Χωρίς να κάνει κήρυγμα η ταινία «Και μόνο την αλήθεια» θέτει ουσιώδη ερωτήματα για τον ρόλο του Τύπου στις ημέρες μας
Εμπνευσμένη από την αληθινή (αλλά, όπως αργότερα αποκαλύφθηκε, σκοτεινή) ιστορία της δημοσιογράφου των «Νew Υork Τimes» Τζούντιθ Μίλερ η οποία οδηγήθηκε στη φυλακή αρνούμενη να αποκαλύψει τις πηγές της σε ρεπορτάζ που έθιγε την εθνική ασφάλεια της χώρας, η ταινία «Και μόνο την αλήθεια» («Νothing but the truth», 2009, ΗΠΑ) του Ροντ Λούρι ισορροπεί με σιγουριά ανάμεσα στο κοινωνικό σχόλιο και στο θρίλερ. Το σενάριο κινείται σε δύο άξονες, με κεντρικά πρόσωπα δύο γυναίκες οι οποίες καταστρέφονται εξαιτίας ενός ρεπορτάζ.
Στη μία πλευρά η αποφασιστική δημοσιογράφος ( Κέιτ Μπέισινγκεϊλ ) που έγραψε το ρεπορτάζ και αρνείται με πείσμα να δώσει το όνομα της πηγής της, όπως ορίζει ο αμερικανικός νόμος. Στην άλλη πλευρά το πρόσωπο που εκτέθηκε από το ρεπορτάζ, μια μυστική πράκτορας της CΙΑ ( Βέρα Φαρμίγκα ), την ιδιότητα της οποίας αποκάλυψε η ρεπόρτερ.
Χωρίζοντας με ακρίβεια την ταινία σε δύο μέρη, ο Λούρι, σεναριογράφος της εξίσου ενδιαφέρουσας πολιτικής ταινίας «Η αντιπρόεδρος», εκφράζει αλήθειες χωρίς να αφήνει τίποτε ασχολίαστο: ο έμπειρος δικηγόρος της δημοσιογράφου και αστέρι των media (Αλαν Αλντα) σύντομα γκρεμίζεται σαν χάρτινος πύργος μπροστά στο κατηγορητήριο του εισαγγελέα (Ματ Ντίλον). Η υποστήριξη της δημοσιογράφου από την εφημερίδα της σταδιακά υποχωρεί. Η δεμένη οικογένειά της γίνεται σκόνη. Νύξεις γίνονται επίσης για τον λαϊκισμό της τηλεόρασης που ισοπεδώνει τη σοβαρότητα της κατάστασης όταν μια δημοσιογράφος κουτσομπολίστικης εκπομπής παίρνει συνέντευξη από τη φυλακισμένη ρεπόρτερ, η οποία κατά τραγική ειρωνεία διεκδικεί το Βραβείο Πούλιτζερ πίσω από τα σίδερα.
Ζητήματα που θίγονται με μικρές εύστοχες πινελιές σε μια ιδιαιτέρως αξιόλογη ταινία, γυρισμένη με ημιντοκυμαντερίστικο ύφος. Χωρίς να κάνει κήρυγμα ή χατίρια (ούτε καν στη ρεπόρτερ που αυτοθυσιάζεται), απογυμνώνει μια αμφισβητήσιμη πτυχή του αμερικανικού νομοθετικού συστήματος και θέτει καίρια ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο της δημοσιογραφίας στις ημέρες μας.
- ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
«Οrphan» (ΗΠΑ, 2009) του Ζομ Κόλε Σέρα. Ο τρόμος μέσα στα σπλάχνα της οικογένειας έχει εδώ το «πρόσωπο» ενός επικίνδυνου κοριτσιού (Ιζαμπελ Φούρμαν), το οποίο υιοθετείται από ένα ταλαιπωρημένο ζευγάρι (Βέρα Φαρμίγκα, Πίτερ Σάαρσγκαρντ) που θρηνεί τον χαμό ενός από τα τρία φυσικά παιδιά του. Σιγά σιγά το αλλοδαπό υιοθετημένο κορίτσι βγάζει στην επιφάνεια τον πραγματικό εαυτό του και γίνεται θανάσιμα απειλητικό. Παιδί και τρόμος, όμως, έχουν συνδυαστεί σε πολύ καλύτερες ταινίες, από τα «Παιδιά των καταραμένων» ως την «Προφητεία». Οι σκηνές τρόμου είναι καλοφτιαγμένες, αλλά η ταινία πάσχει σε ατμόσφαιρα. Το πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο της είναι το πρόσωπο της Φούρμαν: στη θέα του χαμηλώνεις τα μάτια.
Προβάλλονται επίσης το ντοκυμαντέρ «Sir, no sir» (2005) του Ντέιβιντ Ζάιγκερ με θέμα την περίπτωση των βετεράνων αμερικανών στρατιωτών οι οποίοι άσκησαν πιέσεις για τη λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ, και το τουρκικό δράμα «Summer book» (2008) του Σεΐφι Τεομάν.
- Η πραγματική ιστορία της Τζούντιθ Μίλερ
Η περίπτωση της Τζούντιθ Μίλερ είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με την ιστορία που παρουσιάζεται στην ταινία «Και μόνο την αλήθεια». Το 2005 η δημοσιογράφος των «Νew Υork Τimes» εξέτισε ποινή φυλάκισης 85 ημερών επειδή αρνήθηκε να κατονομάσει την πηγή που της αποκάλυψε την ταυτότητα της μυστικής πράκτορος Βάλερι Πλέιμ. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε αργότερα, η Μίλερ καθοδηγούνταν από το στενό περιβάλλον του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ Ντικ Τσένι, ο οποίος ήθελε να εκθέσει τον σύζυγο της Πλέιμ, πρώην διπλωμάτη Τζόζεφ Γουίλσον. Ο Γουίλσον είχε κατηγορήσει ανοιχτά την κυβέρνηση Μπους για παραποίηση στοιχείων προκειμένου να δικαιολογήσει στην κοινή γνώμη τον πόλεμο στο Ιράκ. Κατά τη διάρκεια της δίκης οι «Τimes» στήριξαν τη βραβευμένη με Πούλιτζερ Μίλερ, εν συνεχεία όμως έλυσαν τη συνεργασία μαζί της, διακόπτοντας έτσι την 28χρονη σταδιοδρομία της στην εφημερίδα.
- Συγκινητικές ηθογραφίες από την Ιαπωνία
Η ευαισθησία, οι ήρεμοι τόνοι και η σημασία της έννοιας της οικογένειας κυριαρχούν στις δύο ιαπωνικές ταινίες που προβάλλονται από σήμερα.
Το «Καμπέι, η μητέρα μας» («Κabe», 2009) του βετεράνου Γιόζι Γιαμάντα (ανάμεσα στις άνω των 70 ταινίες του και ο υποψήφιος για ξενόγλωσσο Οσκαρ «Σαμουράι του λυκόφωτος») μας μεταφέρει στην αυτοκρατορική Ιαπωνία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εστιάζοντας στο πρόσωπο μιας μητέρας ( Σαγιούρι Γιοσινάγκα ) που θα δει την οικογένειά της να αποσυντίθεται στη δίνη της εθνικής παράνοιας (ο σύζυγός της συλλαμβάνεται από τις αρχές για την αντικαθεστωτική ιδεολογία του). Η χρόνια μάχη χωρίς ουσιαστικό στήριγμα που θα δώσει για να μεγαλώσει σωστά τις δύο κόρες της αναπτύσσεται σαν κέντημα, φτιάχνοντας το ολοκληρωμένο πορτρέτο μιας αφανούς ηρωίδας που μας παραδίδει δωρεάν μαθήματα δυναμισμού και αξιοπρέπειας. Παρά τα 133 λεπτά της η ταινία, που βασίζεται στις πραγματικές εμπειρίες της ηθοποιού Τερούγιο Νογκάμι (υποδύεται τη μία κόρη), δεν χάνει ποτέ το ενδιαφέρον της ενώ όση προσπάθεια και αν κάνεις για να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου εντέλει δεν τα καταφέρνεις.
Μιλώντας για το «Μια μέρα του καλοκαιριού» («Still walking»/«Αruitemo aruitemo», 2009), ο Χιροκάζου Κορεέντα, σκηνοθέτης κατά πολύ νεότερος του Γιόζι Γιαμάντα, δήλωσε ότι η γέννηση της ταινίας οφείλεται στις τύψεις που τον βασάνιζαν από την αδιαφορία που είχε δείξει απέναντι στους γονείς του όταν βρίσκονταν στα τελευταία τους. Το φιλμ- που υποκλίνεται ευγενικά στο αριστούργημα του Γιασουχίρο Οζου «Τόκιο στόρι» (1953)- παρακολουθεί μια οικογένεια Ιαπώνων που «ανασυντίθεται» για μία ημέρα εις μνήμην ενός μέλους της. Ο πρωτότοκος γιος του ηλικιωμένου ζεύγους πνίγηκε πριν από 15 χρόνια και τώρα ο μικρός γιος και η κόρη του ζευγαριού μαζί με τα δικά τους παιδιά και άλλους συγγενείς ανταμώνουν εκεί, απλώς και μόνο να βρεθούν για λίγο μαζί. Ο Κορεέντα ενδιαφέρεται για τις μικρές καθημερινές στιγμές: το μαγείρεμα, η κουβέντα για τα απλά πράγματα, το παιχνίδι των παιδιών, ο περίπατος του παππού- στιγμιότυπα τα οποία χωρίς να το επιδιώκουν αναδίδουν αισιοδοξία, θυμίζοντάς μας ότι οι πραγματικές απολαύσεις της ζωής βρίσκονται ανά πάσα στιγμή δίπλα μας.
- «Coco Chanel & Ιgor Stravinsky» (Γαλλία, 2009) Του Γιαν Κουνέν
Γυρισμένη ως επί το πλείστον στους εσωτερικούς χώρους μιας τεράστιας έπαυλης, η μία από τις δύο εφετινές ταινίες που ασχολούνται με τη σχεδιάστρια μόδας Κοκό Σανέλ (η άλλη είναι το «Coco avant Chanel») αντλεί την ιστορία της μέσω της αλλοπρόσαλλης σχέσης που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη Σανέλ και στον ρώσο συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι όταν, στις αρχές του περασμένου αιώνα, τον φιλοξένησε σπίτι της μαζί με την οικογένειά του. Η ταινία είναι περισσότερο Ιγκόρ και λιγότερο Κοκό και η πιο ενδιαφέρουσα σκηνή της εξαντλείται στην εισαγωγή, όταν ο Στραβίνσκι (τον υποδύεται ικανοποιητικά ο δανός Μαντς Μίκελσεν ) παρουσιάζει την «Ιεροτελεστία της άνοιξης» στο Παρίσι, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων από το απροετοίμαστο για αυτού του είδους θέαμα κοινό. Κατά τα άλλα είναι ένα μάλλον επίπεδο μελόδραμα, ενίοτε βαρετό. Επίσης, όλως περιέργως, η ταλαιπωρημένη, ασθενική σύζυγος του συνθέτη ( Γελένα Μορόζοβα ) έχει μεγαλύτερο δραματουργικό βάρος ως ηρωίδα από ό,τι η Σανέλ, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας... απλώς περιφέρεται. Η μόνη επιτυχία της Ανα Μουγκλαλίς (στη φωτογραφία μαζί με τον Μίκελσεν), η οποία υποδύεται τη Σανέλ, είναι ότι χρησιμοποιεί με άνεση το μεγαλύτερο ατού της, το σεξαπίλ, στις ερωτικές σκηνές.
No comments:
Post a Comment