Sunday, May 31, 2009

Monica Bellucci: «Εχω κι εγώ πρόβλημα ταυτότητας, όπως όλοι»

  • Η ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ «ΜΗΝ ΚΟΙΤΑΣ ΠΙΣΩ»
  • Με αφορμή τη νέα της ταινία, συναντήσαμε την ιταλίδα ηθοποιό στις Κάννες. Μας μίλησε για την ιδιαιτερότητα του καινούργιου ρόλου της, για τη σχέση της με τη συμπρωταγωνίστριά της Σοφί Μαρσό, για την ενήλικη και την παιδική ζωή της, αλλά απέκρυψε τα μελλοντικά της σχέδια. Δεν μπόρεσε, όμως, να κρύψει το πόσο όμορφη και σέξι παραμένει, παρά τα 44 της χρόνια.
  • Εδώ και περίπου δέκα πέντε χρόνια, ξεκινώντας μια νέα καριέρα στον κινηματογράφο, η Μόνικα Μπελούτσι, από τα πιο διάσημα μοντέλα στον κόσμο, έδειξε πως εκτός από σέξι και έξυπνη είναι και ταλαντούχα ηθοποιός, γυρίζοντας ταινίες στην Ιταλία («Μαλένα» του Τζιουζέπε Τορνατόρε), στη Γαλλία («Το διαμέρισμα», «Η δεύτερη πνοή» του Κορνό) και στην Αμερική («Δράκουλας» του Κόπολα, «Οι αδερφοί Γκριμ», «Μάτριξ» κ.ά.). Ταινίες συχνά επίμαχες, όπως το «Μη αναστρέψιμος», που περιείχε μερικές από τις πιο τολμηρές ερωτικές σκηνές. Στη νέα της ταινία «Μην κοιτάς πίσω», της γαλλίδας Μαρίνα ντε Βαν, την οποία είδαμε στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών, η Μπελούτσι ερμηνεύει, μαζί με τη γαλλίδα ηθοποιό Σοφί Μαρσό, μια γυναίκα με διχασμένη προσωπικότητα: μια δημοσιογράφο, παντρεμένη, με δυο παιδιά, που ξαφνικά αρχίζει να βλέπει να της συμβαίνουν διάφορα παράξενα (συχνά βίαια) πράγματα που έχουν τη ρίζα τους στην παιδική της ηλικία.

Τι ήταν αυτό που σας άρεσε σ' αυτήν την ταινία; «Μου αρέσει να εργάζομαι με καθιερωμένους σκηνοθέτες, αλλά και με νέους, που μόλις ξεκινάνε κι έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν. Η Μαρίνα ντε Βαν είναι μία ταλαντούχα σκηνοθέτις. Ξέρει τι θέλει και όταν διάβασα το σενάριο και είδα την πρώτη της ταινία, μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Επίσης, μου άρεσε η ιδέα να δουλέψω μαζί με τη Σοφί Μαρσό, επειδή με εμπνέει ως γυναίκα και ως ηθοποιός. Στην ταινία ερμηνεύουμε τις δυο διαφορετικές πλευρές του ίδιου χαρακτήρα. Πρόκειται για μια γυναίκα που έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, με το σπίτι της, τη δουλειά της, τον άντρα της, ακόμη και με τα παιδιά της».

Στην ταινία υπάρχουν και αρκετά ειδικά εφέ. «Ναι, τα ειδικά εφέ χρησιμοποιούνται για να δείξουν την εσωτερική μας πάλη, την αγωνία, το μαρτύριό μας. Ερμηνεύουμε τις δύο διαφορετικές πλευρές του ίδιου ατόμου. Η Σοφί κι εγώ είμαστε πολύ διαφορετικές στην πραγματική ζωή μας. Η Μαρίνα ήθελε να τονίσει αυτές τις διαφορές μας κι έτσι εγώ τόνισα, περισσότερο από το συνηθισμένο, τη μεσογειακή πλευρά μου. Στο τέλος, είναι εκπληκτικό να βλέπει κανείς τη συνοχή που υπάρχει ανάμεσά μας. Γιατί, αν κοιτάξεις το πρόσωπό μου, θα δεις σ' αυτό κάτι από τη Σοφί. Πρέπει, μάλιστα, να τονίσω πως σ' αυτό δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου ειδικά εφέ. Βέβαια, αυτό οφείλεται στον τρόπο σκηνοθεσίας, αλλά και στο παίξιμό μας. Φυσικά, υπήρχε και κάτι μαγικό ανάμεσα σ' εμένα και τη Σοφί, κι έτσι καταφέραμε να δημιουργήσουμε αυτού του είδους το συναίσθημα».

Υπάρχουν στοιχεία στην προσωπικότητα της Σοφί Μαρσό που θα θέλετε να είχατε κι εσείς; «Οχι... (γελάει). Την αγαπώ όπως είναι, αλλά δεν θέλω να γίνω η Σοφί. Γι' αυτό μ' αρέσει η Σοφί κι αρέσω σ' αυτήν. Δεν θέλουμε να αλλάξουμε. Σεβόμαστε τις διαφορές μας. Μου αρέσει στη Σοφί το γεγονός ότι, εκτός από καλή ηθοποιός, είναι και μια προσγειωμένη γυναίκα και πολύ δυνατός χαρακτήρας. Ισως με άλλη ηθοποιό να μην κατάφερνα να εκφραστώ όπως εκφράστηκα σ' αυτήν την ταινία. Πρόκειται για μια ταινία που έχει ως θέμα την ταυτότητα ενός ατόμου στην παιδική ηλικία. Τα παιδιά είναι πολύ ευάλωτα, γιατί βρίσκονται στο έλεος των ενηλίκων, βασίζονται αποκλειστικά σ' αυτούς. Κι αυτό μπορεί να είναι τρομακτικό, γιατί μπορεί πολύ εύκολα κάτι να πάει στραβά».

Στην ταινία η μητέρα παίζει σημαντικό ρόλο. Είναι μια μητέρα που απογοητεύει το παιδί της. Πώς ήταν η δική σας σχέση με τη μητέρα σας; «Η δική μου σχέση με τη μητέρα μου ήταν πολύ καλή. Οι γονείς μου ήταν καλοί μαζί μου, μ' αγαπούσαν πάρα πολύ. Αν και προσωπικά πρέπει να πω ότι δεν μου άρεσε να είμαι παιδί. Δεν μου άρεσε η ιδέα πως κάποιος θα μου έλεγε τι να κάνω, τι να φάω. Η μητέρα μου ήταν πολύ μητρική ενώ εγώ ήθελα πάντα, από παιδί, να είμαι ανεξάρτητη».

Πριν από μερικά χρόνια ήσασταν εδώ με την πολύ επίμαχη ταινία «Μη αναστρέψιμος» του Γκασπάρ Νοέ, ο οποίος βρίσκεται στις Κάννες και φέτος με άλλη ταινία. Πώς βλέπετε σήμερα τα πράγματα; Θα γυρίζατε τέτοιες επίμαχες ταινίες σαν κι εκείνη; «Μα γύρισα κι άλλες επίμαχες ταινίες. Τη "Μαλένα", για παράδειγμα. "Τα πάθη του Χριστού", επίσης. Κι αυτή εδώ η ταινία είναι επίμαχη. Σε μερικούς άρεσε, σε άλλους δεν άρεσε. Αλλοι την κατάλαβαν και άλλοι όχι. Αυτό δεν την κάνει επίμαχη; Γυρίζω σκοτεινές ταινίες, διότι αναζητώ τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μου - έχω και εγώ πρόβλημα ταυτότητας, όπως όλοι μας».

Θα θέλατε να γυρίσετε ξανά ταινία με το σύζυγό σας Βενσάν Κασέλ; «Εχουμε ένα νέο σχέδιο μαζί, αλλά δεν μπορώ να πω τίποτε ακόμη».

Ποια είναι η εντύπωσή σας όταν βλέπετε τον εαυτό σας στη νέα ταινία; «Εχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος, όταν αρχίζει να τρελαίνεται και προσπαθεί να βρει απαντήσεις σε όλα της τα προβλήματα στο παρελθόν της. Εδώ είναι που μπερδεύομαι με τη Σοφί. Ξέρεις, η Σοφί μού έλεγε πως είδε μια φωτογραφία μου και για μια στιγμή νόμισε πως ήταν εκείνη στη φωτογραφία».

Το περίεργο είναι ότι εδώ έχουμε δύο όμορφες γυναίκες, οι οποίες -όταν μπερδεύονται η μία με την άλλη- δεν είναι τόσο όμορφες... «Το όμορφο, όμως, είναι πως στη διάρκεια της ταινίας άλλοτε ήμασταν όμορφες και άλλοτε όχι. Είναι ένα περίεργο αίσθημα. Εχει να κάνει με τον εαυτό σου, μ' αυτό που αισθάνεσαι. Αλλοτε αισθάνεσαι ωραία και είσαι όμορφη κι άλλοτε αισθάνεσαι άσκημα και είσαι άσκημη. Η πραγματικότητα δεν είναι κάτι το αόριστο, είναι το πώς τη βλέπεις εσύ».

Πριν απ' αυτήν την ταινία παίξατε έναν σχετικά μικρό ρόλο στην ταινία «Ιδιωτικές ζωές της Πίπα Λι» της Ρεμπέκα Μίλερ, που είδαμε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Τι σας έκανε να παίξετε σ' εκεί- νη την ταινία; «Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να υποδυθώ έναν χαρακτήρα· δεν με νοιάζει πόσα λεπτά θα διαρκέσει ο χαρακτήρας στην οθόνη. Οταν μου τηλεφώνησε η Ρεμπέκα και μου έστειλε το σενάριο, είπα αμέσως ναι. Γιατί, παρόλο που ο ρόλος ήταν σύντομος, ήταν ένας πολύ δυνατός ρόλος».

O "τυχερός" Νίνος Φενέκ Μικελίδης φωτογραφίζεται με την όμορφη και ταλαντούχα ηθοποιό, στις Κάννες.

O "τυχερός" Νίνος Φενέκ Μικελίδης φωτογραφίζεται με την όμορφη και ταλαντούχα ηθοποιό, στις Κάννες.

Και εκείνη η ταινία, όπως και αυτή εδώ, σκηνοθετήθηκε από γυναίκες. «Δεν υπάρχουν, ξέρετε, πολλές σκηνοθέτιδες. Οπως δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες και σε άλλα επαγγέλματα. Εδώ, σ' αυτήν την ταινία, έχουμε να κάνουμε με τη σχιζοφρένεια και τη σεξουαλικότητα. Και μου αρέσει που μια γυναίκα καταπιάστηκε μ' αυτά».

Σας αρέσει να αλλάζετε την εμφάνισή σας; «Σ' αυτήν την ταινία έχασα 20 κιλά, έκοψα τα μαλλιά μου... Αλλά η κόρη μου δεν βλέπει τίποτα, όσο και αν αλλάξω. Τα παιδιά, ξέρετε, δεν σε βλέπουν απ' έξω. Κοιτάνε μέσα σου».

Το άγνωστο παρελθόν του κορεατικού σινεμά

  • Ταινίες και σκηνοθέτες που αποτελούν τη βάση όσων σήμερα συγκεντρώνουν την παγκόσμια προσοχή
  • Του Δημητρη Μπαμπα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/5/2009
  • Im Kwon–taek, Chung Sung–il. KOFIC (Korean Film Council).

  • Kim Ki–young. Kim Hong–joon (επιμέλεια). KOFIC (Korean Film Council)

Τα τελευταία χρόνια, στο παγκόσμιο κινηματογραφικό τοπίο, ο κορεατικός κινηματογράφος υπήρξε μια ευπρόσδεκτη έκπληξη. Μια εθνική κινηματογραφία, μέχρι πρόσφατα απολύτως άγνωστη στον δυτικό θεατή και χωρίς ένα άξιο λόγου παρελθόν, τέθηκε ξαφνικά στο κέντρο της προσοχής. Σκηνοθέτες όπως ο Kim Ki–duk (Ανοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας... και άνοιξη) και ο προσφάτως βραβευθείς στις Κάννες Park Chan–wook (Η εκδίκηση μιας κυρίας) σύστησαν σ’ ένα ευρύ κοινό μια άκρως συναρπαστική και γεμάτη ζωτικότητα κινηματογραφία. Ομως, οι δύο αυτοί δημιουργοί δεν ήρθαν από το πουθενά. Εχουν παραλάβει τη σκυτάλη από μια γενιά σκηνοθετών εξίσου ικανών και δημιουργικών, αλλά ελάχιστα γνωστών στο διεθνές κοινό. Η εκδοτική σειρά του Korean Film Council επιχειρεί να φωτίσει αυτές τις σκοτεινές περιοχές του παρελθόντος, να ανασύρει από τη λήθη ταινίες και σκηνοθέτες.

Η αφιερωμένη στο σκηνοθέτη Kim Ki–young (1919 - 1998) έκδοση είναι μια τέτοια περίπτωση. Στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου ο Kim Ki–young κατέχει τη θέση ενός ελάσσονα δημιουργού, που στην εποχή του αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία. Παρ’ όλα αυτά όμως διασώθηκε της λήθης: Το έργο –32 ταινίες που σχεδόν όλες κατατάσσονται στο χώρο των κινηματογραφικών ειδών– έτυχε της προσοχής μιας νεότερης γενιάς κινηματογραφόφιλων και βγήκε από την αφάνεια. Σκηνοθέτες όπως οι Kim Ki–duk και Park Chan–wook αναγνωρίζουν σ’ αυτόν έναν πρόγονο και συχνά τον αναφέρουν ως την κύρια επιρροή τους. Το κινηματογραφικό του σύμπαν θα γοήτευε κάθε συνεπή σουρεαλιστή: λαϊκοί θρύλοι, δεισιδαιμονίες, σαμανισμός, η σκοτεινή επικράτεια του ασυνείδητου, σεξουαλικά πάθη και εμμονές, άβουλοι άνδρες και γυναίκες «σαρκοβόρα», μελοδραματική υπερβολή, οργιώδη φαντασία, ακραία βία, «φθηνές» συγκινήσεις. Ο,τι δηλαδή σήμερα, στην εποχή του μεταμοντέρνου, αποκαλείται cult.

  • Μπαρόκ σουρεαλισμός

Οντας ένας εκκεντρικός στυλίστας μ’ ένα έργο όπου το γκροτέσκο συνυπάρχει μ’ έναν μπαρόκ σουρεαλισμό, ο Kim Ki–young ωστόσο μοιάζει να έχει περισσότερη συνάφεια με το χώρο του ιαπωνικού σινεμά, παρά με την ίδια την Κορέα. Το έργο του συνδιαλέγεται με αυτό των Ιαπώνων σκηνοθετών Shohei Imamura και Nobuo Nakagawa, αλλά και με είδη όπως οι ταινίες τρόμου ή ερωτισμού (pinku). Πολύ μακριά από τέτοιες προσεγγίσεις, οι συγγραφείς της έκδοσης –όλοι τους με αξιοσημείωτες ακαδημαϊκές καριέρες– αναπτύσσουν τον κριτικό τους λόγο ερήμην του σκηνοθέτη και του έργου του. Τα κείμενά τους ελάχιστα εξερευνούν την κρυφή ενδοχώρα του σκηνοθέτη, εκθέτουν μάλλον τις δυσμορφίες και δυσανεξίες ενός ισχνού και ανέμπνευστου θεωρητικού λόγου. Δεν στέκονται απέναντι στη σκηνοθετική πράξη, δεν προσπαθούν να εξηγήσουν τη γοητεία που ασκεί. Μοιάζουν να επιθυμούν να ασκηθούν στην κινηματογραφική(;) θεωρία και τις δολιχοδρομίες της, παρά στις άκρως συναρπαστικές και εν πολλοίς αντιφατικές όψεις της σκηνοθεσίας του Kim Ki–young. Ο,τι τελικά διασώζεται από την έκδοση είναι το τμήμα με τις απόψεις του σκηνοθέτη.

  • Μελαγχολία

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την αφιερωμένη στον Im Kwon–taek έκδοση. Ακολουθώντας την τυπική δομή μιας μονογραφίας –κριτικό κείμενο, συνέντευξη με το σκηνοθέτη, βιογραφικό σημείωμα, εκτενής φιλμογραφία– ο συγγραφέας κατ’ αρχάς τοποθετεί τον σκηνοθέτη και το έργο του στο πλαίσιο του κορεατικού σινεμά, και στη συνέχεια αναζητεί τις ιδιομορφίες και τις ιδιαιτερότητες της σκηνοθετικής του χειρονομίας. Ο βραβευμένος στις Κάννες Im Kwon–taek (για την ταινία του Chi–hwa–seon/Μεθυσμένος με γυναίκες και ζωγραφική) θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι ένας «εθνικός» σκηνοθέτης. Παιδί αριστερών ανταρτών, αναπτύσσει όλο το έργο του κάτω από τη βαριά σκιά ενός εμφύλιου πολέμου που ακόμα δεν έχει τελειώσει. Μ’ ένα ογκώδες έργο 100 ταινιών, ο Im είναι ένας αληθινός επιζών των δύσκολων και αντίξοων χρόνων της κορεατικής κινηματογραφίας. Αρχικά σκηνοθέτης «ταπεινών» ταινιών, αποφάσισε να αλλάξει κατεύθυνση και να αντιμετωπίσει το σινεμά ως τέχνη: «Καθώς μεγάλωνα αντιλήφθηκα ότι θα έπρεπε να ξεφύγω από τη μαύρη σκιά του παρελθόντος του πατέρα μου – και αναρωτήθηκα γιατί έκανα αυτά τα σκουπίδια. Μια νέα αντίληψη διαμορφώθηκε μέσα μου».

Το έργο του είναι διάστικτο από στοιχεία μιας πολιτισμικής (και όχι μόνο) ταυτότητας: ο βουδισμός, η παραδοσιακή μουσική (pansori), ο σαμανισμός, η παραδοσιακή ζωγραφική, τέλος, η ταραχώδης ιστορία της Κορέας – η ιαπωνική κατοχή, ο εμφύλιος, η δικτατορία. Εχοντας μιαν εμμονή είτε σε γυναικεία πρόσωπα που μοιάζουν να συνθλίβονται από την ανδρική εξουσία είτε σε νεαρούς άνδρες που επαναστατούν, το έργο του είναι διάστικτο από το κορεατικό «han», μια ιδιαίτερης μορφής μελαγχολία. Μέσα από μια μακρά διαδρομή οδηγήθηκε σε μια εκλέπτυνση της φόρμας, όχι όμως και του περιεχομένου, που παραμένει πολλές φορές άγριο και βίαιο. Καταστάλαγμα αυτής της περιπετειώδους και μακρόχρονης διαδρομής, η αληθινή αγωνία του για τον πολιτισμό της χώρας του: «Οι ταινίες μου τονίζουν με έμφαση ότι ο αληθινός κορεατικός πολιτισμός βρίσκεται πολύ κοντά στον αφανισμό».

Ενας Ελληνας στον δρόμο με τις λεύκες

  • Ο Ντένης Ηλιάδης σκηνοθετεί το αμερικανικό σπλάτερ της χρονιάς ακολουθώντας τα χνάρια του Γουές Κρέιβεν
  • Του Δημητρη Mπουρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/5/2009

Στις αρχές της δεκαετίας του '70 τα αμερικανικά b movies του τρόμου άλλαξαν πορεία. Το γκόθικ, τα τέρατα και οι εφιάλτες της επιστημονικής φαντασίας των φτηνιάρικων παραγωγών των δεκαετιών του '50 και του '60 έφυγαν απ' τη μόδα. Το σκηνικό έγινε ρεαλιστικό και οι ταινίες πνίγηκαν στο αίμα. Το σπλάτερ, που ήρθε στο προσκήνιο με ορμή, ήταν κάτι σαν το πορνό. Μια «πορνογραφία», με ωμή αγριότητα και αρρωστημένη βία, που είχε ως βασικά θεματικά μοτίβα την εφηβεία μπροστά στην ενηλικίωση και το σεξ ως θανάσιμη παγίδα. Ο «Βιασμός στο τελευταίο σπίτι αριστερά» του πρωτοεμφανιζόμενου Γουές Κρέιβεν ήταν ένας μεγάλος σταθμός για τα b movies γιατί ανανέωσε τον κινηματογραφικό τρόμο. Προσφάτως, ο Αμερικανός Κρέιβεν εμπιστεύτηκε το εμβληματικό έργο της τρυφερής σκηνοθετικής του ηλικίας σε έναν ταλαντούχο συμπατριώτη μας για ένα ριμέικ, με στόχο το σημερινό κοινό. Ο Ντένης Ηλιάδης, του ελληνικού «Hardcore», τον δικαίωσε. Δούλεψε αθόρυβα και έζησε το αμερικανικό όνειρό του: το «Τελευταίο σπίτι αριστερά» βρέθηκε στις πρώτες θέσεις του αμερικανικού μποξ όφις.

Η πλοκή και στις δύο ταινίες είναι πάνω κάτω η ίδια: δυο έφηβες απάγονται από μια «οικογένεια» βιαστών και δολοφόνων και μεταφέρονται σε ένα δάσος. Η μία δολοφονείται. Η άλλη βιάζεται και κατόπιν πυροβολείται. Οι δολοφόνοι ζητούν καταφύγιο σε ένα σπίτι στην καρδιά του δάσους. Συμπτωματικά (ή χάριν θείας δίκης;) μπαίνουν στο εξοχικό των γονιών της κοπέλας που βιάστηκε. Ακολουθεί ένα θέαμα για δυνατά νεύρα και, κυρίως, για γερά στομάχια.

  • Η απώλεια της παρθενίας

Απίστευτο αλλά αληθινό. Πηγή έμπνευσης για τον Κρέιβεν ήταν ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν και η χριστιανική τραγωδία του «Η πηγή των παρθένων», όπου ένας πατέρας εκδικείται τους βιαστές και δολοφόνους της κόρης του. Ο Μπέργκμαν τοποθετεί τον άνθρωπο απέναντι στο απόλυτο Κακό και κάτω από το άγρυπνο μάτι του Θεού που στο τέλος θα φέρει την κάθαρση. Ο Κρέιβεν, που δεν νοιάζεται για τη μεταφυσική και το βάθος της μπεργκμανικής σκέψης, έφτιαξε μια φάρσα τρόμου γύρω από τη σεξουαλική απελευθέρωση ανασύροντας από τον βυθό της «Πηγής των παρθένων» το κουκούλι του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας και του κακού λύκου.

Ο εφιάλτης για την ηρωίδα του, την έφηβη Μαρί Κόλινγουντ που ανακαλύπτει με χαρά πως έφτασε η ώρα για να γίνει γυναίκα, έρχεται ξαφνικά, σαν κεραυνοβόλος έρωτας. Η επιπόλαιη Μαρί παρασύρεται από μια «περπατημένη» φίλη της σε μια βρώμικη γειτονιά της πόλης. Τα δυο ανέμελα κορίτσια ψάχνουν λίγο «χόρτο» και πέφτουν στα χέρια κυνικών κακοποιών. Ο εφιάλτης κλιμακώνεται σε ένα διπλανό δάσος όπου ο κακός λύκος, ο δραπέτης Κρουγκ Στίλο, εξευτελίζει σεξουαλικά και κακοποιεί θανάσιμα τις δυο κοπέλες. Ο Κρουγκ είναι μια μπουφονική και δολοφονική φιγούρα ενός πατέρα. Είναι ο κινηματογραφικός πρόγονος του Φρέντι Κρούγκερ που καταστρέφει τη γαλήνη της παιδικής ψυχής στον «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες» (η ταινία που έκανε διάσημο τον Κρέιβεν στη δεκαετία του '80). Ο «Βιασμός στο τελευταίο σπίτι αριστερά» προβλήθηκε με επιτυχία το 1972. Την ίδια χρονιά το «Βαθύ λαρύγγι» πήρε διαστάσεις φαινομένου: η σκληρή πορνογραφία βγήκε από σκοτεινά υπόγεια και δημιούργησε ουρές στα ταμεία των μέινστριμ αιθουσών προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Η σύμπτωση είναι εύγλωττη για τα νέα ήθη.

  • Η απώλεια της οικογένειας

Στον Κρέιβεν η ατμόσφαιρα του σπλάτερ είναι ψυχεδελική και οι καταστάσεις γκροτέσκ σε σημείο φάρσας. Σε αντίθεση με το πρωτότυπο, στο ριμέικ του Ηλιάδη όλα είναι ζοφερά, χωρίς ίχνος χιούμορ για να υπονομεύσει τη ρεαλιστική βία. (Είναι ενδεικτικό ότι παραλείφθηκαν όλες οι σκηνές της πρώτης ταινίας με πρωταγωνιστές δύο πανίβλακες αστυνόμους που θυμίζουν κωμικούς χαρακτήρες του βωβού κινηματογράφου.)

Η ιστορία που αφηγείται ο Ηλιάδης είναι μηδενιστική και περιστρέφεται γύρω από την κακοποίηση και την απώλεια του παιδιού. Η οικογένεια είναι μια κόλαση και η ταινία τρόμου αποκτάει διαστάσεις μιας βιβλικής αλληγορίας γύρω από την κάθαρση. Ο καλός πατέρας, παλεύει ολονυχτίς απέναντι στο Κακό στη διάρκεια μιας δυνατής νεροποντής. Το πρωί συνθλίβει το φίδι στο κεφάλι και μαζεύει τα τραυματισμένα μέλη της οικογένειας σε μια βάρκα, εγκαταλείποντας τον παράδεισο που είχε γίνει κόλαση, προ πολλού.

Δείτε

  • Το τελευταίο σπίτι αριστερά (The Last House On The Left, 2009)

Ο Ντένης Ηλιάδης σκηνοθετεί το ριμέικ την ομότιτλης ταινίας του γκουρού του τρόμου Γουές. Μια έφηβη, που η οικογένειά της φέρει βαρέως τον χαμό ενός παιδιού, απάγεται από δολοφόνους. Ο αρχηγός τους είναι πατέρας ενός συνεσταλμένου εφήβου που αναζητά διέξοδο διαφυγής. (Προβάλλεται στις αίθουσες).

  • Βιασμός στο τελευταίο σπίτι αριστερά (The Last House On The Left, 1972)

Η πρωτότυπη ταινία του Κρέιβεν άνοιξε τους ορίζοντες του σπλάτερ στα αμερικάνικα b-movies σε μια εποχή όπου η κινηματογραφική βιομηχανία ανοιγόταν στη σεξουαλική απελευθέρωση, είτε κριτικάροντας τον πουριτανισμό, είτε καλλιεργώντας ανασφάλειες. (Σε dvd στα βιντεοκλάμπ ή στο Διαδίκτυο).

  • Η πηγή των παρθένων (Jungfruk�llan, 1958)

Η ασπρόμαυρη ταινία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν που ενέπνευσε τον Κρέιβεν για να γράψει και να σκηνοθετήσει τον «Βιασμό στο τελευταίο σπίτι αριστερά». Μια αθώα κοπέλα βιάζεται από τρεις άξεστους βοσκούς. Ο πατέρας της αυτοδικεί και στη συνέχεια ζητεί συγγνώμη από τον Θεό. Η παράκλησή του εισακούεται: στη θέση που βρίσκεται το άψυχο κορμί της βιασμένης παρθένας αναβλύζει το νερό μιας πηγής (Σε dvd, σε μια προσεγμένη έκδοση από την Προοπτική).

  • Hardcore (2004)

H εφηβική πορνεία με ακραίο ρεαλισμό και στυλ στην Αθήνα του λάιφσταϊλ και του νεοπλουτισμού. Η ελληνική ταινία που έγινε το εφαλτήριο του πρωτοεμφανιζόμενου Ηλιάδη για το Χόλιγουντ. (Σε dvd από την Odeon).

Ανεργία, το τίμημα της online πειρατείας

  • Περισσότερα από 850 βιντεοκλάμπ έβαλαν λουκέτο μέσα σε επτά μήνες
  • Του Δημητρη Pηγοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/5/2009

Υπάρχει μια κατηγορία Ελλήνων που δεν περίμενε την οικονομική κρίση για να τα βάψει μαύρα. Και ακόμα χειρότερα: υπάρχει μια κατηγορία Ελλήνων που δεν μπορούν να ελπίζουν σε ανάκαμψη ούτε μετά το τέλος της ύφεσης, όποτε κι αν έρθει αυτό. Είναι όσοι απασχολούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην ευρύτερη αγορά παραγωγής, διανομής, εκμετάλλευσης και ενοικίασης κινηματογραφικών προϊόντων.

Από τον περασμένο Νοέμβριο περισσότερα από 850 βιντεοκλάμπ έβαλαν λουκέτο, σε σύνολο 2.500 σε όλη τη χώρα. Σε διάστημα λίγων μηνών αποψιλώθηκε το 1/3 των σημείων ενοικίασης και πώλησης dvd. Ο ρυθμός είναι δραματικά καταιγιστικός και, δυστυχώς, δεν είναι το μοναδικό ανησυχητικό σημάδι στον ορίζοντα. Διαστάσεις πανωλεθρίας έχει λάβει η κρίση στα αυτόματα σημεία ενοικίασης. Σε ομαδικές απολύσεις εργαζομένων προχώρησαν πρόσφατα μεγάλες εταιρείες διανομής dvd στην Αθήνα, ενώ τρεις εξ αυτών (σε σύνολο 11, πανελλαδικά) έκλεισαν. Το ντόμινο της κρίσης του dvd ξεσπάει ορμητικά και επηρεάζει κάθε μικρό ή μεγάλο κομμάτι της αλυσίδας. Καθόλου περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα έσοδα από τη διάθεση ταινιών για ενοικίαση στα βιντεοκλάμπ αντιπροσώπευε το 70% των κερδών των κινηματογραφικών εταιρειών, ανεξάρτητων ή πολυεθνικών. Σήμερα, που τα κέρδη συρρικνώνονται, επιστρατεύονται οι απολύσεις.

Η κρίση του dvd είναι το πρώτο μεγάλο θύμα της ανεξέλεγκτης πειρατείας κινηματογραφικών ταινιών στο Ιντερνετ. Κι αν τα μαζικά λουκέτα του 2009 φέρνουν στο μυαλό τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν τα συνοικιακά βιντεοκλάμπ έκλειναν το ένα μετά το άλλο χτυπημένα από την εισβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης, οι ομοιότητες σταματάνε μόνο στους αριθμούς. Αναλύοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της τωρινής κρίσης, συνειδητοποιεί κάποιος πως το dvd σαν προϊόν προς ενοικίαση είναι ουσιαστικά ένα «τελειωμένο» προϊόν. Μιλάμε για το πολύ ειδικό περιβάλλον του 2009, με τις περισσότερες «νέες» ταινίες των βιντεοκλάμπ να διατίθενται ήδη μήνες νωρίτερα από τους σχετικούς ιστότοπους του Διαδικτύου.

  • Η αγορά βουλιάζει

Ο κ. Ανδρέας Κονταράκης είναι 26 χρόνια στην αγορά των βιντεοκλάμπ, εκπροσωπεί μεγάλη αλυσίδα του χώρου και διαβεβαιώνει ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν έχει προηγούμενο. Ξεκαθαρίζει εξαρχής ότι η σημερινή κρίση δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το αρνητικό οικονομικό περιβάλλον. «Εμείς σε περιόδους ύφεσης ήμασταν πάντα στην πλευρά των κερδισμένων. Γιατί το dvd είναι ένα φθηνό είδος οικιακής ψυχαγωγίας». Και τώρα; «Αν δεν παρθούν άμεσα μέτρα κατά της online πειρατείας, όπως συνέβη πριν από λίγες εβδομάδες στη Γαλλία, δεν θα μείνει τίποτα όρθιο. Μια ολόκληρη αγορά βουλιάζει», προειδοποιεί και δεν εννοεί τα στενά όρια της συντεχνίας του. Μιλάει για τις εταιρείες που απολύουν κόσμο, μιλάει για την πτώση των εισιτηρίων στα μούλτιπλεξ και όχι μόνο.

«Ξέρετε, ο ανώνυμος χρήστης του Ιντερνετ που κατεβάζει ταινίες στο σπίτι του έχει την ψευδαίσθηση ότι το θύμα αυτής της ιστορίας είναι οι μεγάλες πολυεθνικές. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος απ’ αυτό. Οι πολυεθνικές, τα μεγάλα στούντιο βρίσκουν τρόπους να βγαίνουν σχεδόν αλώβητες, επιβιώνουν μια χαρά. Αυτό μας έδειξε η κρίση των δισκογραφικών, το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα στις εταιρείες που διαχειρίζονται κινηματογραφικά προϊόντα. Το πολύ πολύ να απολύσουν εργαζομένους».

Αυτό δηλαδή που γίνεται σήμερα στην Ελλάδα. Κατά μέσον όρο ένα ελληνικό βιντεοκλάμπ απασχολεί 3,5 εργαζόμενους. Σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται για οικογενειακές επιχειρήσεις. Αν κάνετε τον πολλαπλασιασμό, θα διαπιστώσετε ότι από τον Νοέμβριο και μετά έμειναν άνεργοι 2.975 άνθρωποι, επιχειρηματίες και υπάλληλοι. «Το δράμα είναι ότι τουλάχιστον ως προς τους επιχειρηματίες έχουμε συνήθως ανθρώπους μεγαλύτερους των 50 ετών και οι οποίοι καλούνται σήμερα να κάνουν τι;» αναρωτιέται ο κ. Κονταράκης.

  • Η Γαλλία παίρνει μέτρα

Αλλά, τι έκανε η Γαλλία που δεν κάνουν η Ελλάδα και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οπως όλα δείχνουν, η Γαλλία θα γίνει σύντομα η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που θα ποινικοποιήσει το παράνομο «κατέβασμα» μουσικής και ταινιών από το Διαδίκτυο με κίνδυνο διακοπής της σύνδεσης του ιδιώτη σε περίπτωση υποτροπής. Η Γαλλική Εθνοσυνέλευση ενέκρινε το σχέδιο νόμου που εμπνεύστηκε ο ίδιος ο πρόεδρος Σαρκοζί και σύμφωνα με το οποίο από το ερχόμενο φθινόπωρο όσοι επιδίδονται στο «κατέβασμα» ταινιών και μουσικής από το Διαδίκτυο, θα αρχίσουν να λαμβάνουν ταχυδρομικώς τις πρώτες προειδοποιήσεις από το νέο θεσμικό όργανο, την Ανώτατη Αρχή για τη Διάδοση των Εργων και την Προστασία των Πνευματικών Δικαιωμάτων στο Ιντερνετ (Hadopi), που συστήνεται άμεσα.

Σε περίπτωση υποτροπής, οι πρώτες διακοπές στη διαδικτυακή σύνδεση θα ξεκινήσουν από το 2010, με τους «πειρατές» όμως να συνεχίζουν να πληρώνουν τη συνδρομή τους, πράγμα που θα συνιστά μια «διπλή ποινή» για τους καταναλωτές, όπως καταγγέλλει η αντιπολίτευση.

Ανάλογες προτάσεις επεξεργάζεται και η βρετανική κυβέρνηση. Το προσχέδιο, προβλέπει, ανάμεσα σε άλλα, ότι οι πάροχοι διαδικτυακών συνδέσεων και υπηρεσιών οφείλουν να ελέγχουν τους χρήστες τους.

  • Το παράνομο εμπόριο στο δρόμο

Αλλος μεγάλος μπελάς για τα βιντεοκλάμπ είναι τα πειρατικά dvd που συνήθως διατίθενται στους δρόμους από οικονομικούς μετανάστες. «Τα πουλάνε έξω από τα μαγαζιά μας», λέει αποκαρδιωμένος ένας ιδιοκτήτης βιντεοκλάμπ της οδού Αχαρνών. Υπολογίζεται ότι μόνο το 2005 το ελληνικό Δημόσιο έχασε πάνω από 15,7 εκατ. ευρώ από φόρους επί κερδών και ΦΠΑ. Το κάπως αστείο είναι ότι και αυτή η παράδοξη αγορά πλήττεται εξίσου από την online πειρατεία. Oταν μπορείς να κατεβάσεις δωρεάν μια ταινία στη θαλπωρή του σπιτιού σου και τα τρία ευρώ είναι πολλά.

Το παράνομο εμπόριο πειρατικών dvd έχει τις ρίζες του σε πολύ καλά οργανωμένα κυκλώματα οικονομικού εγκλήματος. Αυτό που δείχνει εντυπωσιακό είναι η ανικανότητα της Ελληνικής Αστυνομίας να περιορίσει γενικά το παρεμπόριο. Αυτό που βλέπεις στους δρόμους της Αθήνας είναι εκφοβιστικές περιπολίες και πανικόβλητους μετανάστες με τη πραμάτεια επ’ ώμου να σκορπίζουν τρέχοντας στα στενά. Μια επαναλαμβανόμενη εικόνα στα όρια της ιλαροτραγωδίας. «Εμείς δεν ζητάμε να συλλαμβάνονται οι άνθρωποι αυτοί», σημειώνει ο κ. Κονταράκης. «Αλλά εδώ που έχουμε φτάσει, ούτε καν κατάσχεται το παράνομο εμπόρευμα».

Σύμφωνα με έκθεση της RAND Corpοration (Research and Development), η πειρατεία ταινιών μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να αποδειχθεί πιο επικερδής και από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών: ένα πειρατικό dvd στη Μαλαισία κοστίζει 70 σεντς και μπορεί να πωληθεί μέχρι και 10 φορές ακριβότερα στους δρόμους του Λονδίνου.

  • Στα στέκια των μεταναστών

Οταν η online πειρατεία έκανε την εμφάνισή της στην Ελλάδα, τα βίντεο κλαμπ που αισθάνθηκαν λιγότερο τις επιπτώσεις της επερχόμενης κρίσης ήταν τα βίντεο κλαμπ σε συνοικίες της Αθήνας με σημαντικό μεταναστευτικό πληθυσμό. Η εξοικείωση με την ελληνική γλώσσα και η χαμηλή τιμή ενοικίασης διαμόρφωσαν ένα ελκυστικό πακέτο οικιακής ψυχαγωγίας. «Ναι, αυτό συνέβαινε πριν από λίγα χρόνια», θυμάται ένας ιδιοκτήτης βίντεο κλαμπ στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα. «Οχι πια. Σήμερα ο μετανάστης που είναι σε θέση να διαβάσει ελληνικούς υπότιτλους μπορεί σίγουρα να κατεβάσει ταινίες από το Ιντερνετ κι αν δεν μπορεί ο ίδιος, μπορεί κατά πάσα πιθανότητα ένας φίλος του. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι παρέες νέων παιδιών να μπαίνουν στα μαγαζιά μας να “τσεκάρουν” καινούργιους τίτλους και να επιστρέφουν σπίτι τους για να τους “κατεβάσουν”. Μας χρησιμοποιούν δηλαδή ως οργανωμένες πηγές ενημέρωσης. Αλλά αυτό δεν έχει σχέση με τους μετανάστες. Το κάνουν εξίσου και οι Ελληνες».

Δίπλα στα «κανονικά» βίντεο κλαμπ επιβιώνει κι ένα υβρίδιο, ανάμεσα σε call center και σημείο ενοικίασης dvd που απευθύνονται αποκλειστικά σε μετανάστες. Πρόκειται για συνοικιακά μαγαζιά συγκεκριμένης εθνικής ταυτότητας που «πουλάνε» οικονομικές κλήσεις στην πατρίδα αλλά και νοικιάζουν σημαντικό αριθμό οπτικοακουστικού υλικού, επίσης από την πατρίδα. Ταινίες, αθλητικά γεγονότα που δεν πρόκειται να βρουν ποτέ στην Ελλάδα. Τα μαγαζιά είναι συνήθως και στέκια, ένα είδος καφενείου που περνάει κανείς την ώρα του. Ρωτάμε τον πωλητή από το Μπαγκλαντές πώς πάνε οι δουλειές και δείχνει ευχαριστημένος. Συνεννοούμαστε περισσότερο με νοήματα, την ίδια ώρα που η υπόλοιπη παρέα κάνει «χαβαλέ» για την ξαφνική δημοσιότητα. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων όπως και τη θέση της τεχνολογίας στις όχι εύκολα ζωές τους. Ντρέπομαι να τους ρωτήσω αν «κατεβάζουν» ταινίες από το Ιντερνετ αν και δεν θα με αιφνιδίαζε καμιά απάντηση.

Συλλογικό μίσος σε άσπρο-μαύρο



Ο Μίκαελ Χάνεκε, νικητής του 62ου Φεστιβάλ των Καννών, μιλάει για την ταινία του και τη θρησκευτική τρομοκρατία
  • Συνέντευξη στον Παναγιωτη Παναγοπουλο, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/5/2009

  • Ο νικητής του Χρυσού Φοίνικα του 62ου Φεστιβάλ των Καννών ερχόταν στη φετινή διοργάνωση με τη σιγουριά ότι θα κερδίσει κάτι μεγάλο. Οχι μόνον επειδή ο Μίκαελ Χάνεκε μετράει μια μακρά φιλία και συνεργασία με την πρόεδρο της κριτικής επιτροπής, Ιζαμπέλ Ιπέρ, αλλά και επειδή γνώριζε ότι το θέμα της «Λευκής κορδέλας», της ταινίας του που κέρδισε το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ, είναι από εκείνα που βρίσκουν ανταπόκριση στα μέλη μιας κριτικής επιτροπής.
  • Η ιστορία της ταινίας, που διαδραματίζεται σε ένα χωριό της Βόρειας Γερμανίας, τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι μια άσκηση του Χάνεκε για το πώς χτίζεται το συλλογικό μίσος, η καχυποψία και η βία. Με τον συντηρητισμό και την αυστηρότητα που επιβάλλει η θρησκεία, ο Χάνεκε προσπαθεί να πει ότι η γενιά που μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον είναι εκείνα τα παιδιά, τα οποία στη συνέχεια κατέστρεψαν την Ευρώπη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και καθώς αυτά τα χαρακτηριστικά δεν έχουν εκλείψει, συνεχίζονται παρόμοιες καταστροφές σε άλλες περιόδους της Ιστορίας.
  • Η σιγουριά του Χάνεκε ότι η διάρκειας 2,5 ωρών ασπρόμαυρη ταινία του είναι από τους σοβαρούς διεκδικητές του Χρυσού Φοίνικα (για το οποίο υπήρξε υποψήφιος τέσσερις ακόμη φορές στο παρελθόν), τον έκανε μάλλον περισσότερο προσιτό κατά τη συνάντησή μας στις Κάννες, δύο ημέρες πριν απονεμηθούν τα βραβεία. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Majestic, όπου συναντηθήκαμε, ήταν ευγενής, χαμογελαστός και αναλυτικός στις απαντήσεις του, διαψεύδοντας με την παρουσία του τη φήμη του δύσκολου και του απόμακρου, που τον ακολουθούσε από τις προηγούμενες συμμετοχές του στο φεστιβάλ. Οπως είπε για τα βραβεία, «όποιος έρχεται σε διαγωνιστικό τμήμα, ελπίζει να κερδίσει. Ετσι, θα ελπίζω και θα περιμένω ή, όπως λένε οι Γάλλοι, θα αφήσω τον εαυτό μου να ζήσει την έκπληξη». Που τελικά δεν ήταν και πολύ μεγάλη...

Στα σύνορα του φασισμού

- Πώς έφτασε αυτό το σενάριο στον κινηματογράφο; Απ' ό,τι γνωρίζουμε, η πρόθεσή σας ήταν να το κάνετε μίνι σειρά εδώ και πάνω από δέκα χρόνια.

  • - Είναι πολύ απλό. Ηταν ένα πολύ ακριβό σενάριο για να γυριστεί για την τηλεόραση. Ετσι, όπως συμβαίνει με πολλά από τα σενάριά μου, το είχα βάλει στο συρτάρι. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και με την «Ωρα του λύκου». Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι πρέπει να γυριστεί για τον κινηματογράφο, το συντόμευσα και το προσάρμοσα.

- Πιστεύετε ότι ο αυταρχισμός και οι απόλυτες συμπεριφορές, τις οποίες αναφέρετε την ταινία, έκαναν πιο «επείγον» το γύρισμά της αυτή την περίοδο;

  • - Δεν ήταν μια τόσο συνειδητή απόφαση να κάνω την ταινία ώστε να τη συνδυάσω με συγκεκριμένα σημερινά γεγονότα, όμως με δεδομένη τη θρησκευτική τρομοκρατία που επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο, δύσκολα μπορεί κανείς να βρει πιο ταιριαστό παραλληλισμό. Εχει φυσικά σχέση και με τον ισλαμικό φανατισμό, όπως τον έχει ζήσει ο κόσμος τα τελευταία χρόνια, περισσότερο όμως πιστεύω ότι η ταινία αναφέρεται στις ρίζες της τρομοκρατίας με κάθε πιθανή της έκφραση. Κι αυτό έχει να κάνει με τον φασισμό και των δεξιών και των αριστερών άκρων. Κάθε φορά που μια ιδέα εξελίσσεται στο επίπεδο της ιδεολογίας και από κάποιους επιχειρείται να επιβληθεί στο σύνολο, βρισκόμαστε στα σύνορα του φασισμού, κάτι που έχουμε δει και στα δεξιά και στα αριστερά άκρα, και στη χριστιανική και σε οποιαδήποτε άλλη θρησκεία.

- Νομίζετε όμως ότι, όπως υπονοείται στην ταινία, ο κόσμος σήμερα οδηγείται σε ένα ακόμη πιο βίαιο ξέσπασμα;

  • - Δεν είμαι προφήτης! Ομως, η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι αισιόδοξος για την πορεία του κόσμου.

- Πώς μπαίνει στην ταινία η χριστιανική ενοχή, που εκφράζεται με το πρόσωπο του αυστηρού πάστορα;

  • - Η ενοχή είναι ένα βασικό σημείο της χριστιανικής πίστης, για την οποία μπορώ να μιλήσω καλύτερα, επειδή αυτή γνωρίζω. Ομως, θεωρώ ότι ισχύει και σε κάθε άλλη θρησκεία. Η ενοχή βέβαια δεν είναι μόνο θρησκευτικό ζήτημα, είναι και φιλοσοφικό και δεν μπορείς να την αποφύγεις όταν βλέπεις τον κόσμο και προσπαθείς να υπάρχεις μέσα σ' αυτόν με υπευθυνότητα. Πάντως, δεν βλέπω το ζήτημα της ενοχής μόνο ως κάτι αρνητικό. Το αίσθημα της ενοχής πιστεύω ότι μπορεί να μας κάνει να προσπαθούμε να βελτιωθούμε και να αντιμετωπίζουμε τους άλλους με περισσότερη ανθρωπιά.

- Σε ό,τι αφορά το αισθητικό μέρος της «Λευκής κορδέλας», έχετε συνειδητές αναφορές σε άλλες ταινίες και σκηνοθέτες;

  • - Οπως κάθε άλλος σκηνοθέτης, έχω επηρεαστεί από τη δουλειά πολλών άλλων δημιουργών. Πιστεύω όμως ότι έχω πια καταφέρει να διαμορφώσω τη δική μου γλώσσα. Υπάρχουν πολλές επιρροές, αλλά είναι πολυποίκιλες και διαφορετικές ώστε να τις απομονώσω και να πω ότι είναι το ένα ή το άλλο. Κάθε δημιουργός επηρεάζεται, χωρίς απαραίτητα και να μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι αυτό που τον επηρεάζει.

Η εμπειρία της αποτυχίας

- Είναι η πρώτη ταινία που κάνετε έπειτα από το ριμέικ του δικού σας «Funny games», που γυρίσατε στην Αμερική. Πώς ήταν εκείνη η εμπειρία; Θεωρείτε ότι έχετε περισσότερο έλεγχο της δουλειάς σας στην Ευρώπη;

  • - Δεν είναι θέμα ελέγχου. Τον έλεγχο τον είχα και στην Αμερική. Το συμβόλαιό μου ανέφερε ρητά ότι θα ήταν ένα ριμέικ πλάνο προς πλάνο και δεν υπήρχε τρόπος να αλλάξουν πράγματα στην ταινία, αν και φυσικά προσπάθησαν πολύ για να γίνει αυτό! Είχα την εντύπωση πως δεν είχαν δει αρκετοί θεατές στην Αμερική την πρώτη ταινία και ήθελα να κάνω μια προσπάθεια ώστε να γίνει πιο γνωστή και περισσότερο προσιτή. Οταν βγήκε το ριμέικ όμως, φάνηκε ότι τελικά την είχαν δει πολύ περισσότεροι απ' ό,τι πίστευα. Ηταν βέβαια μια εισπρακτική αποτυχία, αλλά για μένα ήταν μια πολύ καλή εμπειρία, καθώς είχα την ευκαιρία να δουλέψω με εξαιρετικούς ηθοποιούς.

- Μπορείτε να μιλήσετε και για τη σχέση σας με την όπερα; Εχετε σκηνοθετήσει όπερες στο παρελθόν και ετοιμάζετε νέες παραγωγές.

  • - Απλώς αγαπώ τη μουσική. Ηθελα πάντα να ασχοληθώ περισσότερο. Ηθελα να γίνω πιανίστας, αλλά δεν είχα αρκετό ταλέντο. Αγαπώ πραγματικά πολύ τη μουσική, αλλά έχω πάψει να παίζω και να ασχολούμαι περισσότερο ο ίδιος. Ο πατριός μου, που ήταν συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, μου έλεγε ότι δεν είχα αρκετό ταλέντο για να γίνω μουσικός.

- Οπως λέτε, αγαπάτε πάρα πολύ τη μουσική, όμως οι ταινίες σας δεν έχουν ποτέ μουσική.

  • - Ναι, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ για να τη χρησιμοποιώ προκειμένου να καλύπτω τις αδυναμίες μου...

Δέκα χιλιάδες αποχρώσεις του γκρίζου

- Γιατί επιλέξατε να γυρίσετε σε ασπρόμαυρο;

  • - Ολες οι εικόνες που έχουμε από αυτή την περίοδο είναι σε ασπρόμαυρο. Αν γύριζα μια ταινία για τον 18ο αιώνα, για παράδειγμα, θα την έκανα έγχρωμη, επειδή οι εικόνες που έχουμε από αυτή την περίοδο, είναι από πίνακες με χρώμα. Ομως, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχε η φωτογραφία και είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ο κινηματογράφος. Σε ασπρόμαυρο φιλμ. Οταν σκεφτόμαστε λοιπόν εκείνη την εποχή, τη σκεφτόμαστε σε ασπρόμαυρο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αγαπώ πολύ το ασπρόμαυρο. Εχω γυρίσει δύο ταινίες για την τηλεόραση σε ασπρόμαυρο και δεν χάνω την ευκαιρία να το χρησιμοποιώ όποτε μπορώ. Υπάρχει και ένας τρίτος λόγος, και αυτός έχει να κάνει με την αφήγηση. Το ασπρόμαυρο με κάνει να μπορώ να έχω μια αποστασιοποίηση από την ιστορία, με την μπρεχτική έννοια.

- Εχει να κάνει και με το γεγονός ότι οι χαρακτήρες της ταινίας είναι απόλυτοι και βλέπουν τα πράγματα άσπρα ή μαύρα;

  • - Οι χαρακτήρες μπορεί να χαρακτηρίζονται από ασπρόμαυρες αντιλήψεις, ελπίζω όμως ότι η ταινία, αν και ασπρόμαυρη, προσπαθεί να τους αποτυπώσει με αποχρώσεις ανάμεσα στα άκρα. Υπάρχουν περίπου δέκα χιλιάδες αποχρώσεις του γκρίζου, κι αυτές τις βρίσκω πολύ πιο ενδιαφέρουσες.

Saturday, May 30, 2009

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος κάνει ταινία «Τα οπωροφόρα της Αθήνας»

  • Ο Καρπουζοκέφαλος και τα αμέτρητα... φρούτα της Αθήνας

  • Γράφει ο Παύλος Θ. Κάγιος

  • TA NEA: Σάββατο 30 Μαΐου 2009
«Ο Καρπουζοκέφαλος  εκφράζει τις πιο  ελεύθερες σκέψεις μας,  αυτές που οι  συμβάσεις της  κοινωνίας και εμάς των  ίδιων δεν επιτρέπουν  να εκδηλώσουμε»,  υποστηρίζει ο Νίκος  Παναγιωτόπουλος- στη  φωτό με τον διευθυντή  φωτογραφίας της  ταινίας Γιώργο Φρέντζο  - για τον ήρωα της  14ης ταινίας του «Τα  οπωροφόρα της  Αθήνας», ο οποίος έχει  στον νου του τον χάρτη  με τα οπωροφόρα της  Αθήνας (τον ενσαρκώνει  ο Νίκος Κουρής)
  • ΚΙ ΟΜΩΣ, Η ΑΘΗΝΑ ΠΑΡΑΓΕΙ... ΦΡΟΥΤΑ ΚΑΘΕ ΛΟΓΗΣ. ΤΑ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΚΕΦΑΛΟΣ, ΠΟΥ ΠΕΡΑ ΚΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ, ΣΚΟΡΠΑΕΙ ΕΥΦΟΡΙΑ, ΓΕΛΙΟ, ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗ 14ηΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΟΥΡΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΕΥΤΕΡΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗ- ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ «ΟΠΩΡΟΦΟΡΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ» ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
  • Απελευθερωμένος από συμβάσεις σαν τον Καρπουζοκέφαλο, τον ήρωα του νέου του φιλμ, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος τηρεί την υπόσχεσή του «κάθε χρόνο θα γυρίζω μια ταινία», και σκηνοθετεί τη 14η ταινία του, μεταφορά στην οθόνη του βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου «Τα οπωροφόρα της Αθήνας». «Δεν είμαι κανένα τέρας δημιουργικότητας, αν σκεφτείς ότι ο Τζον Φορντ έχει γυρίσει 144 ταινίες, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ 61, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι 51, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν 44, ο Τζον Χιούστον 40, ο Λουί Μπουνιουέλ 31, ο Φεντερίκο Φελίνι 24 και πάει λέγοντας, επομένως οι 14 δικές μου, μάλλον έναν ράθυμο σκηνοθέτη δείχνουν!», δηλώνει γι΄ αυτή την παραγωγική εμμονή του.
  • Σε αντίθεση με πολλούς σκηνοθέτες για τους οποίους η περίοδος των γυρισμάτων μιας ταινίας είναι «εφιαλτική», για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο είναι χαρά Θεού: «Όταν αρχίζω μια ταινία δεν θέλω με τίποτα να τελειώσει, δεν την αντιμετωπίζω σαν καταναγκαστικά έργα, μπορώ να πηγαίνω κάθε μέρα στο γύρισμα μιας ταινίας, όπως άλλοι πάνε κάθε μέρα στη δουλειά τους, όπως οι ζωγράφοι πάνε κάθε μέρα στο ατελιέ τους, όπως οι συγγραφείς κάθονται κάθε μέρα στο γραφείο τους μπροστά σε μία άσπρη κόλλα χαρτί».
  • Θέλοντας «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» να βγάζουν «ευφορία, γέλιο, συγκίνηση», και οπλισμένος, με γερούς συνεργάτες- στις ερμηνείες με τους Νίκο Κουρή, Λευτέρη Βογιάτζη, Αλεξία Καλτσίκη, στη μουσική με τον Σταμάτη Κραουνάκη, στη φωτογραφία με τον Γιώργο Φρέντζο και στα κοστούμια με τη Μαριάννα Σπανουδάκη- ο Νίκος Παναγιωτόπουλος σκηνοθετεί το φινάλε μιας τριλογίας του και μας εξηγεί: «Η Αθήνα είναι το ιδανικό πλατό, είναι η πόλη μου, την αγαπώ και μ΄ αρέσει να την κινηματογραφώ, όπως μερικοί κινηματογραφούν συνέχεια τα παιδιά τους, τη γυναίκα τους ή τη γάτα τους, έτσι είμαι και γω μανιακός με την Αθήνα! Και μετά τα φιλμ "Πεθαίνοντας στην Αθήνα", "Αθήνα- Κωνσταντινούπολη", "Τα οπωροφόρα της Αθήνας" αποτελεί μέρος μιας άτυπης τριλογίας γι΄ αυτήν την πόλη και τους ανθρώπους της».
Σκηνοθέτης με «άποψη» και «σκηνοθέτης ηθοποιών»... Αλλά σκηνοθέτης που θα έκανε μια ταινία 300.000 εισιτηρίων;
  • Τα νούμερα δεν με συγκίνησαν ποτέ. Αγάπησα πολλές μοναχικές ταινίες. Έχω απολαύσει μαγικές απογευματινές προβολές έξι με οχτώ με δύο τρεις θεατές όλους- όλους στην αίθουσα. Τελικά, όταν αρχίζει μια ταινία, είσαι εσύ και η ταινία.
Γιατί κάνεις ταινίες;
  • Χωρίς λόγο, πράγμα που σημαίνει για απειρία λόγων που είναι αδύνατον να τους απαριθμήσω.
  • Από τη μεριά του, ο συγγραφέας του βιβλίου «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», Σωτήρης Δημητρίου, εύχεται το αποτέλεσμα της κινηματογραφικής μεταφοράς να είναι «διασκεδαστικό, για να μην πω την φορτισμένη λέξη ψυχαγωγικό. Είναι αλήθεια πάντως ότι περιμένω με περιέργεια και αδημονία να δω την ταινία».
Πάνω κάτω όμως, είστε και εσείς της λογικής «κάθε χρόνο ένα βιβλίο», όπως ο Νίκος Παναγιωτόπουλος με τις ταινίες...
  • Όντως είναι μια κατάσταση με τον παράδεισό της και την κόλασή της, όπως κάθε τι ανθρώπινο. Κάπου λέει ο ήρωας του βιβλίου ότι η κανονική διάρκεια της ζωής είναι σοφή.
info: Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γυρίζει τη 14η ταινία του,«Τα οπωροφόρα της Αθήνας» βασισμένη στο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, με τους Νίκο Κουρή, Λευτέρη Βογιατζή, Αλεξία Καλτσίκη. Στους κινηματογράφους τον χειμώνα.

Σάμιουελ Φούλερ «Ο πορτοφολάς»



Ο Σάμιουελ Φούλερ υπογράφει τη σκηνοθεσία και το σενάριο του φιλμ νουάρ «Ο πορτοφολάς». Ο Σκιπ Μακόι, πρόσφατα αποφυλακισμένος, επέστρεψε στην καθημερινή του εργασία, αυτή του πορτοφολά. Στον πολυσύχναστο σταθμό του μετρό βουτάει μέσα στην τσάντα της Κάντι, ένα πορτοφόλι χωρίς να γνωρίζει ότι μέσα βρίσκεται ένα μικροφίλμ με μυστικές πληροφορίες της κυβέρνησης που η Κάντι προορίζει να δώσει στον πρώην εραστή της που δουλεύει για λογαριασμό κομμουνιστών κατασκόπων. Ομως η ίδια παρακολουθείται από το FBI αλλά οι πράκτορες δεν πρόλαβαν να συλλάβουν το δράστη που εξαφανίζεται. Μετά από έρευνες, εντοπίζουν τον Σκιπ αλλά αυτός αρνείται τα πάντα. Η Κάντι εντοπίζει και αυτή την καλύβα του Σκιπ δίπλα στο ποτάμι Χάντσον. Αναζητάει το μικροφίλμ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η συμμορία των κατασκόπων ψάχνουν και αυτοί τα ίχνη του Σκιπ με άγριες διαθέσεις... Γρήγορη πλοκή, άφθονη δράση, έξοχη χρήση των φυσικών σκηνικών και της πόλης ως στοιχειωμένου τοπίου. Παίζουν: Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, Τζιν Πίτερς, Θέλμα Ρίτερ, Ρίτσαρντ Κάιλ. (Κυριακή, 31/5, ΕΤ1, 21.05)

Εντουαρντ Ζουίκ «Ο τελευταίος σαμουράι»



Ο Εντουαρντ Ζουίκ σκηνοθετεί την περιπέτεια εποχής «Ο τελευταίος σαμουράι». 19ος αιώνας, Ιαπωνία. Η εποχή που η εθνική ασφάλεια της χώρας βασιζόταν αποκλειστικά στη μίσθωση των σαμουράι για την αντιμετώπιση των εξωτερικών απειλών πρόκειται να λήξει οριστικά. Σε μια δυναμική προσπάθεια να απαγκιστρωθεί η Ιαπωνία από το απαρχαιωμένο μιλιταριστικό καθεστώς, ο αυτοκράτορας μισθώνει μια ομάδα Αμερικανών αξιωματικών, βετεράνων του Εμφυλίου Πολέμου, προκειμένου να εκπαιδεύσουν το στρατό της χώρας στη χρήση σύγχρονων όπλων για να εξαλείψει την πολεμοχαρή αλλά υπερήφανη κάστα. Ανάμεσα στους εκπαιδευτές είναι και ο Νέιθαν Αλγκρεν, που η μοίρα θα παίξει μαζί του ένα απρόσμενο παιχνίδι. Η ξαφνική συμπλοκή της διμοιρίας του με μια ομάδα σαμουράι, καταλήγει σε αιματοχυσία, ενώ ο ίδιος αιχμαλωτίζεται... Παίζουν: Τομ Κρουζ, Κεν Γουατανάμπε, Μπίλι Κόνολι, Γουίλιαμ Αθερτον (Παρασκευή, 5/6, STAR, 22.00).

Κόνραντ Βολφ «Για μια θέση στη ζωή»



Η ανατολικογερμανική ταινία με τίτλο «Για μια θέση στη ζωή» (Σόλο Σάνι) θα προβληθεί στο πλαίσιο της κινηματογραφικής βραδιάς της τηλεόρασης του «902». Την ταινία, παραγωγής του 1979 και διάρκειας 104 λεπτών, έχει σκηνοθετήσει ο Κόνραντ Βολφ και πρωταγωνιστούν οι Ρενάτε Κρόσνερ, Αλεξάντερ Λανγκ και Ντίτερ Μόντανγκ. Η Σάνι, τραγουδίστρια από το Βερολίνο, περιοδεύει στη Γερμανία. Σιχαίνεται τη ρουτίνα, απαιτεί να τη σέβονται και λαχταρά μία σχέση. Ομως, παραμένει ασυμβίβαστη. Οταν μία κρίση διαλύει την μπάντα της, οι απόψεις της θα δοκιμασθούν (Κυριακή, 31/5, «902 TV», 21.35).

Indiana Jones the greek

  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 30 Μαΐου 2009

  • Ο Ελληνοαμερικανός Κρις Στρόμπολος είδε την ταινία «Ιντιάνα Τζόουνς και οι κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» σε ηλικία 10 χρόνων. Μαζί με άλλους δύο πιτσιρικάδες βάλθηκαν επί εφτά χρόνια να την ξαναγυρίσουν από μνήμης, σκηνή σκηνή. Σήμερα αυτή η νεανική αποκοτιά με τίτλο «Raiders of the Lost Ark: The Adaptation» είναι διάσημη καλτ ταινία. Ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ τη βρίσκει υπέροχη

Σε μια ανάπαυλα από τα γυρίσματα

Σε μια ανάπαυλα από τα γυρίσματα

Οταν βγήκε το 1981 η ταινία «Ιντιάνα Τζόουνς και οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού» σε σκηνοθεσία Στίβεν Σπίλμπεργκ και σενάριο Τζορτζ Λούκας, πολλοί πιτσιρικάδες σε όλο τον κόσμο ξεμυαλίστηκαν. Βρήκαν στο πρόσωπο του Χάρισον Φορντ το ιδανικό πρότυπο του απόλυτου ήρωα που κατατροπώνει τους κακούς, με το μαύρο καουμπόικο καπέλο και το δερμάτινο τζάκετ -μονίμως λασπωμένο, σκισμένο και ματωμένο. Πάντα υπάρχουν κάποιοι που τα μυαλά τους παίρνουν αέρα... υπέρ το δέον.

Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Ελληνοαμερικανός Κρις Στρόμπολος, με καταγωγή από Πάτμο, Κρήτη και το χωριό Δέρβενα έξω από την Τρίπολη. Οταν πρωτοείδε την ταινία, σε ηλικία 10 χρόνων, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που το 'βαλε πείσμα να γίνει ο... Ιντιάνα Τζόουνς Τζούνιορ. Η ιδέα έπεσε στα... καθίσματα ενός σχολικού λεωφορείου. Πρότεινε σε δύο φίλους του, τον Ερικ Ζάλα και τον Τζέισον Λαμπ, να ξαναγυρίσουν τους «Κυνηγούς της χαμένης κιβωτού». Οπερ και εγένετο. Γεννήθηκε το «Raiders of the Lost Ark: The Adaptation».

Το 2004 η ταινία έπεσε στα χέρια του ίδιου του Στίβεν Σπίλμπεργκ, που ενθουσιάστηκε και έστειλε στον Στρόμπολος συγχαρητήριο γράμμα. Τώρα περιοδεύει από φεστιβάλ σε φεστιβάλ και τραβάει συνεχώς την προσοχή του Τύπου. Ενώ ο διάσημος παραγωγός Σκοτ Ρούτιν («Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους», «Θα χυθεί αίμα») ετοιμάζει μια ταινία με θέμα την ιστορία των 3 πιτσιρικάδων.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι τρεις συμμαθητές κάθε πρωί, αντί να ξεσκονίζουν τα μαθήματά τους και να ετοιμάζουν σκονάκια στο λεωφορείο, έκαναν meeting και σχεδίαζαν μετά μανίας την υπερπαραγωγή τους. Μπορεί το «Raiders of the Lost Ark: The Adaptation» να μην ήταν τέτοια από άποψη μπάτζετ -κόστισε μόλις 5.000 δολάρια, καρπός χαρτζιλικιών και μικροδουλειών. Εξελίχθηκε, όμως, σε έναν κινηματογραφικό μαραθώνιο που κράτησε 7 χρόνια!

Ο Σπίλμπεργκ τούς δίνει τις ευλογίες του...

Ο Σπίλμπεργκ τούς δίνει τις ευλογίες του...

«Η ταινία άλλαξε τη ζωή μου», μας λέει ο 38χρονος Κρις Στρόμπολος. Και συνεχίζει: «Αυτό που ήθελα περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο ήταν να γίνω ο Ιντιάνα Τζόουνς. Αποφάσισα να ακολουθήσω τη φαντασίωσή μου, που τράβηξε λίγο παραπάνω σε διάρκεια από το συνηθισμένο. Είναι άλλο πράγμα για ένα παιδί να κατεβάσει μια ιδέα και να την πραγματοποιήσει μέσα σε ένα απόγευμα ή σε τρεις μέρες, κι άλλο να ασχολείσαι μαζί της κάθε καλοκαίρι για 7 συνεχόμενα χρόνια».

Οι αρμοδιότητες μοιράστηκαν από την αρχή. Ο Ερικ ανέλαβε τη σκηνοθεσία, ο Τζέισον τη διεύθυνση φωτογραφίας -νοίκιασαν μια κάμερα μπέταμαξ- και τα ειδικά εφέ. Ο Στρόμπολος έκανε κάστινγκ για τον Ιντιάνα Τζόουνς μόνο στον εαυτό του, και φυσικά πήρε το ρόλο. Οι υπόλοιποι μοιράστηκαν σε συμμαθητές.

Γύρισαν την ταινία καρέ καρέ, πράγμα που δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Μην ξεχνάμε ότι τα βιντεοκλάμπ δεν ήταν ακόμα στις δόξες τους. Ο μόνος τους σύμμαχος ήταν η καλή τους μνήμη. «Τα 3 πρώτα χρόνια δουλεύαμε από μνήμης. Κάθε φορά βέβαια που η ταινία παιζόταν σε σινεμά, τρέχαμε να τη δούμε. Μαζεύαμε κόμικς και άλμπουμ για την ταινία. Ο Ερικ έγραψε 600 σκηνές. Αυτές ήταν ο μπούσουλάς μας. Οταν βγήκε η ταινία το 1984 σε laser disc, συνειδητοποιήσαμε ότι, με εξαίρεση μερικά λάθη, ήμασταν πολύ κοντά στην αυθεντική», διηγείται ο Στρόμπολος. Σε μια περιπέτεια γεμάτη σκηνές δράσης, πυροβολισμούς, φωτιές και κυνηγητά, προκύπτουν εκ των πραγμάτων αντικειμενικές δυσκολίες. Κάποιες σκηνές τους προκάλεσαν... πονοκέφαλο. «Υπήρχαν σκηνές δύσκολες αλλά διασκεδαστικές, όπως αυτή με το κυνηγητό πάνω σε ένα φορτηγό (το οποίο ξεθάψαμε από ένα βάλτο και το "αναστήσαμε"). Αλλες ήταν δύσκολες αλλά δεν είχαν καθόλου πλάκα, όπως αυτές με τις ανασκαφές των ναζί στην έρημο. Εβρεχε, έκανε ζέστη, δεν είχαμε νερό και φαΐ, οι συμμαθητές-κομπάρσοι παραπονιούνταν... σκέτος εφιάλτης», θυμάται.

Οταν κάτι δεν έβγαινε τεχνικά, οι πολυμήχανοι φίλοι έβρισκαν εναλλακτική λύση: αντί για υδροπλάνο χρησιμοποίησαν βάρκα, αντί για πίθηκο, σκύλο. Δεν ήταν όμως μόνο δυσκολίες η ταινία για τον Στρόμπολος. Του άνοιξε και την τύχη. Τότε έδωσε, μπροστά στην κάμερα, το πρώτο του φιλί στη συμμαθήτριά του Αντζελα, που έπαιζε τη Μάριον. «Ηταν πιο τρομακτικό από το να σέρνομαι κάτω από το φορτηγό. Ενα παράξενο εφηβικό φιλί. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι όταν έβαζα το καπέλο και το τζάκετ του Ιντιάνα Τζόουνς, είχα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Κάθε καλοκαίρι ζούσα στον δικό του κόσμο», λέει.

Ολα σχεδιάζονταν με μεγάλη προσοχή. Φυσικά και τα κοστούμια του Ιντιάνα Τζούνιορ

Ολα σχεδιάζονταν με μεγάλη προσοχή. Φυσικά και τα κοστούμια του Ιντιάνα Τζούνιορ

Κάθε καλοκαίρι όμως που ξεκινούσαν τα γυρίσματα, η κάμερα έβρισκε τους «ηθοποιούς» αλλαγμένους: άλλα μαλλιά, άλλο ύψος, άλλα κιλά. Επτά χρόνια ήταν αυτά και μάλιστα εφηβικά. Κάποιες στιγμές έφτασαν στο τσακ να τα βροντήξουν. «Οι διαθέσεις μας περνούσαν διακυμάνσεις. Με τον Ερικ διαφωνούσαμε και μαλώναμε, είτε για την ταινία είτε για ένα κορίτσι. Αλλά είμαστε τύποι που δεν το βάζουμε εύκολα κάτω και είχαμε καλή χημεία μεταξύ μας», ομολογεί. Με τον Ερικ, άλλωστε, διευθύνουν από κοινού μια εταιρεία παραγωγής.

Μπορεί το «Raiders of the Lost Ark: The Adaptation» να ήταν το πρότζεκτ μιας ζωής, όμως ο Στρόμπολος έπαψε να είναι περήφανος για το κινηματογραφικό του κατόρθωμα. Μέχρι και η γυναίκα του αγνοούσε την ύπαρξη της ταινίας. «Ως παιδί ήμουν ξετρελαμένος. Αργότερα δεν το θεωρούσα φοβερό και ντρεπόμουν», εξομολογείται.

Ηταν μέχρι να αρχίσει η καριέρα της ταινίας. Αυτό έγινε όταν έπεσε τυχαία στα χέρια του σκηνοθέτη Ιλάι Ροθ μια ταλαιπωρημένη κόπια. Ενθουσιάστηκε και την έστειλε στον development executive της εταιρείας παραγωγής του Σπίλμπεργκ, με το ραβασάκι «Πρέπει να το δεις. Είναι απίστευτο». Δέκα μέρες μετά, ο Στρόμπολος πήρε γράμμα από τον ίδιο τον Σπίλμπεργκ, που δήλωνε τον ενθουσιασμό του για την ταινία των πιτσιρικάδων. Εννοείται πως στη συνέχεια γνώρισαν και τον ίδιο και τον Τζορτζ Λούκας.

Από την προβολή της ταινίας οι τρεις φίλοι βέβαια δεν βγάζουν δραχμή. Τα έσοδα πηγαίνουν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Στην αντίθετη περίπτωση, θα είχαν και ένα... μικροπροβληματάκι με το copyright.

«Ολο αυτό που συνέβη ήταν το τέλειο φινάλε του βιβλίου της ιστορίας μας», καταλήγει ο Κρις Στρόμπολος. Εχει, όμως, ακόμη μία εκκρεμότητα: να γνωρίσει τον ήρωα των παιδικών του χρόνων, Χάρισον Φορντ. *

Γιώργος Χωραφάς: Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα με πληγώνει

Ο διεθνής μας ηθοποιός εννοεί, φυσικά, ότι δεν καταλαβαίνει την έλλειψη χρηματοδότησης από το κράτος, αλλά και την ανυπαρξία σύγχρονων νόμων. Είναι, όμως, πάντα πρόθυμος να παίξει σε ταινίες μας. Πρωταγωνιστεί στην «Υπογραφή» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου

«Πάλι καλά που υπάρχει η πίεση στη ζωή. Μας σπρώχνει σε σημαντικά πράγματα. Οταν βέβαια κάνουμε τις σωστές επιλογές...», είναι η πρώτη κουβέντα του Γιώργου Χωραφά στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής στο Παρίσι.

Κάτι ξέρει από πίεση. Τελείωσε, φέτος, δύο γαλλικές ταινίες («Le bal des actrices», «Les amants de l' ombre»), έπαιξε στο «Without borders» του Ελληνοαμερικανού Νικ Γκαϊτατζή και στο «The Prankster» του Τόνι Βιντάλ, είναι στη μέση των γυρισμάτων μιας γαλλικής τηλεταινίας και πάει λέγοντας...

Μέσα σε όλα αυτά είναι και πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που έχει μπει στην τελική ευθεία για την προετοιμασία της επετειακής, 50ής διοργάνωσής του. Τα συχνά πήγαιν' - έλα, όμως, στην Αθήνα, έχουν αρχίσει και για έναν άλλο λόγο. Τον Οκτώβριο θα συμμετάσχει στα γυρίσματα της νέας ταινίας του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, που λέγεται «Υπογραφή» (παραγωγή των «Περίπλους», ΕΚΚ, CL Productions, ΕΡΤ).

Τα τελευταία χρονια κλέβει συχνά χρόνο για να παίξει σε ελληνική ταινία («Η σφαγή του κόκορα» και «Το Τάμα» του Πάντζη, «Κουαρτέτο σε τέσσερις κινήσεις» της Ρικάκη, «Η χωρωδία του Χαρίτωνα» του Καραντινάκη, «Πολίτικη κουζίνα» του Μπουλμέτη).

Αυτή τη φορά τον γοητευτικό και ευγενέστατο ηθοποιό θα δούμε σε έναν σοφιστικέ ρόλο που του πάει γάντι. Θα υποδυθεί τον Αγγελο, ταλαντούχο ζωγράφο, που έχει εγκαταλείψει την καριέρα του. Μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται στη ζωή του μια νεαρή ζωγράφος, η Μαρία (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου). Η φλόγα της έμπνευσης ξαναανάβει, αλλά ο Αγγελος χαρίζει τους πίνακές του στην αγαπημένη του για να τους υπογράψει...

«Θυμίζει τη σχέση Μότσαρτ-Σαλιέρι, όπου Μότσαρτ είναι ο Αγγελος και Σαλιέρι, η Μαρία», λέει ο Γιώργος Χωραφάς. «Φανταστείτε να υπέγραφε ο Σαλιέρι τις συνθέσεις του Μότσαρτ... Η Μαρία είναι αστικής καταγωγής και έχει διασυνδέσεις. Ο Αγγελος τα είχε παρατήσει γιατί τον απασχολούσαν πρακτικά ζητήματα: να βγάζει το ψωμί του, να περνάει τις νύχτες όπως θέλει. Δεν είχε φιλοδοξίες. Είναι πολύ ωραίο σενάριο».

  • Δεν είναι και πολύ συνηθισμένη τέτοια αυτοθυσία από τη μεριά των αντρών, ειδικά σε ζητήματα καριέρας...

«Δεν τίθεται θέμα καριέρας, γιατί ο Αγγελος δεν έχει. Θυσιάζει βέβαια την καλλιτεχνική του ταυτότητα. Οταν αποφασίσουν να σταματήσουν το παιχνίδι με την υπογραφή -που τους καταστρέφει- δεν θα μπορέσουν. Η κοινωνία θα τους υπενθυμίσει ότι πρέπει να συνεχίσουν τους ρόλους τους, ακόμα κι αν είναι ψεύτικοι».

  • Τα τελευταία χρόνια έχετε στενή σχέση με το ελληνικό σινεμά.

«Παλιότερα οι σχέσεις μου ήταν σποραδικές. Θυμάμαι όταν έπαιζα το 1983 στις "Ακυβέρνητες πολιτείες" του Στρατή Τσίρκα, που σκηνοθετούσε ο Ροβήρος Μανθούλης για την τηλεόραση, ζήσαμε... καφκικές καταστάσεις. Επρεπε να κάνουμε εξωτερικά γυρίσματα στο Ισραήλ αλλά η ΕΡΤ δεν μας έδινε χρήματα, αν προηγουμένως δεν παραδίδαμε κάθε επεισόδιο. Δηλαδή έπρεπε να πάμε στο Ισραήλ 12 φορές -όσες και τα επεισόδια- αντί για μία! Η γραφειοκρατία και η στενοκεφαλιά ήταν σκέτη καταστροφή...».

  • Δεν πτοηθήκατε όμως.

«Επειτα από 12 χρόνια έπαιξα στη "Σφαγή του κόκορα" του Αντρέα Πάντζη. Πάλι αντιμετωπίσαμε γραφειοκρατικά εμπόδια. Αυτό με πληγώνει πολύ στην Ελλάδα. Και οι κινηματογραφικοί θεσμοί δεν μπορούν να βοηθήσουν γιατί δεν παίρνουν τα χρήματα που τους τάζουν. Ζητιανεύουν όλοι από μία πηγή, η οποία θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες, να χρηματοδοτεί την κουλτούρα».

  • Ζείτε σε μια χώρα με την ακριβώς αντίθετη πολιτική για το σινεμά.

«Το γαλλικό σύστημα είναι μοναδικό στον κόσμο. Δεν έχει σημασία που δεν επιστρέφονται τα χρήματα που επενδύονται. Αποδίδει ο τουρισμός και οι εξαγωγές προϊόντων: κρασιών, ρούχων "Ντιορ" και, δυστυχώς, πολεμικών υλικών. Ο ελληνικός πολιτισμός έχει τέτοιο βάθος και ποιότητα, που δεν φοβάται άλλον. Θα μπορούσαμε κι εμείς να δίνουμε προτεραιότητα στην εικόνα της χώρας».

  • Υποθέτω, δεν είναι ό,τι καλύτερο να προεδρεύετε του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης φέτος που τα οικονομικά είναι περιορισμένα, λόγω της κρίσης. Είναι και η επέτειος των 50 χρόνων...

«Αν την αντιμετωπίζαμε με στενή λογική, θα έπρεπε να κάνουμε κάτι μικρό και φτηνό. Ετοιμάζουμε ένα επετειακό φεστιβάλ, χωρίς να είναι εγκλωβισμένο στη νοσταλγία των 50 χρόνων. Κοιτάει μπροστά και θέτει το ερώτημα "γιατί να κάνουμε σινεμά σήμερα;". Ο ελληνικός και διεθνής κινηματογράφος μπορούν να δώσουν πολλές απαντήσεις».

  • Η δική σας;

«Ο κινηματογράφος βοηθάει, μέσα από παραβολές και ιστορίες, να τοποθετηθούμε απέναντι σε διαχρονικές αξίες».

  • Τι επίπτωση θα έχει στο φεστιβάλ η απόσυρση των Ελλήνων σκηνοθετών από τα Κρατικά Βραβεία;

«Θα βρούμε άλλους τρόπους να καλωσορίσουμε το ελληνικό σινεμά. Προβληματιστήκαμε όταν το μάθαμε. Δεν μπορεί πάντως να παραμένει μετέωρος ο κινηματογραφικός νόμος γιατί παραλύει ο χώρος».

  • Πόσο ενεργός είναι ο ρόλος του προέδρου του φεστιβάλ;

«Εχω στενή σχέση με τους ανθρώπους του φεστιβάλ, ειδικά με τη Δέσποινα Μουζάκη. Το φεστιβάλ απαιτεί ανθρώπους που τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Οταν χρειάζεται να παίξω τον ρόλο του προέδρου, τον παίζω. Φυσικά έχω ιδέες, κάνω ενέργειες για να φέρω καλεσμένους, συζητάμε για το πώς μπορούμε να ενισχύσουμε το νέο κύμα του ελληνικού σινεμά που βράζει. Επίσης, συμμετέχω στο επικοινωνικό κομμάτι, είτε μέσω της τηλεόρασης είτε πηγαίνοντας σε ξένα φεστιβάλ. Το έκανα πολύ τα πρώτα δύο χρόνια, αλλά γρήγορα χρειάστηκε να ξαναγυρίσω στη δουλειά μου. Από αυτή ζω την οικογένειά μου. Οχι από το φεστιβάλ».

  • Αισθάνεστε Ελληνας στην Ελλάδα και Γάλλος στη Γαλλία;

«Νιώθω Ελληνας στη Γαλλία. Κι όταν είμαι εδώ αισθάνομαι Γάλλος ή μάλλον λιγότερο Ελληνας απ' όλους. Εκτός από τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Πολιτισμού, δεν γνωρίζω ποιος είναι στο τάδε υπουργείο ούτε ποιος έχει κάνει το όμορφο τραγούδι που ακούω στο ραδιόφωνο ή έχει γράψει το μπεστ σέλερ των ημερών. Δεν ζω την καθημερινότητα». *

Friday, May 29, 2009

Ο Γκοντάρ έπιασε κρυφά στον Πειραιά

  • Ο επαναστάτης της νουβέλ βαγκ γυρίζει την ταινία «Socialisme» πάνω σε κρουαζιερόπλοιο που πλέει στη Μεσόγειο. Ανάμεσα στους επιβάτες-ηθοποιούς ο Αλέν Μπαντιού και η Πάτι Σμιθ. Ζήτησε να πάει Επίδαυρο, αλλά άλλαξε γνώμη. Ενα κρουαζιερόπλοιο πλέει στη Μεσόγειο, όσο οι περίεργοι επιβάτες του συζητούν ή προβληματίζονται για την Ευρώπη και τον σοσιαλισμό, καθένας στη γλώσσα του.

Ο πρωτοπόρος της νουβέλ βαγκ καταπιάνεται στην τελευταία του ταινία με τον «Σοσιαλισμό». Θα πρέπει όμως να περιμένουμε μέχρι το 2010 για να δούμε τι έκανε αυτή τη φορά ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ

Ο πρωτοπόρος της νουβέλ βαγκ καταπιάνεται στην τελευταία του ταινία με τον «Σοσιαλισμό». Θα πρέπει όμως να περιμένουμε μέχρι το 2010 για να δούμε τι έκανε αυτή τη φορά ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ

  • Βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνοψίσει κανείς μια ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Και αδύνατο να το επιχειρήσει, όταν πρόκειται για ένα ολοκαίνουργιο φιλμ που θα προβληθεί το 2010, διατηρώντας μέχρι τότε τα μυστικά του κρυμμένα. Οχι και τόσο ώστε να μη διαρρεύσει η είδηση για τα γυρίσματα που έκανε ο 79χρονος σκηνοθέτης, τον Μάρτιο, στον Πειραιά και για τη συμμετοχή του 39χρονου Πολ Γρίβα, γιου του σημαντικού διευθυντή φωτογραφίας Αλέξη Γρίβα, στην 6μελή πολυεθνική ομάδα των βοηθών σκηνοθετών του.
  • Το τρέιλερ, που κυκλοφορεί ήδη στο Διαδίκτυο, μας κάνει να υποπτευόμαστε ότι ο επαναστάτης-ποιητής της νουβέλ βαγκ επιστρέφει πέντε χρόνια μετά τη «Δική μας μουσική», με αειθαλείς τις πολιτικές και φιλοσοφικές του διαθέσεις. Την εντύπωση ενισχύει ο τίτλος της ταινίας, «Σοσιαλισμός», οι λίγες αλλά ενδεικτικές εικόνες στο τρέιλερ, αλλά και φράσεις όπως «Η καημένη η Ευρώπη. Δεν μπορούμε να την εξαγνίσουμε, αλλά ούτε και να την ξεπεράσουμε» ή «Το Ισλάμ είναι η Δύση της Ανατολής».
  • Στις μεγάλες εκπλήξεις είναι και το πολυεθνικό καστ που συγκεντρώνει από τον Γάλλο φιλόσοφο Αλέν Μπαντιού και τον Γάλλο ακαδημαϊκό και πανεπιστημιακό Ντομινίκ Ρενιέ, μέχρι την Πάτι Σμιθ και τον συνεργάτη της Λένι Κέι. Και από τον Παλαιστίνιο πρέσβη στην UNESCO, ιστορικό και ποιητή Ελίας Σανμπάρ και τον Γάλλο οικονομολόγο Μπερνάρ Μαρί, μέχρι την πρώην τενίστρια Κατρίν Τανβιέ. Οι περισσότεροι υποδύονται τον εαυτό τους. Το καστ συμπληρώνουν Αφρικανοί, Γάλλοι, Ούγγροι και Ρώσοι ηθοποιοί. Τη μουσική επένδυση επιμελούνται ο Μάνφρεντ Αϊχερ και η ECM.
  • Για την πλοκή ελάχιστα στοιχεία δημοσιοποιήθηκαν, π.χ. ότι «ανάμεσα στους επιβάτες του κρουαζιερόπλοιου βρίσκεται ένας ηλικιωμένος εγκληματίας πολέμου (αδιευκρίνιστης εθνικότητας). Ενας διάσημος Γάλλος φιλόσοφος. Ενας Μοσκοβίτης επιθεωρητής της αστυνομίας. Μια Αμερικανίδα τραγουδίστρια. Ενας Γάλλος αστυνομικός. Μια αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών. Ενας πρώην διπλός πράκτορας. Ενας Παλαιστίνιος πρέσβης...». Η κρουαζιέρα προβλέπει σταθμούς «σε έξι περιοχές αληθινών ή ψεύτικων μύθων: Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Οδησσός, Ελλάς, Νάπολη, Βαρκελώνη». Προβλέπει φυσικά και περίεργες «γκονταρικές» συνθήκες: «Τη νύχτα δύο ανήλικα αδέλφια καλούν τους γονείς τους σε δίκη για το θέμα της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης».
  • Οσο για τα γυρίσματα στη χώρα μας, ο σκηνοθέτης Μάρκος Χολέβας επιβεβαιώνει ότι οι συνεργάτες του Γκοντάρ είχαν απευθυνθεί στο Film Commission Office του Κέντρου Κινηματογράφου προκειμένου να κινηματογραφήσουν κάποιο από τα αρχαία θέατρα (με προτίμηση στην Επίδαυρο). Οι Ελληνες φορείς τούς εξήγησαν τα περί αδειοδότησης από το ΚΑΣ και τους ζήτησαν το σενάριο. Επειδή τέτοιο δεν υπήρχε -ο Γκοντάρ δουλεύει χωρίς σενάριο- ζητήθηκε η συμβολή του ΥΠΠΟ. Λίγο καιρό αργότερα το Film Commission πληροφορήθηκε ότι τα σχέδια του Γκοντάρ είχαν αλλάξει: το κρουαζιερόπλοιο είχε πέρασει incognito από τον Πειραιά για ένα σύντομο γύρισμα... *

8ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Τρανσυλβανίας


Στην πόλη Κλουζ-Ναπόκα, στην κεντρική Ρουμανία έχει δημιουργηθεί λαμπρή, εορταστική ατμόσφαιρα καθώς από σήμερα, 29 Μαϊου έως τις 7 Ιουνίου φιλοξενεί το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Τρανσυλβανίας (TIFF), στο οποίο οι λάτρεις της έβδομης τέχνης θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν περισσότερες από 900 ταινίες.

Τα εγκαίνια του Φεστιβάλ πραγματοποιούνται το απόγευμα από το διευθυντή της εκδήλωσης Τούντορ Γκιουγκίου, τον καλλιτεχνικό διευθυντή Μιχάι Κιρίλοφ και το δήμαρχο της πόλης Κλουζ-Ναπόκα, Σορίν Απόστου.

Θα ακολουθήσει η προβολή της ταινίας «Αναμνήσεις μιας Χρυσής Εποχής», σεναριογράφος της οποίας είναι ο πολυβραβευμένος Ρουμάνος σκηνοθέτης Κριστιάν Μουνγκίου, ο οποίος σκηνοθέτησε το έργο μαζί με τους Ιοάνα Ουριτσάρου, Χάνο Χόφερ, Ράζβαν Μαρκουλέσκου και Κονσταντίν Ποπέσκου.

Η ταινία έχει δεχθεί πολύ καλές κριτικές στο φετινό Φεστιβάλ των Κανών και συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα «Un Certain Regard» με το περιοδικό «Variety» να εξυμνεί το ταλέντο των πέντε σκηνοθετών.

Στο ειδικό τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Τρανσυλβανίας «Πολιτικά Ποτρέτα» θα προβληθεί η ταινία «Il Divo» του Πάολο Σορεντίνο, ένα πορτρέτο του ισχυρότερου πολιτικού της μεταπολεμικής Ιταλίας, του Τζούλιο Αντρεότι.

Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ διοργανώνεται και προβολή της ταινίας «JVCD» με πρωταγωνιστή τον Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, κάτω από τον έναστρο ουρανό, σε drive -in, στον αυτοκινητόδρομο της Τρανσυλβανίας

Ερασιτέχνες της φωτογραφικής τέχνης διοργανώνουν έκθεση αφιερωμένη στην Κούβα και θα παρουσιαστεί αφιέρωμα για τα 100 χρόνια του πολωνικού κινηματογράφου 1908-2008, στο οποίο περιλαμβάνονται εικόνες, ταινίες, διάλογοι, σχόλια, αναλύσεις και κριτικές.

Τιμώμενοι καλεσμένοι του Φεστιβάλ φέτος είναι η διάσημη Ιταλίδα ηθοποιός Κλαούντια Καρντινάλε, ο Ρουμάνος ηθοποιός Φλορίν Πίερσιτς, καθώς και Ιταλός σκηνοθέτης Μενάχεμ Γκόλαν.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ

Thursday, May 28, 2009

Ηλιάδης «τρώει» Βαρντάλος

  • Του Δημήτρη Δανίκα, ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

«Το τελευταίο  σπίτι αριστερά». Ο  Ντένης Ηλιάδης   στις ΗΠΑ  ξεπερνάει  τον πρώτο  διδάξαντα  Γουές  Κρέιβεν και  μετακινεί  τον Χάνεκε  και τα «Παράξενα παιχνίδια» λίγο  πιο πέρα!
  • Εντελώς ελληνική υπόθεση η τελευταία εβδομάδα του Μαΐου. Ντένης Ηλιάδης και Νία Βαρντάλος. Με παραγωγές Μade in USΑ και οι δύο. Εκ της μονομαχίας, θρίαμβος Ηλιάδη διότι η Νία πάει πάλι να τα πάρει με Love story α λα souvlaki. Τον υποδέχομαι με ενθουσιασμό. Τεκμηριωμένο και εξηγήσιμο. Δίχως μεταφυσικό πατριωτισμό.
  • Πρώτον. Εξασφαλίζει μεταγραφή για τις ΗΠΑ. Περίεργο, θα πείτε. Καθόλου, θα πω. Το Χόλιγουντ και οι παραφυάδες του ανανεώνονται με αίμα απ΄ όλα τα γεωγραφικά σημεία του ορίζοντα. Κυρίως από Μ. Βρετανία, Αυστραλία, Καναδά και Ν. Ζηλανδία. Αλλά και από Μεξικό, Βραζιλία, Αργεντινή αλλά και από Γαλλία και Γερμανία. Απλώς, για πρώτη φορά στα κινηματογραφικά χρονικά (αμιγώς) Έλληνας σκηνοθέτης καταφέρνει με την πρώτη να κερδίσει την Κριτική και τα αμερικανικά ταμεία.
Αυτό κι αν είναι γεγονός.
  • Δεύτερον. Η μεταγραφή συντελέστηκε με τη μεσολάβηση του Γουές Κρέιβεν, αρχιμάστορα των Ηorror Μovies. Παράδειγμα, το «Scream». Ο Κρέιβεν λοιπόν αναθέτει το ριμέικ της δικής του πρώτης σκηνοθεσίας του 1972 «Τελευταίο σπίτι αριστερά» (Τhe last house on the left) στον νεοφώτιστο Ντένη Ηλιάδη. Αποτέλεσμα; Ο Έλληνας εμβολιάζει το σχήμα του Κρέιβεν και κατατροπώνει τον δάσκαλο των θρίλερ τρόμου. Σαν να του λέει «πέτα το αίμα και την τσίχλα και πιάσε την ουσία» Μια σύγκριση- «κατεβάζοντας» από το Διαδίκτυο την παλιά original ταινία- θα σας πείσει.
  • Τρίτον. Το καλύτερο. Ο Who the fuck is Denis Ιliadis εισβάλλει στο αμερικανικό πεδίο πολέμου με ευρωπαϊκή εξάρτυση με σφαίρες από Διαλεκτική και Ιστορία... Κατά βάθος, πλαγίως, καθέτως και οριζοντίως, η ιστορία του εφάπτεται με τα «Παράξενα παιχνίδια» (Funny games) του 1997 του Γερμανού Μίκαελ Χάνεκε. Κατά τη γνώμη μου, τον «σπρώχνει» λίγο πιο πέρα. Το εξηγώ για να μην αερολογώ.
  • Ο τρόμος του Χάνεκε είναι κυρίως ψυχολογικός. Οι φορείς του τρόμου του Χάνεκε, δύο κωλόπαιδα των βορείων προαστίων. Σκοτώνουν την ώρα τους και διασκεδάζουν τον σαδισμό τους βασανίζοντας μια οικογένεια μεσοαστών. Αυτόςλέει Γερμανός- είναι ο σημερινός νεο-ναζισμός. Τροφοδοτημένος από την ακατάσχετη εικονική βία των καναλιών. Ασπόνδυλος από ιδεολογική επεξεργασία. Επομένως τυφλός και χαοτικός Ο τρόμος του Ηλιάδη είναι κυρίως σωματικός. Φορείς του τρόμου του Ηλιάδη, τα μέλη μιας συμμορίας των μεσοδυτικών, πρωτόγονων, αμερικανικών Πολιτειών. Βιάζουν, μαχαιρώνουν, πυροβολούν. Το «κακό» εισβάλλει απ΄ έξω προς τα μέσα. Το «κακό» είναι κανιβαλικό. Για να το πολεμήσεις πρέπει χειρότερο κτήνος από τα κτήνη να γίνεις. Εδώ ο Ηλιάδης σκηνοθετεί με τη μέθοδο της Διαλεκτικής. Έτσι αποκαλύπτει τη διαδικασία εξέλιξης του πολιτισμού, δηλαδή τη βαρβαρότητα. Για να το καταλάβετε, αρκεί να αντιμεταθέσετε. Τη συμμορία, με τους Ισπανούς του Κολόμβου. Και τον γιατρό με τη γυναίκα του που υφίστανται την εισβολή των κτηνανθρώπων, με τους ιθαγενείς Ινδιάνους. Απαράλλακτη ομοιότητα. Η κατάκτηση της Νέας Ηπείρου με τα ίδια μέσα, τον ίδιο κανιβαλισμό, τα ίδια αποτελέσματα. Γράφει ο Κολόμβος επιστολή στη βασίλισσά του: «Οι ιθαγενείς μάς υποδέχονται φιλόξενα και μας προσφέρουν ό,τι τους ζητήσουμε» (σας παραπέμπω στο εξαιρετικό βιβλίο «Η ιστορία του Λαού των ΗΠΑ» του Χάουαρντ Ζιν).
  • Έτσι εξηγείται η αυτοδικία. Έτσι οι «Ινδιάνοι» (ο γιατρός με τη γυναίκα του) αφού πρώτα περιποιηθούν τους εισβολείς, στη συνέχεια μόλις ανακαλύψουν πως οι «ασθενείς» είχαν βιάσει και μαχαιρώσει την κόρη τους μεταμορφώνονται σε τέρατα. Αυτό το υπογάστριο του Πολιτισμού ανά τους αιώνες. Αυτή η διαδικασία μετάλλαξης ενός Ανθρώπου. Ο καλύτερος με τις καλύτερες προθέσεις, σε βάρβαρο θα μεταμορφωθεί για να προστατευτεί και να επιβιώσει.
  • Ο Ηλιάδης αναζωογονεί το αμερικανικό θρίλερ τρόμου με ευρωπαϊκή αισθητική. Όσο του επιτρέπεται από τις συμβάσεις.
  • Όσο μπορεί με τις δυνάμεις του να επενδύσει. Περιορίζει τον ακατάσχετο θόρυβο που σου ροκανίζει την ακοή και σου απαγορεύει να σκεφτείς. Με τη βοήθεια ενός υποδειγματικού soundtrack παίζει με τις καμπύλες. Οι στιγμές σιωπής εγκυμονούν τρόμο. Αόρατο, υπόγειο, απρόβλεπτο. Η σιωπή, προάγγελος φρίκης. Τολμηρό για τα αμερικανικά δεδομένα. Έτσι ξεσκονίζει από πάνω του κάθε ίχνος «σπλάτερ». Κερδίζει την εύνοια της Νεολαίας, αλλά ταυτόχρονα ενσταλάζει «δηλητήριο» εγκεφαλικής ουσίας στην αφασία. Ταυτόχρονα και με την πνιγμένη στο σκότος φωτογραφία αποπροσωποποιεί τους χαρακτήρες. Who is who? Όλοι κολυμπάνε στο αίμα. Βαρβαρότητα έδωκας, βαρβαρότητα θα λάβεις. Αυτή η αλήθεια. Ο πολιτισμός μας και οι ανέσεις μας πορεύονται με την κτηνωδία!
  • Με δυο λόγια: Τετραμελής συμμορία κτηνανθρώπων βιάζει, μαχαιρώνει, πυροβολεί, τεμαχίζει. Ανεμπόδιστοι, ασύδοτοι, αχαλίνωτοι. Το «κακό» κυκλοφορεί εκεί έξω. Ώσπου αναγκάζονται να κτυπήσουν την πόρτα ενός γιατρού σε παρακείμενο εξοχικό σπίτι. Ένας εξ αυτών έχει τραυματιστεί σοβαρά από το τελευταίο του θύμα. Ο γιατρός με τη γυναίκα του αρχίζουν τη θεραπεία και προσφέρουν γενναιόδωρη φιλοξενία, Αγνοούν πως ο ασθενής τους μόλις έχει ξεμπερδέψει βιάζοντας και μαχαιρώνοντας τη δική τους θυγατέρα. Όταν όμως εκείνη με νύχια και με δόντια καταφέρει να συρθεί μέχρι το σπίτι, τότε όλα αλλάζουν. Μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβεις. Ο γιατρός χειρότερος από Μένγκελε ορμάει να κατασπαράξει τα κτήνη!


«Το τελευταίο σπίτι αριστερά»
Παλιά ταινία του Γουές Κρέιβεν Καλύτερο το ριμέικ του Ντένη Ηλιάδη Εργαλείο του πολιτισμού η βαρβαρότητα
ΒΑΘΜΟΙ=7 (τρόμος με μυαλό)
Τρεις αδελφές αργοπεθαίνουν

  • Πλημμυρίδα ευαισθησίας. Ατελείωτη Πινακοθήκη μιας ανεκτίμητης έκθεσης φωτογραφίας. Από τα Σκόπια το κέντημα ύψιστης καλλιτεχνίας. Με το χέρι, την καρδιά και την καλλιτεχνική καλλιέργεια της Teona Strugar Μitevska, δηλαδή Θεώνης Μιτέφσκα. Υπό τον τίτλο «Jas sum od Τitov Veles». Γεννήθηκα στο Τίτο Βέλες. Μικρό, χαμηλόφωνο, ευάλωτο, απροστάτευτο, θεσπέσιο. Αμ τι νομίζατε. Οι γείτονες με μεγαλύτερη Παιδεία φορτωμένοι. Επί Τίτο, τα πρωτοξάδελφα της μεγάλης Σχολής της Γιουγκοσλαβίας από την οποία προέκυψε ο Εμίρ Κουστουρίτσα. Για να υπενθυμίσω και την απληροφόρητη αμηχανία σας να διορθώσω. Πριν από 14 χρόνια ο Σκοπιανός Μίλτσο Μαντσέφσκι με το «Βefore the rain» (Πριν από τη βροχή) και με τη σημαία με το αστέρι της Βεργίνας να ανεμίζει στο φεστιβάλ της Βενετίας, κερδίζει Χρυσό Λιοντάρι καλύτερης ταινίας, διάκριση που δεν έχει συμβεί με κανέναν Έλληνα σκηνοθέτη, ούτε με τον Αγγελόπουλο (το Λιοντάρι που κέρδισε για τον «Μεγαλέξαντρο» ήταν ένα από τα τρία εκείνης της χρονιάς, του 1981 αν δεν με απατά η μνήμη μου).
  • Η μόλις 35 ετών Τeona- η σκηνοθέτις ντε- είναι η μεγαλύτερη αδελφή της Λαμπίνα Μιτέφσκα, πρωταγωνίστριας στη «Βροχή» του Μαντσέφσκι και μία από τις τρεις αδελφές του «Βέλες»... Γυναικεία συνωμοσία. Με εξαιρετική, μοναδική θα ΄λεγα, αίσθηση των όγκων, της γεωμετρίας, του κάδρου και των ήχων. Ταλεντάρα η Μιτέφσκα. Έχει αρπάξει καμβά και μπογιές και ζωγραφίζει όλα τα πλάνα με ελάχιστα υλικά και με φόντο τους τοίχους ενός καταρρέοντος σπιτιού όπως σήμερα είναι τα Σκόπια. Γράφει απίστευτα. Με μια μελωδία πιάνου. Αποτέλεσμα; Οι απλοί ήχοι μιας απλής μελωδίας να διαστέλλονται στον όγκο ορχήστρας δωματίου. Ως ατμόσφαιρα, μέσα ο Κισλόφσκι, μέσα ο Τσέχωφ, μέσα και ο Μπέργκμαν. Όμως επί της σεναριακής ουσίας μονοδιάστατο, μονόχορδο. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο τα ίδια και τα ίδια. Τρεις αδελφές και πεθαίνοντας ως χώρα. Μέτριο σενάριο, εξαιρετική σκηνοθεσία. Κρίμα.
  • Με δυο λόγια: Τρεις αδελφές στη μελαγχολική, παρακμιακή πόλη Τίτο Βέλες. Η πρώτη εξαρτημένη και βουτηγμένη στα ναρκωτικά. Η δεύτερη σιωπηλή, φευγάτη, απογειωμένη. Η τρίτη, η μικρότερη, βγάζει το ψωμί της ως καθαρίστρια με στόχο να φύγει για Αθήνα. «Το κόλπο να πάρεις βίζα είναι να πεις Σκόπια, όχι Μακεδονία». Ν΄ απαρνηθείς την πατρίδα. Οι άντρες εκμεταλλευτές, βίαιοι, βρώμικοι, κακοί. Ένας εξ αυτών με αντάλλαγμα τον συχνό σεξουαλικό «βιασμό», εξασφαλίζει δωρεάν ουσίες για τη μεγάλη αδελφή των ναρκωτικών. Όλες οι πόρτες κλειστές. Επιθανάτιος ρόγχος και για τις τρεις αδελφές.

«Γεννήθηκα στο Τίτο Βέλες»
Καθηλωτική, ιδιαίτερη, φωτογραφία Ατμόσφαιρα Μπέργκμαν, Κισλόφσκι και Τσέχωφ Μέτρια σεναριακή ουσία
ΒΑΘΜΟΙ=7 (υπέρτατη ευαισθησία)

Οι γάτες τρελάθηκαν
  • «Οι γυναίκες των ονείρων μου» (Μes Stars et moi). Κομεντί της Λετισιά Κολομπανί (μόλις 33 ετών) με πρωταγωνίστριες Κατρίν Ντενέβ, Εμανουέλ Μπεάρ και Μελανί Μπερνιέρ. Η πρώτη «η γριά κότα έχει το ζουμί». Η δεύτερη «σαραντάρα καλύτερη από εικοσάρα». Η τρίτη ανερχόμενη και ενζενί. Όλες σταρ και αντικείμενα του πόθου ενός θαυμαστή (Καντ Μαράντ). Ο οποίος- χωρισμένος από Μαρία Ντε Μοντέιρος- προσκομίζει τη γάτα του σε ψυχίατρο κατοικιδίων! Παράδειγμα; Μια μέρα στο ντιβάνι χωρίς τη γάτα. Ρωτάει η ψυχίατρος: «Δεν φέρατε τον Ζεράρ; Δεν μπορώ να δουλέψω χωρίς αυτόν». Εννοεί τον γάτο τον τρελό. Τι να σας πω. Ούτε με κιάλια. Συγκριτικά, χίλιες φορές Βαρντάλος απ΄ αυτήν τη γαλλική μπούρδα!

ΒΑΘΜΟΙ=2 (οι γάτες τρελάθηκαν)
  • «Jonas Βrothers Τhe 3D Concert Εxperience» του Μπρους Χέντρικς. Όπως «λέει» και το δελτίο Τύπου, πρόκειται για Rockumentary (ροκ και ντοκιμαντέρ) από τη «φλογισμένη περιοδεία των αδελφών Jonas πριν από έναν χρόνο. Με Guests μεταξύ άλλων τον Τέιλορ Σουίφτ και με μιαν ατελείωτη εκδοχή του άσματος «Love is on its way». Πρόκειται για new stars της αμερικανικής, μουσικής σκηνής, δηλαδή τον Κέβιν (21), τον Τζόε (19) και τον Νικ μόλις 16 ετών. Σε λίγο, με την κάθετη πτώση της ηλικίας των θεατών, θα βάζουν να τραγουδάνε τα μωρά.

ΒΑΘΜΟΙ= DΟΝ΄Τ ΚΝΟW (δεν το είδα, δυστυχώς)
Souvlaki made in USΑ

  • Και ερχόμαστε στη Νία Βαρντάλος, στον «Έρωτα α λα ελληνικά (Μy Life in Ruins, που πάει να πει Η ζωή μου ερείπια), τον διεκπεραιωτή της σκηνοθεσίας Ντόναλντ Πέτρι, τον σεναριογράφο και παραγωγό Μάικ Ρις, τον Αλέξη Γεωργούλη που του εύχομαι τα καλύτερα στο Χόλιγουντ και την Ελληναμερικανίδα παραγωγό Ρίτα Ουίλσον, σύζυγο Τομ Χανκς. Τhanks παιδιά!
  • Αυτό θα έλεγα από καρδιάς. Και αν ήμουν στη θέση του υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης θα καρφίτσωνα στο πέτο όλων των συντελεστών παράσημα πατριωτικών υπηρεσιών. Και παραλλήλως θα επένδυα τον μισό προϋπολογισμό του υπουργείου στη διάδοση και την προβολή της ταινίας. Η αφίσα της Vardalos, η καλύτερη διαφημιστική εκστρατεία. Ζήσε τον μύθο της ελληνικής ακτής. Φανταστείτε, όλα συμβαίνουν με φόντο Ακρόπολη, Δελφούς, Αρχαία Ολυμπία, Αρχαία Αγορά και όλα τα πολύτιμα «ερείπια» των αρχαίων ημών προγόνων. Φανταστείτε ακόμα ατάκα διά στόματος Νίας Βαρντάλος: «Στη σημερινή Ελλάδα ούτε τα καζανάκια δεν λειτουργούν, αλλά πρόσεξε όλοι χορεύουν. Και πού ΄σαι, οι Έλληνες πρώτοι ανακάλυψαν Δημοκρατία και Φιλοσοφία». Που μεθερμηνευόμενο πάει να πει: η Ελλάδα θέλει καλοπέραση. Ό,τι πρέπει για τουριστική εξόρμηση δηλαδή. Ειδικά σε περιοχές της τρίτης ηλικίας. Της αμερικανικής και δευτερευόντως αυστραλέζικης, καναδέζικης και βρετανικής. Με έναν λόγο Love Souvlaki από Αστόρια και ΚΑΠΗ.
  • Όσο για κινηματογραφική επαφή, ούτε από μακριά για τα δικά μου γούστα. Η ταινία σκέτο χαρτί. Και από χαμόγελο ούτε με τα κιάλια σε οποιαδήποτε ελληνική ακτή. Για να σας δώσω να καταλάβετε- και τηρουμένων των αναλογιώνμπροστά σ΄ αυτό τον Gyro τον ελληνοαμερικανικό, οι «Διακοπές στην Αίγινα» με την Αλίκη και τον Μπάρκουλη, περίπου Μasterpiece!
  • Με δυο λόγια: Ελληνοαμερικανίδα αρχαιολόγος με το όνομα Τζόρτζια Γιαννακοπούλου (Νία Βαρντάλος) άρτι αφιχθείσα εν Αθήναις, βγάζει το ψωμί της ως ξεναγός αγγλόφωνων συνταξιούχων (κυρίως) τουριστών. Ανάμεσά τους και ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους. Ο οποίος από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεται πως το πρόβλημα της μεγαλοκοπέλας είναι τα ερείπια της προσωπικής της ζωής. «Τζόρτζια», της λέει, «μάλλον ψάχνεις για εμπόδια παρά για μαγεία». Εξ ου και Μy Life in Ruins, με διπλή σημασία. Ως εκ τούτου τη σπρώχνει κατά μεριά Προκόπη Κάκα. Με το παρατσούκλι «Πούπης» (Αλέξης Γεωργούλης). Ο οποίος ως σοφέρ μιας τουριστικής σακαράκας περιφέρει τα στίφη σε κάθε γωνιά της Αρχαίας Ελλάδας. Και ο οποίος για να σνομπάρει τη δουλειά αλλά και τη Βαρντάλος με την οποία είναι κρυφο-ερωτευμένος, κυκλοφορεί αξύριστος, με μακριά γενειάδα και άπλυτος σαν χίπι της δεκαετίας του ΄60. Όμως με το που ξυρίζεται και σιδερώνεται, με ανάκλιντρο κάποια αρχαία κολόνα- και κάτω από την σατανική επίδραση μιας μαγευτικής δύσης του ήλιου- ανταλλάσσει με την Τζόρτζια φλογερό ασπασμό. Α, ξέχασα. Όλα αυτά υπό τους ήχους Ζorba the Greek, άντε και ελάχιστα με το γνωστό άσμα «Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν» και τις τουρίστριες να ξερογλείφονται με την κορμάρα του Πούπη-Γεωργούλη. Έτσι εκείνοι πέρασαν όμορφα και εγώ χωρίς χαμόγελα!
«Έρωτας α λα ελληνικά»
Κατώτερο από το «Γάμος α λα ελληνικά» Μεγαλοκοπέλα η Νία Βαρντάλος Παιδαράς ο Αλέξης Γεωργούλης Διαφήμιση Ελλάδας, ναι Κωμωδία ποτέ!
ΒΑΘΜΟΙ=3 (Comedy in ruins)
Αγάπα τους γονείς σου

  • «Coraline, το σπίτι στην ομίχλη». Κινούμενα σχέδια με σκηνοθέτη τον Χένρι Σέλικ, συνεργάτη του Τιμ Μπάρτον στον «Χριστουγεννιάτικο εφιάλτη». Μια εντεκάχρονη, απογοητευμένη από τους εργασιομανείς γονείς της, επινοεί δεύτερους, ολόιδιους με τους πρώτους, καλύτερους και πιο τρυφερούς γονείς. Όμως ο παράδεισος κόλαση θα γίνει. Οι δεύτεροι, οι φανταστικοί γονείς με μάτια καλυμμένα από κουμπιά, είναι διάβολοι με πανούργα μυαλά. Το φανταστικό μοιάζει με το γλυκό. Σε μικρές ποσότητες καλό. Σε μεγάλες για την υγεία καταστροφικό. Τίποτα πιο σωστό από το πραγματικό σαν το σπίτι το οικογενειακό. Όπως ακριβώς στον «Μάγο του Οζ». Αγάπα τους γονείς σου και φύγε από τη φυγή σου. Εν ολίγοις εξωτερικά διαφορετικό, εσωτερικά συντηρητικό.

ΒΑΘΜΟΙ=5 (μισό μισό)