Sunday, August 31, 2008

Λίγη χολιγουντιανή λάμψη, πολύ ιταλικό σινεμά


Το weekend ζωντανεύουν τα πράγματα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Γενικώς, αυτό ισχύει για όλα τα φεστιβάλ, τα οποία στον προγραμματισμό τους υπολογίζουν πάντα τους εκδρομείς του τριημέρου (Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή).

Ετσι και στη Βενετία, που φέτος όμως δεν την επισκέπτονται οι Αμερικανοί με την ίδια πληθώρα ταινιών όπως τα προηγούμενα χρόνια. Επίσημη αιτιολογία για την τωρινή κατάσταση η απεργία των σεναριογράφων, η οποία κράτησε πολλούς μήνες και καθυστέρησε τις ολοκληρώσεις πολλών ταινιών.

Αφίξεις και βεντέτες

Το Φεστιβάλ, λοιπόν, κράτησε για το τέλος τα φιλμ που συνοδεύονται κι από αφίξεις. Ομως κι εδώ φάνηκε η φετινή φτώχεια κι έτσι οι διάσημες αφίξεις περιλαμβάνουν τη Σαρλίζ Θερόν και την Κιμ Μπάσινγκερ, οι οποίες είναι εδώ από την Παρασκευή για την προβολή της ταινίας τους «Τhe burning plain», που συμμετέχει στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα κι εκτός των άλλων έχει κι ένα πρόσθετο ενδιαφέρον. Ποιο; Οτι μπορεί να γεννά νέο ονομαστό σκηνοθέτη. Την υπογράφει ο Γκιγιέρμο Αριάγκα. Πρόκειται για το Μεξικανό σεναριογράφο, στενό αλλά και άσπονδο συνεργάτη του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου. Οι δύο άντρες βρίσκονται εδώ και χρόνια «στα μαχαίρια». Αιτία είναι κάτι που έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία του κινηματογράφου, ανάμεσα σε «ζευγάρια» σκηνοθετών και σεναριογράφων, σε συνεργασίες στενές, όπου ο σεναριογράφος πολλές φορές πρόβαλε την ένσταση πως αν δεν ήταν το σενάριό του ο σκηνοθέτης δεν θα είχε κάνει όνομα. Βεντετισμοί; Διόλου απίθανο.

Το θέμα είναι πως οι συγκεκριμένοι, ο Ιναρίτου και ο Αριάγκα, έφτασαν στο σημείο να κάνουν ταινίες μαζί και να μη μιλάνε μεταξύ τους στη διάρκεια των γυρισμάτων παρά να συνεννοούνται μέσω τρίτου, μέσω κάποιου μεσολαβητή.

Σχεδόν «σκοτώθηκαν» κατά τα γυρίσματα του «21 γραμμάρια» και δεν αντάλλαξαν κουβέντα στη «Βαβέλ», όπου εκεί πλέον ο Αριάγκα είχε σηκώσει το λάβαρο της ανεξαρτησίας. Η απόλυτη ανακήρυξη αυτόνομου κράτους ήταν το σίγουρο αναμενόμενο, το μόνο λογικό, φυσικό επακόλουθο.

Ετσι, στη Βενετία έφερε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο όπου φυσικά σκηνοθετεί ο ίδιος το σενάριό του. Πολλοί σκηνοθέτες υπήρξαν προηγουμένως σεναριογράφοι κάποιων άλλων, από τον Τζον Χιούστον και τον Ρόμπερτ Μπέντον και φυσικά τον Μπίλι Γουάιλντερ ως τον δικό μας Νίκο Φώσκολο στα χρόνια του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και της «Φίνος Φιλμ» όταν αυτονομήθηκε από τον Ντίνο Δημόπουλο και ζήτησε από τον Φίνο να σκηνοθετεί ο ίδιος τα σενάριά του…

Ο Αριάγκα, μέσω του ατζέντη, εξασφάλισε δύο λαμπερές και οσκαρούχες ερμηνεύτριες, τη Σαρλίζ Θερόν και την Κιμ Μπάσινγκερ, κι ήταν αυτές που ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν τη χολιγουντιανή λάμψη στη φετινή Βενετία.

Μενού με σπαγγέτι

Διότι φέτος η Βενετία λόγω πολλαπλών αιτιών στράφηκε κατά βάση στην προβολή του ιταλικού σινεμά και κατηγορήθηκε έντονα για αυτό, κυρίως από τους Γερμανούς μέσω του περιοδικού «Spiegel».

Ωστόσο, το πρόγραμμα έχει στηθεί με βάση την ιταλική λάμψη κι έτσι τα ιταλικά φιλμ, που θεωρούνται άξια προβολής και πρότασης από το Φεστιβάλ με αντίκτυπο στη διεθνή αγορά, έχουν κανονιστεί επίσης για το Σαββατοκύριακο. Οπωσδήποτε οι Ιταλοί θα (αυτο)κολακευτούν γι’ αυτό αλλά οι υπόλοιποι;

Πάντως τόσο το «Un giorno perfetto» όσο και το «Il papa di Giovana» είναι έργα που αξίζουν προώθησης. Το πρώτο φέρει την υπογραφή του Φερζάν Οζπέτεκ, του «Τούρκου της Ιταλίας», όπως τον αποκαλούν, ο οποίος δεν είναι σαν τον Φατίχ Ακίν στη Γερμανία, ένας γόνος δηλαδή Τούρκων μεταναστών, αλλά ένας Τούρκος της Κωνσταντινούπολης που επέλεξε την Ιταλία ως τόπο να ζήσει και να δημιουργήσει και έχει πολιτογραφηθεί Ιταλός.

Οι ταινίες που έχει κάνει ως τώρα είναι εκπληκτικές, αν και δεν έχουν φτάσει παρά ελάχιστες στην Ελλάδα κι αυτές χωρίς ιδιαίτερο promotion. Επιπλέον, θεωρείται ο «Αλμοδόβαρ της Ιταλίας» αλλά δυστυχώς το σινεμά στην Ευρώπη είναι σήμερα περιορισμένο στα τοπικά πλαίσια και μόνο το φεστιβαλικό προωθείται, με αποτέλεσμα οι λαοί όλου του κόσμου να ταυτίζουν το «ευρωπαϊκό» με το «φεστιβαλικό».

Απόδειξη ότι φέτος η Βενετία θέλησε να προβάλει ιταλικές ταινίες και οι άλλοι Ευρωπαίοι την κατηγορούν έντονα. Οταν οι Ευρωπαίοι μιλούν για ευρωπαϊκό προϊόν, εννοούν ο καθένας το τοπικό του. Τα ανάλογα ισχύουν και για τη δεύτερη ταινία που φέρει την υπογραφή του Πούπι Αβάτι, βετεράνου της ιταλικής σάτιρας αλλά δυστυχώς της τελευταίας 20ετίας που το ιταλικό σινεμά φυλακίστηκε εντός των συνόρων της όμορφης χώρας του.

Η Καμόρα στο πανί

Υπάρχει και μια τρίτη ταινία το Σαββατοκύριακο στην οποία επενδύουν πολλά οι Ιταλοί, το «Puccini e la fanciulla», και γενικώς θέλουν να πιστεύουν ότι κάποια από αυτές θα μπορούσε να είναι πιθανή κάτοχος του φετινού «Χρυσού Λιονταριού», του μεγάλου δηλαδή βραβείου του Φεστιβάλ. Οπως, όμως είπε κάποιος διανομέας, αν δεν ενδιαφερθούν για τα παραπάνω οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί, δεν έχουν καμία πιθανότητα προώθησης στη διεθνή κινηματογραφική αγορά.

Οσο δε για τη φετινή υποβολή της Ιταλίας για το ξενόγλωσσο Οσκαρ, οι πάντες πιθανολογούν την επικράτηση του «Gomorra». Μια εκπληκτική ταινία που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Σαβιάνο, με θέμα τις αποκαλύψεις για τη ναπολιτάνικη μαφιόζικη οργάνωση Καμόρα. Το «Gomorra» είχε τιμηθεί στο Φεστιβάλ των Καννών με το Grand Prix, το Μέγα Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής, το δεύτερο τη τάξει μετά το «Χρυσό Φοίνικα».

Βενετία, του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗ Μέλος της EFA, Ελεύθερος Τύπος, Κυριακή, 31/08/2008

Σοφία Γεωργοβασίλη: Κρυμμένο μυστικό

Σοφία Γεωργοβασίλη

Της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / 7 - 31/08/2008
Η 28χρονη ηθοποιός Σοφία Γεωργοβασίλη πρωταγωνιστεί στο «Μαύρο Λιβάδι» ερμηνεύοντας ένα κορίτσι που μαθαίνει ότι είναι... αγόρι. Μας εξηγεί πώς είναι να «παίζεις στα όρια»

Κοντοκομμένα ξανθωπά μαλλιά, έντονα γαλάζια μάτια, ανοιχτόχρωμο δέρμα, λίγο «φευγάτο» βλέμμα. Οσοι είδαν τη νεαρή Σοφία Γεωργοβασίλη στα γυρίσματα του «Μαύρου Λιβαδιού», συμφώνησαν: θυμίζει τη Ζαν ντ' Αρκ. Και η Ζαν ντ' Αρκ, άλλωστε, είχε κάτι το ανδρόγυνο, όπως ο ρόλος της 28χρονης Σοφίας.

Σ' αυτήν την ατμοσφαιρική ταινία εποχής του πρωτοεμφανιζόμενου Βαρδή Μαρινάκη, που πριν από λίγο καιρό ολοκλήρωσε γυρίσματα, η ηθοποιός ερμηνεύει μια νεαρή μοναχή επί Τουρκοκρατίας η οποία γνωρίζει έναν τραυματισμένο γενίτσαρο (Χρήστος Πασσαλής) και το σκάει μαζί του. Γρήγορα, όμως, συνειδητοποιούν κάτι συγκλονιστικό: Η μοναχή δεν είναι κορίτσι, αλλά αγόρι. Οι γονείς του το είχαν στείλει από μωρό στο μοναστήρι για να γλιτώσει από τους Τούρκους...

Δεν είναι κι εύκολος ρόλος: «Προσπάθησα να βγάλω κάτι το άφυλο. Και κατέβασα όσο μπορούσα τη φωνή μου -άλλωστε ένα 15χρονο δεν έχει ακόμα διαμορφώσει τη φωνή του, είναι στα όρια. Πάντως το να παίζεις στο μεταίχμιο, ήταν το πιο δύσκολο», παραδέχεται. Κατά τ' άλλα, «φορούσα επιδέσμους στο στήθος, έσπρωχνα προς τα μέσα τη λεκάνη και καμπούριαζα ελαφρά».

Προσέξαμε ένα μεγάλο τατουάζ κατά μήκος της γάμπας της: ένας κινέζικος φλεγόμενος δράκος. «Φυσικά, το καλύψαμε για την ταινία. Υπάρχει ειδικό μακιγιάζ για τέτοιες περιπτώσει».

Τον ρόλο τον πήρε από οντισιόν -ήταν μάλιστα η πρώτη που είδε ο Μαρινάκης. «Μου είπε πως πρόκειται για μια 15χρονη μοναχή που είναι αγόρι και δεν το ξέρει».
  • Μα, καλά, γίνεται αυτό;
«Σε ένα μοναστήρι του 1650 επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου δεν υπάρχει ενημέρωση για το ανθρώπινο σώμα και φυσικά απαγορεύεται το γυμνό, ναι. Το παιδί αυτό δεν έχει δει ποτέ γυμνό σώμα. Δεν ξέρει πώς είναι το σώμα της γυναίκας και του άνδρα. Η ηγουμένη το πήρε μικρό για να το σώσει από το παιδομάζωμα, και το αγάπησε. Επειδή όμως στη μονή απαγορεύονταν τα αγόρια, το παρουσίασε για κορίτσι».

Τα πράγματα, βέβαια, θα περιπλέξει το πρώτο, ασυνείδητο ακόμα, ερωτικό σκίρτημα της ηρωίδας -και βέβαια ο έρωτας που θα εμπνεύσει στον γενίτσαρο -ως κοπέλα βέβαια... «Υπάρχει μια ερωτική σκηνή στο δάσος όπου σηκώνω το φουστάνι και όλα αποκαλύπτονται. Το σοκ είναι μεγάλο».

Μην φανταστείτε πως με όλα αυτά αποκαλύψαμε το φινάλε της ταινίας. Το φιλμ επιφυλάσσει πολλές ακόμα εκπλήξεις. «Νομίζω πως αυτό που βγαίνει από την ταινία αυτή, είναι πως δεν πρέπει να πνίγουμε τις επιθυμίες μας. Αυτό είναι το χειρότερο που κάνουμε. Και κυρίως, το να τις ξεχνάμε», υποστηρίζει.

Στο ενεργητικό της έχει σπουδές στη δραματική σχολή της Νέλλης Καρρά, σεμινάρια σωματικού θεάτρου στο Από Μηχανής Θέατρο με την Ασπασία Κράλλη («ο άνθρωπος που με προέτρεψε να γίνω ηθοποιός»), αλλά και θητεία στο θέατρο του δρόμου (ακροβατικά, ζογκλέρ, ξυλοπόδαρο, φωτιές κ.λπ.). Αν και αρχικά δεν είχε τέτοιες βλέψεις. «Είχα αποφασίσει πως θα πάω στην Αγγλία να σπουδάσω Καλές Τέχνες, όμως όταν έχασα τον πατέρα μου, που ήταν ζωγράφος, έπαθα ένα σοκ και αποφάσισα να στραφώ αλλού».

Οχι ότι σταμάτησε να ζωγραφίζει: συνεχίζει να κάνει ακουαρέλα κυρίως, να δουλεύει με πενάκι και «τώρα θέλω να παλέψω το λάδι». Πρόσφατα, συμμετείχε σε μια έκθεση στη Σίφνο.

Εκανε πολλά για να βγάλει τα προς το ζην: δούλεψε με σχεδιαστές μόδας, έκανε την βοηθό σκηνοθέτη, εργάστηκε σε εργαστήριο χρυσοχοΐας και επί χρόνια δούλευε σερβιτόρα.

Αυτός δεν είναι ο πρώτος αντρικός της ρόλος. «Στη σχολή έπαιξα και τον Γιάσα στον "Βυσσινόκηπο". Οταν μου το είπε ο καθηγητής μου, ο Γιάννης Νταλιάνης, δεν δίστασα -ίσως κόλλησα, αλλά για λίγο μόνο».

«Ελπίζω μόνο να μην αντιδράσουν κάποιοι πιστοί», λέει για το «Μαύρο Λιβάδι». «Σίγουρα, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μας». Η ταινία γυρίστηκε σε Ζαγόρια και Παλαμήδι (εκεί μάλιστα θα παραμείνουν μόνιμα τα σκηνικά της ταινίας). «Για τον Μυστρά, όμως, δεν μας έδωσαν άδεια γυρισμάτων...».

Σήμερα, ο κινηματογράφος είναι η πρώτη της προτεραιότητα: «Δυστυχώς, στις δραματικές σχολές η έμφαση δίνεται στο θέατρο». Οσο για την τηλεόραση, «δεν μ' αφορά». Ενόψει μάλιστα της ταινίας, απέρριψε ένα σίριαλ.

Πάντως, έχει βάλει κιόλας πλώρη για έξω: «Σκέφτομαι Ευρώπη και Λος Αντζελες. Δυστυχώς, εδώ δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση για σινεμά. Θα πάρω το δισάκι μου και θα φύγω».

Προβολές ενόψει

Το ότι ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβριος ανέκαθεν έδειχναν μια προτίμηση στα κινηματογραφικά φεστιβάλ το γνωρίζαμε. Ειδικά φέτος, όμως, με τόσα φεστιβάλ, αφιερώματα και ρετροσπεκτίβες, δεν θα ξέρετε πού να πρωτοπάτε.

Φωτογραφία από την ταινία που θα προβληθεί στο Πανόραμα «Ι am from Titiv Veles» της Σκοπιανής Λεόνα Μιτβένκα
Πρεμιέρες, ανεξάρτητο σινεμά, κλασικές ταινίες, πειραματικά φιλμ, μικρού μήκους, animation, ντοκιμαντέρ, ελληνικό ντοκιμαντέρ, εθνικές κινηματογραφίες, όλοι αναζητούν φέτος το κοινό τους -αν και με τέτοιο συνωστισμό, ειδικά τον Σεπτέμβριο, επόμενο είναι κάποιες διοργανώσεις να συμπίπτουν. Οπότε, διαλέγετε και παίρνετε...

ΔΡΑΜΑ
31ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους
(15-20/9, «Ολύμπια», «Ωδείο»)

Κάθε χρόνο και πιο μεγάλος, ο θεσμός των «μικρών» καλά κρατεί. Από πέρυσι μάλιστα, που στη Δράμα εγκαινιάστηκε το νέο ψηφιακό τμήμα του φεστιβάλ, η γκάμα είναι πολύ μεγαλύτερη. Μέχρι και ταινίες του τραγουδοποιού Λουκιανού Κηλαηδόνη και της ηθοποιού Θεοφανίας Παπαθωμά θα δούμε.

Συνολικά 35 ταινίες μικρού μήκους διαγωνίζονται φέτος (ανάμεσά τους και οι σπουδαστικές, τα φιλμάκια των «Ελλήνων του κόσμου» και μόνο δύο ντοκιμαντέρ), ενώ στα ονόματα των σκηνοθετών προσέξαμε αυτό της Ιωσηφίνας Μαρκαριάν, κόρης του γνωστού συγγραφέα Πέτρου Μάρκαρη (που φέτος στη Δράμα θα παρουσιάσει το νέο του βιβλίο), αλλά και δύο μεγαλύτερων σε ηλικία και καθιερωμένων συγγραφέων-κριτικών: του Αχιλλέα Κυριακίδη και του Τάσου Γουδέλη.

Οσοι βρεθούν στη Δράμα θα παρακολουθήσουν ένα μεγάλο αφιέρωμα στις ιρλανδέζικες μικρού μήκους ταινίες, κι ένα ακόμα στα βραβεία της UIP, δηλαδή στις υποψήφιες μικρού μήκους για τον μεγάλο διαγωνισμό της European Film Academy. Επίσης με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την ψήφιση της διακήρυξης των ανθρώπινων δικαιωμάτων θα δούμε και τις βραβευμένες ταινίες ενός ακόμα διαγωνισμού με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκέτε.

Η 18η Σεπτεμβρίου θα είναι πάντως η «Ημέρα γαλλοφωνίας» του φεστιβάλ με ένα πλήθος προβολών γαλλόφωνων ταινιών που περιλαμβάνει και παιδικές ταινίες. Τα πρωινά του φεστιβάλ Δράμας ήταν ανέκαθεν αφιερωμένα στα παιδιά, εξ ου και η προβολή της «Σκιάχτρας», μιας παλιάς ταινίας του Μανούσου Μανουσάκη (ναι, του γνωστού τηλεοπτικού σκηνοθέτη, που έχει ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό παρελθόν και φέτος θα είναι πρόεδρος της κριτικής επιτροπής).

Φέτος θα τιμηθούν και δύο πρόωρα χαμένοι κινηματογραφιστές: ο Βαγγέλης Δημητρίου και ο Χρήστος Βακαλόπουλος.

Η ενότητα για τα Ατομα με Ειδικές Ανάγκες (φέτος σε συνεργασία με το φεστιβάλ «Emotion Pictures» της Μαρίας Χατζημιχάλη-Παπαλιού) και οι παράλληλες εκδηλώσεις (έκθεση φωτογραφίας για το «Θέατρο της Δευτέρας», έκθεση με συλλεκτικά μηχανήματα της ΕΡΤ, συναυλία του Γ. Μαρκόπουλου και προβολή σπάνιου υλικού από το αρχείο της ΕΡΤ) συμπληρώνουν το πρόγραμμα.

Ιδιαίτερο πάντως ενδιαφέρον αναμένεται να έχει η συνεδρίαση της EBC (European Broadcasting Union), η Ενωση δηλαδή των Δημόσιων Τηλεοράσεων της Ευρώπης, με οκτώ συμμετοχές (από το ARTE μέχρι τη βαυαρική τηλεόραση). Οπως μας είπε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ Δράμας, Αντώνης Παπαδόπουλος, θέμα συζήτησής τους θα είναι η σχέση μικρού μήκους ταινίας και κρατικής τηλεόρασης.

Σημειώστε πως ο βασικός κορμός του φεστιβάλ θα μεταφερθεί και στην Αθήνα («Τριανόν», 30/10-5/11).

ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ
14ο Διεθνές Φεστιβάλ της Αθήνας
(17-28/9, «Αττικόν», «Απόλλων», «Δαναός 1,2»)

Το φεστιβάλ του περιοδικού «ΣΙΝΕΜΑ» θα δώσει ως συνήθως έμφαση στη διεθνή ανεξάρτητη παραγωγή. Φέτος μάλιστα περιλαμβάνει κι ένα επίκαιρο, λόγω Ολυμπιακών, αφιέρωμα με τίτλο «Καθαροί αγώνες». Σχήμα λόγου βέβαια, διότι τα ντοκιμαντέρ που θα δείξει, όπως το «Bigger, stronger, faster», μας ξεναγούν σε έναν κόσμο ουσιών με καταστροφικές συνέπειες για την υγεία των αθλητών.

Η πρεμιέρα του φεστιβάλ θα γίνει με τη βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα στις φετινές Κάνες ταινία «Ανάμεσα στους τοίχους» του Λοράν Καντέ, που βασίστηκε σε πραγματικές ιστορίες μαθητών (αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του Φρ. Μπεγκοντό). Το φετινό, άλλωστε, μεγάλο αφιέρωμα του φεστιβάλ είναι στην εκπαίδευση («Διαγωγή μηδέν»).

Στις φετινές αβάν πρεμιέρ συγκαταλέγεται το «Vicky Cristina Barcelona» του Γούντι Αλεν για ένα ερωτικό τρίγωνο (Πενέλοπε Κρουζ, Σκάρλετ Γιόχανσον και Χαβιέ Μπαρδέμ), το «Il Divo» για τη ζωή του επί χρόνια πρωθυπουργού της Ιταλίας Τζούλιο Αντρεότι, το «Roman Polanski: Wanted and Desired», που περιλαμβάνει μέχρι και συνέντευξη με την κοπέλα που πριν από πολλά χρόνια κατηγόρησε τον γνωστό σκηνοθέτη για βιασμό, αλλα και το «From within» του Ελληνα των ΗΠΑ Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, γνωστού διευθυντή φωτογραφίας («Sideways», «Walk the line»). Στην ταινία του αυτή ο Παπαμιχαήλ, προσκεκλημένος του φεστιβάλ, παρακολουθεί τους κατοίκους μιας μικρής πόλης να αυτοκτονούν ο ένας μετά τον άλλο... Για τους μουσικόφιλους, τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και ένα ντοκιμαντέρ για τους Public Enemy.

Πρώτη φορά φέτος εγκαινιάζεται και η ενότητα «DIY» (Do It Yourself) με «χειροποίητες» ταινίες, όπως το πολύ ιδιαίτερο «Ecce Momo» του Ανέστη Χαραλαμπίδη, όπου το γύρισε μόνος του χωρίς ηθοποιούς.

Φέτος το φεστιβάλ μάς συστήνει και δύο νεαρές κυρίες: την πανέμορφη 26χρονη γαλλίδα σκηνοθέτρια και ηθοποιό Ισλντ λε Μπεσκό και την Αργεντινή Αλμπερτίνα Κάρι (σε προχωρημένη εγκυμοσύνη σήμερα). Αλλα κι έναν σημαντικό δημιουργό του παρελθόντος: τον Ζακ Τουρνέρ, «σκηνοθέτη του αόρατου τρόμου και των απειλητικών σκιών».

Την παράσταση, πάντως, αναμένεται να κλέψουν δύο ταινίες της Μαντόνα: Ενα ντοκιμαντέρ της για το Μαλάουι και η μικρού μήκους της «Filth and wisdom».

Ολ' αυτά, βέβαια, παράλληλα με την απονομή της Χρυσής Αθηνάς (10.000 ευρώ) του Διαγωνιστικού Τμήματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Νέων (φοιτητές κινηματογράφου απ' όλη την Ευρώπη), και την απονομή μιας ακόμα Χρυσής Αθηνάς στο πλαίσιο του έτερου διαγωνιστικού προγράμματος του φεστιβάλ, «Μουσική και Φιλμ».

Το φεστιβάλ απέκτησε και μπλογκ (στην ιστοσελίδα www.aiff.gr) και δέχεται σχόλια και προτάσεις.

ΠΑΝΟΡΑΜΑ
21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της «Ε»
(9-19/10, «Απόλλων», 9-15/10 «Μικρόκοσμος»)

Τα του οίκου μας τώρα: όπως και η «Ε» έτσι και το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου επιμένει ευρωπαϊκά. Η πρεμιέρα, μάλιστα, θα γίνει με μια ελληνική ταινία: «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» του Νίκου Παναγιωτόπουλου.

Φέτος θα απονεμηθούν τρία βραβεία: της FIPRESCI, της «Ε» και των αναγνωστών του περιοδικού «Αθηνόραμα». Υποψήφιες, ευρωπαϊκές ταινίες που δεν έχουν αγοραστεί από έλληνες διανομείς.

Οχι ότι λείπουν και οι αβάν πρεμιέρ: Μεταξύ των είκοσι που θα δούμε, σημειώστε το «Ηρεμο χάος» (Α. Γκριμάλντο), με τη Βαλέρια Γκολίνο, και τον Νάνι Μορέτι να κάνει το παν για να επανασυνδεθεί με την κόρη του, το «Blindness» του Φερνάρντο Μεϊρέγες, για έναν κόσμο τυφλών, και τις «Τέσσερις νύχτες» του Γέρζι Σκολιμόφσκι για έναν άντρα που ερωτεύεται τη γυναίκα απέναντι και αρχίζει να της κάνει νυχτερινές επισκέψεις... εν αγνοία της.

Ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης, «ψυχή» του φεστιβάλ, υπόσχεται φέτος μερικά άκρως ενδιαφέροντα αφιερώματα, όπως το «Σεξ και έρωτας στον κινηματογράφο». Οπως μας εξήγησε, «το αφιέρωμα διερευνά όλες τις ερωτικές εκφάνσεις: από τον ρομαντικό έρωτα μέχρι το σαρκικό πάθος και από τις σεξουαλικές διαστροφές μέχρι την ανεκπλήρωτη αγάπη». Θα δούμε λοιπόν από το «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» του Μπουνιουέλ μέχρι το φιλμ «Ο διάβολος είναι γυναίκα» με τη Μάρλεν Ντίτριχ. Και από τη «Λαίδη Τσάτερλι», μια δεύτερη, πολύ ερωτική βερσιόν του βιβλίου του Λόρενς, μέχρι το πρόσφατο «Cloud 9», μια τολμηρή ταινία που δείχνει χωρίς λογοκρισία την ερωτική σκηνή ενός ζεύγους ηλικιωμένων. Και μεταξύ άλλων την παλιά ταινία του Κάπρα «Το πικρό τσάι του στρατηγού Γεν», με θέμα έναν διαφυλετικό έρωτα: αυτόν της Στάνγουικ για έναν κινέζο στρατηγό. Δεν λείπουν ούτε οι γκέι ταινίες, όπως οι μικρού μήκους του αμερικανού πειραματιστή σκηνοθέτη Κένεθ Ανγκερ, αλλά και το «Big bang, a juvenile love» του γιαπωνέζου Τακάσι Μίικε.

** Θα δούμε κι άλλα: η «Επόμενη μέρα» περιλαμβάνει διάφορες ταινίες με θέμα το μέλλον της ανθρωπότητας και τα διάφορα σενάρια οικολογικών και άλλων καταστροφών. Στο «Sunrise» χάνουμε τον ήλιο, στα «Παιδιά των ανθρώπων» οι γυναίκες δεν μένουν έγκυοι, στα «Πουλιά» του Χίτσκοκ τα πτηνά παίρνουν την εκδικησή τους. Θα δούμε και τους «12 πιθήκους» του Τέρι Γκίλιαμ, που θα προβληθούν μαζί με το αριστουργηματικό ταινιάκι μεσαίου μήκους «La jetee» του Κρις Μαρκέρ, στο οποίο βασίστηκαν.

Η «Δεύτερη ευκαιρία» παρουσιάζει ταινίες που υποτιμήθηκαν από κοινό και κριτική, όπως οι «Ιδιωτικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους» του Αλέν Ρενέ και η τελευταία ταινία του Ρόμπερτ Ολτμαν («Α prairie home companion»). Τέλος σημειώστε το αφιέρωμα στον Αλέν Κορνό και το σύγχρονο γαλλικό φιλμ νουάρ και ένα ακόμα στον ελληνικό κινηματογράφο φαντασίας. Θα παιχτεί μάλιστα ένα νέο, σχετικό ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Παναγιωτάτου. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει και μικρού μήκους ταινίες των σπουδαστών του New York College.

Στους φετινούς τιμώμενους του «Πανοράματος» ο Κεν Λόουτς (που θα είναι παρών), ο Αλέν Κορνό, ο Διονύσης Φωτόπουλος και ο Μάνος Ζαχαρίας. Η μεγάλη έκπληξη του φεστιβάλ αναμένεται ωστόσο να είναι η προβολή της πολυσυζητημένης ταινίας «Σκιές» του σκοπιανού σκηνοθέτη Μίλτσο Μαντσέφσκι. Η πρόσφατη συνέντευξή του στο «7» για το Σκοπιανό προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Τον αναμένουμε με ενδιαφέρον.

ΚΑΙ ΑΛΛΑ πάντα με χρονολογική σειρά:

**Την Πέμπτη, στην «Αφαία», ξεκινάει ένα φεστιβάλ ταινιών και ντοκιμαντέρ για τον Σαλβαντόρ Αλιέντε και τη Χιλή (4-10/9).

Για το έργο του Αλιέντε θα μιλήσει ο Juan Garces, προσωπικός σύμβουλός του, και ο χιλιανός συγγραφέας και μέλος της κυβέρνησης Αλιέντε Ariel Dorfman.

** Το Σάββατο πρεμιέρα για το «Φεστιβάλ Μεσογειακού Ντοκιμαντέρ» (6-9/9), μια ενδιαφέρουσα διοργάνωση του Σωματείου Ελλήνων Σκηνοθετών Παραγωγών Κινηματογράφου στο Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Βασίλη Βαφέα. Θα προβληθούν 26 ντοκιμαντέρ από Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτο, Ισπανία, Τουρκία, Πορτογαλία και Παλαιστίνη και οι παράλληλες εκδηλώσεις περιλαμβάνουν συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου (το Σάββατο) και έκθεση με κινηματογραφικές γιγαντοαφίσες του Βασίλη Δημητρίου.

Βασικοί άξονες της εκδήλωσης είναι: πολιτικό ντοκιμαντέρ, εργασία, μετανάστευση, προσωπογραφίες και από φέτος οικολογικό ντοκιμαντέρ σε συνεργασία με το φεστιβάλ «Ecofilms» της Ρόδου.

**Το πρώτο «African Film Festival» θα πραγματοποιηθεί από 11 έως 17/9 στο «Τριανόν» με 27 ταινίες και ντοκιμαντέρ από την Αφρική για την Αφρική. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει μουσική, χορό και γαστρονομία από αφρικανικές κοινότητες.

** Εως τις 16/9, και κάθε Τρίτη, συνεχίζονται οι προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης Ηλιούπολης στον Δημοτικό Κινηματογράφο Ηλιούπολης «Μελίνα Μερκούρη», με επικεφαλής τον Δημήτρη Καλαντίδη που μόλις ανέλαβε πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας. Το αφιέρωμα του μήνα είναι: «Κλασικός ιαπωνικός και σύγχρονος κινεζικός και κορεατικός κινηματογράφος».

** Αφιέρωμα στον σύγχρονο ιαπωνικό κινηματογράφο ετοιμάζει (11-13/9) και η Ταινιοθήκη της Ελλάδας στην αίθουσα της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (Τοσίτσα 11), με την οποία συνεργάζεται, όπως και με την πρεσβεία της Ιαπωνίας.

** Και προβολές πειραματικών ταινιών περιλαμβάνει το νέο φιλόδοξο φεστιβάλ περφόρμανς και καλλιτεχνικών πειραμάτων της Χριστιάνας Γαλανοπούλου.

Το 1ο MIRfestival (12-20/9) θα φιλοξενηθεί στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη στο Γκάζι, στο θέατρο «Αλκμήνη» και στον πεζόδρομο της οδού Θεσσαλονίκης.

** Πρεμιέρα και για το 1ο φεστιβάλ «animasyros» (19-21/9) στην Ερμούπολη με προβολές animation απ' όλον τον κόσμο. Υπόσχεται αφιερώματα στους αυστραλούς animators και στο τμήμα κινούμενων σχεδίων του ΤΕΙ Αθηνών και περιλαμβάνει και διαγωνιστικό τμήμα.

**Στην Πάτρα θα γιορτάσει τα 10α γενέθλιά του το «Διεθνές Πανόραμα Ανεξάρτητων Δημιουργών Φιλμ και Βίντεο» (21-30/9). Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι παρουσιάζει ανεξαιρέτως κάθε συμμετοχή που υποβάλλεται (www.independent.gr).

** Στο πλαίσιο των Δημήτριων στη Θεσσαλονίκη, στις 25-27/09 πραγματοποιείται στο «Ολύμπιον» και το διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους «Aza Digital Cinema Festival».

** Για δεύτερη χρονιά, στη Χαλκίδα, το «Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Docfest» (8-12/10), με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Σταύρο Ιωάννου, προβάλλει ολόκληρη την ετήσια παραγωγή. Υπάρχει διαγωνιστικό τμήμα (με 11 βραβεία, παρακαλώ) και πλούσιες παράλληλες εκδηλώσεις.

** Πρεμιέρα και για το 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κορίνθου, που θα διεξαχθεί από 29/10 έως 1/11 στους πολυκινηματογράφους «Λαΐς» και στο Δημοτικό Θέατρο Κορίνθου. Θα είναι ανοιχτό σε όλα τα είδη και θα περιλαμβάνει κι αυτό διαγωνιστικό τμήμα.

** Την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου ο «Μικρόκοσμος» στη Συγγρού θα φιλοξενήσει μια ρετροσπεκτίβα των ταινιών του γερμανού εικαστικού καλλιτέχνη Γιον Μποκ που επιμελήθηκαν οι ΧΥΖ (Α. Ζενάκος, Ξ. Καλπακτσόγλου και Poka-Yio).

** Τέλος, από 31/10 έως 7/11, θα πραγματοποιηθεί πρώτη φορά στη χώρα μας το πρωτότυπο «48 Hour Film Project». Πρόκειται για έναν διεθνή διαγωνισμό μοναδική προϋπόθεση του οποίου είναι οι κινηματογραφιστές να γράψουν και να γυρίσουν την ταινία τους σε 48 ώρες! Το θέμα δίνεται λίγο πριν από την εκκίνηση και ο νικητής πάει στις Κάνες (www.48hourfilm.com).

Ο Κόστνερ βγάζει πρόεδρο


Του ΝΙΝΟΥ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / 7 - 31/08/2008

Μπορεί ένας και μοναδικός ψηφοφόρος να επιλέξει τον επόμενο αμερικανό πρόεδρο; Ναι, μας λέει η απολαυστική ταινία «Ο κ. Κανένας», που σκηνοθέτησε ο Μάικλ Τσόσουα Στερν και στην οποία πρωταγωνιστούν οι Κέβιν Κόστνερ, Μάντελιν Κάρολ, Ντένις Χόπερ, Στένλεϊ Τούτσι, Πόλα Πάτον και Κέλσι Γκράμερ (από την Πέμπτη στα σινεμά).


Ο μοναδικός αυτός ψηφοφόρος είναι ο Μπαντ Τζόνσον, που τον ερμηνεύει, με τρόπο εξαίρετο, πέρα για πέρα πειστικό, ο Κέβιν Κόστνερ, που είναι και συμπαραγωγός στην ταινία. Ο Μπαντ είναι ένας αδιάφορος τύπος, χωρίς δουλειά, που χρωστάει στην εφορία, περνά την ώρα του πίνοντας μπίρες και ψαρεύοντας, παρέα με τη 12χρονη κόρη του, Μόλι, ένα πανέξυπνο, πρόωρα ανεπτυγμένο κορίτσι, που, στην πραγματικότητα, τον βοηθάει και κατευθύνει τη ζωή του. Ο λόγος που ο Μπαντ, ο κ. Κανένας του τίτλου, μπαίνει ξαφνικά στο επίκεντρο της επικαιρότητας είναι γιατί στις προεδρικές (φανταστικές, βέβαια, αν και όχι απίθανες) εκλογές, η επιλογή του νέου προέδρου εξαρτάται από μία και μοναδική ψήφο. Και η ψήφος αυτή είναι εκείνη του Μπαντ, η οποία, από κάποιο λάθος των υπολογιστών, δεν είχε μετρηθεί. Γι' αυτό ο Μπαντ πρέπει να ξαναψηφίσει!

Μόλις βέβαια γίνεται γνωστό το λάθος και ποιος τελικά θα είναι εκείνος που θ' αποφασίσει το μέλλον της Αμερικής (μαζί και της Ευρώπης), τα μίντια όλου του κόσμου μαζεύονται έξω από το σπίτι του Μπαντ, σε μια πολίχνη (άγνωστη μέχρι τότε στον υπόλοιπο κόσμο) του Νέου Μεξικού, για να μιλήσουν με τον «τυχερό» και να μάθουν τις απόψεις του για την πολιτική και ποιον υποψήφιο σκέφτεται να υποστηρίξει. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον δείχνουν ο νυν (Ρεπουμπλικάνος) πρόεδρος (διάβαζε Μπους) και ο υποψήφιος των Δημοκρατικών (διάβαζε Ομπάμα).

Και οι δύο υποψήφιοι καλούν, ο καθένας ξεχωριστά, τον Μπαντ και προσπαθούν, με κάθε τρόπο, να τον πείσουν να τους ψηφίσει: ο νυν πρόεδρος στο Air Force One, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών σε μουσικά πάρτι, κ.λπ. Ενώ, οι υπεύθυνοι των δημοσίων σχέσεών τους, για να κάνουν πιο αγαπητό τον υποψήφιό τους, μαθαίνουν και εκμεταλλεύονται το κάθε τι που αφορά τον Μπαντ. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο, όταν ο Μπαντ, σε συνεντεύξεις του στα μίντια, υποστηρίζει κάτι (όπως τους γάμους ανάμεσα στους γκέι), οι δυο υποψήφιοι ν'... αλλάζουν το πολιτικό τους πρόγραμμα με στόχο πάντα να κερδίσουν την ψήφο του. Ετσι, ενώ τη μια μέρα οι Ρεπουμπλικάνοι είναι εναντίον των γκέι γάμων, την άλλη ανακοινώνουν πως θα τους υποστηρίξουν, ενώ οι Δημοκρατικοί, που είναι υπέρ της έκτρωσης, όταν, από παρεξήγηση, πιστεύουν πως ο Μπαντ είναι εναντίον, αλλάζουν άποψη, φτιάχνοντας μάλιστα και ειδικά τηλεοπτικά σποτ. Με άλλα λόγια, όλα είναι για πούλημα, φτάνει να γίνει κανείς πρόεδρος. Απόφαση που, όπως δεν χάνει ευκαιρία να τονίσει η ταινία, επαφίεται σ' έναν όχι ιδιαίτερα έξυπνο άνθρωπο...

Κάποτε ο Μπαντ αρχίζει να αντιλαμβάνεται τα παιχνίδια που παίζονται και αποφασίζει, με τη βοήθεια της κόρης του και μιας, πιο έντιμης από τους άλλους, τηλεπαρουσιάστριας, να καλέσει τους υποψήφιους σε ντιμπέιτ. Εχοντας στο μεταξύ λάβει χιλιάδες γράμματα από τους απλούς, δυσαρεστημένους με την κυβερνητική πολιτική, ανθρώπους, που του ζητούν να υποστηρίξει τα δίκαια αιτήματά τους (για την εργασία, τη φτώχεια, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, το AIDS, και πολλά άλλα).

Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα έξυπνο σενάριο που έγραψε ο σκηνοθέτης σε συνεργασία με τον Τζέισον Ρίτσμαν, με ευρηματικές καταστάσεις, πολλές σατιρικές αιχμές και εύστοχους, απολαυστικούς διαλόγους. Μερικοί από τους πιο έξυπνους δόθηκαν στη 12χρονη Μάντελιν Κάρολ, που ερμηνεύει τη Μόλι. Διάλογοι με τους οποίους κολλάει κυριολεκτικά στον τοίχο τους υπεύθυνους των δημοσίων σχέσεων των υποψηφίων, οι οποίοι προσπαθούν να τη χρησιμοποιήσουν για να πλησιάσουν τον πατέρα της.

Ανάμεσα στις πιο διασκεδαστικές σκηνές στην όλη ταινία είναι, όταν η τηλεόραση αρχίζει να δείχνει τηλεοπτικά σποτ που απευθύνονται αποκλειστικά στον Μπαντ, προβάλλοντας το πολιτικό πρόγραμμα των δύο υποψηφίων. Μια ταινία επίκαιρη για την Αμερική που ετοιμάζεται για τις προεδρικές εκλογές αλλά και για μας εδώ, μια και πολλά από τα προβλήματα που θίγει η ταινία, από τη νοοτροπία των πολιτικών μας μέχρι το ρόλο της τηλεόρασης, είναι δυστυχώς και δικά μας.

Σαν παλιό (ιταλικό) σινεμά


Τη «χρυσή εποχή» του ιταλικού κινηματογράφου καλύπτει το μεγάλο αφιέρωμα του φετινού 65ου κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Βενετίας, που παρουσιάζεται με τον τίτλο «Αυτά τα φαντάσματα: ο ιταλικός κινηματογράφος που έχει διασωθεί». Περιλαμβάνει 33 συνολικά σπάνιες ταινίες που, όπως ανάφερε ο διευθυντής του φεστιβάλ, Μάρκο Μούλερ, «ήταν κρυμμένες στα υπόγεια, ξεχασμένες από ιστορικούς και κριτικούς του κινηματογράφου», και που προσφέρουν «μιαν άλλη, διαφορετική εικόνα της ιστορίας του ιταλικού κινηματογράφου».
Αυτές οι ταινίες έχουν ανακαινιστεί από διάφορες ταινιοθήκες και μουσεία (την Εθνική Ταινιοθήκη της Ρώμης και τις Ταινιοθήκες του Μιλάνου, της Μπολόνια και του Τορίνου) και είναι σκηνοθετημένες από διάσημους δημιουργούς, όπως οι Ρομπέρτο Ροσελίνι, Βιτόριο Ντε Σίκα, Φεντερίκο Φελίνι, Πιερ Πάολο Παζολίνι, Μάριο Μονιτσέλι, Ντίνο Ρίζι, Λένα Βερτμίλερ κ.ά.
Οι περισσότερες από τις παραγωγές αυτές ανήκουν σε είδη -όπως το μελόδραμα, η κωμωδία ή η απλή περιπέτεια- που την εποχή τους είχαν υποτιμηθεί από την κριτική, με αποτέλεσμα να ξεχαστούν, ορισμένες μάλιστα απ' αυτές να χαθούν, και είναι χάρη στη δουλειά των ταινιοθηκών που τώρα μπόρεσαν να βγουν στην επιφάνεια.
Σε πολλές απ' αυτές τα σενάρια μπορεί να φαίνονται αφελή και χωρίς ανάλυση σωστή και σε βάθος των χαρακτήρων, εκείνο όμως που ξεχωρίζει σ' όλες είναι τα θέματά τους, είτε αυτά είναι πολιτικά είτε απλά κοινωνικά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι περισσότερες απ' αυτές τις ταινίες γυρίστηκαν στα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και καταπιάνονταν με τα διάφορα επίκαιρα προβλήματα της εποχής: τον πόλεμο και την Αντίσταση, τα υπολείμματα του φασισμού, την ανεργία που ακολούθησε την πτώση του μουσολινικού καθεστώτος, τη μαύρη αγορά, τη μαφία, την περιθωριοποίηση, τη γραφειοκρατία, τους πολιτικούς και κοινωνικούς συμβιβασμούς, την καθημερινή ζωή με τα διάφορα απρόοπτά της, σε μια Ιταλία που όδευε προς το δικό της «οικονομικό θαύμα», την επίδραση των φωτορομάντζων, τη θρησκεία, την έκτρωση και διάφορα άλλα.

«LA CUCCAGNA»
Με πολιτικές αιχμές

* Στην ταινία «Un uomo ritorno» («Ενας άντρας επιστρέφει», 1946) του Μαξ Νόιφελντ, με τους Τζίνο Τζέρβι και Αννα Μανιάνι, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ένας άντρας επιστρέφει στη γενέτειρά του και αντιμετωπίζει οικονομικό και ηθικό χάος.

* Τα «Δύσκολα χρόνια» (1948) του Λουίτζι Τζάμπα είναι μια σάτιρα του φασισμού και μιας συγκεκριμένης μεταπολεμικής νοοτροπίας, μέσα από την ιστορία ενός φουκαρά, υπάλληλου του δήμου, που, με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου κατηγορείται άδικα για φασίστας και όταν απολύεται από τη δουλειά του αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα.

* Κοινωνική, με πολιτικές αιχμές, είναι η ταινία «Processo alla citta» («Κατηγορώ την πολιτεία», 1952) του Λουίτζι Τζάμπα, που αναφέρεται στη δράση της Γκομόρα: Στη Νάπολη, στη διάρκεια της δίκης δύο εγκληματιών της τοπικής μαφίας, ο δικαστής αντιμετωπίζει δυσκολίες, ενώ προσπαθεί ν' αποκαλύψει τη συνεργασία της Γκομόρα με «υψηλά ιστάμενα» πρόσωπα.

* Ο Φεντερίκο Φελίνι γύρισε το 1952 τον «Λευκό σεΐχη» με τους Αλμπέρτο Σόρντι και Τζουλιέτα Μασίνα, μια σατιρική κωμωδία με θέμα την απογοήτευση μιας φανατικής οπαδού των φωτορομάντζων που όταν της δίνεται η ευκαιρία να συναντήσει τον «ήρωα» των φωτορομάντζων της ανακαλύπτει πως αυτός δεν είναι παρά ένας επιπόλαιος και χυδαίος τύπος.

* Μια ρεαλιστική εικόνα της ζωής των ανθρώπων του περιθωρίου δίνει η ταινία «Una vita violenta/Ostia» («Μια βίαιη ζωή/Οστια», 1962) των Πάολο Χέους και Μπρουνέλο Ρόντι (στο σενάριο συνεργάστηκε και ο Παζολίνι), μέσα από την ιστορία ενός νεαρού από τις λαϊκές συνοικίες της Ρώμης ο οποίος γνωρίζεται μ' ένα συνδικαλιστή κι αποφασίζει ν' αλλάξει ζωή.

* Στο ψυχολογικό δράμα «Αγκοστίνο» (1962) του Μάουρο Μπολονίνι (Ινγκριντ Τούλιν, Πάολο Κολόμπο, Τζον Σάξον) ένα μοναχικό, ανήλικο αγόρι που ζει με τη μητέρα του κοντά στη θάλασσα περνά μια τραυματική εμπειρία μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή του με μια πόρνη. Ενώ η ταινία «La cuccagna» («Ηδονή και αμαρτία», 1962) του Λουτσιάνο Σάλτσε αναφέρεται στο δράμα μιας νεαρής, «μοντέρνας» κοπέλας που για να ξεφύγει από το οικογενειακό περιβάλλον και ν' αποκτήσει την ανεξαρτησία της καταλήγει να γίνει φωτομοντέλο για τολμηρές φωτογραφίες.

* Ενας νέος από τον ιταλικό Νότο θέλει να εγκαταλείψει την επαρχία για τις χαρές και την «ελευθερία» που του προσφέρει η ιταλική πρωτεύουσα: «Ι Basilischi» («Οι βασιλίσκοι», 1963) της Λίνα Βερτμίλερ, με τους Αντόνιο Πετρούτσι, Στέφανο Σάτα Φλόρες. Κι ένας ιταλός δικηγόρος στο ταξίδι του στην Αμερική ανακαλύπτει την καταπιεστική ατμόσφαιρα και την αποξένωση της μεγαλούπολης: «Smog» («Σμογκ», 1963) του Φράνκο Ρόσι, με τους Ενρίκο Μαρία Σαλέρνο, Ανί Ζιραρντό, Ρενάτο Σαλβατόρε.

Γυναικεία κυριαρχία στη Βενετία

Η εφετινή Μόστρα πλημμυρίζει από ταινίες όπου πρωταγωνιστεί το γυναικείο φύλο, τόσο μπροστά όσο και πίσω από την κάμερα

ΒΕΝΕΤΙΑ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ. ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ, Το ΒΗΜΑ, 31/08/2008



Η Σαρλίζ Θερόν σε σκηνή από τη «Φλεγόμενη κοιλάδα» του Γκιγέρμο Αριάγα


Την περασμένη Τετάρτη η 65η κινηματογραφική Μόστρα σήκωσε την αυλαία της χρησιμοποιώντας το δυνατότερο χαρτί της. Η άφιξη του Τζορτζ Κλούνεϊ και του Μπραντ Πιτ για την (εκτός συναγωνισμού) παγκόσμια πρεμιέρα της τελευταίας ταινίας των αδελφών Τζόελ και Ιθαν Κοέν «Burn after reading» - μια πινακοθήκη ηλιθίων ενταγμένων σε μια ιστορία «κατασκοπείας» - υπήρξε θείο δώρο για τους διοργανωτές. Κανέναν δεν φάνηκε να απασχολεί το γεγονός ότι οι ίδιοι ακριβώς σταρ απασχολούσαν και πέρυσι τη Μόστρα - ο μεν Κλούνεϊ ως «Μάικλ Κλέιτον», ο δε Πιτ ως Τζέσε Τζέιμς με τη «Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ».

Πέρυσι, την ίδια περίπου εποχή, η Τίλντα Σουίντον καθόταν και πάλι στο πλευρό του Τζορτζ Κλούνεϊ στο Φεστιβάλ Βενετίας. Και με την ερμηνεία της στο «Μάικλ Κλέιτον» του Τόνι Γκίλροϊ κέρδισε τελικά το Οσκαρ Β' γυναικείου ρόλου. Αν και η Σουίντον είναι ένα από τα καλύτερα στοιχεία στην τελευταία ταινία των Κοέν «Burn after reading», πιθανότητες να κερδίσει υποψηφιότητα στα Οσκαρ δεν έχει.

Απ' ό,τι φαίνεται, όμως, έχουν κάποιες άλλες ηθοποιοί σε ένα φεστιβάλ που, πρώτον, τα πρόσφατα χρόνια έχει γίνει αποδυτήριο των Οσκαρ (θυμηθείτε τις περιπτώσεις των «Καληνύχτα και καλή τύχη», «Το μυστικό του Brokeback Mountain», «Στην κοιλάδα του Ηλά», «Ο Διάβολος φοράει Prada» που ξεκίνησαν την καριέρα τους από τη Μόστρα) και, δεύτερον, πλημμυρίζει από ταινίες με ανεβασμένο το γυναικείο φύλο.

Οι γυναίκες έχουν καλύτερους ρόλους από τους άντρες και ο όρος «ασθενές φύλο» δείχνει πλέον εντελώς ξεπερασμένος.

Χθες π.χ. προβλήθηκε η «Φλεγόμενη κοιλάδα» («The burning plain») του Γκιγέρμο Αριάγα, ένα φιλμ πολλών ιστοριών - ο Αριάγα είναι ο σεναριογράφος της «Βαβέλ» - εστιασμένων σε γυναίκες. Ανάμεσά τους ένα 16χρονο κορίτσι που προσπαθεί να μαζέψει τα συντρίμμια της θρυμματισμένης σχέσης των γονιών του, μια μεγαλύτερη γυναίκα η οποία θέλει να ξεπεράσει μια πληγή του παρελθόντος που έχει πάει πίσω τη ζωή της και ένα ζευγάρι μπλεγμένο σε μια θυελλώδη σχέση. Η Σαρλίζ Θερόν, η Κιμ Μπέισινγκερ και η Τζένιφερ Λόρενς συμπρωταγωνιστούν σε μοιρασμένους ρόλους σε μια ταινία που από μακριά αφήνει «οσκαρική» μυρωδιά.


Η Ανν Χάθαγουεϊ υποδύεται μια τοξικομανή στην ταινία «Η Ραχήλ παντρεύεται»


Η ερχόμενη Τετάρτη θα είναι η ημέρα της Ανν Χάθαγουεϊ, η οποία μετά την κωμική πορεία της σε ταινίες όπως «Ο Διάβολος φοράει Prada» και το εφετινό «Get smart» δηλώνει έτοιμη για σοβαρό δράμα όπως προβλέπεται να είναι το «Η Ραχήλ παντρεύεται» («Rachel gets married») του Τζόναθαν Ντέμι. Οικογενειακό «πορτρέτο», καταλύτης του οποίου είναι ένα ατίθασο κορίτσι (Χάθαγουεϊ) που έχει επιστρέψει σπίτι προκειμένου να παραστεί στον γάμο της αδελφής της. Η Χάθαγουεϊ έχει μιλήσει με μεγάλη υπερηφάνεια για αυτή την ταινία, όπου υποδύεται την τοξικομανή.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως είχε και η «πειραματική», εκτός συναγωνισμού ταινία του Ιρανού Αμπάς Κιαροστάμι «Shirin». Ολο το φιλμ είναι μια πινακοθήκη γυναικείων προσώπων ενώ παρακολουθούν στην αίθουσα την κινηματογραφική εκδοχή του διάσημου περσικού ποιήματος του Νεζαμί Γκανζεβί. Δεν βλέπουμε ποτέ τι συμβαίνει στην οθόνη παρά μόνο τις αντιδράσεις των θεατών που είναι όλες διάσημες θεατρικές και κινηματογραφικές ηθοποιοί του Ιράν αλλά και μια Ευρωπαία, η Ζυλιέτ Μπινός.

Στον εντός συναγωνισμού «Σπόρο του διχασμού» του Πάπι Κορσικάτο μια γυναίκα μαθαίνει ότι είναι έγκυος την ίδια ημέρα που αντιλαμβάνεται ότι ο σύζυγός της είναι στείρος. Πρωταγωνίστρια η πανέμορφη Ιταλίδα Κατερίνα Μουρίνο ή αλλιώς «το κορίτσι με το άλογο» στο «Casino Royale», εδώ σε κάτι εντελώς διαφορετικό που ενδέχεται να την οδηγήσει στις βραβεύσεις του ερχόμενου Σαββάτου.

Την περασμένη Πέμπτη τα φλας των φωτογράφων έπεσαν πάνω στη Νίνα Χος, ανερχόμενο ταλέντο από τη Γερμανία και πυρήνα της ταινίας του Κρίστιαν Πέτζολντ «Jerichow», όπου υποδύεται μια γυναίκα με σκοτεινό παρελθόν, διχασμένη ανάμεσα στην ασφάλεια του τούρκου συζύγου της και στον ξαφνικό έρωτα για τον γερμανό οδηγό του.

Γυναικείο θέμα όμως είναι και αυτό της γαλλικής ταινίας «Ο άλλος» («L' autre») των Πατρίκ-Μάριο Μπερνάρ και Πιερ Τριβιντίτς, όπου μια γυναίκα (Ντομινίκ Μπλαν) χωρίζει τον άντρα της για να βρει την ανεξαρτησία της αλλά στη συνέχεια ζηλεύει παθολογικά την καινούργια σχέση του.

Γυναίκες παντού, λοιπόν, όχι μόνο μπροστά αλλά και πίσω από την κάμερα. Με περιέργεια περιμένει κανείς τη σχολιαστική ματιά της αμερικανίδας σκηνοθέτιδας Κάθριν Μπίγκελοου επάνω στον πόλεμο του Ιράκ στο «The hurt locker», όπως επίσης και το «Eve», μια μικρού μήκους ταινία της ηθοποιού Νάταλι Πόρτμαν, μέσω της οποίας κάνει το σκηνοθετικό ντεμπούτο της καθοδηγώντας τη Λορίν Μπακόλ και τον Μπεν Γκατζάρα.

Απουσία αστέρων


Κλόντια Σίφερ


Από την Τετάρτη ως σήμερα, όμως, μόνο μία ακόμη (εκτός από το «Burn after reading», δηλαδή) υψηλών προδιαγραφών αμερικανική ταινία προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ και αυτή ήταν η «Φλεγόμενη κοιλάδα» του Γκιγέρμο Αριάγα, όπου πρωταγωνιστεί η Σαρλίζ Θερόν (ντεμπούτο στη σκηνοθεσία του σεναριογράφου των «21 γραμμαρίων», της «Βαβέλ», των «Τριών ταφών του Μελκιάδες Εστράδα»). Στην εβδομάδα δε που ξεκινά από αύριο η κατάσταση δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο σε ό,τι αφορά τον αμερικανικό κινηματογράφο, κάτι που μεταφράζεται σε λιγότερες αφίξεις αστέρων, τους οποίους, κακά τα ψέματα, η Μόστρα, όπως κάθε μεγάλο φεστιβάλ, έχει ανάγκη. Συν τοις άλλοις, τα πρόσωπα που φαίνεται να ξεχωρίζουν στις τρεις ακόμη αμερικανικές ταινίες που διεκδικούν τον Χρυσό Λέοντα είναι ο Μίκι Ρουρκ και η Ντέμπρα Γουίνγκερ, δόξες και οι δύο της δεκαετίας του '80 που αργότερα χάθηκαν!

Εκ πρώτης όψεως η μείωση των αμερικανικών συμμετοχών στη Μόστρα αποδεικνύει στην πράξη ότι κινηματογράφος δεν είναι μόνο Χόλιγουντ. «Οταν κάνουμε την επιλογή των ταινιών δεν κρίνουμε σύμφωνα με την εθνικότητα μιας ταινίας αλλά σύμφωνα με τα συναισθήματα και την αισθητική μας» είπε άλλωστε στη συνέντευξη Τύπου της Κριτικής Επιτροπής ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Μόστρα Μάρκο Μίλερ. Η δήλωση ωστόσο έγινε ενώ ο Μίλερ είχε ρωτηθεί για τους λόγους της αδυναμίας του προγράμματος σε ό,τι αφορά τις ταινίες-κράχτες που, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι οι αμερικανικές. Θεμιτή και σωστή η άποψη του Μίλερ. Στην πράξη όμως η σκληρή πραγματικότητα είναι διαφορετική.

Γιατί, αν είναι να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο διεθνής Τύπος αδιαφορεί πέρα για πέρα για την ποιότητα της καινούργιας ταινίας του Αιθίοπα Χαϊλέ Γκεριμά «Teza», του Τούρκου Σεμίχ Κεπάνογλου «Sut», του Αλγερινού Ταρίκ Τεγκούια «Gabbia», του Κινέζου Γιου Λικ Βάι «Πλαστική πόλη», του Γερμανού Βέρνερ Σρέτερ «Η νύχτα του σκύλου» και του συμπατριώτη του Κρίστιαν Πέτζχολντ «Jerichow». Αυτό όμως είναι το βασικό υλικό εφέτος στη Βενετία. Μικρές ταινίες δημιουργών από διάφορα σημεία του κόσμου τα ονόματα των οποίων δεν λένε απολύτως τίποτε όχι μόνο στο κοινό αλλά και στους ίδιους τους δημοσιογράφους. Μιλώντας με αρκετούς συναδέλφους είδα, πρώτον, ότι έχουν απορρίψει εκ των προτέρων το πρόγραμμα (λάθος, αφού δεν έχουν δει τις ταινίες) και, δεύτερον, ότι η διαμονή τους στο Λίντο εφέτος θα είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με περασμένες χρονιές. Γιατί; Γιατί δεν υπάρχουν ονόματα. Ο Μίλερ ήταν και άτυχος με τις ήδη υπάρχουσες ταινίες, αφού ο Ρέιφ Φάινς, π.χ., ο οποίος πρωταγωνιστεί στο «The hurt locker» της Κάθριν Μπίγκελοου, δεν θα κάνει το πέρασμά του για την καθιερωμένη προώθηση της ταινίας.

Είναι πιθανόν στην εικόνα αυτή να αντανακλάται η γενικότερη κρίση του πρόσφατου αμερικανικού κινηματογράφου. Ως γνωστόν, από πέρυσι τον Νοέμβριο και για πολλούς μήνες η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία ταλαιπωρήθηκε πολύ εξαιτίας της απεργίας των σεναριογράφων, η οποία εφέτος το καλοκαίρι έδωσε τη σκυτάλη της στην απεργία των ηθοποιών. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, ο Μάρκο Μίλερ έκανε μία ακόμη επισήμανση που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. «Οπως σε όλα, έτσι και στον κινηματογράφο, ρόδα είναι και γυρίζει. Υπάρχουν χρονιές με πλούσια αμερικανική συμμετοχή και χρονιές με όχι και τόσο πλούσια». Προφανώς η εφετινή ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.

Ιταλία και νοσταλγία


Νίνα Χος


Η προβολή του εγχώριου κινηματογράφου εφέτος στη Μόστρα δεν έχει προηγούμενο. Υπάρχουν ημέρες που μπορείς να μετρήσεις από πέντε ως οκτώ ιταλικές ταινίες στα διαφορετικά προγράμματα.

Ξεκινώντας και μόνο από το διαγωνιστικό τμήμα βρίσκουμε τέσσερις συμμετοχές της Ιταλίας, ένα νούμερο-ρεκόρ: «Ο πατέρας της Τζιοβάνα» του βετεράνου Πούπι Αβάτι, η «Τέλεια ημέρα» του Τούρκου Φερζάν Οζπετέκ, ο οποίος εδώ και χρόνια ζει και εργάζεται στην Ιταλία, η «Γη των ερυθρόδερμων» του Χιλιανού Μάρκο Μπετσίς και ο «Σπόρος της διαφωνίας» του Πάπι Κορσικάτο. Είναι σχεδόν μαθηματικά αδύνατον να μη φύγει κάποια από αυτές τις ταινίες με βραβείο.

Τι συμβαίνει με τον Τεό;


Κατερίνα Μουρίνο


«Δεν ήθελε η ταινία του να προβληθεί εκτός συναγωνισμού» ήταν η απάντηση του Μάρκο Μίλερ στην ερώτηση γιατί «Η σκόνη του χρόνου» του Θόδωρου Αγγελόπουλου δεν έχει ενταχθεί σε κανένα πρόγραμμα της 65ης Μόστρα.

Θυμίζουμε ότι πριν από λίγο καιρό είχε προκύψει ζήτημα σχετικό με την απουσία της ταινίας από τη Βενετία αφού η ταινία δεν προβλήθηκε ούτε στις Κάννες.

Πάντως ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Βενετίας απέφυγε να δώσει ξεκάθαρη απάντηση στην ερώτηση «γιατί η ταινία δεν επελέγη για το εντός συναγωνισμού πρόγραμμα;». «Θα πρέπει να ρωτήσετε την επιτροπή που κρίνει ποιες ταινίες θα μπουν εντός και ποιες όχι» είπε. Ως γνωστόν, βέβαια, οι καλλιτεχνικοί διευθυντές έχουν την τελευταία λέξη στις επιλογές του πιο κρίσιμου τμήματος των φεστιβάλ που είναι το διαγωνιστικό τμήμα. Τα συμπεράσματα δικά σας. Από πλευράς μεγάλων φεστιβάλ, πάντως, το επόμενο βήμα θεωρητικά λέγεται Φεστιβάλ Βερολίνου. Μήπως όμως ήδη ακούγεται μια αρνητική γνώμη για την ταινία;

Με τον τρόπο του βέβαια ο Τεό ήταν παρών στη Μόστρα. Μιλώντας στους δημοσιογράφους για τον ρόλο του ως προέδρου της εφετινής Κριτικής Επιτροπής του διαγωνιστικού τμήματος ο Βιμ Βέντερς είπε ότι ως δάσκαλος κινηματογράφου έχει εντυπωσιαστεί από «την όρεξη που δείχνουν οι μαθητές μου για τον παλιό κινηματογράφο». Και έφερε ως παράδειγμα τις ταινίες του Αγγελόπουλου. «Οταν τους έδειξα ταινίες του Τεό Αγγελόπουλου, είχα πιστέψει ότι θα βαρεθούν. Και όμως τα μεγάλης διάρκειας πλάνα τούς συγκίνησαν και ήθελαν να κάνουν το ίδιο και αυτοί».


65ο Φεστιβάλ Βενετίας

«Μου το πρότειναν, μού άρεσε και δέχτηκα αμέσως να γίνω συμπαραγωγός και να παίξω έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους», ανάφερε η διάσημη αμερικανίδα σταρ, Σαρλίζ Θέρον, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, στο Λίντο, με αφορμή την προβολή της ταινίας της, «Η φλεγόμενη κοιλάδα» του Γκιγιέρμο Αριάγκα, στο διαγωνιστικό τμήμα της 65ης Μόστρας του Κινηματογράφου της Βενετίας.

«Δεν είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνω και την παραγωγή της ταινίας», είπε η Θέρον και πρόσθεσε: «το έκανα και με το «Monster» και με μερικές άλλες ταινίες. Το σενάριο του Γκιγιέρμο ήταν τόσο εξαιρετικό, που ήταν δύσκολο να αρνηθεί κανείς να παίξει».
Η ταινία, πρώτη στροφή στη σκηνοθεσία τού έως πρότινος σεναριογράφου Γκιγιέρμο Αριάγκα ("Βαβέλ"), αναφέρεται την πορεία τριών γυναικών σε διαφορετικές περιόδους, που όμως είναι συνδεδεμένες με την αποτέφρωση ενός τροχόσπιτου, την οποία παρακολουθούμε στην έναρξη του φιλμ. Κατά τη διάρκεια της φωτιάς, ο θεατής πληροφορείται ότι κάηκε ένα παράνομο ζευγάρι (τη γυναίκα ερμηνεύει η Κιμ Μπάσινγκερ) και στη συνέχεια παρακολουθεί σε φλας-μπακ τη σχέση της Μπάσινγκερ με την οικογένειά της και κυρίως, την έφηβη κόρη της, που αρχίζει να μισεί τη μάνα, όταν αντιλαμβάνεται την παράνομη σχέση της με έναν παντρεμένο άντρα.
Σε μεταγενέστερο χρόνο, ο θεατής παρακολουθεί τη ζωή της μεγάλης πια κόρης, την οποία υποδύεται η Θέρον. Ζει άστατη ζωή, συνάπτοντας περαστικές σχέσεις με διαφορετικούς άνδρες. Αίφνης, εμφανίζεται η δική της, ανήλικη, κόρη που είχε εγκαταλείψει από βρέφος.
Η ταινία καταγράφει το δράμα των πρωταγωνιστριών του με ματιά που ενίοτε υποκύπτει στο μελοδραματισμό. Τοποθετεί τα πρόσωπά του σε συγκεκριμένο περιβάλλον, όπου η φύση και τα στοιχεία της χρησιμοποιούνται για να σχολιάσουν τους χαρακτήρες και τις ψυχολογικές τους μεταπτώσεις. Στα συν της ταινίας οι καλές ερμηνείες ιδιαίτερα της Θέρον και της Μπάσινγκερ.Σε μια ταινία τρόμου, με στοιχεία φιλμ νουάρ, στράφηκε ο Μπαρμπέρτ Σρεντέρ στη γαλλική ταινία του, «Ιντζου, το κτήνος στη σκιά», γυρισμένη στην Ιαπωνία. Πρωταγωνιστής είναι ένας Γάλλος συγγραφέας έργων μυστηρίου και τρόμου που φτάνει στην Ιαπωνία για να προωθήσει εκεί το μεταφρασμένο του βιβλίο που έχει γίνει μπεστ-σέλερ και το οποίο εκμεταλλεύεται για να συναντήσει το μυστηριώδη Ιάπωνα συγγραφέα αντίστοιχων βιβλίων, τον οποίο θαυμάζει.
Μόνο που θα πέσει σε μια παγίδα με τραγικά αποτελέσματα. Ο Σρεντέρ (δημιουργός του εκπληκτικού ντοκιμαντέρ «Ο δικηγόρος του διαβόλου") χρησιμοποιεί την ιστορία για να «στήσει» μια ταινία μυστηρίου, αλλά και ερωτισμού, με τολμηρές ερωτικές, ακόμη και σαδομαζοχιστικές σκηνές (θυμίζοντας την τολμηρή ταινία του «Η μετρέσα"), που προκάλεσαν το γέλιο στη διάρκεια της δημοσιογραφικής προβολής της ταινίας, όπου οι θεατές περίμεναν (αδικαιολόγητα, πρέπει να πω) κάτι το διαφορετικό για ένα φεστιβάλ.
Τρυφερή και ανθρώπινη αποδείχτηκε η άλλη γαλλική συμμετοχή, τα «35 ρούμια» της Κλερ Ντενί. Η ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων - αφρικανικής, βασικά, καταγωγής - στη σύγχρονη Γαλλία, με τη σκηνοθέτιδα να καταγράφει με ζεστασιά και αγάπη τις σχέσεις τους, ιδιαίτερα εκείνη ανάμεσα σ' έναν πατέρα και την κόρη του.Στις καλές ταινίες εντάσσεται και η 19λεπτη ταινία «Cry Me a River» του Κινέζου Τζία Ζανγκ-Κε ("24 City"), που προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού, και αποτελεί μέρος μιας σπονδυλωτής ταινίας, από πέντες διαφορετικούς σκηνοθέτες, γύρω από διάφορες πόλεις της σύγχρονης Κίνας. Στο δικό του επεισόδιο, ο Ζανγκ-Κε σχολιάζει τις πρόσφατες οικονομικές και άλλες αλλαγές στην Κίνα, μέσα από τη συνάντηση μιας ομάδας πετυχημένων -οικονομικά- ανθρώπων, που στα φοιτητικά τους χρόνια αγωνίζονταν για σημαντικές αλλαγές και οι οποίοι τώρα δείχνουν να έχουν βολευτεί.
Στην άλλη κινέζικη ταινία, την «Πλαστική πόλη», που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα, ο σκηνοθέτης Γιου ΛΙκ-Γουάι ταξιδεύει στη Βραζιλία για να παρουσιάσει τα προβλήματα των εκεί Κινέζων μεταναστών. Πρόκειται για είδος θρίλερ, με τη μαφία και γενικά τον υπόκοσμο, που προσπαθεί να συνδυάσει -όχι πάντα με επιτυχία (με αποτέλεσμα τμήμα του κοινού στο τέλος να τη γιουχαϊσει)- το ρεαλιστικό με το συμβολικό ποιητικό στοιχείο. Στα συν της ταινίας, οι εικαστικά συναρπαστικές εικόνες της.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ

Τρελές αδελφές του Μπιλ Ντιουκ

Μουσική κωμωδία είναι η ταινία του Μπιλ Ντιουκ «Τρελές αδελφές». Η Ντελόρες Βαν Καρτιέ έχει επιστρέψει στα παλιά της λημέρια. Τραγουδάει στο δικό της μαγαζί στο Λας Βέγκας, μέχρι τη μέρα που οι παλιές της γνώριμες από το μοναστήρι ζητούν τη βοήθειά της για να εκπαιδεύσει την άθλια σχολική χορωδία της περιοχής. Το σχολείο απειλείται με κλείσιμο και μία επιτυχία στον ετήσιο διαγωνισμό χορωδίας αποτελεί τη μοναδική του σωτηρία. Η Ντελόρες ξαναφοράει τα παλιά της ράσα και ως Αδελφή Μέρι Κλάρενς αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει τους πιο ατίθασους, άμουσους, αλλά και αξιαγάπητους μαθητές. Οι περιπέτειες της Γούπι Γκόλντμπεργκ στο συντηρητικό μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου συνεχίζονται με αυτή την ταινία. Για άλλη μια φορά η Γούπι Γκόλντμπεργκ κλέβει την παράσταση σε μία κωμωδία γεμάτη σόουλ μελωδίες. Παίζουν: Γούπι Γκόλντμπεργκ, Μάγκι Σμιθ, Τζέιμς Κόμπερν, Λόριν Χιλ (Πέμπτη, 4/9, ΝΕΤ 16.00).

Μπόνι και Κλάιντ του Αρθουρ Πεν

Ο Γουόρεν Μπίτι και η Φέι Νταναγουέι είναι το «ζευγάρι» που πρωταγωνιστεί στην ταινία του Αρθουρ Πεν «Μπόνι και Κλάιντ», ενσαρκώνοντας τους ρόλους του Κλάιντ και της Μπόνι. Ο Κλάιντ προσπαθεί να κλέψει το αυτοκίνητο της μητέρας της Μπόνι και η τελευταία ενθουσιάζεται από αυτή την απόπειρα. Κατόπιν, ο Κλάιντ ληστεύει ένα μαγαζί, ενώ η Μπόνι είναι παρούσα και αποφασίζει να τον ακολουθήσει στην παρανομία. Οι δυο τους μετακινούνται διαρκώς, διαπράττοντας ληστείες σε κάθε πόλη που σταματούν, ώσπου ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον Μπακ, αδελφό του Κλάιντ, τη σύζυγό του Μπλανς και τον Μος, έναν καθυστερημένο νεαρό. Μετά την επιτυχημένη ληστεία μιας τράπεζας, η αστυνομία βρίσκεται στο κατόπι τους και μια ανελέητη καταδίωξη αρχίζει... (Παρασκευή, 5/9, STAR 02.30).

Στην τύχη του Μπαλταζάρ του Ρομπέρ Μπρεσόν


«Στην τύχη του Μπαλταζάρ» είναι ο τίτλος της γαλλικής ταινίας που σκηνοθέτησε ο Ρομπέρ Μπρεσόν. Τρία παιδιά από το Παρίσι περνούν τις διακοπές τους σ' ένα χωριό των Πυρηναίων, παρέα με μια χωριατοπούλα την Μαρί. Εχουν κι έναν γάιδαρο, που τον βαφτίζουν Μπαλταζάρ. Η οικογένεια ενός από τα παιδιά, του Ζακ, φεύγει για πάντα από το χωριό και το κτήμα της διαχειρίζεται ο πατέρας της Μαρί, στην οποία ανήκει πια και ο Μπαλταζάρ. Τα χρόνια περνούν κι ενώ ο πατέρας της Μαρί κατηγορείται άδικα για κακή διαχείριση, ο Ζακ επιστρέφει για να βγάλει άκρη. Ξαναφεύγει άπρακτος και η Μαρί απογοητευμένη, παραμελεί τον γαϊδαράκο. Ο Αρνόλντ, ένας ιδιότυπος τυχοδιώκτης, παραλαμβάνει τον άρρωστο Μπαλταζάρ και τον γιατρεύει παρά την άποψη του κτηνιάτρου, που συνιστά την ευθανασία... Παίζουν: Αν Βιαζέμσκι, Φρανσουά Λαφάρζ, Φιλίπ Ασλέν, Ναταλί Ζουαγιό, Ζαν-Κλοντ Γκιλμπέρ, Βαλτέρ Γκριν (Παρασκευή, 5/9, ΕΤ-1 24.00).

Ακαταμάχητη Αφροδίτη


Ο Γούντι Αλεν είναι ο σκηνοθέτης της ταινίας «Ακαταμάχητη Αφροδίτη». Η υπόθεση της ταινίας έχει ως εξής: Ο Λένι, γνωστός αθλητικογράφος και η Αμάντα, τεχνοκριτικός σε πετυχημένη γκαλερί, είναι ένα σύγχρονο ζευγάρι που ανήκει στην ελίτ του Μανχάταν. Η Αμάντα, αντί να μείνει έγκυος και να χαλάσει τη σιλουέτα της, προτιμά να υιοθετήσει ένα πανέμορφο αγοράκι. Ομως γίνεται ολοένα και πιο απαιτητική. Ο Λένι αισθάνεται ότι αρχίζει να πνίγεται από αυτή τη σχέση, γι' αυτό αφιερώνεται ολόψυχα στον υπέροχο υιοθετημένο γιο του, τον Μαξ. Ωσπου κάποια στιγμή αποφασίζει να ανακαλύψει την πραγματική μητέρα του παιδιού, που είναι «αρτίστα» σε πορνοταινίες. Ο Λένι προσπαθεί να τη φέρει στον ίσιο δρόμο, για να μην πληγωθεί το παιδί, όταν μάθει ποια ήταν η αληθινή του μητέρα. Δυστυχώς, όμως, θα αρχίσει να ξεστρατίζει κι εκείνος. Στο τέλος όμως θα υποχρεωθεί να βάλει τάξη στη ζωή τους προς χάριν του παιδιού. Πρωταγωνιστούν: Γούντι Αλεν, Μίρα Σορβίνο, Ελενα Μπόναμ Κάρτερ, Φ. Μάρεϊ Εϊμπραχαμ, Ολυμπία Δουκάκη (Πέμπτη, 4/9, ΝΕΤ 22.00).

ΓΙΑ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΛΒΑΔΟΡ ΑΛΙΕΝΤΕ


«Ούτε το έγκλημα ούτε η βία μπορούν να διακόψουν την κοινωνική εξέλιξη. Η ιστορία είναι δική μας. Γράφεται από τους λαούς...», είναι μερικά από τα τελευταία λόγια του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Η 11η Σεπτέμβρη 2001, με την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων, πέρασε στην ιστορία. Ομως η 11η του Σεπτέμβρη αποτελούσε ήδη ορόσημο, όταν πριν 35 χρόνια, το 1973, βομβαρδίστηκε το προεδρικό μέγαρο, στο Σαντιάγκο της Χιλής, κατά το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Στα τρία μόλις χρόνια διακυβέρνησης του μαρξιστή γιατρού Σαλβαδόρ Αλιέντε, το ουμανιστικό του όραμα, για μια δίκαιη κοινωνία ισότητας και ελευθερίας για όλους, πήρε σάρκα και οστά. Το όνειρο, όμως, για μια ειρηνική επανάσταση προς το σοσιαλισμό γκρεμίστηκε, όταν οι Αμερικανοί, σε αγαστή συνεργασία με την εγχώρια πλουτοκρατία, οργάνωσαν τη συντονισμένη οικονομική αποσταθεροποίηση της χώρας, κάτω από το φόβο απελευθέρωσης της επαναστατικής δυναμικής των μαζών, οδηγώντας, έτσι, τη Χιλή σε μια 17χρονη χούντα, με βασανισμούς, εκτελέσεις και εξαφανίσεις χιλιάδων ανθρώπων.
Μερικές από τις ταινίες που θα προβληθούν στο αφιέρωμα είναι:

«Γλυκιά πατρίδα», 1987, του Μιχάλη Κακογιάννη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, όπου δύο οικογένειες παγιδεύονται κατά το πραξικόπημα του Πινοσέτ.

«Ο αγνοούμενος», 1982, το βραβευμένο με Οσκαρ φιλμ του Κώστα Γαβρά, σε μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Συγκλονιστική είναι η ερμηνεία του Τζακ Λέμον, στο ρόλο του τραγικού πατέρα, ενώ η Σίσι Σπάισεκ υποδύεται τη σύζυγο του αγνοούμενου.

«Ματσούκα», 2004, του Αντρές Γουντ. Στα πλαίσια των κοινωνικών πειραμάτων της κυβέρνησης Αλιέντε, δίνεται δυνατότητα στους αυτόχθονες Ινδιάνους να φοιτήσουν δωρεάν σε ιδιωτικά κολέγια. Ετσι, ο Ματσούκα και ο Γκονζάλο γίνονται φίλοι, παρά τις κοινωνικές τους διαφορές. Η ανατροπή της δημοκρατικής κυβέρνησης, τους αναγκάζει να συνειδητοποιηθούν ταξικά και πολιτικά. Η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία γίνεται βίαια, με τίμημα τη χαμένη τους αθωότητα.

«Πουθενά», 2002, του Λουίς Σεπούλβεδα, με μουσική του Νικόλα Πιοβάνι, όπου μια ιδιότυπη ομάδα πολιτικών κρατουμένων φρουρείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης αντιφρονούντων.

«Βρέχει πάνω απ' το Σαντιάγκο», 1976, του Χέλβιο Σότο, σε μια δραματική αναβίωση των γεγονότων του πραξικοπήματος, με πρωταγωνίστρια την Μπι-Μπι Αντερσον, και μουσική του Αστορ Πιατσόλα. Το ομότιτλο τραγούδι ακούστηκε από το ραδιόφωνο το πρωινό της 11ης Σεπτέμβρη 1973, ως σύνθημα των στρατιωτικών πως ξεκίνησε το πραξικόπημα.

Ιδιαίτερη σημασία έχουν και τα ντοκιμαντέρ που παρουσιάζονται στο αφιέρωμα. Την τιμητική του έχει ο ντοκιμαντερίστας Πατρίτσιο Γκουσμάν.
Στο «Σαλβαδόρ Αλιέντε», 2004, παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του Αλιέντε, με συνεντεύξεις και με υλικό που ο ίδιος είχε κινηματογραφήσει. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κυνικότητα των απόψεων του τότε Αμερικανού Πρέσβη στη Χιλή, Εντουαρντ Κόρι, καθώς και η παρουσία της Ανίτα, που περιγράφει με συγκίνηση τον παιδικό της φίλο Σαλβαδόρ και ζυμώνει μπροστά στην κάμερα, παρά τα 87 της χρόνια, τα αγαπημένα του εμπανάδας. Σ' αυτό το ντοκιμαντέρ αναφέρεται η λέξη «ουτοπία» ως χαρακτηριστικό του «χιλιανού πειράματος». Διαφωτιστική, υπό τους ήχους του παραδοσιακού συγκροτήματος «Ιντι Ιλιμάνι», είναι και η συζήτηση που γίνεται ανάμεσα στα πρώην μέλη της Λαϊκής Ενότητας, της παράταξης του Αλιέντε, που σχολιάζουν τα λάθη του, όπως η συμμετοχή στρατιωτικών στο υπουργικό συμβούλιο, για την αποφυγή πραξικοπήματος: «... δε στηρίχτηκε στη δύναμη των εργατών, αλλά επεδίωξε την υποστήριξη του στρατού». Υποστηρίζουν, δηλαδή, πως το μοντέλο της μετάβασης προς το σοσιαλισμό μέσω της νομιμότητας, είναι αδιέξοδο: «... Χρειαζόταν ο σχηματισμός ενός λαϊκού στρατού. Ο Αλιέντε δεν πίστευε ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις θα παραβίαζαν το Σύνταγμα» λέει με πίκρα ένας σύντροφος, τη στιγμή που βλέπουμε στην οθόνη το βομβαρδισμό της Λα Μονέδα.

Αλλα ντοκιμαντέρ του ίδιου είναι το τρίπτυχο «Η μάχη της Χιλής», με πρώτο μέρος «Η εξέγερση της μπουρζουαζίας», 1975, δεύτερο «Το πραξικόπημα», 1977, και τρίτο «Η λαϊκή εξουσία», 1979, καθώς και «Ο πρώτος χρόνος του Αλιέντε», 1972, αλλά και το «Υπόθεση Πινοσέτ», 2001, για τη σύλληψη του δικτάτορα στο Λονδίνο, στις 22 Σεπτέμβρη 1998, όπου, μετά από 25 χρόνια, κλήθηκαν για πρώτη φορά σε ακρόαση από το δικαστήριο τα θύματα της χούντας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα σπάνια ντοκιμαντέρ των Ανατολικογερμανών Βάλτερ Χαϊνόφσκι και Γκέρχαρντ Σόιμαν:
«Ο πόλεμος με τις μούμιες», 1974, μας μεταφέρει από την πρώτη σκηνή σε μια ενθουσιώδη διαδήλωση των αρχών του '70, με κυρίαρχο σύνθημα «Οποιος δε χοροπηδάει είναι μούμια!», όπου η λέξη μούμια, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, συμβολίζει τον «καπιταλιστή, αυτόν που κλέβει το μεροκάματο του εργάτη». Στο φιλμ αυτό, παρουσιάζεται η προετοιμασία του πραξικοπήματος. Οι εικόνες νεορεαλιστικής αισθητικής, με τα πεινασμένα παιδιά, πείθουν για την εξαθλίωση του λαού και την αναγκαιότητα του κοινωνικού έργου του Αλιέντε, που δεσμεύεται για «τέσσερις τοίχους και μία στέγη για όλους». Μια χαρακτηριστική κινηματογραφική πρακτική των σκηνοθετών είναι η χρήση ενός «ιδεολογικού» μοντάζ, μέσα από την αντίφαση: κατά το βομβαρδισμό του προεδρικού μεγάρου, βλέπουμε μια αγρότισσα να λέει «ο Πρόεδρος δε θα μας προδώσει, είναι άνθρωπος με καλή καρδιά» και ένα πλάνο συλλογικής φωτογραφίας του δικτάτορα Πινοσέτ σε αυταρχική πόζα, ανάμεσα σε χουντικούς στρατιωτικούς. Γνωστή αισθητική, που επιχειρεί με πόζες μεγαλείου να επιβάλει την εξουσία των στρατηγών. Στη συνέχεια παρακολουθούμε τις κτηνωδίες της χουντικής δικτατορίας, με ανθρώπους δεμένους πισθάγκωνα, που καταλήγουν σε κοντινό πλάνο με υψωμένη γροθιά, μπροστά από τη σημαία της Λαϊκής Ενότητας. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα της εξαιρετικής δουλειάς του μοντάζ των Χαϊνόφσκι και Σόιμαν, που δημιούργησαν τα πιο πολιτικά ντοκιμαντέρ για τη δικτατορία της Χιλής. Η εστίαση στα πρόσωπα, ως αυθεντικά πορτρέτα του χιλιανού λαού, μαρτυρά την ουμανιστική μαρξιστική αισθητική των σκηνοθετών. Στο ντοκιμαντέρ, αποκαλύπτονται βήμα προς βήμα τα συμφέροντα των αμερικάνικων μονοπωλίων και των πολυεθνικών που οδήγησαν τη Χιλή σε οικονομικό αποκλεισμό.
«Αλύγιστος στη φωτιά», 1978. Η πρώτη εικόνα δείχνει τον Σαλβαδόρ Αλιέντε ετοιμοπόλεμο, με το αυτόματο που του χάρισε ο Φιντέλ Κάστρο και στρατιωτικό κράνος, κατά το πρωινό της 11ης Σεπτέμβρη 1973. Η σύζυγός του Ορτένσια και ο σύντροφός του Ντανίλο Μπαρτουλίν μιλάνε μπροστά στο φακό για τις τελευταίες ώρες του Αλιέντε. Εδώ αποτυπώνεται λεπτό προς λεπτό η μάχη της υπεράσπισης του προεδρικού μεγάρου. Οι διοικητές της χούντας αποκαλύπτουν την επιχείρηση της Αεροπορίας, με κωδικό όνομα «Σιλένσιο», για το βομβαρδισμό του Λα Μονέδα, καθώς και πολυάριθμων ραδιοσταθμών και της οικίας του Προέδρου. Συγκλονιστική είναι η ακρόαση του τελευταίου λόγου του Αλιέντε, που αποχαιρετά τον χιλιανό λαό.
«Οι νεκροί δε σιωπούν», 1978. Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες των συζύγων υπουργών Αμυνας επί Αλιέντε, που αποκαλύπτουν ότι υπέστησαν φριχτά βασανιστήρια πριν τη δολοφονία τους από τη χούντα. Η εικόνα του φλεγόμενου προεδρικού μεγάρου συνδυάζεται με τη βαθύτατα μελαγχολική σονάτα του Μπαχ για σόλο βιολί από τον Γιεχούντι Μενουχίν. Η θλιμμένη μελωδία του Μπαχ συνοδεύει και τις κηδείες των δολοφονηθέντων υπουργών. Ο μαρξιστικός χαρακτήρας του μοντάζ είναι έκδηλος και στις παρελάσεις, όπου βλέπουμε εμβόλιμα πλάνα πολιτών που συλλαμβάνονται, υπό τους ήχους του ίδιου στρατιωτικού εμβατήριου.Αλλα ντοκιμαντέρ του περίφημου ντουέτου σκηνοθετών, είναι:

«Η Χιλή μετά το πραξικόπημα», 1974, όπου οι σκηνοθέτες κατάφεραν να κινηματογραφήσουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και να πάρουν συνεντεύξεις από τους πολιτικούς κρατούμενους, καθώς και «Το λευκό πραξικόπημα», 1975, για την ανεπιτυχή προσπάθεια της ανατροπής του Αλιέντε κατά τις βουλευτικές εκλογές.

Αξίζουν επίσης «Η Χιλή με όπλα και τραγούδια», 1973, σε συλλογική σκηνοθεσία, το σοβιετικής παραγωγής ντοκιμαντέρ «Νύχτα πάνω από τη Χιλή», 1977, των Σεμπάστιαν Αλαρκόν και Αλεξάντρ Κοζάρεβ και «Η πόλη των φωτογράφων», 2006, του Σεμπάστιαν Μαρένο, όπου μια ομάδα φωτορεπόρτερ απαθανατίζει στους δρόμους το λαό της Χιλής κατά τη διάρκεια της 17χρονης χούντας.

Μην χάσετε το εξαιρετικό αυτό αφιέρωμα, που ενισχύει την ιστορική μνήμη μέσα από συγκλονιστικές εικόνες σκοτεινών εποχών, που δεν πρέπει να λησμονούμε, γιατί όπως επισημαίνει και ο Πατρίτσιο Γκουσμάν «... μια χώρα χωρίς ντοκουμέντα είναι μια οικογένεια χωρίς φωτογραφίες, μια άδεια μνήμη».

Ιφιγένεια ΚΑΛΑΝΤΖΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Saturday, August 30, 2008

Μόστρα με πολιτικό στίγμα

Το Χρυσό Λιοντάρι θα δείξει εάν τελικά η Βενετία είναι στη γραμμή «εσωστρέφειας» της Ρώμης

Σήμερα Σάββατο προβάλλεται στη Βενετία η ιταλική ταινία «Un giorno perfetto» κι είναι αυτή που στην ουσία θα κρίνει το φετινό φεστιβάλ και τις επιλογές του διευθυντή Μάρκο Μίλερ.

Διότι εδώ πολλά πράγματα συμβαίνουν, κυρίως στο παρασκήνιο. Πολλά λέγονται, χωρίς να ξέρουμε πόσα πραγματικά γίνονται.

Από ό,τι όμως φαίνεται, μπορεί στην επιφάνεια να διεξάγεται ένα φεστιβάλ που μοιάζει κανονικό σε εκείνους που δεν διαβάζουν πίσω από τις γραμμές και τρέχουν στις συνεντεύξεις Τύπου, οι οποίες εξελίσσονται σε απαρχαιωμένο κι αναχρονιστικό θεσμό με τη σωρεία των ανόητων ερωτήσεων να ευαγγελίζονται τη νέα εποχή των παγκόσμιων πρωινάδικων.

Σε αυτούς, ό,τι και να πει κανείς, θα δει μια άλλη Βενετία. Στην ουσία, όμως, οι υπόλοιποι πρέπει να ζούμε έναν υπόγειο πόλεμο, που διεξάγεται μεταξύ Βενετίας και Ρώμης και χωρίς η τελευταία να φαίνεται, παίρνει με το μέρος της τους πολλούς. Οχι επειδή τους ζητάει συνδρομή του δικού της φεστιβάλ αλλά επειδή έχει βρει έναν έξυπνο, διπλωματικό τρόπο να εκθέτει τη Βενετία.

Ο πόλεμος στο φεστιβάλ, που κήρυξαν οι Γερμανοί διασύροντας το διευθυντή της Μόστρα Μάρκο Μίλερ ότι σκοπός του ήταν να προβάλει το ιταλικό σινεμά και μόνο, άρα σαν να «παγίδεψε» τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, δείχνει από πού έχει ξεκινήσει το «αστείο», που δεν είναι καθόλου αστείο.

Η Ρώμη έκανε την κίνηση να δηλώσει, μέσω του νέου δημάρχου της, του ακροδεξιού Τζάνι Αλεμάνο, πως σκοπός του Φεστιβάλ της Αιώνιας Πόλης από εδώ και πέρα θα είναι να προβάλλεται το ιταλικό σινεμά κι όχι το Χόλιγουντ.

Η Βενετία έπεσε στην παγίδα και πήγε να προβάλει τη Ρώμη κλείνοντας κατά βάση ιταλικές ταινίες κι ετοιμάζοντας πολλαπλά ιταλικά αφιερώματα. Μόνο που η Βενετία έχει να λογοδοτεί στους συμμετέχοντες, όπως κάνουν όλα τα παλαιού τύπου φεστιβάλ.

Η Ρώμη, αντίθετα, δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Το φεστιβάλ της είναι sui generis και, παρ’ όλα αυτά, από τον πρώτο κιόλας χρόνο κατάφερε να πετύχει θεαματικά και να γίνει θεσμός. Είναι ενδεικτικό πως εδώ στη Βενετία, με όλο τον τοπικιστικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο πόλεων, μου λένε, από τον ταξιτζή μέχρι τον receptionist του ξενοδοχείου: «Ηρθες στο Φεστιβάλ της Βενετίας και δεν θα πας στο Φεστιβάλ της Ρώμης;» αναγνωρίζοντάς το κι οι ίδιοι πλέον ως must.

Ολα αυτά, βέβαια, είχαν γίνει χάρη στον προηγούμενο δήμαρχο, τον κεντροαριστερό Βάλτερ Βετρόνι, που ακολούθησε τη μοίρα του Ρομάνο Πρόντι και της παράταξης, βρέθηκε από πετυχημένος δήμαρχος της ιταλικής πρωτεύουσας να γίνεται αρχηγός της τελικά ηττημένης στις εκλογές κεντροαριστερής παράταξης.

Κι εδώ μπήκε το πολιτικό παιχνίδι στη μέση, που ουδέποτε είναι απόν στα κινηματογραφικά ζητήματα της Ιταλίας, τόσο τα γενικά όσο και τα ειδικά, τα φεστιβαλικά.

Ο νέος ακροδεξιός δήμαρχος της Ρώμης, που στηρίζεται από το δεξιό πρωθυπουργό, τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έπρεπε να πάει κάπου παραπέρα το πετυχημένο φεστιβάλ που κληρονόμησε από τον προκάτοχο κι αντίπαλο.

Πλάσαρε ως σύνθημα το «ιταλικό φεστιβάλ για ιταλικό σινεμά». Θέλει να το κάνει αμιγώς ιταλικό. Αν αποτύχει σε επόμενες εκλογές, παγιδεύει τον προσεχή αντίπαλο που θα θελήσει να το επαναφέρει στα αρχικά διεθνή του. Θα έχει να τον κατηγορεί μόνιμα στις προεκλογικές του εκστρατείες πως «ξεπουλήθηκε στο Χόλιγουντ και στους Αμερικανούς», συνθήματα που πιάνουν ακόμα κι όταν ο πρωθυπουργός της χώρας που τα λέει αυτά στηρίζει απόλυτα τον Μπους. Οι καλλιτέχνες, όμως, παρασύρονται, ο λαός το ίδιο και την πληρώνει το σινεμαδάκι.

Πήγε, λοιπόν, η αριστερίζουσα φεστιβαλική Βενετία να τον προλάβει και την έπαθε, ξεσηκώνοντας τους συμμετέχοντες. Διότι κι η Βενετία κάθε άλλο παρά αριστερή είναι, υποτίθεται πως τη νέα ηγεσία την ενέκρινε ο Μπερλουσκόνι.

Τώρα έχουν βγει και σέρνουν διάφορα στον Μάρκο Μίλερ οι ιταλικοί κινηματογραφικοί κύκλοι και οι παράγοντες. Φανεροί πολέμιοι οι Γερμανοί. Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής ο Γερμανός Βιμ Βέντερς.

Καταλάβατε γιατί λέω πως η αποψινή ταινία θα είναι η μοιραία του φεστιβάλ; Διότι συνοδεύεται από εξαιρετικά καλή φήμη, ο σκηνοθέτης της είναι ο πολιτογραφημένος Ιταλός αλλά Τούρκος στο διαβατήριο Φερζάν Οζπέτεκ, και την περιμένουν ως ικανή να διεκδικήσει το Χρυσό Λιοντάρι και να δικαιώσει τον Μάρκο Μίλερ. Αν, όμως, ο Βιμ Βέντερς έχει άλλη γνώμη και τη μοιραστεί με την κριτική επιτροπή, τότε εμείς θα έχουμε πολλά να λέμε και να γράφουμε.

Βενετία, του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗ Μέλος της EFA, Ελεύθερος Τύπος, Σάββατο, 30/08/2008

Νέο Παλάτι για το σινεμά στη Βενετία

Πέρυσι η πρόσοψη του Παλάτσο ντελ Τσίνεμα, έδρας της Μόστρα στο Λίντο, ήταν συμβολικά διακοσμημένη (από τον Ντάντε Φερέτι) με μια τεράστια βαριά που υποτίθεται πως εγκαινίαζε το γκρέμισμα των τοίχων του μουσολινικού κτιρίου, που χρονολογείται από το 1938, την πρώτη έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Νέο Παλάτι για το σινεμά

Φέτος, έχουμε ανάγλυφους χρυσοβαμμένους Λέοντες κρυμμένους πίσω από ένα τεράστιο αδιαφανές δίχτυ. Και, προπαντός, μια τελετή τοποθέτησης του πρώτου τούβλου στις υπό ανακαίνιση εγκαταστάσεις από τους ιθύνοντες της Μπιενάλε και τον Ιταλό υπουργό Πολιτισμού.

Ο λόγος, φυσικά, για το νέο Παλάτσο, που σχεδιαζόταν εδώ και δεκαετίες αλλά ποτέ δεν έμπαινε μπρος ως σχέδιο, ελέω των μόνιμων διακυμάνσεων στο πολιτικό σκηνικό (άρα και στο ΥΠΠΟ) της Ιταλίας. Τώρα που έχει προγραμματικά «τσιμεντωθεί», με τις εργασίες να έχουν ήδη ξεκινήσει (χωρίς να επηρεάζουν την εξέλιξη του τρέχοντος φεστιβάλ), η Μόστρα μπορεί να ευελπιστεί για το καλύτερο, ή για κάτι «πολύ βενετσιάνικο, όπως και απίστευτα μοντέρνο», όπως υπόσχεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής Μάρκο Μίλερ.

Και εξηγούμαστε. Προβλεπόμενο κόστος: 100 εκατομμύρια ευρώ. Πρόσοψη: γυάλινο διχτυωτό μωσαϊκό, σχεδιασμένο από τον Γαλλοϊταλό αρχιτέκτονα Ρούντι Ρικιότι.

Αίθουσες: Πλήρως ανακαινισμένη και διογκωμένη η Σάλα Γκράντε, με χωρητικότητα 2.150 θέσεις (αντί των τωρινών 1.000), το ίδιο μεγαλύτερες και οι άλλες δύο αίθουσες του Παλάτσο, που θα μπορούν να φιλοξενούν συνολικά 1.150 θεατές. Πρόσθετες εγκαταστάσεις: Υπόγειοι χώροι που ήδη σκάβονται μαζί κι ένα μεγάλος υπαίθριος μπροστά στο Καζινό, την έδρα των δημοσιογράφων, εν είδει πλατείας.

Χρονικός στόχος έναρξης λειτουργίας: το 2010 για τη Σάλα Γκράντε, το 2011 για όλο το συγκρότημα. Θα τα προλάβουν έγκαιρα όλα αυτά ο Μίλερ και ο διευθυντής της Μπιενάλε, Πάολο Μπαράτα;

Οπως και να χει ο ανταγωνισμός φουντώνει και τα στελέχη του αμέσως αντίπαλου της Βενετίας φεστιβάλ, εκείνου της Ρώμης (μέσα Οκτωβρίου), έχουν αρχίσει να ξύνουν το ιδρωμένο τους κούτελο.

ΕΘΝΟΣ, 30/08/2008

Η συνταγή για ένα καλό θρίλερ

Τι διδάσκουν ο μετρ Χίτσκοκ, ο Σκορσέζε με τους αρχετυπικούς γκάνγκστερ του και οι αδελφοί Κοέν με τα υπαρξιακά ερωτήματα των ηρώων τους. Διεφθαρμένοι αστυνομικοί, μοιραίες γυναίκες σε ψηλά τακούνια, έντιμοι μαφιόζοι, καταραμένοι εραστές, αποβράσματα του υποκόσμου, αμετανόητα τέρατα και γοητευτικοί διαρρήκτες. Ποια είναι, αλήθεια, τα συστατικά ενός επιτυχημένου γκανγκστερικού θρίλερ (ή αλλιώς φιλμ νουάρ) και πώς το είδος πήρε διαφορετικές μορφές στην πάροδο του χρόνου;

Η συνταγή για ένα καλό θρίλερ

Τι συνδέει τα μαυρόασπρα κλασικά νουάρ με τις υπέροχες σκιάσεις, όπως είναι το «Πάθος και αίμα» του Χάουαρντ Χοκς με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τη Λορίν Μπακόλ με τα μοντέρνα, υπερβίαια αιματοκυλίσματα του «Ρulp fiction» του Κουέντιν Ταραντίνο; Τη χρυσή τομή ανάμεσα στο παλιό και το σύγχρονο αναζητά το κινηματογραφικό φεστιβάλ του καναλιού TCM «Crime scene festival», που φέτος διοργανώνεται από τις 24 έως τις 28 Σεπτεμβρίου για έβδομη χρονιά στο Λονδίνο.

Η συνταγή για ένα καλό θρίλερ

Ενας πρωτάρης θα πρέπει να αναζητήσει έναν μπούσουλα στις ταινίες του Αλφρεντ Χίτσκοκ, των αδελφών Κοέν και του Μάρτιν Σκορσέζε. Των κορυφαίων ίσως εκπροσώπων του συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους.

Ο Χίτσκοκ, ως γνωστόν, λάτρευε τους μηχανισμούς του σασπένς. Αυτός ο κορυφαίος σκηνοθέτης που μάθαμε να αποκαλούμε «μετρ», μας έκανε να ταυτιζόμαστε με τους «κακούς» και να ελπίζουμε ότι θα κάνουν τη βρωμοδουλειά και θα γλιτώσουν. Θυμηθείτε, το γκέι ζευγάρι που διαπράττει τον τέλειο φόνο στη «Θηλιά», τον Ρέι Μίλαντ που καταφέρνει έναν συνάδελφό του να πνίξει τη γυναίκα του στο «Τηλεφωνήστε ασφάλεια αμέσου δράσεως», τους δολοφόνους που ανταλλάσσουν θύματα στον «Αγνωστο του εξπρές», την κλεπτομανή Τίπι Χέντρεν που κλέβει τα αφεντικά της στη «Μάρνη».

Ο Σκορσέζε, από την άλλη, μας σύστησε αρχετυπικούς γκάνγκστερ. Μάτσο άντρες, τρωτούς, νευρικούς, άγριους, θύματα των εμμονών και των φιλοδοξιών τους. «Είμαι αστείος, πώς;», ρωτά ο Τζο Πέσι με μάτι που γυαλίζει τον Ρέι Λιότα στα «Καλά παιδιά».

Και εμείς κρατάμε την αναπνοή μας πιστεύοντας ότι είναι έτοιμος να τον πυροβολήσει. Ενα ισχυρό αφεντικό, με ιδιαίτερο κώδικα τιμής, υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο «Καζίνο».

Σωστός οικογενειάρχης και «ευυπόληπτος» πολίτης δεν διστάζει να σπάσει στο ξύλο τη γυναίκα του (Σάρον Στόουν) όταν το κρίνει αναγκαίο. Εξάλλου, ο Ντε Νίρο είναι ο «σαρωτικός» άντρας των «Κακόφημων δρόμων», ένας αθεράπευτος ψυχάκιας (σημειώστε πως έναν αρχετυπικό γκάνγκστερ υποδύεται και ο Αλ Πατσίνο στην «Υπόθεση Καρλίτο», έναν ανερχόμενο, σκληρό άντρα των δρόμων).

Οσο για τους Κοέν, αυτοί φτιάχνουν ταινίες για να ανατρέπουν τους κανόνες τους. Το έκαναν νωρίς στην καριέρα τους με το «Ενα απλό σχέδιο». Οι Κοέν καταλαβαίνουν πόσο σημαντικό είναι για το κοινό να γνωρίζει περισσότερα απ ό,τι οι παίκτες του παιχνιδιού τους, ώστε όταν ένας «ενοχοποιητικός» αναπτήρας ξεμένει στη σκηνή του εγκλήματος, εμείς ευχόμαστε ο ένοχος να γυρίσει να το δει....

Το αναπόδραστο της μοίρας και τα υπαρξιακά ερωτήματα των ηρώων τους διατρέχουν όλη τη φιλμογραφία τους, με τελευταία απόδειξη το βραβευμένο με Οσκαρ «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους», όπου ο τρομακτικός Χαβιέ Μπαρδέμ έγινε απόκοσμος εξολοθρευτής...

Η επιτυχία ενός γκανγκστερικού φιλμ σίγουρα δεν έχει να κάνει μόνο με το πιστολίδι και πόσο βασανιστικά πεθαίνουν οι ήρωες του. Εχει να κάνει με το αναποδογύρισμα των όρων στη σκακιέρα και τη θανάσιμη γοητεία των πρωταγωνιστών. Απόδειξη όλες οι διάσημες γυναίκες που «στόλισαν»το είδος, από την Μπάρμπαρα Στάνγουικ («Με διπλή ταυτότητα») μέχρι την Ούμα Θέρμαν («Ρulp fiction»).

Μαφία χωρίς γκλάμουρ και κλισέ

Της ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Ελευθεροτυπία / 2 - 30/08/2008

Τα «Γόμορρα» του Ρομπέρτο Σαβιάνο έγιναν μπέστ σέλερ σε χρόνο-ρεκόρ. Αλλά και η εμπνευσμένη από το βιβλίο ταινία του Ιταλού Ματέο Γκαρόνε είχε ανάλογη τύχη. Απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο στις φετινές Κάνες. Εμείς θα τη δούμε στις «Νύχτες Πρεμιέρας-Conn Χ», 17-28 Σεπτεμβρίου. Στις αίθουσες θα βγει από τη Film Trade.

«Η ταινία διηγείται την πραγματικότητα ενός πολέμου. Γιατί για πόλεμο πρόκειται, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος κάθε τρεις μέρες και οι νεκροί φτάνουν τους 200 τον χρόνο», λέει ο σκηνοθέτης τής «Γόμορρα»
Τη χαρά του σκηνοθέτη και των σινεφίλ, πάντως, δεν συμμερίστηκε ο Μπερλουσκόνι. Δυσανασχέτησε με τη δυσφήμηση της χώρας του. Γιατί ο Γκαρόνε, μέσα από πέντε ιστορίες, τρυπώνει στον κόσμο της ναπολιτάνικης Καμόρα. Βία, όπλα, ναρκωτικά, διαμάχες συμμοριών και διακίνηση αγαθών κάθε είδους συνθέτουν την άγρια τοιχογραφία της ταινίας.
Ευτυχώς πάντως για τον 40χρονο σκηνοθέτη τής «Γόμορρα», δεν ζει το μαρτύριο του συγγραφέα, ο οποίος, δύο χρόνια μετά, εξακολουθεί να κυκλοφορεί με αστυνομική προστασία. Δεν είναι και λίγο να τα βάλεις με τη Μαφία. Ο Γκαρόνε πάντως το πρώτο πράγμα που σπεύδει να μας ξεκαθαρίσει, είναι ότι δεν πρόκειται για μια ταινία - καταγγελία. Γι' αυτό και παραμέρισε το ρεπορτάζ και τα ονόματα, χωρίς ωστόσο να πέσει στην παγίδα των χολιγουντιανών κλισέ που συνήθως βλέπουμε σε τέτοιου είδους ταινίες. Κινηματογραφικές δουλειές του Γκαρόνε έχουμε δει στο παρελθόν. Γνωστότερος «Ο πρώτος έρωτας» (2003), η ιστορία ενός παθολογικού έρωτα, με πρωταγωνιστή έναν άντρα, εμμονικό με σκελετικές γυναίκες, στα όρια της ανορεξίας.
  • Πώς πήρατε την απόφαση να μεταφέρετε στο σινεμά το βιβλίο;
«Ηταν ιδέα του παραγωγού Ντομένικο Προκάτσι, με τον οποίο έκανα τις τελευταίες μου ταινίες. Μου το πρότεινε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, πριν γίνει μπεστ σέλερ και πριν δεχτεί ο Σαβιάνο απειλές κατά της ζωής του. Ολα αυτά τα ζήσαμε μαζί, όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε το σενάριο. Ο Σαβιάνο διεκτραγωδούσε τον κόσμο της Καμόρας εκ των έσω, από μια καινοτόμο οπτική γωνία. Περιγράφει χαρακτήρες με μοναδικό τρόπο».

  • Στην πορεία, δεν σας τρόμαξε το ότι ο Σαβιάνο δεν μπορεί να βγει από το σπίτι του; Εσείς δεχτήκατε απειλές για τη ζωή σας;
«Ο Σαβιάνο έκανε ευθεία επίθεση στους νονούς της Μαφίας και μάλιστα στο γήπεδό τους, όταν πήγαινε στα μέρη τους για να παρουσιάσει το βιβλίο. Η ταινία δεν είναι καταγγελία όπως το βιβλίο. Πίστευα ότι το φιλμ έπρεπε να ασχοληθεί με θέματα που απευθύνονται σε όλο τον κόσμο. Τους μηχανισμούς και τα ονόματα τα αφήνω στη δημοσιογραφική έρευνα. Αν κινηθείς προς τα εκεί, απευθύνεσαι σε ένα τηλεοπτικό κοινό που θέλει να δει ρεπορτάζ. Το σινεμά έχει μια προσέγγιση πιο βαθιά, περισσότερο συναισθηματική, παρά λογική. Μια ταινία πρέπει να σε αγγίζει περισσότερο στο στομάχι, παρά στο κεφάλι. Η δική μου δεν χτυπά κατά μέτωπο την Καμόρα. Αφήνει τον θεατή να βγάλει τα συμπεράσματά του. Οι συνέπειες των επιλογών ορισμένων χαρακτήρων πάντως λειτουργούν αποτρεπτικά».
  • Διάβασα ότι στην ταινία χρησιμοποιήσατε ανθρώπους από τις φυλακές. Ισχύει;
«Κάποιοι από τους ηθοποιούς είναι πρώην φυλακισμένοι. Υπάρχουν σκηνοθέτες που ανεβάζουν παραστάσεις με φυλακισμένους. Αυτοί μου τους υπέδειξαν. Για παράδειγμα, δύο από τους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν κάποιους νεαρούς ήρωες, δουλεύουν εδώ και χρόνια σε θεατρική ομάδα με ένα σκηνοθέτη που λέγεται Μαρτινέλι, γυρίζοντας όλη την Ιταλία. Οπότε είναι εξοικειωμένοι με τη σκηνή. Δούλεψα λοιπόν με πρόσωπα που είχαν σχέση με τους τόπους όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Για μένα αυτό ήταν μείζον. Είναι λάθος ότι οι ηθοποιοί μου ήταν απλοί άνθρωποι του δρόμου. Στην πραγματικότητα είναι ηθοποιοί που παίζουν στο θέατρο και ζουν σε εκείνα τα μέρη. Οι κύριοι ρόλοι ερμηνεύτηκαν μάλιστα κυρίως από ηθοποιούς με κλασική πορεία στο θέατρο. Ο Τόνι Σερβίλο, π.χ., είναι από τους σημαντικούς ηθοποιούς μας στην Ιταλία. Προέρχεται από το θέατρο του Εντουάρντο ντε Φιλίπο».
  • Σας επηρέασαν καθόλου ταινίες για τη Μαφία άλλων σκηνοθετών, όπως οι Σκορσέζε, Κόπολα, Ντε Πάλμα;
«Αυτοί οι σκηνοθέτες, τους οποίους λατρεύω, έχουν ένα στοιχείο glamour. Δεν το επικρίνω, απλά είχαν την ικανότητα να απεικονίσουν τον μύθο που συνδέεται με τον εγκληματία. Ο Σαβιάνο όμως το λέει καθαρά και εγώ συμφωνώ απόλυτα μαζί του: δεν είναι το σινεμά που αντιγράφει την πραγματικότητα, αλλά το αντίθετο. Γυρίσαμε μια σκηνή με δύο νεαρούς αναρχικούς, τον "Μάρκο" και τον "Τσίρο", σε μια βίλα που ανήκει στην πραγματικότητα σε κάποιον αρχηγό της Μαφίας, τον Σκιαβόνε. Αυτός για να τη φτιάξει είχε δώσει στον αρχιτέκτονα την κασέτα με την ταινία του Ντε Πάλμα "Ο Σημαδεμένος", για να γίνει η έπαυλη ακριβώς όπως εκείνη του Τόνι Μοντάνα! Να πώς στα μέρη αυτά το σινεμά επηρεάζει τον μύθο της εγκληματικότητας». *


Κι αν εκνευρίστηκε ο Μπερλουσκόνι...
  • Ο Μπερλουσκόνι, με αφορμή την ταινία σας, αναρωτήθηκε ρητορικά αν «αυτή πρέπει να είναι η εικόνα της χώρας μας προς τα έξω». Εσάς δεν σας προβλημάτισε η δυσφήμηση της χώρας σας;
«Να σας θυμίσω ότι απέναντι στα αριστουργήματα του κινηματογράφου του νεορεαλισμού ο Τζούλιο Αντρεότι έλεγε, "τα εν οίκω μη εν δήμω"; Αυτό υπήρχε από την εποχή που γυρίζονταν οι σπουδαίες ταινίες του Ροσελίνι, του Ντε Σίκα κ.ά. Η πραγματικότητα είναι εκεί, από την άλλη όμως, ελπίζω η ταινία μου να "διαβαστεί" ως μια μεταφορά για τον κόσμο του Νότου. Τα θέματα που πραγματεύομαι -και δίνω έμφαση στον όρο θέματα- είναι παγκόσμια. Το πρόβλημα της διακίνησης ναρκωτικών, η σχέση ανάμεσα στη μυθοπλασία και το πραγματικό. Σας παραπέμπω στους δύο πιτσιρίκους της ταινίας που νομίζουν ότι ζουν στον κινηματογράφο αλλά συνειδητοποιούν, όταν βέβαια είναι αργά, ότι ζουν σε μια πραγματικότητα. Ας θυμηθούμε τις σφαγές στα αμερικανικά κολέγια, που οι μαθητές μπαίνουν μέσα με τα όπλα, νομίζοντας ότι είναι βιντεοπαιχνίδι. Ο ράφτης της ταινίας είναι ένας χαρακτήρας παγκόσμιος, που αντιπροσωπεύει τη μαύρη εργασία και την εκμετάλλευση. Η Nike δεν χρησιμοποιεί παιδιά ως φτηνά εργατικά χέρια; Η ταινία διηγείται την πραγματικότητα ενός πολέμου. Γιατί για πόλεμο πρόκειται, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος κάθε τρεις μέρες κι οι νεκροί φτάνουν τους 200 τον χρόνο».
  • Εχετε υποστηρίξει ότι η ταινία σας είναι πολιτική. Με ποια έννοια;
«Θεωρώ ότι στην τέχνη η πολιτική συνδέεται με την επιλογή της γλώσσας. Πολλοί πιστεύουν ότι για να κάνεις ένα πολιτικό φιλμ πρέπει να μιλάς από καθέδρας, χωρίς καινοτομίες στη γλώσσα και δίχως ισχυρά συναισθήματα που γεννώνται μέσα από την πλοκή. Μια τέτοια ταινία είναι κενή. Ο Μπουνιουέλ, για παράδειγμα, είχε πολιτική αξία χωρίς να κάνει δηλωμένο πολιτικό κινηματογράφο. Η γλώσσα του ήταν γλώσσα ρήξης με πολιτικό βάρος. Στη ζωγραφική, ο Βαν Γκογκ, που έκανε ηλιοτρόπια, έχει μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα από ζωγράφους του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που απεικόνιζαν ιδρωμένους εργάτες».
  • Θεωρείτε ότι η ταινία, σε συνάρτηση με το βιβλίο, θα μπορούσε να επηρεάσει την κατάσταση σε ό,τι αφορά την Καμόρα; Πιστεύετε στην κοινωνική ισχύ του σινεμά;
«Το φιλμ είχε τεράστια απήχηση στην ιταλική κοινωνία. Εκανε κατανοητές κάποιες δυναμικές. Το βιβλίο βέβαια το κατάφερε ακόμα περισσότερο, γιατί έδωσε πληροφορίες. Προσπάθησα να βρω ισορροπία ανάμεσα στην πληροφορία και την έκφραση. Αυτό είναι το νόημα του σινεμά: διήγηση μέσα από εικόνες. Ως σκηνοθέτης, προσφέρω μια ευκαιρία για σκέψη πάνω σε ορισμένες πραγματικότητες, με την ελπίδα να οδηγήσουν σε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης των καταστάσεων. Δεν είναι δουλειά των σκηνοθετών να λύσουμε τα προβλήματα, αλλά των πολιτικών. Αν και πιστεύω ότι ούτε από αυτούς υπάρχει μαγική συνταγή για την επίλυση των προβλημάτων».

Θρίλερ απαγωγής με την υπογραφή ενός Ελληνα της Κολομβίας

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Καθημερινή, Σάββατο, 30 Aυγούστου 2008

Μέσω εξωτερικού ήρθε μια από τις τελευταίες ελληνικές συμμετοχές στο διεθνές κύκλωμα των κινηματογραφικών φεστιβάλ. Το «PVC-1» του Σπύρου Σταθουλόπουλου, που προβάλλεται ήδη στις ελληνικές αίθουσες, συμμετείχε στο Δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών στο Φεστιβάλ των Καννών του 2007 με την κολομβιανή σημαία, αλλά με τον σκηνοθέτη να επιμένει ότι πρόκειται για ελληνική ταινία, αφού ο ίδιος είναι Ελληνας μεγαλωμένος στην Κολομβία.

Πέρα από το θέμα της υπηκοότητας της ταινίας, το «PVC-1» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα με τους χρόνους και τα μέσα του κινηματογράφου, αφού ο νεαρός σκηνοθέτης γύρισε την ταινία σε ένα και μόνο πλάνο διάρκειας 85 λεπτών. Με τις δυνατότητες που προσφέρουν οι σύγχρονες ψηφιακές κάμερες, το μονοκόμματο γύρισμα δεν είναι κάτι ιδιαίτερα δύσκολο. Αυτό που κατάφερε όμως ο Σταθουλόπουλος είναι να γυρίσει όχι μια απλή ταινία διαλόγου, αλλά ένα θρίλερ απαγωγής, με αρκετό σασπένς, αγωνία, ακόμη και χιούμορ, χωρίς να κάνει ούτε ένα κόψιμο στο γύρισμα. Οπως μας είχε πει ο ίδιος λίγο πριν πάει στις Κάννες, «όλο το γύρισμα έγινε μέσα σε τέσσερις ημέρες στην Κολομβία. Ο ίδιος χειρίστηκα την κάμερα, ένα βαρύ steady cam και για να προετοιμαστώ, έκανα προπόνηση πέντε ώρες τη μέρα επί τρεις μήνες. Εκανα αρκετές πρόβες με τους ηθοποιούς και χρειάστηκε πολλή προετοιμασία. Επειδή ήθελα να γυρίσω σε μονοπλάνο, έπρεπε να είναι όλα προσχεδιασμένα με λεπτομέρεια και για μένα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να χειριστώ την κάμερα, επειδή τα γυρίσματα έγιναν σε μέρη με ζέστη, βράχια και νερά, όπου έπρεπε να κινούμαι με τη βαριά κάμερα».
Το «PVC-1» δεν μπορεί να συγκριθεί με τις ακριβότερες παραγωγές, όπου το κοφτό μοντάζ και οι πλούσιες δυνατότητες σε εναλλαγές χώρων προσφέρουν περισσότερο εντυπωσιακό θέαμα. Ομως, εδώ σημασία έχει η ιδέα. Ο Σταθουλόπουλος είχε μια έξυπνη ιδέα, τη μετέφερε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και κατάφερε να προβάλλει τον εαυτό του στον διεθνή κινηματογραφικό χώρο, αφού ήδη τού έχουν γίνει προτάσεις από διεθνή στούντιο.