Sunday, September 26, 2010

«Η απληστία έχει γίνει σικ»

Υπεύθυνος: Επιμέλεια: ΕΥΑΝΝΑ ΒΕΝΑΡΔΟΥ
Τα τελευταία χρόνια η κινηματογραφική πορεία του Ολιβερ Στόουν είχε πάρει την κατιούσα. Μας έδωσε έναν μάλλον κωμικό «Αλέξανδρο», έναν πληκτικό, άνευρο Μπους («W») και μια καλοφτιαγμένη αλλά χωρίς βάθος ταινία για τους «Δίδυμους Πύργους». Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα αντανακλαστικά του απέναντι στην επικαιρότητα, ούτε την κοινωνική του ευαισθησία. Ομως από τις τελευταίες ταινίες του κάτι έλειπε.
Και να που τώρα, πάνω από είκοσι χρόνια μετά το θρυλικό «Γουόλ Στριτ», εμπνέεται από την οικονομική κρίση και επιστρέφει με ένα σίκουελ στο οποίο ξαναβρίσκει κάτι από τον παλιό καλό του εαυτό. Το «Γουόλ Στριτ: το χρήμα ποτέ δεν πεθαίνει» δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο. Ο Μάικλ Ντάγκλας υποδύεται ξανά τον Γκόρντον Γκέκο που του χάρισε Οσκαρ Α' ανδρικού ρόλου το 1988, ενώ το σενάριο υπογράφει ο Αλαν Λόεμπ, ο οποίος πέρα από σεναριογράφος είναι και πτυχιούχος χρηματιστής.
Εχοντας μόλις αποφυλακιστεί, ο πανούργος πλην γοητευτικός Γκόρντον Γκέκο βρίσκεται ξαφνικά στο περιθώριο του κόσμου στον οποίο μέχρι πρότινος κυριαρχούσε. Ολη η ταινία περιστρέφεται γύρω από την προσπάθειά του να τα ξαναβρεί με την κόρη του Γουίνι και να επανέλθει στο προσκήνιο. Ομως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας του Στόουν είναι ο κόσμος των άπληστων «αρπακτικών» με το λευκό κολάρο, με τους οποίους συγκρούεται ο νεαρός χρηματιστής Σάια Λα Μπεφ - αρραβωνιαστικός της κόρης του Γκέκο.
  • «Νέα φρούτα» στη Γουόλ Στριτ
Γιος χρηματιστή ο ίδιος, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τον κόσμο της «φούσκας» της Γουόλ Στριτ λίγο πριν σκάσει -και αμέσως μετά. Δείχνει ανθρώπους που μέσα σε μια νύχτα χάνουν τα πάντα. Παχυλά μπόνους εξανεμίζονται, γιάπηδες βλέπουν τον κόσμο τους να καταρρέει, χιλιάδες θέσεις εργασίας χάνονται, άνθρωποι αυτοκτονούν. Και κάποιοι άλλοι συνεχίζουν να βγάζουν λεφτά από τις ζημιές των άλλων. Ο Στόουν δίνει έμφαση στο γεγονός πως τελικά τον λογαριασμό αναγκάστηκε να πληρώσει η ίδια η κυβέρνηση των ΗΠΑ: πληρώνοντας δισεκατομμύρια δολάρια στις τράπεζες που βγήκαν και πάλι κερδισμένες, σε βάρος του κόσμου.
Ο Γκέκο εμφανίζεται προφητικός: «Την έχετε γαμήσει όλοι. Απλώς δεν το ξέρετε ακόμα», λέει, πριν τιναχτούν όλα στον αέρα. «Πάντα έλεγα πως η απληστία είναι καλή. Τώρα φαίνεται πως είναι και νόμιμη».
Πρέπει να του το αναγνωρίσουμε: ο 64χρονος σήμερα Ολιβερ Στόουν καταφέρνει πάντα να προκαλεί συζητήσεις. Πριν την κινηματογραφική του καριέρα, δούλεψε ως ταξιτζής, βοηθός παραγωγής και πωλητής, ενώ υπηρέτησε και στο Βιετνάμ. Κι ύστερα σπούδασε σινεμά και κέρδισε τρία Οσκαρ: καλύτερης σκηνοθεσίας για τις ταινίες «Platoon» και «Γεννημένος την 4η Ιουλίου», καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για «Το εξπρές του μεσονυχτίου».

- Γιατί αποφασίσατε να επιστρέψετε στη «Γουόλ Στριτ»;

«Πέρυσι διάβασα το σενάριο και με κέντρισε το γεγονός ότι αναφέρεται στην οικονομική κρίση του 2008. Αλλά και το ότι ξεκινά με την αποφυλάκιση του Γκέκο. Στην πορεία το κάναμε ακόμα πιο επίκαιρο. Η αλήθεια είναι πως αν δεν μεσολαβούσε η κρίση δεν θα με ενδιέφερε το θέμα».

- Ο Μάικλ Ντάγκλας συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό σας για ένα σίκουελ;

«Αυτός ήταν που ήρθε και μου ζήτησε να το κάνουμε. Ηταν άλλωστε και ο παραγωγός της ταινίας. Και πριν από χρόνια το συζητούσαμε, αλλά τότε δεν με ενδιέφερε».
- Τι σας κέντρισε περισσότερο;
«Πρόκειται για μια συναρπαστική ιστορία που αφορά τρεις γενιές: τον Γκόρντον Γκέκο στα εξήντα του, τον σαραντάρη χαρακτήρα που ερμηνεύει ο Τζος Μπρόλιν και τον εικοσάρη Σαϊα Λα Μπεφ. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι είναι τα κόλπα που μηχανεύεται ο πρώην κατάδικος Γκέκο για να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Υπάρχει μια έκπληξη γύρω απ' αυτό, αλλά δεν μπορώ να προδώσω το στόρι».

- Πόσο αυθεντικός είναι ο χαρακτήρας του επενδυτή που ερμηνεύει ο Τζος Μπρόλιν;

«Ανθρωποι σαν κι αυτόν αποτελούν νέα δημιουργήματα της Γουόλ Στριτ. Αντιπροσωπεύει τους σημερινούς μεγαλοκαρχαρίες. Οταν διακυβεύονται τέτοια ποσά, η αφοσίωση και η ειλικρίνεια πάνε περίπατο. Ο Γκέκο ανήκει στην παλιότερη γενιά. Στην πραγματικότητα, αν και πανέξυπνος είναι πλέον ολίγον ντεμοντέ. Ομως καταφέρνει και πάλι να βάλει χέρι σε μια ολόκληρη περιουσία...».

- Ενα πέρασμα κάνει και ο Τσάρλι Σιν της πρώτης ταινίας...

«Ναι, γιατί είναι ενδιαφέρον να δεις πώς εξελίχθηκε. Πήγε κι αυτός φυλακή, αλλά για πολύ λίγο. Ο Γκέκο, αντίθετα, μπήκε μέσα για πολλά άλλα παραπτώματα, όχι μόνο για χρηματιστηριακές κομπίνες. Ο Τσάρλι επέστρεψε στην δουλειά και τα πήγε πολύ καλά. Ο Σάια Λα Μπεφ είναι με έναν τρόπο ο νέος Τσάρλι Σιν της ταινίας, όμως βρίσκεται σε υψηλότερο πόστο στην οικονομική πιάτσα. Το '80 οι άνθρωποι έβγαζαν εκατομμύρια δολάρια. Τώρα δισεκατομμύρια. Ο Τσάρλι ήταν χρηματιστής. Ο Σάια παίζει έναν τραπεζικό επενδυτή. Η Σούζαν Σάραντον παίζει τη μητέρα του. Είναι κτηματομεσίτρια και παγιδεύεται με την κρίση. Αρχίζει να δανείζεται σαν τρελή. Είναι ενδιαφέρον».
Κέρδη από τοξικά χρέη

- Πιστεύετε πως τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ τα τελευταία 20 χρόνια;

«Η Γουόλ Στριτ ανέκαθεν αποτελούσε ένα κλειστό παιχνίδι. Η εσωτερική πληροφόρηση είναι δύναμη, και οι άνθρωποί της μοιράζονται πληροφορίες. Αυτή είναι η φύση του παιχνιδιού. Ομως, ναι, ήταν διαφορετικά το 1987. Τώρα το πράγμα γιγαντώθηκε. Τα λεφτά που παίζονται είναι πολύ περισσότερα».

