Wednesday, September 2, 2009

Δύο «μαύρα πρόβατα» στη Βενετία

  • Στο μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ της ιταλικής πόλης που αρχίζει την Τετάρτη θα συνυπάρξουν ο Ολιβερ Στόουν και ο Μάικλ Μουρ

  • ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ | Το Βήμα, Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Ο Ολιβερ Στόουν (μέσον) στα γυρίσματα του ντοκυμαντέρ «South of the border» με θέμα τον ηγέτη της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες (δεξιά)

  • ΟΛΙΒΕΡ ΣΤΟΟΥΝ: Επος και αλαζονεία

Οταν πριν από λίγο καιρό ανακοινώθηκε ότι σειρά τηλεοπτικών ντοκυμαντέρ δέκα επεισοδίων με τίτλο «Η μυστική ιστορία της Αμερικής» βρίσκεται στα άμεσα πλάνα του Ολιβερ Στόουν, ο αμερικανός σκηνοθέτης δεν παρέλειψε να προβεί στην κάτωθι δήλωση:«Με αυτή την εποποιία των 10 ωρών,που νομίζω ότι θα είναι η μεγαλύτερη προσφορά που θα κάνω στα παιδιά μου και στις μελλοντικές γενιές, δεν μπορώ παρά να ελπίζω ότι θα αλλάξουν οι νοοτροπίες». Δημοσίευμα του «Ηollywood Reporter» αναφέρει ότι η σειρά, που είναι προγραμματισμένη να μεταδοθεί το 2010 στην καλωδιακή τηλεόραση Showtime, θα περιοριστεί στα τελευταία 60 χρόνια της αμερικανικής ιστορίας και θα προσεγγίσει, εκτός των άλλων, την απόφαση του προέδρου Χάρι Τρούμαν να χρησιμοποιήσει την ατομική βόμβα κατά της Ιαπωνίας στον Β Δ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

Εποποιία, προσφορά στο μέλλον, αλλαγή νοοτροπιών. Μα ποιος είναι τελικά ο Ολιβερ Στόουν; Ο Θεός; Αν και στο «σκάλισμα» αρχείων μόνο ο Μάικλ Μουρ μπορεί να συγκριθεί μαζί του, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται έχει συμβάλει στη δημιουργία της αντιπαθητικής εικόνας του. Προβοκάτορας, αντιδραστικός, λαοπλάνος, δημαγωγός, εκμεταλλευτής του ανθρώπινου πόνου· και ποιον, αλήθεια, αρνητικό χαρακτηρισμό δεν έχει αποσπάσει από κριτικούς κινηματογράφου, αρθρογράφους, σχολιαστές ή ακόμη και από τον ανώνυμο θεατή ο Ολιβερ Στόουν; Η θεματολογία των ταινιών του- ο πόλεμος του Βιετνάμ στο «Πλατούν», η δολοφονία του προέδρου Τζον Κένεντι στο «JFΚ», το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους «Δίδυμους Πύργους» και προσφάτως ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους στο «W.» - είναι υπολογισμένα χτυπήματα σε σημεία που πονάνε, με αποτελέσματα συχνά αμφιλεγόμενα.

Προς το παρόν ο Στόουν είναι έτοιμος να ταξιδέψει στη Βενετία προκειμένου να παρουσιάσει το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ «South of the border» που γύρισε για τον ηγέτη της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες. Ο σκηνοθέτης χρειάστηκε έξι μήνες για να ολοκληρώσει τα γυρίσματα, κατά τη διάρκεια των οποίων βρέθηκε στη Βενεζουέλα όταν ο Τσάβες ηγείτο των διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση των ομήρων που κρατούνταν από τη στρατιωτική ομάδα FΑRC στη γειτονική Κολομβία. Η απελευθέρωση των ομήρων υπήρξε αποτέλεσμα της θετικής επέμβασης του στρατού της Κολομβίας.

Ο Στόουν έχει αποκτήσει την ταμπέλα του «κακού παιδιού» τόσο για τις προβοκατόρικες, απίστευτες θεωρίες συνωμοσίας του (αρκεί να θυμηθούμε για λίγο το «JFΚ») όσο και για την πορνογραφική εικονογράφηση της βίας, όπως την είχε αποδώσει στους «Γεννημένους δολοφόνους». Συν τοις άλλοις, είναι και τόσο«αναθεματισμένα πολιτικός σκηνοθέτης» («Ιndependent») ώστε η κραυγαλέα αντιπολεμική προπαγάνδα του συχνά αποδυναμώνει την αξία του έργου του. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αριστερά φρονήματά του. Δεν είναι κάπως παράξενο, ας πούμε, που έναν χρόνο μετά το «Commandante» (2003), ένα ντοκιμαντέρ-ύμνο για τον ηγέτη της Κούβας Φιντέλ Κάστρο, ο Στόουν γύρισε άλλο ένα για το ίδιο πρόσωπο, το «Looking for Fidel»;

Διόλου τυχαία, η πρώτη «κλωτσιά» που δέχθηκε ο Στόουν όταν ανακοινώθηκε ότι θα σκηνοθετήσει τους «Δίδυμους Πύργους» ήρθε από την τότε πανίσχυρη συντηρητική Δεξιά που τον μισεί. Οι φιλελεύθερες ανησυχίες του Στόουν, όπως αρχικώς οι δεξιοί ισχυρίστηκαν, θα μετέτρεπαν την ταινία σε αντιπολεμική εκστρατεία με στόχο τον Τζορτζ Μπους, η οποία θα ήταν προσβλητική απέναντι στην πατρίδα και στους συγγενείς των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη. Οι δεξιοί σημείωσαν μάλιστα ότι το μόνο χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν να βρίσκεται ο... Μάικλ Μουρ στη θέση του Ολιβερ Στόουν.

Το ωραίο με τον Ολιβερ Στόουν είναι ότι αντιμετωπίζει την επίθεση με μειλίχιο χαμόγελο, δεν χάνει ποτέ την ψυχραιμία του, είναι ετοιμόλογος και βέβαια ξέρει πώς να σε πείθει: «Οσον αφορά το θέμα της αμφισβήτησης, ξέρετε, ποτέ δεν την επεδίωξα» έλεγε πέρυσι. «Εκανα απλώς αυτό που ήθελα. Η δεκαετία του ΄90 ίσως να μην υπήρξε τόσο οικονομικά εύρωστη για εμένα,όσο δηλαδή εκείνη της δεκαετίας του ΄80, και αυτό με πονά, αλλά είμαι ικανοποιημένος. Εκανα επτά ταινίες και έγραψα ένα μυθιστόρημα. Ηταν η πιο δημιουργική περίοδος της ζωής μου. Το χρήμα δεν είναι το μόνο που μ΄ ενδιαφέρει, σίγουρα δεν είναι ο οδηγός μου. Δυστυχώς, στη δουλειά μου πρέπει να τα πηγαίνεις καλά, αν θες να συνεχίσεις να “πηγαίνεις”».

Το ακόμη ωραιότερο με τον Ολιβερ Στόουν είναι ότι ουδείς (είτε συμφωνεί είτε όχι με την αντιδραστική θεματολογία και τις απίστευτες θεωρίες του) δεν μπορεί να αρνηθεί ότι παίζει το σινεμά στα δάχτυλα και πως ανήκει στους καλύτερους αμερικανούς σκηνοθέτες της τελευταίας εικοσαετίας. Δεν είναι τόσο τα τρία Οσκαρ που έχει κερδίσει (δύο σκηνοθεσίας, ένα σεναρίου) όσο η αστείρευτη ζωντάνια που αναδίδουν οι ταινίες του, ορμητικές και προκλητικές, πέρα για πέρα βουτηγμένες μέσα στο όποιο θέμα ο σκηνοθέτης πραγματεύεται.

ΜΑΪΚΛ ΜΟΥΡ: Πού είναι τα λεφτά μας;

Στο ντοκυμαντέρ «Capitalism: Α love story»,με την ντουντούκα στο χέρι,ο σκηνοθέτης Μάικλ Μουρ (αριστερά και κάτω) απαιτεί από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης να επιστρέψει στους αμερικανούς πολίτες τα χρήματα που χάθηκαν εξαιτίας του
Μια ματιά στο trailer της τελευταίας ταινίας του Μάικλ Μουρ «Capitalism: Α love story» (http://www. capitalismalovestory. com/) και αμέσως αντιλαμβάνεσαι το κλίμα της. Αυτή τη φορά ο πάλαι ποτέ εχθρός του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ και της αμερικανικής Δεξιάς αναζητεί τα αίτια που οδήγησαν στην παγκόσμια οικονομική κρίση και ταυτοχρόνως επιρρίπτει ευθύνες στην αμερικανική Γερουσία που επέτρεψε να τη «σκαπουλάρουν» οι υπεύθυνοι της«μεγαλύτερης ληστείας στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών» - όπως την αποκαλεί. Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι; Οι τράπεζες, οι εταιρείες-κολοσσοί, το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, τα σαΐνια της Γουόλ Στριτ...

«Πού είναι τα λεφτά μας;» βλέπουμε τον Μουρ να ρωτά την Ελίζαμπεθ Γουόρεν, ανώτερη υπάλληλο του Κογκρέσου σε οικονομικά ζητήματα.

«Δεν ξέρω...»απαντά εκείνη.

Για μία ακόμη φορά η κάμερα του Μουρ τρυπώνει σε απίστευτα σημεία, με τον ίδιο τον σκηνοθέτη να κλέβει με τον γνώριμο λαϊκισμό του και το θράσος του την παράσταση. Σε μια σκηνή τον βλέπουμε να κρατάει μια σακούλα και να ζητεί τα χρήματα του αμερικανού πολίτη έξω από το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Με μια ντουντούκα στο χέρι επικαλείται το δικαίωμα της σύλληψης πολίτη από πολίτη (citizen΄s arrest, το δικαίωμα του πολίτη να κρατήσει έναν παραβάτη ώσπου να τον παραδώσει στις Αρχές). Η εικόνα του Μάικλ Μουρ δεν έχει αλλάξει στα 55 του. Παραμένει ένας υπέρβαρος και ατημέλητος τύπος, που κυκλοφορεί με καπελάκι του μπέιζμπολ και τα πουκάμισα έξω από τα παντελόνια, και με ωμές ερωτήσεις προσπαθεί να εισχωρήσει βαθιά μέσα στην καρδιά των ζητημάτων με τα οποία καταπιάνεται.

«Είμαι αποφασισμένος να μην επιτρέψω στους Δημοκρατικούς να ξανακάνουν τα λάθη του 2000, όταν έχασαν τις εκλογές επειδή δεν μπόρεσαν να πείσουν τον κόσμο ότι ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορ είναι ηλίθιος και επικίνδυνος» έλεγε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, την εποχή του «Fahrenheit 9/11» (2003). Ο άνθρωπος που φώναξε «ντροπή σας, κύριε Μπους!» ενώ παρελάμβανε το Οσκαρ ντοκιμαντέρ 2002 για τον «Ακήρυχτο πόλεμο», είχε υπογράψει την πιο προκλητική αμερικανική ταινία των τελευταίων χρόνων, μια γερή γροθιά στο στομάχι του Μπους, θυμίζοντας, εκτός των άλλων, την πιθανότητα νοθείας του εκλογικού αποτελέσματος των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2000, το ότι προτού χρισθεί πρόεδρος ο Μπους διατηρούσε επαφές με πάμπλουτες οικογένειες Αράβων, αλλά και το ότι η αμερικανική κυβέρνηση φρόντισε να φυγαδεύσει μέλη της οικογένειας Μπιν Λάντεν από την Αμερική αμέσως μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους. Ηταν προφανές ότι ήθελε να βγάλει νοκ άουτ τον Μπους, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε.

Εκτός από ντοκιμαντερίστας, ο Μουρ ασχολείται επίσης με τη συγγραφή βιβλίων. Το «Stupid White Μen» («Ηλίθιοι λευκοί») επρόκειτο να εκδοθεί στις 10 Σεπτεμβρίου του 2001, αλλά αποσύρθηκε για το «αντιαμερικανικό περιεχόμενό του» ύστερα από την τρομοκρατική επίθεση στη Νέα Υόρκη. Υστερα από προσωπικό αγώνα ο Μουρ κατόρθωσε να το εκδώσει και το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο να παραμείνει στη λίστα των μπεστ σέλερ της Νέας Υόρκης για έναν περίπου χρόνο. Αργότερα, το «Dude, Where΄s Μy Country?» έμεινε για έξι βδομάδες στην κορυφή των αμερικανικών πωλήσεων βιβλίων, ενώ κέρδισε το γερμανικό βραβείο για το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς.

Ενίοτε το έργο του Μουρ έχει κοινωνικά αποτελέσματα. Η δημοσιότητα που απέκτησε το πρώτο ντοκυμαντέρ του «Ο Ρότζερ και εγώ» (1989), το οποίο αναφερόταν στη σειρά απολύσεων της αυτοκινητοβιομηχανίας General Μotors, είχε αποτέλεσμα να μην κλείσει άλλο εργοστάσιο της εταιρείας για τα επόμενα
τρία χρόνια. Ταυτοχρόνως, η ταινία σκιαγραφεί με πικρό αλλά αστείο ύφος το καπιταλιστικό σύστημα και τους δαιδάλους της γραφειοκρατίας. Στο «Τhe big one» (1997) θίγει τον παραλογισμό των επεκτατικών μηχανορραφιών με αφορμή το κλείσιμο ενός εργοστασίου ζαχαρωτών στο Ιλινόις ώστε να ανοίξει σε χώρα του Τρίτου Κόσμου όπου τα εργατικά χέρια είναι φθηνότερα. Παρόμοιες περιπτώσεις, αν και μικρότερης κλίμακας, έχουν συμβεί αφότου βγήκαν στον αέρα επεισόδια του «Τhe Αwful Τruth», μιας τηλεοπτικής σειράς παρόμοιου κοινωνικού περιεχομένου (χαρακτηρίστηκε το πιο έξυπνο και αστείο τηλεοπτικό σόου από τους «Τimes» του Λος Αντζελες).

Ωστόσο οι τεχνικές του Μoυρ είναι μισητές όχι μόνο στην αμερικανική Δεξιά αλλά και στην Αριστερά. Φιλόσοφοι όπως ο Νόαμ Τσόμσκι, ντοκιμαντερίστες όπως ο Ερολ Μόρις και ο Τζέιμς Μάσελμαν, ακτιβιστές όπως ο νομικός (και υποψήφιος για την προεδρία της Αμερικής με το Κόμμα των Οικολόγων) Ραλφ Νέιντερ και δημοσιογράφοι-συγγραφείς όπως ο Κρίστοφερ Χίτσενς έχουν εκφραστεί δημοσίως εναντίον του Μάικλ Μουρ, ενώ στο ντοκιμαντέρ τους «Μanufacturing dissent» οι Ρικ Κέιν και Ντέμπι Μέλνικ απέδειξαν ότι ενίοτε οι τακτικές του είναι αντιδεοντολογικές και ανήθικες. Ενα παράδειγμα αμφισβητήσιμου τρόπου χειρισμού της αλήθειας από τον Μουρ σχετίζεται με το «Ο Ρότζερ και εγώ». Οι Κέιν- Μέλνικ ανακάλυψαν ότι ο Μουρ είχε πάρει δύο συνεντεύξεις από τον Ρότζερ Σμιθ, πρόεδρο της General Μotors και υπεύθυνο για τις απολύσεις, αλλά προτίμησε να μη χρησιμοποιήσει το υλικό στο ντοκιμαντέρ του, ρίχνοντας πάνω του όλο το φταίξιμο.

ΧΡΥΣΟΣ ΛΕΩΝ
Οι Αμερικανοί και οι άλλοι

Ο Ματ Ντέιμον πρωταγωνιστεί στην ταινία «The informant» του Στίβεν Σόντερμπεργκ
Μπορεί η πρεμιέρα του 66ου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Βενετίας να έχει ιταλικό χρώμα, αφού η αυλαία ανοίγει με την «Βaaria» του Τζουζέπε Τορνατόρε όπου πρωταγωνιστεί η Μόνικα Μπελούτσι, όμως στην ουσία τόσο εντός όσο και εκτός διαγωνισμού η αμερικανική σφραγίδα (που θα μεταφραστεί σε «ζωντανή» παρουσία των σταρ) θα είναι για μία ακόμη φορά έντονη στη Βενετία.

Ανάμεσα στις αμερικανικές παραγωγές που θα πρέπει να τσεκάρει η κριτική επιτροπή (πρόεδρος εφέτος ο ταϊβανός σκηνοθέτης Ανγκ Λι, τιμημένος με τον Χρυσό Λέοντα για το «Μυστικό του Βrokeback Μountain») θα βρούμε τον φουτουριστικό «Δρόμο» του Τζον Χίλκοουτ με τον Βίγκο Μόρτενσεν και τη Σαρλίζ Θερόν, το αστυνομικό δράμα του Γερμανού (εν Χόλιγουντ) Βέρνερ Χέρτσογκ«Βad lieutenant: Ρorts of call Νew Οrleans» με τον Νίκολας Κέιτζ, το «Single man», πρώτη ταινία του σχεδιαστή μόδας Τομ Φορντμε την Τζουλιάν Μουρ και τον Κόλιν Φερθ, αλλά και την τελευταία δημιουργία του μετρ των ταινιών
Η Μόνικα Μπελούτσι θα δώσει ξεχωριστό χρώμα στο φεστιβάλ,αφού παίζει στην «Βaaria» του Τζουζέπε Τορνατόρε,που θα σηκώσει την αυλαία της 66ης κινηματογραφικής Μόστρα
zombie Τζορτζ Ρομέρο «Survival of the dead».

Εκτός διαγωνισμού ξεχωρίζουν αμερικανικές παραγωγές όπως το «Τhe informant» του Στίβεν Σόντερμπεργκ με τον Ματ Ντέιμον, το αστυνομικό δράμα του Αντουάν Φουκουά «Βrooklyn΄s finest» με τους Ρίτσαρντ Γκιρ, Ιθαν Χοκ και το παράξενο μόνο και μόνο από τον τίτλο του «Τhe men who stare at goats» (Οι άντρες που κοιτάζουν τις κατσίκες) του Γκραντ Χέσλοφ με τους Τζορτζ Κλούνεϊ, Γιούαν Μακ Γκρέγκορ, Κέβιν Σπέισι και Τζεφ Μπρίτζες. Ας σημειωθεί επίσης ότι θα παιχτεί και η τρίτη ταινία κινουμένων σχεδίων της σειράς «Τoy story» που σκηνοθέτησε ο «εγκέφαλος» της Ρixar Τζον Λάσετερ, ο οποίος εφέτος θα τιμηθεί με έναν ειδικό Χρυσό Λέοντα για την προσφορά του στην 7η Τέχνη. Οσον αφορά την Ευρώπη, μεγάλη δύναμη του εφετινού φεστιβάλ φαίνεται ότι είναι η Γαλλία, που «κατεβαίνει» με τέσσερις ταινίες: το «Μr Νobody» του Ζακό βαν Ντορμέλ, το «White material» της Κλερ Ντενίς, όπου πρωταγωνιστεί η Ιζαμπέλ Υπέρ, το «Ρersecution» του Πατρίς Σερό με τους Σαρλότ Γκενσμπούρ, Ζαν Υγκ Ανγκλάν και οι «36 όψεις από το Πικ Σαν Λουπ» του βετεράνου Ζακ Ριβέτ, όπου η Βρετανίδα Τζέιν Μπίρκιν«συναντά» τον Ιταλό Σέρτζιο Καστελίτο.

Οι Ιταλοί, εκτός από το «Βaaria», «κατεβαίνουν» με το «Ιl grande sogno» του Μικέλε Πλάθιντο, το «Lo Spazio bianco» της Φραντσέσκα Κομεντσίνι και το «La doppia ora» του Τζουζέπε Καποτόντι. Αν και ο ασιατικός κινηματογράφος θεωρείται αδυναμία του Μάρκο Μίλερ, καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Βενετίας, οι ασιατικές παραγωγές δεν ξεχωρίζουν στην επιλογή του εφετινού διαγωνιστικού τμήματος. Δύο μόλις ταινίες από το Χονγκ Κονγκ («Ο πρίγκιπας των δακρύων» του Γιοφάν και το «Ατύχημα» του Που-Σόι Τσανγκ) και μία από την Ιαπωνία («Τetsuo- Ο άνθρωπος-σφαίρα»). Στα παντελώς άγνωστα ονόματα ανήκουν ο Αχμέντ Μαχέρ από την Αίγυπτο με τον «Ταξιδιώτη», ο Σαμιουέλ Μαόζ από το Ισραήλ με τον «Λίβανο», ο Σιρίν Νεσάτ από τη Γερμανία με το «Γυναίκες χωρίς άντρες» και ένας σκηνοθέτης από τη Σρι Λάνκα ονόματι Βιμουκτί Γιαγιασουντάρα με την ταινία «Ανάμεσα σε δύο κόσμους». Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει η τελευταία ταινία του Γερμανού τουρκικής καταγωγής Φατίχ Ακίν«Soul kitchen», όπου βρίσκουμε και δύο ελληνικά ονόματα στη διανομή, τον Ανταμ Μπουσντούκος και τη Μαρία Κετικίδου.

No comments: