Sunday, January 31, 2010

Πέθανε ο Πιερ Βανέκ

Σε ηλικία 78 ετών πέθανε σήμερα ο δημοφιλής ηθοποιός του γαλλικού κινηματογράφου και θεάτρου, Πιερ Βανέκ.

"Πέθανε σήμερα το πρωί στο νοσοκομείο έπειτα από μία εγχείρηση στην καρδιά από την οποία δεν μπόρεσε να ανακάμψει", δήλωσε η ατζέντισσά του, Μαρί-Λορ Μουνίκ.

Ο Βανέκ γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1931 στο Λανγκ Σον του Βιετνάμ. ‘Ηταν παντρεμένος με τη Σοφί Μπέκερ.

Έλαβε μέρος σε περίπου 30 ταινίες από τα μέσα της δεκαετίας του '50 και εμφανίστηκε πολλές φορές στο θέατρο.

Είχε συμμετάσχει πολλές φορές στο Φεστιβάλ της Αβινιόν κατά τη δεκαετία του '60 με τον Ζαν Βιλάρ και το Τζορτζ Γουίλσον.

Το 1988, έλαβε το βραβείο "Μολιέρος" καλύτερου ηθοποιού για το δεύτερο ρόλο στο "Μυστικό" του Ανρί Μπερνστάιν.

Το 1994, δημιούργησε το έργο "Τέχνη", το θρίαμβο της Γιασμίνα Ρεζά, πλάι στον Φαμπρίς Λουτσινί και τον Πιερ Αρντιτί.

Τι απαντά η Ενωση Ελλήνων Σκηνοθετών

Σε απάντηση δηλώσεων του προέδρου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου κ. Γιώργου Παπαλιού, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο φύλλο της 29ης Νοεμβρίου 2009 του «Βήματος της Κυριακής», ο κ. Χάρης Παπαδόπουλος, πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Σκηνοθετών, μάς κοινοποίησε την εξής επιστολή: «Στο φύλλο της Κυριακής 29 Νοεμβρίου 2009 της έγκριτης εφημερίδας σας δημοσιεύθηκε απάντηση του Προέδρου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, στην οποία αυτός αναφέρεται στις δηλώσεις μου στο φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 2009, ισχυριζόμενος ότι αυτές “υπερβαίνουν εσκεμμένως τα όρια και της πλέον σκληρής κριτικής” και ότι “έχουν σαφή συκοφαντικά χαρακτηριστικά”.

Με τις δηλώσεις του όμως αυτές, ο Πρόεδρος του ΕΚΚ όχι μόνο δεν δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις- όπως θα όφειλε- σε καίρια θέματα της κινηματογραφίας, αλλά δυστυχώς επιχειρεί να συσκοτίσει τα ζητήματα που έχουν ανακύψει με τη λειτουργία του ΕΚΚ επί προεδρίας του, και τα οποία έχουν επισημανθεί κατ΄ επανάληψη τόσο από τους συλλογικούς φορείς του κινηματογράφου όσο και από την ίδια την προϊσταμένη του αρχή, δηλαδή το υπουργείο Πολιτισμού.

Οσον αφορά την “Ομίχλη”, η στήριξη του Προέδρου του ΕΚΚ προς αυτή είναι ένα γεγονός στο οποίο αναφέρεται συνεχώς ο Τύπος, ενώ ο ίδιος ο Πρόεδρος του ΕΚΚ δεν το έχει διαψεύσει. Πρόκειται για κίνηση που στήθηκε εναντίον του τότε Υπουργού Πολιτισμού, και νυν Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, κ. Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος δεν υπέκυψε στις πιέσεις αυτής της ομάδας και του Προέδρου του ΕΚΚ να τους κάνει “εδώ και τώρα” το δικό τους νόμο. Τα ίδια τα στοιχεία άλλωστε διαψεύδουν τον Πρόεδρο του ΕΚΚ, που ισχυρίζεται ότι δήθεν δεν υφίσταται ομάδα ευνοουμένων που συμμετέχουν στην “Ομίχλη”, αφού επί συνόλου πενήντα σκηνοθετών οι σαράντα πέντε από αυτούς έχουν πάρει έγκριση χρηματοδότησης από το ΕΚΚ συνολικού ύψους 6.000.000 και πλέον ευρώ (!!!). Τα σχετικά στοιχεία είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου.

Επισημαίνουμε επίσης, σχετικά με το θέμα της έγκρισης του απολογισμού δράσης και του οικονομικού απολογισμού, ότι η Γενική Συνέλευση του ΕΚΚ κατεψήφισε, και μάλιστα δις, τον απολογισμό, πράγμα που δεν είχε συμβεί επί τριάντα ολόκληρα χρόνια λειτουργίας του ΕΚΚ. Στη συνέχεια, και μόνο μετά από τρεις παράτυπες Συνελεύσεις, με παρακλήσεις και υποσχέσεις σε Φορείς και Σωματεία που είχαν προηγουμένως καταψηφίσει, κατάφερε η Διοίκηση του ΕΚΚ- που θα έπρεπε βεβαίως να είχε ήδη παραιτηθεί- να αποσπάσει θετική ψήφο ως προς τα οικονομικά: πλήρης δηλαδή ευτελισμός των διαδικασιών. Μάλιστα, ακόμα και η Γενική Συνέλευση της 29.10.2009, που τελικώς ενέκρινε τον απολογισμό, έγινε με συμμετοχή μόλις δέκα από τα δεκαεννέα συνολικά μέλη της.

Ως Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΣ, και υπό το πρίσμα του πάγιου αιτήματός μας για πλήρη διαφάνεια, ζητάμε εδώ και τρία χρόνια με επιστολές μας από τη Διοίκηση του ΕΚΚ απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν σε θέματα μείζονος σημασίας για τον χώρο του κινηματογράφου, όπως:

* Τη διαφάνεια στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος.

* Την αναξιοκρατία στις αναθέσεις.

* Τη δραματική μείωση των χρηματοδοτήσεων ανά ταινία που έχει φτάσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα (π.χ. στο πρόγραμμα “ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ” σε μόλις 200.000 ευρώ από 350.000 ευρώ που ήταν το έτος 2004).

* Τη μείωση του αριθμού των εγκρίσεων των ταινιών.

* Τη μη δημοσιοποίηση των στοιχείων για το ποιο είναι το ακριβές ποσό που αφορά στις χρηματοδοτήσεις των νέων σκηνοθετών ταινιών μικρού μήκους.

(Και όλα αυτά όταν το ΕΚΚ- που έχει χρηματοδοτηθεί για το 2008 με 11.500.000 ευρώ και για το 2009 μέχρι στιγμής με 6.700.000 ευρώ, και συνολικά με 18.200.000 ευρώ - έχει αυτή τη στιγμή στο ταμείο του μόλις 200.000 ευρώ.)

* Το θέμα του προγράμματος ψηφιοποίησης των ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου- και ειδικότερα την αναφερόμενη εμπλοκή θεσμικών σε συγκεκριμένη εταιρεία στην οποία ανατέθηκε το έργο της ψηφιοποίησης- για το οποίο εξ όσων γνωρίζουμε παρενέβη και ο τέως Υπουργός Πολιτισμού κ. Γιώργος Βουλγαράκης.

* Την προκαταβολή ποσού 100.000 ευρώ για την αγορά οικοπέδου, όπου ο Πρόεδρος ήθελε να χτίσει το νέο κέντρο, και η οποία ακόμα δεν έχει επιστραφεί.

Δυστυχώς μέχρι σήμερα καμία επιστολή μας αναφορικά με τα ανωτέρω θέματα δεν έχει απαντηθεί.

Με την ευκαιρία, θα ήθελα να προσθέσω ότι με τον θεσμικό μου ρόλο, τόσο ως Πρόεδρος της ΕΕΣ όσο και ως μέλος της ΓΣ του ΕΚΚ, έχω καθήκον να ζητώ και να λαμβάνω γνώση των στοιχείων που αφορούν τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομική διαχείριση του ΕΚΚ, προκειμένου να είναι πλήρης και διαφανής η ενημέρωση τόσο των μελών της ΕΕΣ όσο και γενικότερα του κινηματογραφικού χώρου, επισημαίνοντας παράλληλα ότι με τις παρεμβάσεις μου, που γίνονται πάντα στα πλαίσια των καθηκόντων μου και με κόσμιο τρόπο, ουδέποτε έχω την πρόθεση να θίξω το πρόσωπο του προέδρου ή εν γένει τη διοίκηση του ΕΚΚ». [ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010]

Ζωή σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας

Μια παραβολή για τον έρωτα, τον γάμο, την οικογένεια, στο ψυχρό και ζοφερό περιβάλλον της οικονομικής κρίσης

Του Δημητρη Mπουρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/01/2010

Ο Καναδός σκηνοθέτης Τζέισον Ράιτμαν στις ταινίες του περιγράφει ανεπιθύμητες καταστάσεις και σκιαγραφεί πορτρέτα αντιηρώων που αποτελούν ζωντανή παραφωνία μέσα στο περιβάλλον τους. Στο «Thank you for smoking» το πλαίσιο είναι η καπνοαπαγόρευση και ο αντιήρωας ένας χαρισματικός άντρας που έχει πουλήσει την ψυχή του στην καπνοβιομηχανία. Στο «Juno», όπου η ηθογραφία είναι πιο διεισδυτική και αποκαλυπτική για την εφηβική ηλικία, η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη μιας δεκαεξάχρονης, φέρνει στην επιφάνεια ζητήματα όπως: σεξ, έρωτας, δικαίωμα στην έκτρωση, υιοθεσία, κυοφορία εμβρύου προς όφελος άλλης γυναίκας. Στο πρόσφατο «Ραντεβού στον αέρα» κλιμακώνει διακριτικά μια παραβολή για τον έρωτα, τον γάμο και την οικογένεια σε ένα ψυχρό και ζοφερό περιβάλλον εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.

Ο σημερινός αντιήρωας του Ράιτμαν, ο Ράιαν Μπίνγκαμ, είναι κάτι ανάμεσα σε έναν γοητευτικό εκτελεστή και έναν ιεροκήρυκα της θετικής σκέψης. Από μακριά μοιάζει σαν ένας εξολοθρευτής άγγελος, που κατεβαίνει από τα σύννεφα για να ανακοινώσει με τακτ διπλωμάτη σε δύστυχους θνητούς πως χάνουν τη δουλειά τους. Οταν ο φακός τον πλησιάζει με συμπάθεια, σε απόσταση ανάσας, αποφεύγοντας περίτεχνα το τετριμμένο σχήμα του καλού και του κακού, ο Ράιαν είναι ένας ανώριμος συναισθηματικά άντρας που αποφεύγει τις δεσμεύσεις για να νιώθει ασφαλής.

Ακινησία ή θάνατος

Ο πρωτότυπος τίτλος «Up in the air» αποδίδει πλήρως την πρόθεση του Ράιτμαν να επενδύσει πάνω στη θετική πλευρά μιας κατάστασης που θα την περιγράφαμε με τη φράση: «ξαφνικά, όλα στον αέρα». Στην ταινία του, η οικογένεια και η σταθερή δουλειά παρουσιάζονται σαν δύο ομώνυμα κλάσματα με κοινό παρονομαστή τη δέσμευση, που σύμφωνα με το κήρυγμα του ήρωά του είναι ένα έρμα συνώνυμο του θανάτου.

«Πόσο ζυγίζει η ζωή μας;» αναρωτιέται ρητορικά ο Ράιαν από το βήμα των συνεδρίων στα οποία τον καλούν συχνά για να αναπτύξει τη φιλοσοφία του. Φορτωνόμαστε υλικές υποχρεώσεις και σχέσεις –το βαρύτερο φορτίο– επιλέγοντας ένα μαρτύριο σαν αυτό του Σισύφου. Φανταστείτε τον εαυτό σας με ένα σακίδιο στους ώμους γεμάτο με ό,τι επιλέξατε για τη ζωή σας. Νιώστε τα λουριά του να σφίγγουν, το βάρος του να σας λυγίζει τα πόδια και κάντε την υπέρβαση: κόψτε τα λουριά. Ο Ράιαν επαναλαμβάνει με επικοινωνιακή ευφράδεια την κοινοτοπία: ζωή ίσον διαρκής κίνηση και καλεί το ακροατήριό του να επιλέξει την ακινησία ή τον θάνατο. Στη δική του ξέφρενη κούρσα η επιτυχία προσμετριέται με το βάρος των πιστωτικών καρτών και τα μίλια των πτήσεων που έχει συγκεντρώσει.

Ελαστικές σχέσεις

Ο Ράιαν του Ράιτμαν είναι ένας κενός άντρας με εύθραυστη καρδιά σε έναν ασταθή κόσμο όπου η δέσμευση και η σταθερότητα έχουν κόστος και φοβίζουν. Ταυτόχρονα όμως είναι ένας μελαγχολικός αγγελιαφόρος κακών ειδήσεων σε μια εποχή ελαστικών εργασιακών σχέσεων και απρόσωπων εταιρειών. Ενας εκτελεστής – σαμουράι μιας εταιρείας παροχής υπηρεσιών σε τρίτους, που δεν θέλουν προσωπική εμπλοκή με τους προς απόλυση υπαλλήλους τους. Ο Ράιαν, που ίσως έχει πιστέψει πως επιτελεί ένα λειτούργημα, ταξιδεύει διαρκώς με αεροπλάνο από πολιτεία σε πολιτεία προετοιμάζοντας τους ετοιμοθάνατους της αγοράς εργασίας για τη νέα τους ζωή. Παράλληλα, φροντίζει για να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες νομικών επιπλοκών (η αυτοκτονία σταθμίζεται ως παράμετρος υψηλού κινδύνου) των εταιρειών που νοικιάζουν τις υπηρεσίες του.

Το «Ραντεβού στον αέρα» έχει έναν καλοδουλεμένο ανθρώπινο χαρακτήρα, αλλά αποπνέει μια αίσθηση απροσδιοριστίας γιατί είναι μια ταινία που αποφεύγει να δείξει ξεκάθαρα το πρόσωπό της. Ο Ράιτμαν διαχειρίζεται το κοινωνικό δράμα άλλοτε με τους δραματουργικούς όρους ενός ανάλαφρου μινιμαλιστικού ψυχογραφήματος κι άλλοτε με τους όρους μιας μοντέρνας στυλιζαρισμένης ηθογραφίας γύρω από το σεξ, τη δέσμευση, τον γάμο και την οικογένεια ως υπέρτατη αξία μιας κοινωνίας που αναζητά σταθερό σημείο αναφοράς την ώρα της μεγάλης κρίσης. Το υποδειγματικό σενάριο (από τον Ράιτμαν και τον Σέλντον Τέρνερ) συνοψίζει την Οδύσσεια ενός δυναμικού και αδέσμευτου άντρα που είναι σαν χαμένος στο Διάστημα.

Ο μάτσο αντιήρωας του Κλούνεϊ είναι ένας μοναχικός τύπος, καταδικασμένος να περιστρέφεται σαν δορυφόρος γύρω από την αληθινή ζωή έχοντας συνείδηση της αλλοτρίωσής του. Αν ήταν ένας ιπτάμενος ψυχοθεραπευτής ή σύμβουλος διαζυγίων δεν θα υπήρχε καμιά ένσταση για το «Ραντεβού στον αέρα».

Δείτε

Ραντεβού στον αέρα (Up in the Air, 2009)

Ενας γοητευτικός εργένης, ο Ράιαν Μπίνγκαμ που έχει χωρέσει τα υπάρχοντά του σε μια βαλίτσα, ταξιδεύει διαρκώς με αεροπλάνο εκτελώντας «συμβόλαια»: επισκέπτεται εταιρείες και ανακοινώνει απολύσεις σε εργαζόμενους. Ο Ράιαν είναι σαν δορυφόρος σε τροχιά γύρω από την αληθινή ζωή μέχρι την ημέρα που ερωτεύεται. Γυρίστηκε από τον Τζέισον Ράιτμαν. Με Τζορτζ Κλούνεϊ, Βέρα Φαρμίγκα, Αννα Κέντρικ, Τζέισον Μπέιτμαν. (Στις αίθουσες στις 4/2).

Juno (2007)

Γλυκόπικρη κομεντί με αριστοτεχνικό σενάριο και πανέξυπνους διαλόγους. Η νεαρή Ελεν Πέιτζ είναι εξαιρετική στον ρόλο μιας 16χρονης μαθήτριας, της Τζούνο, που μένει έγκυος έπειτα από ένα πληκτικό απόγευμα στο σπίτι ενός συμμαθητή της. Πρώτη σκέψη της είναι να απαλλαγεί από το ανεπιθύμητο φορτίο. Ομως, η πρώτη επίσκεψή της σε ένα σύλλογο γυναικών που βρίσκονται στην ίδια θέση, την κάνει να αλλάξει γνώμη. Στο «Juno» η γυναίκα έχει τον έλεγχο σε ένα παιχνίδι που μέχρι πρότινος κυρίαρχος ήταν ο άντρας. (Σε dvd)

Thank you for smoking (2005)

Στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του ο Τζέισον Ράιτμαν καλύπτει σε ένα σύννεφο καπνού τις πραγματικές προθέσεις του. Δημιουργεί την εντύπωση πως βάλλει κατά της αντικαπνιστικής υστερίας υπερασπιζόμενος την ελευθερία του ατόμου να καπνίζει, όμως, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ενας κυνικός τύπος, διακεκριμένο στέλεχος της καπνοβιομηχανίας, τριγυρίζει σε τηλεοπτικά σώου και υπεραμύνεται του καπνίσματος. Με τον Ααρον Εκχαρτ. (Σε dvd).

Το ντοκιμαντέρ σε νέες προκλήσεις

O διευθυντής του φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης κ. Δ. Eϊπίδης αναφέρεται στις τεχνολογίες που αλλάζουν το τοπίο
  • Του Ματθαιου Tσιμιτακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/01/2010

Την έκπληξή του εξέφρασε το υπουργείο Πολιτισμού, όταν διάβασε την ανακοίνωση της πρωτοβουλίας των Kινηματογραφιστών στην Ομίχλη, ότι δεν προτίθενται να συμμετάσχουν ούτε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, διαμαρτυρόμενοι για την καθυστέρηση στην κατάθεση του νόμου για τον κινηματογράφο, του αναμενόμενου από καιρό. Οι 21 σκηνοθέτες και παραγωγοί ταινιών τεκμηρίωσης αρνούνται να καταθέσουν τις ταινίες τους ωσότου δουν πράγματι να ρυθμίζονται και να εφαρμόζονται πάγια αιτήματα του κλάδου, όπως η απόδοση του 1,5% των εσόδων των τηλεοπτικών καναλιών στον κινηματογράφο, η στήριξη του ΕΚΚ και η ρύθμιση της κινηματογραφικής παιδείας. Εκπληξη όμως κατέλαβε και τον διευθυντή του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, Δημήτρη Εϊπίδη, ο οποίος παρόλ’ αυτά δηλώνει υποστηρικτής των αιτημάτων των «ομιχλιστών». Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, που θα διεξαχθεί τον Μάρτιο στη συμπρωτεύουσα, κλείνει φέτος τον δωδέκατο χρόνο του δρέποντας τις δάφνες του 3ου μεγαλύτερου φεστιβάλ τεκμηρίωσης στην Ευρώπη (σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό δίκτυο ντοκιμαντέρ και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Media), παρά τον πενιχρό προϋπολογισμό, όπως λέει ο διευθυντής του. Είναι χαρακτηριστικό πως πέρυσι πέρασαν από τις αίθουσές του 44.000 θεατές, ενώ έως τώρα έχει πραγματοποιήσει επιτυχώς αφιερώματα σε θέματα όπως «τα ανθρώπινα δικαιώματα του παιδιού, η παγκοσμιοποίηση, τα μεταλλαγμένα τρόφιμα, η Αφρική, ένα κάρο ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη κοινωνία και με τα οποία δεν ερχόμαστε σε επαφή κοιτώντας τηλεόραση» - απαριθμεί ο διευθυντής του φεστιβάλ.

Για τον αναμενόμενο νόμο, τους Σκηνοθέτες στην Ομίχλη, το μέλλον του φεστιβάλ αλλά και τις εξελίξεις στα Μέσα Ενημέρωσης που μοιραία επηρεάζουν την παραγωγή και διανομή ταινιών μιλάει σήμερα στην «Κ» ο Δ. Εϊπίδης, ένας διευθυντής διεθνούς κύρους (διευθύνει ή συμμετέχει στη διεύθυνση των φεστιβάλ του Μόντρεαλ, Τορόντο, Ρέικιαβικ κ.α.), ο οποίος στα 67 του χρόνια επιμένει πως το ντοκιμαντέρ «φτιάχνει ενεργούς θεατές που συμμετέχουν, συζητούν, έχουν άποψη» και πως μπορεί μια καλή ταινία να αλλάξει τον κόσμο... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

H διανομή του ανεξάρτητου σινεμά

Οι νέες δυνατότητες πρόσβασης στο κοινό προβληματίζουν τους κινηματογραφιστές

International Herald Tribune

Τον περασμένο Νοέμβριο, σε μια αίθουσα συσκέψεων του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, στο Λος Αντζελες, ένας κινηματογραφικός σύμβουλος, ο Πίτερ Μπρόντερικ, βάζει τα δυνατά του για να ξεκινήσει μιαν επανάσταση.

Μιλάει για μια νέα προσέγγιση στη διανομή των ταινιών, προσαρμοσμένη στην εποχή του Ιντερνετ, η οποία ενισχύει τους κινηματογραφιστές χωρίς να τους εξαντλεί οικονομικά ή ψυχικά. Διακρίνει τη διανομή ταινιών σε διανομή Παλιού Κόσμου και Νέου Κόσμου και διανθίζει την παρουσίασή του με διεγερτική ρητορική.

Στον Παλιό Κόσμο της διανομής, οι κινηματογραφιστές παραχωρούν τον έλεγχο των ταινιών τους σε εταιρείες που μπορεί γρήγορα να χάσουν το ενδιαφέρον τους για το νέο απόκτημά τους για διάφορους λόγους, ανάμεσά τους και τα χαμηλά κέρδη του πρώτου Σαββατοκύριακου. Στον Νέο Κόσμο, οι κινηματογραφιστές διατηρούν πλήρη έλεγχο στη δουλειά τους από την αρχή ώς το τέλος: Κρατούν τα δικαιώματά τους και, εξίσου σημαντικό, βρίσκουν ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τα σχέδιά τους και μπορούν να γίνουν χορηγοί, ακόμη και μέντορες. Ο Παλιός Κόσμος έχει αγοραστές εισιτηρίων, διαφημίσεις στον Τύπο και ένα μαζικό κοινό. Ο Νέος Κόσμος έχει μέσα κοινωνικής δικτύωσης, Facebook, YouTube, iTunes, και κοινό που επιλέγει εκλεκτικά.

Οι 200 περίπου κινηματογραφιστές στην αίθουσα παρακολούθησαν με ενθουσιασμό τον Μπρόντερικ και τις προτάσεις του, σάμπως η καριέρα τους να εξαρτιόταν από αυτές, πράγμα που πιθανόν να ισχύει. Η ανεξάρτητη κινηματογραφία ποτέ δεν ήταν για όσους έχουν αδύνατη καρδιά, αλλά τα τελευταία λίγα χρόνια υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα. Οι πωλήσεις μειώθηκαν, οι τιμές των συμβολαίων έπεσαν και τα περισσότερα μεγάλα στούντιο αποσύρθηκαν από την ανεξάρτητη σκηνή.

Για συμβούλους όπως ο Μπρόντερικ και κινηματογραφιστές όπως ο Τζον Ράις (δημιουργός του ντοκιμαντέρ «Bomb It!») η απάντηση έγκειται στην αυτόνομη διανομή. Αν η τάση «κάνε το μόνος σου» (DIY όπως έχει καθιερωθεί σε συντομογραφία) έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια, αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι τα στούντιο έχουν αποσυρθεί από τον ανεξάρτητο τομέα. Είναι και το γεγονός ότι οι οικονομικοί φραγμοί στη δημιουργία ταινιών ποτέ δεν ήταν χαμηλότεροι.

Ο Μάρτιν Σκορσέζε κάποτε είπε ότι η πρώτη ταινία του Τζον Κασαβέτη, οι «Σκιές», γυρισμένη στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με κάμερα 16 μιλιμέτρ, απέδειξε στους κινηματογραφιστές ότι «δεν υπάρχουν πλέον δικαιολογίες. Εάν εκείνος μπόρεσε να το κάνει, μπορούμε κι εμείς!». Ωστόσο, ακόμα και στα χρόνια ακμής του νέου αμερικανικού κινηματογραφικού κινήματος, από τα τέλη του ’60 έως τα μέσα του ’70, ο Κασαβέτης αναγκάστηκε να διανείμει μόνος του το αριστούργημά του «Μια γυναίκα εξομολογείται» (1974).

Οι φθηνές ψηφιακές κάμερες και το λογισμικό για μοντάζ έχουν χαμηλώσει ακόμα περισσότερο το κόστος. Ομως, παρότι τα μέσα παραγωγής έχουν περάσει σε περισσότερα χέρια, οι εταιρείες εξακολουθούν να κυριαρχούν στη διανομή.

Αλλη αντίληψη

Το 1992, ο Τζο Μπέρλινγκερ και ο Μπρους Σινόφσκι έγιναν πρότυπο της ανεξαρτησίας όταν διένειμαν το ντοκιμαντέρ τους «Brother’s Keeper» (1992), που είχε σημαντική κριτική και εμπορική επιτυχία. Στα χρόνια που ακολούθησαν, σ’ εκείνους που προσχώρησαν στην αυτόνομη διανομή περιλαμβάνονταν αναδυόμενα ταλέντα αλλά και καθιερωμένοι σκηνοθέτες, όπως ο Ντέιβιντ Λιντς (που διέθεσε μόνος του στις αίθουσες την ταινία του «Inland Empire», του 2005). Ακολούθησαν κι άλλοι, ανάμεσά τους ο Λανς Χάμερ, που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Σάντανς το 2008 με το φιλμ «Ballast».

Τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να αναδύεται μια πιο πολυσύνθετη αντίληψη για τη σχέση κινηματογραφιστή-κοινού. Παρότι πολλοί θεατές εξακολουθούν να απολαμβάνουν την τελετουργία της εξόδου για να δουν ταινίες, άλλοι προτιμούν να βυθίζονται στον διαδραστικό κόσμο των media μέσα από τον υπολογιστή τους, χρησιμοποιώντας ποικίλες πλατφόρμες.

Μία από τις νέες ιδέες που κυκλοφορούν πολύ στον χώρο του DIY είναι η αποκαλούμενη trasmedia, μια διαδικασία όπου οι κινηματογραφικές ιστορίες -σκεφτείτε τον «Πόλεμο των άστρων» ή το «Μάτριξ»- εκτυλίσσονται μέσα από διαφορετικές πλατφόρμες. Οπως γράφει ο θεωρητικός Χένρι Τζένκινς, «η ανάγνωση με διαδρομές σε διαφορετικά media συντηρεί ένα βάθος εμπειρίας που δημιουργεί κίνητρο για περισσότερη κατανάλωση».

Για τον Τζον Ράις και άλλους ανεξάρτητους, το πιο σημαντικό πράγμα είναι να προσεγγίσουν το κοινό, με οποιονδήποτε τρόπο, σε κινηματογραφικές αίθουσες ή στο Διαδίκτυο. «Αυτή είναι η άλλη φωνή του κινηματογράφου», λέει. «Και η φωνή αυτή θα σβήσει, αν δεν αντισταθούμε στο μονοπώλιο». [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/01/2010]

Saturday, January 30, 2010

Ο Περσέας στο Μανχάταν

Στις 13 Νοεμβρίου 2005, οι βιβλιοκρατικοί των «New York Times» υποδέχονταν τον Πέρσι Τζάκσον, αποχαιρετώντας τον Χάρι Πότερ. «Harry who?» ήταν ο πολύ κολακευτικός τίτλος του άρθρου που παρουσίαζε στο κοινό τον 12χρονο Πέρσι, ήρωα του εφηβικού βιβλίου «Percy Jackson and the Olympians: The lightning thief», ο οποίος δεν ήταν βρετανός μάγος, αλλά έλληνας ημίθεος, γιος του Ποσειδώνα.

Οι συντάκτες της εφημερίδας ήταν πράγματι προφητικοί! Επί 48 εβδομάδες το βιβλίο του τεξανού δασκάλου Ρικ Ριόνταν ήταν πρώτο στις λίστες της μεγαλύτερης εφημερίδας του κόσμου, πουλώντας εφτά εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί καθώς έγινε φέτος και ταινία, η οποία θα προβληθεί τις επόμενες ημέρες και εδώ.

Ο συγγραφέας του βιβλίου (που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Πάπυρος» σε μετάφραση Αναστασίας Λαμπροπούλου) καθώς και άλλων τεσσάρων συνεχειών του, δημιούργησε τον Πέρσι ανταποκρινόμενος στο αίτημα του δικού του γιου, ενός δυσλεξικού παιδιού με μαθησιακές δυσκολίες, να του διηγείται ιστορίες από την ελληνική μυθολογία. Μύχια επιθυμία του κ. Ριόνταν να μπορούσε ο γιος να ξεπεράσει σαν τον Πέρσι τον προβληματικό σχολικό βίο ανακαλύπτοντας τις νέες του δυνάμεις. Ο Πέρσι τα κατάφερε, κι εκεί που δεν μπορούσε να στεριώσει σε τάξη, ανέβηκε στον Ολυμπο: Κατά το βιβλίο, το ελληνικό Δωδεκάθεο έχει μετακομίσει στην κορυφή του Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντιγκ. Αν είσαι ο Πέρσι Τζάκσον, πας προς το πεπρωμένο σου απλώς μπαίνοντας στο ασανσέρ! Πώς πήγαινε ο Χάρι Πότερ με τρένο στο σχολείο των μάγων;

Η Μέδουσα με λάπτοπ

Ο Πέρσι Τζάκσον, όσο κι αν ανθίσταται ο δημιουργός του, δεν γίνεται να μη συγκριθεί με τον Χάρι Πότερ. Κι ούτε φυσικά είναι τυχαία η επιλογή του Κρις Κολόμπους για τη μεταφορά του νέου ήρωα των παιδιών στο σινεμά. Ο Ολυμπος του Πέρσι μοιάζει με κείνη την αποβάθρα του Χάρι που σε πηγαίνει σε ένα τόπο μοναδικό. Παρά το γεγονός ότι αυτός ο τόπος είναι «το σήμερα στο Μανχάταν», η μαγεία υπάρχει! Η Μέδουσα (Ούμα Θέρμαν) είναι μοντέρνα, έχει κινητό και λάπτοπ αλλά και... φίδια στα μαλλιά. Η Πέμπτη λεωφόρος παραμένει ο πιο γνωστός δρόμος του κόσμου, αλλά τον περπατούν θεοί και τέρατα! Τα σχολικά μολύβια του Πέρσι γίνονται σπαθιά και οι φίλοι του, αν τους γνωρίσεις καλύτερα, είναι ένας Σάτυρος και η κόρη της θεάς Αθηνάς.

Ο «Πέρσι Τζάκσον» δεν είναι ο μόνος Περσέας που θα παίξει φέτος στο σινεμά. Το Δωδεκάθεο ξανάγινε μόδα στο Χόλιγουντ και έτσι έχουμε δύο ταινίες που θα βάλουν τους αρχαίους ελληνικούς μύθους πάλι στις κινηματογραφικές αίθουσες με στόχο την πρωτιά στο box office. Η «Τιτανομαχία» του Λουίς Λετεριέρ είναι ριμέικ της ομότιτλης ταινίας του 1981.

Ο Περσέας της «Τιτανομαχίας» συμμαχεί με τον Δία (Λίαμ Νίσον) ενάντια στον Αδη για να σώσει την οικογένειά του, ενώ στο «Percy Jackson» μάχεται για τον ίδιο σκοπό ψάχνοντας να βρει τους κλεμμένους κεραυνούς του βασιλιά των θεών (Σον Μπιν), με τη βοήθεια του Κένταυρου Χείρονα (Πιρς Μπρόσναν). Οι δύο ταινίες έχουν τεράστια χωροχρονική διαφορά, καθώς η «Τιτανομαχία» διαδραματίζεται στην Ελλάδα των μυθικών χρόνων και όχι στο σήμερα.

Στη μάχη του Μαραθώνα

Στην «Τιτανομαχία», ο Σαμ Γουόρθινγκτον (ο πρωταγωνιστής του «Avatar») που υποδύεται τον Περσέα, είναι καθαρόαιμος πολεμιστής, ο οποίος ακολουθεί τη μαγική συνταγή των «300» του Μίλερ. Ο Περσέας της «Τιτανομαχίας» δεν ζει μια περιπέτεια, σαν τον Πέρσι Τζάκσον, ζει έναν πόλεμο. Γιατί όχι; Το Χόλιγουντ χρησιμοποίησε τη Μάχη των Θερμοπυλών και θησαύρισε.

Οι «300» έφεραν το 2007 στα ταμεία της Γουόρνερ 456.068.181 εκατομμύρια δολάρια, ανοίγοντας την όρεξη και το δρόμο για άλλες ιστορίες. Τώρα η Μέκκα του κινηματογράφου θα αναπαραστήσει και τη Μάχη του Μαραθώνα. Ο Μίλερ έχει φτιάξει ήδη το κόμικ και ο σκηνοθέτης των «300» Ζακ Σνάιντερ ξεκίνησε την προετοιμασία της μετατροπής του σε «πρίκουελ» των «300», το οποίο μάλιστα θα φέρει το όνομα του υιού Ξέρξη, μολονότι θα περιγράφει τις πολεμικές περιπέτειες του πατρός Δαρείου, για να φανεί η σύνδεση με την πετυχημένη πρώτη ταινία! «Δεν μπορείς να μην γυρίζεις πίσω στους Ελληνες» δήλωσε ο Μίλερ για την εμμονή του με τους αρχαίους. «Εχουν υπέροχες ιστορίες!» *

Συνοικία ο εφιάλτης

Ενας παλαιστίνιος και ένας ισραηλινός σκηνοθέτης έφτιαξαν μια ταινία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα για την πολύπαθη συνοικία του Ατζαμι

Στη συνοικία του Ατζαμι, της Γιάφας, στο Ισραήλ χωνευτήρι πολιτισμών και αντικρουόμενων απόψεων μεταξύ Εβραίων, Αράβων και Χριστιανών, εκτυλίσσονται οι ιστορίες της ταινίας «Σταυροδρόμια ζωής» που συν-σκηνοθέτησαν ο Παλαιστίνιος Σκάνταρ Κόπτι και ο Ισραηλινός Γιάρον Σάνι.

Σκηνή από την ταινία «Σταυροδρόμια ζωής», που σκηνοθέτησαν από κοινού ο Παλαιστίνιος Σκάνταρ Κόπτι και ο Ισραηλινός Γιάρον Σάνι.

Σκηνή από την ταινία «Σταυροδρόμια ζωής», που σκηνοθέτησαν από κοινού ο Παλαιστίνιος Σκάνταρ Κόπτι και ο Ισραηλινός Γιάρον Σάνι.

Η ταινία, βραβευμένη σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ (Κανών, Λονδίνου, Ιερουσαλήμ), καθώς και με τον Χρυσό Αλέξανδρο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, διηγείται ιστορίες βασισμένες σε αληθινά γεγονότα, δίνοντας μια εικόνα του δράματος των ανθρώπων που ζουν εκεί. Συνάντησα πρόσφατα τον έναν από τους σκηνοθέτες της ταινίας, που θα προβληθεί σε λίγες μέρες, τον 35χρονο Ισραηλινό Γ. Σάνι:

- Πώς ξεκίνησε η ιδέα για τις ιστορίες αυτές και πώς συνεργαστήκατε με τον Σκάνταρ Κόπτι;

«Αρχίσαμε το 1998. Είχα γράψει ένα σενάριο γύρω από νεαρά παιδιά στους δρόμους της πόλης που έμοιαζαν μ' αυτές του "Ατζαμι". Δεν είχαν σχέση με τους Παλαιστίνιους. Αλλά σκέφτηκα πως αν, εκτυλισσόταν σε μια τέτοια γειτονιά όπου ζούσαν Αραβες, Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, εγκληματίες και μπάτσοι, θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αλλά για μένα η συνοικία αυτή έμοιαζε με ένα διαφορετικό πλανήτη. Ηταν δύσκολο να μπω στο Ατζαμι. Αργότερα, το 2002, συνάντησα τον Σκάνταρ και τον κάλεσα να γράψουμε κάτι μαζί, βασισμένο στο σενάριο που ήδη είχα. Ετσι ξεκινήσαμε. Συζητώντας για όλα, γίναμε φίλοι. Μου διηγούνταν τις εκπληκτικές αυτές ιστορίες για το Ατζαμι και όλα όσα συνέβαιναν εκεί: ανέφικτες ερωτικές ιστορίες ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών θρησκευμάτων, εγκλήματα, δολοφονίες στους δρόμους, ωμότητα. Ηταν ένα συμπυκνωμένο δράμα γεμάτο ανθρώπινη συμπόνια και βία. Αμέσως αυτά συνδέθηκαν με το αρχικό σενάριο».

Σενάριο με 150 ερασιτέχνες

- Είναι επικίνδυνη περιοχή το Ατζαμι;

«Οχι ακριβώς. Εμείς δείχνουμε τη σκοτεινή πλευρά του. Υπάρχουν σίγουρα και αρκετοί άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με το έγκλημα, με όπλα, με ωμότητα, αλλά υπάρχουν και πολλοί εγκληματίες, κοινωνικά προβλήματα και φτώχεια. Η ταινία μας αντικατοπτρίζει ένα μικρό, σκοτεινό τμήμα της πραγματικότητας, αλλά πολύ αληθινό».

- Οι σκηνές γυρίστηκαν εκεί;

«Ναι. Και μάλιστα χρησιμοποιήσαμε ερασιτέχνες από την περιοχή. Πολλοί παίζουν τους εαυτούς τους. Είχαμε ένα περίπλοκο σενάριο με περισσότερους από 150 ερασιτέχνες, που όλοι είχαν διάλογο. Ηταν μεγάλη ταινία για τα δεδομένα του Ισραήλ. Στους ηθοποιούς δεν δώσαμε κανένα σενάριο. Δημιουργούσαμε αληθινές καταστάσεις. Γι' αυτό ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε χρηματοδότηση και να κάνουμε τους συνεργάτες μας να πιστέψουν σ' αυτό που γυρίζαμε».

- Η ταινία μοιάζει με αρχαία τραγωδία, η μοίρα παίζει σημαντικό ρόλο σ' αυτήν....

«Ναι, όπως και η ταυτότητα των ανθρώπων. Η ταυτότητά σου καθορίζει και την τύχη σου».

- Ποιος ήταν ο στόχος σας από πλευράς ύφους;

«Θελήσαμε να καταγράψουμε την πραγματικότητα. Ν' αφήσουμε τους ηθοποιούς να αισθανθούν το δράμα. Για παράδειγμα, όταν ένας χαρακτήρας στην ταινία κλαίει, δεν είναι γιατί του το ζητήσαμε. Τους τοποθετήσαμε σε τέτοιες συναισθηματικές καταστάσεις ώστε, όταν χρειάζεται, να κλάψουν. Αφήνουμε το δράμα να μιλήσει από μόνο του».

- Δημιουργείτε όμως μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, με τον φωτισμό και με άλλα στοιχεία...

«Η ίδια η ιστορία είναι σκοτεινή. Εκτυλίσσεται νωρίς το πρωί σ' έναν απειλητικό, εγκαταλειμμένο χώρο πάρκινγκ. Δίνει την αίσθηση του ντοκιμαντέρ, και όντως επηρεαστήκαμε από αυτό, αλλά πρόκειται για μυθοπλασία».

- Πώς ήταν από πολιτικής πλευράς η συνεργασία ενός Ισραηλινού και ενός Αραβα;

«Η κατάσταση άλλαζε συνεχώς, αλλά δεν επηρέασε τη δουλειά μας, γιατί έχουμε την ίδια πολιτική και κοινωνική άποψη, που είναι η ουμανιστική αντιμετώπιση».

- Σας χρηματοδότησε καθόλου το κράτος;

«Ναι, στο Ισραήλ δεν μπορείς να κάνεις ταινία χωρίς την κρατική ενίσχυση. Σύμφωνα με τον νόμο, και τα κανάλια είναι υποχρεωμένα να βάζουν χρήματα σε κινηματογραφικές παραγωγές. Αλλά δεν το κάνουν, γιατί είναι πολύ ισχυρά και κάνουν ό,τι θέλουν...»

Προτιμούν αμερικάνικες ταινίες

- Το ίδιο δυστυχώς συμβαίνει και σε μας. Τα κανάλια είναι υποχρεωμένα από τον νόμο να επενδύουν το 1,5% των εσόδων τους σε ταινίες, αλλά αρνούνται. Πόσες ταινίες τον χρόνο γυρίζονται σήμερα στο Ισραήλ;

«Φέτος υποβλήθηκαν 26 ταινίες μυθοπλασίας στην ακαδημία, που είναι πολύ μεγάλος αριθμός. Αλλά πολλές απ' αυτές γυρίζονται με τα λεφτά των ίδιων των κινηματογραφιστών. Πολλές δεν προβάλλονται καν στις αίθουσες, γιατί οι εταιρείες διανομής προτιμούν τις αμερικανικές ταινίες».

- Βλέπετε κάτι καινούριο στον ισραηλινό κινηματογράφο;

«Οχι ιδιαίτερα. Δεν γυρίζονται καλύτερες ταινίες από εκείνες που γυρίζονταν π.χ. στη δεκαετία του '70. Πάντως, οι περισσότερες καλές ταινίες που γυρίζονται τα τελευταία χρόνια είναι από πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες».

- Οι παλαιστινιακές ταινίες προβάλλονται στο Ισραήλ;

«Μόνο σε ταινιοθήκες και μικρές ειδικευμένες αίθουσες». *

Δουλειές στον αέρα

Την πρώτη φορά που ο Τζέισον Ράιτμαν είδε ταινία σκηνοθετημένη από τον διάσημο πατέρα του, Αϊβάν, ήταν το 1984 που οι «Ghostbusters» γίνονταν από τις πιο πετυχημένες κωμωδίες όλων των εποχών.

Ο Τζέισον ήταν τότε εφτά ετών. Χρόνια αργότερα, ωστόσο, συνειδητοποίησε ότι ήθελε να πάρει μια κάμερα για να γυρίσει κι αυτός ταινίες.

Το 1998 γύρισε τις πρώτες του μικρού μήκους. Εφτά χρόνια αργότερα, με το «Thank you for Smoking» και την ευρηματική του σάτιρα πάνω στην υποκρισία των αμερικανικών καπνοβιομηχανιών, κέρδιζε μια σειρά βραβείων για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του. Το 2007 διεκδίκησε με το γλυκύτατο «Juno» και την διήγηση μιας αναπάντεχης εφηβικής εγκυμοσύνης την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ σκηνοθεσίας. Και φέτος, φρέσκος από τη διάκρισή του στις Χρυσές Σφαίρες, ετοιμάζεται να κερδίσει το πρώτο του χρυσό αγαλματάκι.

Τοποθετημένο στην καρδιά της σημερινής Αμερικής της οικονομικής κρίσης, το επίκαιρο «Ραντεβού στον αέρα» αποτελεί μια ιστορία ενηλικίωσης. Ο Τζορτζ Κλούνεϊ ερμηνεύει έναν αμετανόητο εργένη που ταξιδεύει διαρκώς από τη μια μεγαλούπολη των ΗΠΑ στην άλλη, δουλεύοντας για λογαριασμό μεγάλων εταιρειών που του αναθέτουν να απολύσει όσους εργαζόμενους δεν μπορούν πλέον να απασχολούν. Σε κάποιο ταξίδι του, όμως, θα γνωρίσει τη γυναίκα που θα τον κάνει να σκεφτεί επιτέλους και κάποιον άλλον, εκτός από τον εαυτό του.

Πώς είπε το ναι

Μια μέρα μετά την πρεμιέρα της ταινίας του στο πρόσφατο φεστιβάλ του Λονδίνου, ο Ράιτμαν εξομολογείται ότι έγραψε το ρόλο έχοντας στο μυαλό του τον Κλούνεϊ, γιατί, «αν πρόκειται να γυρίσεις μια ταινία που έχει ως κεντρικό ήρωα κάποιον που απολύει συνεχώς ανθρώπους, τον οποίο όμως θέλεις οι θεατές να συμπαθήσουν, πρέπει ο ηθοποιός που θα τον υποδυθεί να είναι διαολεμένα γοητευτικός. Και δεν υπάρχει πιο γοητευτικός ηθοποιός από τον Τζορτζ».

Διηγείται μάλιστα πώς ο ηθοποιός δέχτηκε την πρότασή του: «Μία εβδομάδα προτού βάλω τις τελευταίες πινελιές στο σενάριο, αποφασίζουμε με τη γυναίκα μου να κάνουμε διακοπές στην Ιταλία. Προηγουμένως, τηλεφωνώ στον ατζέντη του Κλούνεϊ με σκοπό να του προωθήσει το σενάριό μου. "Αφού ταξιδεύεις στην Ιταλία", μου προτείνει εκείνος, "κάνε στον Τζορτζ μια επίσκεψη, στο σπίτι του στο Κόμο. Θα χαρεί να σε δει". Αλλά τι θα γινόταν αν διάβαζε το "Ραντεβού στον αέρα" και δεν του άρεσε; Στέλνω, παρ' όλα αυτά, το σενάριο και, ενώ βρίσκομαι στην Ιταλία, αποφασίζω να επισκεφτώ τον Κλούνεϊ.

»Ενα από τα πρώτα πράγματα που με ρώτησε ήταν "δουλεύεις σε κάποιο σενάριο αυτές τις μέρες;". Τον κοίταξα παγωμένος. "Ε, υπάρχει κάτι που μόλις ολοκλήρωσα και... υποτίθεται ότι το έχω στείλει να το διαβάσεις". Ο Κλούνεϊ με κοιτάζει και μου λέει "Αχ, ναι, έχεις δίκιο, πρέπει να βρω πού το έχω καταχωνιάσει!". Καταλήξαμε με τη γυναίκα μου να μείνουμε δυο μέρες στο σπίτι του. Επαιξα μπάσκετ μαζί του -κάτι που είχα να κάνω από το γυμνάσιο, ήπια όσο αλκοόλ μπορούσα, ενώ δεν πίνω ποτέ, και κάποια στιγμή, τη δεύτερη μέρα, ο οικοδεσπότης μας εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Ηρθε και με βρήκε ώρες αργότερα. "Διάβασα το σενάριό σου", μου είπε. "Είμαι μέσα!"».

Ο Ράιτμαν εξομολογείται ότι η ραγδαία αλλαγή στο κοινωνικό τοπίο γύρω του ήταν μοιραίο να επηρεάσει το ύφος της ταινίας του: «Οταν ξεκίνησα να γράφω το σενάριο, προ εξαετίας, ο κόσμος βρισκόταν σε εντελώς διαφορετική κατάσταση. Είχα αρχικά συλλάβει το σενάριο ως μια φάρσα για τις πολυεθνικές εταιρείες, γεμάτη κωμικές σκηνές για ανθρώπους που έχαναν τις δουλειές τους.

»Οταν έφτασε η στιγμή να γυρίσουμε το φιλμ, τίποτα δεν ήταν αστείο πια. Διανύουμε μια από τις χειρότερες περιόδους οικονομικής κρίσης στην Ιστορία. Στην Αμερική, μόνο πέρυσι, ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους. Συνήθως καταλήγουν να αποτελούν μια στατιστική, έναν απλό αριθμό στις εφημερίδες. Με την ταινία μου ήθελα να τους δώσω πρόσωπο. Ηθελα ο θυμός και η απόγνωσή τους να αποκτήσουν φωνή». *

Ο έρωτας στο πιάτο

Στα χνάρια παλιότερων ελληνικών ταινιών, όπως η «Πολίτικη κουζίνα» και το «Είναι ο θεός μάγειρας;», οι «Επικίνδυνες μαγειρικές» (την Πέμπτη στα σινεμά) είναι μια φιλόδοξη ταινία, που «πατάει» κι αυτή στις γαστριμαργικές απολαύσεις, συνδυάζοντάς τις όμως με τις σαρκικές.

Ο έρωτας περνάει από το στομάχι, λένε οι παλιοί, αναφερόμενοι στις γυναικείες προσπάθειες να δελεάσουν με κάθε τρόπο το αρσενικό. Μόνο που εδώ οι ρόλοι αντιστρέφονται: τα δύο αρσενικά της ταινίας (Γιώργος Χωραφάς, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) είναι αυτά που προσπαθούν να δελεάσουν μέσω των απολαύσεων του ουρανίσκου το θηλυκό (που ενσαρκώνει η Κάτια Ζυγούλη): μια μυστηριώδη γυναίκα που ξυπνά πάθη και διεγείρεται από τις γευστικές δημιουργίες που οι δύο άντρες της προσφέρουν στο πιάτο -ή μάλλον στο στόμα- συναγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον στο σεξ και τη μαγειρική. Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά, διά χειρός του Βασίλη Τσελεμέγκου, του ομώνυμου, επιτυχημένου βιβλίου του Ανδρέα Στάικου (εκδ. «Αγρα»), που έχει μεταφραστεί σε 30 γλώσσες κι έχει ανεβαστεί και στο θέατρο σε Αθήνα, Παρίσι και Ρίο ντε Ζανέιρο.

Οι διαφορές βέβαια με το βιβλίο είναι σημαντικές. Στο μυθιστόρημα δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο για τους ήρωες πέραν του ότι ζουν σε διπλανά διαμερίσματα, μαγειρεύουν εξαιρετικά και μοιράζονται την ίδια γυναίκα. Στην ταινία επινοούνται και όλα τα υπόλοιπα: ο Χωραφάς, διάσημος σεφ, είναι ένας εστέτ της μαγειρικής και ιδιοκτήτης γκουρμέ εστιατορίου. Ο Μαρκουλάκης πάλι είναι ναυτικός και μάγειρος σε ποντοπόρα πλοία. Η σχέση του με το φαγητό είναι περισσότερο καθημερινή. Οσο για το μήλον της έριδος, τη Νανά, είναι μοντέλο στην ΑΣΚΤ. Και στο βιβλίο, και στην ταινία βέβαια, είναι μια αινιγματική (κι όχι ιδιαίτερα συμπαθής), πανέμορφη γυναίκα, που αρέσκεται να παίζει ερωτικά παιχνίδια. Εμφανίζεται δε περισσότερο ως το αρχέτυπο της «γυναίκας-πειρασμού», μια φαντασίωση, δηλαδή, που συνοδεύεται από όλα τα γνωστά κλισέ, παρά ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας.

Στο βιβλίο, τα γευστικά «όπλα» των δύο αντρών είναι περισσότερο παραδοσιακές γεύσεις. Στην ταινία, ωστόσο, που γυρίστηκε μεταξύ άλλων στην κρεαταγορά, την ψαραγορά, την Αιόλου, αλλά και σε γνωστά μπαρ του Κεραμεικού και του Μεταξουργείου, οι ήρωες επινοούν πολύ πιο «πειραγμένα» εδέσματα. Ο,τι βλέπουμε άλλωστε έγινε διά χειρός του διάσημου σεφ Χριστόφορου Πέσκια.

Στο μυθιστόρημα, βέβαια, όλη η γοητεία της ιστορίας έγκειται στην ίδια τη γλώσσα, που χρησιμοποιεί με παιχνιδιάρικο τρόπο στοιχεία καθαρεύουσας. Η ταινία αντίθετα ποντάρει κυρίως σε ένα χορταστικό θέαμα εντυπωσιακά σερβιρισμένων εδεσμάτων αλλά και αισθησιακών λήψεων της πρωταγωνίστριας.

Ομως μέχρι τέλους είχαμε την αίσθηση πως μας σέρβιραν πιάτα περισσότερο λαχταριστά στην όψη παρά στη γεύση. Κάπως σαν τα εντυπωσιακά εδέσματα της διαφήμισης, που στην πραγματικότητα δεν τρώγονται. Κρίμα, διότι οι πρωταγωνιστές είναι μπουκιά και συχώριο!

Cinema therapy

Ο Νίκος Περάκης μιλάει για τη νέα του ταινία «Artherapy» που συνδυάζει το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία και περιγράφει τη ζωή τριών νέων καλλιτεχνών

Ενας νεαρός γκραφιτάς που δουλεύει στου Ψυρρή βρίσκεται στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Μια έκρηξη αναστατώνει την Πλατεία Ηρώων και εκείνος χωρίς να το πολυσκεφτεί αρχίζει να φωτογραφίζει το συμβάν. Φυσικά είναι τα καλλιτεχνικά του αντανακλαστικά που έχουν ενεργοποιηθεί, όμως στα μάτια της αστυνομίας που σπεύδει στην περιοχή έχει το ιδανικό προφίλ του δράστη.

«Οι θεραπευτικές ιδιότητες της τέχνης είναι παλιά ιστορία» λέει ο Νίκος Περάκης.

«Οι θεραπευτικές ιδιότητες της τέχνης είναι παλιά ιστορία» λέει ο Νίκος Περάκης.

Τον πάνε στην ΓΑΔΑ κι εκεί μια σειρά από σπαρταριστές συμπτώσεις απογυμνώνουν με έξυπνο τρόπο τον συχνά σουρεαλιστικό τρόπο σκέψης της Ελληνικής Αστυνομίας.

Τα παραπάνω αποτελούν σκηνή από μια φρέσκια νεανική ταινία που ανήκει στο είδος του «docu fiction», θα προβληθεί τον Μάρτιο και την υπογράφει ο Νίκος Περάκης. Οι τρεις πρωταγωνιστές του, όλοι νεαροί καλλιτέχνες, είναι πραγματικά πρόσωπα. Στην ταινία του οι δρόμοι τους διασταυρώνονται στα παρασκήνια της μουσικής και εικαστικής σκηνής.

«Σταρ» η Ιλια, τραγουδίστρια του συγκροτήματος «Stiletto Scag», μια χυμώδης νεαρή που παλεύει για μια θέση στο μουσικό στερέωμα. Ο Ανδρέας, τελειόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού, συμμετέχει εντατικά στις πρόβες του Δημήτρη Λιγνάδη (ένα μεγάλο και ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας που σε βάζει στην ψυχοσύνθεση του γνωστού θεατρικού σκηνοθέτη). Οσο για τον γοητευτικό «τοιχογράφο» ή street artist Αλέξανδρο τον παρακολουθούμε να ολοκληρώνει ένα φιλόδοξο έργο σε μια πολυκατοικία του Ψυρρή.

Με την κάμερά του εστιασμένη στη ζωντανή αυτή περιοχή όπου και ο ίδιος ζει, ο σκηνοθέτης έμπλεξε τις τρεις ιστορίες, προσθέτοντας και μυθοπλαστικά στοιχεία. Αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα του αθηναϊκού αυτού κέντρου: μετανάστες, κάτοικοι της περιοχής, χώροι όπως το Nixon και το Bios.

Ομως τι ακριβώς είναι το docu fiction; Σε τι διαφέρει από ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ;

«Θα έλεγα», εξηγεί ο σκηνοθέτης, «ότι όλα αυτά είναι συνώνυμα στα οποία θα έπρεπε να προσθέσουμε και ένα ψευδο-, όπως ψευδοντοκιμαντέρ που λένε κι οι Αγγλοσάξονες. Το "artherapy" είναι και φιξιόν γιατί μπλέκει πραγματικές και φανταστικές ιστορίες, είναι και ντοκιμαντέρ γιατί καταγράφει από κοντά την δουλειά των φοιτητών και των καθηγητών της δραματικής σχολής του Εθνικού, ή την καθημερινότητα μιας επίδοξης τραγουδίστριας -χωρίς να τους χειραγωγεί όπως τα ριάλιτι. Σκεφτείτε μόνο ότι για να αρχίσουμε το γύρισμα η Ιλια ήρθε από το Λονδίνο και ο Αλέξανδρος από το Βερολίνο, δηλαδή εκεί που τους βρίσκουμε στο τέλος της ταινίας».

Τα γυρίσματα του Περάκη συνέπεσαν με τη διεξαγωγή του μουσικού Synch Festival στην Τεχνόπολι, αλλά και του 48 Hour Film Project, όπου οι συμμετέχοντες καλούνται να γυρίσουν ένα ταινιάκι μέσα σε δύο μόλις μέρες. Η Ιλια συμμετέχει και στα δύο. «Την βρήκα με τους Stiletto Scag στο Myspace και την άκουσα να τραγουδά στο YouTube. Ηταν ιδανική γιατί τραγουδούσε, έγραφε τη μουσική της, είχε το γκρουπάκι της αλλά και δεύτερο επάγγελμα, πράγμα που είδα στους Urban Heroes στο MAD», εξηγεί ο Ν. Περάκης.

Πολλοί κάνουν ένα σύντομο πέρασμα από την ταινία: από τη Μαίρη Τσώνη, τη νεαρή πρωταγωνίστρια του «Κυνόδοντα», μέχρι τον βραβευμένο στη Δράμα μικρομηκά Τζώρτζη Γρηγοράκη και την παρουσιάστρια του MAD Μαίρη Συνατσάκη.

Το ενδιαφέρον άλλωστε της ταινίας είναι ακριβώς η φρέσκια (και κυρίως απομυθοποιητική) καταγραφή του ελληνικού καλλιτεχνικού παρασκηνίου, όπου οι νέοι δοκιμάζουν το ταλέντο και τις ανοχές τους. Οσο για τον Αλέξανδρο, μια σειρά συμπτώσεων θα τον ενοχοποιήσουν ακόμα περισσότερο στα μάτια των αστυνομικών: ένα sms της εικαστικού φίλης του που τον πληροφορεί ότι ένα γκαζάκι κατέστρεψε ένα έργο τέχνης, ένα βιντεάκι της Ιλιας που τραγουδά παθιασμένα «Burn the city», ένα κολάζ φωτογραφιών με θέμα εκρήξεις και επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας.

Η σύλληψή του ήταν πραγματικό γεγονός. «Η αστυνομία τον έπιασε να φωτογραφίζει μια φλεγόμενη βαλίτσα πάνω σ' ένα παγκάκι στον Πειραιά».

Η κατακαημένη αστυνομία...

- Η πρόθεση διακωμώδησης της ελληνικής αστυνομίας από μέρους σας είναι ξεκάθαρη. Αλλά μήπως κάνετε ταυτόχρονα κι ένα άλλο ειρωνικό σχόλιο όταν βάζετε μια νεαρή εικαστικό να υποστηρίζει με διανοουμενίστικους όρους στους αστυνομικούς ότι η επίθεση στους δίδυμους πύργους ήταν κι αυτή μια καλλιτεχνική πράξη;

«Η κατακαημένη αστυνομία μας δεν είναι τίποτε άλλο από το μακρύ χέρι μιας αστικής τάξης, που δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τα εννοιολογικά άλματα της τέχνης και αντιδρά σπασμωδικά όταν κάτι πάει στραβά ή δεν το καταλαβαίνει. Οταν ο Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, πρωτοπόρος της ηλεκτρονικής μουσικής, εξέφρασε τον θαυμασμό του για το κατόρθωμα των τρομοκρατών που, όπως είπε, έδρασαν σαν ένας νους, κάτι που ονειρεύονται οι μουσικοί, οι ορχήστρες των ΗΠΑ και της Γερμανίας αρνήθηκαν να εκτελέσουν τα έργα του...»

- Πώς είδατε τις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη;

«Ηταν η τραγική κατάληξη της συσσωρευμένης ανεπάρκειας των ανθρώπων που εκλέγουμε για να μας κυβερνήσουν, ελπίζοντας ότι δεν θα μας στερήσουν κανένα από τα άνομα κεκτημένα μας. Σας άρεσε; Το βρήκα σ' ένα blogspot. Αλλά το καλύτερο το είδα στη Μεθώνης ή Αραχόβης: Ηρθαν τα αύρια να διώξουν τα σήμερα...»

- Για τίτλο της ταινίας σας επιλέξατε το «art therapy», έναν όρο ευρέως διαδεδομένο στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα όμως;

«Οι θεραπευτικές ιδιότητες της τέχνης είναι παλιά ιστορία. Πλάθω κουλουράκια με τα δυο χεράκια δεν τραγουδούσατε κι εσείς στο νηπιαγωγείο, για να μην τραβάτε τ' αφτιά και να μην δαγκώνετε τ' άλλα παιδάκια; Η γιαγιά σας κάποτε κεντούσε, η μαμά σας έκανε σίγουρα αγγειοπλαστική, με πηλό και τροχό εννοώ, όχι με μπαλονάκια, και η αυτιστική γενιά σας εκφράζεται με σπρέι και μαρκαδόρους στους δρόμους της γειτονιάς, εξ ου και το street art».

- Κι εσείς; Κάνετε art therapy;

«Δεν είναι τυχαίο ότι ο κινηματογράφος που άρχισε σαν βιομηχανία, θεωρείται κι αυτός τέχνη και μάλιστα έβδομη. Κι αυτό γιατί οι δημιουργοί του συνήθως παρουσιάζουν συμπτώματα μανιοκατάθλιψης: ροπή προς την παντοδυναμία, εναλλαγές συναισθημάτων, εκρήξεις θυμού κ.λπ. Είναι βέβαια μια από τις πιο ακριβές μεθόδους θεραπείας, αν όμως σκεφθείτε ότι συντηρεί ένα σωρό κόσμο από εξίσου επιρρεπείς ομάδες, όπως ηθοποιούς, μουσικούς, κριτικούς κ.λπ. Ο καημένος ο Λαρς φον Τρίερ χρειάστηκε να γυρίσει τον "Αντίχριστο" για να ξεπεράσει δύο χρόνια μανιοκατάθλιψης».

- Βλέποντας την ταινία σας θα 'λεγε κανείς πως ζούμε σε μια Ελλάδα όπου οι νέοι διάγουν έναν άκρως δημιουργικό βίο. Κι όμως πολλοί είναι αυτοί που τους κατηγορούν για έλλειψη ενδιαφερόντων.

«Φαίνεται ότι μιλάτε για κρετίνους, οπαδούς ομάδων, ή μέλη νεολαιών και φοιτητικών κομματικών παρατάξεων. Στη γειτονιά μου, στο εγκαταλειμμένο, το λεγόμενο και ιστορικό, κέντρο της Αθήνας, συναντώ πιο πολύ τους πρώτους, τους ψωνισμένους με την τέχνη τους, με τα κοινά, με κάτι τέλος πάντων. Και σ' αυτούς μάλλον οφείλεται το ότι υπάρχει ακόμη ζωή κι όχι μόνο πρέζα στην πόλη».

- Είσαστε από τις «δυνατές» φωνές στους «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη». Γιατί όμως νιώσατε την ανάγκη να ενσωματώσετε στην ταινία τα επεισόδια που σημειώθηκαν το φθινόπωρο σε ένα κινηματογραφικό ντιμπέιτ στον «Ιανό»;

«Γιατί κι αυτό το επεισόδιο είναι χαρακτηριστικό για τον χώρο και τη χώρα μας. Από την μια πλευρά τα ανενεργά σωματεία που διαχειρίζονται κεκτημένα -να τα πάλι- και διαπλέκονται με τους εκάστοτε κυβερνώντες. Κι από την άλλη οι νέοι και δραστήριοι δημιουργοί που βαρέθηκαν να τους κοροϊδεύουν οι δύο πρώτοι. Και υπάρχουν και μερικοί γέροι που δεν μπορούν τα σωματεία και υποστηρίζουν τους νέους...»

- Αλήθεια, τη στιγμή που άλλοι συνάδελφοί σας εστιάζουν στην κρίση της μέσης ηλικίας εσείς επιμένετε εδώ και χρόνια να γυρίζετε ταινίες για τις... κρίσεις νεανικής τρέλας.

«Γιατί δεν διανύω πια τη μέση ηλικία και δεν με απασχολεί αναδρομικά ούτε η τρίτη αυτή τη στιγμή. Προτιμώ να παλιμπαιδίζω».*

Μια οικογένεια στο πλατό

Ο Περικλής Χούρσογλου γνωρίζει πολύ καλά τους συμπρωταγωνιστές στη νέα του ταινία: είναι η γυναίκα του και τα παιδιά του

Ο Περικλής Χούρσογλου πήρε ένα μεγάλο ρίσκο στη νέα του ταινία, τον «Διαχειριστή». Αποφάσισε να παίξει ο ίδιος το βασικό ρόλο. «Πρόσεξε», του είχε πει η στενή συνεργάτριά του, η ενδυματολόγος Αναστασία Αρσένη, «γιατί κινδυνεύεις να καταστρέψεις και την ταινία και την καριέρα σου τη σκηνοθετική».

Μια πραγματική οικογένεια πρωταγωνιστεί στην ταινία «Διαχειριστής». Ο Περικλής Χούρσογλου με τη γυναίκα του, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, και τα δύο παιδιά τους.

Μια πραγματική οικογένεια πρωταγωνιστεί στην ταινία «Διαχειριστής». Ο Περικλής Χούρσογλου με τη γυναίκα του, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, και τα δύο παιδιά τους.

Ο Χούρσογλου έμεινε ξάγρυπνος πολλά βράδια. Αλλά το αποφάσισε. Και έδωσε μια ερμηνεία μετρημένη και ανθρώπινη. Το φιλμ βγαίνει στις αίθουσες στις 25 Φεβρουαρίου και παρουσιάζει μια πρωτοτυπία: ο σκηνοθέτης συμπρωταγωνιστεί με τη γυναίκα του, την καλή ηθοποιό Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, και τα δύο τους παιδιά!

«Ηθελα να κάνω μια ταινία που να μοιάζει με την ζωή, όχι με ταινία» μας λέει. Αλλά ξεκαθαρίζει: «Οχι, πάντως, ένα προσωπικό ημερολόγιο που θα μας εκθέτει δημόσια».

Ο πάντα ανθρωποκεντρικός Χούρσογλου («Μάτια από νύχτα», «Ο κύριος με τα γκρι», «Λευτέρης Δημακόπουλος») ενσαρκώνει έναν πενηντάρη που έχει να αντιμετωπίσει συζυγικά αδιέξοδα, μια ξεχαρβαλωμένη αποχέτευση, τα μπλεξίματα της πρώην διαχειρίστριας μητέρας του (Κατερίνα Γιουλάκη) και έναν υδραυλικό που ξέρει καλά τα «κόλπα» (Κώστας Βουτσάς). Απέναντι σε όλα αυτά νομίζει πως βρίσκει την απάντηση στο πρόσωπο μιας όμορφης εικοσάρας (Ευσταθία Τσαπαρέλη).

Ο Χούρσογλου είναι σήμερα επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Ως δάσκαλος κερδίζω το ένα πέμπτο απ' όσα θα έβγαζα στη διαφήμιση. Ομως, πολλές φορές ένα καλό μάθημα είναι τόσο καλό όσο ένα καλό γύρισμα», λέει.

Ο «Διαχειριστής» είναι η πιο προσωπική του ταινία. «Η μητέρα μου, στα 75 της, ανέλαβε την επισκευή της κεντρικής αποχέτευσης. Επρεπε να διαχειριστεί ένα μεγάλο ποσό. Ομως είχε συνηθίσει δίνει 500.000 δρχ. και να το γράφει σε χαρτομαντηλάκι. Και η πολυκατοικία είχε πια αλλάξει πολύ. Οι άνθρωποι ήταν πιο δύσπιστοι. Κάποια στιγμή λοιπόν, που βρίσκομαι στο γραφείο μου, ακούω απ' έξω να να τηβρίζουν κλέφτρα. Δεν βγήκα να την υπερασπιστώ. "Τα 'θελε και τα 'παθε", σκεφτόμουν. Υστερα όμως ντράπηκα. Και ανέλαβα διαχειριστής. Είχα μάλιστα και όραμα. Πίστευα πως και στο χειρότερο άνθρωπο, αν φερθείς με διαφάνεια, θα τον κερδίσεις. Οντως έγινε καλύτερη η πολυκατοικία. Οταν όμως έφυγα, σε μια βδομάδα έγινε χειρότερη κι από πριν».

-Ο ήρωάς σας λοιπόν κι εσείς έχετε πολλά κοινά...

«Με τον ίδιο ιδεαλισμό ξεκινά κι αυτός. Αλλά προσγειώνεται. Γρήγορα συνειδητοποιεί από τον υδραυλικό, τον Βουτσά, την πραγματικότητα. Ακόμα και η μητέρα του έπαιρνε μίζα... Θυμάμαι πως κι εγώ τότε ένιωθα συνεχώς θυμωμένος. Ετσι σκέφτηκα να γυρίσω μια ταινία για το θυμό. Ο συνεργάτης μου στο σενάριο, ο Γιαν Φλάισερ, με βοήθησε να συνειδητοποιήσω τις αιτίες αυτού του θυμού. Τη σύνδεσή του με την κρίση της μέσης ηλικίας. Ετσι, ενώ το πρώτο χέρι του σεναρίου εστίαζε περισσότερο στο μικρόκοσμο της πολυκατοικίας, στην πορεία η ταινία έγινε πιο υπαρξιακή».

Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας

-Αλήθεια, πόσο έχει αλλάξει αυτός ο μικρόκοσμος;

«Αν πάρουμε ως τυπικό παράδειγμα τη μέση αστική πολυκατοικία της μητέρας μου στην Καλλιθέα, πολύ. Παλιά υπήρχε ένας σεβασμός μεταξύ των ιδιοκτητών, γνωριζόντουσαν. Σήμερα οι περισσότεροι ένοικοι είναι ξένοι. Γιατί να σέβεται την κ. Χούρσογλου κάποιος που έχει έρθει από το Μπανγκλαντές; Η ζωή του είναι μια διαρκής πίεση. Αλλά και οι Ελληνες σήμερα έχουν άλλη αντίληψη περί ιδιοκτησίας. Ο άλλος "φορτώνει" όλη μέρα. Κι επειδή δεν μπορεί να τσακωθεί με το αφεντικό του και τον τροχονόμο, τσακώνεται με το γείτονα για μια γλάστρα».

-Βλέπω πως συνεχίζετε σταθερά να ενδιαφέρεστε για «μικρές» ανθρώπινες ιστορίες. Κι όχι για θεαματικές πλοκές...

«Ποτέ δεν με τράβαγε η χλιδή. Ούτε το περιθώριο. Μια τυχαία γκαρσόνα ή υπάλληλος με ενδιαφέρει. Θα ήθελα να τη δω να γυρνάει το βράδυ στο σπίτι της. Με ενδιαφέρει αν κάνει μπάνιο, αν μαγειρεύει, πώς βγάζει τα παπούτσια της. Αυτό, σιγά σιγά θα με οδηγήσει στις ελπίδες, τις απογοητεύσεις της. Ετσι δουλεύω και με τους ηθοποιούς μου. Προσπαθώ να ξεχάσω τι έχω γράψει στο σενάριο. Θέλω να ψαρέψω στοιχεία του καθενός. Οταν βλέπω 15 ανθρώπους για ένα ρόλο, το κριτήριό μου είναι: Ποιον θέλω να ξαναδώ; Είναι αυτός με την τσιριχτή φωνή; Αυτό διδάσκω και στους μαθητές μου: αν ο ηθοποιός σάς ρωτάει "αυτό πώς να το κάνω;", να λέτε δεν ξέρω. Οι χαρακτήρες μ' ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο από την πλοκή. Μπορεί κανείς να πει πως αφηγούμαι αφόρητα μικροαστικές ιστορίες!» (γελάει).

-Θα ήταν το ίδιο αν η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη δεν ήταν γυναίκα σας;

«Το ένστικτό μου με οδήγησε να παίξουμε όχι μόνο εγώ και η Βαγγελιώ αλλά και τα παιδιά μας. Εκείνη, βέβαια, είχε σοβαρές αντιρρήσεις. Το ίδιο και μια φίλη μας ψυχαναλύτρια. Τα παιδιά, μας εξήγησε, δύσκολα ξεχωρίζουν την πραγματικότητα από τη φαντασία. Αλλά το ήθελαν και τα ίδια τόσο, που τελικά το τολμήσαμε. Αργότερα, στην προβολή, ο μεγάλος έκλεινε τα μάτια του μικρού για να μη βλέπει τις ερωτικές μου σκηνές με την Ευσταθία!»

Συμφιλιώνεται με τον θάνατο

-Που είναι στην πραγματικότητα πρώην φοιτήτριά σας...

«Αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Επρεπε να πάψω να τη βλέπω σαν δάσκαλος. Ημουν μάλλον ντροπαλός. Αλλά έτσι είναι και ο ήρωας. Η άλλη μεγάλη δυσκολία ήταν ότι εκεί που έπαιζα έπρεπε ξαφνικά να βγαίνω από το πετσί του ρόλου, να πηγαίνω να δω στο μόνιτορ τη σκηνή και να διορθώνω πράγματα».

-Πάντως, και στην προηγούμενη ταινία σας μπαίνει ένα νεαρό κορίτσι στην εξίσωση...

«Εχει να κάνει με την κρίση που λέγαμε. Ο καθένας ίσως κάποια στιγμή αποζητήσει τη νεανική σάρκα. Για να ακουμπήσει λίγο πάνω της. Να αυτοεπιβεβαιωθεί. "Κι αν γυρίσω το κοντέρ στο μηδέν;" σκέφτεται. Στα πενήντα ίσως το κάνεις. Στα εξήντα δύσκολα. Ο "Κύριος με το γκρι" δεν το κάνει τελικά».

-Και τώρα, όμως, ο ήρωάς σας επιστρέφει τελικά στην οικογενειακή εστία. Νίκη ή ήττα;

«Η ζωή δεν μπαίνει σε ταμπέλες. Ομως, το τέλος είναι αισιόδοξο. Διότι τολμά να συμφιλιωθεί με αυτό που φοβάται: τον θάνατο».

-Την ταινία σας την πρωτοδείξατε στη Θεσσαλονίκη. Διαφωνήσατε εξ αρχής με τους «Ομιχλιστές» για το αν πρέπει η αποχή από το φεστιβάλ να είναι το μέσο πίεσης για νέο νόμο...

«Η προβολή ήταν εξαιρετική. Αλλά γενικότερα κυριαρχούσε ένα κλίμα απαξίωσης απέναντι στις ελληνικές ταινίες που τελικά προβλήθηκαν. Η "Ομίχλη" είχε επισκιάσει τα πάντα. Πήγα όμως γιατί ταυτόχρονα ήθελα να υποστηρίξω το θεσμό του φεστιβάλ. Στα κρατικά ασφαλώς και δεν διαγωνίστηκα. Ομως οι ταινίες μας είναι προϊόν μεγάλων κόπων. Εχει νόημα να παιχτούν. Εξάλλου, πιστεύω πως σε μια χρονιά τόσο σημαντικών ταινιών, όπως η "Στρέλλα", η "Ακαδημία Πλάτωνος", η "Ψυχή βαθιά",ο «Κυνόδοντας» το αίτημα για νέο νόμο θα μπορούσε να στηριχθεί ακριβώς στην ποιότητά τους».

-Πάντως, μέλος της νεοσύστατης Ακαδημίας Κινηματογράφου γίνατε...

«Μα η Ακαδημία δεν είναι μόνο των "Ομιχλιστών". Και οφείλω να σας πω πως, μετά το φεστιβάλ, ζήτησα να μπω στην "Ομίχλη". Γιατί ήθελα να δουλέψω στις ομάδες για την εκπαίδευση και το 1,5%, τομείς που ξέρω καλά. Ομως, υπήρξαν φοβερές αντιδράσεις. Φοβάμαι πως μέσα στην ιστορία αυτή υπάρχουν κινηματογραφιστές με καθαρούς στόχους για έναν καλύτερο κινηματογράφο, όμως ελλοχεύει ένας κίνδυνος: να ισχυροποιήσουν ακόμα περισσότερο τη θέση τους οι διανομείς και οι παραγωγοί. Σας θυμίζω πως σήμερα οι ταινίες που κάνουν τα πολλά λεφτά είναι ταινίες που έχουν φτιαχτεί εξ αρχής από διανομείς».

-Εσείς δυσκολευτήκατε να βρείτε διανομή;

«Κανείς διανομέας δεν σε παίρνει πια. Ακόμα και η "Στρέλλα", στο κύκλωμα του Filmcenter βγήκε. Η ελληνική κοινωνία δεν θέλει πια να καθρεφτίζεται μέσα από το ελληνικό σινεμά. Ή μάλλον προτιμά έναν παραμορφωτικό καθρέφτη που έχει διαμορφωθεί από όλα αυτά τα ελληνικά σίριαλ που υποτίθεται πως την εκφράζουν. Γι' αυτό και επιβραβεύονται οι κινηματογραφικές τους κόπιες...».*

Κάτια Ζυγούλη: «Δεν είμαι μοιραία, εξαρτώμαι από τον Σάκη»


Είναι δύσκολο αν έχεις διαβάσει το βιβλίο του Αντρέα Στάικου, «Επικίνδυνες μαγειρικές», να φανταστείς με σάρκα και οστά την ηρωίδα του, τη Νανά. Είναι μια φαμ φατάλ, ένα ποιητικό ον στα όρια του μυθολογικού, που παρασέρνει σε ένα παιχνίδι γευστικών και αισθησιακών απολαύσεων δύο άντρες, που για χάρη της μαγειρεύουν ακατάπαυστα.

Στις «Επικίνδυνες μαγειρικές», που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Βασίλης Τσελεμέγκος, ο Γιώργος Χωραφάς και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης -ως διάσημος κοσμοπολίτης σεφ ο ένας και ως μάγειρας σε πλοία ο άλλος- περνούν ώρες στην κουζίνα τους για την καρδιά και το κορμί της Κάτιας Ζυγούλη. Το πανέμορφο μοντέλο και σύντροφος του εξίσου λαμπερού Σάκη Ρουβά ανέλαβε το «βάρος» της Νανάς, στο ντεμπούτο της στην υποκριτική.

  • Πώς ήταν η πρωτόγνωρη για εσάς εμπειρία των γυρισμάτων;

«Είχα κάνει πολλά διαφημιστικά, αλλά τελικά δεν έχουν και πολύ σχέση με τη διαδικασία της ταινίας. Στο ένα κάνεις απλά την... όμορφη, στο άλλο υποκρίνεσαι έναν ρόλο. Εχω αγωνία για το αποτέλεσμα. Η εμπειρία ήταν πολύ ωραία. Διασκέδασα τρομερά. Βέβαια, κουράστηκα. Είχε πολύ ενδιαφέρον το πώς αναπτύσσονται στην πορεία οι σχέσεις με τους συνεργάτες και δημιουργείται ωραία ατμόσφαιρα».

  • Κάνατε μαθήματα υποκριτικής ή πέσατε κατ' ευθείαν στα βαθιά;

«Εκανα μόνο τρία μαθήματα ορθοφωνίας -τα πολύ βασικά τεχνικά, για παράδειγμα πώς να λέω μια πρόταση από το διάφραγμα και να παίρνω σωστές αναπνοές. Δηλαδή, σαν να διδάσκεσαι την αλφαβήτα, αλλά χωρίς να μαθαίνεις να γράφεις».

  • Η μεγαλύτερη αγωνία ποια ήταν;

«Φοβόμουν πως αν κολλούσα κάπου, θα πήγαινε πίσω το γύρισμα, θα έβγαιναν όλα εκτός προγράμματος και θα ταλαιπωρούνταν όλοι. Το άγχος αυτό βέβαια έφυγε απ' την πρώτη μέρα. Με βοήθησε πολύ ο σκηνοθέτης, Βασίλης Τσελεμέγκος».

  • Είχατε διαβάσει το βιβλίο του Ανδρέα Στάικου;

«Οχι. Ακόμα δεν το έχω διαβάσει. Ισως ακούγεται αντιεπαγγελματικό. Μπορώ να βρω χιλιάδες δικαιολογίες γιατί δεν το έκανα, όπως ότι δεν πρόλαβα. Μόλις όμως τελειώσουν, θα σας πω απλά ότι ίσως τελικά ήταν καλύτερα. Είχα την ευκαιρία να δημιουργήσω τη Νανά στο μυαλό μου».

  • Οπότε, πώς τη φανταστήκατε; Ο συγγραφέας την περιγράφει σαν ένα σύμβολο γυναικείο, σαν να μην έχει υλική υπόσταση...

«Προσπάθησα να φτιάξω μια ιστορία πίσω από τη Νανά. Υπήρχε πάντοτε η σκέψη τού αν η Νανά υπήρξε ή δεν υπήρξε, αν τα έζησαν όλα αυτά οι δύο άντρες στην πραγματικότητα ή στο μυαλό τους. Αυτό λίγο με μπέρδευε. Σίγουρα όμως είναι μια γυναίκα που βάζει πάνω απ' όλα την απόλαυση. Είναι μοιραία... μοιραία. Είναι ένα ξωτικό, μια νεράιδα. Αυτό δείχνουν ακόμα και τα ρούχα που φοράει. Τα υλικά τους είναι αέρινα και μαλακά».

  • Η Νανά έχει αυτή την ιδιαίτερη σχέση με τις γευστικές απολαύσεις. Εσείς τι σχέση έχετε με το φαγητό και τη μαγειρική;

«Εχω τέλεια σχέση με το φαγητό. Ποτέ δεν έχω προσέξει τη διατροφή μου περισσότερο από έναν μήνα. Γενικά τρώω λίγο παραπάνω από τον μέσο όρο. Τη μαγειρική την αντιμετωπίζω ως μια ευκαιρία να περιποιηθώ τους φίλους μου και αυτούς που αγαπώ. Δεν το κάνω καθημερινά, αλλά όταν συμβαίνει το χαίρομαι. Το μάξιμουμ χρόνου, όμως, που θα διαθέσω είναι όσο χρειάζεται ένα παστίτσιο. Είναι η σπεσιαλιτέ μου».

  • Ηταν στα όνειρά σας να γίνετε ηθοποιός;

«Μου το είχαν προτείνει παλιότερα, αλλά το απέφευγα. Μάλλον το φοβόμουν. Ισως επειδή είμαι τελειομανής. Δεν ένιωθα σιγουριά ότι θα μπορούσα να το κάνω καλά. Κανονικά λοιπόν, θα έπρεπε να είχα τρομοκρατηθεί πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, αλλά δεν συνέβη».

  • Προέρχεστε βέβαια από έναν χώρο, το μόντελινγκ, που είναι απαιτητικός και σκληρός...

«Εχω δουλέψει 14 χρόνια στο μόντελινγκ. Εχω ζήσει φοβερές δυσκολίες. Οι συνθήκες των γυρισμάτων της ταινίας μού φάνηκαν ιδανικές. Τα βραδινά γυρίσματα, για παράδειγμα, γίνονταν με ωραίες θερμοκρασίες. Ενώ στο μόντελινγκ μου έχουν τύχει εξτρίμ καταστάσεις: να είσαι μέσα στο παγωμένο νερό, Φεβρουάριο μήνα...».

  • Νιώσατε ποτέ ότι φθείρεστε από την υπερβολική έκθεση;

«Πάντοτε κρατούσα μια ισορροπία για να μην καώ. Υπήρχαν εποχές που έβγαινα και δέκα εξώφυλλα τον χρόνο, αλλά μετά κρατούσα μια απόσταση. Ευτυχώς υπήρχαν και τα επαγγελματικά ταξίδια και απουσίαζα εκ των πραγμάτων πολύ καιρό. Κάπως έτσι κρατούσα την ισορροπία: μαζεμένες δουλειές και μετά απουσία...».

  • Με την ταινία άνοιξε ένας δρόμος ακόμα για εσάς; Θέλετε να συνεχίσετε;

«Ναι, γιατί πέρασα όμορφα. Εχω όμως μια επιφύλαξη γιατί δεν έχω δει ακόμα την ταινία. Δεν ξέρω τι έχω κάνει και πώς θα νιώσω με το αποτέλεσμα...».

  • Οι τολμηρές σκηνές δεν σας δημιούργησαν δεύτερες σκέψεις;

«Αν συνέβαινε παλιότερα, θα ήμουν πιο ανέμελη. Σε αυτή τη φάση, όμως, είχα ηθικούς ενδοιασμούς. Είμαι μια νέα μαμά και επίσης εκτιμώ τον σύντροφό μου και δεν θα ήθελα να τον εκθέσω. Αλλά σκέφτηκα: "Δεν είμαι εγώ αυτή. Είναι η Νανά". Οπότε, το έκανα».

  • Το να σας δούμε, πάντως, σε έναν ρόλο σαν της Νανάς, δηλαδή μια ωραία Ελένη, είναι αναμενόμενο, αφού είστε ένα πρόσωπο που έχουμε συνδέσει με την ομορφιά. Πώς θα αντιδρούσατε αν σας πρότειναν κάτι κόντρα στο προφίλ σας;

«Κατ' αρχήν η Νανά, εκτός από το ότι είναι εμφανισιακά όμορφη, είναι τελείως κόντρα σε μένα. Δεν θεωρώ ότι είμαι μοιραία γυναίκα. Προτιμώ να είμαι ανοιχτό βιβλίο και να εξαρτώμαι από τον σύντροφό μου. Παλιότερα συζητούσα με έναν σκηνοθέτη στην πλάκα και με ρωτούσε αν ήθελα να παίξω. Του έλεγα ότι θα το έκανα μόνο αν ήταν να υποδυθώ την τρελή. Από παλιά λοιπόν ήθελα να παίξω την τρελή του... τρελοκομείου. Νομίζω ότι θα ήμουν καλή».

**Την Πέμπτη στις αίθουσες.

Κινηματογραφικά κονδύλια: όσα παίρνει ο άνεμος

Ο αναλυτικός κατάλογος των επιχορηγήσεων 2005-09 αποδεικνύει τη «μη ορθολογική και μη αναπτυξιακή κατανομή των πόρων», καταγγέλλει ο Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικών Εργων. Σωματείο πήρε 744.470 ευρώ και άγνωστο φεστιβάλ 312.000! Πάλι καλά που περισσεύουν κάτι λίγα για το Κέντρο Κινηματογράφου


Εχει κανείς αντίρρηση ότι στην Ελλάδα η κινηματογραφική πολιτική είναι ανυπόληπτη και ότι τα κρατικά κονδύλια κατασπαταλώνται σε διάφορους φορείς αντί να διοχετεύονται πάνω απ' όλα στην παραγωγή ταινιών, δηλαδή στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την ενίσχυση των ιδιωτών παραγωγών;

Ιδού η απάντηση και, μάλιστα, με τον πιο υπεύθυνο τρόπο. Η Διεύθυνση Κινηματογραφίας του Υπουργείου Πολιτισμού αναγκάστηκε να δώσει στον Σύνδεσμο Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικών Εργων (ΣΑΠΟΕ) αναλυτικό κατάλογο των χρηματοδοτήσεων των τελευταίων 5 ετών (2005-2009). Ο ΣΑΠΟΕ τον έδωσε χθες στη δημοσιότητα καταγγέλλοντας τη «μη ορθολογική και μη αναπτυξιακή κατανομή των πόρων, που η διεύθυνση Κινηματογράφου σπεύδει να υλοποιήσει χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόταση, χωρίς εκτίμηση απόδοσης, χωρίς έλεγχο».

Ο ΣΑΠΟΕ ζητάει την άμεση παρέμβαση του υπουργού Παύλου Γερουλάνου και για ακόμα έναν λόγο. Η Διεύθυνση Κινηματογράφου του ΥΠΠΟ, όπως υποστηρίζει, καθυστερεί «αναίτια και αναιτιολόγητα» την ολοκλήρωση και υπογραφή των απαραίτητων εγγράφων για να εφαρμοστεί επιτέλους, για πρώτη φορά, η σύμφωνα με τον νόμο του 1986 επιστροφή κατευθείαν στους παραγωγούς μέρους του φόρου επί των εισιτηρίων. *

Friday, January 29, 2010

ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ: Οι αριθμοί της απαξίωσης


«Απογραφή» της ένδειας του ελληνικού κινηματογράφου αποτελούν τα στοιχεία της οικονομικής επιχορήγησης προς 26 φορείς που έθεσε υπόψη η Διεύθυνση Κινηματογράφου και Οπτικοακουστικών Μέσων του ΥΠΠΟ-Τ στο Σύνδεσμο Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικού Εργου (ΣΑΠΟΕ), μετά από αίτημα του τελευταίου. Τα στοιχεία αφορούν στην πενταετία 2005 - 2009, δηλαδή την κυβερνητική περίοδο της ΝΔ, που είχε τα ίδια χάλια με την κυβερνητική περίοδο του ΠΑΣΟΚ.

Το παραπάνω διάστημα, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, κατεξοχήν κρατικός φορέας για την ανάπτυξη και προβολή του εγχώριου σινεμά, χρηματοδοτήθηκε συνολικά με 34,9 εκ ευρώ (μόλις 7 εκ. ευρώ ετησίως). Αντιθέτως, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που ουσιαστικά απαξίωσε από τις αρχές της 10ετίας του '90 τον ελληνικό κινηματογράφο προς όφελος των ξένων παραγωγών και του αστικού «κοσμοπολιτισμού», χρηματοδοτήθηκε με 31,5 εκ. ευρώ ή 6,3 εκ. ευρώ ετησίως, για λίγες μέρες διοργάνωσης!

«Ανέκδοτο» είναι η επιχορήγηση της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, της κατεξοχήν «κιβωτού» της φιλμικής μνήμης της χώρας, με 1,1 εκ. ευρώ (223.000/έτος). Το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, που προβάλλει κάθε χρόνο το σύνολο σχεδόν της ελληνικής μικρού μήκους ταινίας (που παραμένει στα «αζήτητα» της εμπορικής διανομής) επιχορηγείται με μόλις 1,4 εκ. ευρώ (292.000/έτος). Αναλόγως, το Διεθνές Φεστιβάλ Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους, μοναδικό στο είδος του στην Ελλάδα και ένα από τα καλύτερα στην Ευρώπη, λαμβάνει 640.000 ευρώ (128.000/έτος).

Οι παραγωγοί, πάντως, διαμαρτύρονται για τους δικούς τους λόγους. Ο ΣΑΠΟΕ σημειώνει ότι «σε μια περίοδο, που είναι αναγκαία όσο ποτέ η ενίσχυση της κινηματογραφικής παραγωγής, με κίνητρα στον ανεξάρτητο παραγωγό και που μετά από τεράστια προσπάθεια χρόνων καταφέραμε να ξεκινήσουν οι διαδικασίες για εφαρμογή του σχετικού νόμου του 1986, για πρώτη φορά, η Διεύθυνση Κινηματογράφου του ΥΠΠΟ, καθυστερεί - αναίτια και αναιτιολόγητα - την ολοκλήρωση και υπογραφή των απαραίτητων εγγράφων για την εφαρμογή του νόμου, παρά το γεγονός ότι η αρμόδια επιτροπή έχει ολοκληρώσει το έργο της εδώ και αρκετούς μήνες (...)».

Ωστόσο, ο προσανατολισμός της κρατικής κινηματογραφικής πολιτικής είναι η στήριξη της ιδιωτικής παραγωγής σε βάρος των δημιουργών, κάτι που προκύπτει από τις θέσεις των αστικών κομμάτων και βέβαια από την πολιτική που εφαρμόζουν ως κυβερνήσεις και που θα ενταθεί με το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο. [ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Σάββατο 30 Γενάρη 2010]

Thursday, January 28, 2010

Ο Κλιντ παίζει ράγκμπι

ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

«Ανίκητος». Μόργκαν Φρίμαν, η ρεπλίκα του Μαντέλα

Η ενοχική συνείδηση ενός λευκού ξεπλένεται σε γήπεδο του ράγκμπι με αρχηγό τον Νέλσον Μαντέλα στη Νότια Αφρική. Α ρε Κλιντ, με το ράγκμπι δεν κάνεις πολιτική. Τα μεταξωτά βρακιά χρειάζονται κι επιδέξια, σκεπτόμενα, διαβασμένα μυαλά. Όπως ο Ολυμπιακός, έτσι κι ο Κλιντ Ίστγουντ. Κανείς σ΄ αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί να είναι αιωνίως πρωταθλητής!
  • Του Δημήτρη Δανίκα, TA NEA: Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Απότομη προσγείωση. Στα επίπεδα μιας συνηθισμένης αμερικανιάς. Άγευστης, άχρωμης, αδιάφορης χαριτωμενιάς. Τι είναι πολιτική; Μα φυσικά Ρublic Relations (δημόσιες σχέσεις). Τι είναι πολιτικός; Μα φυσικά ο άριστος επικοινωνιακός. Ποιο είναι το μέσον για την συμφιλίωση μαύρων και λευκών; Το γήπεδο του ράγκμπι κι ένας τελικός. Τι είναι ο «Ανίκητος» («Ιnvictus»); Μια ώρα «Καλημέρα κύριε πρόεδρε» και μια ώρα μπάλα!

Το στόρι σαν στιγμιότυπα από Μικροπολιτικό. Μετά την αποφυλάκιση, τον εκλογικό θρίαμβο και την εγκατάσταση του Μαντέλα (Μόργκαν Φρίμαν) στο προεδρικό μέγαρο, εγκαινιάζεται τακτική συγχώρεσης, συμφιλίωσης και ενότητας των δύο φυλών.

Ένα από τα πρώτα μέτρα, η συνύπαρξη μαύρων με λευκούς bodyguards για την προστασία του Μαντίμπα (η φιλική, από τους μαύρους, προσφώνηση του Μαντέλα). Όμως εκείνος βλέπει ακόμα πιο μακριά. Έτσι καταλήγει στον αθλητισμό. Το παρελθόν διχάζει. Όμως το ράγκμπι ενώνει. Και επιλέγει, ως προνομιακό συνομιλητή του, έναν λευκό. Τον αρχηγό της εθνικής ομάδας με το όνομα Φρανσουά Πινάρ (Ματ Ντέιμον). Αυτός ο συνδετικός κρίκος των δύο αιώνιων εχθρών. Τακτικός ελιγμός με μότο «Πρέπει όλοι να υπερβούμε τις προσδοκίες μας. Η συγχώρεση λυτρώνει και απομακρύνει τον φόβο από την ψυχή. Μεγάλο έθνος με μια φωνή». Έτσι, ο Φρανσουά καταφθάνει στο προεδρικό γραφείο, πίνουν τσάι, σπάει ο πάγος, έτσι ο Μαντέλα τον προπονεί ψυχολογικά κι έτσι η εθνική της Νότιας Αφρικής φτάνει στα τελικά. Αποτέλεσμα; Στον πιο κρίσιμο αγώνα για την κατάκτηση του παγκόσμιου κυπέλλου το καλοκαίρι του 1995, η Νότια Αφρική κερδίζει την πολεμοχαρή και μέχρι εκείνη τη στιγμή ακατανίκητη μηχανή της Νέας Ζηλανδίας. Θρίαμβος!

Εντελώς, μα εντελώς αδιάφορα όλα αυτά. Για τους εξής απλούς λόγους. Ορατούς από πολύ μακριά. Ο πρώτος, τα αποτελέσματα τα συγκεκριμένα και σημερινά. Η εγκλη ματικότητα, η φτώχεια και ο αλληλοσπαραγμός των δύο εχθρών, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι διοργανωτές του παγκόσμιου κυπέλλου ποδοσφαίρου που θα διεξαχθεί το καλοκαίρι στη Νότια Αφρική. Μα, είναι ποτέ δυνατόν να κάνεις πολιτική με τη στρογγυλή θεά; Λόγια του διαφημιστικού αέρα. Λόγια κοπανιστά. Αν ήταν έτσι, τότε και στην Ελλάδα του 2004 με τον Ζαγοράκη αρχηγό θα τρώγαμε όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, γιουβέτσι λαχταριστό.

Ο δεύτερος, ολότελα κινηματογραφικός. Ούτε μισό δράμι δραματουργίας. Όπως μπαίνει, έτσι βγαίνει ο αρχηγός. Σα να ΄χει καταπιεί μπαστούνι του γκολφ. Ακούνητος σαν βράχος εθνοσωτήριος και μουσειακός. Η πρώτη κόκκινη κάρτα του διαιτητή για τον παικταρά Μόργκαν Φρίμαν. Η δεύτερη στον Ματ Ντέιμον. Το ίδιο ακούνητος και αυτός. Τις πταίει; Φυσικά ο προπονητής. Τον λένε Κλιντ Ίστγουντ, αλλά επί της ουσίας ίδιες επιδόσεις και ίδια αποτελέσματα όπως ο Ζίκο που έφυγε νύκτα. Τρίτη κόκκινη κάρτα για το μισό της ταινίας. Τι μ΄ ενδιαφέρει εμένα πώς παίζεται το ράγκμπι. Άσε που για τους Ευρωπαίους μοιάζει με το ξύλο της αρκούδας. Και τελευταίος λόγος η ακαδημαϊκή, επίπεδη, σκηνοθεσία. Σα να διαβάζει κάποιος με μονότονη φωνή ένα ρεπορτάζ χωρίς πνοή. Πώς το ΄κανε αυτό; Τι να σας πω. Μπορεί παραγγελιά. Μπορεί παραξενιά. Μπορεί και τα δύο αγκαλιά. Αδιάφορο για τον θεατή. Σημασία έχει η εξής λυπητερή. Μετά τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά κοιτούσα το ρολόι μου με βαριά χασμουρητά. Τέλος πάντων. Ένα πράγμα είναι γνωστό. Όπως στο φινάλε τού «Some like it hot». Κανείς δεν είναι τέλειος, my friend. Μια άλλη φορά με τον Κλιντ Ίστγουντ τον μοναδικό!

«Ανίκητος»
Καλημέρα κύριε πρόεδρε
Ένα ράγκμπι την ημέρα κάνει τον θεατή πέρα
Η χειρότερη στιγμή του Κλιντ Ίστγουντ
ΒΑΘΜΟΙ=3 (the big varemara)

Η ομορφιά είναι ο Σατανάς

Τολμηρό εξωτερικά. Άτολμο εσωτερικά. Ενδιαφέρον με την πρώτη ματιά. Όμως για την εντύπωση και τα ταμεία όλα αυτά. Ακραία αλλά εντελώς ρηχά. Επί της ουσίας μια μεταμοντέρνα, αγοραία, μπαλοθιά. Ο λόγος για μια ακόμα κινηματογραφική μεταφορά του πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι (Dorian Gray) του Όλιβερ Πάρκερ. Ο σοφός Όσκαρ Ουάιλντ εξακολουθεί να πουλάει βρετανικά!

Ο Πάρκερ, λοιπόν, διέπραξε μια «αυθαίρετη» μεταφορά. Καμία αντίρρηση. Κατά βάθος- αόρατο σε μια πρώτη, επιπόλαιη ματιά- αυτό το έργο αποτελεί το πιο αξιόπιστο ψυχογράφημα του Όσκαρ Ουάιλντ. Η περίπτωση του πανέμορφου Ντόριαν Γκρέι δεν είναι κυρίως για τα αιώνια νιάτα και την αιώνια ομορφιά. Αυτός είναι μόνο ο εμφανής ιμάντας. Στην πραγματικότητα με τη σατανική περίπτωση του Ντόριαν Γκρέι ενοχοποιείται το σώμα, η απόλαυση, οι ετεροφυλικές σχέσεις, ο γάμος, η γυναίκα και ο επιβήτορας. Όλα όσα απεχθανόταν ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο περίτεχνος και σχεδόν αξεπέραστος σαρκασμός του εναντίον του πουριτανισμού και των κοινωνικών συμβάσεων συνοψίζεται σ΄ αυτό το έργο. Από τη μια η σαπίλα μιας κοινωνικής ελίτ που ό,τι αγγίζει το διαφθείρει. Από την άλλη, το προσωπικό του στίγμα, η αόρατη στο έργο ομοφυλοφιλία του. Το μίσος για κάθε εραστή του. Ένα σύμπλεγμα κοινωνικής κριτικής και ταυτόχρονα προσωπικής, εσωτερικής, παρακμής. Με ένα λόγο, ο Γκρέι υποδηλώνει πως η κοινωνική απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας ήταν τόσο καταλυτική, που ακόμα και ο ελεύθερος και περιθωριακός Όσκαρ Ουάιλντ είχε επηρεαστεί βαθιά απ΄ αυτήν. Που πάει να πει, μισούσε την «παρέκκλισή» του. Δηλαδή, πίστευε και ο ίδιος πως η ομοφυλοφιλία του ήταν αρρώστια. Λογικό. Οι απαγορεύσεις πορεύονται με τις στρεβλώσεις.

Γνωστή η ιστορία. Την υπενθυμίζω για να προχωρήσει η κριτική διαδικασία. Ο Ντόριαν Γκρέι, νέος και ωραίος από την επαρχία στη λονδρέζικη αριστοκρατία. Ο Μπαζίλ (Μπεν Τσάπλιν) τον ζωγραφίζει. Ένας αριστοκράτης (Κόλιν Φερθ) τον διαφθείρει. «Ο γάμος», του λέει, «γεμίζει τη ζωή με απάτες». «Μην απαγορεύσεις τίποτα στον εαυτό σου. Η συνείδηση είναι το πρόσχημα των δειλών». Άλλο που δεν ήθελε το παλικάρι. Έτσι κρύβει το πορτρέτο. Έτσι, πιστεύει, κοροϊδεύει τον χρόνο. Έτσι πουλάει την ψυχή του στον Σατανά. Έτσι ρίχνεται στην ακολασία. Έτσι διαπράττει όλα τα πταίσματα, τα κακουργήματα, ακόμα και φονικά. Για να κερδίσει αιώνια νιάτα, αιώνια ομορφιά. Πλάνη απροσμέτρητη και βαθιά!

Ο Πάρκερ είδε το έργο σαν αφορμή για μια σκανδαλιστική ιστορία. Η μια παρτούζα διαδέχεται την άλλη. Το ένα σύμπλεγμα το άλλο. Το ένα πορνείο να διαδέχεται το σαλόνι και τη σαπίλα. Ανεξάρτητα από φύλο και ηλικία. Που πάει να πει, και την κόρη και τη μάνα και τον πατέρα. Όλοι να ευλογηθούν από την ομορφιά του παιδαρά. Με την ίδια μονότονη μουσική συνοδεία και όλα στο μάξιμουμ χωρίς ουσία. Κάτι σαν τον «Δικηγόρο του διαβόλου» χωρίς τον Αλ Πατσίνο και τον Κιάνου Ριβς. Διότι με ακατοίκητο βλέμμα ο κούκλος ο πρωταγωνιστής (Μπεν Μπαρνς). Το συμπέρασμα της μιας γραμμής. Αν σου βαστάει, κάνε σκληρό, καλλιτεχνικό, πορνό να υποκλιθώ στον τολμηρό τον Βρετανό. Εγώ ένα πράγμα κρατάω από τον Όσκαρ Ουάιλντ. Μια ρήση που για την εποχή μας ταιριάζει γάντι: Όλοι ζούμε στον υπόνομο, όμως μερικοί από μας κοιτάνε τ΄ αστέρια!

«Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι»
Ελεύθερη, σκανδαλιστική, ομορφιά
Σαν σελίδες του «Ρlayboy»
Με ακατοίκητο βλέμμα ο πρωταγωνιστής
ΒΑΘΜΟΙ=5 (πορνογραφία γιοκ)

Η υπέρτατη τέχνη της αναπαράστασης

Έτσι ε! Οι Κινέζοι παράγουν άχρηστα και φτηνά. Κούνια που σας κούναγε, παιδιά. Κοπιάστε σε μια ταινιάρα να πάθετε μεγάλη πλάκα. Μέσα στις καλύτερες της χρονιάς. Η υπέρτατη τέχνη της αναπαράστασης. Ισοδύναμη, ίσως και καλύτερη από τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» του Σπίλμπεργκ. Με τίτλο «Η πόλη της ζωής και του θανάτου» («City of Life and Death») του Λου Τσουάν.

Το 1937 ο αυτοκρατορικός στρατός της Ιαπωνίας ορμάει, σαρώνει, σκοτώνει, κανιβαλίζει, βιάζει, καταστρέφει, γκρεμίζει. Η Νανγίνγκ, πρωτεύουσα (τότε) της Κίνας, μεταβάλλεται σε δυσθεώρητο σωρό από σάρκες, σκόνη και ερείπια. Οι Κινέζοι αποτιμούν τριακόσιους χιλιάδες τους νεκρούς. Οι Ιάπωνες ισχυρίζονται πως σκοτώθηκαν οι μισοί. Παιδιά, μην τσακώνεστε. Έτσι κι αλλιώς, η σφαγή είναι πρωτοφανής. Μπροστά σ΄ αυτό το μακελειό, οι σωροί των πτωμάτων Εβραίων στην εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας μοιάζει με συνηθισμένο περιστατικό!

Αν η ταινία ήταν Μade in Αmerica, θα πήγαινε για Όσκαρ σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, παραγωγής. Απίστευτη ψιλοβελονιά. Όλα, ακόμα και τα τελευταία καδρόνια, εντελώς αυθεντικά. Πλήθος οι κομπάρσοι και οι ηθοποιοί. Και μόνο η καθοδήγηση, η οργάνωση και η πραγμάτωση ενός τόσο κολοσσιαίου εγχειρήματος είναι άθλος για την τέχνη την κινηματογραφική. Η μηχανή σε διαρκή, αργή κίνηση τράβελινγκ, να αποτυπώνει ανάγλυφα, αλλά από απόσταση, την κόλαση την πολεμική. Κάπου εδώ ο Λου Τσουάν συναντάει τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ της αθάνατης ταινίας «Σταυροί στα χαρακώματα». Τα ντεκόρ σαν έργο θεών. Και η σκηνοθεσία να ενορχηστρώνει μια μουσική συμφωνία σα λυρική εποποιία. Ο θρίαμβος μιας απίστευτης ρεαλιστικής, ζωντανής, τοιχογραφίας!

Τρία τα πλεονεκτήματα απ΄ αυτή την αξιοθαύμαστη ιστορία. Το πρώτο, η ανωτερότητα της κινέζικης κινηματογραφίας. Πρώτη φορά που οι Κινέζοι τα βάζουν στα ίσα με τη δική μας (ευρωπαϊκή και αμερικανική) αφηγηματική διαδικασία. Το δεύτερο, η διαλεκτική των αντιθέσεων. Από την καταστροφή προκύπτει αντιπολεμική κραυγή. Απλώς η αυθεντική αναπαράσταση αυτής της σφαγής προκαλεί τη μέγιστη απέχθεια για κάθε εισβολή. Πλαγίως δηλαδή εναντίον κάθε ιμπεριαλιστικής λογικής. Χωρίς ίχνος ρητορείας. Δίχως ευχολόγια και δάνεια από σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Το τρίτο η Ιστορία. Όπως συμβαίνει με κάθε πολιτισμό. Από τον βρετανικό, γερμανικό, γαλλικό και φυσικά αμερικανικό. Όλοι, μα όλοι, τροφοδοτούνται από το αίμα και τις μυλόπετρες που αλέθουν τους λαούς. Έτσι και με την Ιαπωνία του απόλυτου μινιμαλισμού. Τα πτώματα εκατοντάδων χιλιάδων Κινέζων της Νανγίνγκ, η πρώτη ύλη της μεγάλης πατρίδας του Ανατέλλοντος Ηλίου, της ιαπωνικής φυλής. Μάθημα κινηματογράφου και Ιστορίας. Στιγμή μοναδική!

«Η πόλη της ζωής και του θανάτου»
Τhe best film
Καλύτερης σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, παραγωγής
Φρίκη πολέμου, κανιβαλισμός Ιαπωνίας ιμπεριαλιστικής
ΒΑΘΜΟΙ=8 (εξαιρετικό)

Από την Υπατία στις απαγωγές από UFΟ

«Αgora». Ιστορική ταινία του Ισπανού Αλεχάντρο Αμενάμπαρ («Οι άλλοι», «Η θάλασσα μέσα μου»). Με Ρέιτσελ Βάις, Μαξ Μινγκέλα, Ρούπερ Έβανς. Στην Αλεξάνδρεια, προς τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. Όπου η Υπατία (Ρέιτσελ Βάις) διδάσκει Επιστήμη και Λογική, αλλά τα στίφη των χριστιανών, υπό τις ευλογίες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ορμούν εναντίον ειδωλολατρών. Πλιάτσικο, φωτιά, καταστροφή. Ποιος είπε πως ο φονταμενταλισμός είναι μουσουλμανικός; Λάθος. Εμείς οι χριστιανοί, οι πρωταθλητές παντού. Από Νότια Αμερική, Ιερά εξέταση, Σταυροφορίες και Αποικίες. Κανιβαλισμός με τις ευλογίες της Εκκλησίας. Με χλαμύδες η ταινία αλλά με βλέμμα στραμμένο στη φρίκη την αμερικανική. Τολμηρός ο Ισπανός. Καθολικός αλλά άψογος και αντικειμενικός. Να τα βλέπουμε εμείς, οι Ευρωπαίοι και τάχα μου αντικειμενικοί. Όμως άνιση η ταινία. Ο όγκος της παραγωγής κατάπιε την ουσία της αισθητικής. Περιγραφική η σκηνοθεσία. Απλώς μια σιδερωμένη χλαμύδα.

ΒΑΘΜΟΙ=4
(καλές προθέσεις, ελάχιστες επιτεύξεις)
«Τhe Fourth Κind». Ταινία τρόμου του Οlatunde Οsunsanmi. Με Μίλα Γιόβοβοτς, Ηλία Κωτέα, Ουίλ Πάτον. Όπου, λένε, τέσσερις οι τύποι των ανθρώπινων επαφών με UFΟ. Τελευταία και χειρότερη, η απαγωγή. Βρισκόμαστε στην Αλάσκα και στην πόλη Νομ όπου ετησίως αναφέρονται απίστευτοι αριθμοί αγνοουμένων. Τι συμβαίνει; Κανιβαλισμός!

ΒΑΘΜΟΙ=0 (Κρεοπωλείο)

Εναντίον της παχυσαρκίας

«Βρέχει κεφτέδες» («Cloudy with a Chance of Μeatballs»). Τρισχαριτωμένο και ωφέλιμο Αnimation με σκηνοθέτες Φιλ Λορντ και Κρίστοφερ Μίλερ. Εναντίον πλαστικής ευδαιμονίας, οικονομικής φούσκας και παιδικής παχυσαρκίας. Πιτσιρικάς σε μικρή κουκκίδα του Ατλαντικού, υιός ψαρά, παριστάνει τον εφευρέτη και τα κάνει όλα λίμπα. Η σαρδελοβιομηχανία της περιοχής σφραγίζεται, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η οικονομία της περιοχής. Αλλά ο Φλιντ (το όνομα του πιτσιρικά) ο σωτήρας. Με μια περίεργη χημική ένωση νερού και με εκτοξευτήρα προς τον ουρανό, αρχίζει να βρέχει κεφτέδες, μακαρόνια, τυρί και τηγανιτά αυγά. Ό,τι ζητάει η όρεξη του καθενός. Όμως στο τέλος οι κεφτέδες πέφτουν από τον ουρανό σε μέγεθος κοτρόνας. Τα μακαρόνια σαν γιγαντιαία φίδια. Και τα ακέφαλα κοτόπουλα σαν άλιεν που ορμούν εναντίον ανθρώπων και τουριστών. Η απόλυτη καταστροφή. Με απλά λόγια, η αθεράπευτη βουλιμία και η πλαστική τροφή καταλήγουν σε μια ταινία τρόμου για την υγεία και το παιδί. Ουκ εν τω πολλώ το ευ. Που πάει να πει, επιστροφή στην απλή, σπιτική, μεσογειακή διατροφή!

ΒΑΘΜΟΙ=7 (πολύ καλό)