- Μετά την πρώτη ταινία, το κοινό ειδωλοποίησε τον Γκόρντον Γκέκο. Πιστεύετε πως ο κόσμος θα αντιδράσει και τώρα έτσι ή μήπως είναι πλέον πολύ οργισμένος με όσα συμβαίνουν;

«Καλή ερώτηση. Δεν έκανα ένα ντοκιμαντέρ. Αυτή η απληστία έχει δημιουργήσει μια απίστευτη κατάσταση. Την ίδια στιγμή είναι για γέλια, διότι ο κόσμος είναι τρελός. Οι άνθρωποι του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι τραπεζίτες, έκαναν τα χρέη μια βιομηχανία παραγωγής κερδών. Δημιουργούσαν νέα χρέη και έβγαζαν κέρδη από αυτά τα χρέη με έναν τρόπο που πλησιάζει την τοκογλυφία. Δεν χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο πλέον. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί έκαναν περιουσίες πουλώντας ομόλογα που είχαν ως εγγύηση το χειρότερο είδος τοξικών χρεών (σ.σ.: δηλαδή χρέη τα οποία δεν μπορούν να αποπληρωθούν). Στη δεκαετία του 1980, ο Μάικλ Μίλκεν τα ονόμαζε ομόλογα-σκουπίδια (junk bonds). Πιστεύω πως η νοοτροπία της Γουόλ Στριτ, σε ένα βαθμό έχει γίνει νοοτροπία καζίνο. Ο κόσμος δάνειζε και δανειζόταν μέχρι τα μπούνια, μοχλεύοντας το χρέος όσο γίνεται, αγοράζοντας αυτό το δεύτερο σπίτι με όσα λιγότερα γίνεται. Ολο αυτό ενθαρρύνει ένα λανθασμένο είδος καταναλωτισμού στην κοινωνία. Πρέπει να αναρωτηθούμε: είναι η Γουόλ Στριτ μια μηχανή που οδεύει στην καταστροφή;»

- Μάλλον δεν έχουμε πάρει το μάθημά μας, έτσι;

«Είναι ένα δύσκολο μάθημα. Γιατί εδώ η απληστία πάει χέρι χέρι με τη ζήλια. Εάν κάνεις 15 εκατομμύρια δολάρια και δεν είσαι ευχαριστημένος γιατί ο φίλος σου κάνει 100 εκατομμύρια, έχεις πρόβλημα. Ξέρω πολλούς τέτοιους ανθρώπους. Και νομίζω πως αυτό έχει κάνει τη Ν. Υόρκη τόσο παρανοϊκή πόλη, αυτό τρελαίνει τους ανθρώπους. Πιστεύω πως πολλοί Νεοϋορκέζοι έχουν σπουδαία όνειρα και φρικτούς εφιάλτες».

- Υπάρχουν ακόμα έντιμοι άνθρωποι σε αυτόν τον χώρο;

«Ο πατέρας μου ήταν ένας ειλικρινής άνθρωπος. Δούλευε μέχρι την μέρα που πέθανε. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα. Φεύγεις σε 10, 15 χρόνια γιατί καίγεσαι σε αυτήν τη δουλειά. Ολα έχουν κομπιουτεροποιηθεί και τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι αλγόριθμοι το κάνουν ολοένα και λιγότερο ανθρώπινο, όλο και πιο απρόσωπο. Προγραμματίζουν έναν κομπιούτερ να αγοράζει και να πουλάει αυτόματα βάσει κάποιου αλγορίθμου. Το παιχνίδι πια παίζεται με ποσοτικούς αναλυτές. Η παράμετρος προσωπικότητα, το ανθρώπινο στοιχείο έχει υποβαθμιστεί. Είναι λυπηρό. Η πληροφορία πλέον "πετάει" απίστευτα γρήγορα. Υπό μια έννοια είναι τρομακτικό».

- Ο πατέρας σας θα σοκαριζόταν με όσα συμβαίνουν σήμερα στη Γουόλ Στριτ;

«Ναι. Ηταν χρηματιστής από το '30 έως το '60. Εάν έβγαζε 100.000 δολάρια ήταν μια καλή χρονιά. Ο έλεγχος ξέφυγε το '80. Νόμιζα πως αυτό ήταν, όμως συνεχίστηκε μέχρι το 2000. Ξαφνικά τα εκατομμύρια έγιναν δισεκατομμύρια: απίστευτα ποσά. Ο πατέρας μου θα στριφογύριζε στον τάφο του. Ομως σήμερα η απληστία έχει γίνει σικ. Ξέρετε πόσοι άνθρωποι έχουν έρθει μέχρι σήμερα και μου έχουν πει "ξεκίνησα καριέρα στην Γουόλ Στριτ εξαιτίας της ταινίας σου"; Πολλοί από αυτούς τώρα είναι μεσήλικες και δισεκατομμυριούχοι. Είναι βαθύτατα ειρωνικό. Αλλά το διασκεδάζω...». *

No comments: