- Αρχικά σεναριογράφος στις ταινίες «Amores perros», «21 γραμμάρια», «Βαβέλ» και «Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα», ο Μεξικανός Γκιγέρμο Αριάγκα αποφάσισε τελικά, στα 50 του χρόνια, να στραφεί στη σκηνοθεσία με την ταινία του «The Burning Plain», που είδαμε στο περσινό φεστιβάλ Βενετίας και αυτές τις μέρες προβάλλεται στην Αθήνα.
Η ταινία αφηγείται το δράμα δύο γυναικών: της νεαρής Σίλβια (Σαρλίζ Θέρον), που προσπαθεί να επανασυνδεθεί με τη μητέρα της, Τζίνα (Κιμ Μπάσιντζερ), η οποία την είχε εγκαταλείψει όταν ήταν μικρή.
Ο Αριάγκα χρησιμοποιεί τις τρεις γυναίκες (τη Σίλβια σε δύο διαφορετικές ηλικίες, και την Τζίνα) για να δείξει την επίδραση του παρελθόντος πάνω στο παρόν, αναμειγνύοντας τρεις διαφορετικές ιστορίες με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζε τα προηγούμενα σενάριά του. Μιλήσαμε πρόσφατα με τον δημιουργό, που έχει κιόλας ξεκινήσει μια νέα καριέρα, αυτή του σκηνοθέτη.
Ταξίδι στο παρελθόν
- Πώς ξεκίνησε η ιδέα της ταινίας;
«Τη σκεφτόμουν τουλάχιστον 15 χρόνια. Με τραβούσε πάντα η έρημος και πρέπει να πω ότι το τοπίο επηρεάζει όλους μας. Ετσι θέλησα να επηρεάζει και ο χώρος του Νέου Μεξικού τα πρόσωπα της ταινίας. Στο επίκεντρο ήταν το μυστήριο αυτής της γυναίκας, της Σίλβια, της Σαρλίζ Θέρον, που έχει ένα ταξίδι συναισθηματικό, που την οδηγεί στα άκρα».
- Τι είναι εκείνο που σας κάνει να αφηγείστε τις ιστορίες σας με αυτή τη μη γραμμική δομή στο σενάριό σας, όπως και στο «Βαβέλ» και «21 γραμμάρια»;
«Ούτε στη ζωή μας ακολουθούμε πάντα τη γραμμική αφήγηση. Ολα είναι ανάκατα, αλλά είναι οργανικά ενταγμένα στην αφήγηση. Τα τέσσερα στοιχεία, η φωτιά, το νερό, ο αέρας και η γη, κρατάνε μαζί τις ιστορίες της ταινίας».
- Ταυτόχρονα, αναφέρονται και σε κάποιες από τις γυναίκες στην ταινία; Οπως η φωτιά για την Τζένιφερ;...
«Ναι, η φωτιά είναι περισσότερο αναφορά στην Τζένιφερ. Το νερό είναι η Σαρλίζ, η γη είναι η Κιμ (Μπάσιντζερ) και το μικρό, 16χρονο κορίτσι, που το ερμηνεύει η Τζένιφερ Λόρενς, είναι ο αέρας. Ολες έχουν σχέση με την Σαρλίζ. Μόλις δέχτηκε εκείνη να παίξει στην ταινία, ήθελα οι υπόλοιπες να της μοιάζουν. Να θυμίζουν μια οικογένεια. Να υπάρχει μια συνέχεια στα πρόσωπα».
- Η Κιμ Μπάσιντζερ ήταν πολύ καλή στην ταινία. Πώς αποφασίσατε να της δώσετε το ρόλο;
«Πάντα τη σεβόμουν ως ηθοποιό, αν και πολλοί την είχαν περιορίσει σε ρόλους σέξι γυναίκας. Τη συνάντησα και κατάλαβα πως είχε τις ικανότητες για τον ρόλο. Για μένα ήταν ηθοποιός που μπορούσε να αποδώσει και άλλους χαρακτήρες».
- Οι διάλογοι ήταν πολύ ζωντανοί και αληθινοί. Τους γράψατε στα ισπανικά και μετά μεταφράστηκαν;
«Τους έγραψα σ' αυτό που λέμε spanglish, άλλοτε λίγα ισπανικά κι άλλοτε λίγα αγγλικά και μετά δουλέψαμε με τους ηθοποιούς, γιατί δεν θέλω στο γύρισμα να έχω αυτοσχεδιασμούς».
- Ολοι οι χαρακτήρες σας είναι πρόσωπα αποτυχημένα. Γιατί;
«Με ελκύουν οι άνθρωποι που ζουν στα άκρα αναζητώντας κάποια ευτυχία, έστω και αν αποτύχουν. Με τραβάνε οι χαρακτήρες που πληγώνονται από τη ζωή».
- Πώς χρησιμοποιείτε τη μουσική στην ταινία;
«Ζήτησα από έναν μουσικό, τον Ομάρ Ροντρίγκεζ-Λόπεζ, να συνθέσει το σάουντρακ. Ο Ομάρ έχει μια δική του μπάντα, πολύ γνωστή στη χώρα μας. Εγραψε όλη τη μουσική και ο Χανς Ζίμερ ήρθε στο τέλος απλώς για να συμπληρώσει».
Πέρα από το Χόλιγουντ
- Στις ταινίες για τις οποίες είχατε γράψει μόνο τα σενάρια, τη «Βαβέλ» και το «21 γραμμάρια», παρακολουθούσατε καθόλου τα γυρίσματα;
«Οχι. Αλλά πάντα ήθελα να γυρίσω ο ίδιος ένα σενάριό μου. Ο κινηματογράφος είναι μια σχετικά νέα τέχνη, που διαρκώς ανακαλύπτει τη γλώσσα της. Και το σημαντικό είναι ότι μπορεί και ανατέμνει τον χρόνο».
- Φαίνεται να σας γοητεύει το θέμα του θανάτου.
«Ναι, ο θάνατος αποτελεί τμήμα της ζωής μας. Δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Ο,τι και να κάνουμε, οι γυναίκες για παράδειγμα με την πλαστική χειρουργική προσπαθούν να ξεφύγουν. Αλλά δεν μπορούν».
- Σχεδιάζετε να γυρίσετε κάποια ταινία στο Μεξικό;
«Βέβαια, είναι η χώρα μου και θέλω πολύ να γυρίσω μια ταινία εκεί. Αλλωστε, το μεξικάνικο σινεμά είναι πολύ υγιές. Είναι όπως με το ελληνικό. Οταν είχα πάει στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, υπήρχε το παράπονο ότι ο αμερικανικός κινηματογράφος είχε σπρώξει στο περιθώριο την εγχώρια αλλά και την υπόλοιπη παραγωγή. Χρειάζεται, πιστεύω, να φτιάχνουμε ταινίες ποιότητας που να προσφέρουν κάτι το διαφορετικό στο κοινό, όχι αυτά που προσφέρει το Χόλιγουντ. Το μεξικανικό κοινό αντιδρά στο αμερικανικό προϊόν κι ελπίζω αυτό να γίνεται και στην Ελλάδα». *
- , Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / Επτά, Κυριακή 21 Ιουνίου 2009
No comments:
Post a Comment