Πειστικότατος ο Τζόνι Ντεπ ως Τζον Ντίλιντζερ στον γκανγκστερικό «Δημόσιο κίνδυνο» του σπεσιαλίστα Μάικλ Μαν
Με τον Τζόνι Ντεπ στον ρόλο του γκάνγκστερ Τζον Ντίλιντζερ (στην Ελλάδα τον προφέρουμε λανθασμένα Ντίλινγκερ), τον Κρίστιαν Μπέιλ «κυνηγό» του και τον Μάικλ Μαν στην καρέκλα του σκηνοθέτη, ο «Δημόσιος κίνδυνος» («Ρubic enemies», ΗΠΑ, 2009) τηρεί εκ προοιμίου τις προδιαγραφές να μην απογοητεύσει. Και όντως έτσι συμβαίνει.
Ακολουθώντας τα χνάρια μιας προηγούμενης ταινίας του, της «Εντασης», όπου ο παλμός της ιστορίας χτυπούσε μέσα από τη σχέση ενός όχι-και-τόσο-κακού ληστή ( Ρόμπερτ Ντε Νίρο ) με έναν όχι-και-τόσοκαλό αστυνομικό ( Αλ Πατσίνο ), ο Μαν σκιαγραφεί με ζωηράδα τα πορτρέτα δύο αποφασιστικών ανδρών στις αντίθετες πλευρές του Νόμου και στήνει με αποστομωτική ακρίβεια μια ολόκληρη εποχή. Εκείνη του Μεγάλου Κραχ που γονάτισε την αμερικανική κοινωνία στη δεκαετία του 1930.
Η κρίση άλλωστε, όπως η ταινία επισημαίνει, βοήθησε τον Ντίλιντζερ να αποκτήσει τον τίτλο του «Ρομπέν των Δασών» της εποχής του, αφού βρισκόταν πάντα με το μέρος του αδύναμου κοσμάκη, ο οποίος είδε στο πρόσωπο του γκάνγκστερ τον αμφισβητία του συστήματος αλλά και τον ατρόμητο «εκδικητή» των τραπεζών που προκάλεσαν την οικονομική καταστροφή του αμερικανικού λαού (σε μια σκηνή ληστείας τον βλέπουμε να δίνει μέρος της λείας του σε έναν φτωχό πελάτη της τράπεζας).
Στην αντίθετη πλευρά, ο αποφασιστικός και ικανότατος πράκτορας του FΒΙ Μέλβιν Πέρβις (Μπέιλ) έγινε μεν σκιά του Ντίλιντζερ (και ο άνθρωπος που τελικά τον παγίδεψε) αλλά ως ήρωας αυτοακυρώνεται, καθώς η macho συμπεριφορά του γίνεται σκόνη μπροστά στον τρόμο και στο άγχος του να ικανοποιήσει την επιθυμία του μεγάλου αφεντικού, του αρχηγού του FΒΙ Τζ. Εντγκαρ Χούβερ ( Μπίλι Κράνταπ ).
Οπως πάντα, ο Μαν «χορογραφεί» με απίστευτη σιγουριά τις σκηνές ανταλλαγής πυροβολισμών που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι υπεραρκετές. Ο Ντεπ, που ευτυχώς θυμήθηκε ότι υπάρχουν και άλλοι ρόλοι πλην του Τζακ Σπάροου των «Πειρατών της Καραϊβικής», δίνει τον καλύτερο εαυτό του και ο Μπέιλ είναι τόσο πειστικός παίζοντας τον «επαρχιώτη» αστυνομικό που, στο τέλος της ταινίας, εύχεσαι να ήταν λίγο μεγαλύτερος ο ρόλος του.
Ο αυθεντικός «Ρομπέν των Δασών» της δεκαετίας του ΄30 Τζον Ντίλιντζερ
Από τη στιγμή που αποφυλακίστηκε έχοντας εκτίσει ποινή αρκετών χρόνων για ασήμαντη κλοπή, ο Τζον Χέρμπερτ Ντίλιντζερ (1903-1934) έδρασε μόλις 13 μήνες πριν από τη δολοφονία του από το FΒΙ έξω από τον κινηματογράφο Βiograph του Σικάγου.
Διοργάνωσε παραπάνω από 12 ληστείες τραπεζών, φυλακίστηκε, απέδρασε και εξευτέλισε τον Νόμο αποκτώντας καλές σχέσεις με τα ΜΜΕ. Τον Ιανουάριο του 1934 η «Chicago Μail» έγραψε για αυτόν ότι « δεν γρυλίζει όπως όλοι οι εγκληματίες, τίποτε πάνω του δεν δηλώνει ότι έχει κάνει φυλακή και από κοντά βλέπεις έναν άνθρωπο μοναδικό στο είδος του, σαν να έχει βγει από μια εμπνευσμένη κινηματογραφική ταινία ». Διόλου τυχαία πολλοί ηθοποιοί της εποχής ακολουθούσαν ως πρότυπο τη μορφή του Ντίλιντζερ στον κινηματογράφο. Η εικόνα, για παράδειγμα, του Κλαρκ Γκέιμπλ στο «Μanhattan Μelodrama», όπου υποδυόταν έναν γκάνγκστερ, ήταν ολόιδια με εκείνη του Ντίλιντζερ.
- «Sparrow» του Τζόνι Το (Χονγκ Κονγκ, 2009)
Αν και άγνωστος στη χώρα μας, ο Τζόνι Το ανήκει στους παραγωγικότερους σκηνοθέτες ταινιών δράσης του Χονγκ Κονγκ («Εlection», «Βreaking news»). Με το «Sparrow» («Σπουργίτι») μας δίνει την πιο τρυφερή ταινία του, ένα ρομάντζο του μικρο-υποκόσμου, όπου, σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες του, χύνεται μόλις μία στάλα αίματος. Εν ολίγοις, μια τετραμελής ομάδα ανώδυνων «πορτοφολάδων» (τους αποκαλούν «σπουργίτια» στο Χονγκ Κονγκ) αποσυντονίζεται εξαιτίας μιας femme fatale ( Κέλι Λιν ). Μέσα από μπόλικες κινηματογραφοφιλικές αναφορές (από τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» του Ζακ Ντεμί ως τον «Πορτοφολά» του Ρομπέρ Μπρεσόν ), ο Το χτίζει εμπνευσμένες σκηνές γνήσιας ομορφιάς και ποίησης, βγάζει συγκίνηση, χιούμορ και κυρίως χαρακτήρες.
- «Το κορίτσι από το Μονακό» της Ανν Φοντέν («La fille de Μonaco», Γαλλία, 2009)
Ευχάριστη, καλοκαιριάτικη, γεμάτη μικροτσαχπινιές αισθηματική κομεντί, το στυλ της οποίας (ας μας συγχωρέσει η Ανν Φοντέν ) δεν απέχει και τόσο από τις ευχάριστες, καλοκαιριάτικες, γεμάτες μικροτσαχπινιές αισθηματικές κομεντί που γύριζε ο Γιάννης Δαλιανίδης πριν από 40 χρόνια. Ολα κινούνται γύρω από την επιρροή που ασκεί μια ξανθιά παρουσιάστρια του καιρού στην τηλεόραση ( Λουίζ Μπουργκουάν, όπως παλιά η Ζωή Λάσκαρη ) σε έναν σταρ δικηγόρο ( Φαμπρίς Λουκινί, όπως παλιά ο Ντίνος Ηλιόπουλος ) και στον σωματοφύλακά του ( Ροσντί Ζεμ, όπως παλιά ο Φαίδων Γεωργίτσης ). Περνάς καλά σαν να πίνεις μια δροσερή πορτοκαλάδα. Αποκαλυπτική πάντως η παρουσία της Μπουργκουάν. Πρόσωπο, σώμα, ταμπεραμέντο- σκέτο δεκάρι!
- «Το αλάτι της γης» του Χέρμπερτ Μπίμπερμαν («Salt of the earth», 1955, ΗΠΑ)
Βασισμένος στα γεγονότα μιας πραγματικής απεργίας, ο Χέρμπερτ Μπίμπερμαν (ο ίδιος θύμα του κινήματος του μακαρθισμού) χρησιμοποίησε πραγματικούς εργάτες ορυχείου για τη δημιουργία ενός «ντοκυμαντέρ μυθοπλασίας», αποκαλυπτικού για τις άθλιες συνθήκες εργασίας και ζωής της μεξικανοαμερικανικής κοινότητας μεταλλωρύχων του Σίλβερ Σίτι στο Νέο Μεξικό. Εστιάζοντας σε θέματα όπως η σκληρή εκμετάλλευση των κατοίκων από τους λευκούς βιομηχάνους και η φυλετική διάκριση, η ταινία, που γυρίστηκε υπό καθεστώς τρομοκρατίας και λογοκρίθηκε στην εποχή της, παραμένει ένα σημαντικό και επίκαιρο στην ιδεολογία του πολιτικό σχόλιο- παρ΄ ότι ως κινηματογράφος σήμερα δείχνει σαφώς ξεπερασμένος.
- «Ο πρωτάρης» του Μάικ Νίκολς (Τhe graduate», 1967, ΗΠΑ)
Μνημειώδης ταινία των sixties, μια γλυκόπικρη αλλά ευχάριστη στην παρακολούθησή της μελέτη του κοινωνικού αδιεξόδου των νέων, με κεντρικό ήρωα έναν απόφοιτο ( Ντάστιν Χόφμαν ). Αδυνατεί να αποφασίσει τι θέλει να κάνει επαγγελματικώς στη ζωή του, συνάπτει ερωτική σχέση με μια μεγαλύτερή του οικογενειακή φίλη ( Ανν Μπάνκροφτ ) και αργότερα ερωτεύεται την κόρη της ( Κάθριν Ρος ). Οπως και τα τραγούδια των Σάιμον και Γκαρφάνκελ που ακούγονται στη διάρκειά του, ο «Πρωτάρης» δεν έχει χάσει ρανίδα από την αρχική φρεσκάδα του. Υπήρξε υποψήφιος για επτά Οσκαρ, ανάμεσα στα οποία καλύτερης ταινίας, Α΄ ανδρικού ρόλου (Χόφμαν) και Α΄ γυναικείου (Μπάνκροφτ). Ωστόσο απέσπασε μόνο το Οσκαρ σκηνοθεσίας.
- ΤΟΥ Ι. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009
No comments:
Post a Comment