Sunday, October 11, 2009

Η Αγρία Οικογένεια

Μια βίλα με πισίνα στην εξοχή κι ένας ψηλός μαντρότοιχος. Εκεί αρχίζει και τελειώνει ο κόσμος τριών νεαρών αδελφών (Α. Παπούλια, Χρ. Πασσαλής, Μ. Τσώνη). Από τη γέννησή τους, δεν έχουν περάσει ποτέ τον φράχτη του σπιτιού τους και δεν έχουν ιδέα πώς είναι ο έξω κόσμος. Διαπαιδαγωγούνται, βαριούνται και αθλούνται έτσι όπως οι γονείς τους (Χρ. Στέργιογλου, Μ. Βάλεϊ) πιστεύουν ότι θα έπρεπε. Χωρίς εξωτερικό ερέθισμα. Μέχρις ότου ο παράγοντας σεξ εισβάλλει και διαταράσσει την ισορροπία...

Ο πολυσυζητημένος «Κυνόδοντας», που ο Γιώργος Λάνθιμος έγραψε μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου, έχει ένα ιντριγκαδόρικο θέμα, που υπηρετείται απόλυτα από μια λιτή κινηματογράφηση. Η ταινία του 35χρονου σκηνοθέτη, που βγαίνει στις αίθουσες στις 22 του μηνός, προβλήθηκε με επιτυχία στις Κάνες, όπου μάλιστα επιλέχτηκε από δύο τμήματα του φεστιβάλ: το «Ενα κάποιο βλέμμα» και το «Δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών».

* Οπως μας είπε, «τελικά επέλεξα το "Ενα κάποιο βλέμμα" που ανήκει στο επίσημο πρόγραμμα. Εκεί είναι ακόμα πιο δύσκολο να σε δεχτούν». Και έπραξε σωστά. Διότι έφυγε από τις Κάνες με το βραβείο του δημοφιλούς τμήματος - χαρίζοντας στο ελληνικό σινεμά μια από τις σημαντικότερες διακρίσεις του.

Ο Γ. Λάνθιμος, που συμμετέχει στην κίνηση των «Κινηματογραφιστών στην ομίχλη» (αρνούμενος να διαγωνιστεί για τα κρατικά κινηματογραφικά βραβεία αν δεν κατατεθεί νέος κινηματογραφικός νόμος), πρωτοέγινε γνωστός όταν συν-σκηνοθέτησε με τον Λάκη Λαζόπουλο την ταινία «Ο καλύτερός μου φίλος». Και ύστερα ξάφνιασε με την «Κινέτα» του, μια πειραματική δουλειά που έφτασε μέχρι το Βερολίνο και το Τορόντο. Το βιογραφικό του περιλαμβάνει σινεμά, θέατρο, βίντεοκλιπ, videodance και διαφήμιση, ενώ στο ενεργητικό του έχει και συνεργασία με τον Δημ. Παπαϊωάννου για τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων.

  • Μια οικογένεια, ένας κόσμος

Ο μόνος άνθρωπος από τους έξω που μπαίνει μέσα στο σπίτι τού «Κυνόδοντα» είναι η Χριστίνα (Α. Καλαϊτζίδου), η οποία δουλεύει σαν φρουρός security στο εργοστάσιο του πατέρα. Ο τελευταίος κανονίζει τις επισκέψεις της στο «φρούριο», με σκοπό να κατευνάζει τις σεξουαλικές ορμές του γιου. Ομως η κοπέλα, άθελά της, θα διαταράξει την εύρυθμη λειτουργία της οικογένειας. Προσεγγίζοντας σεξουαλικά τη μεγάλη κόρη, που δεν γνωρίζει τι σημαίνει σεξ, θα κεντρίσει το ενδιαφέρον της κοπέλας για τον έξω κόσμο.

Η υπόθεση θα μπορούσε να εκτυλίσσεται οπουδήποτε, όμως «πρόκειται για μια τυπική ελληνική οικογένεια, έστω και στην υπερβολή της», υποστηρίζει ο Γ. Λάνθιμος. «Χωρίς να είναι γκροτέσκα - απλώς η συνθήκη είναι ακραία. Δεν πρόκειται για έναν καταθλιπτικό ή βίαιο εγκλεισμό», υποστηρίζει. «Η οικογένεια είναι εύπορη - γι' αυτό και μπορεί να κάνει ένα τέτοιο πείραμα. Το σπίτι είναι μεγάλο, διαθέτει και πισίνα. Αυτό που με ενδιέφερε είναι ο περιορισμός της αντίληψης ενός ανθρώπου. Το πώς ας πούμε μπορεί κάποιος να πιστέψει ότι είναι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο».

Η γλώσσα των τριών νέων είναι αποστειρωμένη μια αρρωστημένη παιδικότητα. Οσο για την ψυχαγωγία, βλέπουν μόνο home video της ίδιας της οικογένειας. Και όταν τελικά το σινεμά θα εισβάλει στο σπίτι, θ' αρχίσει και η αντίστροφη μέτρηση...

* Η Αγγελική Παπούλια («Σπιρτόκουτο», «Αθανασία»), που μαζί με τον κινηματογραφικό της αδελφό στην ταινία, τον Χρήστο Πασσαλή, και τον Γιώργο Βαλαή έχουν δημιουργήσει τη γνωστή θεατρική ομάδα Blitz (σύντομα θα ανεβάσουν το «Guns, guns, guns»), μοιράστηκε με την Μαίρη Τσώνη το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Σεράγεβου.

«Οι γονείς», εξηγεί, «θέλουν να κρατήσουν τα παιδιά κοντά τους για πάντα. Και να τα πλάσουν όπως νομίζουν: σαν ρομπότ που τα προγραμματίζεις όπως θέλεις. Τα παιδιά θεωρούν πως το έξω είναι κάτι κακό. Πως αν βγουν, θα καταστραφούν». Σήμερα το μοντέλο της οικογένειας «δεν έχει αλλάξει. Τα παιδιά συνεχίζουν να βιώνουν έντονη καταπίεση αλλά και οικονομική εξάρτηση από τους γονείς τους. Ειδικά στην Ελλάδα».

Στην ταινία είχε πολλές σκληρές σκηνές: ερωτικές επαφές με μια γυναίκα, αλλά και σκηνές αιμομειξίας με τις ευλογίες της μητέρας.

«Οι ερωτικές σκηνές είναι επίτηδες ψυχρές και αποστασιοποιημένες. Αν και η σχέση των δύο αδελφών, των δυο κοριτσιών εννοώ, έχει κάτι το ερωτικό - χωρίς οι ίδιες να το αντιλαμβάνονται».

* «Δεν αναρωτήθηκα στιγμή γιατί οι γονείς κάνουν αυτό που κάνουν», μας είπε η Μισέλ Βάλεϊ που ενσαρκώνει τη μητέρα. Η ελβετίδα ηθοποιός ζει στην Ελλάδα εδώ και 24 χρόνια, έχοντας στο ενεργητικό της, μεταξύ πολλών άλλων, την «Πρωινή περίπολο» του Νίκου Νικολαΐδη.

«Δεν αντιμετώπισα τον ρόλο από την ψυχαναλυτική του πλευρά. Αυτό που με τράβηξε στην ταινία είναι ότι δεν είναι διδακτική, είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες και δημιουργεί ποικίλα συναισθήματα στο θεατή: άλλοι γελούν και άλλοι τρομάζουν. Η γραφή της δεν μοιάζει με κείνη των ελληνικών ταινιών. Και γι' αυτό νομίζω άρεσε τόσο στις Κάνες».

Η ίδια χαρακτηρίζει τον «Κυνόδοντα» μια ταινία για την εξουσία: «Ζούμε σε μια πραγματικότητα όπου μονίμως κάποιος εξουσιάζει κάποιον άλλο: τα παιδιά μας, τον ενοικιαστή μας, τον γείτονά μας. Παιχνίδια εξουσίας βρίσκεις παντού: στην καθημερινότητά μας, στην πολιτική, στον πόλεμο. Απλώς ο Λάνθιμος είχε την ευφυΐα να το δείξει αυτό μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο».

  • Εν ονόματι του καλού

Βλέποντας, πάντως, την ταινία δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς: όλοι οι γονείς υποσυνείδητα δεν θα εύχονταν τα παιδιά τους να πάψουν να έχουν κακές επιρροές απ' έξω; Να μπορούσαν μόνο οι ίδιοι να τα επηρεάσουν;

«Και σε μένα συνέβη. Ομως, πόσα εγκλήματα δεν γίνονται στο όνομα του "καλού"... Η μητέρα που παίζω δεν είναι θύμα. Είναι συνένοχη. Ο συντηρητισμός οδηγεί σε αρρωστημένες καταστάσεις, όπως η αιμομειξία, που δείχνει και η ταινία. Ως Ελβετίδα γνωρίζω καλά πως το "σκοτάδι" της κεντροευρωπαϊκής κοινωνίας μπορεί να γεννήσει τέρατα. Σας θυμίζω την περίπτωση του Αυστριακού που κρατούσε κλεισμένη την κόρη του για 20 χρόνια σ' ένα κελάρι. Και βέβαια τη σπείρα των παιδόφιλων στο Βέλγιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι γυναίκες πάντα παίζουν σημαντικό ρόλο».

* «Εχω παίξει και δολοφόνους και σίριαλ κίλερ, αλλά χειρότερο άνθρωπο δεν έχω ενσαρκώσει», μας είπε ο Χρήστος Στέργιογλου που κάνει στην ταινία τον πατέρα.

«Καθώς βέβαια τον ερμήνευα δεν σκεφτόμουν πως ήμουν ένας φασίστας, αλλά πως ήμουν ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Η εμμονή του εναι να προστατεύσει την οικογένειά του. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Και δεν αμφιβάλλει στιγμή πως αυτό που κάνει είναι το σωστό. Για να πείσει τους άλλους για τα ψέματα που λέει, έχει πείσει τον εαυτό του πως λέει την αλήθεια».

Η ταινία γι' αυτόν «είναι μια γροθιά στο στομάχι για το πού βαδίζει η οικογένεια. Και ταυτόχρονα μια πολιτική αλληγορία». Παρά τη γοητεία του ο «Κυνόδοντας» σου δημιουργεί κάποια σεναριακά ερωτήματα: πώς και τα παιδιά δεν αναρωτιούνται από πού έρχεται η Χριστίνα και πού ακριβώς πηγαίνει ο μπαμπάς όταν φεύγει; Γιατί δεν διεκδικούν να μάθουν, όπως επιβάλλει η εκ φύσεως περιέργεια των νέων, τι ακριβώς υπάρχει πίσω από τη μάντρα;

«Μην αναζητάτε τόσο συγκεκριμένες απαντήσεις», απαντά ο Χρ. Στέργιογλου. «Μην ανατέμνετε το σενάριο. Είναι μια ταινία που περισσότερο την αισθάνεσαι. Μια ξένη εφημερίδα τη χαρακτήρισε "Το χρονικό του καθημερινού φασισμού", και αυτό νομίζω τα περικλείει όλα». *

No comments: