Thursday, January 29, 2009

«Ελα να δεις» ποιος έσφαξε τους Πολωνούς

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ

Το αντισοβιετικό «Katyn», του Αντρέι Βάιντα, που ήταν να βγει σήμερα στους κινηματογράφους έκανε πίσω ολοταχώς, αφού στις αίθουσες (Ιλιον και Αφαία) θα υπάρχει το ποιητικό αριστούργημα του Ελεμ Κλίμοφ, «Ελα να δεις». Μια ταινία χωρίς ιστορικές παραχαράξεις και ψέματα, σε αντίθεση με αυτό που κάνει το «Katyn» του Αντρέι Βάιντα, η οποία, με υψηλή τέχνη και απόλυτη αλήθεια μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μια από τις μεγαλύτερες σφαγές των Γερμανών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον ολοκληρωτικό αφανισμό 618 χωριών της Λευκορωσίας μαζί με τους κατοίκους τους (στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχασαν τη ζωή τους πάνω από 2,2 εκατομμύρια Λευκορώσοι). Στους κινηματογράφους που παίζεται το «Ελα να Δεις», θα λειτουργεί και έκθεση φωτογραφιών και άλλων ντοκουμέντων από τη σφαγή...

Βέβαια, το πίσω ολοταχώς του «Katyn», δε σημαίνει μόνο φόβο, σημαίνει και ανασύνταξη! Η Πολωνική πρεσβεία που πατρονάρει την ταινία, μαζί με το γραφείο που τη διανέμει, προσπαθούν να δημιουργήσουν «κατάλληλες» προϋποθέσεις για «μεγάλο σαματά». Ακούγεται πως αναθεωρητικές δυνάμεις και άλλοι «φιλελεύθεροι» μικροαστοί προσπαθούν να οργανωθούν και βάζοντας μπροστά την ταινία να επιδοθούν στη γνωστή τους τακτική. Στο χτύπημα της Σοβιετικής Ενωσης και του κομμουνισμού γενικότερα ...Θα δούμε!

Στις αίθουσες από σήμερα θα παίζεται και η πολύ καλή ταινία του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, «Αμφιβολία». Πέρα από τις μοναδικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών, τους εξαίσιους διαλόγους και τη γενική θετική ατμόσφαιρα, έχει και ένα εξαιρετικό θέμα. Οι απόλυτες ανθρώπινες συμπεριφορές και τα τραύματα που αυτές επιφέρουν!

Η συνέχεια είναι η ...γνωστή! Μετριότητα και εμπόριο. Εμπόριο και μετριότητα. Πρώτη, στη μετριότητα και στο εμπόριο, «Η Δούκισσα», του Σάουλ Ντιμπ. Ενα φωτορομάντζο, μια ψεύτικη ρομαντική ιστορία, του κερατά! Και να σκεφτεί κανείς πως τα πρόσωπα της ταινίας υπήρξαν στη ζωή και στην ιστορία! Πιο τίμια, αλλά το ίδιο αδιάφορη, η ταινία του Ιαν Σόφτλι, «Ο Μελανόκαρδος». Μια προσπάθεια να πετάξουμε με τη φαντασία που, δυστυχώς, έμεινε από έμπνευση!

Και ενώ η διεθνής κινηματογραφία, με αλήθειες και ψέματα,.. αγωνίζεται, ο ελληνικός κινηματογράφος ταξιδεύει - μακαρίως - στον κόσμο του! Ο ταλαντούχος και με σοβαρή κουλτούρα στις αποσκευές του Πέτρος Σεβαστίκογλου εξαντλείται σε άχρωμες αισθητικές αναζητήσεις, χωρίς αυτές, δυστυχώς, να μεταφέρουν μαζί τους και μεγάλες θερμοκρασίες (θέμα). Η ταινία του ασχολείται με προσωπικές ανησυχίες που, όμως, δεν εντάσσονται ποτέ και με τίποτα στο γενικό και γι' αυτό εκλαμβάνονται σαν «κλινικές περιπτώσεις»! Η δεύτερη ελληνική ταινία της βδομάδας, «Πεθαίνω Για Σένα», του Νίκου Καραπαναγιώτη είναι «άστα να πάνε στο διάολο»! Σε σενάριο της Ελένης Ράντου, βγαλμένο από θεατρικό έργο της ίδιας, η οποία πρωταγωνιστεί επίσης, αναζητείται γέλιο, και γέλιο δε βγαίνει! Γιατί, ό,τι συμβαίνει στην οθόνη, είναι παλαιομοδίτικο και ντεφορμέ!


ΕΛΕΜ ΚΛΙΜΟΦ Ελα να δεις

Από πού να ξεκινήσω; Από το θέμα; Είχα την τύχη να πάω και να προσκυνήσω στα μέρη που έγινε η σφαγή. (Στο βιβλίο μου, «Η Ακτή του Ραζλίφ», κάνω μεγάλη αναφορά). Αν σας πω πως το χώμα της Λευκορωσίας είναι ακόμα νωπό από το αίμα, μην το θεωρήσετε υπερβολή. Περπατάς και έχεις την αίσθηση πως τα πόδια σου βουλιάζουν. Το έδαφος είναι ακόμα υγρό! 618 χωριά, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι και, κυρίως, τα παιδιά που σφάχτηκαν από τους χιτλερικούς, δεν είναι από τις σελίδες της Ιστορίας που τις προσπερνάς με απλές αναγνώσεις και αναφορές. Η περιοχή, αλλά και ολόκληρη η Λευκορωσία, με τα 2,2 εκατομμύρια των θυμάτων στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο, απαιτεί ιδιαίτερο σεβασμό.

Ο Ελεμ Κλίμοφ, ένα από τα μεγάλα διαμάντια του ανθρωποκεντρικού σοβιετικού κινηματογράφου, όχι απλώς σεβάστηκε τη Λευκορωσία και ιδιαίτερα το συγκεκριμένο κομμάτι της, αλλά, με το σπάνιο ταλέντο του και τη διαλεκτική γνώση και σκέψη του, μετέτρεψε αυτό το μαύρο ιστορικό γεγονός, σε ένα υψηλής αισθητικής καταγγελτικό καλλιτεχνικό έργο. Μετέτρεψε την απάνθρωπη και αποτρόπαια σφαγή σε μια παγκόσμια οργισμένη τραγωδία. Μια τραγωδία που μένει κληρονομιά στις γενιές που έρχονται και από τις οποίες απαιτεί, «ποτέ, πια, παρόμοιες ανθρωποθυσίες»! Ο Κλίμοφ δεν καταγγέλλει εξωτερικά. Σκάβει βαθιά και βγάζει όλες τις αιτίες και όλες τις αφορμές που προκαλούν τα μεγάλα εγκλήματα.

Ενα μεγάλο θλιβερό ιστορικό γεγονός βεβαίως φτάνει βίαιο και σκληρό στους απλούς ανθρώπους και έτσι το κρατάνε στη μνήμη τους. Στον ταλαντούχο καλλιτέχνη, όμως, το βίαιο και σκληρό αυτό γεγονός δεν παραμένει απλώς στη μνήμη, αλλά στέκεται η αφορμή για να δημιουργήσει ένα αθάνατο έργο - μνημείο που να μείνει σημάδι και παράδειγμα «προς αποφυγήν». Και τίποτα να μη γνωρίζεις από την ιστορία, η ταινία του Κλίμοφ σε αναγκάζει να αγανακτήσεις. Οι σκηνές της μοιάζουν με τις μεγάλες βιβλικές καταστροφές. Σου προκαλούνταν φόβο που σου προκαλεί ο μεγάλος σεισμός ή άλλες μεγάλες «ανεξήγητες» - και ανεξέλεγκτες - από τον άνθρωπο καταστροφές. Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων χωριών, που δεν ήταν άσχετοι με την ιστορία, που ήξεραν από εισβολές και επεμβάσεις, που είχανε δώσει μάχες και μάχες στη μακραίωνη πορεία τους, βρέθηκαν μπροστά σε μια πρωτοφανή έκπληξη. Ο χιτλερισμός δεν είχε παρόμοιο στην ανθρώπινη ιστορία. Η βία του ήταν πρωτόγνωρη στο ανθρώπινο γένος. Ο ναζισμός είναι το πιο ακραίο κομμάτι του καπιταλισμού. Η κορωνίδα της βίας του. (Συνέχεια του ναζισμού και μετεξέλιξή του είναι η σημερινή επιθετική Αμερική και οι σύμμαχοί της).

Ο Κλίμοφ, με λιτά μέσα, με λίγους ανθρώπους και λίγα κανόνια, με λίγες μάχες και με λίγες πολεμικές σκηνές, με ποιητικές όμως εικόνες, με σκληρές και απόλυτα ρεαλιστικές εικόνες, δημιούργησε μια τεράστια απειλητική σκιά πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Το τέρας του ναζισμού έχοντας ανοίξει όλες τις κάννες του και έχοντας απλώσει όλα τα νύχια του έστρωσε στο κυνήγι τους ειρηνικούς ανθρώπους της Λευκορωσίας, που έχτιζαν τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία, και τους ανάγκαζε να τρέχουν σαν τρελοί στα γύρω δάση για να σωθούν. Οι αγνοί και ειρηνικοί άνθρωποι ζούσαν ένα μοναδικό και πρωτόγνωρο εφιάλτη! Το τέρας, όμως, με τις φωτιές που έβγαζε από το ορθάνοιχτο επεκτατικό βιομηχανικό στόμα του, μαζί με τους ντόπιους συνεργάτες του, έκαιγε ό,τι έβρισκε στο πέρασμά του. Και όταν ξετρύπωνε τα θύματά του, τα κάρφωνε στην καρδιά και τα έσφαζε!

Ο κινηματογράφος του Κλίμοφ ξεπερνάει το φόβο. Γιατί δε στέκεται στα εξωτερικά γνωρίσματα του φόβου, δεν επιδιώκει εντυπωσιασμούς. Αντίθετα, αναγκάζει το θεατή να ψάξει τις αιτίες που κάνουν ανθρώπους να λειτουργούν σαν τέρατα. Και μόνον το πρόσωπο του νεαρού πρωταγωνιστή, που από φρέσκο και λείο (όπως είναι τα όμορφα πρόσωπα των παιδιών σε ειρηνικές περιόδους), μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, όσο διήρκησε το κυνήγι μέχρι τη σφαγή, γέρασε και γέμισε ρυτίδες και πόνο, αλλά και σκέψεις και γνώση, φτάνει για να σε βάλει σε βαθιούς και παραγωγικούς συλλογισμούς. Να πεις δηλαδή, πως μια στιγμή πολέμου διαρκεί όσο μια ολόκληρη ανθρώπινη ζωή. Γιατί αυτή η στιγμή εμπεριέχει όλα τα συναισθήματα και όλες τις κορυφώσεις.

Μιλάμε για ένα πολιτικό ποίημα. Για ένα μοναδικό καλλιτεχνικό γεγονός. Η επιγραφή στο μνημείο που στήθηκε από τη σοβιετική κυβέρνηση προς τιμήν των 618 χωριών που εξαφάνισε ο ναζισμός, με ευγένεια μας καλεί: «Καλέ μας φίλε, θυμήσου: αγαπήσαμε τη ζωή και την πατρίδα μας και εσένα. Καήκαμε ζωντανοί μέσα στις φλόγες. Κάνουμε έκκληση: οι κραυγές κι ο πόνος μας να γίνουν θάρρος και δύναμη, για να επικρατήσει η ειρήνη και η γαλήνη σε αυτή τη γη. Ωστε να μη χαθεί ποτέ ξανά ζωή στην πύρινη λαίλαπα».

Παίζουν: Αλεξέι Κραβσένκο, Ολγα Μιρόνοβα, Λιουμπομίρας Λαουσιαβίσιους.


ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
29/1/2009
-- «Ελα να δεις» ποιος έσφαξε τους Πολωνούς
23/1/2009
-- «Ελα να δεις»... την ιστορική αλήθεια


Τρυφερή και ανθρώπινη η ταινία του καλού σκηνοθέτη και θεατρικού συγγραφέα Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ. Η «Αμφιβολία» στηρίζεται στο ομότιτλο θεατρικό έργο του σκηνοθέτη, που είναι και ο σεναριογράφος της ταινίας. Ο Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ με εξαιρετικό καλλιτεχνικό τρόπο, με θαυμάσια ατμόσφαιρα, με προσεγμένα κοστούμια, με πολύ καλή ηχητική μπάντα (ήχοι-μουσική), προσπαθεί να χτυπήσει και να αμφισβητήσει τις άκριτες «βεβαιότητες» της κοινωνίας και των ανθρώπων, τις άκριτα «παγιωμένες» θέσεις και απόψεις, που εμποδίζουν την έρευνα, την άλλη άποψη, τον διάλογο σε τελευταία ανάλυση.

Η ταινία έχει... χιλιάδες αρετές! Εχει εξαιρετικούς και «διδακτικούς» διαλόγους. Εχει θαυμάσιες ερμηνείες, που πλουτίζουν ακόμα περισσότερο την πλούσια αμερικανική ερμηνευτική παράδοση. Ολα στην ταινία είναι μετρημένα και πειθαρχημένα. Η επιλογή του δημιουργού της ταινίας να τοποθετήσει την ιστορία του μέσα σε ένα αυστηρό καθολικό σχολείο, δίνει στο θέμα του μεγαλύτερες προεκτάσεις. Το αυστηρό καθολικό σχολείο είναι, σίγουρα, ένας αυταρχικός και σκοτεινός χώρος. Χώρος που δε χωράει άλλες από τις δικές του απόψεις. Χώρος που δυσκολεύει την ανθρώπινη επικοινωνία. Χώρος, τελικά, που μοιάζει, που ταυτίζεται απόλυτα με την αυταρχική και υποκριτική συντηρητική καπιταλιστική κοινωνία. Χώρος που εμποδίζει κάθε καινούρια πνοή, κάθε διαφορετική συμπεριφορά.

Ο στόχος του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, τόσο στο θεατρικό έργο του όσο και στην ταινία του, είναι να δημιουργήσει στο θεατή αμφιβολίες. Να τον πείσει να κάνει το ακριβώς αντίθετο του γνωστού «πίστευε και μη ερεύνα» των ορθοδόξων, των καθολικών και της πολιτικής συντήρησης. Η βεβαιότητα και οι παγιωμένες απόψεις για τον Σάνλεϊ, είναι εμπόδιο για κάθε παραπέρα συζήτηση. Οταν η βεβαιότητα και οι παγιωμένες απόψεις γενικεύονται, εμποδίζουν, τελικά, κάθε τι καινούριο να βγει στην επιφάνεια, να μπει σε κουβέντα.

Η ταινία τοποθετείται χρονικά στο 1964. Είχε μόλις δολοφονηθεί ο Κένεντι, ο πόλεμος στο Βιετνάμ βρισκόταν σε εξέλιξη, η αμερικάνικη κοινωνία είχε ξεκινήσει την αμφισβήτηση. Η πίστη, η ιεραρχία, οι θεσμοί, όλα μπήκαν στο μικροσκόπιο. Ηταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος για την Αμερική. Η οποία, δυστυχώς, ελλείψει πολιτικού προσανατολισμού και πολιτικής καθοδήγησης, δεν έφερε μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά αποτελέσματα. Η αμερικάνικη κοινωνία επέστρεψε στο «πίστευε και μη ερεύνα». Αυτό το πάγιο για την Αμερική «πίστευε και μη ερεύνα», θέλει να κλονίσει η ταινία.

Παίζουν: Μέριλ Στριπ, Φιλίπ Σέιμουρ Χόφμαν, Εϊμι Ανταμς, Βιόλα Ντέιβις.



«Η Δούκισσα», είναι ένα κλασικό εικονογραφημένο, ένα φωτορομάντζο, ένα σινερομάντζο, μια ταινία περασμένων εποχών(κυριολεκτικά και μεταφορικά)! Το 1770, μια παρθένα, λέει, με προαγωγό τη μάνα της, παντρεύεται στην Αγγλία έναν Αγγλο τιτλούχο και γίνεται Δούκισσα. Αδίστακτη η ίδια, παρότι παριστάνει τη συναισθηματική, είχε την ατυχία να πέσει σε ακόμα πιο αδίστακτο άντρα και το ζευγάρι γίνεται κ...!

Ποιον μπορεί στ' αλήθεια να νοιάζει μια τέτοια ιστορία; Μπορούν, τάχα, τα αστραφτερά κοστούμια, η πράγματι πολύ όμορφη πρωταγωνίστρια, η οποία μην έχοντας ρόλο να υπερασπιστεί καταφεύγει σε ερμηνευτικές υπερβολές και ακρότητες, τα πλούσια εξοχικά σπίτια, οι συζυγικές απιστίες, ο έντεχνος αισθησιασμός και τα μυξοκλάματα να συγκινήσουν έναν σημερινό άνθρωπο; Οχι, βέβαια! Ούτε οι κάργιες των πρωινών και απογευματινών εκπομπών δεν πρόκειται να κλάψουν!

Και να σκεφτείτε πως η ταινία υποτίθεται είναι ιστορική. Οτι τα πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν στην οθόνη υπήρξαν στη ζωή. Οτι όλα αυτά τα μελό της αγγλικής αριστοκρατίας, η οποία στην ουσία έτρωγε σίδερα, γινόταν έτσι χαζά και αδιάφορα, ενώ στη διπλανή Γαλλία είχε σχεδόν ξεκινήσει η Γαλλική Επανάσταση. Τι να πεις!

Παίζουν: Κίρα Νάιτλι, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Ρέι Φάινς, Χέιλι Ατγουελ, Ντομινίκ Κούπερ, κ.ά.


Η ταινία χρεώνεται στον φανταστικό κινηματογράφο! Το θέμα της είναι, πράγματι... φανταστικό (ενδιαφέρον).

Ενας πατέρας διαβάζει στην κόρη του βιβλία. Με την ανάγνωσή του έχει την ικανότητα να ζωντανεύει τους ήρωες των βιβλίων. Και εκεί που λες πως θα αρχίσει ένα τρελό πανηγύρι, όπου γνωστοί και άγνωστοι ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα γεμίσουν την οθόνη και θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία, θα χορτάσουμε όμορφα συναισθήματα, θα ακούσουμε εξαίσιες σοφίες, θα παλαβώσουμε από ομορφιά, η ταινία σιγά-σιγά μετατρέπεται σε θρίλερ (σχεδόν).

Αλλη μια ευκαιρία χαμένη, λοιπόν! Θυσία και αυτή στο εύκολο κέρδος. Στο χαβαλέ και στο τίποτα.

Παίζουν: Μπέρνταμ Φρέιζερ, Πολ Μπέτανι, Eλεν Μίρεν, Τζιμ Μπρόουντμπεντ κ.ά.




«Τρεις στιγμές» του Πέτρου Σεβαστίκογλου

Το έχουμε ξαναπεί! Ενώ η ελληνική κοινωνία σχεδόν στο σύνολό της βγήκε στους δρόμους, αφού οι οικονομικές και άλλες στεναχώριες την έχουν αρπάξει από το λαιμό και την πνίγουν, ο ελληνικός κινηματογράφος, εκτός από λίγες ελπιδοφόρες εξαιρέσεις, αυτάρεσκα και αδιάφορα για όσα σοβαρά συμβαίνουν γύρω του, τρυπάει τις φλέβες του και τη βρίσκει, την καταβρίσκει καλύτερα με τα προσωπικά του!

Να πεις πως ο Πέτρος Σεβαστίκογλου δε γνωρίζει κινηματογράφο, δεν έχει πολιτική και κοινωνική κουλτούρα, δεν ξέρει από πού βγαίνει ο ήλιος; Δεν είναι αλήθεια! Και κινηματογράφο γνωρίζει και γενικά - και ουσιαστικά - εφόδια διαθέτει.

Τότε, γιατί κλείνεται στον εαυτό του; Γιατί σπαταλάει τον πολύτιμο χρόνο του σε μικρότερα από το ταλέντο του κινηματογραφικά εγχειρήματα; Ο «θεός» ξέρει!

Οι «Τρεις Στιγμές» του είναι Τσέχοφ, χωρίς, όμως, τον Τσέχοφ! Οι πολύ καλές αισθητικά εικόνες του Σεβαστίκογλου, οι «θεατρικές» ερμηνείες των ηθοποιών του, τα «θεατρικά» κοστούμια του, οι «θεατρικοί χώροι του,.. εκεί παραπέμπουν. Οι δικοί του ήρωες, όμως, είναι απασχολημένοι με πολύ μικρότερα πράγματα. Οσο και να χτυπιούνται, όσο και αν παριστάνουν ότι τυραννιούνται (ή ευχαριστιούνται) δε συμπάσχεις, γιατί σε αφήνουν αδιάφορο τα προσωπικά - και μικρά - προβλήματά τους (τα οποία, επιπλέον, σε καμία στιγμή δε γίνονται καθαρά). Τους παρακολουθείς βέβαια, αλλά δεν πονάς.


Στην ουσία, δείχνουν, να μην πονάνε και οι ίδιοι! Δεν τους δίνεται, άλλωστε, σεναριακά ο χρόνος για να πονέσουν! Μπαίνουν κατ' ευθείαν στο θέμα, μαλώνουν ή συμφωνούν, ερωτεύονται ή χωρίζουν, χωρίς να έχει προηγηθεί δραματουργική δικαιολογία. Αυτή η «αφαίρεση» αποστασιοποιεί το θεατή από τα δρώμενα (τα οποία, άλλωστε, δεν είναι και πολλά). Τον πετάει έξω από την υπόθεση. Ο θεατής μετατρέπεται, τελικά, σε (απλό) θεατή ο οποίος, φυσικά, από κάποιο σημείο και μετά, λογικό είναι, κουράζεται.

Τι μένει; Μερικές ωραίες (αλλά άδειες) εικόνες. Η θαυμάσια σκηνή της βροχής ήταν, ίσως, η μόνη δραματουργικά ολοκληρωμένη εικόνα. Γι' αυτό και συγκίνησε!

Παίζουν: Ευγενία Δημητρακοπούλου, Γιώργος Διαλεγμένος, Δήμητρα Λαρεντζάκη, Χρίστος Νικολάου, Ρούλα Πατεράκη, κ.ά.

  • «Πεθαίνω για σένα» του Νίκου Καραπαναγιώτη

Και ενώ με τις «Τρεις Στιγμές» έχεις, οπωσδήποτε, κάτι να πεις, κάτι να κουβεντιάσεις, με το «Πεθαίνω Για Σένα» σε χωρίζει άβυσσος! Είναι όλα, μα το «θεό», τόσο ψεύτικα και τόσο τυποποιημένα (από παλιές θεατρικές και κινηματογραφικές συνταγές και σχολές).

Δε γνωρίζω προσωπικά την κυρία Ράντου (τελικά δική της είναι η ταινία, έτσι διαφημίζεται - ο σκηνοθέτης έκανε ή τον έκαναν στην άκρη). Δεν τη γνωρίζω, αλλά έχω σχηματίσει την εντύπωση πως είναι «σπίρτο». Τι έπαθε, λοιπόν, αυτό το «σπίρτο» και δεν πήρε φωτιά; Δεν είδα το θεατρικό της έργο «Μαμά μην Τρέχεις», από το οποίο γεννήθηκε η ταινία, αλλά αυτό που είδα στην οθόνη δεν μπορεί να το γέννησε αυτή η σίγουρα έξυπνη γυναίκα.

Τα πέντε κύρια πρόσωπα της ταινίας υποτίθεται πως αγωνίζονται απεγνωσμένα για την αγάπη! Αρκετές φορές, εκεί προς το τέλος ιδιαίτερα, κλαίνε γι' αυτή την υπόθεση! Ομως, όλον αυτόν τον αγώνα τον δίνουν σε λάθος γήπεδο, με λάθος κανόνες. Η μάνα, τραλαλού και τραλαλά, έχει εραστή, ο γιος - παιδί ακόμα - έχει εραστή, και, όπου να 'ναι, θα καταλήξει και ο αστυφύλακας πατέρας να έχει και αυτός εραστή. Αυτή η υπόθεση, όπως φτάνει στα αυτιά σας, θα μπορούσε να ήταν σάτιρα της σύγχρονης (ο «θεός» να την κάνει σύγχρονη) ζωής της πόλης μας. Αμ, δε! Οι δημιουργοί της ταινίας, ακόμα και όταν τελείωσε η ταινία, δεν είχαν αποφασίσει προς τα πού να το πάνε. Στη σάτιρα ή στη δραματική κωμωδία.

Μέχρι να δουν τι θα κάνουν το έριξαν στο ...σορολόπ! Καταναλώθηκαν σε κρύα αστεία και τραβηγμένες από τα μαλλιά γκριμάτσες και πέρασε η ώρα. Καληνύχτα!

Παίζουν: Ελένη Ράντου, Μάρθα Καραγιάννη, Φάνης Μουρατίδης, Νεκτάριος Λουκιανός, Σήφης Πολυζωίδης, κ.ά.


No comments: