Tuesday, March 31, 2009

Τα μυστικά από το εργαστήρι του Αλφρεντ Χίτσκοκ στο Βερολίνο

  • ΕΚΘΕΣΗ. Ηταν το 1966 όταν ο Φρανσουά Τριφό παρουσίασε ένα βιβλίο, το οποίο περιείχε το σύνολο μιας 50ωρης συνέντευξής του με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. «Le Cinema celon Hitchcock» θεωρείται έως σήμερα ένα από το βασικά βιβλία της βιβλιογραφίας του κινηματογράφου.
  • Ενα βήμα παρακάτω επιχειρεί, για πρώτη φορά στην Ευρώπη, η έκθεση: «Hitchock – Casting a shadow. Ο Alfred Hitchcock και το εργαστήρι του», στο Μουσείο Κινηματογράφου του Βερολίνου. Μια έκθεση γεμάτη αποκαλύψεις. Πώς δούλευε τελικά αυτός ο μάγος του σασπένς; Πώς προσέγγιζε την αρχική ιδέα μιας ιστορίας;
  • «Οι περισσότεροι γυρίζουν έργα τα οποία θυμίζουν φωτογραφημένους ανθρώπους που μιλάνε. Αυτό όμως δεν αρκεί! Ο κινηματογράφος για μένα είναι πολλά μικρά κομματάκια φιλμ, τα οποία κολλημένα εκφράζουν μια ιδέα», διηγείται ο «Hitch» σε μια συνέντευξη στα γερμανικά. Δεν του ήταν εύκολο να μάθει τα γερμανικά αλλά στο τέλος δεν τα μιλούσε και τόσο άσχημα, μια που είχε από την αρχή της καριέρας του μια αρκετά στενή σχέση με τη Γερμανία.
  • Ηταν το 1925 όταν επισκέφθηκε στα 20 χρόνια του για πρώτη φορά τα στούντιο της UFA, που ήταν τότε τα πιο σύγχρονα του κόσμου και εργάστηκε ως σεναριογράφος στο έργο «The Blackguard». Στη Γερμανία γνώρισε και τη σύζυγό του, Alma Reville, η οποία έγινε η πιο στενή συνεργάτρια και σύμβουλός του. Επρεπε όμως να περάσουν 40 χρόνια για να επιστρέψει στο Βερολίνο με μια δική του ταινία. Τα γυρίσματα για το «Torn Curtain», πραγματοποιούνται και στις δυο πλευρές του Βερολίνου το 1966, με τον Πολ Νιούμαν και την Τζούλι Αντριους. Η κύρια αποκάλυψη της έκθεσης είναι ότι ο Χίτσκοκ ήταν τόσο καλός λόγω των εξαιρετικών συνεργατών του.
  • Ως μύθος καταρρίπτεται επίσης και η γενική άποψη που ήθελε τον Χίτσκοκ να μην αρχίζει γύρισμα εάν δεν είχε το περιεχόμενο κάθε σκηνής στο μυαλό του.
  • Δούλευε με ιδιαίτερη αγάπη το σενάριο πάνω σε ζωγραφισμένα σκίτσα, τα γνωστά storyboards, που σχεδίαζαν οι ειδικοί συνεργάτες του, πχ. John DeCuir και Harold Michelson. Αυτά τα storyboards, ακολουθούσε με συνέπεια στα γυρίσματα, όπως στα «Πουλιά» του 1963. Αυτό το έργο είχε ένα πρωτότυπο sound design. Εφόσον είχε αποφασίσει να γυρίσει την ταινία χωρίς μουσική, χρειάζονταν μια ειδική τεχνική για τις κραυγές των πουλιών. Η μοναδική τότε μηχανή «Mixtur-Trautonium», ένα είδος μικρού συνθεσάιζερ ήταν σε θέση να δημιουργήσει αυτόν τον ήχο και βρισκόταν μόνο στο Βερολίνο. Μια ακόμη εργασία που δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη βοήθεια των συνεργατών του Χίτσκοκ, Oska Sala και Wolfgang Kieling. Η έκθεση θα είναι ανοικτή έως τέλη Μαΐου 2009.
  • Μαριανθη Mυλωνα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/03/2009

Monday, March 30, 2009

«Ερωτας αλά ελληνικά»: Πρεμιέρα κάτω από τον Παρθενώνα

Πρεμιέρα κάτω από τον Παρθενώνα

  • Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλού. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας «Ερωτας αλά ελληνικά», με την ελληνικής καταγωγής Νία Βαρντάλος να υπογράφει το σενάριο και να πρωταγωνιστεί, παρουσιάζεται αυτή την Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής δυόμισι μήνες πριν από την πρεμιέρα της στους αμερικανικούς κινηματογράφους.
  • Η γνωστή ηθοποιός, που ήθελε όσο τίποτα άλλο να γυρίσει μια ταινία στη χώρα μας, θα είναι ασφαλώς παρούσα στην εκδήλωση μαζί με το σκηνοθέτη της ταινίας Ντόναλντ Πέτρι και τη συμπαραγωγό Μισέλ Χίτζικ-Σόουα. Την παρέα των αστέρων συμπληρώνει ο Αλέξης Γεωργούλης, που για πρώτη φορά πρωταγωνιστεί σε ταινία του Χόλιγουντ σε καίριο ρόλο.
  • Ο «Ερωτας αλά ελληνικά» ήταν η πρώτη ταινία που πήρε επίσημη άδεια για γυρίσματα σε αρχαιολογικούς χώρους της χώρας μας. Η Νία Βαρντάλος και το συνεργείο της ανέβηκαν μέχρι τον Παρθενώνα για τις ανάγκες της ταινίας, ενώ έστησαν τις κάμερές τους στην Αρχαία Ολυμπία και τους Δελφούς. Και όλα αυτά γιατί η ίδια πρωταγωνιστεί στο ρόλο της Ελληνοαμερικανίδας ξεναγού Γεωργίας που αναλαμβάνει να δείξει τα μνημεία σε ένα γκρουπ αδιάφορων Αμερικανών τουριστών. Ενας από αυτούς, ο Ιρβ, που ενσαρκώνεται από το βραβευμένο με Οσκαρ Ρίτσαρντ Ντρέιφους, θα την παροτρύνει να γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της στο πρόσωπο του οδηγού του λεωφορείου του γκρουπ, Πούπι, που υποδύεται ο Αλέξης Γεωργούλης. Η ταινία έγινε σε συμπαραγωγή με την εταιρία του Τομ Χανκς και της, επίσης ελληνικής καταγωγής, συζύγου του Ρίτα Γουίλσον, ενώ τα κοστούμια υπογράφει η βραβευμένη Λάλα Χουέτε, που έχει τιμηθεί για τη δουλειά της στην ταινία «El Greco».
- Πρεμιέρα: 18 Ιουνίου.
  • Ελεύθερος Τύπος, Δευτέρα, 30.03.09

Ο Β. Μυριανθόπουλος μιλάει για την κωμωδία «ΣΕΞ» ΠΟΥ ΕΚΟΨΕ ΗΔΗ 150.000 ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ: «Σήμερα είμαστε πιο ανικανοποίητοι από ποτέ»


«Στο
  • Μετά την περυσινή κινηματογραφική (ύστερα και από τη θεατρική) επιτυχία του «Μόλις χώρισα» και τα 435.000 εισιτήρια που έκοψε, ο Βασίλης Μυριανθόπουλος ξαναχτυπά με μια νεανική αισθηματική κωμωδία και πρωταγωνίστρια πάλι τη Ζέτα Μακρυπούλια. Και το «ΣΕΞ» ή «Σούλα Έλα Ξανά» έχει κόψει ήδη, στις πρώτες δέκα ημέρες προβολής του, πάνω από 150.000 εισιτήρια πανελλαδικά.
  • Κι όμως, ο Βασίλης Μυριανθόπουλος δεν πιστεύει ότι βρήκε κάποια «χρυσή συνταγή» για εύπεπτες, νεανικές κωμωδίες που να απευθύνονται στο πλατύ κοινό και να το φέρνουν στις κινηματογραφικές αίθουσες. «Μακάρι να την είχα βρει, γιατί αυτό θα σήμαινε ένα σταθερό εισόδημα» λέει. «Δεν είμαι και σίγουρος και πως υπάρχει συνταγή».
  • Τέσσερις ανδρικοί χαρακτήρες-στερεότυπα- ένας μαμάκιας, ένας ζηλιάρης, ένας τσιγκούνης και ένας γυναικάς- διεκδικούν στην ταινία την καρδιά της 30χρονης Σούλας. Ένα κορίτσι το οποίο από 15 χρονών φοράει Σανέλ νούμερο 19, αλλά τώρα τριαντάρισε και πολύ φοβάται ότι θα μείνει στο ράφι. Καλεί λοιπόν τους τέσσερις άνδρες ώστε να επιλέξει τον... τυχερό που θα πληρώσει τη νύφη. Μόνο που η Σούλα δεν καταφέρνει να δει τον γάμο ως τηλεπαιχνίδι και τα πράγματα στραβώνουν...
Και στη νέα κωμωδία σας η γυναίκα είναι σε πρώτο πλάνο. Γνωρίζετε τόσο καλά τη γυναικεία ψυχοσύνθεση; Σε ποια θέση είναι σήμερα η νέα Ελληνίδα;
  • «Στο δεύτερο σενάριο που έγραψα μαζί με τη συνεργάτιδά μου Όλγα Μιχαλοπούλου η κεντρική ηρωίδα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να δώσω μια ασφαλή απάντηση για τη σημερινή θέση της νέας Ελληνίδας. Δεν μπορώ να ομαδοποιήσω τους ανθρώπους. Στην περίπτωση της Σούλας, πάντως, μια γυναίκα ανακαλύπτει ότι ενώ έχει σταθεροποιήσει τον κόσμο της οικονομικά και πρα κτικά δεν έχει φροντίσει για την ευτυχία της».
Και ο νέος Έλληνας άνδρας; Μπορούν να τα βρουν τα ζευγάρια μεταξύ τους ή όλο και περισσότερα θα χωρίζουν;
  • «Και ο άνδρας και η γυναίκα σήμερα νομίζω ότι αισθάνονται ανικανοποίητοι σε πολλά επίπεδα. Με την τόσο γρήγορη αλλαγή στόχων, χρόνο με τον χρόνο, οικογένεια, καριέρα, οικονομική εξασφάλιση, δεν είναι σίγουροι πια για το ποια είναι η πραγματική προτεραιότητά τους».
Υπάρχει χρυσή συνταγή για την ειρηνική συνύπαρξη ανδρών- γυναικών;
  • «Κάποιες "αρχές", θα ήταν πιο σωστό. Το να καταλάβει κανείς και την απέναντι θέση θα ήταν μια αρχή. Η απόφαση για συντροφικότητα δεν είναι απλή, θέλει δουλειά και πρέπει να είσαι διατεθειμένος να την κάνεις».
  • Την ηρωίδα του «ΣΕΞ» την πιάνει άγχος να παντρευτεί. Υπάρχει δηλαδή και στη σημερινή ελληνική κοινωνία η ίδια νοοτροπία πως «πετυχημένη» γυναίκα είναι η παντρεμένη; «΄΄Πετυχημένη", "ολοκληρωμένη", "πλήρης", όποια και να είναι η λέξη δηλώνει τη στιγμή που ένας κύκλος κλείνει για να ανοίξει κάποιος άλλος» απαντάει ο Βασίλης Μυριανθόπουλος.
  • Αλλά και η «αγία ελληνική οικογένεια» όπως την ξέραμε μέχρι πρότινος αλλάζει... «Το ότι υπάρχουν πολλά διαφορετικά παραδείγματα αλλαγών σήμερα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχει κλονιστεί και η βάση. Ο εντυπωσιασμός είναι εκείνος που μας μπερδεύει. Απλώς, η σταθερότητα δεν χρειάζεται επιβεβαίωση».
ΙΝFΟ
Η νέα κωμωδία του Βασίλη Μυριανθόπουλου «ΣΕΞ» ή «Σούλα Έλα Ξανά», με τη Ζέτα Μακρυπούλια, προβάλλεται από την προηγούμενη Πέμπτη.

«Το σινεμά διατηρεί τη μαγική του διάσταση»
  • Κατηγορούν τελευταία τις νέες ελληνικές κωμωδίες ότι είναι αντίγραφα τηλεοπτικών σειρών. Ο Βασίλης Μυριανθόπουλος δεν το παραδέχεται και... ξεγλιστράει, λέγοντας απλά «δεν έχω κάποιο παράδειγμα γι΄ αυτό». Και για το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια πολλές ελληνικές ταινίες πάνε πολύ καλά στα ταμεία, δηλώνει: «Μου αρέσει αυτό που συμβαίνει. Δεν ξέρω πού οφείλεται αλλά έτσι κι αλλιώς, ευτυχώς, ο κινηματογράφος διατηρεί τη μαγική διάστασή του».
Βγαίνοντας από το «ΣΕΞ» πώς θα θέλατε να νιώθει ο θεατής;
  • «Θα ήθελα να βγει χαρούμενος και με την αίσθηση ότι για να πετύχει αυτό που ζητεί, πρέπει να βάλει την αγάπη μπροστά και να μη δεχθεί τίποτα λιγότερο από αυτό που αξίζει».
  • ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009. Του Παύλου Θ. Κάγιου

Sunday, March 29, 2009

Ζοσιάν Μπαλασκό: Πολλούς σκανδάλισε η «Πελάτισσά» μου

  • «Μια γυναίκα που πληρώνει για σεξ ενοχλεί» λέει η Ζοσιάν Μπαλασκό, που έρχεται στην Αθήνα για να παρουσιάσει τη νέα της δραματική κομεντί στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Μπορεί να μην έχει παίξει σε ούτε μια μη γαλλόφωνη ταινία, κι όμως η Ζοσιάν Μπαλασκό έχει εξελιχθεί στη δημοφιλέστερη διεθνή κωμικό του σύγχρονου γαλλικού σινεμά, κυρίως μετά την παγκόσμια επιτυχία της ομοφυλοφιλικής κομεντί του 1995 «Για όλα φταίει το γκαζόν», φιλμ επίσης ενδεικτικό του συγγραφικού και σκηνοθετικού της ταλέντου στο είδος.
Η Μπαλασκό ξεκίνησε την κινηματογραφική της καριέρα στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ως κομπάρσος σε γνωστές γαλλικές παραγωγές, ανάμεσά τους και στον «Ενοικο» του Ρομάν Πολάνσκι.
Η Μπαλασκό ξεκίνησε την κινηματογραφική της καριέρα στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ως κομπάρσος σε γνωστές γαλλικές παραγωγές, ανάμεσά τους και στον «Ενοικο» του Ρομάν Πολάνσκι.
  • Στην Ελλάδα τη γνωρίζουμε χάρη όχι μόνο στις κινηματογραφικές της εμφανίσεις («Ντιντιέ», «Αρλετ», «Φίλοι για πάντα»), αλλά και το σανίδι, μια και η θεατρική της κωμωδία «Ο Αϊ-Βασίλης είναι σκέτη λέρα» (που πρωτοέγινε ταινία το 1982) είχε ανεβεί με επιτυχία πριν από λίγα χρόνια και στη χώρα μας.
Η Ζοσιάν Μπαλασκό επί το σκηνοθετικό έργον στα γυρίσματα της «Πελάτισσας», δίπλα στον διευθυντή φωτογραφίας Ιβ Αγκοστινί.
Η Ζοσιάν Μπαλασκό επί το σκηνοθετικό έργον στα γυρίσματα της «Πελάτισσας», δίπλα στον διευθυντή φωτογραφίας Ιβ Αγκοστινί.
  • Πρόσφατα μας δόθηκε η ευκαιρία να τη γνωρίσουμε ακόμα καλύτερα, σε μια αποκλειστική συνέντευξη που μας έδωσε με αφορμή τη δραματική κομεντί «Πελάτισσα», με την ίδια σεναριογράφο, σκηνοθέτρια και συμπρωταγωνίστρια δίπλα στη Ναταλί Μπάιγ. Μια τολμηρή ιστορία έρωτα, ανάμεσα σε μια 50άρα τηλεπαρουσιάστρια κι έναν παντρεμένο νεαρό ζιγκολό, που φέρνει σε λίγες μέρες την 59χρονη Παριζιάνα και στη χώρα μας, ως προσκεκλημένη του 10ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου.

Ακούσαμε πως με την «Πελάτισσα» αντιμετωπίσατε αρχικά πολλά προβλήματα παραγωγής και καθυστερήσεων...

  • Η αρχική εκδοχή του σεναρίου δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Κάποιοι παραγωγοί σοκαρίστηκαν, ανάμεσά τους και στελέχη τηλεοπτικών σταθμών που θα έπρεπε κάποια στιγμή να παραχωρήσουν διαφημιστικό χρόνο στο φιλμ.

Γιατί;

  • Μια γυναίκα που πληρώνει για σεξ δεν ταιριάζει στην παραδοσιακή ηθική, στο μοντέλο μιας τυπικής ερωτικής ιστορίας. Συνήθως ο άντρας πληρώνει. Ενώ εδώ, η γυναίκα είναι που σκάει τα λεφτά, που έχει δηλαδή πλήρη έλεγχο των επιθυμιών της, και ο άντρας χρησιμοποιείται σαν αντικείμενο του πόθου. Κι αυτό ενόχλησε.

Πρόκειται για «γαλλική» ενόχληση, πιστεύετε; Ή θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε χώρα;

  • Στη Γαλλία αυτές ήταν οι αντιδράσεις. Αλλού δεν ξέρω πώς θα το αντιμετώπιζαν το σενάριο. Γεγονός, πάντως, είναι ότι δεν έχουν γυριστεί και πολλές ταινίες διεθνώς πάνω στο θέμα. Θυμάμαι το αμερικανικό «Επάγγελμα ζιγκολό» με τον Ρίτσαρντ Γκιρ. Αλλά εκεί βασικό πρόσωπο ήταν ο άντρας. Αντίθετα, στην ταινία μου το θέμα δεν είναι η ανδρική πορνεία. Είναι πώς αντεπεξέρχεται μια γυναίκα μόνη στην καθημερινότητά της και τι γίνεται όταν συναντά έναν ζιγκολό.

Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο εμπόδιο στη ζωή μιας γυναίκας στη σύγχρονη δυτική κοινωνία;

  • Τη μοναξιά, νομίζω. Τουλάχιστον στη Γαλλία, υπάρχει ένα τρομερό πρόβλημα μοναξιάς. Οχι μόνο για τις γυναίκες, αλά και τους άντρες. Εξ ου και η επιτυχία της κουβέντας και των γνωριμιών μέσω Διαδικτύου. Και εξ ου και το σενάριο. Εχω πολλές γυναίκες γύρω μου, φίλες και γνωστές, στα 50 τους, μόνες ή με τα παιδιά τους, διαζευγμένες, χωρίς αντρική συντροφιά. Αν πάλι ψάξεις για άντρες αυτής της γενιάς, είναι συνήθως χωρισμένοι κι αυτοί, αλλά με νεαρές συντρόφους, καινούργια ζωή, άλλα παιδιά. Αυτά με ενέπνευσαν. Κι όχι απλά μια γυναίκα που πληρώνει για έρωτα.

Πάντως με το «Για όλα φταίει το γκαζόν», τη μεγαλύτερη διεθνή επιτυχία σας, δεν πρέπει να αντιμετωπίσατε ανάλογα προβλήματα στη χρηματοδότηση, κι ας ήταν το αντικείμενο η γυναικεία ομοφυλοφιλία...

  • Εκεί τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Επρόκειτο για καθαρή κωμωδία. Αλλωστε, ακόμη κι αν σκιαγράφησα μια λεσβιακή σχέση, σεβάστηκα τους κανόνες της πολιτικής ορθότητας. Εδώ δεν είναι το ίδιο. Η γυναίκα συμπεριφέρεται σαν άντρας, χωρίς όμως να χρειάζεται να είναι γκέι. Στρέιτ γυναίκα, αλλά με πλήρη έλεγχο στις επιλογές της. Νομίζω αυτό ήταν που σκανδάλισε τους υποψήφιους χορηγούς.

Εχετε συμμετάσχει σε πάνω από 60 ταινίες ως ηθοποιός κι όμως γράψει και σκηνοθετήσει μονάχα επτά. Θέμα χρόνου;...

  • Ξεκίνησα να γράφω και να σκηνοθετώ γιατί δεν έβρισκα ρόλους που να με ικανοποιούν πλήρως. Πάντως προτιμώ να είμαι σκέτα ηθοποιός γιατί είναι πολύ ξεκούραστο. Ιδιαίτερα στο σινεμά. Οπως έλεγε κι ο μακαρίτης φίλος μου ο Κολίς (δημοφιλής Γάλλος κωμικός του '70 και του '80), «οι ηθοποιοί του σινεμά είναι τεμπέληδες». Οταν είσαι δημιουργός ενός φιλμ ή ακόμη ηθοποιός ενός θεατρικού θιάσου, η καθημερινότητα μπορεί να γίνει τρομερά κουραστική. Ενώ, στο σινεμά σε φωνάζουν, σε ετοιμάζουν σαν γελάδι προς επίδειξη σε πανηγύρι, κι αυτό ήταν.

Είναι η πρώτη φορά που θα επισκεφθείτε την Ελλάδα εν όψει του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου;

  • Οχι η πρώτη. Προ τριετίας, είχα φύγει για δυο μέρες από τα γυρίσματα της κωμωδίας «Φίλοι για πάντα» στην Ταορμίνα για να έρθω στη Θεσσαλονίκη να παρουσιάσω την ταινία μου «Η πρώην γυναίκα της ζωής μου». Μου άρεσε η Θεσσαλονίκη γιατί μου θύμισε τη Μασσαλία. Παλιό λιμάνι, με πολλή νεολαία, αλλά και πολλές... μύγες!
ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ, ΕΘΝΟΣ, 28/03/2009

Τζούλια Ρόμπερτς: «Είμαι 41 χρόνων και δείχνω υπέροχη»



«Είμαι 41 χρόνων και δείχνω υπέροχη»
  • Επέστρεψε! Το πιο ακριβοπληρωμένο χαμόγελο του Χόλιγουντ είναι και πάλι στη μεγάλη οθόνη μετά από απουσία πέντε χρόνων από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Το θέμα όμως είναι αν η Τζούλια Ρόμπερτς, στα 41 της χρόνια, είναι σε θέση να πάρει πίσω τη θέση της κορυφαίας ηθοποιού της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Αν πάντως ένα μόνο τρέιλερ μπορεί να πει την αλήθεια, εκείνο της ταινίας «Αδιακρισίες», στην οποία η Τζούλια Ρόμπερτς συμπρωταγωνιστεί με τον Κλάιβ Οουεν (πρεμιέρα στις 16/4), φανερώνει μια ηθοποιό άκρως γοητευτική, που εξαπολύει τις ατάκες της με απίστευτη ευστοχία. Στις «Αδιακρισίες», η Τζούλια Ρόμπερτς μοιάζει να μην έχει χάσει κανένα από εκείνα τα στοιχεία που την έκαναν αστέρι πρώτου μεγέθους. Το αντίθετο. Μετά από τα τρία παιδιά, για χάρη των οποίων αραίωσε τις εμφανίσεις της στα κινηματογραφικά πλατό, δείχνει πιο ώριμη και πιο γοητευτική από τότε που ως Pretty Woman κατακτούσε τις κινηματογραφικές αίθουσες όλου του κόσμου. «Είμαι 41 χρόνων και δείχνω υπέροχη», παραδέχεται υψηλόφωνα η ίδια σε συνέντευξή της στους «Sunday Times» και μάλλον δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό.
  • Η Τζούλια Ρόμπερτς εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Στις «Ανθισμένες Μανόλιες» απέσπασε την πρώτη της υποψηφιότητα για το Οσκαρ β’ γυναικείου ρόλου και η παρουσία της στην ταινία χαρακτηρίστηκε από τους «New York Times» ως «το πιο λαμπερό ντεμπούτο μετά την Οντρεϊ Χέπμπορν». Στο «Pretty Woman» μεταμορφώνεται σε σταρ πρώτου μεγέθους και αποσπά μια ακόμη υποψηφιότητα, για το Οσκαρ α’ γυναικείου ρόλου αυτή τη φορά.
  • Αυτό το βραβείο δεν θα της ξεφύγει και δέκα χρόνια αργότερα, το 2001, το παίρνει σπίτι της για την ερμηνεία της ως Εριν Μπρόκοβιτς στην ομώνυμη ταινία. Δύο χρόνια αργότερα εμφανίζεται στο «Χαμόγελο της Μόνα Λίζα» και η αμοιβή της φτάνει τα 25.000.000 δολάρια. Η υψηλότερη που έχει δοθεί ποτέ σε ηθοποιό.
  • Μετά από αρκετά σκαμπανεβάσματα στην προσωπική της ζωή, ένα διαζύγιο και μια εγκατάλειψη (τρεις μέρες πριν από το γάμο της με τον Κίφερ Σάδερλαντ έφυγε για την Ιρλανδία με τον Τζέισον Πάτρικ), η Τζούλια Ρόμπερτς φαίνεται να έχει βρει την ισορροπία στο πρόσωπο του εικονολήπτη Ντάνιελ Μόντερ, με τον οποίο είναι παντρεμένη από τον Ιούλιο του 2002. Στην περιοδεία της για την προώθηση της νέας της ταινίας, αυτοί που τη συνοδεύουν είναι τα τρία της παιδιά, επιβεβαιώνοντας ότι αυτός είναι ο αγαπημένος της ρόλος.
  • ΖΑΛΙΓΚΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, Ελεύθερος Τύπος, Κυριακή, 29.03.09

"Ζ" Η ταινία που έγινε σύνθημα



  • Αρχικά έμοιαζε μ' ένα τρελό σχέδιο που κανείς δεν ήθελε να χρηματοδοτήσει. Ομως ο Κώστας Γαβράς το γύρισε το «Ζ». Κι όχι μόνο έστρεψε επί χούντας τα μάτια όλου του κόσμου στη χώρα μας, όχι μόνο είδε τον τίτλο της ταινίας του να γίνεται επαναστατικό σύνθημα παντού, αλλά δημιούργησε κι ένα καινούριο κινηματογραφικό είδος, το πολιτικό θρίλερ, θέτοντας τις χολιγουντιανές φόρμες στην υπηρεσία της αμφισβήτησης και της αντίστασης απέναντι στις εκτροπές κάθε λογής εξουσιαστών. Αγέραστη, σαράντα χρόνια μετά, η πολυβραβευμένη ταινία του επαναπροβάλλεται και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, ενώ από την ερχόμενη Πέμπτη θα παίζεται και στην Αθήνα. Ευκαιρία, λοιπόν, να θυμηθούμε ιστορίες που σχετίζονται με την πραγματοποίησή της, «λεπτομέρειες» ίσως, που αναδεικνύουν όμως το κλίμα μιας σημαδιακής εποχής.
* Στις αρχές του 1967, ο Γαβράς έρχεται στην Αθήνα για να επισκεφθεί τους δικούς του. Εχει δύο ταινίες πίσω του, το «Διαμέρισμα δολοφόνων» και το «Un Homme de trop», και φλερτάρει με την ιδέα να μεταφέρει στην οθόνη την «Ανθρώπινη μοίρα» του Μαλρό.

Ανάγνωση στον αέρα

  • Ο αδελφός του Αποστόλης, που συμπτωματικά είχε υπηρετήσει στο στρατό μαζί με τον Βασίλη Βασιλικό, του δίνει ένα αντίτυπο του «Ζ». Το διαβάζει στο αεροπλάνο, επιστρέφοντας στο Παρίσι. Και με το που γίνεται το πραξικόπημα, το αποφασίζει: αυτή θα είναι η επόμενη ταινία του και καμιά άλλη.
* Ο Γαβράς θέλει να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του βιβλίου, αλλά αδυνατεί να εντοπίσει τον αυτοεξόριστο στην Ευρώπη συγγραφέα. Εντελώς τυχαία, από τη μικρή κόρη του Ζυλ Ντασσέν, μαθαίνει πως ζει στη Ρώμη. Πηγαίνει να τον βρει με τον χαρτοφύλακά του υπό μάλης και συμφωνούν ότι τα δικαιώματα θα ζητηθούν από τον γάλλο εκδότη του «Ζ», τον Γκαλιμάρ, κι ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν στην ταινία ασπρόμαυρα ντοκουμέντα, γιατί με την εκρηκτική τους παρουσία θ' αδυνάτιζαν την έγχρωμη φιξιόν.

* Ο Χόρχε Σεμπρούν, που συνυπογράφει το σενάριο με το σκηνοθέτη, διαβάζει το «Ζ» κομματιαστά, ακολουθώντας τους ρυθμούς του γάλλου μεταφραστή. Εχει το ελεύθερο να το αναπλάσει κατά το δοκούν, και ιδού η πιο αποφασιστική επιλογή του: ενώ στο μυθιστόρημα οι δολοφόνοι είναι γνωστοί από την πρώτη σελίδα, στην ταινία αποκαλύπτονται στο τέλος. Η λέξη Ελλάδα δεν αναφέρεται πουθενά. Μόνο μια γραφομηχανή με ελληνικά στοιχεία μαρτυρεί τον τόπο καταγωγής της ιστορίας.

* Βλέποντας τη μία πόρτα να κλείνει μετά την άλλη -οι υπαινιγμοί ότι είχε βάλει και η CIA το χεράκι της στη δολοφονία του ήρωα, φοβίζουν τους γάλλους παραγωγούς που δεν θέλουν να τα τσουγκρίσουν με τους Αμερικάνους- ο Γαβράς πιάνει να ενημερώσει τους συνεργάτες του ότι το σχέδιο ναυαγεί. Ο ανερχόμενος ηθοποιός Ζακ Περέν, που θα κρατούσε τον ρόλο του ρεπόρτερ, του προτείνει: «Εχω κάτι λεφτά και μερικούς φίλους στην Αλγερία. Θες να πάμε να δούμε αν μπορούμε να τη γυρίσουμε εκεί;»

Αντιρρησίας συνείδησης στον γαλλο-αλγερινό πόλεμο, ο Περέν διατηρούσε τις καλύτερες σχέσεις με τους γνωστούς του από το αντάρτικο - ένας μάλιστα απ' αυτούς, ο Μπενί Χαγιά, ήταν τότε υπουργός.

Το Αλγέρι ως Θεσσαλονίκη

Ο Περέν έστησε δική του εταιρεία παραγωγής που συμμετείχε κατά 40% στην ταινία και τα υπόλοιπα έβαλαν οι Αλγερινοί, όχι σε μετρητά, αλλά σε είδος - τεχνικές διευκολύνσεις, κομπάρσους, και το Αλγέρι ως φυσικό ντεκόρ, στη θέση της Θεσσαλονίκης.

* Οταν ο Γαβράς ζήτησε από τον Θεοδωράκη να γράψει τη μουσική της ταινίας, ο Μίκης βρισκόταν εξορία στη Ζάτουνα. Αποδέχτηκε την πρόταση αμέσως, αρκεί να διάβαζε το σενάριο. Μολονότι η επαφή μαζί του ήταν απαγορευμένη, η σύζυγος του σκηνοθέτη ταξίδεψε ώς εκεί για να του παραδώσει το χειρόγραφο αλλά συνελήφθη και έτσι η σκυτάλη του εγχειρήματος πέρασε στον Ζακ Περέν.

* Ο τελευταίος είχε δώσει ραντεβού με τη Μυρτώ Θεοδωράκη σε ξενοδοχείο της Τρίπολης, αλλά πριν προλάβει να της δώσει το σενάριο, επενέβησαν και πάλι οι αρχές για να το κατασχέσουν. Κι έτσι ο Μίκης έδωσε το ελεύθερο στον Γαβρά να αξιοποιήσει ό,τι θέλει από την ήδη γνωστή δουλειά του.

* Το «Γελαστό παιδί», που για τον Λαμπράκη είχε γραφτεί ουσιαστικά, μπήκε στο στόμα των επαναστατών στο Ιράν, των Τουπαμάρος, των τούρκων διαδηλωτών στις απεργίες της Πρωτομαγιάς, ώς και ύμνος μιας περίεργης απελευθερωτικής οργάνωσης στο Μόντρεαλ έγινε. Μετά το θέμα του Ζορμπά, αποδείχτηκε η δεύτερη σε δημοτικότητα από τις διεθνείς μουσικές του Μίκη. Κι από τους πρώτους που το ενέταξαν στο ρεπερτόριό τους ήταν ο αυστραλός κιθαρίστας Τζον Ουίλιαμς.

* Παραμονές των γυρισμάτων, το καλοκαίρι του '68, ο Μοντάν, ως άψογος επαγγελματίας, τηλεφωνεί στον Βασιλικό γεμάτος απορία: «Τι είδους πουκάμισα φορούσε ο Λαμπράκης; Με χαμηλό κολάρο ή με ψηλό;»...

Το τρίκυκλο της ταινίας
  • Ο Βασιλικός προτίμησε να μην βαρύνει τον σκηνοθέτη με την παρουσία του στα γυρίσματα, αλλά ήταν παρών στο πρώτο μοντάζ. «Δεν πρόσεξες ένα μεγάλο λάθος;» τον ρώτησε κάποια στιγμή ο Γαβράς. Τι εννοούσε; Οτι το μοιραίο τρίκυκλο εμφανιζόταν στο φιλμ με τρείς ισομεγέθεις ρόδες, ενώ στην πραγματικότητα η μπροστινή του ήταν μεγαλύτερη από τις άλλες.
* Υπάρχει στο «Ζ» μια σκηνή, όπου πίσω από τον Λαμπράκη/Μοντάν δεσπόζει ένα τεράστιο πορτρέτο του Νίκου Μπελογιάννη. Που βρέθηκε; Ηταν μεγεθυμένη η μικροσκοπική φωτογραφία του έλληνα αγωνιστή, αντίτυπο της οποίας είχε από το 1953 σε περίοπτη θέση, στο τζάκι του σπιτιού της, η Σιμόν Σινιορέ. Εκείνη την είχε δανείσει στον Γαβρά, και την παρέλαβε άθικτη μετά το τέλος των γυρισμάτων.

Ποιο ήταν το αντίδωρο του σκηνοθέτη; Ενα αντίγραφο του περίφημου σκίτσου του Πικάσο «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», που ακριβώς πάνω σ' εκείνη τη φωτογραφία βασιζόταν.

* Ολοι οι γάλλοι ηθοποιοί, αρχής γενομένης από τον Τρεντινιάν, έπαιξαν στο έργο με ποσοστά. «Εκτός από την Ειρήνη Παπά, που ζήτησε δέκα χιλιάδες δολάρια μετρητά και τα πήρε. Μου το έλεγε ο Κώστας αυτό, με κάποια πίκρα», γράφει ο Βασιλικός στην αυτοβιογραφία του.

Ο ίδιος ο συγγραφέας έζησε με τα έσοδα από την ταινία για μια εικοσαετία, ο Ζακ Περέν έκανε με τα κέρδη του άλλες δεκαπέντε παραγωγές, ενώ και οι Αλγερινοί με τα δικά τους, έστησαν την εθνική τους κινηματογραφία. Οσο για τον Γαβρά, όπως έχει δηλώσει, πούλησε τα δικαιώματα του «Ζ» σε ιταλό διανομέα για 60.000 δολάρια, ανύποπτος κι ο ίδιος για τη μελλοντική εμπορική επιτυχία του έργου.

* Από τα άπειρα άρθρα που δημοσιεύονται στο Διαδίκτυο σχετικά με το «Ζ», υπάρχει και η μαρτυρία ενός Αμερικανού από το Τέξας, που το 1969, βλέποντας στο τηλεοπτικό σόου του Τζόνι Κάρσον τον Ιβ Μοντάν να δηλώνει ότι οι κινήσεις του ελέγχονται από το FBI κι ότι μόνο 24ωρη βίζα δικαιούται πια, σοκαρίστηκε από το πόσο σοβαρά είχε πάρει η αμερικανική κυβέρνηση την ταινία.

«CIA εναντίον Ζ»

Με το που άρχισε λοιπόν να προβάλλεται στο Χιούστον, έσπευσε να τη δει. Πήγε σε μεσημεριανή προβολή, γράφει, και η αίθουσα ήταν άδεια. Υπήρχε όμως ένας κοστουμαρισμένος τύπος πίσω του, που φρόντισε να καταγράψει τον αριθμό του αυτοκινήτου του! Την ίδια χρονιά, συνεχίζει, οι εφημερίδες δημοσίευαν δήλωση του αρχηγού της CIA, Εντγκαρ Χούβερ, σύμφωνα με την οποία κανείς πιστός Αμερικανός δεν έπρεπε να πληρώσει χρήματα για να δει το «Ζ»- θα 'ταν αντιπατριωτικό... *
  • Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ, ΚΥΡ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 29/03/2009

Ενα έγκλημα για γέλια. "Μικρό έγκλημα" του Κύπριου Χρίστου Γεωργίου

  • Μια κωμωδία διαφορετική από τις άλλες θα παίζεται από την Πέμπτη στα σινεμά.

  • Κι αυτό γιατί το «Μικρό έγκλημα» του Κύπριου Χρίστου Γεωργίου παίρνει τις αποστάσεις του από τις τηλεκωμωδίες: καταφέρνει να είναι αστείο, χωρίς το χιούμορ του να είναι κακόγουστο ή εξυπνακίστικο, και το αποτέλεσμα είναι αμιγώς ελληνικό - χωρίς όμως το σύνηθες ελληνικό φολκλόρ. Επιπλέον, έχει και σασπένς: Ενας νεοδιορισμένος αστυνομικός, ο Αρης Σερβετάλης, πλήττει θανάσιμα στη μικρή Θηρασιά (το όμορφο και άγριο νησάκι δίπλα στη Σαντορίνη). Οι επαγγελματικές του προκλήσεις περιορίζονται στο να τοποθετεί πινακίδες «Απαγορεύεται ο γυμνισμός» στις ερημικές παραλίες. Οταν όμως ανακαλύπτει το πτώμα ενός ηλικιωμένου σε έναν γκρεμό, η ζωή του αποκτά ενδιαφέρον. Ο συμπαθής ήρωας προσπαθεί να διαλευκάνει τον φόνο, και κάπου στην πορεία ερωτεύεται τη Βίκυ Παπαδοπούλου, μια τηλεοπτική παρουσιάστρα με καταγωγή από κει, που, όπως προκύπτει, σχετίζεται με το θύμα...
  • Με μεταπτυχιακές σπουδές στο Λοτζ της Πολωνίας και θητεία σε τηλεόραση και διαφήμιση, ο Χρίστος Γεωργίου πριν από μερικά χρόνια μας έδωσε την πρώτη του πολυβραβευμένη ταινία «Κάτω από τ'άστρα» με ήρωα έναν Ελληνοκύπριο, ο οποίος πληρώνει μια κοπέλα που κάνει λαθρεμπόριο στο Βορρά να τον πάει στο χωριό του στα Κατεχόμενα. Εκεί όπου, μικρός, πάνω στην εισβολή είδε τους δικούς του να σκοτώνονται... Τώρα, όπως μας είπε στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (όπου το «Μικρό έγκλημα» απέσπασε θετικότατες κριτικές, ακόμα και από το «Variety»), θέλησε να γυρίσει ένα φιλμ που «ο κόσμος θα βλέπει και θα νιώθει καλά».
  • Ποτισμένη με την ανάλαφρη αίσθηση μιας νησιώτικης Ελλάδας, η ταινία του είναι απόρροια της μεγάλης αγάπης του για τα νησιά, τα οποια σάρωσε με τη μηχανή του συναντώντας πολλά ευτράπελα: από πινακίδες που γράφουν «Νο gambing», μέχρι καντίνες με τζαμαϊκάνικες σημαίες με τον Μπομπ Μάρλεϊ. Για ήρωα ήθελε έναν χαρακτήρα σαν λευκό χαρτί που θα είναι ο ξεναγός του θεατή. Ετσι προέκυψε ο αστυνομικός που μόλις έχει μετατεθεί εκεί και αλωνίζει το νησί με το παπάκι του. Οσο για το θύμα, τον Ζαχαρία (Α. Κατσαρής), μέχρι τέλους «παίζουν» διάφορες εκδοχές για τον θάνατό του. Καλοί ηθοποιοί σε χαρακτηριστικούς ρόλους (όπως ο Ερρίκος Λίτσης, η Ράνια Οικονομίδου και η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη σε ρόλο κακιάς) συμπληρώνουν την εικόνα.
  • Τα ευτράπελα δεν έλειψαν από τα γυρίσματα: η ταινία περιέχει και ένα γάμο, αυτόν της Φωτεινής (Δ. Στόγιαννη) με τον Γιάννη. Για το ρόλο του γαμπρού επιλέχθηκε ο Νεκτάριος, ένας Θηρασιώτης αγαπητός σε όλο το νησί. Ομως την επόμενη μέρα των γυρισμάτων του γάμου, ο Νεκτάριος έλαβε ένα δακρύβρεχτο τηλεφώνημα: ήταν η μητέρα του, που μένει στον Πειραιά, και που πίστεψε ότι ο γιος της είχε παντρευτεί πραγματικά πίσω από την πλάτη της...

Συσσίτια και ταινίες. Το 1932 η Αμερική βιώνει μερικές από τις πιο σκληρές μέρες της νεότερης ιστορίας της.

  • Το σαρωτικό οικονομικό κραχ του 1929 αφήνει τον μισό πληθυσμό της χώρας χωρίς δουλειά. Ομως την ίδια ώρα που στους δρόμους καταγράφονται εικόνες εξαθλίωσης, το Χόλιγουντ βιώνει την χρυσή εποχή του. Αν και έχει μειώσει μέσα σε έναν χρόνο δραματικά τα έσοδά του, υποχρεώνοντας σε μαζικές απολύσεις και κλείνοντας πολλά σινεμά, αποφασίζει την ίδια στιγμή να αξιοποιήσει την ευκαιρία προκειμένου να σφίξει τους προϋπολογισμούς του, να επισπεύσει τα γυρίσματα των ταινιών και να κερδίσει πίσω όσο περισσότερους θεατές μπορούσε, εγκαθιδρύοντας την τακτική των διπλών προβολών με ένα εισιτήριο.
  • Μέσα στο χάος, πολλοί σκηνοθέτες δοκίμασαν να πειραματιστούν με τις δυνατότητες και τα όρια του σινεμά, εγκαινιάζοντας μια ξέφρενη δημιουργική περίοδο, η οποία μας κληροδότησε μερικές κλασικές ταινίες. Τη ριζοσπαστική ορμή της περιόδου αυτής κατόρθωσε να αναχαιτίσει μόνο η εμφάνιση του πουριτανικού Κώδικα Χέιζ το 1934. Μέχρι τότε οι θεατές της εποχής πρόλαβαν να δουν τον «Δράκουλα» και τον «Φράνκενσταϊν», να απολαύσουν ορόσημα του γκανγκστερικού σινεμά όπως τον «Μικρό Καίσαρα» και τον «Σημαδεμένο» και να θαμπωθουν από την άνθηση του μιούζικαλ.
  • Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '30 αναβίωσε αυτές τις μέρες ένα κινηματογραφικό αφιέρωμα στο Film Forum του Μανχάταν. Με τον ευφάνταστο τίτλο «Συσσίτια και Σαμπάνια», η ρετροσπεκτίβα υπενθύμισε στους Αμερικανούς πώς προσπαθούσαν να διασκεδάσουν οι συμπατριώτες τους κάτω από το ισοπεδωτικό βάρος του κραχ και αναζήτησε κοινά σημεία ανάμεσα στο Χόλιγουντ των δύσκολων εκείνων ετών και τις μέρες της σημερινής οικονομικής ύφεσης.

Εκ πρώτης όψεως οι ταινίες αποδεικνύουν την ικανότητα που έχει επιδείξει στο παρελθόν η κινηματογραφική βιομηχανία να επιβιώνει και να αντλεί καλλιτεχνικά μέσα από εποχές μεγάλης δυσκολίας. Αντιπροσωπεύουν, ωστόσο, μια ρομαντική περίοδο όπου το σινεμά αποτελούσε το πρωταρχικό μέσο ψυχαγωγίας για ολόκληρη τη χώρα. Στη σημερινή εποχή του Διαδικτύου, των παράνομων downloading και του YouTube, μια επίσκεψη μέχρι τη σκοτεινή αίθουσα θεωρείται για πολλούς πολυτέλεια.

Οι καιροί έχουν αλλάξει, όμως, και για το ίδιο το Χόλιγουντ. Με τα υπέρογκα κονδύλια που επενδύει την τελευταία εικοσαετία, έχει σταδιακά μεταμορφωθεί σε μια ασυλλόγιστη επιχείρηση, η οποία θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί στα αυστηρά νέα οικονομικά δεδομένα. Οταν τους τελευταίους μήνες όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι των μεγάλων στούντιο χάνουν τη δουλειά τους, ο αριθμός των εισιτηρίων μειώνεται δραστικά, οι πωλήσεις στην αγορά του DVD πέφτουν αισθητά και πολυδάπανες παραγωγές μπαίνουν σε αόριστη αναμονή, το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο. Από την άλλη, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι φέτος το καλοκαίρι οι αίθουσες του πλανήτη αναμένεται να γεμίσουν με εντυπωσιακά θεάματα που έχουν θέσει ως στόχο τους να προτείνουν τη φυγή και τη διασκέδαση. Η φαντασία είναι ακόμα δωρεάν. *

  • ΚΥΡ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 29/03/2009

Μια πόλη περιβόλι...

  • Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι σίγουρος: «Μόνο οι άνθρωποι που δεν περιμένουν τίποτα από τους άλλους συμπεριφέρονται άσκεφτα, χωρίς τεχνάσματα, στρατηγικές και επιδείξεις.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος με τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Νίκο Αλατζά και τον Νίκο Κουρή.

  • Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος με τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Νίκο Αλατζά και τον Νίκο Κουρή. Ισως γι' αυτό μας ανακουφίζει η συναναστροφή τους». Ενας τέτοιος τύπος είναι ο ήρωας της νέας ταινίας του σκηνοθέτη «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου. Πρωταγωνιστές της είναι και πάλι οι αγαπημένοι ηθοποιοί του Παναγιωτόπουλου: Λευτέρης Βογιατζής, Νίκος Κουρής, Αλεξία Καλτσίκη. Ο περιπλανώμενος ήρωας (Ν. Κουρής) ανήκει στην ισχυρή μειοψηφία εκείνων που μονολογούν. Με αμπέχονο, κοντό παντελόνι και μποτάκια τριγυρίζει όλη μέρα χωρίς σταματημό. Περπατά ανάλαφρος γιατί «στο βάδισμα οι κακές σκέψεις μένουν πίσω». Του αρέσουν τα φρούτα της Αθήνας...
  • Ως «οιονεί βαδιζομανής» όλο και ανακαλύπτει διάφορα δέντρα. Με μια οξυδερκή ματιά σχηματίζει το χάρτη κάθε δέντρου και μετά το ξετινάζει... Το Κολωνάκι και η Νεάπολη είναι τίγκα στις συκιές, με αρκετές κορομηλιές, ιδίως στα ερειπωμένα νεοκλασικά. Απλώνει το χέρι του και κόβει νεράντζια, όχι για να κάνει γλυκό, αλλά για «ν' απελευθερωθούν τα αιθέρια έλαιά τους». Στην Αμφιθέας, στη Β. Σοφίας, στο Παγκράτι, ακόμα και στον Εθνικό Κήπο βρίσκει μουριές, στον Ευαγγελισμό μεσκουλιές, χαρουπιές, στους πράσινους δρόμους του Παλαιού Φαλήρου πολλές ροδιές. Και τζιτζιφιές πού αλλού; Στις Τζιτζιφιές...

Απ' το λυσσιατρείο στη λαϊκή

  • Στις περιπλανήσεις του συναντά ανθρώπους και ανταλλάσσει μαζί τους σουρεαλιστικούς διαλόγους. Ο μεγάλος του εχθρός είναι τα σκυλιά. Κάποτε, μάλιστα, τον δάγκωσε η Αμαλία, η αρχισκύλα του Ζαππείου, στα παγκάκια του οποίου λειτουργεί η μικρή βουλή του γεροντικού ομίλου της πρωτεύουσας. Τρομοκρατεί τον ταξιτζή που τον μεταφέρει στο λυσσιατρείο ότι δήθεν έχει λύσσα, συγκρούεται με σεκιουριτάδες στα ολυμπιακά έργα, μπαίνει στα λεωφορεία και χαρίζει εισιτήρια σε μια έκρηξη κοινωνικότητας, τρυπώνει στις λαϊκές αγορές και διαλαλεί φρούτα και λαχανικά. Τα καρπούζια, που ισορροπεί στο κεφάλι του, γίνονται ανάρπαστα, εξ ου και το όνομά του: καρπουζοκέφαλος. Κάποτε βρίσκεται ανάμεσα στα πυρά Χρυσαυγιτών-αναρχοαυτόνομων. Μισεί τα αυτοκίνητα γιατί ξέρει ότι «δεν νικά η σάρκα τη λαμαρίνα. Οι άνθρωποι απ' την αγάπη τους γι' αυτά ρήμαξαν, γέρασαν πρόωρα».
  • Εκτός από το παγουρίνο δεμένο στη μέση και το ξύλο για να διώχνει τα σκυλιά, κουβαλά το εργαλείο των τζαμάδων και χαράζει όσα αυτοκίνητα βρίσκονται πάνω στα πεζοδρόμια, αλλά «στα μουλωχτά όλο και ρίχνει μια μαγκιόρα ξυραφιά και στ' άλλα»... Ο Σ. Δημητρίου εμπλέκει στο βιβλίο τις περιπέτειες του ήρωα μ' αυτές της συγγραφής ενός βιβλίου, του συγκεκριμένου μάλιστα βιβλίου. Αυτό το στοιχείο αξιοποίησε ο σκηνοθέτης, βάζοντας τον ήρωα-συγγραφέα να εξηγεί στην εκ Βουλγαρίας οικιακή βοηθό -η οποία δεν ξέρει λέξη ελληνικά- πώς ακριβώς δουλεύει. Ο Λ. Βογιατζής κάνει την Α. Καλτσίκη συμμέτοχο διλημμάτων που του δημιουργούν οι λέξεις έτσι όπως παλατζάρουν στην κόψη του ξυραφιού: «στεναχώριες ή στενοχώριες; Ή μήπως πίκρες;». «Δυστυχισμένος ή δυστυχής;». Κι όσο ο ήρωας δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, ο συγγραφέας, περιμένοντας να ξεπηδήσει η χαμένη σκέψη, μιλάει για τις δικές του διαδρομές στη γεωγραφία της γραφής: την απαρέσκειά του στα αποσιωπητικά, τα κόμματα, τα αρκτικόλεξα, τις συντομογραφίες, την προτίμησή του στην άνω τελεία -«το πιο συμπαθές και σκεπτόμενο σημείο στίξεως», τις λέξεις που έψαχνε να βρει, αλλά στο τέλος τις άφησε από τεμπελιά.
  • Η σκέψη του αρμενίζει ελεύθερα στις γειτονιές τόπων και σωμάτων: στις υπαίθριες ερωτικές συνευρέσεις μέσα στην πόλη που κοντεύουν πια να εξαφανιστούν, αλλά και τους χώρους ούρησης -παρ' όλο που «ένας καλός θύλακας ελεύθερης ουρήσεως είναι στην πλατεία Κλαυθμώνος, γωνία Σταδίου και Δραγατσανίου». Κι ακόμα, υμνεί τη νοστιμιά του λάθους, την παρηγορία του διηγήματος, τη χωριάτικη ζωή, την πολύχυμη προφορική γλώσσα της καθημερινότητας. Ο Ν. Παναγιωτόπουλος είναι ο σκηνοθέτης της Αθήνας. Την έχει φιλμάρει σε όλες του τις ταινίες, πότε σκοτεινή, πότε φαντασμαγορική, πότε αθώα. Τρεις μάλιστα απ' αυτές εμπεριέχουν στους τίτλους το όνομά της: «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» και τώρα «Τα οπωροφόρα της Αθήνας». Την αγαπά και την παρατηρεί.
  • Κάποιοι ενίστανται: «Πώς γίνεται να την αγαπάει, πώς γίνεται να τη βλέπει όμορφη μέσα απ' το φακό;». «Οταν φωτογραφίζεις μια γυναίκα που αγαπάς, θα τη βγάλεις ωραία», λέει. «Μου αρέσει η πεζοπορία του ήρωα. Ο Δημητρίου γράφει κάπου: «ένας χαζός μπορεί να μη συνεισφέρει τον κόπο που του αναλογεί για τη μετανάστευση της ανθρωπότητας σε άλλους πλανήτες αλλά, τελικά, όπου κι αν ταξιδέψει κανείς είναι σα να πηγαίνει απ' τα Εξάρχεια στη Νεάπολη»». Αρκετές από τις παροιμίες, αλλά και τις βωμολοχίες του βιβλίου έχουν μεταφερθεί και στο σενάριο. Τα γυρίσματα στον Εθνικό Κήπο, το Θησείο, το Μετς, τα Εξάρχεια και τη Νεάπολη, μοιραία ακολουθούν την καρποφορία των φρούτων. Οι σκηνές με τα ρόδια και τα νεράντζια μόλις έγιναν και τώρα ο σκηνοθέτης περιμένει τα μούσμουλα, τα σύκα, τα φραγκόσυκα...
  • Τα κοστούμια κάνει όπως πάντα η Μαριάννα Σπανουδάκη και τη διεύθυνση φωτογραφίας έχει ο Γιώργος Φρέντζος. Το σκηνικό είναι του Γιώργου Ανδριτσόγιαννου ενώ τις πρωτότυπες μουσικές και τα τραγούδια έγραψε ο Σταμάτης Κραουνάκης ειδικά για την ταινία. Κι όσο για τους ηθοποιούς, ο Ν. Κουρής εκπλήσσει στο ρόλο αυτό. Ο πρωταγωνιστής του ποιητικού έργου του Κλοντέλ «Ο κλήρος του μεσημεριού» στο Εθνικό Θέατρο, γίνεται κανονικός Καρπουζοκέφαλος στην έξυπνη κωμωδία του Ν. Παναγιωτόπουλου.

«Ας γελάσουμε με το χάλι μας»

  • «Ο ρόλος, ακριβώς επειδή κινείται στο χώρο της φαντασίας, επιτρέπει να κάνεις πράγματα αδιανόητα, υπέροχα μέσα σε μια λυτρωτική ελευθερία», λέει ο ίδιος. «Ο ήρωας σφύζει από ενέργεια. Αποπνέει την αίσθηση ότι θα βαδίζει στο διηνεκές ακούραστος σαν μια αέναη λούπα. Είναι αυθόρμητος, πονηρός, κεφάτος, παρορμητικός, με περιέργεια παιδιού, ανοιχτός σε οτιδήποτε τον εντυπωσιάσει. Μπορεί να περάσει απαρατήρητος, μέχρι που θ' ανοίξει διάλογο και τότε...». Η ένταση των γυρισμάτων ταυτόχρονα με τη θεατρική παράσταση δεν τον κουράζει: «Αν με ψήσει ο σκηνοθέτης μπαίνω μ' όλη μου τη διάθεση. Δεν με νοιάζει τίποτα. Ημουν κακός; Το ξανακάνω όσες φορές χρειαστεί χωρίς συναισθηματικές διαταραχές. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τις ώρες δουλειάς γιατί είναι περισσότερες απ' τις προσωπικές μας. Αρα και κει πρέπει να είμαστε το ίδιο προσωπικοί»...
  • Πώς γίνεται στις δύσκολες συνεργασίες να παραμένει ψύχραιμος; «Εχω δουλέψει πολύ για να περνάω πάνω απ' αυτά. Πέρασα στενόχωρες φάσεις, μοναξιά, προβληματισμούς, αλλά τώρα η αξιολόγηση είναι πάντα επί της ουσίας. Τα μούτρα, οι θυμοί, οι τσακωμοί δεν υπάρχουν για μένα. Με απασχολεί ο βαθύτερος εγωισμός, ο ύπουλος, που δεν χάνεται εύκολα. Αυτός που διακρίνει όλους μας και λειτουργεί ερήμην μας. Γι' αυτό σε δουλειά και σχέσεις θέλω να οριοθετώ πάντα μια συνθήκη «εργασίας». Οσο κι αν παρεκκλίνεις, αυτή θα υπάρχει πάντα ως χρήσιμη βάση. Υπάρχει επίσης και το χιούμορ. Ας ελαφρώσουμε, ας γελάσουμε λίγο με το χάλι μας!». *
Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, κυρ. ελευθεροτυπια / 7 - 29/03/2009

Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου: Οταν οι ταινίες μιλούν γαλλικά

  • Μπορεί στην Ελλάδα να μη βλέπαμε μέχρι προ τινος και τόσες γαλλικές ταινίες, αλλά δέκα χρόνια μετά το πρώτο ραντεβού του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου (που φέτος θα διεξαχθεί μεταξύ 2 και 12 Απριλίου στο «Αττικόν», τον «Απόλλωνα» και το Γαλλικό Ινστιτούτο), οι έλληνες διανομείς ανακάλυψαν επιτέλους το γαλλικό σινεμά: φέτος αγόρασαν περισσότερες γαλλικές ταινίες απ' όλους τους ευρωπαίους συναδέλφους τους. Οι Γάλλοι τα τελευταία χρόνια συναγωνίζονται σε εισπράξεις το Χόλιγουντ, με ταινίες όπως η «Αμελί» και ο «Αστερίξ» -αλλά και με γκέι κωμωδίες όπως το πρόσφατο «Baby love» και το παλιότερο «Για όλα φταίει το γκαζόν» της Ζοσιάν Μπαλασκό, γύρω από τον έρωτα μιας παντρεμένης γυναίκας με την κηπουρό της.
  • Η σκηνοθέτρια θα έρθει στην Αθήνα για να τιμηθεί από το φετινό φεστιβάλ, παρουσία της πρωταγωνίστριας της ταινίας (και μούσας του Αλμοδόβαρ) Βικτόρια Αμπρίλ. Και οι δύο θα είναι στην προβολή του «Γκαζόν» την Παρασκευή στον «Απόλλωνα». Η Μπαλασκό όμως θα μας δείξει και τη νέα της ταινία «Cliente», με τη Ναταλί Μπάιγ στον ρόλο μιας διαζευγμένης που επιδιώκει τη συντροφιά νεαρών ανδρών επί πληρωμή. Οσο για την Αμπρίλ, θα τη δούμε και στο «Leur morale et la notre» της Φλοράνς Κουέντιν, με ήρωες ένα ανήθικο ζευγάρι.
* Δέκα χρόνια κλείνει φέτος το φεστιβάλ (που θα μεταφερθεί και στο «Ολύμπιον» της Θεσσαλονίκης στις 9-15/4) και τα γιορτάζει με την προβολή των περισσότερων από τις υποψήφιες και βραβευμένες ταινίες των φετινών Σεζάρ (τα γαλλικά Οσκαρ). Ανάμεσά τους βέβαια και «Το χάρισμα της Σεραφίν» που σάρωσε τα φετινά βραβεία με ηρωίδα την ξεχασμένη ναΐφ ζωγράφο Σεραφίν του Σανλί.
* Την Τετάρτη θα τιμηθεί ο Κώστας Γαβράς για τα 40 χρόνια του «Ζ», ενώ τις επόμενες δέκα μέρες θα δούμε ταινίες με τους Ιζαμπέλ Ιπέρ, Αννα Μουγκλαλίς, Σοφί Μαρσό, Βενσάν Κασέλ (στον ρόλο ενός θρύλου του εγκλήματος, του Ζακ Μεσρίν), καθώς και ταινίες νέων γάλλων σκηνοθετών, όπως οι Κριστόφ Ονορέ, Μελβίλ Πουπό, Νικολά Ενζέλ και βέβαια ο Ντάνι Μπουν: με τη μεγάλη εισπρακτική του επιτυχία «Είναι τρελοί αυτοί οι Βόρειοι» θα γίνει άλλωστε η πρεμιέρα του φεστιβάλ την Πέμπτη.
* Στις ταινίες που ξεχωρίζουν θα βρείτε επίσης την κόρη της Μπαλασκό, τη Μαριλού Μπερί, μια μικρή με μεγάλο κωμικό ταλέντο, που πρωταγωνιστεί στη σουρεαλιστική κωμωδία «Villaine», αλλά και την αληθινή ιστορία του Κολίς, γάλλου κωμικού του '80, που αποφάσισε για πλάκα να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος της Γαλλίας: η δημοτικότητά του όμως ήταν τέτοια που, αν δεν αποσυρόταν, ίσως είχε καταφέρει να εκλεγεί («Coluche» του Αντουάν ντε Κον).
* Για το τέλος αφήσαμε την υποψήφια για Οσκαρ μικρού μήκους ταινία καρτούν «Οκταπόδι», που θα προβληθεί στην έναρξη της επίσημης πρεμιέρας -ανανεώνει δε το σύνθημα Ελλάς-Γαλλία- συμμαχία: Δύο χταπόδια στην Ελλάδα μπλέκονται σε μια τρομερή κούρσα με το χρόνο για να γλιτώσουν από το μαχαίρι του ταβερνιάρη!
  • ΕΥ. Β., ΚΥΡ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ7 - 29/03/2009

"Ζ" σαράντα χρόνια μετά

Λίγες μέρες πριν από την εκδήλωση-αφιέρωμα στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών οι συντελεστές της ταινίας-θρύλου μιλούν για τις συνθήκες αλλά και για το όραμα που γέννησαν το έργο

  • Ηταν ο αδελφός του Κώστα Γαβρά εκείνος που το 1967 συνέστησε το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού στον σκηνοθέτη. Την ίδια χρονιά έγινε το πραξικόπημα στην Ελλάδα και ο Υβ Μοντάν ενδιαφέρθηκε να μάθει από τον Γαβρά τι γινόταν στη χώρα μας εκείνη την εποχή. Ο Γαβράς αποφάσισε να κινητοποιηθεί εμπράκτως με μια ταινία για τις άσχημες εξελίξεις στη χώρα του. Σε συνεργασία με τον Χόρχε Σεμπρούν άρχισε να κάνει τη σεναριακή διασκευή του «Ζ». Ο Μοντάν είχε υποσχεθεί στον Γαβρά ότι θα έπαιζε οποιονδήποτε ρόλο. Ολοι οι ηθοποιοί που επρόκειτο να συμμετάσχουν στην ταινία είχαν αγαπήσει την ιστορία αλλά η δυσκολία στην ανεύρεση των χρημάτων ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο που η ταινία αντιμετώπισε, όπως μας είπε ο σκηνοθέτης πριν από λίγες ημέρες τηλεφωνικώς από το Παρίσι, έχοντας μόλις επιστρέψει από την Αμερική όπου το φιλμ θα επαναπροβληθεί στις αίθουσες.
  • Με τη σημαντική συνδρομή του ηθοποιού (και αργότερα παραγωγού) Ζακ Περέν, το γαλλικό κράτος βοήθησε οικονομικώς την παραγωγή, της οποίας το κόστος μειώθηκε σημαντικά αφού γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Αλγερία. Χάρη στην επιτυχία του «Ζ», που εκτός των άλλων απέσπασε δύο Οσκαρ (ξενόγλωσσο και μοντάζ) ο αρκάς δημιουργός πήρε τον χαρακτηρισμό του «σκηνοθέτη πολιτικών ταινιών» και άρχισε να οργώνει τον κόσμο αναζητώντας κοινωνικά θέματα πολιτικού χαρακτήρα: η «Κατάσταση πολιορκίας», μια μελέτη πάνω στη δικτατορία της Ουρουγουάης, απαγορεύθηκε στην Αμερική διότι πολλοί πίστεψαν ότι υπεράσπιζε την πολιτική τρομοκρατία. Αντιδράσεις προκλήθηκαν επίσης από την «Ομολογία», τον «Αγνοούμενο» (το Χόλιγουντ τον υποδέχεται για πρώτη φορά το 1981), τη «Χάννα Κ.» το «Στίγμα της προδοσίας», αλλά και το «Αμήν.», που αναφέρθηκε στη συνεργασία Βατικανού- ναζιστών. Το μυθιστόρημα «Ζ» γράφηκε από τον Βασίλη Βασιλικό με αφορμή τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και την αναζήτηση των ενόχων από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη.
  • Ο Ζ (Υβ Μοντάν), ένας επιστήμονας που πρόκειται να δώσει διάλεξη κατά της χρήσης της ατομικής βόμβας, δέχεται την επίθεση ακροδεξιών εξτρεμιστών που συνδέονται με την κυβέρνηση. Η αστυνομία κάνει τα στραβά μάτια. Ο Ζ συνέρχεται από το χτύπημα, δίνει τη διάλεξη αλλά αργότερα υποκύπτει στα τραύματά του. Ενας δημοσιογράφος εντοπίζει έναν μάρτυρα και έναν δικαστή πρόθυμο να τον ακούσει, παρά τις διαμαρτυρίες της κυβέρνησης. Ακολουθεί μια δίκη στην οποία αποκαλύπτεται μια κυβερνητική συνωμοσία αλλά όλα ανατρέπονται όταν στην εξουσία, έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα, ανεβαίνει νέα κυβέρνηση που απαγορεύει τις εκδηλώσεις υπέρ της ειρήνης...

Κώστας Γαβράς (σκηνοθέτης)
«Ολοι αρνούνταν να μας χρηματοδοτήσουν»

- Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι έχετε πια βαρεθεί να μιλάτε για το «Ζ»;

  • Κώστας Γαβράς: «Είναι περίεργο αλλά μόλις γύρισα από τη Νέα Υόρκη, όπου έγινε μια προβολή της ταινίας. Ηταν πολύ συγκινητικό που είδα ένα καινούργιο κοινό το οποίο αντιδρούσε με καταπληκτικό τρόπο προς την ταινία. Οι ερωτήσεις που ακολούθησαν είχαν πολύ ενδιαφέρον γιατί δεν αφορούσαν τόσο την Ελλάδα όσο την Αμερική. Είπαν ότι αυτό που έβλεπαν στην ταινία έγινε ακριβώς το ίδιο την περίοδο του Μπους».

- Πιστεύετε ότι όντως το «Ζ» απηχεί τη σημερινή πραγματικότητα;

  • «Ετσι μου λένε. Μου είναι λίγο δύσκολο να απαντήσω σε αυτό κατευθείαν».

- Αποστασιοποιημένος από τον θρύλο της ταινίας, ως άνθρωπος του κινηματογράφου, πιστεύετε ότι το «Ζ» έχει νικήσει τον χρόνο;

  • «Γενικά πιστεύω ότι οι ταινίες δεν νικούν τον χρόνο. Λέω πάντα ότι οι ταινίες είναι σαν τις πεταλούδες: ζουν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και η ζωή τους είναι δεμένη με τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω τους. Φαίνεται όμως ότι το “Ζ” ξεπερνά αυτό το πρόβλημα. Ετσι τουλάχιστον ακούω. Οποτε προβάλλεται στην τηλεόραση ή αλλού μου λένε ότι το φιλμ δεν έχει αλλάξει καθόλου, παραμένει πολύ δυνατό».

- Πότε την είδατε ως θεατής για τελευταία φορά;

  • «Κανένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να δει ως θεατής μια ταινία του. Την είδα, όπως είπα, στη Νέα Υόρκη αλλά ήμουν κρυμμένος και το κοινό δεν γνώριζε ότι βρισκόμουν στην αίθουσα. Μου έκανε εντύπωση η δραματουργική οργάνωσή της. Είχαμε μια νεότητα τότε... Δεν είχαμε καμία δέσμευση, θυμάμαι πως έκανα ό,τι περνούσε από το κεφάλι μου».

- Μιλώντας με τον Υβ Μοντάν τα χρόνια που ακολούθησαν τι νιώθατε σε σχέση με τη θέση του απέναντι στην ταινία; Την αγαπούσε;

  • «Πολύ. Το παράξενο είναι ότι ο ρόλος του στην ταινία δεν ξεπερνά τα 12 λεπτά...».

- Είναι όμως η καρδιά της!

  • «Ακριβώς. Είναι η καρδιά της ταινίας. Τόσο το “Ζ” όσο και η “Ομολογία”, η οποία όμως τον ακουμπούσε πολύ πιο βαθιά, πολύ πιο προσωπικά, ήταν ταινίες με τις οποίες ο Μοντάν άλλαξε το προφίλ του ως ηθοποιού. Ο Μοντάν έλεγε πάντα ότι έγινε ηθοποιός με το “Διαμέρισμα δολοφόνων” (η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γαβρά). Πριν από αυτήν, σύμφωνα με τις βιογραφίες του, μιμούνταν τους αμερικανούς ηθοποιούς: τον Τζον Γουέιν, τον Ερολ Φλιν... Με το “Διαμέρισμα δολοφόνων” είπε ότι κατάλαβε πώς ένας ηθοποιός πρέπει να δημιουργεί έναν χαρακτήρα. Και κατά κάποιον τρόπο, το “Ζ” ήταν ένα νέο ξεκίνημα για αυτόν».

- Ποια ήταν τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του «Ζ»;

  • «Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν που δεν είχαμε λεφτά για να κάνουμε την ταινία. (γελάει) Ολοι αρνούνταν να τη χρηματοδοτήσουν. Είχαμε τους ηθοποιούς, είχαμε τη θέληση όλων να δουλέψουν ως το τέλος για την ταινία και χωρίς να είναι καλοπληρωμένοι- κάτι που μου έδινε μεγάλο ενθουσιασμό- αλλά είχαμε και μια άρνηση. Μας ρωτούσαν γιατί κάνουμε μια ταινία που κανένας δεν θα θέλει να δει. Δεν την πίστευαν καθόλου. Ενας φίλος παραγωγός, ο Ντόρφμαν, ο οποίος ήθελε να κάνουμε μαζί μια ταινία, μου είπε: “Κώστα, εγώ με σένα γυρίζω και τον τηλεφωνικό κατάλογο αν θέλεις, πάντως όχι αυτή την ταινία”. Το τι ακούσαμε εκείνη την εποχή ήταν απίθανο».

- Και τελικά πώς βρέθηκαν τα χρήματα για την ταινία;

  • «Λίγα μας έδωσε το γαλλικό κράτος επειδή το σενάριο ήταν καλό. Υστερα εμφανίστηκε ένας διανομέας και μας έδωσε κάτι σαν βοήθεια. Βοήθησε πολύ και το γεγονός ότι γυρίσαμε το φιλμ στην Αλγερία, κάτι που δεν μας στοίχισε καθόλου ακριβά. Η Αλγερία δεν έβαλε χρήματα αλλά μας βοήθησε με τεχνικούς, μας βοήθησε να γυρίσουμε σκηνές στο κέντρο της πόλης σταματώντας την κυκλοφορία χωρίς να πληρώσουμε την αστυνομία. Τέτοια πράγματα».

- Πόσο επηρέασε όχι μόνο την κινηματογραφική αλλά και την πολιτική σκέψη σας η επιτυχία του «Ζ»;

  • «Αυτή την ιδέα να κάνω στον κινηματογράφο κάτι διαφορετικό την είχα από τότε που τέλειωσα την πρώτη μου ταινία, το “Διαμέρισμα δολοφόνων”. Ηρθε ο παραγωγός των “Τζέιμς Μποντ”, ο Χάρι Σάλτζμαν, και μου είπε να κάνουμε μια ταινία μαζί. Οταν με ρώτησε τι ταινία ήθελε να κάνω, του πρότεινα την “Ανθρώπινη συνθήκη” του Αντρέ Μαλρό, ένα κλασικό βιβλίο της γαλλικής λογοτεχνίας με θέμα την επανάσταση της Κίνας με τους μεγάλους άγγλους και αμερικανούς πρωταγωνιστές. Η απάντησή του ήταν ότι η ταινία θα είναι “πολύ κινέζικη”. Το θέμα είναι ότι είχα τετοιες ιδέες από πιο πριν γιατί ο κινηματογράφος δεν ησχολείτο τότε με αυτά τα ζητήματα. Ή μάλλον καθόλου, εκτός από μια περίοδο του σοβιετικού κινηματογράφου. Το “Ζ” ήταν μια καταπληκτική ευκαιρία».

- Πόσο κόστισε το φιλμ;

  • «Τριακόσιες ογδόντα χιλιάδες δολάρια ή κάτι τέτοιο. Οι Αμερικανοί το βρήκαν γελοίο ποσό».

- Και για να κλείσουμε κάπως ελαφρά: Πού βρίσκεται τοποθετημένο το Οσκαρ σας;

  • «Α! είναι κάπου εδώ... στο γραφείο μου».

Μίκης Θεοδωράκης (συνθέτης)
«Δεν μπόρεσα να διαβάσω το σενάριο»

  • «Οταν ο Κώστας Γαβράς γύριζε το “Ζ”, εγώ βρισκόμουν εξόριστος στη Ζάτουνα. Κάποτε έλαβα το μήνυμα ότι θα ήθελε τη συνεργασία μου, κι εγώ απάντησα ότι θα μπορούσα να γράψω από μακριά τη μουσική με βάση το σενάριο. Στην αρχή ανέλαβε η γυναίκα του να μου το φέρει η ίδια. Προτού φτάσει όμως στο χωριό, τη συνέλαβαν, δεδομένου ότι ήταν απαγορευμένο σε όλα τα αυτοκίνητα να περάσουν από τη Ζάτουνα. Κατόπιν τούτου ο τότε δικηγόρος μου Νίκος Πάσχος πήγε στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, όπου συμφωνήθηκε να παραδώσει το σενάριο ο ηθοποιός και παραγωγός Ζακ Περέν στη γυναίκα μου, σε κάποιο ξενοδοχείο στην Τρίπολη.
  • Ετσι κάποιο μεσημέρι η Μυρτώ με τη Μαργαρίτα κατέβηκαν με συνοδεία στην πόλη, όπου έγινε η συνάντηση εν μέσω δεκάδων φρουρών, οι οποίοι δεν επέτρεψαν τελικά να δοθεί το σενάριο. Στο χωριό γύρισαν με μεγάλη καθυστέρηση κι εγώ παρακάλεσα τους φρουρούς να μη με κλείσουν στο σπίτι, γιατί είχα μεγάλη αγωνία. Τέλος έφτασαν. Είχε ομίχλη και δεν με άφησαν να πλησιάσω το αυτοκίνητο. Είδα δύο σκιές να κατεβαίνουν και να οδηγούνται στο αστυνομικό τμήμα. Τελικά με έκλεισαν μέσα. Η ώρα περνούσε και η αγωνία μου μεγάλωνε. Ηρθαν ύστερα από μισή ώρα κλαμένες.

- Τι έχετε; τις ρώτησα.

- Μας έκαναν σωματική έρευνα οι χωροφύλακες κι εμείς φωνάζαμε.

- Και το σενάριο;

- Δεν τους άφησαν να μας το δώσουν...

  • Ετσι δεν μπόρεσα να γράψω καινούργια μουσική. Τους έστειλα μήνυμα όμως ότι είναι ελεύθεροι να πάρουν όποια μουσική μου τους ταιριάζει. Ανέθεσαν τότε στον γάλλο συνθέτη Μπερνάρ Ζεράρ να κάνει τη μουσική επένδυση διαλέγοντας δικά μου μουσικά θέματα, κυρίως από το “Μαουτχάουζεν” και το “Ενας όμηρος”, από το οποίο “Το γελαστό παιδί” είχε ήδη συνδεθεί με τον Λαμπράκη από τον καιρό της δολοφονίας του.

(ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του συνθέτη «Το Χρέος- Ημερολόγια»)

Στο μεταξύ το σενάριο του “Ζ” κρατήθηκε στον Σταθμό, στη Ζάτουνα. Από ΄κεί πήγε στη Δημητσάνα, Τρίπολη και κατέληξε στην Αθήνα, όπου ο διοικητής της Εθνικής Ασφαλείας, κάποιος έξαλλος στρατηγός Βελιανίτης, κάλεσε τον δικηγόρο μου.

- Μα αυτή είναι η ιστορία του Λαμπράκη!

- Δεν έχω ιδέα!

- Και τολμήσατε να το δώσετε σε αυτόν, στη Ζάτουνα!

- Δεν εγνώριζα περί τίνος πρόκειται! Εγώ είμαι δικηγόρος, υπογράφω συμβόλαια.

- Και θα γίνει, φιλμ; Και θα βρεθούν άνθρωποι να συγκινηθούν με την περίπτωση ενός κομμουνιστή;

- Φοβάμαι πως ναι.

- Θα σε κλείσω μέσα σε μια τρύπα να μην ξαναδείς ποτέ σου ήλιο.

- Καλοσύνη σας. Τι θα γίνει όμως με το σενάριο;

- Χάσου από μπρος μου, γιατί θα σε συλλάβω... Ετσι δεν μπόρεσα να διαβάσω το σενάριο. Γι΄ αυτό μείναμε σύμφωνοι να χρησιμοποιήσουν τη μουσική μου μέσα στο φιλμ όπως εκείνοι θέλουν. Εγώ υπέδειξα μόνο μερικά τραγούδια που ήταν συνδεδεμένα με τον Λαμπράκη.
Βασίλης Βασιλικός (συγγραφέας)
«Ο Γαβράς έβαλε πολλά δικά του βιώματα»

  • Ο Κώστας [σ.σ. Γαβράς] είχε διαβάσει το βιβλίο μου λίγες ημέρες πριν από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Του είχε αρέσει - όπως μου έλεγε όταν γνωριστήκαμε-, αλλά δεν ήταν μέσα στις άμεσες προτεραιότητές του να το «γυρίσει» σε ταινία. Με την επιβολή της δικτατορίας ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, έγινε η αποκλειστική του προτεραιότητα.
  • Ηρθε και με βρήκε στη Ρώμη, όπου με πέτυχε το πραξικόπημα. Του πρότεινα να πάρει τα δικαιώματα από τον γάλλο εκδότη μου, τον Gallimard, και όχι απευθείας από εμένα, γιατί ήθελα να έχω τη στήριξη ενός μεγάλου εκδότη στο άγνωστο που ανοιγόταν μπροστά μου. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει πόσο θα κρατούσε η χούντα και ποιο το μέλλον ενός εξορίστου. Και έπραξα νομίζω σωστά. Μου παραχώρησε μια σοφίτα στο Παρίσι κι εκεί γίναν οι πρώτες συζητήσεις για την ταινία. Καταρχήν αποκλείστηκαν τα «λυρικά» μέρη, αφού δεν μπορούσε να «γυριστεί» στον τόπο που διαδραματίζεται η ιστορία.
  • Του επισήμανα τα «κομβικά» της σημεία και τη συνέχεια ανέλαβε ο Χόρχε Σεμπρούν που έγραψε ένα σενάριο-θρίλερ. Το λέω αυτό γιατί εγώ κατονομάζω τους δολοφόνους από την αρχή, ενώ από την ταινία το μαθαίνουμε στο τέλος. Μετά μου ζήτησε να πάω στα «γυρίσματα» στο Αλγέρι. Δεν πήγα, για να μην μπλοκαριστεί από την παρουσία μου. Ηθελα να είναι ελεύθερος από τις αντιστοιχίες των χώρων (Θεσσαλονίκη- πόλη Αλγέρι). Κι έπραξα επίσης σωστά. Οταν είδα την πρώτη αμοντάριστη κόπια της ταινίας, μου λέει: «Εκανα ένα λάθος». «Ποιο;» τον ρωτώ. «Η μπροστινή ρόδα του τρίκυκλου του Γκοτζαμάνη ήταν πιο μεγάλη από τις δύο ρόδες πίσω».
  • Στην ταινία ο Γαβράς έβαλε πολλά δικά του, προσωπικά βιώματα. Και η αυθεντικότητά της ίσως οφείλεται σε αυτό. Αντιμοναρχικός από κούνια, τις φωτογραφίες των βασιλέων (Παύλου και Φρειδερίκης) τις φώτισε έτσι ώστε να μην αναγνωρίζονται- αν ήταν αυτοί ή ο Κωνσταντίνος και η Αννα Μαρία. Εξ ου και προέκυψε ο μέγας καβγάς μεταξύ γιου και μάνας. Οχι, εμείς ήμασταν τότε βασιλείς, όχι εγώ, αντέτεινε ο κινηματογραφόφιλος Κωνσταντίνος, που σε μια δεξίωση της Κόμισσας Τάδε στη Ρώμη είχε απέναντί του τον Φελίνι, τον Αντονιόνι, τον Φραντσέσκο Ρόσι κ.ά. και ήθελε να τους γνωρίσει. Η Κόμισσα-οικοδέσποινα, παρόντος εμού, του απάντησε πως δεν ήθελαν να τον χαιρετήσουν.

Christophe Farnaud (πρεσβευτής της Γαλλίας στην Ελλάδα)
«Ενα έργο αξεπέραστο»

  • Ο Κώστας Γαβράς ήταν μία από τις γαλλοελληνικές προσωπικότητες που επεδίωξα να συναντήσω μετά τον διορισμό μου στην Αθήνα. Η ευφυΐα και η ανθρωπιά του, σε συνδυασμό με το ταλέντο του, συνθέτουν, πιστεύω, μια σπάνια προσωπικότητα. Ταινία πολιτική, ριζωμένη στην Ιστορία, το «Ζ» έχει επίσης γράψει ιστορία στο σινεμά. Από την πρώτη προβολή του γνώρισε τεράστια διεθνή επιτυχία, που επιβεβαιώθηκε από τις πιο έγκυρες βραβεύσεις, το Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες και το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Πέρα από το δημοκρατικό αίτημα που καλούσε την προσοχή στην πολιτική κατάσταση της Ελλάδας εκείνη την περίοδο, βλέπω πάνω απ΄ όλα ένα έργο υπέροχο, αξεπέραστο. Αναμφισβήτητα παίζουν μεγάλο ρόλο η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, το σενάριο του Χόρχε Σεμπρούν, η πιστότητα στο πολύ ωραίο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού και οι ερμηνείες του Υβ Μοντάν, του Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, του Ζακ Περέν και της Ειρήνης Παπά. Πιστεύω όμως επίσης ότι μας συγκινεί ακόμη με τη λεπτότητα, την απουσία μανιχαϊσμού και τον ζήλο με τον οποίο αρνείται να στερήσει από τους ήρωες της ταινίας τα ερωτήματά τους.

Τιμητική βραδιά

  • Τα 40 χρόνια από τη δημιουργία της ταινίας «Ζ» τιμώνται από την Πρεσβεία της Γαλλίας στην Ελλάδα και το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών την Τετάρτη 1η Απριλίου. Η τιμητική βραδιά θα πραγματοποιηθεί στο Γαλλικό Ινστιτούτο, μία ημέρα πριν από την έναρξη του 10ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου 2-12 Απριλίου στην Αθήνα (στους κινηματογράφους Αττικόν, Απόλλων και στο Αuditorium του Γαλλικού Ινστιτούτου) και 9-15 Απριλίου στο Ολύμπιον της Θεσσαλονίκης. Παρόντες στην τιμητική τελετή θα είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ.Κάρολος Παπούλιας, ο Κώστας Γαβράς και άλλοι συντελεστές της ταινίας. Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ.Χρήστος Σαρτζετάκης τον οποίο στην ταινία υποδύεται ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν-, ο Βασίλης Βασιλικός και ο παραγωγός και ηθοποιός Ζακ Περέν θα λάβουν μέρος σε συζήτηση με συντονιστή τον Πιερ Ασουλίν, συγγραφέα και δημοσιογράφο της εφημερίδας «Le Μonde». Με αυτή την ευκαιρία ο κ.Παπούλιας θα απονείμει τιμητικό βραβείο στον σκηνοθέτη για την εξαιρετική συμβολή του στην ανάπτυξη των ελληνογαλλικών σχέσεων αλλά και στην ακτινοβολία του γαλλόφωνου κινηματογράφου.
Από τις 2 Απριλίου το «Ζ» θα επαναπροβάλλεται στις αίθουσες από τη Rosebud, σε διανομή Οdeon, και με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
  • Γιαννης Ζουμπουλάκης, Γιωργος Σκίντσας, Κατερίνα Δαφερμου | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

Saturday, March 28, 2009

Ο πολυτάλαντος Στιβ Μάρτιν ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Ηθοποιός, συγγραφέας, ζογκλέρ και δεξιοτέχνης στο μπάντζο

  • Στην αρχή φαινόταν αταίριαστο ζευγάρι. Η πιο καυτή σύγχρονη κωμικός της Αμερικής και ένας 63χρονος που η τελευταία ταινία του, ο «Ροζ Πάνθηρ 2», έμοιαζε με αίτηση για πρόωρη συνταξιοδότηση. Κι όμως, η Τίνα Φέι και ο Στιβ Μάρτιν είχαν μεγάλη επιτυχία ως οικοδεσπότες στην φετινή τελετή των Οσκαρ, προκαλώντας απανωτά ξεσπάσματα γέλιου στην αίθουσα. Η επιτυχία του ντουέτου δεν επιβεβαίωσε μόνο το χάρισμα της Φέι αλλά υπενθύμισε στον κόσμο ότι για τον Στιβ Μάρτιν δεν ισχύει το «δεν είναι πια τόσο αστείος όσο παλιά» που του προσάπτουν κάποιες κριτικές.
  • Ηθοποιός, stand-up κωμικός, μουσικός, πεζογράφος, ζογκλέρ και μάγος, ο Στιβ Μάρτιν είχε φέτος άλλον ένα σημαντικό σταθμό στην πολυδαίδαλη διαδρομή του. Το πρώτο long-play μουσικό άλμπουμ του, με τίτλο «The Crow», στο οποίο παίζει μπάντζο, έφτασε στην κορυφή της λίστας φολκ μουσικής του Billboard.
  • Ο Μάρτιν είναι αυτοδίδακτος στο μπάντζο και έχει κατά καιρούς συνεργαστεί με γνωστούς μουσικούς του είδους. Ο Ερλ Σκρουγκς και ο Τόνι Τρίτσκα συμμετέχουν στο δίσκο του, μαζί με την Ντόλι Πάρτον, τον Βινς Τζιλ και τον Τζον Μακ Γιούαν της Nitty Gritty Dirt Band, παλιό συμμαθητή του που έκανε επίσης την παραγωγή του άλμπουμ. Ο Μάρτιν έχει γράψει και τα 15 κομμάτια, από τα οποία μόνο ένα έχει κωμικό χαρακτήρα.
  • Από τότε που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο, το «The Crow: New Songs for the Five String Banjo» είχε πολύ θερμότερη κριτική αποδοχή από τον «Ροζ Πάνθηρα 2», τη δεύτερη αποτυχημένη προσπάθειά του να βγει από τη σκιά του Πίτερ Σέλερς ερμηνεύοντας τον επιθεωρητή Κλουζό. «Είμαι συνηθισμένος στις κακές κριτικές για ταινίες», είπε, «αλλά θα με λυπούσε πολύ αν είχα κακές κριτικές γι’ αυτό το άλμπουμ».


  • Ο Στιβ Μάρτιν έχει βαδίσει στον φανταχτερό κόσμο του Χόλιγουντ αλλά και στη λογοτεχνική Νέα Υόρκη. Η σειρά σατιρικών άρθρων του στο περιοδικό New Yorker έγινε μια μπεστ-σέλερ συλλογή με τίτλο «Pure Drivel». Το μυθιστόρημά του «Shopgirl» γυρίστηκε ταινία το 2005 με τον ίδιο πρωταγωνιστή, ενώ μεγάλη επιτυχία είχε και το επόμενο βιβλίο του, «The Pleasure of my Company». Το θεατρικό έργο του «Picasso and the Lapin Agile» ανέβηκε στο περίφημο Steppenwolf Theatre του Σικάγου το 1993 και κέρδισε το βραβείο καλύτερου έργου τη χρονιά εκείνη.
  • Η εικόνα του ως ανθρώπου των Γραμμάτων δεν πρέπει να κυριαρχούσε στο μυαλό του στη διάρκεια της «τρελής και παλαβής» θητείας του στην stand-up comedy. Το 1976, άρχισαν οι τακτικές εμφανίσεις του στο μακρόβιο τηλεοπτικό σόου Saturday Night Live και στη συνέχεια κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο δημοφιλείς περφόρμερ, με υλικό που βασιζόταν κυρίως στα λεκτικά παιχνίδια.

Οι επιτυχίες

  • Ηρθε κατόπιν η πρώτη του σημαντική ταινία, «The Jerk» (ελληνικός τίτλος «Το χαζόμουτρο»), σκηνοθετημένη από τον Καρλ Ράινερ: άρεσε πολύ στο κοινό αλλά όχι στον πατέρα του, του οποίου η καριέρα στη σοουμπίζνες ποτέ δεν είχε απογειωθεί. Μετά την πρεμιέρα, ένας φίλος είπε στον πατέρα του «Πρέπει να είστε πολύ υπερήφανος», κι εκείνος απάντησε: «Ε, δεν είναι και ο Τσάρλι Τσάπλιν». Ακολούθησαν κι άλλες κινηματογραφικές επιτυχίες, ανάμεσά τους η «Ρωξάνη» και το «Αεροπλάνα, λιμουζίνες και τρένα», που έβαλαν τον Στιβ Μάρτιν στηνλίστα των κωμικών πρώτης γραμμής του Χόλιγουντ. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, όμως, υπήρξαν και αποτυχημένες ταινίες.
  • Εχοντας συμπληρώσει τα 60 χρόνια του, ο Μάρτιν έγραψε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, το Born Standing Up, που πήρε πολύ καλές κριτικές. «Δεν μπορείς να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου όταν έχεις πατήσει τα 60», είπε στην «Ουάσιγκτον Ποστ». «Αρχίζεις να βλέπεις το σκοτάδι στο βάθος του τούνελ». Σ’ όλο αυτό το διάστημα ποτέ δεν παράτησε το μπάντζο, στο οποίο οι ειδικοί τον θεωρούν δεξιοτέχνη. Οπως είπε ο Βινς Τζιλ στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», «Το πρώτο που θα σκεφτεί κανείς είναι ότι ο Στιβ ασχολείται με το μπάντζο για πλάκα. Αν τον ακούσεις, όμως, καταλαβαίνεις ότι δεν αστειεύεται καθόλου».

Τα μαλλιά του άσπρισαν πριν πατήσει τα τριάντα

  • Στο βιβλίο Born Standing Up μιλάει για τα παιδικά του χρόνια με έναν βίαιο πατέρα στο Γουάκο του Τέξας, αλλά και για την αισθηματική του ζωή. Οταν ο συνεσταλμένος πρώην φοιτητής Φιλοσοφίας, που τα μαλλιά του άσπρισαν πριν πατήσει τα 30, προσπάθησε να φλερτάρει την τραγουδίστρια Λίντα Ρόνσταντ, εκείνη παρατήρησε: «Στιβ, συνηθίζεις να βγαίνεις ραντεβού με κοπέλες χωρις ποτέ να τους προτείνεις να κοιμηθείτε μαζί;». Ο επτάχρονος γάμος του με την Βικτώρια Τέναντ, με την οποία συμπρωταγωνίστησε στο LA Story, διαλύθηκε το 1993 όταν εκείνη τον παράτησε για έναν Αυστραλό ηθοποιό.
  • Είχε μετά ένα σύντομο ειδύλλιο με την Ανν Χετς, η οποία δήλωσε αργότερα ότι είναι λεσβία και συμβίωσε για ένα διάστημα με την Ελεν ντε Τζένερις. Οι αισθηματικές κακοτυχίες του τον ώθησαν να γράψει το «Shopgirl», την ιστορία μιας όμορφης τριαντάρας που συνδέεται με έναν πενηντάρη εκατομμυριούχο. Οι παραλληλισμοί ήταν δύσκολο να αποφευχθούν όταν ο Μάρτιν παντρεύτηκε το 2007 την Αν Στρινγκφιλντ, μια τριαντάρα συντάκτρια του «Νιου Γιόρκερ».
  • The Observer, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/03/2009