Αντίδοτο στην έκρηξη αδρεναλίνης της «Επίθεσης στον συρμό» η γαλλοβελγική ταινία «Rumba» που υμνεί τη χαρά της ζωής
Με καθαρά κινηματογραφικούς όρους η «Επίθεση στον συρμό» («Τhe taking of Ρelhan 1, 2, 3») έχει ένα μεγάλο ατού που τη βοηθά να ξεχωρίζει από τις περιπέτειες του είδους της: είναι εξ ολοκλήρου γυρισμένη σε αυθεντικούς χώρους του μετρό της Νέας Υόρκης- ένα από τα πια δαιδαλώδη του κόσμου-, πράγμα που από μόνο του αποτελεί τεράστια πρόκληση για κάθε σκηνοθέτη με πείρα στα action movies, όπως ο Τόνι Σκοτ («Τop gun», «Crimson Τide»).
Το πρόβλημά της βρίσκεται στον... ανθρώπινο παράγοντα. Ενώ ο Ντενζέλ Ουάσιγκτον δίνει μια απρόσμενη και σχετικά ικανοποιητική ερμηνεία στον ρόλο του πλαδαρού, πλην ξύπνιου συντονιστή κυκλοφορίας του νεοϋορκέζικου μετρό, ο Τζον Τραβόλτα, ως υπεύθυνος της επίθεσης στον συρμό, πλάθει μια καρικατούρα. Και είναι πρόβλημα διότι όλη η δραματική ένταση αυτής της ταινίας βρίσκεται στον δικό του ήρωα και στα μυστικά του αινιγματικού παρελθόντος του, τα οποία, καλώς ή κακώς, από ένα σημείο και έπειτα προσωπικά έπαψαν να με ενδιαφέρουν. Βέβαια, καλός χειριστής ταινιών με ανεβασμένη την αδρεναλίνη καθώς είναι, ο Τόνι Σκοτ ξέρει πώς να κρατήσει τον θεατή σε αναμμένα κάρβουνα- τουλάχιστον εκείνον που δεν ζητεί περισσότερα από τη σιγουριά μιας δυναμικής περιπέτειας (κάτι που η «Επίθεση στον συρμό» είναι). Κρίμα όμως που ενώ αυτή η ταινία δείχνει αποφασισμένη να μη στηριχθεί στην πεπατημένη του βομβαρδισμού των ειδικών εφέ αλλά στο ανθρώπινο στοιχείο, χωλαίνει εκεί ακριβώς. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι δεύτεροι ρόλοι. Χάρηκα τον Τζον Τορτούρο (ο αστυνομικός διαπραγματευτής που προσπαθεί να διατηρήσει το cool προφίλ του) όσο και τον Τζέιμς Γκαντολφίνι (ο δήμαρχος που έχει μπουχτίσει από τα προβλήματα και θέλει να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα τόσο με το πρόβλημα όσο και με το πιστολίδι).
* Η έκπληξη της εβδομάδας δεν έχει την ανάγκη βαρβάτων ονομάτων του Χόλιγουντ σε υπερπαραγωγές που σε αφήνουν μουδιασμένο. Αντιθέτως, είναι μια «οικογενειακή» δημιουργία ενός άγνωστου ζευγαριού ονόματι Ντομινίκ Αμπέλ και Φιόνα Γκόρντον, το οποίο παίζει, γράφει και σκηνοθετεί. Στη γαλλοβελγική παραγωγή «Rumba» (2008) το ντουέτο υποδύεται ένα ζευγάρι δασκάλων του δημοτικού με κοινό πάθος τη ρούμπα. Ζουν μέσα στην τρελή χαρά, η ζωή όμως κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις, τρικλοποδιές και αναποδιές που μπορούν να φέρουν τα πάνω κάτω. Ατυχήματα, πυρκαϊές, χρόνιες ασθένειες... Και όμως το μυστικό βρίσκεται στην αντιμετώπιση με το χαμόγελο: η ταινία προτείνει να μην αφήσουμε την τρέλα μας να χαθεί, γιατί μόνον έτσι δεν θα πάρουμε την κάτω βόλτα. Ολα αυτά μέσα σε 77 μαγικά λεπτά, σχεδόν χωρίς διαλόγους και με δυοτρία χορευτικά νούμερα που σε κάνουν να πεις «θέλω να μάθω ρούμπα τώρα!». Αλλά και τι κινηματογραφικό στυλ! Το φιλμ μοιάζει με γράμμα αγάπης προς τον κινηματογραφικό μινιμαλισμό, υποκλινόμενο στον Μπάστερ Κίτον, στον Ζακ Τατί, στον Ακι Καουρισμάκι. Θα γελάσετε, θα συγκινηθείτε και θα νιώσετε το ηθικό σας να ανεβαίνει. Το «Rumba» είναι το cult του καλοκαιριού.
Κατ΄ αποκλειστικότητα στη «Ριβιέρα» προβάλλεται σε επανάληψη το «Τέρας» («Ιl mostro») του Ρομπέρτο Μπενίνι, με τον ίδιο στον ρόλο του ανθρωπάκου που παρεξηγείται ως κατ΄ εξακολούθησιν δολοφόνος.
- ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ
Το Χόλιγουντ δεν έπαψε ποτέ να επανέρχεται σε ταινίες που είχαν σημειώσει σχετική ή μεγάλη επιτυχία στην εποχή τους και προσφέρουν το έδαφος για ανακατασκευαστές. Βέβαια, το γεγονός ότι τρεις από τις τέσσερις νέες ταινίες αυτής της εβδομάδας αποτελούν ριμέικ παλαιών, είναι αρκετά αποθαρρυντικό. Τόσο δύσκολο είναι να γεννηθούν πρωτότυπες ιδέες όπως αυτή της «Ρούμπα»;
? Το μυθιστόρημα του Τζον Γκόντι στο οποίο βασίζεται η «Επίθεση στον συρμό» έγινε για πρώτη φορά ταινία από τον Τζόζεφ Σάρτζεντ το 1974 με τίτλο «Ωρα 1.23, πανικός στο μετρό της Νέας Υόρκης». Ο Γουόλτερ Ματάου (στη φωτογραφία) ξέφυγε πονηρά από την κωμωδία υποδυόμενος τον ρόλο του κυνικού συντονιστή της κυκλοφορίας και ο Ρόμπερτ Σο ήταν άψογος στον ρόλο του κακοποιού τον οποίο ο Τραβόλτα «ντύνει» στην υπερβολή.
? Η ταινία στην οποία το πάμπτωχο «Πέραν πάσης υποψίας» «πατάει» είναι το «Τα ίχνη ήταν ψεύτικα» και γυρίστηκε το 1956 από τον Φριτς Λανγκ. Θεωρείται ένα από τα πιο χαρακτηριστικά φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ΄50, με έναν καθηλωτικό Ντέινα Αντριους στον ρόλο του αινιγματικού δημοσιογράφου που παίζει το κεφάλι του κορόνα γράμματα στον βωμό της «αλήθειας».
? Ο «Ονειρεμένος έρωτας», τέλος, υπήρξε μια από τις πρώτες δημιουργίες- και μάλιστα βωβές- του Αλφρεντ Χίτσκοκ. «Πέραν πάσης υποψίας» του Πίτερ Χάιαμς
(«Βeyond a reasonable doubt», 2009, ΗΠΑ)
Πεπεισμένος ότι ο εισαγγελέας του Λος Αντζελες (Μάικλ Ντάγκλας) είναι διεφθαρμένος, ένας νεαρός ρεπόρτερ (Τζέσι Μέτκαλφ, δεξιά στη φωτογραφία) αποφασίζει να τον παγιδέψει βάζοντας τον εαυτό του στη θέση του βασικού υπόπτου μιας δολοφονίας. Οταν όμως ο έλεγχος χάνεται, ο νεαρός βρίσκεται εκτεθειμένος, με μοναδικό στήριγμα τη βοηθό (Αμπερ Τάμπλιν, αριστερά στη φωτογραφία) του εισαγγελέα. Η αστυνομική πλοκή έχει τεράστιο ενδιαφέρον, αλλά η επίπεδη σκηνοθεσία, η φτηνή παραγωγή και το άχαρο καστ καταλήγουν σε ένα σύνολο που, πολύ απλά, αποκαρδιώνει.
- «Ενας ονειρεμένος έρωτας» του Στέφαν Ελιοτ («Εasy virtue», 2009, Αγγλία)
Ανευρη κινηματογραφική μεταφορά ενός διάσημου θεατρικού έργου του Νόελ Κάουαρντ πάνω στον επικείμενο γάμο ενός νεαρού άγγλου αριστοκράτη (Μπεν Μπαρνς) με μια εντυπωσιακή ξανθιά Αμερικανίδα (Τζέσικα Μπίελ, στη φωτογραφία). Το γεγονός θα προκαλέσει την οργή της μητέρας του πρώτου, οπότε η Κριστίν Σκοτ Τόμας γραπώνει την ευκαιρία για να ανάψει κάπως τα αίματα, σε μια ταινία που βαλτώνει εξαντλημένη σε καλαμπούρια βρετανικού φλέγματος και σνομπισμού, τα οποία προσωπικά θεωρώ εντελώς ξεπερασμένα.
No comments:
Post a Comment