Wednesday, May 19, 2010

Οι ταινίες της εβδομάδας

Επανεκδόσεις, επανεμφανίσεις, επαναπροσεγγίσεις
Τη βδομάδα αυτή κυριαρχεί η γαλλική γλώσσα λόγω επέλασης γαλλικών παραγωγών, ήτοι δυο ταινίες του Ζαν Κοκτό, η πρώτη του «Το αίμα του ποιητή» και η τελευταία «Η Διαθήκη του Ορφέα», η επανέκδοση επίσης της κλασικής πια, Delicatessen, των Ζενέ - Καρό από το 1991, καθώς και η ταινία τρόμου και φρίκης «Οι Ορδές της εκδίκησης», που συναγωνίζεται ό,τι πιο προωθημένο στο αίμα και την ωμή, παράλογη κτηνωδία। Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε την αμερικανο-μεξικάνικη συμπαραγωγή «Χωρίς όνομα». Φημολογείται ότι είναι ενδιαφέρουσα. Τέλος, υπενθυμίζουμε ότι συνεχίζεται η προβολή σε επανέκδοση, του αριστουργηματικού αστυνομικού θρίλερ του Χάουαρντ Χοκς από το 1946 «Ο μεγάλος ύπνος» με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Λορίν Μπακόλ. Το λαμπερό, όμως, σημείο της βδομάδας μοιάζει να εστιάζεται στο πολυσυζητημένο φιλμ «Πρίγκιπας της Περσίας: Η Αμμος του Χρόνου», το οποίο αναμένεται να προσελκύσει το νεότερο και πιο light κοινό. Υπενθυμίζουμε ακόμη ότι κυκλοφόρησε το τεύχος 47, του «CINEPHILE ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ» (Φλεβάρης 2010), της περιοδικής δηλαδή ενημερωτικής έκδοσης για τον κινηματογράφο, της εταιρείας διανομής ταινιών «New Star». Στο τεύχος αυτό, που αριθμεί 80 ολόκληρες σελίδες, μπορείτε να διαβάσετε ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα στον οραματιστή μιας παγκόσμιας γλώσσας της τέχνης Ζαν Κοκτώ. Το περιοδικό διανέμεται δωρεάν στους κινηματογράφους και σε άλλα επιλεγμένα σημεία. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 20 Μάη 2010

ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ: Η διαθήκη του Ορφέα


Οπως αναφέρεται και στον τίτλο, πρόκειται για την τελευταία ταινία (επτά τον αριθμό) του εστέτ ποιητή, ανθρώπου των γραμμάτων και των τεχνών, πολύμορφου καλλιτέχνη και δημιουργού Ζαν Κοκτώ, ο οποίος υποστήριζε ότι συνιστά «πολύ χυδαίο ελάττωμα να προσπαθείς να κατανοήσεις τα πάντα στην τέχνη».
«
Η Διαθήκη του Ορφέα» αναγιγνώσκεται μάλλον ως φόρος τιμής προς την τέχνη και τους καλλιτέχνες όλων των εποχών, καθώς και ως αποχαιρετισμός, ενός συγκινησιακά φορτισμένου Κοκτώ, που κάνοντας απολογισμό πεπραγμένων, επανεξετάζει, μέσα από ένα μυσταγωγικό ταξίδι, το απόσταγμα του συνολικού του έργου, συμβολικού, φαντασμαγορικού, κυρίως όμως ποιητικού. Τον βλέπουμε να περιδιαβαίνει - με αρκετή ίσως δόση κενοδοξίας και ναρκισσισμού - ανάμεσα σε σκηνογραφικές κατασκευές, φιγούρες και ντεκόρ που παραπέμπουν σε προηγούμενα έργα του - κυρίως στον ορφικό κύκλο - τον ακούμε να στοχάζεται πάνω σε δημιουργίες του, λογοτεχνικές και κινηματογραφικές, σε μια διαδρομή με όχημα το σουρεαλισμό και την ελληνική μυθολογία.

Ταινία τέχνης, ταινία δοκίμιο που δεν αφηγείται μια γραμμική ιστορία με αρχή, μέση και τέλος και γι' αυτό δεν είναι δυνατόν να προσπαθήσουμε να συνθέσουμε καν μια κάποια σύνοψη. Η πορεία του Κοκτώ μοιάζει ενστικτώδης, περιλαμβάνει αλληλουχία σκετς, εικόνες και σκηνές, θεατρικότατες και ολιγοπρόσωπες, που με ποικίλους τρόπους κινούνται γύρω από θέματα - κλειδιά του έργου του όπως αποκάλυψη του εσωτερικού σύμπαντος του καλλιτέχνη, η εξορία του δημιουργού, η επίκριση, αλλά και η επακόλουθη κρίση της κοινωνίας που έρχεται σαν δικαστής με ανήλεη ετυμηγορία, ο καλλιτέχνης που διασχίζει το χρόνο, που διασχίζει τους καθρέφτες, αντανάκλαση του εγώ, ώσπου να φθάσει στα απόκρυφα μέρη του εγώ του. Τέλος, η σεκάνς των νεκρών και των αναστημένων. Και ο ποιητής σαν τον φοίνικα ξαναγεννιέται χωρίς σταματημό, από τις στάχτες του και ξανασυναντά πρόσωπα από τις προηγούμενες ταινίες του, όπως τον ορφικό Σεζέστ, ο οποίος συνοδεύει τον ποιητή στο ταξίδι του. Πρόκειται για κινηματογραφική εμπειρία με την καθαυτή έννοια του όρου, προσωπική και αδέσμευτη, πρόκειται για κινηματογράφο σε πρώτο πρόσωπο, όπου ο ίδιος ο Κοκτό υποδύεται τον κύριο χαρακτήρα, ενώ πλήθος φίλων του καλλιτεχνών τον περιτριγυρίζει.



Παίζουν: Ζαν Κοκτό, Εντουάρ Ντερμίτ, Μαρία Καζαρές, Ζαν Μαρέ, Φρανσουά Περιέ, Ντανιέλ Ζελέν, Ζαν-Πιερ Λεό, Σαρλ Αζναβούρ, Πάμπλο Πικάσο, Γιουλ Μπρίνερ, Λουτσία Μποζέ κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (1960).


ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ: Τα αίμα του ποιητή


Οπτικό ποίημα χωρισμένο σε επεισόδια, δοκίμιο κινηματογραφικό και μανιφέστο αισθητικής, η παρθενική ταινία του Ζαν Κοκτώ, που εκτός από πολυσχιδής καλλιτέχνης υπήρξε, ως άνθρωπος των γραμμάτων και του πνεύματος, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας από το 1955 έως τον θάνατό του το 1963.
Η ταινία περιέχει στιγμές ανατρεπτικής ομορφιάς και ευρήματα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την τέχνη του κινηματογράφου. Περιέχει, επίσης, εφέ και τεχνικές που πρωτοδοκιμάστηκαν εκεί όπως η χρήση της αργής και της ανάποδης κίνησης, το χτίσιμο των τοίχων στο πάτωμα του στούντιο και η ύπαρξη αφηγητή.

Το φιλμ βασίζεται στην προσωπική μυθολογία του καλλιτέχνη και συνιστά τη ρομαντική προσωπογραφία του ποιητή που επιθυμεί την αθανασία, αλλά επειδή είναι δέσμιος της ίδιας του της δημιουργικότητας, απαιτείται να περάσει μέσα από τον καθρέφτη - από την έμπνευση και τη δημιουργία - σε έναν μακρινό, προσωπικό, ονειρικό κόσμο. Οι κριτικοί της εποχής χαρακτήρισαν το φιλμ σουρεαλιστικό - παρά τον ελάχιστα συστηματοποιημένο σουρεαλισμό του - λόγω των ομοιοτήτων που διέκριναν με τον «Ανδαλουσιανό σκύλο» των Λουίς Μπουνιουέλ και Σαλβαδόρ Νταλί που παρουσιάστηκε ένα χρόνο νωρίτερα, το 1929.

Παίζουν: Ερίκ Ριβερό, Πολίν Καρτόν, Οντέτ Ταλαζάκ, Ζαν Ντεμπόρντ, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (1930).


ΜΑΡΚ ΚΑΡΟ - ΖΑΝ ΠΙΕΡ ΖΕΝΕ: Delicatessen



Κάτι μεταξύ σκοτεινής, εφιαλτικής και παραμορφωμένης πραγματικότητας και γκροτέσκας φαντασίας, με την ιστορία να εκτυλίσσεται σε χρόνο συγκεχυμένο και αφού μάλλον έχει προηγηθεί κάποια αδιευκρίνιστη μεγάλη καταστροφή που έφερε κυρίως έλλειψη τροφής, κάτι που ταλανίζει τον έμψυχο πληθυσμό του φιλμ, αντάμα με το φόβο, την καχυποψία προς πάντες και δυστυχώς την παντελή εγκατάλειψη, παραλυσία αντίδρασης και την έλλειψη ελπίδας.
Θεματική που σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προφητική, δεδομένου ότι η κοινωνική εξαθλίωση αιτία παραγωγής όλων των παραπάνω έχει ήδη τροχιοδρομηθεί. Καρικατούρα μιας κοινωνίας σε κρίση και αποσύνθεση, μια μακάβρια, κλασική πια, κωμωδία δομημένη πάνω σε βάση μη κωμική και βουτηγμένη ως τα μπούνια στη δυστοπική υγρασία και τα βρωμόνερα. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία καλτ των Ζενέ και Καρό που τους καθιέρωσε άμεσα.

Το ετοιμόρροπο ψηλό κτίριο που ξεπροβάλλει απ' την ομίχλη οριοθετεί τα όρια του μικρόκοσμου της ταινίας και συνιστά το προσκήνιο όπου εξελίσσεται η ιστορία του μύθου. Στο κατάστημα Delicatessen στο ισόγειο, ο ιδιοκτήτης κ. χασάπης, λόγω έλλειψης παραδοσιακής ζωικής τροφής, πουλά ανθρώπινο κρέας. Απ' όσο φαίνεται αυτό είναι το status quo που η σιωπηλή πλειοψηφία αποδέχεται λόγω μικρών ή μεγαλύτερων συμφερόντων. Η έλευση όμως του καινούργιου «ξένου» υπάλληλου του χασάπικου, θα πυροδοτήσει την έναρξη του τέλους αυτής της κατάστασης. Με κινητήρια ανατρεπτική δύναμη τον έρωτα, το πείσμα και την αποφασιστικότητα των εξεγερμένων αλλά και την καθοριστική συμμαχία και βοήθεια του αντιστασιακού κινήματος των φυτοφάγων τρωγλοδυτών γράφεται το τέλος της εξουσίας του χασάπη και του ταχυδρόμου, του παρατρεχάμενου λακέ του.

Παίζουν: Ντομινίκ Πινόν, Πασκάλ Μπενεζέκ, Καρίν Βιαρντ, Ζαν-Κλοντ Ντρεφούς, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (1991).


ΜΑΪΚ ΝΙΟΥΕΛ: Ο πρίγκιπας της Περσίας


Εφτασε η ώρα της μεταφοράς στη μεγάλη οθόνη από την Ντίσνεϊ και του ομώνυμου video game, που δημιούργησε ο Τζόρνταν Μέτσνερ το 1989, κυκλοφόρησε άμεσα στα πέρατα της Γης και μπήκε σε κάθε σπίτι. Υπολογίστε, λοιπόν, τον αριθμό στον οποίο ανέρχεται διεθνώς το εν δυνάμει κοινό της ταινίας, η οποία ευλόγως αναμένεται να σπάσει τα ταμεία.
Μεγαλόπνοος σχεδιασμός, φαντασμαγορική σύνθεση σε θερμά χρώματα, ώχρα, ρουμπινί, μελιτζανί, ζεστό χρυσό, παραμυθένια περιπέτεια και ύφος επικό, συνεχής και γρήγορη δράση, ηρωισμοί και ανδραγαθήματα αλλά το αποτέλεσμα ...χάρτινο!

Επιφανειακό, χωρίς βάρος και υπόσταση, σχεδόν χωρίς διαστάσεις. Σε αυτό συμβάλλει μια ευρεία χρήση κινηματογραφημένης απόδοσης της οπτικής του video game, ενώ αντίθετα, η οπτική αυτή θα έπρεπε να κωδικοποιείται σε κινηματογραφικούς όρους. Επίσης, η διατήρηση των γοργών ρυθμών του ηλεκτρονικού παιχνιδιού καθώς και η κατάχρηση πληθώρας εφέ. Οπτικοακουστικά εφέ και ψηφιακά φίλτρα για τα ασύλληπτα άλματα και τα εντυπωσιακά ακροβατικά του Πρίγκιπα Ντάσταν που πολλές φορές εναντιώνονται στους νόμους της βαρύτητας, για τις ιππικές επιδόσεις, για τις χορογραφημένες ξιφομαχίες, για τους αγώνες δρόμου των στρουθοκαμήλων, για τα φαρμακερά φίδια, για την αμμοθύελλα, κυρίως όμως σε ό,τι αφορά την αντιστροφή του Χρόνου, στην τελευταία σεκάνς, στα έγκατα της Γης, όταν ενεργοποιείται το ιερό στιλέτο και απελευθερώνει την Αμμο του Χρόνου. Για τη δύσκολη αυτή σκηνή, που οι τεχνικοί πάσχισαν να αποφύγουν να μοιάζει με απλό rewind, δημιουργήθηκε πρώτα η τελική εικόνα που ήθελαν να επιτύχουν σε μορφή animatic και στη συνέχεια, την κατέγραψαν με τους ηθοποιούς, τοποθετώντας εννέα κάμερες σε σημεία και γωνίες που είχαν μελετηθεί με ακρίβεια. Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν κύρια στο Μαρόκο όπου ένα μικρό χωριουδάκι το Τάμεσλοτ, με ελάχιστα κτίσματα αλλά με εκπληκτικά τείχη 700 ετών, μεταμορφώθηκε από τον καλλιτεχνικό διευθυντή της υπερπαραγωγής στη μυθική πόλη της ταινίας Αλαμούτ, μια κατασκευή μυθική, συγκλονιστική που παραπέμπει στο παλιό, καλό, Χόλιγουντ και στα παραμύθια με τα οποία μεγαλώσαμε, όσοι έχουμε μια κάποια ηλικία...

Παίζουν: Τζέικ Τζίλενχααλ, Τζέμα Αρτερτον, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Αλφρεντ Μολίνα, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

ΓΙΑΝΙΚ ΝΤΑΑΝ - ΜΠΕΝΖΑΜΑΝ ΡΟΣΕ: Οι ορδές της εκδίκησης


Οι Γάλλοι δημιουργοί της ταινίας χαρακτηρίζουν κάπως έτσι το στίγμα της: Καθαρόαιμη ταινία φρίκης, συνεπής στις συμβάσεις του είδους, παρόλο που, σε αρκετά σημεία, υπήρξε πρόθεση να τις υπερβεί και να δοθεί μια κάποια κοινωνική διάσταση.
Ομως, φευ, η ίδια η ταινία ανατρέπει τα λεγόμενά τους, όχι σε ό,τι αφορά τη συνέπεια του φιλμ ως προς τις συμβάσεις του είδους - εκεί τα πάει περίφημα, αποδεικνύει μάλιστα ότι οι δημιουργοί της κατέχουν και χειρίζονται με θαυμαστό τρόπο το τεχνικό μέρος, το μέσο, διά του οποίου παράγεται το αίσθημα τρόμου και φρίκης, ήτοι οι λήψεις, τα πλάνα, το κόψιμο και ράψιμο του φιλμ, οτιδήποτε συνθέτει την ηχητική μπάντα, οι ρυθμοί και η σκοτεινή, φοβική χρωματική γκάμα. Η τεχνική αρτιότητα, όμως, που συνιστά το πρακτικό σκέλος, το μέσο, διά του οποίου κάποιος αφηγείται μια ιστορία, το μέσο λοιπόν, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκροτήσει αυτόνομο έργο και να υποκαταστήσει αυτό καθαυτό το περιεχόμενο της αφήγησης, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο φιλμ .

Η ταινία δεν μπορεί και δεν έχει να πει τίποτα, άσχετα από τις τυχόν προθέσεις των δημιουργών της. Δεν υφίσταται καν ιστορία. Το φιλμ εκτείνεται πάνω στο περιορισμένο διάγραμμα μιας κουτσουρεμένης ιδέας που έχει ως εξής: Τέσσερις αστυνομικοί ορκίζονται να εκδικηθούν το θάνατο ενός συναδέλφου. Σχεδιάζουν να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στο αρχηγείο της συμμορίας που διακινεί ναρκωτικά και ευθύνεται για το θάνατο του φίλου τους. Το αρχηγείο βρίσκεται σε διαμέρισμα στους τελευταίους ορόφους ενός εγκαταλελειμμένου ουρανοξύστη, στα γκέτο των βορείων προαστίων του Παρισιού. Καταφέρνουν να φθάσουν ως εκεί πάνω, όπου και άρχεται η μάχη των καλών αστυνομικών με τους κακούς εγκληματίες. Ευτυχώς, η συμμετοχή του άξιου ηθοποιού Ορελιέν Ρεκουάν ολοκληρώνεται εδώ, λόγω του σκηνικού του θανάτου. Εντελώς αιφνιδιαστικά, εμφανίζονται από το πουθενά ορδές υπερφυσικών ανθρωπόμορφων όντων, κανιβάλων και ανθρωποφάγων. Από το σημείο αυτό τα υπολειπόμενα πέντε έκτα του φιλμ εγκλωβίζονται στη διαμορφωθείσα κατάσταση που ζητούμενο έχει το πώς οι - συνασπισμένοι πλέον - καλοί και κακοί θα κατορθώσουν να βγουν ζωντανοί από το κτίριο και να γλιτώσουν την ζωή τους. Οσο για την κοινωνική διάσταση που αναφέρουν οι δημιουργοί, αυτή περιορίζεται σε κάνα δυο - τρεις μαύρους που κομπάζουν ότι αυτοί δεν είναι οποιοιδήποτε, είναι από τη Νιγηρία. Κατά τα άλλα. Πώς, από πού και γιατί προκύπτουν αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα; Τι είναι αυτό που δημιουργεί μαζική παραγωγή τεράτων; Κάτι αόριστο; Αγνωστο; Αϋλο μήπως; Γιατί επιτίθενται επιλεκτικά στο συγκεκριμένο ουρανοξύστη; Τι άλλο θέλουν εκτός από αίμα; Τι είναι αυτό που τα καθιστά αήττητα - ή σχεδόν... Το συμπέρασμα που εξάγει κανείς λογικά από την ιστορία των ορδών της εκδίκησης είναι ότι μάλλον πρόκειται για «εξετάσεις αναβάθμισης» από πλευράς σκηνοθετών, προς σημαντικότερα, υπερατλαντικά κέντρα βιομηχανίας ταινιών τρόμου και φρίκης. Μόνο που οι σκηνοθέτες διαγωνίζονται όχι με ολοκληρωμένο φιλμικό προϊόν, αλλά με «σπουδή πάνω στην απεικόνιση της στείρας, εκχυδαϊσμένης και χωρίς φαντασία φρίκης». Δηλαδή, ό,τι αντίθετο από τις λαμπερές εκείνες ταινίες τρόμου του κάποτε, σαν την «Τhe Hound of the Baskervilles».

Παίζουν: Κλοντ Περόν, Ζαν - Πιερ Μαρτέν, Ερίκ Εμπουανέ, Ορελιέν Ρεκουάν, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2010).

No comments: