Wednesday, October 13, 2010

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ανεκπλήρωτες προσδοκίες...


Αρχεται η καινούρια βδομάδα γεμάτη ολοκαίνουριες ταινίες, χωρίς όμως τίποτα εξαιρετικό. Οι προσδοκίες για κάτι καλύτερο παραπέμπονται στο μέλλον... Ξεκινάμε με την τρισδιάστατη animation οικογενειακή ταινία περιπέτειας και φαντασίας «Ο Θρύλος των Ιπτάμενων Φρουρών» - από τον σκηνοθέτη της ταινίας «300» Ζακ Σνάιντερ - για παιδιά όλων των ηλικιών αλλά και ενήλικες. Η ταινία βασίζεται στα δημοφιλή βιβλία της Κάθριν Λάσκι ενώ πολλοί και καταξιωμένοι ηθοποιοί όπως η Ελεν Μίρεν, δανείζουν την φωνή τους στις μικρές και μεγάλες κουκουβάγιες που πρωταγωνιστούν στην ταινία. Η δεύτερη μνεία αφορά την κωμωδία «Τα παιδιά είναι εντάξει» - αμερικανική παραγωγή του 2010, σε σκηνοθεσία της Λίζα Τσολοντένκο. Η Ανέτ Μπένινγκ και η Τζουλιάν Μουρ υποδύονται την Νικ και την Τζουλς, δύο γυναίκες που ζουν μαζί. Είναι και μαμάδες, καθεμιά τους έχει ένα παιδί. Ολοι μαζί σαν οικογένεια κατοικούν σε ένα ωραιότατο σπίτι στην Καλιφόρνια. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν ο 15χρονος γιος ζητά να γνωρίσει τον βιολογικό του πατέρα... Στην ταινία «Ο τελευταίος εξορκισμός» αναφερόμαστε παρακάτω εκτενέστερα ... Εισαγωγικά όμως σημειώνουμε ότι χαρακτηρίζεται από ύφος σινεμά-βεριτέ και από ερασιτεχνικής αντίληψης λήψεις, με κάμερα στο χέρι. Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός πάστορα, επαγγελματία εξορκιστή, που ξεκινά να πραγματοποιήσει τον τελευταίο του εξορκισμό, στα ενδότερα της πολιτείας της Λουιζιάνα, ενός ιδανικού τόπου μυστηρίου. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια Αμερική παρατημένη στην τύχη της. Αντικρίζουμε μια αγροτική κοινωνία στις παρυφές των αστικών κέντρων, φονταμενταλιστική και καθυστερημένη, πνιγμένη στην φτώχεια, στον αναλφαβητισμό, στην θρησκοληψία και στις αιρέσεις. Το αξιοσημείωτο με την συγκεκριμένη ταινία δεν είναι οι καλλιτεχνικές της επιδόσεις, ή αν η ίδια συμβάλλει ή όχι στην μερική ανανέωση του είδους, ή αν οι ρόλοι πληρούν ερμηνευτικής ή όχι επάρκειας, αν ή όχι το φιλμ ανήκει στο υποείδος mockumentary (δηλ. mock documentary, ήτοι είδος κωμωδίας τηλεοπτικής υφασμένο με γεγονότα μυθοπλασίας και μορφή ντοκιμαντέρ ) ή εντάσσεται στη σάτιρα ή στην παρωδία ή εκτιμάται ως φορέας αμιγών πολιτικών μηνυμάτων. Το αξιοσημείωτο εν τούτοις είναι ότι αυτή η «ντοκουμενταρίστικη» τεχνική έχει δυνατότητες να παρουσιάζει το μαύρο - άσπρο και πρόκειται σίγουρα να καταστεί εκμεταλλεύσιμο στο έπακρο ...
ΚΡΙΤΙΚΗ: Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 14 Οχτώβρη 2010

ΝΤΑΝΙΕΛ ΣΤΑΜ: Ο τελευταίος εξορκισμός
 
Ενας ευαγγελιστής πάστορας «δίνει την άδεια» σε δύο ρεπόρτερ να τον ακολουθήσουν στον τελευταίο εξορκισμό που πρόκειται να κάνει, ενώ παράλληλα προτίθεται να αποκαλύψει την αγυρτεία του επαγγέλματος. Το «ντοκιμαντέρ» αρχίζει με εξομολογήσεις - μπροστά στην κάμερα - από τον πάστορα και το περιβάλλον του για τα μυστικά και τα κόλπα του επαγγέλματος. Στην αμερικανική αυτή παραγωγή ο πρωταγωνιστής, ένας χαρισματικός κι ενεργητικός πάστορας, εκτελεί εξορκισμούς κατά παραγγελία και επί χρήμασι. Φυσικά επί πληρωμή, διότι ως εργαζόμενος, ως ελεύθερος επαγγελματίας ή μικροεπιχειρηματίας - διαλέξτε ό,τι θέλετε - και ως πάτερ φαμίλιας, υποχρεούται να εξασφαλίσει κοινωνική ασφάλιση στην οικογένειά του, ιδιαίτερα στον ανήλικό του γιο. Η σύζυγος του πάστορα μας εφοδιάζει με μια καθοριστική πληροφορία - χαρακτηριστικό του πάστορα συζύγου της.
 
Σημειωτέον ότι στις δραματικές σχολές οι υποψήφιοι ηθοποιοί διδάσκονται πως στη μελέτη ενός ρόλου βοηθά τα μέγιστα η γνώμη των άλλων, τι λένε δηλαδή, πώς περιγράφουν οι άλλοι το ρόλο/ χαρακτήρα. «Είναι ένας show man» λέει η σύζυγος του πάστορα «με ικανότητες ψυχολόγου». Εκείνος όχι μόνο δεν το αρνείται, αλλά τουναντίον επιβεβαιώνει, με το γνωστό χιουμοριστικό στερεότυπο ύφος των Αμερικανών, «και συνταγές μαγειρικής να αραδιάσω στο ποίμνιό μου, αυτοί, ευρισκόμενοι σε κατάσταση τρανς, τις υποδέχονται με δοξασίες, με αλληλούια και αμήν». Κάτι που πράγματι επιβεβαιώνεται από την εικόνα. 
 
Ο πάστορας εν ολίγοις στηρίζει το image και τη δραστηριότητά του στις αρχές του θεάματος. Παράγει θέαμα, τρέφει και υπηρετεί το θέαμα, η παρουσία, η συμπεριφορά και πράξεις του υπόκεινται στους νόμους του θεάματος. Ο ίδιος μάλιστα εκμυστηρεύεται στη σκηνοθετημένα «αντικειμενική» κάμερα του ολιγομελούς κινηματογραφικού συνεργείου - που «δήθεν» γυρίζει ένα «δήθεν» ντοκιμαντέρ με θέμα τον εξορκισμό - ότι ο ίδιος «δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Διαβόλου» - κατ' επέκταση ούτε στην ύπαρξη στου Θεού. Ο πάστορας επίσης αποκαλύπτει και μας ξεναγεί, με κάθε λεπτομέρεια, σε όλα τα ευρηματικά κόλπα και τις ευρεσιτεχνίες που χρησιμοποιεί για να ξεγελάσει τους θρησκόληπτους πελάτες του, που πιστεύουν στους εξορκισμούς.
 
Τούτη η αμερικάνικη παραγωγή εντάσσεται στο κύμα ψευδο-ντοκιμαντέρ που πρωτοεμφανίστηκε το 1999 μέσα από το φιλμ «Blair Witch». Πρόκειται για προσπάθεια αναπαραγωγής της υποκειμενικής πραγματικότητας μέσα από αληθινο-ψεύτικα ντοκιμαντέρ ερασιτεχνικής όψης. Πρόκειται για έξυπνη μείξη ντοκιμαντέρ/ μυθοπλασίας και κατ' ουσίαν προτρέπει το θεατή να «μπερδεύει» το αληθινό και το ψεύτικο. Η φόρμουλα δεν είναι ιδιαίτερα χρησιμοποιημένη και το φιλμικό αποτέλεσμα δε μοιάζει συμβατικό. Η ίδια η ταινία επιβάλλει στο κοινό ήδη εξαρχής μία νότα εμπάθειας. Το φιλμ που παίζει φυσικά το χαρτί του ντοκιμαντέρ δεν κάνει πουθενά την παραμικρή προσπάθεια να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αυτό που αφηγείται δεν είναι αλήθεια.

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της παραγγελίας του εξορκισμού σε ένα δεκαεξάχρονο «δαιμονισμένο» κορίτσι που τη νύχτα σφάζει - χωρίς να το θέλει και χωρίς να θυμάται τίποτα το επόμενο πρωί - τα ζώα στην οικογενειακή φάρμα, ο πάστορας συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά και αποφασίζει να διαλευκάνει το ακατανόητο. Η δεκαεξάχρονη Νελ βρίσκεται ή όχι υπό την επήρεια των δαιμόνων ή μήπως το παίζει; Τι ακριβώς συμβαίνει; Από το σημείο αυτό σηματοδοτείται η είσοδος στη λογική και την αισθητική της ταινίας τρόμου.

Η επιχειρηματικότητα δε θα μπορούσε να εξαιρέσει από τις δραστηριότητές της το χώρο της πίστης. Ετσι, στο πρώτο μέρος της ταινίας γνωρίζουμε τον πάστορα, την οικογένειά του και τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Μας λέει ότι έγινε πάστορας ακολουθώντας το βιοποριστικό επάγγελμα του πατέρα του. Κατά τον ίδιο, είναι έξυπνοι - δηλαδή κερδίζουν λεφτά - όσοι πουλούν προϊόντα και υπηρεσίες στους θρησκόληπτους και βλάκες όσοι τα/τις αγοράζουν! Ο πάστορας το λέει ξεκάθαρα: «Προσφέρω υπηρεσίες εξορκιστή σε κάποιους, με τον τρόπο που εκείνοι θέλουν».

Από την αρχή δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε πού ακριβώς μας οδηγεί ο σκηνοθέτης. Στην πορεία ανακαλύπτουμε ότι σαν τον πάστορα, με τα κόλπα και τα τερτίπια του, έτσι και αυτό το είδος κινηματογράφου, είναι γεμάτο κόλπα που μπορούν να κάνουν το άσπρο μαύρο. Ο σκηνοθέτης κάνει στο κοινό του ό,τι κάνει ο πάστορας στο δικό του κοινό: Προσπαθεί να το ξεγελάσει. Ισως και να θέλει να δοκιμάσει το κατά πόσο έμαθε το μάθημά του. Αλλά το στιλ ντοκιμαντέρ, ρεπορτάζ με την κάμερα στο χέρι, ξεσκεπάζεται περίτρανα από τη δομή του υποκειμενικού πλάνου της δεκαεξάχρονης που βρίσκεται σε κατάσταση τρανς και υπνοβατεί μέσα στο σπίτι της. Ο πάστορας που στην αρχή του φιλμ εμφανίζεται σίγουρος γι' αυτό που πρεσβεύει, στην πορεία αμφισβητεί σταδιακά τις πεποιθήσεις του, έως ότου τελικά φθάνει να καταλήξει στην πλήρη ανατροπή των αρχικών του θέσεων. Αυτό υποτίθεται ότι «αποδεικνύεται» χάρη στην δήθεν ντοκουμενταρίστικη τεχνική, που κατορθώνει στο δεύτερο μισό να ξηλώσει ό,τι οικοδόμησε στο πρώτο μέρος.

Το ψευδο-ντοκιμαντέρ, τελευταία του συρμού στις ταινίες τρόμου, το οποίο κάνει χρήση της μορφολογικής επίφασης του είδους του ντοκιμαντέρ, αποκαλύπτεται άκρως χειραγωγήσιμο και επικίνδυνο δεδομένης της άνθησής του πια στο κατ' εξοχήν μέσο μαζικής επικοινωνίας και διαμόρφωσης κοινής γνώμης: Την τηλεόραση, στην οποία όλο και περισσότερο προσπαθεί το σινεμά να μοιάσει ...
Παίζουν: Πάτρικ Φάμπιαν, Τόνι Μπέντλεϊ, Αϊρις Μπαρ, Λούις Χέρτχαμ, Ασλεϊ Μπελ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

ΑΝΤΟΝ ΚΟΡΜΠΙΝ: Ο Αμερικάνος
 
Δε δυνάμεθα να σας φωτίσουμε για το αν τα κενά και τα ερωτηματικά, για το ποιος πραγματικά είναι και για ποιους δουλεύει ο επαγγελματίας δολοφόνος Τζακ, βρίσκουν ή όχι, απάντηση στο μυθιστόρημα «A very private gentleman» του Martin Booth, στο πρωτογενές δηλαδή κείμενο που συνιστά τη βάση στο σενάριο αυτού του κομψότατα σκηνοθετημένου και λειτουργικού, σε γενικές γραμμές, θρίλερ που ρέει αργά και ανεμπόδιστα. Μοχλός της αφήγησης, ο ίδιος ο Αμερικανός, που χτυπιέται ήδη στη δίνη της τελεσίδικης απόφασής του να γυρίσει σελίδα και να αλλάξει ζωή. Στο ρόλο, ένας Τζορτζ Κλούνι απόμακρα μειλίχιος, φειδωλός σε λόγια και κινήσεις, σε πλήρη αυτοπειθαρχία.
 
Πρόκειται για ευτυχή συνεύρεση ισορροπημένου συνδυασμού σε ό,τι αφορά την αφηγηματική πλοκή και την ακρίβεια στη δοσολογία των υλικών, η οποία καθορίζει και την περιπλοκότητα του θρίλερ - ενός κινηματογραφικού είδους που χαίρει τεράστιας αποδοχής - καθώς και μιας επιμελώς μελετημένης επιλογής ως προς τη χρήση της τεχνικής. Τα χαρακτηριστικά του ρεαλισμού στο χρώμα, στο καδράρισμα που παραπέμπει σε έντονα «φωτογραφική» αντίληψη και στην τυπολογία του χώρου - που αποτυπώνεται μέσα από μεγαλοπρεπείς πανοραμικές λήψεις από αέρος των ανοιχτών, ελεύθερων τοπίων - σύμβολο του μελλοντικού οράματος του Τζακ, της απελευθέρωσής του - σε αντιδιαστολή με τον λαβυρινθικά δομημένο χώρο του οικιστικού πυρήνα του ορεινού χωριού, την φάκα όπου ο Αμερικάνος είναι καταδικασμένος να κινείται. Εικόνες μινιμαλιστικής αντίληψης, ένα λεπτεπίλεπτα έξυπνο παιχνίδισμα του φακού που εστιάζει σε πρόσωπα με φλου φόντο. Ενα αδιαπέραστο μοντάζ που οργανώνει συνολικά το υλικό. Κι εκείνο διέπεται από απόλυτη διαύγεια και απλότητα, υψηλής αισθητικής αξίας. Κι όλα αυτά στον αντίποδα παντός ψηφιακού δέλεαρ ...

Από τα χιονισμένα Dalarna στη Ρώμη και μετά, σε κάποιο ορεινό χωριό της κεντρικής Ιταλίας. Μετά την αποτυχία της αποστολής του στη Σουηδία - κι έχοντας ανακοινώσει τελεσιγραφικά κι ανυποχώρητα στον εργοδότη του ότι η επόμενη θα είναι η τελευταία του επιχείρηση, ο Αμερικάνος αποτραβιέται σε ένα χαμένο χωριό του Αμπρούτσο, εν αναμονή οδηγιών για την επόμενη «δουλειά». Λέγεται δε ότι ο Κλούνι, που μένει σχεδόν μόνιμα πια στην Ιταλία ενέπλεξε - μια που αποφασίζει και ως συμπαραγωγός της ταινίας - την περιοχή όπου ξετυλίγεται η δράση, για να διαφημίσει σε ένα παγκόσμιο κοινό την αυθεντική ομορφιά της περιπαθούς σεισμόπληκτης περιοχής που περικυκλώνει τη μεσαιωνική πόλη Λ' Ακουιλα.

Ο Τζακ, ο μοναχικός Αμερικανός κίλερ, ο γεμάτος τατουάζ που παραπέμπουν σε στρατιωτικό ή παραστρατιωτικό παρελθόν και δράση, ο ειδήμων στην κατασκευή θανατηφόρων όπλων, εγκαθίσταται στο χωριό, συνάπτει υποχρεωτικά σχέσεις τόσο με τον αιδεσιμότατο όσο και με μια νεαρή πόρνη την οποία ερωτεύεται. Στο ρόλο η Βιολάντε Πλάτσιντο, η κόρη του ηθοποιού Μικέλε Πλάτσιντο. Οταν όμως έχεις βουτηχτεί στη λάσπη ως το λαιμό δεν είναι κι εύκολο να ξεπλυθείς ... Να το δείτε. Αξίζει τον κόπο ...
Παίζουν: Τζορτζ Κλούνι, Βιολάντε Πλάτσιντο, Πάολο Μπονατσέλι, Θέκλα Ρόιτεν,Φιλίπο Τίμι, Μπρους Ολτμαν, κ.α.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΙΤ: Ο Σκοτ Πίλγκριμ εναντίον των 7 πρώην
 
Σε διάστημα έξι μηνών - υπογραμμίζουμε τη συχνότητα του φαινομένου - επανεμφανίζεται στην οθόνη η «ίδια» φάτσα, εκείνη του Μάικλ Σέρα, στο στερεότυπο σε γενικές γραμμές ρόλο ενός νεαρού ατόμου - του Σκοτ Πίλγκριμ εν προκειμένω - ήρωα του ομώνυμου comic του Καναδού Μπράιαν Λι Ο' Μάλεϊ .
 
Ποια, αλήθεια, ουσιαστική αναγκαιότητα εκτός από την κερδοφορία, σπρώχνει παραγωγούς και καλλιτέχνες να ποντάρουν στην κινηματογραφική πραγμάτωση τέτοιων ατάλαντων γελοιοτήτων - τα κόμικς μαζικής κατανάλωσης είθισται να χαρακτηρίζονται cult για λόγους ευνόητους, για να εμφυσείται στους αδαείς το συναίσθημα ότι συν-αποτελούν μέλη μιας cool παγκοσμιοποιημένης (σε καμία περίπτωση παγκόσμιας) πρωτοποριακής κοινότητας που πιάνει στον αέρα ότι «μοντέρνο» που οι πολλοί και καθυστερημένοι, δε διαθέτουν τα φόντα (ούτε διάθεση, ούτε «ανοιχτή» νοοτροπία), ώστε να κατανοήσουν την εμβρίθεια του χιούμορ, της σάτιρας, της παρωδίας της σύγχρονης πραγματικότητας...
 
Πρόκειται για μεταμοντέρνο εννοιολογικό σύμφυρμα, φίσκα στα ειδικά εφέ, που εκφράζεται μέσα από τον πυρήνα του μύθου κι έχει να κάνει με τον νεαρό Σκοτ - μέλος ενός συνήθους ψιλο- οργισμένου μουσικού συγκροτήματος - που επιτέλους συναντά την κοπέλα των ονείρων του, την οποία όμως για να κρατήσει πρέπει να δώσει τιτάνιες μάχες και να νικήσει τους 7 αιμοβόρους πρώην της. Σ' αυτόν τον αγώνα παρατάσσονται ιδέες και αξίες που το σύστημα συντηρεί, αποπροσανατολίζοντας και συστηματικά προετοιμάζοντας τους νέους ανθρώπους ώστε να δέχονται παθητικά την ανοιχτή του προπαγάνδα, την εκμετάλλευση και τα εγκλήματά του, παρά τις όποιες ενδο-συστηματικές κορόνες.
Ιδιαιτερότητες πολιτισμικές σε συνδυασμό με νόμους της καταναλωτικής κοινωνίας, κάτι που οδηγεί σε συγκεκριμένες πολιτισμικές εκφράσεις. Στην ενότητα π.χ. της διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου των νέων, γαργαλούν την περιέργεια - έτσι όπως παρουσιάζονται - τα διαδραστικά ηλεκτρονικά παιχνίδια βίντεο, η ενημέρωση από τα blogs, η επαφή και επικοινωνία όχι φυσική αλλά μέσα από το face book. Ακούμε τους νέους να μιλούν με 500 λέξεις από τις οποίες οι 200 είναι ... να πούμε «you Know like...». 

Και φτηνή ομοιοκαταληξία. Ο συντηρητισμός στις απόψεις της αδελφής του Σκοτ. Το πάρτι της νεολαίας. Α! Κάπου υπάρχει και πλάνο από σχολική βιβλιοθήκη. Μωσαϊκό εθνοτήτων. Δίσκοι, ρούχα, μόδα. Κινέζοι, Bollywood, βρικόλακες, gays και λεσβίες, χορτοφάγοι και αυστηροί φυτοφάγοι. Τηγανισμένο μπέικον για πρωινό. Τηλεόραση: βία, φωτιές, όπλα. Εφήμεροι σταρ και κασκαντέρ. Σκυλάδικα αμερικάνικα - ή καναδέζικα αν προτιμάτε - με κανονικές σκυλούδες και κοινό να παραληρεί με αγγλόφωνα σκυλοτράγουδα. Και εν κατακλείδι, summa summarum, τα αποφθέγματα: «Η αξιοπρέπεια είναι να παλεύεις» συμφωνούμε! «Δεν είσαι χοντροκώλα και όλα καλά», «Τέλος καλό, όλα καλά»... Ε ! ρε προβλήματα που' χει η νεολαία!
Παίζουν: Μάικλ Σέρα, Μέρι Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ, Κίεραν Κάλκιν, Κρις Ιβανς, Αννα Κέντρικ, κ.α.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

ΛΟΥΚΙΑ ΡΙΚΑΚΗ: Ονειρα σε άλλη γλώσσα
 
Καλοφτιαγμένο και κατατοπιστικό το ντοκιμαντέρ της Λουκίας Ρικάκη για το πολύ ξεχωριστό Σχολείο της Φανερωμένης που βρίσκεται στο κέντρο της παλιάς Λευκωσίας, 500 μέτρα από την πράσινη γραμμή και στεγάζεται σε ένα περίφημο κτίριο που για πολλές δεκαετίες φιλοξενούσε το Παλιό Παρθεναγωγείο της Λευκωσίας. 300 παιδιά φοιτούν σ' αυτό το σχολείο του προγράμματος Ζώνης Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας του υπουργείου Παιδείας της Κύπρου, στην πλειοψηφία τους παιδιά μεταναστών που διωγμοί, πόλεμοι, φτώχεια απομάκρυναν από τη χώρας τους ...
 
Δυο χρόνια κράτησαν τα γυρίσματα που κατέγραψαν εικόνες από την καθημερινότητα, μνήμες από την περιπέτεια της μετανάστευσης, επίκαιρα και υπαρκτά προβλήματα, τις σκέψεις και τα όνειρα των μαθητών από τις τόσες εθνικότητες, που μαθαίνουν ελληνικά αλλά και να συνυπάρχουν ειρηνικά ... 300 πρόσωπα, 300 όνειρα, καθένα στη δική του γλώσσα!
Παραγωγή: Ελλάδα (2010).

No comments: