Saturday, September 20, 2008

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Οι προτάσεις της διορισμένης, από τον υπουργό Πολιτισμού, επιτροπής για το νομοθετικό πλαίσιο του κινηματογράφου εκφράζουν την αντιδραστική πολιτική της ΕΕ για τα οπτικοακουστικά


Παπαγεωργίου Βασίλης

Οι προτάσεις της, διορισμένης από τον υπουργό Πολιτισμού, επιτροπής για το «νέο»(;) νομοθετικό πλαίσιο για τον κινηματογράφο που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, δεν εμπεριέχουν απλώς το «φάντασμα» του νομοσχεδίου για τον κινηματογράφο επί υφυπουργίας Τατούλη, το οποίο καταδικάστηκε από την κινηματογραφική κοινότητα και αποσύρθηκε, αλλά έχει κοινό παρονομαστή με αυτό: Τη στρατηγική του «πολιτιστικού» κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού και της σύγχρονης δημιουργίας, συμπεριλαμβανομένου του κινηματογράφου.
Η ΕΕ, ήδη από το Μάαστριχτ αλλά ακόμα πιο συγκεκριμένα με τη «Στρατηγική της Λισαβόνας», εκλαμβάνει την Tέχνη ως έναν ακόμα «κλάδο» εν δυνάμει ισχυροποίησης της «ανταγωνιστικότητας» των μονοπωλίων της. Η σχετική ορολογία, όπως π.χ. «πολιτιστικές βιομηχανίες», η μετατροπή δικαιωμάτων, όπως των πνευματικών, σε «ιδιοκτησία» (που ως τέτοια μπορεί εύκολα να αλλάξει χέρια στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς) ή η καλλιτεχνική δημιουργία ως «προϊόν», αντανακλά ακριβώς αυτή τη στρατηγική. Επιπλέον, επειδή οι δημιουργοί αντιλαμβάνονται τους εύλογους κινδύνους από τη μετατροπή τους σε υπαλλήλους των πολυεθνικών του οπτικοακουστικού τομέα, η ΕΕ στα επίσημα κείμενά της επιχειρεί ρητορικές «ακροβασίες» περί «προστασίας» της «πολιτιστικής πολυμορφίας» για να «χαϊδέψει αυτιά».

  • Στόχος ...η «πετυχημένη βιομηχανία»

Αυτή η προπαγανδιστική ανάγκη εμφανίζεται εντονότερη στις προτάσεις της επιτροπής, δεδομένου ότι στην Ελλάδα εξακολουθούν να μένουν άλυτα τα αυτονόητα (π.χ. ανώτατη δημόσια κινηματογραφική παιδεία, στοιχειώδης στήριξη της εγχώριας κινηματογραφίας, υλικοτεχνική υποδομή). Η μη λύση των οποίων συσπειρώνει κατά καιρούς, και παρά τις αντικειμενικές αντιθέσεις τους, τους Ελληνες δημιουργούς, διανομείς, παραγωγούς και αιθουσάρχες, αυτούς δηλαδή που συναποτελούν την ανομοιογενή, και με αντικρουόμενα στην πραγματικότητα συμφέροντα, «κινηματογραφική κοινότητα».

Ετσι, το κείμενο των προτάσεων έχει «πασπαλιστεί» με κάποια σημεία που αποκομμένα ίσως να είναι θετικά, ενταγμένα όμως στο γενικότερο αντιδραστικό πλαίσιο που αντανακλά, δε λειτουργούν παρά ως άλλοθι. Ρητορικές «ακροβασίες» απαντώνται εξ αρχής στο κείμενο, όπως ότι «ο κινηματογράφος εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές μορφές τέχνης, και λόγω της εκφραστικής δύναμης της οπτικοακουστικής του γλώσσας, αλλά και λόγω της δυνατότητας να προσεγγίζει νοηματικά και αισθητικά πολύ μεγάλα τμήματα του κοινού». Στη συνέχεια όμως και με φαινομενικά «αθώο» τρόπο σημειώνεται ότι «ο κινηματογράφος αποτελεί μορφή τέχνης μαζί και διασκέδασης, και μπορεί να καλύπτει ανάγκες από βαθύτερα εκπαιδευτικές και πνευματικές μέχρι καθαρά ψυχαγωγικές. Ανάλογα με την έμφαση στις επιλογές των παραγωγών, δημιουργών και κατασκευαστών του, ένα κινηματογραφικό έργο είναι και παραμένει ένα πολιτισμικό, αλλά και ψυχαγωγικό προϊόν μεγάλης σημασίας».
Ο κινηματογράφος εκλαμβάνεται λοιπόν «ταυτόχρονα» και ως «προϊόν» (σ.σ. βλ. 2η παράγραφος) και ως τέχνη, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται και στα ντοκουμέντα της ΕΕ. Αυτό, φυσικά, δε γίνεται τυχαία όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Πάλι «αθώα» χρησιμοποιείται το αυτονόητο για άλλους σκοπούς. Ετσι, η επιτροπή αναφέρει ότι «είναι εντελώς απαραίτητο για την πολιτισμικά και κοινωνικά ζωντανή σύγχρονη χώρα, να έχει ενεργή γηγενή κινηματογραφία». «Η ανταπόκριση και οι αντιδράσεις του ελληνικού κοινού στον ελληνικό κινηματογράφο, από τη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα δημοτικότητα των ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, μέχρι τη μεγάλη επιτυχία πολλών πρόσφατων ταινιών, που δίνει ιδιαίτερα αισιόδοξο σήμα για το μέλλον, δείχνουν ότι η ανάγκη του κοινού για καλό ελληνικό κινηματογράφο είναι τεράστια, ζωντανή και γεμάτη προσδοκία για ακόμη καλύτερα πράγματα».
Εδώ ο κινηματογράφος αντιμετωπίζεται επίσης με αγοραίο τρόπο. Η επιτροπή φαίνεται να μην ενοχλείται για το τι είδους ταινίες είναι αυτές και, κυρίως, από το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους έγιναν με την ενεργή εμπλοκή ξένων μονοπωλίων της παραγωγής και διανομής και εν πολλοίς «αντανακλούν» την αισθητική και την ιδεολογία τους. Πιο απλά, για την «αγορά», σημασία έχει το «πόσο» και το «τι» να συγκλίνουν με τις δικές της κερδοσκοπικές ανάγκες και την ιδεολογική χειραγώγηση. Γι' αυτό και προβάλλει τη «σαφή πεποίθηση του κινηματογραφικού χώρου, όχι μόνο των δημιουργών των ταινιών αλλά και των κύκλων της παραγωγής, της τεχνικής επεξεργασίας, της διανομής και των αιθουσών, ότι η επιπλέον αύξηση του μεριδίου των ελληνικών ταινιών στην κινηματογραφική μας αγορά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την ανάπτυξη, αλλά και για την ίδια την επιβίωση της κινηματογραφικής μας ζωής γενικότερα».
«Ανάπτυξη» για ποιον όμως; «Χωρίς καλό, ζωντανό, παραγωγικό αλλά και εμπορικά αποτελεσματικό ελληνικό κινηματογράφο, η σχέση του κοινού με την κινηματογραφική τέχνη γενικότερα, και η συνέχιση μιας υγιούς κινηματογραφικής δραστηριότητας στην πατρίδα μας, καθίσταται προβληματική», λέει η επιτροπή και συνεχίζει: «Από θεμελιώδες πολιτισμικό αγαθό, ο κινηματογράφος καταντά υποπροϊόν, από εργαλείο αυτογνωσίας, γίνεται σκέτο αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης και ανούσιας διασκέδασης». Σωστά, αλλά τι προτείνεται; «Με την έννοια αυτή, η ενίσχυση με κάθε τρόπο της εθνικής κινηματογραφικής μας παραγωγής και εν γένει δραστηριότητας, αποτελεί λαϊκή επιταγή αλλά και κοινωνική προτεραιότητα. Υπάρχει ανάγκη διπλή, πολιτισμική και οικονομική, για καλή κινηματογραφική τέχνη και πετυχημένη κινηματογραφική βιομηχανία»!
Στον καπιταλισμό, όμως, ποτέ η «πίτα» (Τέχνη) δεν είναι ολόκληρη, αν ο «σκύλος» (κεφάλαιο) είναι χορτάτος όπως επιμένει η επιτροπή: «(...) δε δογματίζουμε υπέρ ή κατά της μίας ή της άλλης όψης. Και οι δύο όψεις της κινηματογραφικής δραστηριότητας είναι αναγκαίες για την ύπαρξη μιας υγιούς κινηματογραφικής τέχνης, και πιστεύουμε ότι είναι ευθύνη της πολιτείας να βοηθήσει με τους τρόπους που αρμόζουν σε μια σύγχρονη χώρα την ανάπτυξη και των δύο (...) Αυτά (σ.σ. τα προτεινόμενα μέτρα) καλύπτουν και τη στήριξη της καλλιτεχνικής/ πολιτισμικής όψης της κινηματογραφικής δημιουργίας, που είναι απαραίτητο να ενισχύεται και από άμεση κρατική οικονομική υποστήριξη στην παραγωγή, αλλά και την ενίσχυση της εμπορικής διάστασης του κινηματογράφου. Η δεύτερη προτείνεται να γίνεται κυρίως με κίνητρα που θα επιτρέψουν την αύξηση των επενδύσεων, και την αναζωογόνηση της ιδιωτικής παραγωγής, αλλά και γενικότερα της σχετικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μια κινηματογραφία αποκλειστικά κρατικοδίαιτη, είναι σύμπτωμα νοσηρότητας εξίσου σοβαρό με μια κινηματογραφία με αποκλειστικό στόχο το ταμείο»!

Οι στόχοι είναι τόσο ξεκάθαροι ως προς τον αγοραίο προσανατολισμό τους που μάλλον θα αποτελεί πλεονασμό η περαιτέρω ανάλυσή τους. Ας δούμε όμως πώς τεκμηριώνεται αυτός ο προσανατολισμός και μέσα από τα προτεινόμενα μέτρα.

  • «Ακαδημία Τεχνών» ...διά «πάσαν νόσον»

Καταρχήν, το μείζον ζήτημα της κινηματογραφικής παιδείας «ξεπετιέται» μέσω της ...«Ακαδημίας Τεχνών», αυτό το αδιαβάθμητο, εκπαιδευτικά, «μόρφωμα» που προβλέπει εμπλοκή «χορηγών» ακόμα και δίδακτρα. Η επιτροπή θεωρεί ότι «ανταποκρίνεται στις απόψεις μας για έναν σύγχρονο, εκπαιδευτικό οργανισμό υψηλού επιπέδου», άρα «υιοθετούμε την ένταξη και των κινηματογραφικών σπουδών στην υπό συζήτηση Ακαδημία», με «κάποια αυτονομία». Το ότι είναι αδιαβάθμητη «δεν αποτελεί κατά τη γνώμη μας σοβαρό κώλυμα, αφού κανένας νέος άνθρωπος που προσανατολίζεται σοβαρά για δημιουργική καριέρα στις τέχνες, και βέβαια και στον κινηματογράφο, δε νοιάζεται για το "χαρτί" του πτυχίου»! Δηλαδή, οι μεγάλες ανώτατες, κρατικές κινηματογραφικές σχολές του κόσμου που είχαν φοιτητές όπως ο Ταρκόφσκι και καθηγητές όπως ο Μιχαήλ Ρομ (Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας) μάλλον ...μοίραζαν «χαρτιά» κατά την επιτροπή. Η οποία θεωρεί ότι «ανώτατη σχολή Κινηματογράφου υπάρχει, πλέον, και δεν έχει κανένα νόημα η δημιουργία νέας», εννοώντας το τμήμα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης που αποτελεί ουσιαστικά «σύντομο ανέκδοτο» σε σχέση με τις πραγματικές προδιαγραφές μιας σχολής κινηματογράφου!

Το χειρότερο είναι ότι η επιτροπή προτείνει οι μαθητές του «Τμήματος Κινηματογράφου» της «Ακαδημίας Τεχνών», «να προσλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους από παραγωγές ταινιών, οι οποίες χρηματοδοτούνται από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου»! Και τζάμπα εργατικό δυναμικό για τους παραγωγούς λοιπόν...
Σε ό,τι αφορά στο, έτσι κι αλλιώς ανενεργό, με ευθύνη της κυβέρνησης, συμβούλιο κινηματογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού, η επιτροπή θεωρεί ότι «δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες», διότι είναι ...«πολυμελές και δύσκαμπτο» και «αποτελείται ως επί το πλείστον από εκπροσώπους επαγγελματικών σωματείων, που μάλιστα αρκετά από αυτά αποτελούνται κατά πλειοψηφία από επαγγελματίες εκτός κινηματογράφου»! Για να «ξεμπερδέψουν», λοιπόν, με τους φορείς, προτείνουν 9μελές, άμισθο, συμβούλιο, με τα 7 μέλη διορισμένα από τον υπουργό Πολιτισμού και 2 από τους κινηματογραφικούς φορείς! Σε ένα «κρεσέντο» κυνισμού έναντι των πραγματικών προβλημάτων του ελληνικού κινηματογράφου, η επιτροπή προτείνει μεταξύ των αρμοδιοτήτων αυτού του συμβουλίου να είναι και ...η επιλογή της ταινίας για τα «ΟΣΚΑΡ» ξενόγλωσσης ταινίας!


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 21 Σεπτέμβρη 2008

No comments: