- Τα απρόβλεπτα της ζωής στην ταινία «Αγριόχορτα» του 87χρονου Αλέν Ρενέ. Κι ένα πολεμικό παιχνίδι γάτας-ποντικού ανάμεσα σε Αμερικανοεβραίους στρατιώτες και ναζί εγκληματίες στην ταινία «Inglourious Basterds» (τίτλος εσκεμμένα με λάθη ορθογραφικά, που σημαίνει «Αδοξοι μπάσταρδοι») του Κουέντιν Ταραντίνο. Είναι τα θέματα των δύο ταινιών που είδαμε στο χθεσινό πρόγραμμα των Κανών.
- Η ταινία του Ρενέ ξεκινά από ένα ασήμαντο τυχαίο γεγονός. Ενας παντρεμένος άντρας βρίσκει στο γκαράζ όπου έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του το πορτοφόλι που κλάπηκε από την τσάντα μιας γυναίκας. Παρά τις πρώτες, αντίθετες αντιδράσεις της, ο άντρας θέλει να γνωρίσει το θύμα της κλοπής. Θα αρχίσει έτσι μια σειρά αναπάντεχων γεγονότων, «όπως τα αγριόχορτα που φυτρώνουν όπου βρουν χώρο», όπως ανέφερε ο ίδιος ο Ρενέ, στη συνέντευξη Τύπου. Τους οδηγούν όμως συνεχώς μακρύτερα τον ένα από τον άλλο παρά τους προσπάθειές τους για επαφή.
- Γύρω από αυτή την απλή ίντριγκα, ο Ρενέ έφτιαξε μια ταινία-δαντέλα. Ενα κέντημα που ξεπερνά την πιο απρόβλεπτη φαντασία. Οι απίθανες εικόνες, η ευρηματική πλοκή με τις συνεχείς εκπλήξεις, ο διανθισμένος με χιούμορ διάλογος, οι δεξιοτεχνικές κινήσεις της κάμερας, η εξαιρετική μουσική επένδυση, ο ρυθμός (που μοιάζει με μπαλέτο) δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ευφορίας, ποίησης αλλά και θλίψης (της θλίψης που δημιουργεί το εφήμερο της ζωής), που μόνον ένας σκηνοθέτης με την εμπειρία, την ωριμότητα και τη σοφία του Ρενέ μπορούσε να πετύχει. Ταινία-απόγειο του έργου ενός από τους λιγοστούς εναπομείναντες μεγάλους και πρωτότυπους δημιουργούς. Μόνο γι' αυτό, του αξίζει ο Χρυσός Φοίνικας.
- Στην αντίθετη πλευρά ανήκει ο Κουέντιν Ταραντίνο, ένας σκηνοθέτης που επιζητά την πρόκληση και την καινοτομία. Μια καινοτομία όμως που στηρίζεται περισσότερο στις αναφορές, ακόμη και στην αντιγραφή, άλλων ταινιών (όπως μου ανέφερε σε παλιότερη συνέντευξη, «όλοι μας κλέβουμε από άλλους σκηνοθέτες»).
- Στη νέα, κάπως φλύαρη ταινία του, «Inglourious Basterds», στρέφεται στο σπαγγέτι γουέστερν και διάφορες πολεμικές χαμηλού κόστους (μπι-μούβις) περιπέτειες -ήδη από τους τίτλους η μουσική υπόκρουση είναι από το «Αλαμο» και το «Ρίο Μπράβο». Βρισκόμαστε στον Β' Παγκόσμιο Πολέμο. Οι Αμερικανοί αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια ομάδα σκληρών Αμερικανοεβραίων στρατιωτών (κάτι όπως στο «Και οι 12 ήταν καθάρματα») για να διεισδύσουν στη Γαλλία και ν' αρχίσουν μια επιχείρηση τρόμου κατά των ναζί, σκοτώνοντας και κόβοντας τμήμα του κεφαλιού, μαζί με τα μαλλιά τους (το γνωστό scalping σε ταινίες με Ερυθροδέρμους). Αυτές είναι και οι πιο ωμές σκηνές της ταινίας.
- Αρχηγός τους τοποθετείται ένας σκληροτράχηλος αξιωματικός (ο Μπραντ Πιτ δημιουργεί έναν γκροτέσκο, απολαυστικό χαρακτήρα, συγγενικό με αυτούς που συναντάμε σε πολεμικές ταινίες της δεκαετίας του '50). «Θαυμάζω τις ταινίες της εποχής εκείνης», ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου ο σκηνοθέτης, «γιατί ήταν συναρπαστικές και είχαν δράση. Δεν πρέπει πάντα να βλέπουμε τον πόλεμο από τη μίζερη πλευρά του. Εγώ χρησιμοποιώ τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για να περάσω τις δικές μου ιδέες».
- Η ταινία χωρίζεται σε κεφάλαια. Κυριότερη ιστορία είναι μιας Γαλλοεβραίας που βάζει μπροστά σχέδιο εμπρησμού κινηματογράφου του Παρισιού. Εκεί οι ναζί διοργανώνουν βραδιά γερμανικής ταινίας για να σκοτώσουν τον Φίρερ μαζί με όλο το επιτελείο του, που ετοιμάζονται να παραστούν. Δεν θα αποκαλύψω τη συνέχεια, φτάνει να πω ότι ο Ταραντίνο φτιάχνει τη δική του εκδοχή της ιστορίας του πολέμου με μπόλικο χιούμορ και ευρηματικές σκηνές. Σε μία, για παράδειγμα, βάζει τους Βρετανούς να επιλέγουν για κατάσκοπο στο Παρίσι έναν κριτικό κινηματογράφου ώστε να ξέρει καλά τον γερμανικό εξπρεσιονισμό αλλά και το σινεμά του Γ' Ράιχ και να τους είναι χρήσιμος.
- Εκείνο, βέβαια, που χαρακτηρίζει τον σκηνοθέτη -ιδιαίτερα στις τελευταίες ταινίες του- είναι μια μανία να εντυπωσιάσει, ένα είδος επιδειξιομανίας, που συχνά είναι διασκεδαστική και καινοτόμος. Το τελικό αποτέλεσμα όμως μοιάζει, όπως κι εδώ, με ωραία, εντυπωσιακά πυροτεχνήματα που σκάνε και εξαφανίζονται. Αναμφισβήτητα, μάλιστα, στην ταινία του αυτή ο Ταραντίνο δεν χρειαζόταν δυόμισι ώρες για να μας αφηγηθεί μια ιστορία που μπορούσε άνετα να κρατήσει 90 μόνο λεπτά. *
No comments:
Post a Comment