Friday, November 13, 2009

Σκηνοθέτες και φεστιβάλ: μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε

  • 50ό ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (13-22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)
  • Από σήμερα η καρδιά της Θεσσαλονίκης θα χτυπάει στους παλμούς του 50ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (έως 22 Νοεμβρίου).

1972: οι βραβευμένοι του 13ου φεστιβάλ. Διακρίνονται οι Σμ. Βεάκη, Α. Βαγενά, Ε. Βελλόπουλος, Θ. Αγγελόπουλος (καθιστοί) και Ντ. Κατσουρίδης, Θ. Βέγγος, Π. Τάσσιος, Τ. Ζωγράφος, Κ. Καζάκος, Γ. Αρβανίτης, Π. Βούλγαρης, Λ. Παπαστάθης (όρθιοι)

1972: οι βραβευμένοι του 13ου φεστιβάλ. Διακρίνονται οι Σμ. Βεάκη, Α. Βαγενά, Ε. Βελλόπουλος, Θ. Αγγελόπουλος (καθιστοί) και Ντ. Κατσουρίδης, Θ. Βέγγος, Π. Τάσσιος, Τ. Ζωγράφος, Κ. Καζάκος, Γ. Αρβανίτης, Π. Βούλγαρης, Λ. Παπαστάθης (όρθιοι)

Ο ηθοποιός Χρήστος Λούλης θα είναι οικοδεσπότης της τελετής έναρξης στο «Ολύμπιον» (στις 8 μ.μ.). Θα ακολουθήσει η ταινία «Soul Kitchen» του Φατίχ Ακίν, παρουσία του ίδιου. Το φεστιβάλ γιορτάζει φέτος τα πενηντάχρονά του ως ελληνικό. Γι' αυτό ζητήσαμε από πέντε σκηνοθέτες, διαφορετικής γενιάς, να θυμηθούν τις πρώτες τους εμπειρίες, αλλά και να κρίνουν τη σχέση του θεσμού με τον ελληνικό κινηματογράφο. Κάποιοι, πάντως, από αυτούς (Βούλγαρης, Γκορίτσας, Γιάνναρης, Ευαγγελάκου) είναι «κινηματογραφι-στές στην ομίχλη». Ακόμη και αν είχαν νέα ταινία (μόνο ο Παντελής Βούλγαρης έχει) δεν θα την έστελναν στη Θεσσαλονίκη.

Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, η έδρα του φεστιβάλ, υποδέχεται το 1992 τον διεθνή πια θεσμό. Κάποιοι πολύ ενοχλήθηκαν τότε που δεν υπήρχε πουθενά η λέξη «ελληνικό» και κρέμαγαν σημαίες!

Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, η έδρα του φεστιβάλ, υποδέχεται το 1992 τον διεθνή πια θεσμό. Κάποιοι πολύ ενοχλήθηκαν τότε που δεν υπήρχε πουθενά η λέξη «ελληνικό» και κρέμαγαν σημαίες!

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Το ωραιότερο τσιγάρο της ζωής μου

«Πολλά χρόνια πίσω. Θεσσαλονίκη 1965. Πρώτη μου μικρού μήκους, "Ο κλέφτης". Παίζουν: ο δάσκαλος όλων μας, Αλέξης Δαμιανός, ο Βαγγέλης Καζάν, ο Λάζος Τερζάς κι εγώ. Μοιραζόμαστε ένα δωμάτιο, φιλοξενούμενοι σε ένα σπίτι, ο Γιώργος Πανουσόπουλος, φωτογράφος της ταινίας, ο Γιώργος Κατακουζηνός, συνεργάτης πιστός. Και οι τρεις, αδέλφια απ' τη Σχολή Σταυράκου.

Το πρώτο βράδυ στη Θεσσαλονίκη θα τα πιούμε. Γνωριμία πρώτη με τον Δημήτρη Νόλλα, τον Λάκη Παπαστάθη, τον Δημήτρη Αυγερινό, τον Κώστα Ζωή, τη Μίκα Ζαχαροπούλου, τον αλησμόνητο Λάμπρο Λιαρόπουλο. Ολοι συμφωνήσαμε ότι ήταν καλύτερος όλων μας με το «Γράμμα απ' το Σαρλερουά». Μαζί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, χωρίς ταινία τότε. Μεγάλη παρέα με μεγάλα όνειρα.

Η πρώτη πίκρα της καριέρας μου. Παρακολουθώ κρυφά την προβολή για τους κριτικούς. Πέντε-έξι άτομα μόνο. Αγνωστο είδος τότε η μικρού μήκους. Πέντε λεπτά πριν τελειώσει η προβολή του "Κλέφτη" μέσα στο σκοτάδι, καθυστερημένος, μπαίνει ο Γιώργος Πηλιχός των "ΝΕΩΝ". Αρχίζει να γελάει με τις εικόνες μου. Σχόλια: "Τι μάπα είναι αυτή...". Τον συγχώρεσα αργότερα, όταν έμαθα ότι η αδυναμία του ήταν η Κάλλας.

Στην επίσημη προβολή δέχομαι το ζεστό χειροκρότημα του κοινού. Το πρώτο στη ζωή μου. Βγαίνω στο φουαγέ να καπνίσω. Με πλησιάζουν δύο άντρες. Ο πρώτος πολύ ψηλός: "Καλησπέρα, Δήμος Σακελλαρίου, διευθυντής φωτογραφίας". Ο δεύτερος, στο ύψος μου: "Σωκράτης Καψάσκης, σκηνοθέτης". Θρυλικά πρόσωπα για εμάς τους νεότερους. Καψάσκης: "Εσύ έκανες τον "Κλέφτη"; Μπράβο". Σακελλαρίου: "Καλώς όρισες στην οικογένειά μας των κινηματογραφιστών". Ανάβω το ωραιότερο τσιγάρο της ζωής μου.

Στα χρόνια που ακολούθησαν έκανα κι άλλα τσιγάρα. Η προβολή στο φεστιβάλ ήταν πάντα ένα βαρόμετρο της επιτυχίας ή αποτυχίας των ταινιών. Εκεί είδα ταινίες συναδέλφων, ταινίες της νέας γενιάς, ταινίες από τόσες χώρες. Δεν μπορώ να φανταστώ τη Θεσσαλονίκη χωρίς το φεστιβάλ και τον κινηματογράφο δίχως το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης».


ΤΩΝΗΣ ΛΥΚΟΥΡΕΣΗΣ

Να ξαναγυρίσουν τα βραβεία

«Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για μένα, όπως και για τους περισσότερους, αποτελεί σταθερή αναφορά της δημιουργικής αγωνίας. Στη μακρόχρονη παρουσία του στη ζωή μου, από το 1970, οφείλω τις πρώτες μικρού μήκους απόπειρες που τόλμησα, τη δημοσιογραφική μου εμπλοκή ως κριτικός κινηματογράφου, την πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική μου αφήγηση όπως και τις επόμενες, και την τελευταία ταινία μου, ένα χρόνο μόλις πριν.

Στοιχειώνουν πάντα τη μνήμη μου οι προσδοκίες σε κάθε φεστιβάλ για τις προβαλλόμενες ταινίες των φίλων, συχνά της νιότης, η βουερή κρίση του κοινού και το βλοσυρό βλέμμα όσων δεν ικανοποιούνται από την κινηματογραφική σου πρόταση.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγωνία της πρώτης μου, της "Χρυσομαλλούσας", το 1979. Το ανεξέλεγκτο πέρα-δώθε και τα τσιγάρα έξω από τα θεωρεία του Θεάτρου Μακεδονικών Σπουδών, την αναμονή των τίτλων του τέλους και, μετά, την ανείπωτη χαρά μιας καθολικής υποδοχής στο πρόσωπό μου ενός νέου, ικανού συναδέλφου σκηνοθέτη. Θα ήταν ψέμα αν δεν κατέθετα και την εσωτερική μου ανάταση πέρυσι, όταν μετά από τρία χρόνια επίπονης δουλειάς, η φεστιβαλική προβολή των "Σκλάβων στα δεσμά τους" παρέσυρε την αίθουσα σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Δεν είναι πάντα δείγμα καθαρής κρίσης ένας τέτοιος ενθουσιασμός, μέσα στην πίεση του φεστιβάλ όμως γλυκαίνει βαθιά τον φορτισμένο ψυχισμό του δημιουργού και τον δένει ισόβια με την εξέλιξη του θεσμού.

