Thursday, April 22, 2010

Το «Μυστικό» που νίκησε τη «Λευκή κορδέλα»

  • Η ταινία από την Αργεντινή που κέρδισε εφέτος το ξενόγλωσσο Οσκαρ βλέπεται ευχάριστα, αλλά ξεχνιέται μάλλον εύκολα

Κεραυνός εν αιθρία υπήρξε η εφετινή βράβευση με το ξενόγλωσσο Οσκαρ της αργεντίνικης ταινίας «Το μυστικό στα μάτια της» («Εl secreto de sus ojos», 2009) του Χουάν Χοσέ Καμπανέλα . Και πώς να μην ήταν, αφού η «Λευκή κορδέλα» του Αυστριακού Μίκαελ Χάνεκε θεωρούνταν το αδιαμφισβήτητο φαβορί. Είναι φυσικό και αναπόφευκτο, λοιπόν, η περιέργεια για αυτό το φιλμ να αυξηθεί στο ζενίθ. Αλλωστε το «Μυστικό στα μάτια της» εμφανίστηκε κυριολεκτικά από το πουθενά.

Η ταινία μοιάζει με παζλ: ένα παιχνίδι μυστηρίου γύρω από τη μνήμη αλλά και την εμμονή, με κεντρικό ήρωα έναν επιθεωρητή του Μπουένος Αϊρες (Ρικάρντο Νταρίν), ο οποίος προσπαθεί να κλείσει μια μελανή σελίδα του παρελθόντος του, μια σελίδα που δεν έπαψε ποτέ να τον καταδιώκει. Ολα ξεκινούν το 1974 με τη δολοφονία μιας γυναίκας. Ο δολοφόνος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, αποφυλακίζεται και αργότερα εξαφανίζεται. Η έρευνα για την ανεύρεσή του θα συνεχιστεί 25 χρόνια μετά, όταν ο συνταξιούχος πλέον επιθεωρητής προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο για την υπόθεση.

Η αφήγηση ξεδιπλώνεται αργά και υπομονετικά (το φιλμ διαρκεί 129΄). Ο Καμπανέλα ισορροπεί με σιγουριά ανάμεσα στο αστυνομικό μυστήριο και στο ρομάντζο, καθώς η σχέση του επιθεωρητή με την προϊσταμένη του (Σολεδάδ Βιλαμίλ) κρύβει τον βαθύ ερωτισμό που ποτέ δεν εκδηλώθηκε ολοκληρωτικά μεταξύ τους. Η μαεστρία του σκηνοθέτη (και του μοντέρ του) βρίσκεται στον γλυκό τρόπο με τον οποίο ενώνει τις σκηνές του παρελθόντος με το παρόν- σαν χάδι. Εκτακτοι όλοι οι ηθοποιοί, με κορυφαίο τον Νταρίν (τον θυμόμαστε από τις «Εννέα βασίλισσες»), του οποίου η μόνιμη μελαγχολία είναι άκρως γοητευτική. Παρ΄ όλα αυτά, ένα Οσκαρ για αυτή την ταινία είναι μάλλον υπερβολικό. Δέκα χρόνια από σήμερα η «Λευκή κορδέλα» θα συζητιέται ακόμη. Το «Μυστικό στα μάτια της»... αμφιβάλλουμε.

Μ ετά το «Τι απέγινε η Ελι;», μια έκπληξη του ιρανικού κινηματογράφου που είδαμε στις αρχές της εφετινής σεζόν, έρχεται το «Γυναίκες χωρίς άνδρες» («Women without men») της Σιρίν Νεσάτ, διάσημης φωτογράφου και video artist που από 17 χρόνων ζει εξόριστη στις ΗΠΑ. Εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα «μαγικού ρεαλισμού» της Σαρνούς Παρσιπούρ, η ταινία εστιάζει στη ζωή τεσσάρων γυναικών κατά τη διάρκεια των μεγάλων πολιτικών αλλαγών στο Ιράν του 1953, όταν με πραξικόπημα που στηρίχθηκε από τη CΙΑ ανατράπηκε ο πρωθυπουργός Μοχάμεντ Μοσαντέκ και επανήλθε στην εξουσία ο Σάχης.

Το πολιτικό πλαίσιο της ταινίας ωστόσο λειτουργεί παρενθετικά στην ουσία του περιεχομένου, το οποίο είναι πέρα ως πέρα ανθρωποκεντρικό. Τα τέσσερα πρόσωπα συνθέτουν μια γενικότερη εικόνα της ταλαιπωρημένης, «απανθρακωμένης» ιρανής γυναίκας που προσπαθεί να ξεφύγει από το ασφυκτικά ανδροκρατούμενο τοπίο της χώρας και να ανασάνει ελεύθερα. Σινεμά χορταστικό, χωρίς περιττολογίες, και με στυλ που σε σκλαβώνει ακόμη και όταν η ιστορία «κάθεται» στην υπερβατική σκηνή της συγκέντρωσης των γυναικών στην έπαυλη μιας από αυτές.

Από τον Μαρή στον Νικολαΐδη

Με το «Ξένες σε ξένη χώρα» ο Δημήτρης Παναγιωτάτος υποκλίνεται με σεβασμό στα θρίλερ, στα φιλμ νουάρ, στις ταινίες τρόμου, στις ταινίες φαντασίας αλλά και επιστημονικής φαντασίας που γυρίστηκαν στη χώρα μας από το 1959 ως το 2009. Από τις μεταφορές του Γιάννη Μαρή ως την «τρέλα» του Νίκου Νικολαΐδη , το φιλμ λειτουργεί ως μια μικρή σινεφίλ εγκυκλοπαίδεια που μπορεί να εμπλουτίσει τις γνώσεις όσων ενδιαφέρονται για ένα παρεξηγημένο κομμάτι του ελληνικού σινεμά. Η μόνη μας ένσταση αφορά την παρέμβαση σκηνών «μυθοπλασίας» (τέσσερα κορίτσια εκπροσωπούν τέσσερα είδη: θρίλερ, νουάρ, φαντασία, επιστημονική φαντασία) οι οποίες όχι μόνο δεν εξυπηρετούν σε κάτι αλλά, αντιθέτως, κουράζουν.

Τραγούδι, σεξ και τσιγάρο

Το «Gainsbourg» διηγείται τη διασκεδαστική όσο και τραγική ιστορία ενός θρύλου της μουσικής, του Σερζ Γκενσμπούργκ (1928-1991), ο οποίος από καταδιωκόμενο εβραιόπουλο στους δρόμους του Παρισιού εξελίχθηκε σε (αρχικώς συνεσταλμένο, αργότερα ακραίο) ποιητή θαμπώνοντας τα πλήθη στα swinging 60s και αργότερα στα 70s. Η ζωή του στα όρια, σε ένα παραμύθι γυρισμένο με αγάπη και θαυμασμό προς τον Γκενσμπούργκ ( Ερίκ Ελμοσνίνο ) από τον σχεδιαστή κόμικς Ζοάν Σφαρ στην πρώτη και ιδιαίτερη σκηνοθετική απόπειρά του, η οποία απέχει αρκετά από τις συνήθεις κινηματογραφικές βιογραφίες. Μπόλικο τραγούδι, μπόλικο σεξ και μπόλικο τσιγάρο (νιώθεις ότι μυρίζεις τον καπνό), με συμπαθητικές γυναικείες παρουσίες όπως η Λετισιά Κάστα (Μπριζίτ Μπαρντό ), η Αννα Μουγκλαλίς (Ζυλιέτ Γκρεκό) και η Λούσι Γκόρντον - η οποία αυτοκτόνησε αμέσως μετά την ταινία- στον ρόλο της Τζέιν Μπίρκιν.

Δύο αιματοβαμμένες ώρες

Δεκάδες κρανία θρυμματίζονται κατά τη διάρκεια του «Σιωπηλού εχθρού» («Centurion», Αγγλία, 2010) του Νιλ Μάρσαλ, σκηνοθέτη που απέκτησε όνομα από το θρίλερ «Η κάθοδος». Ο Μάικλ Φασμπέντερ υποδύεται τον εκατόνταρχο ηγέτη μιας ομάδας Ρωμαίων η οποία προσπαθεί να επιβιώσει καταδιωκόμενη από την άγρια φυλή των Πικτς. Για παραπάνω από δύο ώρες το φιλμ μουλιάζει στο αίμα. Αλλά το έξυπνο στοιχείο εδώ είναι ότι και οι δύο πλευρές μάχονται σαν κτήνη. Δεν υπάρχει καλή ή κακή πλευρά παρά μόνο ικανοί ή λιγότερο ικανοί πολεμιστές. Η κινηματογράφηση του Μάρσαλ είναι στακάτη και η αδρεναλίνη φτάνει στο ζενίθ με τη σκληρή φωτογραφία και το κοφτό μοντάζ. Ωστόσο η ταινία, ηθελημένα ίσως, διατηρεί διαρκώς τον χαρακτήρα ενός b-movie. Η μορφή της Ολγκα Κουριλένκο στον ρόλο μιας αδίστακτης (και μουγκής) μαχήτριας των Πικτς σφραγίζεται στη μνήμη.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ

«Μπέκετ»
  • (Αγγλία, 1964) του Πίτερ Γκλένβιλ
Βασισμένος στο θεατρικό έργο του Ζαν Ανούιγ, ο «Μπέκετ» του Πίτερ Γκλένβιλ έχει δύο τρομερούς ηθοποιούς στο φόρτε τους. Από τη μια πλευρά ο Πίτερ Ο΄ Τουλ (αριστερά, στη φωτογραφία) μονίμως ηλεκτρισμένος ως ημιπαράφρων βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος, από την άλλη ο Ρίτσαρντ Μπάρτον (δεξιά, στη φωτογραφία), ο οποίος υποδύεται τον πιστό φίλο και συμβουλάτορά του Τόμας Μπέκετ, με τον οποίο ο πρώτος είναι «κολλημένος», σαν τρελά ερωτευμένος, ακόμη και όταν οι δυο τους βρεθούν σε αντίθετα στρατόπεδα. «Θα πέθαινα για σένα χαμογελώντας» του λέει ο Ερρίκος, για τον οποίο παιδιά και γυναίκα δεν αξίζουν μία μπροστά στον Μπέκετ. «Αλλά εγώ σε αγάπησα, εσύ όχι». Και εκείνος, cool και απροσπέλαστος, δεν απαντά. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τις εμπειρίες δύο πολύ καλών φίλων, ένα buddy movie κοστουμιών- κάτι που αυτομάτως προκαλεί την περιέργεια. Στο δεύτερο μέρος η ταινία αποκτά την εικόνα της άσκησης εξουσίας.

ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ

«Το κορίτσι στη φωλιά της σφήκας»
  • (Σουηδία/ Δανία/ Γερμανία, 2009) του Ντάνιελ Αλφρεντσον
Η τρίτη ταινία της κινηματογραφικής σειράς «Μillennium» (που στηρίζεται στην τριλογία μυθιστορημάτων του Στιγκ Λάρσον ) ξεκινά από εκεί που τελείωσε η δεύτερη, το «Κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά»- η οποία ξεκινούσε από εκεί που τελείωνε η πρώτη, «Το κορίτσι με το τατουάζ». Αυτό σημαίνει ότι όποιος δεν έχει δει τα δύο προηγούμενα, δεν θα καταλάβει τίποτε από το «Κορίτσι στη φωλιά της σφήκας». Οι άλλοι κάτι θα καταλάβουν... Οσο, τώρα, για αυτή καθαυτή την ταινία, η οποία ασχολείται με τις περιπέτειες ενός δημοσιογράφου ( Μίκεαλ Νίκβιστ ) και μιας ερευνήτριας ασφαλιστικής εταιρείας ( Νοόμι Ραπάσε ), θα το ξαναπώ: περιορισμένη στην αστυνομική ίντριγκα και χωρίς εμβάθυνση στη σήψη μιας ολόκληρης σύγχρονης κοινωνίας, μέσα από την ανάλυση των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών μηχανισμών που παράγουν το σύγχρονο έγκλημα. Γι΄ αυτό και είναι κατώτερη των βιβλίων του Λάρσον.

«Κick-Αss»
  • (ΗΠΑ, 2010) του Μάθιου Βον
Ο ξένος τίτλος αναφέρεται στον πιο ασυνήθιστο ήρωα κόμικ με υπερήρωες. Ο Ντέιβ Λιζέφσκι ( Ααρον Τζόνσον ), που γεννήθηκε από την πένα του Μαρκ Μίλαρ, είναι ο περίγελως του σχολείου του και θέλει να ξεφύγει από τη διαρκή ταλαιπωρία. Φτιάχνει λοιπόν μόνος μια κακάσχημη στολή και παίρνει τους δρόμους μπας και καταφέρει κάτι. Στην αρχή καταλήγει στο νοσοκομείο, αλλά αργότερα ωριμάζει και γίνεται διάσημος μέσω του ΥouΤube, όταν τον κινηματογραφούν ενώ τις τρώει προσπαθώντας να προστατέψει κάποιον. Πλάκα στην πλάκα, το φιλμ καταλήγει σε ύμνο της αυτοδικίας, και μάλιστα με ισχυρότερο χαρακτήρα ένα ανήλικο κοριτσάκι ( Κλόι Γκρέις Μόρτεζ - στη φωτογραφία) που μπροστά του η Ούμα Θέρμαν του «Κill Βill» μοιάζει με καλόγρια.

Δεν μένει τίποτε όρθιο, ούτε στο θέαμα στην οθόνη, ούτε στην ηθική του περιεχομένου της ιστορίας.

«Το τελευταίο τραγούδι»
  • (ΗΠΑ, 2010) της Τζούλι Αν Ρόμπινσον
Η σύγκρουση των διαφορετικών γενεών μιας προβληματικής οικογένειας πυροδοτεί το σενάριο ενός αδιάφορου οικογενειακού δράματος στο οποίο ο Γκρεγκ Κινίαρ προσπαθεί να βρει κοινά σημεία με την κόρη του ( Μάιλι Σάιρους ). Επαγγελματική κατασκευή, συγκινητική κορύφωση, προσεγμένες ερμηνείες, αλλά όχι μια ταινία που σε ελκύει να τη δεις, αφού στην ουσία επαναλαμβάνει αναμασημένα πράγματα.


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artId=327244&dt=22/04/2010#ixzz0lpt5XTJN

No comments: