Εννέα νέες ταινίες αποσυντονίζουν τους θεατές και βυθίζουν στην αφάνεια ακόμη και όσες αξίζουν
Αφήνοντας για λίγο τις ταινίες «εποχής» όπως η «Περηφάνια και προκατάληψη» και η «Εξιλέωση», ο βρετανός σκηνοθέτης Τζο Ράιτ καταπιάνεται με ένα σύγχρονο θέμα στον «Βιρτουόζο» («Τhe soloist», ΗΠΑ, 2009): την αληθινή ιστορία ενός σπουδαίου μουσικού (Τζέιμι Φοξ), ο οποίος έστρεψε την πλάτη του στον δρόμο προς την επιτυχία λόγω του αυτοκαταστροφικού, σχιζοφρενούς χαρακτήρα του επιλέγοντας μια ζωή στην αθλιότητα και στην απραξία.
Είναι ένας από τους εκατοντάδες αστέγους του Λος Αντζελες, με όλη του την περιουσία στοιβαγμένη μέσα σε ένα καρότσι το οποίο μεταφέρει από εδώ και από εκεί χωρίς προορισμό. Ο άνθρωπος αυτός θα προκαλέσει το ενδιαφέρον ενός ικανού αλλά και κυνικού ρεπόρτερ (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ), ο οποίος βρίσκει ενδιαφέρον στην ιστορία του αλλά παγιδεύεται από το συναίσθημα αποκτώντας την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να τον σώσει.
Θαρραλέα η ταινία αντιστέκεται στις συμβάσεις και στις προβλέψιμες καταστάσεις. Η σχέση ανάμεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες δεν υποκύπτει σε ευκολίες «χαϊδεμένων καταστάσεων» του τύπου «Ο άνθρωπος της βροχής», άρα δεν χάνει ποτέ τον ρεαλιστικό χαρακτήρα της. Χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι ακριβώς λόγω του θέματός του το φιλμ ενώ παρακολουθείται με ενδιαφέρον, ενίοτε γίνεται βαρύ, καταθλιπτικό, σχεδόν αγχωτικό.
Αν και εύκολα μπορεί να παρεξηγηθεί, το «Gamer» (ΗΠΑ, 2009) των Μαρκ Νέβελνταϊν, Μπράιαν Τέιλορ (σκηνοθέτες των ταινιών «Crank») έχει δυνατό θέμα και συναρπαστικό κινηματογραφικό στυλ. Σε μια μελλοντολογική εποχή, ένας ιδιοφυής επιχειρηματίας (Μάικλ Τζ. Χαλ) έχει κατακτήσει τον κόσμο μέσω της εφεύρεσης ενός διαδικτυακού παιχνιδιού, σύμφωνα με το οποίο ο χρήστης χρησιμοποιεί ως πιόνια αληθινούς θανατοποινίτες που πολεμούν μεταξύ τους λυσσαλέα παίρνοντας εντολές από τον μυαλό του. Τα πράγματα θα πάρουν διαφορετική τροπή όταν ένας από τα πιόνια (ο γιγαντόσωμος Λεωνίδας των «300», Τζέραλντ Μπάτλερ) επαναστατεί. Ενσωματώνοντας τους ρυθμούς του «Ράμπο» στη λογική του «Τruman Show», η ταινία αξιοποιεί στο φουλ τους κώδικες της περιπέτειας με ασταμάτητη δράση και συγχρόνως καυτηριάζει επιτυχημένα μια κοινωνία μεθυσμένη από το «εμπόριο αίματος».? «Νύχτες οργής» («Sangue pazzo», Ιταλία, 2008), του Μάρκο Τούλιο Τζορντάνα. Κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας των Οσβάλντο Βαλέντι και Λουίζα Φερίντα (Αλέσιο Μπόνι, Μόνικα Μπελούτσι), δύο ειδώλων του ιταλικού κινηματογράφου που εκτελέστηκαν από τους παρτιζάνους το 1945. Ενα αξιόλογο θέμα από την ιστορική πλευρά του τροφοδοτεί μια ταινία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μίνι σειρά της RΑΙ.
- ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
? «(Κατα)σκοπεύοντας» («Spies», Γαλλία, 2008), του Νικολά Σααντά. Κατασκοπεία και τρομοκρατία της παλιάς σχολής (το φιλμ θυμίζει ανάλογες ταινίες της δεκαετίας του ΄70), με τον Γκιγιόμ Κανέ στα δίχτυα μιας τρομερής συνωμοσίας στην οποία σημαντικό ρόλο παίζει μια «μοιραία γυναίκα» (Ζεραλντίν Πελάς).
? «Εξωγήινοι στη σοφίτα» («Αliens in the attic», ΗΠΑ, 2009), του Τζον Σαλτς. Μια ομάδα εξωγήινων που θυμίζει τα χελωνονιντζάκια εισβάλλει στη Γη και ελέγχει το μυαλό των ανθρώπων. Οχι όμως και των παιδιών, που θα τους αντιμετωπίσουν με επιτυχία. Σε αντίθεση με εμάς που δεν αντιμετωπίσαμε με επιτυχία την ανοησία και φύγαμε στο 10λεπτο!
Ενα ντοκιμαντέρ πάνω στην κωμωδία που λέγεται ελληνική Δικαιοσύνη και ένα trash movie με στυλ δίνουν το ελληνικό στίγμα της εβδομάδας Το ντοκυμαντέρ «Θέμις» (2008) του Μάρκος Γκαστίν θα μπορούσε να είναι απελπιστικά μονότονο αν δεν ήταν τόσο αστείο. Οχι το ίδιο βέβαια αλλά οι καταστάσεις που περιγράφει, οι οποίες αντλούνται από την ολοζώντανη πραγματικότητα και καθημερινότητα των ελληνικών δικαστηρίων. Η κάμερα παρακολουθεί πεινασμένα τα δεκάδες ευτράπελα και εμείς δεν μπορούμε παρά να γελάσουμε με τα χάλια μας. Αυτή είναι η Ελλάδα.
Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε ο Κάρολος Ζωναράς, πάντως «Ο γιος του Τσάρλι» (2008) για αυτό που είναι, σε συνεπαίρνει. Να μια original ταινία-σκουπίδι, ένα φιλμ βυθισμένο μέσα στον βούρκο, που δεν κρύβεται πουθενά, που δεν σου ζητεί να το αγαπήσεις, που δεν έχει καν την απαίτηση να αρέσει. Αδίστακτοι κακοποιοί, ψευτόμαγκες μπράβοι, τραβεστί, ναρκωτικά, πιστολίδι, ψυχεδελικές φροϋδικές καταστάσεις, ανακατεμένα όλα μέσα σε μια ιστορία πάθους, εκδίκησης και εγκλήματος. Μια γροθιά στο στομάχι από την οποία δεν λείπουν οι ερμηνείες που ξαφνιάζουν από ηθοποιούς που τολμούν (Φαίδων Γεωργίτσης, Γιώργος Γιαννόπουλος, Κώστας Βουτσάς).
Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε ο Κάρολος Ζωναράς, πάντως «Ο γιος του Τσάρλι» (2008) για αυτό που είναι, σε συνεπαίρνει. Να μια original ταινία-σκουπίδι, ένα φιλμ βυθισμένο μέσα στον βούρκο, που δεν κρύβεται πουθενά, που δεν σου ζητεί να το αγαπήσεις, που δεν έχει καν την απαίτηση να αρέσει. Αδίστακτοι κακοποιοί, ψευτόμαγκες μπράβοι, τραβεστί, ναρκωτικά, πιστολίδι, ψυχεδελικές φροϋδικές καταστάσεις, ανακατεμένα όλα μέσα σε μια ιστορία πάθους, εκδίκησης και εγκλήματος. Μια γροθιά στο στομάχι από την οποία δεν λείπουν οι ερμηνείες που ξαφνιάζουν από ηθοποιούς που τολμούν (Φαίδων Γεωργίτσης, Γιώργος Γιαννόπουλος, Κώστας Βουτσάς).
(Τhe time traveller΄s wife, ΗΠΑ, 2009) του Ρόμπερτ Σβέντκε. Ενας ταξιδιώτης του χρόνου (Ερικ Μπάνα) που πάσχει από μια σπάνια γενετική ανωμαλία και είναι αναγκασμένος να ζει μεταπηδώντας από τη μία χρονική περίοδο στην άλλη, ανακαλύπτει τον αιώνιο έρωτα στο πρόσωπο μιας και μόνον κοπέλας... Ικανοποιητική μεταφορά στον κινηματογράφο ενός «Αρλεκιν φαντασίας» της Οντρεϊ Νιφενέγκερ, το οποίο δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί υπήρξε μπεστ σέλερ κατακτώντας κυρίως το γυναικείο κοινό. Η αμετακίνητη αφοσίωση ενός ανθρώπου-φάντασμα (γιατί στην πραγματικότητα ο άνθρωπος αυτός δεν υπάρχει) σε ένα και μόνον πρόσωπο (Ρέιτσελ Μακ Ανταμς) μπορεί να ραγίσει ακόμη και τη σκληρότερη καρδιά! Το ίδιο συμβαίνει και με την ταινία που προσφέρει ένα καλό δίωρο ψυχαγωγίας και αμέσως μετά ξεχνιέται.
(Τhe time traveller΄s wife, ΗΠΑ, 2009) του Ρόμπερτ Σβέντκε. Ενας ταξιδιώτης του χρόνου (Ερικ Μπάνα) που πάσχει από μια σπάνια γενετική ανωμαλία και είναι αναγκασμένος να ζει μεταπηδώντας από τη μία χρονική περίοδο στην άλλη, ανακαλύπτει τον αιώνιο έρωτα στο πρόσωπο μιας και μόνον κοπέλας... Ικανοποιητική μεταφορά στον κινηματογράφο ενός «Αρλεκιν φαντασίας» της Οντρεϊ Νιφενέγκερ, το οποίο δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί υπήρξε μπεστ σέλερ κατακτώντας κυρίως το γυναικείο κοινό. Η αμετακίνητη αφοσίωση ενός ανθρώπου-φάντασμα (γιατί στην πραγματικότητα ο άνθρωπος αυτός δεν υπάρχει) σε ένα και μόνον πρόσωπο (Ρέιτσελ Μακ Ανταμς) μπορεί να ραγίσει ακόμη και τη σκληρότερη καρδιά! Το ίδιο συμβαίνει και με την ταινία που προσφέρει ένα καλό δίωρο ψυχαγωγίας και αμέσως μετά ξεχνιέται.
«Λευκή νύχτα γάμου»
«Βruoguminn»/ «White night wedding», Ισλανδία, 2008) του Μπαλτάσαρ Κορμακούρ. Η «Λευκή νύχτα γάμου» είναι το χρονικό ενός απίστευτα επεισοδιακού γάμου μέσα από την εύστοχη σε παρατηρήσεις ματιά του σημαντικότερου ισλανδού σκηνοθέτη των καιρών μας, γνωστού από το θρίλερ «Jar city» και την κωμωδία «101 Ρέικιαβικ». Ο αναποφάσιστος γαμπρός με το τραυματισμένο παρελθόν, η καταπιεσμένη από τη μάνα της νύφη που βρίσκει εμπόδια για τον γάμο, ο παπάς που θυμίζει Εωσφόρο και διάφοροι άλλοι γραφικοί τύποι της εξωτερικά γαλήνιας αλλά στο εσωτερικό της πύρινης ισλανδικής επαρχίας όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί ο γάμος, φτιάχνουν ένα περιβάλλον αστείο αλλά ταυτοχρόνως μελαγχολικό στο οποίο ο θεατής αρέσκεται να συμμετέχει ως παρατηρητής. Οχι μια μεγάλη ταινία βέβαια αλλά σίγουρα μια μικρή απόλαυση την οποία θα ζήλευε ακόμη και ένας Τζιμ Τζάρμους.
No comments:
Post a Comment