Αυτά τα συναισθήματα κρατάω, σαν όνειρο τυλιγμένα στη θαμπή υγρασία του Θερμαϊκού και στις μυρωδιές από τα αχνιστά τσουρέκια, με τις αφίσες του φεστιβάλ να χτυπούν κάτω από τα συρίγματα του Βαρδάρη και τη νεολαία να κατηφορίζει από στέκι σε στέκι και από οθόνη σε οθόνη. Η προσωπική αυτή μνήμη συντηρεί σταθερά την πεποίθησή μου, πεποίθηση του χώρου ευρύτερα, πως είναι επιτακτική πια ανάγκη το ελληνικό πρόγραμμα του φεστιβάλ να ξαναγίνει ζωντανή και ανοιχτή διαγωνιστική εκδήλωση, ισότιμη με όλα τα παράλληλα προγράμματα. Το περιμένουμε».


ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΚΟΡΙΤΣΑΣ

Ευτυχώς που έγινε Διεθνές

«Πρωτοπήγα στο φεστιβάλ το 1990 με την ταινία μου "Δέσποινα". Ανέβηκα μόνο την ημέρα της προβολής της και, όπως δεν ήξερα κανέναν, γύρναγα πριν από την προβολή μόνος μου σε ένα μικρό τσίρκο κάπου στην παραλία και χάζευα μαϊμούδες και φίδια! Η ταινία το βράδυ καταχειροκροτήθηκε, όλη η αίθουσα γύρισε και κοίταζε που καθόμουν μόνος μου στο θεωρείο και ένιωσα και εγώ λίγο σαν τις μαϊμούδες που κοίταζα νωρίτερα. Εφυγα πρωί πρωί την επομένη κάπως έντρομος από τα υπερβολικά μπράβο και συγχαρητήρια. Την Κυριακή στο σπίτι, καθώς παίζαμε με τον γιο μου, άκουσα στο ραδιόφωνο ότι πήρα το Α' βραβείο μαζί με τη Δήμητρα Αράπογλου.

Το 1993, στο Διεθνές πια φεστιβάλ, η ταινία μου "Απ' το χιόνι" βραβεύεται με τον Χρυσό Αλέξανδρο. Επειδή τώρα ήξερα λίγους από το κινηματογραφικό συνάφι δεν περίμενα τη βράβευση έχοντας ακούσει όσα έλεγαν για μαγειρέματα και ευνοούμενους. Η αλήθεια είναι ότι λίγο με ένοιαζαν τα βραβεία. Μου αρκούσε που είχα καταφέρει να κάνω ταινία μεγάλου μήκους. Αυτό που θυμάμαι εντονότερα είναι πάλι η έλλειψη μέτρου στις αντιδράσεις κοινού και κριτικών. Οι ταινίες χαρακτηρίζονταν ή αριστουργήματα ή για πέταμα, πράγμα που "αισίως" συνεχίζεται μέχρι σήμερα! Ταξιδεύοντας μετά σε ξένα φεστιβάλ, αν και βραβεύθηκα σε αρκετά, επιβεβαίωσα ότι οι ελληνικές ταινίες δεν ήταν ούτε αριστουργήματα ούτε για πέταμα! Γι' αυτόν και μόνο το λόγο, για να βρούμε κάποτε το μέτρο, νομίζω ότι είναι ό,τι θετικότερο που το φεστιβάλ έγινε Διεθνές και έπαψε να εξαντλείται στον ελληνικό κινηματογραφικό μικρόκοσμο.

Αυτές οι υπερβολές έκτοτε με πάγωσαν κάπως με τον φεστιβαλικό μικρόκοσμο. Θεώρησα πιο δύσκολη την αποδοχή των ταινιών από το πλατύ κοινό. Μιλάω για την αμείλικτη κινηματογραφική αίθουσα και τον ανταγωνισμό της ταινίας με ξένες παραγωγές-μεγαθήρια. Βρίσκω, δηλαδή, τρομακτικά δύσκολο αλλά συγχρόνως ό,τι πιο συναρπαστικό να μπορέσεις να επιβιώσεις σε αυτόν τον όχι προστατευμένο χώρο χωρίς υποχωρήσεις στα προκάτ γούστα του κοινού! Στην Ελλάδα, που είναι αιωνίως εκτός μέτρου, κάποιοι έναν τέτοιο αγώνα τον θεωρούν αφέλεια. Οπως όμως με αφέλεια πήγα στο φεστιβάλ και βραβεύτηκα, έτσι και τώρα αυτό παλεύω, παίρνοντας κουράγιο από ελληνικές και ξένες ταινίες που κάθε τόσο το καταφέρνουν!».


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΗΣ

Το φεστιβάλ έγινε... ΔΕΚΟ

«Η διεθνοποίηση του φεστιβάλ υπό την ηγεσία του Μισέλ Δημόπουλου ήταν αναγκαία και ευεργετική. Εκσυγχρόνισε ένα θεσμό που είχε περιπέσει σε αυτοπαρωδία. Το άνοιγμα του φεστιβάλ έδωσε την ευκαιρία σε ένα κομμάτι της πανεπιστημιακής κοινότητας (και το απειροελάχιστο ντόπιο κοινό) να ανοιχθούν σε ερεθίσματα και προτάσεις από το εξωτερικό. Πιθανόν συνέβαλε και στη γενικότερη "αναβάθμιση" της πόλης σε "πολιτιστικο-οικονομική πρωτεύουσα των Βαλκανίων". Οι εποχές ήταν ευοίωνες τότε με την κατάρρευση του πρακτικού ολοκληρωτισμού (κρίμα που δεν το κατάλαβαν και οι ντόπιοι).

Η πρώτη μου γεύση από το φεστιβάλ ήταν το 1995. Συμμετείχα στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα με την αγγλική παραγωγή "3 Steps to Heaven". Ενιωθα σαν το αγαπημένο παιδί που γύρισε από το εξωτερικό. Θαμπώθηκα.

Τέσσερα χρόνια αργότερα η παρουσίαση της «Ακρης της Πόλης" στο Διεθνές και στα Κρατικά Βραβεία έτυχε να είναι η αφορμή για μια αυθόρμητη "ρήξη" με το πια παλαιό κατεστημένο του ελληνικού κινηματογράφου και του σαθρού, εκ γενετής συντεχνιακού, θεσμού των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας (sic). Στην Ελλάδα η παρακμή έρχεται ραγδαία.

Το πρόβλημα με τη Θεσσαλονίκη δεν είναι αν είναι καλές ή κακές οι κινηματογραφικές επιλογές της εκάστοτε διοίκησης ή τα αφιερώματα στους "ξένους δημιουργούς". Είναι ότι αντανακλά τη γενική παθογένεια της κοινωνίας μας. Γιγαντώθηκε σε μια ιδιότυπη ΔΕΚΟ με υπεράριθμους υπαλλήλους (πόσοι τελικά πληρώνονται κανονικά ένας θεός ξέρει) δημόσιες σχέσεις, τραπεζώματα και πανάκριβες παρουσιάσεις ηχηρών ονομάτων.

Ο συνολικός προυπολογισμός του φεστιβάλ (11 εκατ. ευρώ, αν δεν κάνω λάθος) είναι σημαντικά μεγαλύτερος από πολλά πολύ πιο σημαντικά ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Και τρεις φορές μεγαλύτερος από τη συνολική κρατική αρωγή στην κινηματογραφική παραγωγή εδώ (3 προς 1). Ακριβώς η αναλογία μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών της χώρας.

Η Ελλάδα έλκεται αμετανόητα προς την κατανάλωση. Οκνηρή απόλαυση και εξυπνακίστικη κριτική αντί παραγωγή. Εύπεπτο θέαμα, αντί για δουλειά. Προσλήψεις αντί ανεξάρτητου ρίσκου. Γελοίοι βυζαντινισμοί αντί αξιοκρατία. Εποχιακή επιδότηση της πιάτσας, αντί μιας μόνιμης και σταθερής χρηματοδότησης της ίδιας της κινηματογραφικής σχολής της πόλης (έτσι κι αλλιώς ρουσφετολογικά ιδρύθηκε). Ενας παρασιτισμός που προδίδει τεμπελιά και έλλειψη πίστης στις ίδιες τις δυνάμεις σου. Και οι καιροί πια είναι χαλεποί.

Η φετινή κινηματογραφική συγκυρία με μια φουρνιά καλών και εξαιρετικών ταινιών (και αρκετή σαβούρα) έδωσε την αφορμή για ένα ξέσπασμα αγανάκτησης. Η ανεξάρτητη εκδήλωση στην Αθήνα είναι μια πρώτη κίνηση, μετά από πολλά χρόνια, σκηνοθέτες, παραγωγοί και άλλοι να βάλουμε τουλάχιστον μια άνω τελεία. Αν αυτό το αντιλαμβάνονται το Φεστιβάλ και η συμβασιλεύουσα ως απρέπεια -τι να πω; Ο γάιδαρος είπε τον πετεινό κεφάλα»...


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΚΟΥ

Χόντρυνε και μας πετάει απ' το κρεβάτι

«Η πρώτη μου ταινία μικρού μήκους προβλήθηκε στο Αντιφεστιβάλ του 1991. Είχε διοργανωθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας προς το επίσημο φεστιβάλ που απομάκρυνε τότε, για πρώτη φορά, τις μικρού μήκους. Εξέγερση των μικρομηκάδων, θυμός, αγωνία για το μέλλον ήταν τα συναισθήματά μου τη χρονιά εκείνη, που είχα καταφέρει να φτάσω κι εγώ ώς το πάρτι, αλλά δεν είχα πρόσκληση. Είναι παλιά ιστορία η "αποχή" των κινιματογραφιστών από το φεστιβάλ. Είχε ξανασυμβεί και πιο πίσω στο παρελθόν. Πώς μεταφράζεται αυτή η συγκρουσιακή σχέση; Μόνο ως σχέση πάθους. Τσακωνόμαστε όχι γιατί θέλουμε να χωρίσουμε, αλλά γιατί θέλουμε να συζήσουμε. Για να συζήσουμε, καλό είναι να υπάρχουμε αμφότεροι. Με τα σημερινά δεδομένα αυτό... παίζεται... Η συνύπαρξη των ελληνικών ταινιών με το φεστιβάλ μού θυμίζει, στην τωρινή φάση, το λατινικό απόφθεγμα "plenus venter non studet libenter", που σημαίνει «γεμάτη κοιλιά δεν σκέφτεται ελεύθερα». Η κοιλιά του φεστιβάλ μεγάλωσε πολύ και κοντεύει να μας πετάξει απ' το... κρεβάτι.

Επιθυμία όλων των Ελλήνων κινηματογραφιστών είναι να παρευρίσκονται στην ετήσια, εθνική γιορτή του κινηματογράφου. Οταν ο Οδυσσέας φτάνει στο νησί των Φαιάκων είναι πια στον τελευταίο σταθμό πριν από την Ιθάκη. Οταν εμείς ανεβαίνουμε στη Θεσσαλονίκη, βρισκόμαστε στον τελευταίο σταθμό πριν από τη συνάντησή μας με το κοινό.

Προσωπική μου ηρωίδα, όλα τα χρόνια που ανεβαίνω στο φεστιβάλ, η Τώνια Μαρκετάκη. Εχω κρατήσει μια τελευταία εικόνα της: νύχτα, μετά την τελετή λήξης, να "γιορτάζει" μ' ένα πλατύ χαμόγελο τη λύπη της. Η ταινία της "Κρυστάλλινες νύχτες", ταινία-άθλος για τα ελληνικά δεδομένα, αγνοήθηκε από την επιτροπή των κρατικών βραβείων. Πολλά τέτοια έχουν συμβεί, κι άλλα θα συμβούν στο μέλλον. Τα βραβεία ξεχαστήκανε, η Τώνια έφυγε νωρίς, αλλά η ταινία είναι πάντα ζωντανή και κρυστάλλινη.

Θέλουμε το φεστιβάλ, το θέλουμε διεθνές, αλλά πρωτίστως θέλουμε έναν ζωντανό ελληνικό κινηματογράφο.

No comments: