Sunday, October 11, 2009

Πενήντα χρόνια με κομμένη την ανάσα

Στον εικοστό δεύτερο χρόνο του, το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου συνεχίζει το δρόμο που άνοιξε το 1988 με τη διοργάνωση και την τόσο θερμή συμπαράσταση της «Ε», προσφέροντας και πάλι, τώρα με τη βοήθεια του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων, που φέτος αναλαμβάνει τη διοργάνωσή του, ένα, όπως πάντα, μεγάλο και ελκυστικό πρόγραμμα.

Με νέες άπαικτες ευρωπαϊκές και άλλες ταινίες και μερικά ιδιαίτερα ενδιαφέρονται αφιερώματα, σε μια σειρά προβολές, από τις 22 Οκτωβρίου μέχρι την 1η Νοεμβρίου, στους κινηματογράφους «Ιντεάλ», «Τριανόν-Filmcenter» και στο «Ιδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη».

Ανάμεσα στα αφιερώματα αυτά και ένα για τα 50 χρόνια της γαλλικής νουβέλ βαγκ. Αφιέρωμα που διοργανώνεται για να επισημανθεί ένα κίνημα που άλλαξε την πορεία του σύγχρονου κινηματογράφου, επηρεάζοντας στη συνέχεια πολλούς άλλους σκηνοθέτες ανά τον κόσμο, από τους Μπερτολούτσι, Παζολίνι, Σκολιμόφσκι, Βέντερς και τον δικό μας Αγγελόπουλο στην Ευρώπη μέχρι τον Ναγκίσα Οσίμα στην Ασία και τους Σκορσέζε, Αρθουρ Πεν, Ρόμπερτ Ολτμαν και Γκλάουμπερ Ρόσα στη Βόρειο και Νότιο Αμερική.

Το πρώτο μεγάλο ξεκίνημα έγινε τον Μάιο του 1959, όταν στο Φεστιβάλ των Κανών προβλήθηκε η ταινία «Τα τετρακόσια χτυπήματα» του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Φρανσουά Τριφό. Ο νέος τρόπος γραφής, που αφορούσε τη χρήση της κάμερας και γενικά έναν πιο ελεύθερο τρόπο κινηματογράφησης (η χρήση φυσικών ντεκόρ αλλά και νέων, άγνωστων μέχρι τότε, ηθοποιών) εντυπωσιάζει το κοινό και επιβάλλει τον όρο «Νουβέλ Βαγκ» (νέο κύμα), που ήδη είχε χρησιμοποιηθεί πιο πριν και σε μερικές άλλες ταινίες.

Η ταινία του Τριφό δεν είναι η μόνη που εμφανίζεται τη χρονιά αυτή. Την άνοιξη ήδη είχε προβληθεί η ταινία «Ο ωραίος Σέργιος» του Κλοντ Σαμπρόλ, λίγο αργότερα ακολούθησε το «Χιροσίμα, αγάπη μου» του Αλέν Ρενέ, ενώ την επόμενη χρονιά, το «τρομερό παιδί» της νουβέλ βαγκ, όπως ονομάστηκε ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, θα κάνει την εμφάνισή του με το «Με κομμένη την ανάσα».

Πολύ σύντομα θ' ακολουθήσουν και άλλοι σκηνοθέτες: Ανιές Βαρντά, Ζακ Ντεμί, Λουί Μαλ, Ροζέ Βαντίμ, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ, Ζακ Ντονιόλ-Βαλκρόζ, Ζακ Ροζιέ, Ζαν Ιστάς και άλλοι.

Πολλές ταινίες της νουβέλ βαγκ είναι συνδεμένες με την κριτική, γιατί ένα σημαντικό τμήμα των σκηνοθετών αυτών ξεκίνησε την καριέρα του στο περιβόητο περιοδικό «Cahiers du Cinema» («Κινηματογραφικά τετράδια»): Γκοντάρ, Τριφό, Ριβέτ, Ρομέρ, Σαμπρόλ. «Εξακολουθώ να είμαι κριτικός όσο ήμουνα όταν έγραφα στα « Cahiers du Cinema », είχε αναφέρει σε συνέντευξή του ο Γκοντάρ, «η μόνη διαφορά είναι πως αντί να γράφω κριτική τώρα την κινηματογραφώ».

Στις κριτικές τους, οι μετέπειτα αυτοί σκηνοθέτες εξυμνούσαν παραμελημένους από την τότε επίσημη κριτική, χαρακτηρισμένους ως απλά εμπορικούς, αμερικανούς σκηνοθέτες, όπως οι Αλφρεντ Χίτσκοκ και Χάουορντ Χοκς, αλλά και δημιουργούς «μπι-μούβις», όπως οι Νίκολας Ρέι και Σάμιουελ Φούλερ, που συχνά στήριζαν τις ιστορίες των ταινιών τους σε φτηνά αστυνομικά μυθιστορήματα.

  • Νέα πνοή σε όλους τους τομείς

Οι σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ και όσοι τους ακολούθησαν εγκατέλειψαν τους καθιερωμένοπυς τρόπους παραγωγής για να γυρίσουν τις ταινίες τους ανεξάρτητα και δίνοντας το βάρος στη δουλειά του σκηνοθέτη-δηιουργού και γενικά την καλλιτεχνική πλευρά της ταινίας και όχι στην εμπορική της. Η νέα αυτή πνοή αφορούσε όχι μόνο τον τρόπο κινηματογράφησης αλλά και τον τρόπο κριτικής και διανομής των ταινιών.

Μιλώντας για τη γαλλική παραγωγή της εποχής, ο Γκοντάρ τόνιζε: «Ολη η υποδομή είναι σάπια, από το εργαστηριακό στάδιο ώς το στάδιο που η ταινία φτάνει στο κοινό - αν η ταινία έχει την τύχη να φτάσει». Για τον Γκοντάρ και τους γύρω απ' αυτόν, «ολόκληρη η νουβέλ βαγκ μπορεί να προσδιοριστεί, εν μέρει, με την καινούρια σχέση της με τη μυθοπλασία και την πραγματικότητα». Αυτή η καινούρια σχέση είναι που τράβηξε το κοινό της εποχής και βοήθησε στην ευρεία διάδοση των ταινιών του νέου κύματος.

Αντίθετα με τους φανατικούς οπαδούς της κίνησης αυτής, για σκηνοθέτες όπως ο Μπερτράν Ταβερνιέ, «η νουβέλ βαγκ ήταν μια ανομοιόμορφη ομάδα που τα μέλη της έτυχε να γυρίζουν ταινίες την ίδια εποχή». Ενώ, ο Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, ένας από τους σκηνοθέτες, μαζί με τον Ζαν Ρενουάρ, που οι νέοι της νουβέλ βαγκ θεωρούσαν «πνευματικό πατέρα» τους, σε συνέντευξη που μου είχε δώσει στο Παρίσι το 1964, ήταν πιο επιθετικός:

«Από το 1957 ώς το τέλος του 1963, εμφανίστηκαν 193 νέοι γάλλοι σκηνοθέτες. Τι απέμεινε απ' αυτό το νέο κύμα; Δυο ή τρία ή τέσσερα ονόματα - αυτό είναι όλο. Δηλαδή ο ίδιος περίπου αριθμός νέων σκηνοθετών που παρουσιάζονταν κι άλλα χρόνια, χωρίς να λέγεται πως υπήρχε αυτή η γελοία ονομασία Νουβέλ Βαγκ.

Είναι το φτιάξιμο ενός πράγματος που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει - ούτε ακόμη σε εμβρυακή κατάσταση. Εχει εντελώς καταστρέψει τον κινηματογράφο σ' ολόκληρο τον κόσμο» (περ. «Νέα Εποχή», Φεβρ. 1964).

Το αφιέρωμα του «Πανοράματος» θέτει καίρια ερωτήματα: Ποιες ήταν τελικά οι καινοτομίες που παρουσίασε η νουβέλ βαγκ; Επηρεάζουν και σήμερα το σινεμά; Την καλύτερη απάντηση δίνουν οι ταινίες του προγράμματος:

* «Μπομπ ο χαρτοπαίκτης» (1955) του Ζαν-Πιερ Μελβίλ.

Εμπνευσμένη από τις αμερικανικές γκανγκστερικές ταινίες, η ταινία του Μελβίλ δημιουργεί τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του γαλλικού υποκόσμου μέσα από τα πνιγμένα στον καπνό μπαρ και ύποπτες αίθουσες τυχερών παιχνιδιών με «γαλλική» φινέτσα, δημιουργώντας ένα αυθεντικό νυχτερινό Παρίσι και προαναγγέλλοντας τον ερχομό του νέου κύματος.

* «Τα τετρακόσια χτυπήματα» (1959) του Φρανσουά Τριφό.

Εμπνευσμένο από τις δικές του τραυματικές παιδικές εμπειρίες, το σκηνοθετικό αυτό ντεμπούτο του Φρανσουά Τριφό, γύρω από την εξέγερση ενός μαθητή, σημείωσε μεγάλη επιτυχία του Φεστιβάλ Κανών και πήρε ξεχωριστή θέση στην ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου.

*«Τα ξαδέρφια» (1959) του Κλοντ Σαμπρόλ.

Η ιστορία ενός νεαρού επαρχιώτη που αναζητά την τύχη του στο Παρίσι για να οδηγηθεί στην καταστροφή του. Μια πικρή εικόνα της σπουδαστικής, χωρίς στόχους, νεολαίας του Παρισιού μέσα από δοσμένες με εξονυχιστική λεπτομέρεια στιγμές, με τον Σαμπρόλ στις καλύτερες στιγμές του.

* «Το Παρίσι μάς ανήκει» (1960) του Ζακ Ριβέτ.

Μια κοπέλα φτάνει στο Παρίσι και μπλέκει με μια ομάδα μποέμ και παρακμιακών καλλιτεχνών. Μια διαφορετική, ελεγειακή, διανθισμένη με χιούμορ, ματιά πάνω στο Παρίσι της δεκαετίας του '60, προάγγελος της νουβέλ βαγκ, πρώτη ταινία του τότε κριτικού Ριβέτ.

*«Πυροβολήστε τον πιανίστα» (1960) του Φρανσουά Τριφό.

Ο Σαρλ Αζναβούρ είναι ο μοναχικός με παρελθόν πιανίστας που άθελά του μπλέκεται στα δίχτυα του υποκόσμου σε μια κωμικοτραγική περιπέτεια, εμπνευσμένη από το αμερικανικό φιλμ νουάρ (κι ένα μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Γκούντις), με τον Τριφό και τον κάμεραμαν Ραούλ Κουτάρ να φτιάχνουν έξοχες, ποιητικές μαυρόασπρες σινεμασκοπικές εικόνες.

* «Λόλα» (1961) του Ζακ Ντεμί.

Πρώτη ταινία του Ντεμί, είδος «μιούζικαλ χωρίς μουσική», με την Ανούκ Εμέ στον ρόλο της τραγουδίστριας του καμπαρέ που περιμένει την επιστροφή ενός αγαπημένου από το εξωτερικό. Ο Ραούλ Κουτάρ, μεγάλος διευθυντής φωτογραφίας της νουβέλ βαγκ, φτιάχνει με την κάμερα ένα χάρμα οφθαλμών, ενώ ο Ντεμί χορογραφεί τις σκηνές με τη δεξιοτεχνία ενός Μινέλι.

* «Η Κλεό από τις 5 έως τις 7» (1962) της Ανιές Βαρντά.

Σ' ένα διάλειμμα από τις 5 έως τις 7, η τραγουδίστρια Κλεό τριγυρίζει στο Παρίσι, ενώ μαθαίνει πως πρόκειται να πεθάνει από καρκίνο και η Ανιές Βαρντά καταγράφει τη συνειδητοποίηση της ηρωίδας της με το στιλ του σινεμά-βεριτέ. Από τις εμβληματικές ταινίες της νουβέλ βαγκ.

* «Μιριέλ» (1963) του Αλέν Ρενέ.

Τρία πρόσωπα με ψυχικά τραύματα από τον πόλεμο της Αλγερίας αντιμετωπίζουν το παρελθόν και τη μνήμη τους, σε μια πολύπλοκη και συγκινητική ιστορία, δοσμένη μέσα από σύνθετες εικόνες, από τις πιο όμορφες που έφτιαξε ο Ρενέ.

* «Μουσέτ» (1967) του Ρομπέρ Μπρεσόν.

Η Μουσέτ, ένα φτωχό χωριατοκόριτσο, οδηγείται στον αφανισμό του εξαιτίας της διαφθοράς και της πνευματικής χρεοκοπίας μιας στενοκέφαλης επαρχιακής κοινωνικής υποκρισίας. Σύνθεση εικόνας, ήχοι, κινήσεις της μηχανής, δοσμένα με την αυστηρότητα αλλά και την ομορφιά που χαρακτηρίζουν το καλύτερο έργο του Μπρεσόν.

* «Week-End» (1967) του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.

Το αρχικά ειδυλλιακό ταξίδι ενός Σαββατοκύριακου μετατρέπεται σε μια εφιαλτική εικόνα της κατάρρευσης της κοινωνίας της ευημερίας, σε μια σατιρική, στο πνεύμα του Τζόναθαν Σουίφτ, ταινία. Η τελευταία «εμπορική» ταινία του Γκοντάρ πριν ο σκηνοθέτης στραφεί σ' ένα σινεμά μαρξιστικής-μαοϊκής ιδεολογίας.

* «Ο θείος μου από την Αμερική» (1980) του Αλέν Ρενέ.

Τρεις διαφορετικοί άνθρωποι αντιπαρατίθενται στις θεωρίες του βιολόγου Ανρί Λαμπορί, με τον Ρενέ να συνδυάζει το ντοκιμαντερίστικο στοιχείο με τη δική του, πρωτότυπη, πάντα προκλητική, οπτική, σε μια από τις καλύτερες ταινίες του.

* «Νόμος 627» (1992) του Μπερτράν Ταβερνιέ.

Το φιλμ νουάρ μετά τον Μελβίλ και τη νουβέλ βαγκ φιλτραρισμένο από τον Ταβερνιέ, μέσα από την ιστορία ενός σκληροτράχηλου αστυνομικού που προσπαθεί να εξαρθρώσει ένα δίκτυο εμπόρων ναρκωτικών, χρησιμοποιώντας τις δικές του μεθόδους. *

No comments: