Sunday, November 1, 2009

Τζουλιάν Μουρ: Σταρ από απόσταση

Δύσκολο να απαλλαγείς από ένα δικαιολογημένο συναίσθημα δέους που σε συνοδεύει, καθώς συναντάς μια ηθοποιό όπως η Τζουλιάν Μουρ. Πόσω μάλλον όταν έχεις φροντίσει να παρακολουθείς κάθε της ρόλο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ή όταν έχεις προ πολλού πειστεί ότι η σχετικά μικροκαμωμένη αυτή γυναίκα αποτελεί μια από τις δυο-τρεις καλύτερες σύγχρονες ηθοποιούς.

Η καλύτερη μαθήτρια της σχολής Μέριλ Στριπ έχει βρεθεί τέσσερις φορές υποψήφια για Οσκαρ, έχει κερδίσει μια παρέλαση βραβείων που περιλαμβάνουν από Αργυρή Αρκτο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βερολίνου (για τις «Ωρες») και Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία (για το «Ο Παράδεισος είναι μακριά») μέχρι αμέτρητα έπαθλα που της έχουν δωρίσει κατά καιρούς ενώσεις κριτικών, ενώ έχει συνεργαστεί με ένα εύρος σπουδαίων σκηνοθετών όπως οι αδελφοί Κοέν, ο Νιλ Τζόρνταν, ο Πολ Τόμας Αντερσον, ο Ρόμπερτ Ολτμαν, ο Τοντ Χέινς, ο Λουί Μαλ.

Από πρωταγωνίστρια, θεατής

Τίποτα απ' όλα αυτά δεν θα αφήσει η Μουρ να βαρύνουν ή να σοβαρέψουν υπερβολικά τη συνομιλία σου μαζί της. Με μια απλότητα που σε πείθει μεμιάς ότι ο κόσμος του θεάματος επιφυλάσσει τελικά και μια ανθρώπινη και προσεγγίσιμη πλευρά, η ανακουφιστικά γήινη Τζουλιάν σε καλωσορίζει κατ' αρχάς με ένα πλατύ χαμόγελο και, καθώς προσπαθεί να βολευτεί στο κάθισμά της, εξομολογείται ότι δεν της αρέσει να παρακολουθεί τις ταινίες της στις επίσημες προβολές. Αμέσως μετά την παρουσίαση, προτιμά να αποχωρεί από την αίθουσα.

Συμβαίνει αυτό κάθε φορά που η ηθοποιός βρίσκεται προσκεκλημένη κάποιου φεστιβάλ και χρειάζεται να παραστεί σε μια πολύβουη πρεμιέρα. Συνέβη και πριν από λίγες μέρες, στο Φεστιβάλ του Λονδίνου, όπου η Μουρ συνόδεψε τον σκηνοθέτη Ατόμ Εγκογιάν στην προβολή της νέας του ταινίας «Chloe», αλλά δεν έμεινε για να την ξαναδεί.

«Δεν έχει πλάκα να παρακολουθείς τις ταινίες σου», πιστεύει. «Καθόλου πλάκα. Γιατί δεν μπορείς να διαχωρίσεις τον εαυτό σου από τη δουλειά σου και αδυνατείς να κρατήσεις αντικειμενικές αποστάσεις απ' αυτό που βλέπεις. Για να είμαι ειλικρινής, άλλωστε, το καλύτερο μέρος για μένα σε μια ταινία είναι η διαδικασία πραγματοποίησής της. Από τη στιγμή που ολοκληρώνεται, η διέγερση και ο ενθουσιασμός κάπου χάνονται. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, καταλήγω να μην θυμάμαι τις ταινίες που κάνω για το περιεχόμενό τους, όσο για την εμπειρία που έζησα γυρίζοντάς τες».

Στο ελκυστικό ερωτικό δράμα του καναδού σκηνοθέτη, η 49χρονη ηθοποιός υποδύεται μια παντρεμένη που υποψιάζεται ότι ο σύζυγός της την απατά. Προκειμένου να επαληθεύσει τις εικασίες της, προσλαμβάνει μια νεαρή πόρνη με σκοπό να αποπλανήσει τον άντρα της και να τον παγιδεύσει. Τα πράγματα, όμως, παίρνουν σύντομα μια απρόσμενη τροπή, δίνοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία στη Μουρ να επιδοθεί σε άλλη μία από τις λεπτοδουλεμένες ερμηνείες στις οποίες μάς έχει συνηθίσει.

Η ίδια έχει μάθει, μου λέει, τον εαυτό της να αφήνει το συναισθηματικό φορτίο του κάθε ρόλου της πίσω στα γυρίσματα, γιατί «στο τέλος της μέρας πρέπει να επιστρέψω σπίτι μου, στον σύζυγο και τα δυο παιδιά μου, να καθίσουμε γύρω από το τραπέζι μας, να φάμε και να περάσουμε όσο το δυνατόν πιο ξένοιαστα τις ώρες που έχουμε μαζί. Δεν χρωστώ σε κανέναν να τον φορτώνω με τις σκοτούρες και τις υποχρεώσεις της δουλειάς μου. Να πρέπει να μοιραστώ το κλάμα ή την δυστυχία του χαρακτήρα που υποδύομαι με την οικογένειά μου ή με τον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο που μου απομένει.

»Δεν ξέρω πόσο δύσκολο είναι για άλλους ηθοποιούς να τηρήσουν αυτή την απόσταση ανάμεσα στους ίδιους και στον ρόλο που ερμηνεύουν. Εγώ μόλις βάλω το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού μου, ξεχνώ αυτομάτως τα πάντα. Λες και δεν συνέβη τίποτε».

Την καριέρα της στην υποκριτική, η Τζουλιάν Μουρ ομολογεί ότι την εγκαινίασε δίχως μεγάλες προσδοκίες. «Ημουν πολύ αφελής όταν ξεκινούσα να γίνω ηθοποιός», μου εκμυστηρεύεται. «Το όνειρό μου ήταν να μπορέσω πολύ απλά να τρυπώσω σε κάποιον συνοικιακό θίασο και από εκεί να κερδίζω τα προς το ζην και να μου δίνεται η ευκαιρία να εμπλέκομαι σε ενδιαφέρουσες δουλειές. Μου φαινόταν αρκετό όλο αυτό για να νιώσω ότι μπορώ να απολαύσω μια όμορφη ζωή. Δεν είχα την παραμικρή περαιτέρω ψευδαίσθηση για τον εαυτό μου. Ούτε φυσικά είχα φανταστεί πόσο δύσκολη θα ήταν η πορεία μου».

Η Μουρ χρειάστηκε να κάνει πολλή υπομονή για να δρομολογήσει την πορεία της στο σινεμά. Αφιέρωσε τα νεανικά της χρόνια συμμετέχοντας σε συνοικιακούς θεατρικούς θιάσους και έβαλε την καριέρα της σε τροχιά παίζοντας σε μια μακρόβια τηλεοπτική σαπουνόπερα της δεκαετίας του '80, για την οποία όμως κατέληξε να κερδίσει το ακριβοθώρητο τηλεοπτικό βραβείο Εμι.

«Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι τα πράγματα κύλησαν ακριβώς εύκολα για μένα, ούτε ανήκω στην κατηγορία αρκετών συναδέλφων που γνωρίζω, οι οποίες μια ωραία πρωία σκόνταψαν επάνω στην πολυπόθητη ευκαιρία που τους άλλαξε τη ζωή», εξομολογείται η ηθοποιός. «Μέχρι τα τριάντα μου, η υποκριτική ήταν για μένα μια συνεχής προσπάθεια. Γενναιόδωρη σε εμπειρίες, δεν διαφωνώ, αλλά αγώνας παρ' όλα αυτά».

Κι έπειτα, τι συνέβη; Πώς επιτεύχθηκε το πέρασμα από το θέατρο στη μεγάλη οθόνη κι από την ανωνυμία στην αναγνώριση; «Νομίζω ότι με βοήθησε το ότι ξεκίνησα δειλά δειλά τα βήματά μου στον κινηματογράφο την ίδια περίπου στιγμή που συνέβαινε η άνθηση του ανεξάρτητου σινεμά», απαντά. «Και οι πορείες μας έγιναν παράλληλες.

»Με πρόσεξε, έπειτα, κάπου ο Τοντ Χέινς, μου εμπιστεύτηκε να παίξω τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο "Safe" κι αυτή η ταινία άνοιξε στο εξής ένα σωρό πόρτες για την καριέρα μου. Είχαν προηγηθεί, φυσικά, το "Ο Βάνια στο Μπρόντγουεϊ" του Λουί Μαλ και τα "Στιγμιότυπα" του Ολτμαν, που θεωρώ ότι υπήρξαν πολύ σημαντικοί σταθμοί για μένα και για τον θετικό τρόπο με τον οποίο άρχισε να με αντιμετωπίζει ένα μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής κοινότητας».

Της ζητώ να μου επαληθεύσει κάτι που είχα διαβάσει γι' αυτήν στο παρελθόν: Αν ισχύει ότι παλιότερα ήταν πολύ προληπτική. «Ναι, ήμουν κάποτε» απαντά η γλυκύτατη Τζουλιάν. «Ξεκινούσα να πάω σε κάποια οντισιόν και έπειθα τον εαυτό μου ότι, για να πάνε σε αυτήν καλά τα πράγματα, έπρεπε να ξυπνώ απαραιτήτως μια πολύ συγκεκριμένη ώρα, να φοράω το τυχερό μου μπλουζάκι ή κάποιο είδος ρουχισμού που πίστευα ότι μου φέρνει γούρι, να ακολουθώ υποχρεωτικά έναν συγκεκριμένο δρόμο για τον προορισμό μου και διάφορα άλλα τέτοια. Ξέρεις όμως κάτι; Την στιγμή που αποκτάς οικογένεια και παιδιά, απαλλάσσεσαι μια και καλή από τέτοιου είδους συνήθειες».

Πώς συμβαίνει αυτό; «Αποβάλλεις κάθε περιττό στοιχείο του πρότερου χαρακτήρα σου, ξεχνάς αλλοτινές αδυναμίες σου και επαναπροσδιορίζεις τον κόσμο σου. Ολες οι παραξενιές του παρελθόντος χάθηκαν μόλις έκανα την δική μου οικογένεια. Ολες οι επιπολαιότητες της νιότης πήγαν περίπατο μόλις παντρεύτηκα. Κι έπειτα ξαφνικά απέκτησα μια σπάνια ηρεμία ως άνθρωπος, την οποία δεν απολάμβανα παλιότερα. Αισθάνθηκα την ανάγκη να αφήσω επιτέλους τα πράγματα να κυλήσουν στη ζωή μου, δίχως να επεμβαίνω ή να αγωνίζομαι για να τα αλλάξω».

Τι επιθυμεί από εδώ και στο εξής για τον εαυτό της και για την καριέρα της; «Θέλω απλώς να συνεχίσω», μου λέει. «Να εξακολουθήσω να κάνω πράγματα που να με ενδιαφέρουν και να με ενθουσιάζουν, όπως αυτά που μου δόθηκε η δυνατότητα να καταφέρω μέχρι στιγμής». Δεν είναι άνθρωπος στον οποίο αρέσει να κάνει μακροχρόνια σχέδια; «Με συνεπαίρνει η ιδέα του τι μπορεί να μας επιφυλάσσει η κάθε μέρα», σημειώνει. «Αυτό πολλές φορές μου μοιάζει αρκετό». *

No comments: