Thursday, October 9, 2008

Ο Γούντι Αλεν προκαλεί για μια ακόμη φορά το θαυμασμό

Φωτογραφία

«Vicki Christina Barcelona»

Δεν μπορείς να μη θαυμάσεις κάποιον που επί σαράντα χρόνια και κάτι έρχεται κάθε χρόνο με καινούργιο έργο, κάθε χρόνο. Κάποτε εξαντλείται και πέφτει αλλά και κάθε τόσο σηκώνεται και καταπλήσσει. Τα τελευταία χρόνια την ανανέωση τη βρίσκει μέσα από πόλεις. Η Νέα Υόρκη ήταν η κλασική αγαπημένη του. Επιπλέον, η αποδοχή που είχε στην Ευρώπη τον έκανε να στραφεί προς τη «γηραιά ήπειρο». Η Βαρκελόνη στην ταινία του Γούντι Αλεν είναι κάτι παραπάνω από ντεκόρ.

«Vicki Christina Barcelona»

ΗΠΑ, 2008. Σκηνοθεσία: Γούντι Αλεν. Παίζουν: Σκάρλετ Γιόχανσον, Χαβιέ Μπαρδέμ, Πενέλοπε Κρουζ

Ο Γούντι Αλεν προκαλεί για μια ακόμη φορά το θαυμασμό. Σε εκείνους, φυσικά, που θέλουν να τον θαυμάσουν. Δεν μπορείς, όμως, να μη θαυμάσεις κάποιον που επί σαράντα χρόνια και κάτι έρχεται κάθε χρόνο με καινούργιο έργο, κάθε χρόνο. Κάποτε εξαντλείται και πέφτει αλλά και κάθε τόσο σηκώνεται και καταπλήσσει.

Τα τελευταία χρόνια την ανανέωση τη βρίσκει μέσα από πόλεις. Η Νέα Υόρκη, που ήταν η κλασική αγαπημένη του και αλληλοταυτίστηκαν, δεν έχει πια τίποτε να του δώσει. Επιπλέον, η αποδοχή που είχε στην Ευρώπη τον έκανε να στραφεί προς τη «γηραιά ήπειρο», και να αναζητήσει εκεί εμπνεύσεις και συγκινήσεις. Το Λονδίνο τού έδωσε μια ανάσα με το «Match Point», στις επόμενες δύο ταινίες όμως τού την πήρε πίσω…Τώρα ήρθε η Βαρκελόνη. Και η πρώτη τους επαφή υπήρξε μοναδική. Την ένιωσε τόσο πολύ ώστε να εμπνευστεί μία ιστορία που να ταιριάζει με την αναρχική της παράδοση αλλά και με την ιλαρή και χαλαρή διάθεση του ίδιου. Η Βαρκελόνη στην ταινία του Γούντι Αλεν είναι κάτι παραπάνω από ντεκόρ.

Του φτιάχνει τα κέφια κι απολαμβάνει την ιστορία που μας διηγείται. Με δύο Αμερικανίδες που πηγαίνουν εκεί διακοπές και οι προκλήσεις τις καλωσορίζουν με τη μορφή ενός αρρενωπού Ισπανού, ο οποίος επιτίθεται σαν τον ταύρο. Μόνο που έχει και μια πρώην σύζυγο, η οποία ξέρει να τον χειρίζεται.

Το φιλμ είναι πολύ ωραίο, οι διάλογοί του ευφυέστατοι, οι χαρακτήρες πληρέστατοι, οι ηθοποιοί πρώτης αξίας, όλοι μα όλοι. Δεν μπορεί όμως να μη γίνει ξεχωριστή αναφορά στην Πενέλοπε Κρουζ, που ο Γούντι Αλεν την παραλαμβάνει έτσι όπως την ετοίμασε ο Αλμοδόβαρ στο «Volver» και την πάει παραπέρα σεβόμενος απόλυτα το δημιουργημένο πρότυπο. Η Πενέλοπε παίζει μοναδικά τη γυναίκα του πάθους. Και την παίζει με κωμική αίσθηση, όπως άλλωστε και οι άλλοι ηθοποιοί.

ΥΓ.: Ομως, θέλω να πω και για μια σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου. Ολοι αυτοί που δήλωναν ενθουσιασμένοι με το χίπικο πνεύμα περί ερωτικού τριγώνου και θεωρούσαν και προχωρημένο το φιλί ανάμεσα στη Γιόχανσον και την Πενέλοπε, πώς απολογούνται στο ταίρι τους; Εκεί δηλώνουν μονογαμικοί; Να το πω υποκρισία ή να μην το πω; Αν λοιπόν η υποκρισία χωρά στη σχέση τους, μήπως είναι ακόμη πιο υποκριτικός ο δήθεν ενθουσιασμός που τους προκάλεσε το φιλμ λόγω Γούντι Αλεν κ.λπ.;

«Τυχερή και ευτυχισμένη»

«Τυχερή και ευτυχισμένη»

Ο Μάικ Λι δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια και μας ξαφνιάζει ευχάριστα. Η ηρωίδα του σεναρίου αυτή τη φορά είναι μια κοπέλα που εκπροσωπεί τη χαρά της ζωής και καθετί θετικό. Πάνω της πλέκει μια όμορφη ιστορία χαρούμενης διάθεσης και θετικής πρότασης και την υποστηρίζει με τον τρόπο που ξέρει ο ίδιος να σκηνοθετεί τα σενάριά του. Κι ο τρόπος αυτός είναι διά των ηθοποιών. Τους αφήνει να αυτοσχεδιάσουν ερμηνευτικά τις σκηνές τους και το αποτέλεσμα είναι ολοζώντανο με τους ηθοποιούς να καταθέτουν στους ρόλους τις δυνάμεις τους.

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας.

Η άγνωστη πρωταγωνίστρια Σάλι Χόκινς το φέρνει τέλεια σε πέρας, ενώ θαυμάζουμε κι εκείνους που την πλαισιώνουν, προπαντός τον ηθοποιό που παίζει το «δυσκοίλιο» δάσκαλο οδήγησης. Η φωτογραφία του Ντικ Πόουπ, υποψήφιου για Οσκαρ στο «Μάγο Αϊζενχάιμ», υπογραμμίζει την αισιόδοξη διάθεση του Μάικ Λι για ένα χαρούμενο και φωτεινό Λονδίνο, ενώ το μοντάζ του οσκαρούχου Τζιμ Κλαρκ (για το «Κραυγές στη σιωπή» το 1985), από τα σαΐνια του μοντάζ στην Αγγλία, αξιοποιεί πλήρως τις «συναλλαγές» των ηθοποιών, κάνοντας τις μακρουλές σκηνές να φαίνονται σύντομες και τις σύντομες να μοιάζουν με μακρουλές. Εδώ βέβαια μπαίνει κι η περιεκτικότητα, που είναι θέμα σεναρίου.

«Η Μούμια: Η αυτοκρατορία του δράκου»

«Η Μούμια: Η αυτοκρατορία του δράκου»

ΗΠΑ, 2008. Σκηνοθεσία: Ρομπ Κοέν. Παίζουν: Μπρένταν ΦρέΪζερ, Τζετ Λι, Μαρία Μπέλο


Ο χαρακτήρας της ταινίας είναι καθαρά ψυχαγωγικός κι ως ψυχαγωγικός κινηματογράφος συνιστάται ανεπιφύλακτα. Για τους θεατές που θέλουν να διασκεδάσουν οικογενειακά η ταινία ενδείκνυται απολύτως.

Κινηματογραφικό παραμύθι με ωραιότατα οπτικά εφέ και ήχους, αναλόγως πλούσια παραγωγή κι εύρημα για τη Νο 3 ταινία τους πήλινους στρατιώτες της Κίνας, οι οποίοι υποτίθεται πως έγιναν έτσι από μια κατάρα. Αν, όμως, λυθεί η κατάρα και ξυπνήσει η μούμια του αυτοκράτορα, τότε βοήθεια… Και γίνεται κάτι τέτοιο και φτάνουμε μέχρι τον Γέτι των Ιμαλαΐων, ενώ περνάμε κι από τη Σανγκάη των πρώτων ημερών της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ομως, ο Μπρένταν Φρέιζερ παραμένει πολύ baby face κι υποτίθεται πως ο χαρακτήρας του έχει μεγαλώσει κι έχει αποκτήσει και γιο, αλλά τίποτε δεν μας πείθει. Πάντως, η περίπτωσή του έγκειται έρευνα που έκανε το «Variety» περί του ότι το σημερινό Χόλιγουντ δεν βγάζει men αλλά boys. Κι η έρευνα, μαζί με τους Τομ Κρουζ, Τζόνι Ντεπ, Μπραντ Πιτ, περιελάμβανε και τον Μπρένταν Φρέιζερ.

«Chico, ο Ανυπότακτος»

«Chico, ο Ανυπότακτος»

«Chico, ο Ανυπότακτος». Γερμανια – Τουρκια, 2008. Σκηνοθεσια: Οζγκιουρ ΓιλντΙιριμ. Παιζουν: Ντενις Μοσκιτο

Το διαφημιστικό credit της ταινίας είναι πως ο άγνωστος σκηνοθέτης είναι της παρέας του Φατίχ Ακίν και τα γράμματα του τελευταίου ως παραγωγού είναι μεγαλύτερα από του σκηνοθέτη. Κατά τα άλλα, ο καθένας κόβει και ράβει τη θεωρία του auteur στα μέτρα του κι όπως τον βολεύει.

Ο σκηνοθέτης πάντως φαίνεται ταλαντούχος, έχει καλή αίσθηση του φακού, του χώρου, του ρυθμού και της έντασης. Της υψηλής έντασης, θα έλεγα. Η παρουσία του Φατίχ Ακίν βρίσκεται στο πλαίσιο της τουρκικής κοινότητας του Αμβούργου. Από κει και μετά η υπόθεση δεν διαθέτει τίποτα που να μην το έχουμε δει. Ο θαυμασμός στις ταινίες του Ταραντίνο και του Σκορσέζε είναι εμφανής και βλέπουμε πάλι υπόκοσμο, μετανάστες, ναρκωτικά. Σε κλισαρισμένη ιστορία. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κοινότητα που να μην έχουμε δει τον υπόκοσμό της και τα ναρκωτικά της.

Αυτό έχει άραγε να κάνει με το ότι δεν υπάρχουν άλλα θέματα; Κι ότι η έμπνευση των σημερινών δημιουργών έρχεται από το χώρο των μειονοτήτων και των κοινοτήτων; ‘Η μήπως όλοι οι...

Εξέγερση κατά Σπάικ Λι!

Φωτιές άναψε στην Ιταλία ο Σπάικ Λι με τη νέα του ταινία, «Το θαύμα της Αγίας Αννας»

Φωτιές άναψε στην Ιταλία ο Σπάικ Λι, ο γνωστός Αφροαμερικανός σκηνοθέτης, με τη νέα του ταινία, που φέρει τον τίτλο «Το θαύμα της Αγίας Αννας» («The miracle of Santa Anna»).

Η ταινία αναφέρεται σε υπαρκτό κεφάλαιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ιταλία, στη σφαγή μιας αμερικανικής μεραρχίας με μαύρους Αμερικανούς στρατιώτες στο σύνολό τους από τους ναζί που είχαν καταλάβει την Ιταλία και τους ντόπιους φασίστες συνεργάτες τους.

Επιπλέον, κατά το μακελειό αυτό της μικρής κωμόπολης Sant’ Anna di Stazzema, στην περιοχή της Τοσκάνης, σφαγιάστηκαν και 560 Ιταλοί πολίτες.

Ολα αυτά θα ήταν κανονικά, αν η ταινία του Σπάικ Λι σε σενάριο του επίσης Αφροαμερικανού Τζέιμς Μακ Μπράιντ, δεν παρουσίαζε τα γεγονότα ως ρατσιστική διαμαρτυρία κατά των ομοχρώμων του, δίνοντας την «πληροφορία» πως η σφαγή ήταν αποτέλεσμα προδοσίας από μεριάς των Ιταλών παρτιζάνων της αντίστασης κατά των Γερμανών. Κι ότι δηλαδή -αυτή είναι η εκδοχή του!- σαν να πήγαν οι αντιστασιακοί στους ναζί και πρόδωσαν το σχέδιο από ρατσιστικό μίσος για τους μαύρους.

Οπως καταλαβαίνετε, στην Ιταλία έγινε χαμός. Μάλιστα ο Σπάικ Λι με τον Τζέιμς Μακ Μπράιντ είχαν την τόλμη κατά μερικούς, το θράσος κατά κάποιους άλλους, να συνοδέψουν την ταινία στο άνοιγμά της στην Ιταλία και να δώσουν συνέντευξη Τύπου. Ξεσηκώθηκαν οι αντιστασιακές οργανώσεις και οι εκπρόσωποι των παρτιζάνων κι εν πάση περιπτώσει ο συγγραφέας ζήτησε συγγνώμη από τους παρτιζάνους και δήλωσε πως δεν είχε πρόθεση να τους θίξει. Ο Σπάικ Λι όμως ήταν ανένδοτος στις θέσεις του και δήλωσε πως «δεν απολογούμαι για τίποτε, θεωρώ μάλιστα πως ερωτήσεις σαν κι αυτές αποτελούν απόδειξη πως εσείς οι Ιταλοί έχετε πολλούς λογαριασμούς με την Ιστορία σας για την περίοδο του Πολέμου και με αυτούς θα πορεύεστε». Και κατέληξε: «Στην τελική η ταινία δεν μιλάει για τα γεγονότα, αλλά δίνει τη δική μας ερμηνεία των γεγονότων».

Κι ο πόλεμος που άναψε στην Ιταλία, μαίνεται….
  • Και παλιότερα

Ο Σπάικ Λι έχει κατηγορηθεί για θέσεις ρατσιστικές κι έχει προκαλέσει κι άλλες φορές με τη στάση του. Πρόσφατα, κατηγόρησε τον Κλιντ Ιστγουντ πως στις δύο πολεμικές ταινίες που γύρισε τη μία κατόπιν της άλλης («Οι σημαίες των προγόνων μας», «Γράμματα από το Ιβο Τζίμα») απέφυγε να χρησιμοποιήσει Αφροαμερικανούς, ενώ παλιότερα απείλησε τον Βιμ Βέντερς πως αν μπερδευτεί στο μετρό της Νέας Υόρκης και κατά λάθος κατέβει στο Χάρλεμ, του την έχουν στημένη οι δικοί του….

Η τύχη της ταινίας στην Ελλάδα αγνοείται. Αρχικά είχε προγραμματιστεί για Νοέμβριο από τον Ελληνα διανομέα της, στη συνέχεια όμως βγήκε από τον κατάλογο και για την ώρα παραμένει undated, που σημαίνει ότι μπορεί να βγει ακόμα και κατευθείαν στο DVD…

«Η καινούργια ζωή του κυρίου Χόρτεν

«Η καινούργια ζωή του κυρίου Χόρτεν

Νορβηγία, 2008. Σκηνοθεσία: Μπεντ Χάμερ. Παίζουν: Μπαρντ Οβε

Λόγω Νορβηγίας απευθύνεται σε μικρό κοινό. Σε αυτό το κοινό που ζητεί τα εναλλακτικά. Δεν είναι πάντως τόσο εναλλακτικό, όσο κι αν δουλεύει μια σχετική προκατάληψη. Αποτελεί την επίσημη πρόταση της Νορβηγίας για το ξενόγλωσσο Οσκαρ του 2009 και το έχουμε και στην Ευρωπαϊκή Ακαδημία για τα βραβεία του Δεκεμβρίου στην Κοπεγχάγη. Το έργο είναι όμορφο και γλυκό. Εχει ήρωα ένα μηχανοδηγό που λάτρεψε στη ζωή του τα τρένα, τους αφιερώθηκε, δόθηκε ολόκληρος στα ταξίδια και τις διαδρομές. Στα 67 του ετοιμάζεται για συνταξιοδότηση και μάλλον κι εκεί έχει γίνει κατιτίς με τα ασφαλιστικά ταμεία, διότι αρχικά η σύνταξη προβλεπόταν στα 65… Στα 67 του, λοιπόν, τον συναντάμε καθώς ετοιμάζεται για το τελευταίο δρομολόγιο. Συμβαίνει, όμως, κάτι και το χάνει. Κι αρχίζει η εσωτερική περιπλάνηση του τι έχασε σε όλα αυτά τα χρόνια, τι έχει -διότι τίποτα δεν πάει χαμένο-, τι του πρέπει για το από εδώ και μετά του. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μην το κάνει καθόλου καταθλιπτικό, αντίθετα, κατανοούμε πολύ τον ήρωα, τουλάχιστον όσοι κατανοούμε τι σημαίνει πάθος κι αγάπη σε έναν άνθρωπο κι από πού μπορεί να αντλεί ο ίδιος ευτυχία. Κι επιπλέον, όσοι αγαπούν τα τρένα και κυρίως τα ταξίδια με αυτά, θα το απολαύσουν ακόμη περισσότερο.

«Κούβα, ματωμένη πατρίδα»

«Κούβα, ματωμένη πατρίδα»

Η στήλη είναι καθαρά κινηματογραφική κι εξετάζει τα φιλμ από την αισθητική και καλλιτεχνική τους σκοπιά. Δεν απολογείται για αυτό, απλώς διευκρινίζει την ταυτότητά της.Το «Είμαι η Κούβα» (Soy Cuba), του Μιχαήλ Κολατόζωφ (1964) που πρωτοπαίχθηκε στην Ελλάδα του 1966 με τίτλο «Ματωμένη πατρίδα», την εποχή δηλαδή που στην Ελλάδα γινόταν το σώσε με τα πολιτικά κι υπήρχε έντονος αντιδεξιός λόγος στα καλλιτεχνικά ζητήματα, ανήκει ως είδος στον προπαγανδιστικό κινηματογράφο. Ζητούμενό της είναι η προπαγάνδα. Κι αν στην εποχή που πρωτοπαίχθηκε απέβλεπε μόνο σε αριστερούς, σήμερα που η Κούβα είναι της μόδας στους πολλούς με τα «μοχίτο», τα «cuba libre», την «σάλσα» και την αφίσα του Τσε, δεν μοιάζει καθόλου σπουδαίο. Επιπλέον είναι και μαυρόασπρο και σκηνοθετημένο σαν ντοκιμαντέρ και όλο αυτό το κάνει να απευθύνεται πλέον μόνο σε όσους ενδιαφέρονται ιστορικά για τον κινηματογράφο. Ωστόσο, επειδή στην κριτική καθορίζονται τα πάντα από την προπαγάνδα, η αριστερή κριτική παραδόξως έχει σνομπάρει το σοβιετικό κινηματογράφο. Στην προπαγανδιστική «Κούβα» υπάρχει και κάποιο ποιητικό άγγιγμα, αλλά μόνο στη σκηνοθεσία.

ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, Mέλος της EFA (Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κιν/γράφου), Ελεύθερος Τύπος, Πέμπτη, 09/10/2008

Μεγένθυση γραμματοσειράς Σμίκρυνση γραμματοσειράς εκτύπωση αποστολή άρθρου με email

No comments: