- O ρομαντισμός έχει δώσει τη θέση του στον ρεαλισμό, αλλά και σε μία τάση επιστροφής
Καθένας φαίνεται πως έχει μια ιστορία για τα θερινά σινεμά. Θυμάμαι πριν από χρόνια τον ρομαντικό Θόδωρο Ρίγγα, πρόεδρο της Πανελλήνιας Ενωσης Επαγγελματιών Θερινών Κινηματογράφων, να μιλάει για τα χρόνια του '60.
Για πιτσιρικάδες, σκαρφαλωμένους στα δέντρα γύρω από τα παλιά «Παναθήναια» επί της Αλεξάνδρας ή στην ξύλινη περίφραξη του «Θησείον». Για κλακαδόρους, που είχαν ξαναβαπτίσει το «Μετροπόλ» στην Πατησίων σε «Φεσοφόρ» λόγω των ταινιών - φέσια που έπαιζε. Για τη Βέμπο, στο μπαλκόνι της «μπλε πολυκατοικίας» απέναντι από την ταράτσα του «Βοξ» στα Εξάρχεια, που χτίστηκε το 1920. Νοσταλγία, μάλλον για την εποχή, κι όχι για τις ταινίες της. Για τα χρόνια που τα θερινά σινεμά, συνδεδεμένα άμεσα με το λαϊκό χαρακτήρα του κινηματογράφου, αντικατέστησαν τις μάντρες του Καραγκιόζη.
Στις δικές μου μνήμες, από την εποχή του '80, τα θερινά της Αθήνας είναι σαν καλοκαιρινά φροντιστήρια για μετεξεταστέους σινεφίλ, με καλοκαιρινές επαναλήψεις των καλών ταινιών του χειμώνα και ξεφτισμένες κόπιες κλασικών ταινιών.
Το ζήτημα «θερινό σινεμά» σήμερα προφανώς δεν μπορεί να διερευνηθεί ανεξάρτητα από τη χωροταξία και τη φυσιογνωμία της πόλης που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Ούτε ερήμην του σημερινού χαρακτήρα του κινηματογράφου ως είδους μαζικής ψυχαγωγίας επικεντρωμένης στα μούλτιπλεξ.
Οι πρόσφατες επανεκδόσεις του Ιουνίου αποδεικνύουν πως ο ορίζοντας δεν είναι και τόσο γκρίζος. Οταν η διανομή παίρνει βαθιές ανάσες και γίνεται επιλεκτική και πιο ευφάνταστη ως προς τις επιλογές της (αντί να αδειάζει τις αποθήκες της με τα αζήτητα του χειμώνα σε οθόνες ευάερες) τα θερινά γεμίζουν.
Το ίδιο επιλεκτικοί θα πρέπει να είναι και οι ιδιοκτήτες των θερινών. Αυτοί αν προσέξουν, συν τοις άλλοις, και τις συνθήκες προβολής των ταινιών, τα θερινά σήμερα έχουν κάθε λόγο να ελπίζουν.
«Χειροποίητη» ψυχαγωγία εναντίον της μαζικότηταςΤου Αντωνη N. Φραγκου*
Aποκλείεται να πάρω κάποια άλλη θέση από το να είμαι αναφανδόν υπέρ. Πώς, αλλιώς. Θυμάμαι τον καλοκαιρινό Ορφέα, στις αρχές της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, όταν φοιτητές όντες χτυπάγαμε κάρτα σχεδόν κάθε νύχτα –ολόκληρο μπουλούκι από νεότευκτους αριστερούς– που βλέπαμε με δέος Αϊνζενστάιν, Βερτόφ, Ντοβζένκο και όλο το πάνθεον του κάποτε σοβιετικού σινεμά. Ο Ορφέας, ένας χειροποίητος κινηματογράφος, με τον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη του να εκτελεί χρέη μηχανικού και μπάρμαν, ενώ η σοβαροτάτη γυναίκα του, χρέη ταμία.
Οαση εξαιρετική με κισσούς και ψιλό χαλίκι και πάνινες καρέκλες σκηνοθέτη, που ενίοτε υποχωρούσαν από το βάρος των χρόνων ή κάποιου υπέρβαρου. Ηταν όλο αυτό το σκηνικό φτιαγμένο έτσι από ανθρώπους που τους άρεσε ο κινηματογράφος και ανέπνεαν καθημερινά το σελιλόιντ χωρίς πολλές φορές να κερδίζουν πέρα από την επιβίωσή τους. Ηταν μπροστά σου, ζωντανοί... Για τούτο και πικραίνομαι όταν ακούω πως κλείνει ακόμα ένα θερινό σινεμά.
Δεν αντέχω στην ιδέα πως κάποια μέρα θα αναγκαστούμε ή, καλύτερα, θα εγκλωβιστούμε για πάντα σε εκείνα τα τεράστια –αντισηπτικά– κουτιά, όπου ορδές «τουριστών» του σινεμά θα διαλέγουν ποιο από τα 50 φιλμ που παίζονται ταυτοχρόνως θα δουν... Οπου υπάλληλοι ντυμένοι σαν γκαρσόνια θα τους οδηγούν σε διάφορες μικροσκοπικές αίθουσες –εντάξει, και σε καμιά μεγαλύτερη– και υπό εκκωφαντική ποπ κορν μουσική θα περιμένουν την έναρξη καταναλώνοντας με βουλιμία πελώρια κουτιά με τσιπς και ποπ κορν μαζί με κόκα κόλες που θα τις έχουνε κερδίσει κατόπιν κληρώσεως στον λήγοντα του εισιτηρίου. Δεν μιλάμε για τη μέθεξη, την ηδονή να χώνεσαι κυριολεκτικά μέσα στην ταινία – εδώ τα παραφερνάλια έχουν υποβαθμίσει πλήρως το γεγονός της θέασης σε επίπεδο ισότιμο της πέψης και της γκλαμουριάς. Προς τι τόσες φανφάρες και φασαρία; Γιατί τόση μαζικότητα; Δεν αισθάνομαι νοσταλγός, καθόλου, αλλά όλη τούτη η βιομηχανία δεν χωνεύεται με τίποτε! Αφήστε μας να χαλαρώσουμε και να το φχαριστηθούμε!
* Ο Αντώνης Ν. Φράγκος είναι παραγωγός ραδιοφώνου.
Ενοχλητική η μετάλλαξη σε σινέ - ουζερίΤης Θαλειας Aντωνιαδου*
Πρόσφατα άκουσα κάποιους στην τηλεόραση να υποστηρίζουν πως τα «μπουζούκια» είναι ελληνικό είδος διασκέδασης –χαρακτηριστικό του τόπου μας– οπότε κι η μετεξέλιξή τους, τα «σκυλάδικα», θα πρέπει να θεωρηθούν διατηρητέα. Να τα διαφυλάξουμε ως έχουν: με τα λουλούδια, τα λαμέ και τους γλεντζέδες καπνιστές πρώτο τραπέζι πίστα.
Δεν κρίνω τον συλλογισμό, αναρωτιέμαι μόνο γιατί κανείς δεν υπερασπίστηκε με ανάλογη θέρμη και τα θερινά σινεμά ως χαρακτηριστικά του ελληνικού καλοκαιριού στις πόλεις. Δεν τα θεώρησε διατηρητέα ως έχουν: με το χαλίκι, την πρασιά και τις κλεφτές ματιές στ’ άστρα.
Καθώς η Αθήνα μεγαλώνει κι εκσυγχρονίζεται, μοιραία αλλάζουν και τα σινεμά της.
Εχει γεμίσει ο τόπος μούλτιπλεξ, τα οποία για μένα είναι εμπειρία τρομακτική: σαν να παρακολουθώ άγουρο εφηβικό πάρτυ με τσιπς, κόκα κόλες, ζελέ και φράντζες στο μάτι, καθήμενη σε πολυθρόνα ψυχαναλυτή. Οσο για τα θερινά, εξαφανίζονται ή γίνονται σιγά σιγά (κι ας μην το λένε) «θερινά παύλα»: θερινά - ουζερί, θερινά - ρουφ γκάρντεν, σνακ μπαρ, με τσιμέντο (το χαλίκι δεν ενδείκνυται για ψηλά τακούνια) και ζαρντινιέρες με λουλούδια ασορτί με τα καθίσματα. Μάταια αναζητώ τη μυρωδιά από «αγιόκλημα και γιασεμιά». Ενίοτε, όμως, μου έρχεται η τσίκνα απ’ το σουβλάκι που ψήνεται στο βάθος, και τη βρίσκω εξίσου ενοχλητική με τη διάχυτη μυρωδιά του ποπκόρν στις αίθουσες των μούλτιπλεξ.
Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη μερικά θερινά αναλλοίωτα ή σχεδόν αναλλοίωτα από τον χρόνο και το τρέχον λάιφσταϊλ. Σ’ αυτά επιλέγω να πηγαίνω. Το χειμώνα επιλέγω ταινία, το καλοκαίρι επιλέγω θερινό – ασχέτως ταινίας. Στη δική μου τουλάχιστον συνείδηση, ο θερινός κινηματογράφος δεν είναι η ταινία – δεν ήταν ποτέ–, είναι η ατμόσφαιρα. Είναι να απολαμβάνεις λίγη δροσιά το βράδυ μετά μια μέρα καύσωνα. Να χαλαρώνεις στα σκοτεινά με μια μπίρα στο χέρι. Χωρίς συζητήσεις. Απλά κάνοντας χάζι – πότε στην οθόνη και πότε στο φεγγάρι.
* Η κ. Θάλεια Αντωνιάδου είναι εκπαιδευτικός.
- Tου Δημητρη Mπουρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18/07/2009
Saturday, July 18, 2009
Θερινά σινεμά, αν όλοι τα αγαπάμε γιατί αυτά τείνουν να εκλείψουν;
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment