριά!
«Ο Άλβιν και η παρέα
του 2» (Αlvin and the Chipmunks: Τhe Squeakquel): δηλαδή Αnimation νηπιαγωγείου με το δεύτερο μέρος και τη συνέχεια με τρία σκιουράκια που τσιρίζουν τραγουδιστικά. Η σκηνοθεσία είναι της Μπέτι Τόμας και πρωταγωνιστούν ο Τζέισον Λι, παρέα με τις φωνές των Τζάστιν Λονγκ, Άννα Φάρις και Κριστίνα Απλγκέιτ.

No comments: