Η κρίση της αίθουσας και η ανάγκη ενίσχυσης του ελληνικού κινηματογράφου από τις εταιρείες διανομής και παραγωγής
Με το πέρασμα του χρόνου, ξέρουμε πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να δει κάποιος τον κινηματογράφο, πολλές διαφορετικές πολιτικές, και στα δύο άκρα τους έχουν από τη μια την πολιτική των δημιουργών και από την άλλη την πολιτική της αγοράς. Και ενώ με τους δημιουργούς ασχολούνται όλοι όλο και περισσότερο (καμιά φορά σε σημείο παρωδίας: εκεί που το 1950 ο Χιούστον έβλεπε το όνομά του τελευταίο στην αφίσα, το σύγχρονο marketing λέει «από τον σκηνοθέτη του “Fast and the Furious”»), με την «αγορά», την πολιτική και την ιστορία της δεν ασχολείται κανείς. Κι όμως, όλοι ξέρουν ότι το σινεμά είναι μια «βρώμικη τέχνη», άμεσα συνδεδεμένη με το χρήμα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ιστορία του σινεμά αρχίζει να μετράει όχι από τότε που εφευρέθηκε η πρώτη κάμερα ή κινηματογραφήθηκαν οι πρώτες εικόνες, αλλά από τη μέρα που κάποιοι άνθρωποι πλήρωσαν για πρώτη φορά εισιτήριο για να δουν μια ταινία. Δυστυχώς, πολύ λιγότεροι γνωρίζουν, ας πούμε, ότι υπήρξε ένα στυλ ΜGΜ- αδύνατον να το μπερδέψεις με το στυλ Universal ή Warner- συγκεκριμένο προφίλ (για παράδειγμα, σταρ με συμβόλαιο), διαφορετικά προϊόντα (τα αστυνομικά στη Warner, τα φανταστικά στη Universal...) και κυρίως, μια τεχνική υποδομή (οι μοντέρ, οι οπερατέρ, οι ντεκορατέρ...) που κατέληξαν σε μια ιδιαίτερη αισθητική. Μπορεί λοιπόν να νομίζουμε ότι ξεμπερδεύουμε εύκολα με τα στούντιο αποκαλώντας τα απλά «Χόλιγουντ», αλλά, με λίγες γνώσεις παραπάνω, εύκολα ξεχωρίζεις την πολιτική της Fox από αυτή της Warner ή της Disney, διαφορετικές σε κάθε εποχή: πολιτική παραγωγής και κυρίως πολιτική επενδύσεων της κάθε εταιρείας, οριζοντίως (στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό, στις αίθουσες, στην τηλεόραση, στη δισκογραφία, στο ραδιόφωνο, στον Τύπο...) και καθέτως (στην παραγωγή, στη διανομή, στον προγραμματισμό και στην αξιοποίηση όλων των επικουρικών format).
Οπως λοιπόν τα στούντιο διαφοροποιούνται στην πολιτική τους κι αυτό αντανακλά στις ταινίες τους, έτσι, κατά αναλογία, συμβαίνει παντού. Οταν λοιπόν κάποιος διαβάζει για τους διανομείς, τους παραγωγούς ή τους αιθουσάρχες, γενικά και αόριστα, καλό θα ήταν να ξέρει πως ο καθένας από αυτούς έχει τη δική του ταυτότητα και φιλοσοφία.
Είναι αλήθεια πως οι διανομείς, ειδικά, δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ ιδιαίτερα για τη δημόσια εικόνα τους, απόδειξη ότι ως πριν από είκοσι χρόνια αυτοαποκαλούνταν «Γραφεία Εκμετάλλευσης Ταινιών». Από τότε όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν ραγδαία και ίσως είναι η στιγμή να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Αν πάρουμε ως αφορμή το ελληνικό σινεμά- που μας ενδιαφέρει περισσότερο- θα δούμε αμέσως ότι κάποιοι διανομείς ενδιαφέρονται ελάχιστα ή καθόλου και άλλοι ασχολούνται ως και συστηματικά. Στη δεύτερη κατηγορία τον ρόλο του μπροστάρη κατέχει η Οdeon. Σύμφωνα τον ιδιοκτήτη της κ. Μάνο Κρεζία «η κρίση του κινηματογράφου, για την οποία γίνεται συχνά λόγος, είναι στην πραγματικότητα κρίση της αίθουσας. Ταινίες παράγονται περισσότερες από ποτέ και καταναλώνονται περισσότερο από ποτέ, με τη διαφορά ότι αυτό δεν συμβαίνει πια κυρίως στην αίθουσα, κομβικό σημείο της αγοράς άλλοτε. Η Ελλάδα έχει τη μικρότερη κινηματογραφική επισκεψιμότηταστην Ευρώπη (1,2 φορές τον χρόνο) κι ένα από τα μικρότερα μερίδια αγοράς για το εθνικό της σινεμά (5%10% για αρκετά χρόνια). Από τη στιγμή που τα εισιτήρια των ξένων ταινιών δεν μπορούν να ξεπεράσουν το πλαφόν των 12-14 εκατ. τη χρονιά, ο μόνος τρόπος για να αυξηθεί η επισκεψιμότητα, να μεγαλώσει η αγορά και να διασωθεί η αίθουσα είναι το εθνικό σινεμά. Μόνο μέσω της επιτυχίας των ελληνικών ταινιών μπορεί να ανέβει ο πήχης και μόνο μέσα σε μια ανθούσα εμπορική βιοτεχνία μπορούν να αναδειχθούν νέα ταλέντα σε όλους τους τομείς και να διευρυνθεί η γκάμα των παραγόμενων ταινιών. Το γεγονός ότι φέτος οι μισές τουλάχιστον ταινίες στο Τop-10 του Βoxoffice θα είναι ελληνικές- και ανάμεσά τους τρεις της Οdeon- είναι πολύ ελπιδοφόρο μήνυμα, που δείχνει ότι το κοινό διψάει να δει κινηματογράφο στη γλώσσα του, αρκεί βέβαια να το αφορά ή να το ψυχαγωγεί. Επιτρέψτε μου, τέλος, να σας πω ότι θεωρώ την ενασχόληση με το ελληνικό σινεμά ηθική υποχρέωση για έναν έλληνα διανομέα ακόμα και με οικονομική ζημία προς το παρόν».
Σωστά όλα αυτά, όμως εύλογα τίθεται το ερώτημα «για ποιο ελληνικό σινεμά μιλάμε».
Γιατί αλλιώς το βλέπουν οι κριτικοί, αλλιώς οι δημιουργοί, αλλιώς οι παραγωγοί ή οι διανομείς, «κι αλλιώς το βλέπει το κοινό», συμπληρώνει ο κ. Κρεζίας. «Η αγορά γίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο όλο και πιο customer oriented και αναδεικνύεται σε βασικό ζητούμενο όχι μόνο το πώς θα γίνει μια ταινία, αλλά και το πώς θα διανεμηθεί. Εχουμε απόλυτη συνείδηση ότι υπάρχει ένα κοινό για κάθε ταινία που ξεχωρίζει στο είδος της, γι΄ αυτό και η Οdeon είναι μια εταιρεία πολυσυλλεκτική, διανέμοντας ταινίες από όλο τον κόσμο, από τις πιο εμπορικές ως τις πιο καλλιτεχνικές, καλύπτοντας όλη την γκάμα του σύγχρονου σινεμά. Την ίδια αντίληψη έχει και για το ελληνικό σινεμά, με σταθερό σημείο αναφοράς την ποιότητα, είτε πρόκειται για ταινία είδους είτε για ταινία δημιουργού. Ευκαιρία να σας πληροφορήσω ότι η Οdeon διαθέτει έναν κατάλογο από 80 ελληνικές ταινίες, έχοντας στο ενεργητικό της τα τελευταία χρόνια καλλιτεχνικές και εισπρακτικές επιτυχίες όπως οι “Νύφες”, οι “Σειρήνες στο Αιγαίο”, το “Uranya”, το “Ηard Core”, το “Εduart”, η “Χορωδία του Χαρίτωνα”, το “Πρώτη φορά νονός”, το “Μόλις χώρισα”, το “Ι4 Λούφα και Απαλλαγή”, το “Πεθαίνω για σένα” με την Ελένη Ράντου, το επιτυχημένο remake “Ο Ηλίας του 16ου” με τον Πέτρο Φιλιππίδη, το “Σούλα έλα ξανά” με τη Ζέτα Μακρυπούλια, τη διεθνή συμπαραγωγή “Καλά κρυμμένα μυστικά-Αθανασία” και βέβαια την πρώτη ελληνική συμπαραγωγή του Κώστα Γαβρά “Παράδεισος στη Δύση” με διεθνές cast και συμμετοχή Ελλάδας- Γαλλίας- Ιταλίας.
Ηδη αυτή τη στιγμή- συνεχίζει ο κ. Κρεζίας- έχει ολοκληρωθεί η παραγωγή της μαύρης κωμωδίας «Στο βάθος κήπος», του Κλεάνθη Δανόπουλου, με πολύ ταλαντούχο νεανικό πρωταγωνιστικό cast, όπως ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, συγγραφέας και πρωταγωνιστής της θεατρικής επιτυχίας «Κατσαρίδα», και γνωστούς ηθοποιούς, όπως η Τζένη Ρουσέα, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Απόστολος Τότσικας, ο Λαέρτης Μαλκότσης, ο Βασίλης Ρίσβας κ.ά. Σε γυρίσματα- προσθέτει- βρίσκεται η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη ενός σπουδαίου βιβλίου, του Ανδρέα Στάικου, «Επικίνδυνες μαγειρικές». Ενα βιβλίο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και διεθνή αναγνώριση, το οποίο από το 1988 που κυκλοφόρησε έχει κάνει με επιτυχία τον γύρο του κόσμου, αφού έχει μεταφραστεί σε 14 γλώσσες και έχει ανέβει ως θεατρικό έργο στη Γαλλία και την Ισπανία. Στην κινηματογραφική τους μεταφορά οι «Επικίνδυνες μαγειρικές» θα μεταμορφωθούν σε μια ταινία ερωτικών παθών και αισθησιακών γεύσεων. Δύο άντρες διαφορετικοί μεταξύ τους μοιράζονται- τυχαία;την πιο «συναρπαστική» γυναίκα του κόσμου, ενώ οι γεύσεις και οι μυρωδιές λειτουργούν ως το απόλυτο αφροδισιακό στις δύο παράλληλες σχέσεις. Πρωταγωνιστούν η Κάτια Ζυγούλη, ο Γιώργος Χωραφάς και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Επίσης σε γυρίσματα, στη Μύκονο, βρίσκεται μια μεγάλη ελληνοαυστραλιανή συμπαραγωγή, το «Κings of Μykonos». Ο δημοφιλής ελληνοαυστραλός ηθοποιός Νικ Γιαννόπουλος επιστρέφει στον κινηματογράφο με μια νέα κωμωδία, μετά την πρώτη του μεγάλη επιτυχία «Τhe Wog Βoy» το 2000, την οποία έχουν δει περισσότεροι από 7 εκατομμύρια θεατές παγκοσμίως, μαζί με ένα εξαιρετικό διεθνές και ελληνικό cast (Δημήτρης Σταρόβας, Ζέτα Μακρυπούλια, Μάνος Γαβράς) και διανομή στην Αυστραλία από την Ρaramount και σε όλον τον κόσμο από την Αrclight. Ο σχεδιασμός- καταλήγει- συνεχίζεται με βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα πλάνα, που συνδυάζουν τη στήριξη της εγχώριας αγοράς, την παραγωγή ελληνικών ταινιών με καλλιτεχνικές και εμπορικές δυνατότητες στη διεθνή αγορά και την προσέλκυση διεθνών συνεργασιών. Ο συνδυασμός αυτός και η πολυσυλλεκτικότητα που εμφανίζει ως αποτέλεσμα είναι απολύτως απαραίτητος για τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος και τη συμβολή του στην ανάπτυξη της ελληνικής κινηματογραφίας».
Sunday, September 20, 2009
Δεν είναι όλοι ίδιοι (κι ας μοιάζουν από μακριά)
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment