Saturday, February 20, 2010

Αυλαία στο 60ό φεστιβάλ Στον Ρομάν Πολάνσκι το βραβείο σκηνοθεσίας της Μπερλινάλε

Η Αργυρή Αρκτος, το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, απονεμήθηκε το Σάββατο στον Ρομάν Πολάνσκι για το πολιτικό θρίλερ του The Ghost Writer (Ο Συγγραφέας-Φάντασμα), την ώρα που ο 76χρονος σκηνοθέτης παραμένει σε κατ' οίκον περιορισμό στην Ελβετία και προσπαθεί να αποφύγει την έκδοση στις ΗΠΑ.

Το βραβείο παρέλαβε ο παραγωγός της ταινίας Ρόμπερτ Μπενμούσα, ο οποίος δήλωσε πως ο Πολάνσκι θα είναι «πολύ ευτυχής» για την τιμή που του έγινε. Στην ταινία, ένας συγγραφέας-φάντασμας αναλαμβάνει να γράψει τα απομνημονεύματα ενός πρώην Βρετανού πρωθυπουργού και στην πορεία ανακαλύπτει δραματικά μυστικά από το παρελθόν του.

Στις ΗΠΑ, ο Πολάνσκι αντιμετωπίζει την κατηγορία ότι είχε παράνομη σεξουαλική επαφή με ανήλικη το 1977. Μέχρι οι Αρχές της Ελβετίας να αποφασίσουν για το εάν θα τον εκδώσουν στην Αμερική, ο σκηνοθέτης παραμένει υπό περιορισμό στο σαλέ του.

Η Χρυσή Αρκτος, το βραβείο καλύτερης ταινίας, απονεμήθηκε στο Μέλι του 46χρονου Τούρκου κινηματογραφιστή Σεμίχ Καπλάνογλου (ένθετη αριστερά). Η ταινία διηγείται τη συγκινητική ιστορία ενός αγοριού που ψάχνει στο δάσος να βρει τον πατέρα του, ο οποίος ζει από τη μελισσοκομία.

Το βραβείο Α' Ανδρικού Ρόλου της Μπερλινάλε απενεμήθη από κοινού στους Ρώσους ηθοποιούς Γκριγκόρι Ντομπρίτζιν, 23 ετών, και Σεργκέι Πουσκέπαλις, 43 ετών, για τις ερμηνείες τους στην ταινία Πώς τέλειωσα αυτό το καλοκαίρι του Αλεξέι Ποπογκρέμπσκι.

Με το βραβείο Α' Γυναικείου Ρόλου τιμήθηκε η 37χρονη Γιαπωνέζα Σινόμπου Τερατζίμα για το ρόλο της στο αντιπολεμικό δράμα Κάμπια του Ιάπωνα σκηνοθέτη Κότζι Γουακαμάτσου.

Ταινίες στην τηλεόραση

Χωρίς ... παρελθόν

Μια απλή και ουσιαστική, μελαγχολική, αλλά και χαρούμενη, φιλοσοφική, αλλά και ανθρώπινη είναι η βραβευμένη κοινωνική κομεντί «Ο άνθρωπος χωρίς παρελθόν», σε σκηνοθεσία Ακι Καουρισμάκι. Ενας άνδρας, φτάνοντας στο Ελσίνκι για να αναζητήσει δουλειά, πέφτει θύμα ληστείας που καταλήγει στο βίαιο ξυλοδαρμό του. Οταν συνέρχεται βρίσκεται στο νοσοκομείο και ανακαλύπτει πως έχει χάσει τη μνήμη του. Αποφασίζει έτσι να ξεκινήσει την περιπλάνησή του σε έναν κόσμο που δε γνωρίζει πια, όπου όμως θα γίνει δεκτός από μια ομάδα απόκληρων, οι οποίοι του φέρονται με μεγάλη κατανόηση και καλοσύνη. Θα καταφέρει να φτιάξει σιγά - σιγά μια καινούρια ζωή και να ξαναγνωρίσει τον έρωτα. Οταν η αστυνομία θα καταφέρει να ανακαλύψει το χαμένο του παρελθόν, αυτό θα είναι και το τελευταίο θέμα που θα τον απασχολεί... Παίζουν: Μάρκου Πέλτολα, Κάτι Ούτινεν, Σακάρι Κουοσμάνεν, Γιουάνι Νιεμέλα (Παρασκευή, «ΒΟΥΛΗ TV», 22.10).

Παιχνίδι των λυγμών

Ενα ιρλανδικό δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης προβάλλεται σήμερα. «Το παιχνίδι των λυγμών», σε σκηνοθεσία Νιλ Τζόρνταν. Ο Φέργκιους είναι εθελοντής του IRA και μαζί με άλλους αιχμαλωτίζουν τον Τζόντι, ένα Βρετανό στρατιώτη, με τον οποίο συνδέονται φιλικά στις λίγες στιγμές που έχουν, πριν τον εκτελέσουν. Ο Τζόντι ζητά από τον Φέργκιους σε περίπτωση που σκοτωθεί να φροντίσει την κοπέλα του. Ο Φέργκιους το σκάει για το Λονδίνο, όπου θα γνωρίσει την κομμώτρια Ντιλ, φίλη του Τζόντι, χωρίς να της αποκαλύψει τίποτε για το παρελθόν του ως εθελοντή του IRA. Και η Ντιλ, όμως, έχει κάποια μυστικά. Ωστόσο, θα έρθει η στιγμή που το παρελθόν θα βγει στο προσκήνιο και ο Φέργκιους θα αναλάβει μία ακόμα αποστολή... Ο Νιλ Τζόρνταν με αριστοτεχνικό - «χειρουργικό» τρόπο πιάνει το θέμα του ΙΡΑ. Μοναδικές ερμηνείες, υπέροχοι διάλογοι με φόντο το μουντό Λονδίνο. Πρωταγωνιστούν: Στίβεν Ρία (φωτ.), Φόρεστ Γουίτακερ, Μιράντα Ρίτσαρντσον, Τζέι Ντάβιντσον (Πέμπτη, «ΒΟΥΛΗ TV», 22.10).

Βαβέλ

Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου σκηνοθετεί τη δραματική περιπέτεια «Βαβέλ». Μαρόκο: Ενας βοσκός αγοράζει ένα όπλο και το δίνει στους δύο γιους του για να προφυλάσσουν το κοπάδι τους από επιθέσεις τσακαλιών. Αντίθετα οι τελευταίοι πυροβολούν απερίσκεπτα κατά ενός λεωφορείου που τυχαίνει να περνά εκείνη τη στιγμή. Σαν Ντιέγκο: Ο Ρίτσαρντ τηλεφωνεί στην Αμέλια, την Μεξικάνα γκουβερνάντα των δύο παιδιών του, με την Σούζαν, και την ενημερώνει για την κατάσταση στο Μαρόκο. Η Αμέλια πρόκειται να ταξιδέψει παρέα με τα δύο παιδιά μέχρι το Μεξικό για να παραβρεθούν στο γάμο του αδελφού της. Τόκιο: Οι αστυνομικές αρχές, που αναζητούν τον πρώην νόμιμο κάτοχο του όπλου που αγόρασε ο βοσκός στο Μαρόκο, καταλήγουν στο σπίτι της Τσιέκο και του πατέρα της... Παίζουν: Μπραντ Πιτ, Κέιτ Μπλάνσετ, Μοχάμεντ Ακζάμ, Πίτερ Γουάιτ, Χάριετ Γουόλτερ (Παρασκευή, STAR, 21.00).

ΤΖΙΓΚΑ ΒΕΡΤΟΦ: Κάμερα - «νυστέρι» της πραγματικότητας


Αναφορά στον σπουδαίο Σοβιετικό σκηνοθέτη, θεωρητικό και εκ των θεμελιωτών του ντοκιμαντέρ, με αφορμή τα 56 χρόνια από τον θάνατό του

«Εμείς αποκαλύπτουμε τις ψυχές των μηχανών, είμαστε ερωτευμένοι με τον εργάτη στον τόρνο, με τον αγρότη στο τρακτέρ, με το μηχανικό στη μαούνα. Σε κάθε μηχανική δουλειά φέρνουμε τη χαρά της δημιουργίας. Εμείς συνάπτουμε ειρήνη ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μηχανή. Διαπαιδαγωγούμε τον νέο άνθρωπο (...)» (Τζίγκα Βερτόφ, μανιφέστο «Εμείς», 1922)

Στις 12 Φλεβάρη 1954 «έφυγε» από τη ζωή ο σπουδαίος Σοβιετικός ντοκιμαντερίστας, Τζίγκα Βερτόφ. Ο δημιουργός που εξέφρασε με ρηξικέλευθο τρόπο στον κινηματογράφο, τα ιδεολογικά, αισθητικά και πολιτικά αιτήματα της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και θεωρητικός που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους θεμελιωτές του σοβιετικού αλλά και του παγκόσμιου ντοκιμαντέρ. Εξέχων «μαχητής» της «στρατιάς» των καλλιτεχνών, διανοουμένων, θεωρητικών και δημιουργών που συγκρότησαν αυτό που αργότερα θα καταχωρούνταν στην ιστορία της τέχνης ως «σοβιετική πρωτοπορία», ο Βερτόφ συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο όλες τις παραπάνω ιδιότητες, όπως άλλωστε συνέβη με το σύνολο των συμμαχητών του. Διότι έτσι εκλάμβαναν εκείνοι οι δημιουργοί τη συμμετοχή τους στη σοσιαλιστική οικοδόμηση: Ως μάχη. Οπως, άλλωστε και ήταν.

Τα παραπάνω είναι ένας περισσότερο ουσιαστικός λόγος, από μια απλή επέτειο, για να θυμηθούμε τον Βερτόφ, αφού, στην εποχή μας, όπου το σύστημα προσπαθεί να ταυτίσει στις συνειδήσεις των νέων γενιών τον κινηματογράφο με την κυρίαρχη αγοραία αισθητική και λειτουργία του.

Η «προέκταση» του βλέμματος

Ο Βερτόφ γεννήθηκε στην Πολωνία το 1896 και το πραγματικό του όνομα ήταν Ντενίς Αρκάντεβιτς Κάουφμαν. Θέλοντας ωστόσο να συμβολίσει ακόμη και μέσα από το ψευδώνυμό του τους ιδεολογικούς και αισθητικούς προσανατολισμούς του, διάλεξε σαν όνομα το «Τζίγκα», που στα πολωνικά σημαίνει «λυκόπουλο» και επώνυμο το «Βερτόφ», βασισμένο στη ρωσική λέξη που αναφέρεται στη συνεχή κίνηση. Αν και οι προεπαναστατικές σπουδές του ήταν στο ψυχονευρολογικό ινστιτούτο της Μόσχας, ωστόσο, ο Οχτώβρης, τον βρίσκει πίσω από την κινηματογραφική κάμερα, στο τμήμα κινηματογραφικών χρονικών της «Κινοκομιτέτ» (επιτροπή κινηματογράφου) της Μόσχας. Εκεί θα συμμετάσχει στο μοντάζ του πρώτου σοβιετικού κινηματογραφικού χρονικού «Κινηματογραφική Εβδομάδα» (1918-19).

Στον εμφύλιο που ακολούθησε την Επανάσταση, ο Βερτόφ θα είναι ένας από τους μπολσεβίκους κινηματογραφιστές και άλλους καλλιτέχνες που επάνδρωσαν τα θρυλικά «προπαγανδιστικά τρένα», τα οποία «όργωναν» το νεαρό σοβιετικό κράτος για να αφυπνίσουν και να ενδυναμώσουν τις λαϊκές συνειδήσεις ενάντια στη λυσσαλέα επίθεση της εγχώριας μπουρζουαζίας και των σπαραγμάτων της αριστοκρατίας και των ξένων συμμάχων τους. Αναδείχθηκε σε επικεφαλή των κινηματογραφικών συνεργείων στα μέτωπα του εμφυλίου, εντυπωσιακά όσο και επικίνδυνα γυρίσματα που μετατράπηκαν σε ταινίες όπως «Η μάχη στο Τσαρίτσινο» (1919), «Ιστορία του εμφυλίου πολέμου» (1922) κ.ά.

Μέσα από αυτή τη δράση ο Βερτόφ θα αρχίσει να συγκροτεί την προσέγγισή του στο ντοκιμαντέρ: Η οθόνη της τεκμηρίωσης δεν πρέπει να αντιγράφει τα ανθρώπινα μάτια, αλλά να αναδεικνύει ό,τι αυτά δεν μπορούν να «δουν». Δηλαδή, με έναν τρόπο, να «τελειοποιεί» την ανθρώπινη θέαση των γεγονότων, με την κάμερα να μετατρέπεται σε «προέκταση» του ματιού, σε οπτικό «νυστέρι» αποκάλυψης της πραγματικότητας στις λιγότερο φωτισμένες, αλλά υπαρκτές πλευρές της. Αυτή η αντίληψη, εύλογα ριζωμένη στην απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων που επέφερε η Επανάσταση, εκφράστηκε με τον όρο «Κινο - οκο» (κινηματογράφος - βλέμμα/μάτι) και από εκεί «βαφτίστηκε» η ομάδα που συνέστησε ο Βερτόφ και άλλοι ντοκιμαντερίστες το 1919, με την επωνυμία «Κινοκί».

Ο,τι ακολουθεί είναι για τον Βερτόφ μια συνεχής αναζήτηση νέων τρόπων, μεθόδων, τεχνικών, από το γύρισμα μέχρι και το μοντάζ, ώστε να φέρει τον κινηματογράφο σε ένα επίπεδο αλληλεπίδρασης με το θεατή. Ιδιαίτερα δούλεψε πάνω στην «αντιπαράθεση» των σκηνών στο μοντάζ, χρησιμοποιώντας στα κατάλληλα σημεία και γραπτές πινακίδες (τίτλους), σε μια προσπάθεια ακριβώς να μετατρέψει το θεατή σε «συμμέτοχο» των γεγονότων που παρατίθενται. Μια αναζήτηση που αντικειμενικά άνοιξε νέους δρόμους, τόσο για το ντοκιμαντέρ, όσο και για τον κινηματογράφο εν γένει, με πρωτόγνωρους, για την εποχή, πειραματισμούς, οι οποίοι εξακολουθούν να λειτουργούν με τον ίδιο φρέσκο τρόπο και στο σημερινό θεατή. Η θέση του ότι ο ντοκιμαντερίστας οφείλει να παρουσιάζει τα γεγονότα χωρίς καμία σκηνοθετική παρέμβαση, προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις, ακόμη και πολεμικές, μεταξύ των συναδέλφων του και της κριτικής. Παράλληλα, συμμετέχει στα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής και δουλεύει μέσα από αυτά για τη διαμόρφωση της επαναστατικής τέχνης μαζί με προσωπικότητες όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Μπρικ, ο Αϊζενστάιν κ.ά.

Ο κινηματογράφος της αλήθειας

Ο Βερτόφ θα έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει τις ιδέες του με εκπλητικά αισθητικά και προπαγανδιστικά αποτελέσματα στο περίφημο κινηματογραφικό, θεματικό «περιοδικό» κάτω από το γενικό τίτλο «Κινοπράβντα» (σ.σ. κινηματογραφική/κινηματογραφούμενη αλήθεια) μεταξύ 1922 - 1924. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της περιόδου είναι η ταινία «Κινο - Γκλαζ» (σ.σ. κινηματογραφικό μάτι») του 1924, το οποίο διακρίθηκε και στη διεθνή έκθεση του Παρισιού την ίδια χρονιά. Με την ταινία αυτή ο Βερτόφ εισηγείται ουσιαστικά για πρώτη φορά τον ποιητικό, όχι μυθοπλαστικό, κινηματογράφο της τεκμηρίωσης, όπου η κάμερα κινηματογραφεί τη ζωή με αναπάντεχο τρόπο. Πιο απλά, πιάνοντας στα «πράσα» την πραγματικότητα. Πάνω σε αυτό το μοτίβο δημιουργεί μερικές από τις καλύτερες ταινίες του Σοβιετικού - και όχι μόνο - κινηματογράφου, όπως: «Λενινιστική κινοπράβντα» (1924), «Στην καρδιά του αγρότη ο Λένιν ζει» (1925), «Προχώρα, Σοβιέτ!» (1927), «Ενδέκατος» (1928), «Το ένα έκτο της γης» (1929), «Η Συμφωνία του Ντονμπάς» (1930) και το συγκλονιστικό «Τρία τραγούδια για τον Λένιν» (1934), με τις οποίες μεταφέρει στο πανί με έναν ασύλληπτο δημιουργικό τρόπο, το πάθος με το οποίο οικοδομούν το σοσιαλισμό οι λαοί της ΕΣΣΔ, τη μάχη που δίνουν Κόμμα, εργάτες και αγρότες για την εφαρμογή των λενινιστικών διδαγμάτων. Να σημειωθεί, ότι στις περισσότερες από τις ταινίες του ο Βερτόφ υπογράφει και το σενάριο.

Η αντίληψη του δημιουργικού πειραματισμού, αυτού δηλαδή που επιχειρεί να διευρύνει περισσότερο την αντίληψη του θεατή στη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και που έχει λόγο ύπαρξης μόνο στο βαθμό που εξυπηρετεί τον παραπάνω σκοπό και όχι τον ανούσιο εντυπωσιασμό αποκλειστικά των αισθήσεων, εκφράζεται ακόμη καλύτερα στην ταινία «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» (1929). Σε αυτό το φιλμ, ο άνθρωπος τοποθετείται ακριβώς στο επίκεντρο της ζωής, αναπνέει, ακούει, συλλέγει το ρυθμό της πόλης και του κόσμου. Η ταινία συγκαταλέγεται σήμερα μεταξύ των σημαντικότερων ντοκιμαντέρ παγκοσμίως.

Στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, ο Βερτόφ ακολουθεί την κινηματογραφική υποδομή στην μεταφορά της στην Αλμα - Ατα στο Καζαχστάν για να προστατευθεί από την καταστροφή. Εκεί γυρίζει ταινίες επικαίρων και το 1944 επιστρέφει στη Μόσχα όπου γυρίζει την τελευταία του ταινία «Η κατάρα των νέων». Μετά τη διανομή της ταινίας στις αίθουσας αφοσιώνεται στην καθοδήγηση των οπερατέρ του μετώπου.

Οι θεωρητικές επεξεργασίες του κυρίως στον τρόπο που αντιλαμβανόταν το μοντάζ επηρέασαν, αν και ενίοτε με όρους δημιουργικής αντιπαράθεσης, πολλούς κινηματογραφιστές, μεταξύ αυτών και «γιγάντων» της 7ης τέχνης, όπως ο Αϊζενστάιν και Ντοβζένκο. Αναγνωρισμένος από την πατρίδα του και τιμημένος, μεταξύ άλλων και με «Κόκκινο Αστέρι» για την προσφορά του, ο Βερτόφ πεθαίνει στις 12 Φλεβάρη του 1954 στην Μόσχα, αφήνοντας έργο και ιδέες που θα στοιχειώνουν την αστική κουλτούρα για όσο αυτή θα υπάρχει.

  • Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 21 Φλεβάρη 2010

Εποχή του Avatar, κι αυτός παίζει ακόμα κούκλες

Ο Βρετανός ανιμέιτορ Μπάρι Πέρβις έχει δουλέψει με τον Τιμ Μπέρτον στο «Οι Αρειανοί επιτίθενται» και με τον Πίτερ Τζάκσον. Εχει συνεργαστεί με Dreamworks και Pixar και υπογράψει πολλές μικρού μήκους παραγωγές. Υπόσχεται ότι τον Μάρτιο θα φέρει στο αθηναϊκό Animfest μία από τις κούκλες της πιο αγαπημένης του ταινίας, τον «Αχιλλέα»

Ο Μπάρι Πέρβις, ένας από τους φετινούς επίτιμους καλεσμένους του Animfest, που ξεκινά στις 11 Μαρτίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, είναι διάσημος για τον τρόπο που... παίζει με τις κούκλες. Ή μάλλον για τον τρόπο που σε κάνει να ξεχνάς πως βλέπεις κούκλες να παίζουν μπροστά σου. Ο Βρετανός ανιμέιτορ έχει δουλέψει με τον Τιμ Μπέρτον και τον Πίτερ Τζάκσον, έχει συνυπογράψει το παιδικό «Oh, Mr. Toad» (τηλεοπτική προσαρμογή τού «Ο Ανεμος στις Ιτιές» του Κένεθ Γκράχαμ), που προβαλλόταν στην ελληνική τηλεόραση τη δεκαετία του '90, και έχει πάρει άπειρα βραβεία. Εχει υπογράψει πάνω από 50 διαφημίσεις, συνεργασίες με εταιρείες όπως η Dreamworks και η Pixar και μια ντουζίνα δικές του μικρού μήκους παραγωγές. Σε αυτές -που απολαμβάνουν χιλιάδες στο YouTube- ζωντανεύει ιστορίες με έναν μοναδικό συνδυασμό παιδικού αυθορμητισμού και «ενήλικου» συνδυασμού των κλασικών τεχνών.

Στο πεντάλεπτο φιλμάκι του «Next» ο ίδιος ο Σέξπιρ ανακατεύει επί σκηνής με χιούμορ όλα του τα έργα, περνώντας οντισιόν τον Πίτερ Χολ. Στο «Screenplay» μέσα σε 11 λεπτά ένα παραδοσιακό κινεζικό παραμύθι μεταφέρεται στην Ιαπωνία σαν παράσταση παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου Μπουνράκου, ανακατεύοντας το ερωτικό με το δραματικό στοιχείο. Και στο πολυβραβευμένο «Achilles», ένα αφιέρωμα στο αρχαίο δράμα και τη γλυπτική, η ιδιαίτερη σχέση του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο εξιστορείται από κούκλες που θυμίζουν αγάλματα που ζωντάνεψαν.

Παραδόξως αρχίζω την κουβέντα μου με έναν δάσκαλο του παραδοσιακού ανιμέισον, που πηγαίνει τους μαθητές του να δουν μπαλέτο για να καταλάβουν ευρύτερα την τέχνη, από το... Χόλιγουντ... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Μες στου Αιγαίου τα νερά κάμερες φτερουγίζουν

  • Τον διακεκριμένο ντοκιμαντερίστα Γιώργο Κολόζη, που έφυγε από τη ζωή το περασμένο φθινόπωρο, τιμά το 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης «Εικόνες του 21ου αιώνα» (12 έως 21 Μαρτίου).

Ο βραβευμένος δημιουργός με την ανήσυχη, ποιητική ματιά συνέθεσε μέσα από τη σειρά ντοκιμαντέρ «Αιγαίο νυν και αεί» ένα διεισδυτικό πορτρέτο του πελάγους μας. Το κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει τρεις ταινίες του, καρπούς μιας περιπετειώδους θαλασσινής περιπλάνησης που πραγματοποίησε με το ιστορικό καΐκι του καπετάν Ανδρέα Ζέππου. Στο ταξίδι του συνάντησε και κινηματογράφησε: τον Καλύμνιο σφουγγαρά καπετάν Νικόλα («Καπετάν Νικόλας ο "μοναχός"», 2002), δύο νησιώτες-αυτοδίδακτους μουσικούς («Η μουσική γαλήνη της ψυχής», 2002) αλλά και τους καραβομαραγκούς στον Ταρσανά της Σύρου («Αέρας στα πανιά μας», 2002).

Το αφιέρωμα στον Κολόζη εντάσσεται στην ενότητα «Ιστορίες του Αιγαίου», που θα φιλοξενήσει άλλα 10 ελληνικά ντοκιμαντέρ, τα οποία τεκμηριώνουν και ενοποιούν γεωγραφικά έναν τόπο γεμάτο έντονες αντιθέσεις, αλλά και ισχυρούς συνδέσμους. Οι δημιουργοί σκιαγραφούν τις συνθήκες διαβίωσης, τις κοινωνικές δομές, τις συνήθειες των κατοίκων καθώς και τις αναπτυξιακές δυνατότητες των νησιών, μέσα από μικρές ανθρώπινες ιστορίες.

Τις «Ιστορίες του Αιγαίου» αποτελούν: η ταινία «Ολα τα δειλινά» (1996) του Ελληνα της διασποράς, ντοκιμαντερίστα και εικαστικού Μαθιού Γιαμαλάκη, που γυρίστηκε στην Πάτμο. Η «Φωνή του Αιγαίου» (2004) της Λυδίας Καρρά, για την αισθητική υποβάθμιση και την άναρχη δόμηση του Αιγαίου. Η «Επιστροφή στη Μήλο» (2008) του Νίκου Αλπαντάκη, για την άγνωστη προσωπικότητα του Αγαθοκλή Κυπριώτη. Το «Πόρος-Σεφέρης» (1990) του Γιάννη Σμαραγδή, χρονικό της παραμονής του ποιητή στο νησί το 1946. Οι «Μνήμες από το χαμάμ» (2000) της Πέγκυς Βασιλείου για τα χαμάμ της Ρόδου. Η «Λέρος, η ελευθερία είναι θεραπευτική» (2003) του Αντρέα Λουκάκου για το ψυχιατρείο του νησιού. Το «Εξπρές Σκοπελίτης-Η μάνα των νησιών» (2008) του Μανώλη Καζαμία για το γνωστό καράβι που κάνει μισό αιώνα το δρομολόγιο στις Μικρές Κυκλάδες. Η ταινία «Νο name-Ανώνυμοι Σύρου» (2004) του Βασίλη Κεσίσογλου, «Οι γυναίκες με τα μαύρα» (2006) της Ανθής Νταουντάκη για τις πέντε ηλικιωμένες και μοναδικές κατοίκους στο χωριό Μαράλια της Κρήτης και «Οι ψυχές των καϊκιών» (2001) του Νίκου Καρακώστα

Γ. Αρβανίτης: «Δεν επιτρέπω στους σκηνοθέτες να με καταργούν»

  • Συνέντευξη

Δεν μας έχει συνηθίσει ο Γιώργος Αρβανίτης σε τόσο υψηλούς τόνους. Ο διευθυντής φωτογραφίας, που ταυτίστηκε με τις μεγαλύτερες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου, κυρίως τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου αλλά και του Βούλγαρη και του Κακογιάννη, από το Παρίσι, όπου ζει και δουλεύει τα τελευταία είκοσι χρόνια, καταγγέλλει ότι τα dvd που κυκλοφορούν και φέρουν το όνομά του, όχι μόνο έχουν γίνει χωρίς να έχει την οποιαδήποτε εμπλοκή, αλλά και παραποιούν ή καταστρέφουν τη δουλειά του.

«Γιατί πρέπει κάποιος να μου αλλάξει τα χρώματα; Εγώ μέσα από την ποιότητα του φωτισμού και των χρωμάτων εκφράζομαι», λέει ο Γιώργος Αρβανίτης

«Γιατί πρέπει κάποιος να μου αλλάξει τα χρώματα; Εγώ μέσα από την ποιότητα του φωτισμού και των χρωμάτων εκφράζομαι», λέει ο Γιώργος Αρβανίτης

«Οταν έχεις κάνει μια ταινία, είσαι υπεύθυνος για την εικόνα της», λέει ο Γιώργος Αρβανίτης. «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σε καταργήσει όταν ψηφιοποιηθεί για να κυκλοφορήσει στη συνέχεια σε dvd η blue-ray. Βλέπω όλο και συχνότερα, γιατί δεν μπορώ να παρακολουθώ τα πάντα από το Παρίσι, ταινίες μου να βγαίνουν στην αγορά και κάποιοι, από αλαζονεία ή τον γνωστό ελληνικό "ωχαδελφισμό", να έχουν ασελγήσει στη δουλειά μου. Αγόρασα στο αεροδρόμιο μια καταπληκτική κασετίνα του Κακογιάννη και η "Ιφιγένεια", στην οποία είχα κάνει τη φωτογραφία, είχε μεταγραφεί από μια κόπια με όλα τα γδαρσίματα και τα σημάδια που είχαν αφήσει οι προβολές. Ο θεατής δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό. Γιατί, λοιπόν, να μην πει το παλιό κλισέ "οι ελληνικές ταινίες δεν έχουν καλή φωτογραφία"; Με την ίδια λογική θα μπορούσα να πάρω εγώ μια ταινία και να τη μεταφέρω στο dvd αλλάζοντας τον διάλογο ή το μοντάζ; Γιατί πρέπει κάποιος να μου αλλάξει τα... χρώματα; Εγώ μέσα από την ποιότητα του φωτισμού και των χρωμάτων εκφράζομαι»... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Friday, February 19, 2010

Ολοκληρώθηκε το διαγωνιστικό τμήμα της Μπερλινάλε, το Σάββατο τα βραβεία

Με τις ταινίες «Ο δολοφόνος μέσα μου» του Βρετανού Μάικλ Γουίντερμποτομ και «Μαμούθ» του Γάλλου Μπενουά Ντελεπίν έληξε την Παρασκευή το διαγωνιστικό τμήμα της 60ής Μπερλινάλε. Στην τελετή λήξης του Σαββάτου θα απονεμηθούν η Χρυσή Αρκτος και τα άλλα βραβεία του φεστιβάλ.

Στο φιλμ νουάρ και σε ένα μυθιστόρημα του Τζιμ Τόμσον στράφηκε ο Βρετανός σκηνοθέτης Μάικλ Γουίντερμπότομ. Πρωταγωνιστής, ένας αστυνομικός σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του Τέξας που σταδιακά αποκαλύπτεται πως είναι ένας σαδιστής ψυχοπαθής, κατά συρροή δολοφόνος.

Ο Γουίντερμποτομ καταγράφει με λεπτομέρεια την περίοδο της δεκαετίας του 1950, καθώς και τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή του, μαζί και τις ωμές σκηνές των φόνων του, σκηνές που αντιμετωπίζουν την ωμότητα με ένα έντονο, αποκρουστικό ρεαλισμό, που σπάνια συναντάμε στον κινηματογράφο, καταφέρνοντας να δημιουργήσει τη σωστή, μαύρη ατμόσφαιρα του βιβλίου.

Στις αρετές της ταινίας και οι πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών του (Κέιτ Χάντσον, Τζέσικα Αλμπα, Νεντ Μπίτι, Μπιλ Πούλμαν), ιδιαίτερα όμως του Κέισι Αφλεκ στο ρόλο του ψυχοπαθή δολοφόνου.

Η γαλλική ταινία «Μαμούθ» είναι ένα οδοιπορικό με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στο ρόλο ενός 60χρονου εργάτη που, όταν αποφασίζει να συνταξιοδοτηθεί, ανακαλύπτει πως το αφεντικό του ξέχασε να τον δηλώσει για σύνταξη. Έτσι, με προτροπή της γυναίκας του ξεκινά με τη θρυλική μοτοσικλέτα του «Μαμούθ» σε αναζήτηση των χαμένων εγγράφων, αναζήτηση που θα τον φέρει σε επαφή με πρόσωπα που είχαν σχέση με τη μέχρι τώρα ζωή του.

Για παραποίηση της ιστορίας κατηγόρησαν Γερμανοί δημοσιογράφοι τον σκηνοθέτη Όσκαρ Ρέλερ (δημιουργό της ταινίας Ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος: άνοδος και πτώση), στη χθεσινή συνέντευξη τύπου, που ακολούθησε την προβολή της ταινίας του. Ο Ρέλερ κατηγορείται ότι άλλαξε την προσωπικότητα του ηθοποιού-πρωταγωνιστή στην ταινία, Φέρντιναντ Μάριαν, από πρόθυμο συνεργάτη του Γκέμπελς στην αντισημιτική αυτή ταινία, σε πρόσωπο που δεν ήθελε να αναλάβει το ρόλο του πρωταγωνιστή στην ταινία.

Ημέρα της απονομής των βραβείων το Σάββατο. Ανάμεσα στα φαβορί για τη Χρυσή Αρκτο και τα άλλα σημαντικά βραβεία συγκαταλέγονται οι ταινίες Χωριστά μαζί του Κινέζου σκηνοθέτη Γουάνγκ Κουάναν, τη ρουμανικη Αν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω του Φλόριν Σέρμπαν και τη ρωσική Πώς τέλειωσα αυτό το καλοκαίρι του Αλεξέι Ποπογκρέμπσκι, Submarino του Δανέζου Τόμας Βίντερμπεργκ και Ένας κάπως ευγενικός άνθρωπος του Νορβηγού Χανς Πέτερ Μόλαντ.

Επίσης, προστίθενται και δύο αουτσάιντερ, η αμερικανική «Ο συγγραφέας-φάντασμα» του Ρόμαν Πολάνσκι και η τουρκική «Μέλι» του Σεμίχ Καπλάνογλου.

Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, οι σάλτσες και οι δίαιτες

  • Την ιδιαίτερη σχέση του μεγάλου σκηνοθέτη με το φαγητό εξετάζει ένα... γευστικότατο βιβλίο

Η Αλμα, σύζυγος του άγγλου σκηνοθέτη Αλφρεντ Χίτσκοκ, του συμπαραστάθηκε σε πολλές δυσκολίες της ζωής του. Πάνω απ΄ όλα όμως είχε βαλθεί να του συμπαρασταθεί στο πρόβλημα που τον βασάνιζε μια ζωή: το πάχος. Ετσι, για να τον υποστηρίζει ψυχολογικά στις αλλεπάλληλες- αλλά όχι και τόσο αποτελεσματικές δίαιτές του, δεν έτρωγε ούτε εκείνη. «Οταν είμαι σε δίαιτα», έλεγε ο Χίτσκοκ, «βρίσκομαι καθισμένος την ώρα του γεύματος μπροστά σε μια κυρία που αδυνατίζει ταχύτατα, σε σημείο που πρέπει να διακόψω γρήγορα τη δίαιτά μουγια να μην τη δω να λιώνει τελείως».

Αυτό είναι ένα μόνο από τα περαστικά που δηλώνουν την ιδιαίτερη σχέση που είχε ο Αλφρεντ Χίτσκοκ με το φαγητό. Τα αφηγούνται με διασκεδαστικό τρόπο οι Ανν Μαρτινέτι και Φρανσουά Ριβιέρ, συγγραφείς του πρωτότυπου βιβλίου «Η σάλτσα ήταν σχεδόν τέλεια- 80 συνταγές από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ». Το βιβλίο, εκτός από γοητευτικά στοιχεία για τη ζωή του σκηνοθέτη, τις γαστρονομικές συνήθειές του και τη διαρκή πάλη του με το σωματικό βάρος του, περιλαμβάνει νοστιμότατες γευστικές επιλογές- αν και προφανώς όχι τόσο υγιεινές. Οι συνταγές, είτε αντλημένες από τις προτιμήσεις του ίδιου του Χίτσκοκ είτε εμπνευσμένες από σκηνές γευμάτων στις ταινίες του, περιλαμβάνουν τόσο κλασικά βρετανικά πιάτα, όπως αγγλικό πρωινό ή πουρέ με κρεμμύδια, όσο και πιο φιλόδοξες επιλογές, όπως γιουβέτσι με όστρακα και πατέ Πέτερσεν.

Απ΄ ό,τι προκύπτει από το βιβλίο πάντως για τον Χίτσκοκ η γαστρονομική αγωνία δεν ήταν διαχωρισμένη από την κινηματογραφική: «Οταν διαλέγω το θέμα μιας ταινίας», έλεγε, «είμαι περίπου στην ίδια κατάσταση με τον γκουρμέ που πρέπει να συνθέσει ένα μενού. Του παρουσιάζουν έναν κατάλογο όπου όλα τα πιάτα τον δελεάζουν. Θα διαλέξει το σουφλέ με τυρί ή τον καπνιστό σολομό;».

Ο μετρ του σασπένς

Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Λονδίνο και ξεκίνησε να σκηνοθετεί το 1925. Επειτα από μια επιτυχημένη δεκαετία του 1930, με ταινίες όπως τα «39 σκαλοπάτια», «Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά» και «Σαμποτάζ», με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ. Από το 1940 ως το «Ψυχώ» του 1960, γύριζε ταινίες αδιάλειπτα, ενώ το 1955 συμφώνησε να προλογίζει την τηλεοπτική σειρά «Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει».

Μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του «Ψυχώ» άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες πιο αραιά. Πέθανε το 1980 στο Λος Αντζελες. Είχε προταθεί έξι φορές για Οσκαρ σκηνοθεσίας, το 1941 («Ρεβέκκα»), το 1942 («Υποψίες»), το 1945 («Η σωσίβια λέμβος»), το 1946 («Νύχτα αγωνίας»), το 1955 («Σιωπηλός μάρτυς») και το 1961 («Ψυχώ»), αλλά δεν το κέρδισε ποτέ.

  • ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
«Η σάλτσα ήταν σχεδόν τέλεια- 80 συνταγές από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ» των Ανν Μαρτινέτι και Φρανσουά Ριβιέρ η Εκδόσεις Πατάκη η Σελ. 168

Ο κινηματογράφος στο τραπέζι μας Επτά ταινίες, 15 σεφ και ένα συσσίτιο το «μενού» του αθηναϊκού φεστιβάλ «Σινεμά στο Πιάτο»

Δεκαπέντε σεφ, επτά ταινίες, φεστιβάλ για παιδιά και μια πρωτότυπη ιδέα, τα Συσσίτια- Live Cooking, είναι το μενού του εφετινού φεστιβάλ «Σινεμά στο Πιάτο», το οποίο για τέταρτη χρονιά κάνει πράξη την προβολή ταινιών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον μεταφρασμένων διά της... γαστριμαργικής οδού.

Το εν λόγω κινηματογραφικό - γαστρονομικό φεστιβάλ, που διοργανώνεται από την 1η ως τις 22 Μαρτίου σε επιλεγμένους κινηματογράφους και εστιατόρια της πόλης, προσφέρει «σε εποχές σκληρές» τη δυνατότητα υψηλής γαστρονομικής εμπειρίας σε μάλλον συμβολικές τιμές, αφού το δείπνο που ακολουθεί την προβολή ταινίας, με την υπογραφή διάσημων σεφ, δεν υπερβαίνει τα 30 ευρώ κατ΄ άτομο.

Για πρώτη φορά στα τέσσερα χρόνια της διοργάνωσής του το «Σινεμά στο Πιάτο» διοργανώνει το Κid΄s Festival (τις Κυριακές 7, 14 και 21 Μαρτίου) με προβολή παιδικών ταινιών και εκδηλώσεις για παιδιά. Η πιο καινοτομική πρόταση πάντως είναι εκείνη των Συσσιτίων- Live Cooking: στους χώρους της Τεχνόπολης θα βρεθούν συνδαιτυμόνες όσοι επιθυμούν να γευθούν μια σπάνια γαστριμαργική εμπειρία υπέρ των αστέγων του Δήμου Αθηναίων, όπως είπε ο κ. Σάκης Παπακωνσταντίνου, διοργανωτής του «Σινεμά στο Πιάτο».

Σε πάγκους όμοιους με εκείνους στους οποίους σιτίζονται οι άστεγοι του Δήμου Αθηναίων όσοι γευματίσουν στα Συσσίτια - Live Cooking θα δοκιμάσουν τις προτάσεις εκλεκτών σεφ. Ο διευθύνων σύμβουλος της Εταιρείας Τουριστικής και Οικονομικής Ανάπτυξης Αθηνών (ΕΤΟΑΑ) κ. Παναγιώτης Αρκουμανέας είπε ότι τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία στηρίζουν ο Δήμος και η ΕΤΟΑΑ. Συμπλήρωσε μάλιστα ότι ο Δήμος Αθηναίων είναι ο μοναδικός παγκοσμίως που προσφέρει 4.500 συσσίτια ημερησίως.

Το πρόγραμμα των προβολών

Στο πλαίσιο του «Σινεμά στο Πιάτο» θα προβληθούν οι εξής ταινίες: «Είναι όλοι τους καλά» (1/3, Απόλλων Cinemax Class), «Η γραμματέας» (2/3, Νιρβάνα Cinemax), «Μια μέρα του καλοκαιριού» (5/3, Απόλλων Cinemax Class), «Οδός Μαλχόλαντ» (9/3, Νιρβάνα Cinemax), «Η κυρία με το σκυλάκι» (15/3, Απόλλων Cinemax Class), «Αυγουστιάτικο γεύμα στη Ρώμη» (16/3, Νιρβάνα Cinemax), «Ο απίθανος κύριος Φοξ» (22/3, Απόλλων Cinemax Class). Θα ακολουθήσει δείπνο στα εστιατόρια Ηytra, Βαρούλκο, Κiku, Αleria, GΒ Corner, Ρriamo και Dionysos. Ωρα έναρξης προβολών: 20.00. * Οι ταινίες του Κid΄s Festival είναι οι εξής:

«Γουόλ-Υ» (7/3, Απόλλων Cinemax Class), «Ο Μπάρι και οι ντισκο-σκώληκες» (14/3, Απόλλων Cinemax Class) και «Ο απίθανος κύριος Φοξ» (21/3, Κηφισιά Cinemax 1). Στις 14 Μαρτίου θα ακολουθήσει γεύμα στο Ρublic Cafe. Ωρα έναρξης προβολών: 12 μ.

ΤΑΣΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ: Ο σκηνογράφος-πρωταθλητής των 200 ταινιών


Εργα και ημέρες του καλλιτέχνη που υπέγραψε τα ντεκόρ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου


«Η ζωή είναι ένα απέραντο σκηνικό. Κάποιοι το βιώνουν σαν ταινία και κάποιοι άλλοι, οι πιο μελοδραματικοί, σαν θέατρο. O Θεός κάνει πάντα το τελικό μοντάζ» είχε πει κάποτε ο 83χρονος σήμερα σκηνογράφος Τάσος Ζωγράφος. Από τη γενέτειρά του, τη Λιβαδειά, ως την Αθήνα των νεοκλασικών και της αντιπαροχής, από τις ασπρόμαυρες ταινίες ως το τεχνικολόρ, από τις θεατρικές αίθουσες που δεν υπάρχουν πια ως τα ΔΗΠΕΘΕ, από τα πρώτα του βήματα στη ζωγραφική ως τις διεθνείς πινακοθήκες, ο δημιουργός που έζησε από απόσταση αναπνοής τις παραξενιές της Βουγιουκλάκη, την καλοσύνη του Βέγγου, το σουξέ του Μπάρκουλη και τα φωτογενή «χούγια» πολλών ακόμη αστέρων του σινεμά και του θεάτρου μας τα αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μέσα από τη βιογραφία «Σκηνικό ζωής» που επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος Χρήστος Σιάφκος.

Από τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου και για πολλά χρόνια ο Ζωγράφος επιμελήθηκε τα σκηνικά και τα κοστούμια για τουλάχιστον 200 ταινίες και 150 θεατρικά έργα. Στο θέατρο ξεκίνησε την περιπέτειά του πολύ νωρίτερα, στη δεκαετία του 1940, ως βοηθός του Γιάννη Τσαρούχη, ενώ συνέχισε να το υπηρετεί πιστά και μετά την αλλαγή του αιώνα. Με τρόπο παραστατικό μιλάει όχι μόνο για την καλλιτεχνική ζωή του τόπου αλλά και για τη νεότερη ελληνική ιστορία. Τον Θανάση Βέγγο, π.χ., δεν τον γνώριζε μόνο από τα πλατό αλλά και από τη Μακρόνησο...

Η παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Ζωγράφου θα γίνει τη Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου στο αμφιθέατρο ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» (τέρμα Πατριάρχου Γρηγορίου, Αγία Παρασκευή). Θα μιλήσουν οι Θανάσης Βέγγος, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Μήτσος Κασόλας, Ντίνος Κατσουρίδης, Γιώργος Σγουράκης και Χρήστος Σιάφκος. Επίσης θα προβληθεί η ταινία «Τάσος Ζωγράφος» από τον κύκλο εκπομπών «Μονόγραμμα».

Μυστικά (και καθόλου ψέματα) που μάθαμε από το βιβλίο

«Κάτσε, ρε Ντίμη, πρώτη φορά μου συνέβη
να χτυπήσω το κεφάλι μου σε ταβάνι» είχε πει ο Νίκος Ρίζος στον σκηνοθέτη Ντίμη Δαδήρα αυτοσαρκαζόμενος για το ύψος του όταν κατά τη διάρκεια γυρίσματος χτύπησε σε λοξό ταβάνι σοφίτας.

«Στην ταινία “Το κορίτσι με τα παραμύθια” η Αλίκη ήταν ακόμη αυθεντική,δεν είχε πειράξει τη μύτη της. Καστανή και με το σημαδάκι που είχε στο μάγουλο- μετά το στοκάρισε».

«Για τον Μπάρκουλη και τον Αλεξανδράκη ψόφαγαν τα θηλυκά,ενώ οι άνδρες που τους ζήλευαν τους έβγαζαν αδερφές κι ας ήταν αρσενικά 100%». «Δεν ήταν τυχαίο πως οι ταινίες της Βουγιουκλάκη έβγαιναν 25η Μαρτίου και 28η Οκτωβρίου. Μετά την παρέλαση τα κοριτσάκια πήγαιναν να δουν την Αλίκη».

«Με τον Ξανθόπουλο, που έγινε φίρμα από τις πρώτες του ταινίες,ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε όλα τα γυρίσματα στο πλατό. Αν βγαίναμε έξω, έπεφταν να τον φάνε, κάτι που μας καθυστερούσε και είχε οικονομικό αντίτιμο».

Βέγγος, τέρας... καθαριότητας

«Υπάρχουν πολλά ανέκδοτα με
το πάθος του Βέγγου για την καθαριότητα» λέει ο Τάσος Ζωγράφος και θυμάται το πιο χαρακτηριστικό: «Κάναμε το “Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ” το 1973. Σε ένα σπίτι στο Μαρούσι έπρεπε να δημιουργήσω ένα σκηνικό με πολλά σκουπίδια. Είχα φτιάξει τον χώρο και είχα ρίξει κουρέλια, εξατμίσεις, σιδερικά,κότες και πάπιες που τριγυρνούσαν, τους είχα βάλει και καλαμπόκι. Την επομένη ο Βέγγος με είχε προλάβει και είχε πάει πιο νωρίς. “Λιγδοτάμπαρε” μου είπε “εγώ μάζεψα τα σκουπίδια, σκούπισα, σφουγγάρισα και τώρα στρώσ΄ τα ξανά”. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι από κάτω το πάτωμα ήταν καθαρό. Και το απίστευτο ήταν ότι τα είχε όλα μαζεμένα και κατά είδος».

Η Αλίκη και το βερνικόλαδο

Το 1957 ο Ντίμης Δαδήρας γύρισε στα πρότυπα των αμερικανικών μιούζικαλ την πρώτη μουσικοχορευτική ελληνική ταινία, τους «Χαρούμενους αλήτες», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ο Ζωγράφος σχολιάζει το πόσο αδέξια ήταν η ηθοποιός στον χορό: «Μας βρήκε το καλοκαίρι μέχρι να μάθει τα χορευτικά που της δίδασκε ο Αγγελος Γριμάνης. Το πάτωμα έπρεπε να λάμπει όπως τα αμερικανικά μιούζικαλ. Και για να λάμπει το βάψαμε κι από πάνω το περάσαμε με βερνικόλαδο. Οταν έγινε η πρόβα, έπεσε κάτω η Αλίκη και κόλλησε. Τώρα μπορεί να φαίνεται αστείο αλλά τότε έγινε καβγάς».

Πέθανε ο βρετανός ηθοποιός και σκηνοθέτης Λάιονελ Τζέφρις

Πέθανε σήμερα σε ηλικία 83 χρόνων, ο βρετανός ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης Λάιονελ Τζέφρις, που έγινε ευρύτερα γνωστός από τη μεταφορά στην οθόνη του ομότιτλου βιβλίου «Τα Παιδιά του Τρένου» το 1970 και το ρόλο του στην ταινία «Τσίτι Τσίτι Μπανγκ Μπανγκ», μετέδωσε το BBC.

Ο Τζέφρις εμφανίστηκε σε περισσότερες από 70 ταινίες μεταξύ των οποίων «Η ζωή ενός ανθρώπου» (1956), «Οι εντιμότατοι κύριοι του κελιού 13» (1960), «Ο Αιχμάλωτος της Τζέντα», «Η Κόκκινη Θύελλα»", «Τσίτι Τσίτι Μπανγκ Μπανγκ» και «Τα παιδιά του τρένου».

Γνωστός για το τελείως φαλακρό κεφάλι του, τη βαρύτονη φωνή του και το παχύ μουστάκι του, ο γεννημένος στο Λονδίνο ηθοποιός εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην οθόνη το 1950.

Αρχισε να μετέχει σε τηλεοπτικές παραγωγές στα μέσα της δεκαετίας του '80 στο δημοφιλές αστυνομικό θρίλερ «Επιθεωρητής Μορς».

From , February 20, 2010

Lionel Jeffries: actor, screenwriter and film director

Jeffries in Chitty Chitty Bang Bang ? he played Dick Van Dyke?s father

(Warfield/United Artists/The Kobal Collection)

Jeffries in Chitty Chitty Bang Bang ? he played Dick Van Dyke?s father

Lionel Jeffries appeared in more than 100 films and stole scenes in many of them, even from under the noses of such consummate and widely differing comedy artists as Peter Sellers, Bob Hope and Eric Sykes. His bald and usually shining pate, his expressive eyebrows and a voice once described as “like a rubber ball bouncing round inside an empty oil drum” made him one of the funniest film, and later, television actors.

Yet his genial if emphatic manner could vanish instantly to be replaced by genuine outrage if anyone dared to refer to his scene-stealing. He would vigorously deny it, saying that such a “crime” would be unprofessional. Nevertheless his fellow actors readily recognised that there could be no walking through a role when Jeffries was about.

However, funny as he was through 40 years at the top as an actor, he will probably be remembered most as the writer and director of one of the classics of family entertainment, The Railway Children. It made a star of Jenny Agutter and is regularly revived in the school holidays to become as enduring as many of the Disney favourites.

It was his daughter Martha, 8 years old at the time, who gave him the idea. She had just read E. Nesbit’s Edwardian classic and said: “You ought to read this, Dad, it would make a lovely film.” Jeffries agreed and immediately began fashioning a screenplay after spending £2,000 of his own money optioning the film rights.

For months he hawked the script around the studios, showing it to producers in Britain and the US. They said it was a wonderful idea and an excellent script, but it was not the time to make such a film. This was the late 1960s when fewer and fewer feature films for the family were being made and there was a big increase in X-rated sex-and-violence capers — a trend that the outspoken Jeffries strongly condemned.

One Hollywood suggestion was to revamp the story, set it in the Mid-West, make the children older and turn it into a musical so that Julie Andrews could play the lead.

Mercifully, Jeffries rejected this idea out of hand. It was his friend, another actor-turned-director, Bryan Forbes, then head of the EMI Studios, who read the script and advanced Jeffries the money to make the film. Jeffries admitted that in doing so Forbes displayed considerable financial courage.

Summing up his determination to make The Railway Children, Jeffries said: “I wanted a film with all the old- fashioned virtues. Simplicity, a strong story line, laughter and tears, a film the entire family could see and enjoy.”

Lionel Charles Jeffries was born in London in 1926. His father was a Salvation Army officer, his mother was a singer.

His interest in films began at school when his father bought an early cine-camera and encouraged him to make his own films on such subjects as “A Day at the Zoo”. While still a schoolboy his career as an entertainer began with an act he called “The Boy With a Thousand Voices”.

He later won a place at RADA, where he met his wife, Eileen. At the age of 22 Jeffries was the only bald student at the academy. His hair fell out in a single week when he was 19. He later recalled that he tried wearing a toupee but discarded it because “it looked like a dead moth on a boiled egg”.

He was able to take the loss philosophically because hairlessness helped him to win elderly roles, including playing a man of 80. During the war he was commissioned in the Oxfordshire and Buckinghamshire Light Infantry and served in Burma but he was disinclined to talk about his Service years.

He entered films in the early 1950s and began to get noticed in cameo roles — as a bumbling solicitor or crafty dealer — for which his mobile face and darting eyes were ideal. He appeared in Bob Hope’s Call Me Bwana and in two of Peter Sellers’s funniest vehicles, The Wrong Arm of the Law, as a bungling policeman, and Two Way Stretch, as a swaggering and equally inefficient prison warder.

He was in The Spy with the Cold Nose with Laurence Harvey and Eric Sykes and played Dick Van Dyke’s father, Grandpa Potts, in Chitty Chitty Bang Bang, despite being younger than Van Dyke by six months. But he did not only play the sly, the pompous, the blustering incompetent or the crazy old coot. He could and did take on dramatic roles, sometimes with a streak of menace, as in The Colditz Story and The Prisoner of Zenda.

He impressed the critics with his portrayal of Lord Queensbury in the film The Trials of Oscar Wilde (1960) with Peter Finch as Wilde. He also impressed MGM and he was signed up to play the botanist in the 1962 remake of Mutiny on the Bounty with Marlon Brando and Trevor Howard. But he soon discovered that he loathed Hollywood and asked to be released from his contract even though it meant giving up a generous fee and six months in Tahiti.

He later explained why he hated the film town so much, referring to the constant piped music, the neon advertisements for crematoriums and being contacted by a call girl agency the day he arrived. “Full of cardboard people; Shepherd’s Bush wrapped in Cellophane,” was his blunt description. But he did venture back in 1967 to appear in Camelot with Richard Harris.

After The Railway Children, he directed Baxter, with Patricia Neal, the story of a 12-year-old boy with a speech defect which won the Golden Bear award at the Berlin festival. The Water Babies, with James Mason and Billie Whitelaw, and a ghost story, The Amazing Mr Blunden, were acceptable family fare, but Wombling Free was a disastrous attempt to adapt the popular TV series.

When there were fewer film parts he was wooed, albeit reluctantly, to television. He starred in Dennis Potter’s play Cream in My Coffee (1980) and more than held his own against the redoubtable Peggy Ashcroft. They played an elderly couple looking back on their younger, happier lives. He appeared in the situation comedies, Tom, Dick and Harriet and Father Charlie, but did not enjoy the experience: “That awful cackling from the studio audience is an insult to intelligence.”

His West End stage appearances included Hello Dolly (1984), and the farces See How They Run, Two Into One and Rookery Nook, and he appeared in a revival of Pygmalion on Broadway in 1987, but the theatre was never his main outlet.

In later years he spent his time at the family thatched cottage in Essex, writing film scripts, mostly based on children’s classics, and trying to get them made. Otherwise he liked to potter around the garden picking apples for his wife’s renowned chutney.

He broke off for the occasional film, such as Michael Winner’s 1989 version of the Alan Ayckbourn play, A Chorus of Disapproval, and was back on stage in 1990 to play the disgraced Ekdal in a West End production of Ibsen’s The Wild Duck. His last significant television role was the loveable Grandad in the children’s series, Woof! in 1993.

  • Jeffries is survived by Eileen, his wife of nearly 60 years, and their three children.

  • Lionel Jeffries, actor, screenwriter and film director, was born on June 10, 1926. He died on February 19, 2010, aged 83


Thursday, February 18, 2010

ΜΠΕΡΛΙΝΑΛΕ Μια ευαίσθητη ταινία από την Τουρκία


Η ταινία που προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μέχρι στιγμής, στο διαγωνιστικό τμήμα της φετινής Μπερλινάλε (του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου, που λήγει την Κυριακή) είναι το «Μέλι» του Σεμίχ Καπλάνογλου: Ο Τούρκος σκηνοθέτης κλείνει με την ταινία αυτή την τριλογία, που άρχισε με «Το αβγό» και «Το γάλα».

Η ταινία έχει ως κεντρικό ήρωα τον μικρό Γιουσούφ, ο οποίος ζει με τον πατέρα και τη μητέρα του σε ένα χωριό στην Τουρκία. Η σχέση του Γιουσούφ με τον μελισσοκόμο (Ερνταλ Μπεσίκογλου) πατέρα του και το δάσος είναι ο θεματικός πυρήνας της ιστορίας, καθώς παρακολουθούμε τον μικρό να ακολουθεί τον πατέρα του στις περιπλανήσεις του στο δάσος. Οι τεχνητές κυψέλες που ο πατέρας έφτιαξε για να μαζεύει το μέλι είναι τοποθετημένες σε ψηλά δέντρα και έτσι η δουλειά γίνεται αρκετά επικίνδυνη. Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε τον μελισσοκόμο να κρέμεται από ένα μισοσπασμένο κλαδί.

Η ταινία επιστρέφει πίσω για να περιγράψει πώς ο τελευταίος βρέθηκε εκεί. Ετσι ξεδιπλώνονται οι περιπλανήσεις πατέρα - γιου και η δυνατή συναισθηματική σχέση που τους συνδέει. Το πρόβλημα του μικρού είναι ότι τραυλίζει, πράγμα που του προκαλεί προβλήματα στο σχολείο, καθώς μάταια προσπαθεί να κερδίσει βραβείο ανάγνωσης, που μοιράζει ο δάσκαλος. Ωστόσο, μιλάει κανονικά όταν ψιθυρίζει. Ετσι ο πατέρας του επιλέγει τους ψιθύρους, για να φέρει το μικρό σε επαφή με τη μαγεία του δάσους, τη φύση των πουλιών και το άρωμα των λουλουδιών.

Αυτό που αναδεικνύει ο Καπλάνογλου με την ευαίσθητη αυτή ταινία είναι η οικογενειακή ζωή των φτωχών ανθρώπων του χωριού, που πασχίζουν για λίγο βιος. Μας υπενθυμίζει πως δεν υπάρχουν απλοί καθημερινοί άνθρωποι χωρίς βάθος, ούτε ζωή χωρίς ευχάριστες ή δυσάρεστες εκπλήξεις.


  • Του Μιχάλη ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 19/02/2010.--

Οι ιρανικές αρχές απαγόρευσαν στον Πανάχι να μετάσχει σε συζήτηση της 60ής Μπερλινάλε


ΑΠΕ
Σκηνοθέτης και ηθοποιοί της ταινίας «Ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος: άνοδος και πτώση» στο κόκκινο χαλί

Η άρνηση των ιρανικών αρχών να του χορηγήσουν τη σχετική άδεια στέρησε από τον βραβευμένο με αργυρή Άρκτο σκηνοθέτη Τζαφάρ Πανάχι την ευκαιρία να μετάσχει σε συζήτηση για τον ιρανικό κινηματογράφο που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στο πλαίσιο του 60ού Φεστιβάλ Βερολίνου.

«Μας εξέπληξε και μας λύπησε ιδιαίτερα το ότι απαγορεύτηκε σε ένα σκηνοθέτη, που έχει κερδίσει τόσα διεθνή βραβεία, να συμμετάσχει στο εορταστικό μας φεστιβάλ και να εκφράσει τις κινηματογραφικές του απόψεις» ανάφερε ο διευθυντής της Μπερλινάλε, Ντίτερ Κόσλικ.

Τρεις ταινίες παρουσιάστηκαν την Πέμπτη στο διαγωνιστικό τμήμα της 60ής Μπερλινάλε.

Στο δρόμο της Γιασμίλα Ζμπάνιτς σκιαγραφούνται οι σχέσεις ανάμεσα σ' ένα νέο ζευγάρι στη σύγχρονη Βοσνία.

Η άνοδος και η πτώση ενός Γερμανού ηθοποιού στη ναζιστική Γερμανία περιγράφεται στη βιογραφική ταινία Ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος: άνοδος και πτώση του Γερμανού Όσκαρ Ρέλερ.

Η χειραφέτηση μιας μεσήλικης παντρεμένης γυναίκας είναι το θέμα του Παζλ της Ισπανίδας Ναταλίας Σμπιρνόφ.

Ο έρωτας του ζευγαριού Στο δρόμο κινδυνεύει να καταστραφεί όταν ο άντρας μπλέκει με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό κι η απόφασή τους ν' αποκτήσουν παιδί - έστω και με τεχνητή γονιμοποίηση - κινδυνεύει όταν εκείνος αλλάζει τρόπο ζωής και αρχίζει να απαιτεί μιαν άλλη διαφορετική συμπεριφορά από τη γυναίκα του.

Η σκηνοθέτης Γιασμίλα Ζμπάνιτς, που το 2006 κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο της Μπερλινάλε για την ταινία Γκριμπαβίτσα, αντιμετωπίζει με συμπάθεια τα προβλήματα του ζευγαριού, καταγράφοντας τα διάφορα προβλήματα που δημιουργούνται με τη στάση του συζύγου. Στα πλεονεκτήματα της ταινίας η πολύ καλή ερμηνεία της Ζρίνκα Τσβίτεσιτς.

Η καριέρα του Γερμανού ηθοποιού Φέρντιναντ Μάριαν είναι το θέμα της γερμανικής ταινίας Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος: άνοδος και πτώση. Ο Μάριαν είχε γίνει διάσημος στη ναζιστική Γερμανία χάρη στο ρόλο του στην αντι-σημιτική ταινία, «Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος», που σκηνοθέτησε το 1942 ο Φάιτ Χάρλαν. Είχε αρχικά αρνηθεί την πρόταση του υπουργού προπαγάνδας Γκέμπελς να ερμηνεύσει τον Εβραίο πρωταγωνιστή της ταινίας, όμως στη συνέχεια μετά από πιέσεις αναγκάστηκε να δεχθεί το ρόλο που τον έκανε διάσημο αλλά τελικά του στοίχισε την καριέρα του.

Ο Μαριάν εθίστηκε στο αλκοόλ και το 1946 αυτοκτόνησε, ενώ η εβραϊκής καταγωγής γυναίκα του συνελήφθη και εκτελέστηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Ο Ρέλερ αναπλάθει με πειστικότητα την εποχή και αποσπά μια πολύ καλή ερμηνεία από τον πρωταγωνιστή του Τομπίας Μορέτι, δεν κατάφερε όμως να ξεφύγει από τα καλούπια μιας συνηθισμένης βιογραφικής ταινίας.

Ο σκηνοθέτης Όσκαρ Ρέλερ είναι ο δημιουργός της πολύ ενδιαφέρουσας ταινίας Στοιχειώδη μόρια.

Στην ισπανική ταινία «Παζλ» της Ναταλίας Σμιρνόφ, η πρωταγωνίστρια είναι μια μεσήλικη γυναίκα, παντρεμένη και με μεγάλα παιδιά, που ξαφνικά ανακαλύπτει το ταλέντο της να φτιάχνει παζλ, όταν της χαρίζουν ένα στα γενέθλια της. Αρχίζει να φτιάχνει διάφορα παζλ παρέα με έναν άντρα και μαζί λαμβάνουν μέρος σ' ένα τουρνουά, όπου κερδίζουν και το πρώτο βραβείο.

Χάρη στα παζλ θα βρει στόχο στη ζωή της και θα χειραφετηθεί, πράγμα που θα τη φέρει σε σύγκρουση με τον άντρα της. Πρόκειται για μια διασκεδαστική ταινία, χωρίς όμως η σκηνοθεσία της Ναταλία Σμιρνόφ να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο. Αυτό που ξεχωρίζει είναι η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας, Μαρίας Ονέτο.

Οι ερμηνείες είναι και το κύριο στοιχείο της εκτός συναγωνισμού ρομαντικής κωμωδίας Όλα τα παιδιά είναι καλά της Λίζας Τσολοτένκο, με την Ανέτ Μπένινγκ και τη Τζούλια Μουρ να ερμηνεύουν ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων γυναικών. Κάποια στιγμή η έφηβη κόρη τους πείθει το μικρότερο αδερφό της να τη βοηθήσει ν' ανακαλύψουν τον βιολογικό πατέρα τους. Η ανακάλυψη του πατέρα θα αλλάξει τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και θα δημιουργήσει διάφορες αντιδράσεις και συγκρούσεις.

Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Wednesday, February 17, 2010

Αμείωτο το ενδιαφέρον στην 60ή Μπερλινάλε κινηματογράφου


  • Χωρίς τον διάσημο καλλιτέχνη των γκραφίτι, Μπάνκσι, ο οποίος αναμενόταν να έρθει στο Βερολίνο για να παρουσιάσει την ταινία του, συνεχίστηκε σήμερα, για έκτη μέρα, η 60ή Μπερλινάλε του κινηματογράφου.

Η ταινία του Μπάνκσι, «Έξοδος από το μαγαζί των δώρων» είχε περιληφθεί στο επίσημο (εκτός συναγωνισμού) πρόγραμμα του φεστιβάλ, ενώ, μετά την προβολή της, είχε αναγγελθεί συνέντευξη τύπου με τον μυστηριώδη αυτόν καλλιτέχνη. Ωστόσο, ο Μπάνκσι απογοήτευσε τόσο τους οπαδούς του όσο και τους δημοσιογράφους, όταν η συνέντευξη τύπου ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή. Ευχαριστημένη, αντίθετα, ήταν η αστυνομία του Βερολίνου που δεν χρειάστηκε να «κυνηγήσει» τον Μπάνκσι, μια και η απουσία του «έσωσε» τους τοίχους της γερμανικής πρωτεύουσας από τα φοβερά γκραφίτι που αυτός είχε προειδοποιήσει ότι θα έφτιαχνε. Πάντως, η ταινία του δεν έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Εντύπωση όμως έκανε η γραμμένη σε βιντεοκάμερα εμφάνιση του ίδιου του Μπάνκσι, με κουκούλα και χαμηλό φωτισμό, στην εισαγωγή της ταινίας που εξηγούσε γιατί γυρίστηκε το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ.

Από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος της σημερινής ημέρας ήταν η νορβηγική «Ένας κάπως ευγενικός άνθρωπος» του Χανς Πέτερ Μόλαντ. Πρωταγωνιστής, ένας πρώην εγκληματίας (εξαιρετικός στο ρόλο ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ, που θα είναι σίγουρα στα φαβορί για το βραβείο ερμηνείας) ο οποίος, όταν αποφυλακίζεται, αποφασίζει να αλλάξει ζωή, μόνο που οι άνθρωποι και οι καταστάσεις δεν τον αφήνουν. Σίγουρα το θέμα αυτό το έχουμε ξαναδεί σε άλλες ταινίες, ο Μόλαντ όμως και ο σεναριογράφος του, Κιμ Φουπς Άκεσον, κατάφεραν να το ανανεώσουν, παρουσιάζοντάς το από την κωμική - συχνά διανθισμένη με μαύρο χιούμορ - πλευρά του, χρησιμοποιώντας ένα γρήγορο, κοφτό στιλ, με μια δόση ειρωνείας αλλά και σαρκασμού, φέρνοντας στο νου τις ταινίες των αδερφών Κοέν.

Στη δική του ταινία, «Μέλι» (τρίτο μέρος μιας τριλογίας που τα δύο άλλα τμήματά της ήταν το «Αυγό» και το «Γάλα»), ο Τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου, καταγράφει την καθημερινή ζωή μιας φτωχής, εργατικής οικογένειας σ' ένα απομονωμένο χωριό στην ορεινή Ανατολία. Ζωή που παρακολουθούμε μέσα από τη ματιά του μικρού, κάπως προβληματικού, παιδιού της οικογένειας. Ο Καπλάνογλου συνδυάζει με αρμονία τη ζωή του μικρού του ήρωα στο σχολείο με εκείνη στο σπίτι του και με τον πατέρα του που τον ακολουθεί στις τακτικές περιπλανήσεις του στο γειτονικό δάσος, όπου στήνει τεχνητές κυψέλες για να μαζεύει το μέλι των μελισσών. Εκείνο που ξεχωρίζει στην ταινία είναι ο λυρισμός και η ελεγειακή ποίηση που κυριαρχούν στις περισσότερες σκηνές της και που κάνουν το θεατή να προσπερνά, ακόμη και τον αργό ρυθμό της.

Στην άλλη ταινία του διαγωνιστικού, την ιρανική «Ο κυνηγός» του Ράγι Πιτς, ο ήρωάς του, ο Αλί είναι ένας πρώην φυλακισμένος, που επιστρέφει στην κανονική ζωή και προσπαθεί να ζήσει ήρεμα κοντά στην οικογένειά του - τη γυναίκα και τη μικρή του κόρη - και να αφοσιωθεί στο χόμπι του, που είναι το κυνήγι. Μόνο που, στη διάρκεια μιας ειρηνικής διαδήλωσης, η αστυνομία πυροβολεί και σκοτώνει τυχαία τη γυναίκα του, ενώ, στη συνέχεια, η κόρη του εξαφανίζεται. Αποτέλεσμα: ο Αλί να πυροβολήσει και να σκοτώσει έναν «μπάτσο». Στο κυνηγητό που ακολουθεί στο δάσος έξω από την πόλη, ο Αλί συλλαμβάνεται από δύο αστυνομικούς, και οι τρεις τους όμως χάνονται σ' αυτό. Στην πορεία που ακολουθεί, οι καταστάσεις ανατρέπονται και, κάποια στιγμή, δίνεται η ευκαιρία στον Αλί να σκοτώσει έναν από τους αστυνομικούς. Τα πράγματα όμως δεν τελειώνουν εδώ.

Ο Πιτς (γνωστός στην Μπερλινάλε από την προηγούμενη ταινία του, «Είναι χειμώνας»,2006), καταγράφει, από τη μια, τη συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική κατάσταση σε ένα Ιράν που προετοιμάζεται για εκλογές - και πιθανές αλλαγές- κι από την άλλη, την πορεία των τριών στο δάσος, σε σκηνές δοσμένες με λιτότητα αλλά και εικαστική ομορφιά. Μια ακόμη καλή ταινία στις πολλές που μας έδωσε τα τελευταία χρόνια, ο ιρανικός κινηματογράφος.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ

Υπέρβαρη και υπερήφανη

Πώς η Ρrecious, ένα φτωχό, ταλαιπωρημένο και στερημένο κορίτσι, έκανε σταρ μια ερασιτέχνιδα ηθοποιό οδηγώντας την ως τα Οσκαρ

«Επρεπε να είχα κάνει έκτρωση όταν σε κουβαλούσα μέσα μου!» λέει στην Ρrecious η μητέρα της. Ο αλκοολικός πατέρας την έχει βιάσει ήδη δύο φορές. Η Ρrecious είναι έγκυος στο δεύτερό του παιδί, την ίδια ώρα που η μητέρα της κρατά στην αγκαλιά το άλλο παιδί της κόρης της· από το σπέρμα του ίδιου της του συζύγου. Και αυτά είναι μόνον η αρχή. Ρανίδες στον ωκεανό των εφιαλτικών συμβάντων στην ταινία «Μονάκριβη» (Ρrecious»), τουΛι Ντάνιελς· το κατάμαυρο πορτρέτο μιας κατάμαυρης 16χρονης που μεγαλώνει στο Χάρλεμ με τον κόσμο να την πνίγει, αλλά δεν δέχεται να καταθέσει τα όπλα.

Δεν είναι εύκολη ταινία, αλλά έχει ψυχή και τσαγανό· ένας από τους λόγους για τους οποίους έπειτα από καμπάνια ενάμιση χρόνου έφτασε στις εφετινές υποψηφιότητες των Οσκαρ: έχει προταθεί για το καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, α' γυναικείου ρόλου (Γκάμπι Σιντιμπέ, η Ρrecious), β' γυναικείου ρόλου (Μο΄Νique, η μητέρα), διασκευασμένου σεναρίου και μοντάζ.

Η καριέρα της ταινίας ουσιαστικά αρχίζει από τη στιγμή που μια δασκάλα από την Καλιφόρνια, η Σαφάιρ, εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα με τον τίτλο«Σπρώξε» (Ρush). Πάνω του στηρίχτηκε η «Μονάκριβη». Οι εμπειρίες τής Σαφάιρ από τα σχολεία του Μπρούκλιν, του Μπρονξ και του Χάρλεμ, της Νέας Υόρκης, στα οποία δίδαξε, συμπυκνώθηκαν σε ένα μπεστ σέλερ, του οποίου οι πωλήσεις ξεπέρασαν κάθε προσδοκία.

Ο Λι Ντάνιελς ανέλαβε τη σκηνοθεσία και με τη βοήθεια της Οπρα Γουίνφρεϊ- η οποία παρουσίασε την ταινία στο υψηλής θεαματικότητας σόου της λέγοντας ότι το «Ρrecious» την κουρέλιασε- συνέβαλε τα μέγιστα στην επιτυχία της. Και η Γουίνφρεϊ δεν ήταν η μόνη. Το «Variety» τη χαρακτήρισε «αστικό εφιάλτη με περίσσευμα ψυχής, διαμάντι διαυγές, λαμπερό, αλλά και τόσο σκληρό». Το «Screen Ιnternational» αναφέρεται σε μια «δυνατή και ασυνήθιστη ταινία, προορισμένη να υπερβεί το παραδοσιακό φράγμα των “μαύρων ιστοριών” και να συζητηθεί από ένα ευρύτερο κοινό».

Αποτέλεσμα; Εχοντας κοστίσει μόλις 10.000.000 δολάρια (όσο μια σούπερ φτηνή ταινία στην Αμερική), το φιλμ έχει αποφέρει τα πενταπλά έσοδα παγκοσμίως

Η μικρή αποκάλυψη

«Ανήκα στους θαυμαστές του μυθιστορήματος και είχα μια ιδέα γύρω από το ποια είναι η Ρrecious» είπε στο «Βήμα», στο περυσινό Φεστιβάλ των Καννών, η Γκάμπι Σιντιμπέ, η οποία είναι αποκαλυπτική στον ρόλο της Ρrecious. Οταν ο Ντάνιελς προσέλαβε την Γκάμπι, πέρασαν ατέλειωτες ώρες συζητώντας για το ποια είναι τελικά η Ρrecious και για το τι θα ήθελε να κάνει στη ζωή της. Για το πού οδεύει και για το πού είχε βρεθεί ως τότε. «Ηταν μια εξαιρετικά χρήσιμη διαδικασία για μένα, διότι δεν είχα καμία προηγούμενη εμπειρία ως ηθοποιός», είπε.

Για την ακρίβεια, η Γκάμπι, κόρη σενεγαλέζου ταξιτζή της Νέας Υόρκης και της «καλλιτέχνιδος των δρόμων» Αλις Ταν Ρίντλεϊ, δεν θέλησε ποτέ να γίνει ηθοποιός. «Πώς θα μπορούσα να σκεφτώ κάτι τέτοιο;» είπε, αφήνοντας την ερώτηση να κρέμεται στην αμηχανία των παρευρισκομένων. «Ολο αυτό το πράγμα έπεσε στην αγκαλιά μου χωρίς να το επιδιώξω.Και τώρα νιώθω ότι δεν μπορώ να επιστρέψω στην παλιά ζωή μου. Θα ήθελα να κάνω πολύ περισσότερες ταινίες,γιατί για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθάνομαι πραγματικά ευτυχής...».Τα μάτια της κοπέλας σχεδόν βούρκωσαν όταν περιέγραφε το πώς ένιωθε ανεβαίνοντας το κόκκινο χαλί της αίθουσας Lumiere, στην επίσημη προβολή της «Μονάκριβης».

Το δυσκολότερο πράγμα για την Γκάμπι Σιντιμπέ ήταν οι σκηνές με τη μητέρα της, την οποία υποδύεται η καταπληκτική Μο΄Νique. «Η Μαίρη (το όνομα της μητέρας) είναι ένα τέρας, και η Μο΄Νique ένας τόσο αξιαγάπητος άνθρωπος, γεμάτος αγάπη. Ηταν πολύ παράξενο που τη μια στιγμή αγκαλιαζόμασταν και γελούσαμε και χορεύαμε και την άλλη, όταν άρχιζε το γύρισμα, έπρεπε να τσακωνόμαστε συνέχεια. Δεν νομίζω ότι υπήρξε κάτι πιο δύσκολο για μένα στην ταινία».

Από τα θρανία στην επιτυχία

Η ΣΑΦΑΪΡ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ της «Μονάκριβης», γεννήθηκε στην Καλιφόρνια και μεγάλωσε στις στρατιωτικές βάσεις της ίδιας Πολιτείας, αλλά και του Τέξας. Μετά την αποφοίτησή της από το Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης, και αφού πήρε μάστερ στις Καλές Τέχνες από το Κολέγιο του Μπρούκλιν, άρχισε να διδάσκει γραφή σε εφήβους και ενηλίκους στο Χάρλεμ, το Μπρονξ και στο Μπρούκλιν. Εκανε αυτή τη δουλειά επί οκτώ ολόκληρα χρόνια, προτού αρχίσει να ασχολείται με τη συγγραφή. Η Σαφάιρ απαγγέλλει αυτοσχέδια ποιήματα στο κοινό και είναι επίσης συγγραφέας του βιβλίου «Αμερικανικά όνειρα». Το «Σπρώξε» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και της χάρισε το βραβείο «Στίβεν Γκρέιν» για το βιβλίο του μήνα πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως.Το μυθιστόρημα της Σαφάιρ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Περάσματα celebrities

Για τους ρόλους μιας κοινωνικής λειτουργού και ενός νοσοκόμου, οι οποίοι βοηθούν την Ρrecious, ο Λι Ντάνιελς πρότεινε στη Μαράια Κάρεϊ και στον Λένι Κράβιτς να κάνουν περάσματα. Και εκείνοι δέχθηκαν μετά χαράς, όπως είπαν μιλώντας στο «Βήμα» πέρυσι, στο Φεστιβάλ των Καννών

ΜΑΡΑΪΑ ΚΑΡΕΪ

«Δεν διαβάζω πολύ, αλλά το βιβλίο της Σαφάιρ μού άλλαξε τη ζωή. Οταν έμαθα ότι ο φίλος μου ο Λι Ντάνιελς θα το γύριζε ταινία, εξεπλάγην. Ποιος θαμπορούσενα παίξει την Ρrecious; Με κάλεσε στην ομάδα και δημιούργησε την ηρωίδα της κοινωνικής λειτουργού την οποία υποδύομαι και η οποία δεν υπάρχει στο βιβλίο. Η κυρία Γουάις είναι το ακριβώς αντίθετο από εμένα και για να την υποδυθώ έπρεπε να πετάξω από πάνω μου κάθε τι που γνωρίζει ο κόσμος για την καλλιτέχνιδα ή celebrity, ή όπως θέλετε πείτε το- Μαράια Κάρεϊ.

Οφειλα να πετάξω από το παράθυρο όλες τις μανιέρες μου μέσω των οποίων με γνωρίζει ο κόσμος. Η ηρωίδα μου είναι σημαντική γιατί αποκαλύπτει στο κοινό τι συμβαίνει, αφού κατά κάποιον τρόπο η ίδια είναι το κοινό της Ρrecious...». «...Αν και δεν είμαι ιδιαίτερα συναισθηματικό άτομο, έπιασα τον εαυτό μου να κλαίει στα γυρίσματα ορισμένων σκηνών. Γιατί προέρχομαι από μια πολύ προβληματική οικογένεια- από την πλευρά του πατέρα μου- και έχω περάσει πολλά για τα οποία δεν θέλω πια να μιλώ. Εχω γνωρίσει ανθρώπους που έχουν περάσει καταστάσεις σαν της Ρrecious, όπως έχω και εγώ η ίδια βρεθεί στα σκατά- συγχωρήστε τα “γαλλικά” μου».

ΛΕΝΙ ΚΡΑΒΙΤΣ

«Γνώρισα τον Λι Ντάνιελς πριν από μερικά χρόνια μέσω ενός κοινού γνωστού, του σκηνοθέτη και εικαστικού Τζούλιαν Σνάμπελ.

Προσπαθούσε να με εντοπίσει από παλιά για μια άλλη ταινία. Δεν είχε καταφέρει να με βρει, αλλά είχε μια “άκρη” με τη μητέρα μου (η ηθοποιός Ρόξι Ρόκερ που είχε εμφανιστεί σε μια πασίγνωστη κωμική σειρά της δεκαετίας του 1970, τους “Τζέφερσον”). Είδαμε μαζί τρία- τέσσερα σενάρια, τα οποία έμειναν απραγματοποίητα, ως τη στιγμή που προέκυψε η “Μονάκριβη”.

Με χρειαζόταν μόνον για δύο ημέρες και αυτές τις δύο ημέρες τις είχα, γιατί αμέσως μετά έφευγα για περιοδεία. Μεγαλύτερο ρόλο δεν θα μπορούσα ούτως ή άλλως να αναλάβω, επομένως του έδωσα με όλη μου την ψυχή αυτές τις δύο ημέρες, γιατί πίστεψα στο όραμά του και θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό το βιβλίο της Σαφάιρ. Επίσης, ήθελα να δω πώς θα “λειτουργήσω” ως ηθοποιός από τότε που ήμουν τινέιτζερ...».

«Σε μια ταινία τόσο βαριά όσο το “Ρrecious”, είναι λυτρωτικό να δουλεύεις υπό ευχάριστες συνθήκες. Και αυτό ακριβώς ήταν το κλίμα στην ταινία. Κάθε μέρα, πριν ο Λι Ντάνιελς φωνάξει “action”, κάναμε πλάκες ο ένας στον άλλο, γελούσαμε με την καρδιά μας...».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

ΚΡΙΣ ΚΟΛΟΜΠΟΥΣ Πέρσι Τζάκσον και οι Ολύμπιοι: Η κλοπή της Αστραπής

Για τα παιδιά όλου του κόσμου οι δώδεκα θεοί της ελληνικής μυθολογίας θα νοούνται πλέον εγκατεστημένοι στον 600ό όροφο του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ της Νέας Υόρκης, οι Σάτυροι και η Περσεφόνη θα είναι έγχρωμοι - κι εκεί ποσοστώσεις και πολιτικά ορθό; - κένταυροι, τέρατα, λερναίες ύδρες, μινώταυροι, μέδουσες με γυαλιά ηλίου, φίδια, κέρβεροι, μπουνιές, κλοτσιές, σαϊτιές, κεραυνοί, λωτοί, αρχαίες δραχμούλες, τα σανδάλια του Ερμή - αθλητικά Converse με φτερά στις φτέρνες - μπάτμαν... όλοι κι όλα στο κόλπο, στη μεταπράτηση, στο χωνευτήρι του κέρδους.

Κλισέ, κρυάδες, αμερικανιές και φτηνό χιούμορ μαζικής κατανάλωσης, κάτι που ορισμένοι - λόγω της σωρευτικής λειτουργίας των overdose του είδους στον οργανισμό - έμαθαν να εκτιμούν ως πνευματώδες ... Το πρώτο βιβλίο η «Κλοπή της Αστραπής» εγκαινιάζει, κατά τα φαινόμενα, τη μεταφορά στον κινηματογράφο της πεντάτομης παιδικής σειράς περιπέτειας και φαντασίας με το γενικό τίτλο «Ο Πέρσι Τζάκσον και οι Ολύμπιοι», του συγγραφέα Ρικ Ριόρνταν. Ο σκηνοθέτης του Χάρι Πότερ, Κρις Κολόμπους, εκλήθη να διεκπεραιώσει το πόνημα. Ο Πέρσι Τζάκσον, ημίθεος, γιος του Ποσειδώνα, κατηγορείται για την κλοπή του κεραυνού από τον πανίσχυρο Δία. Με τη βοήθεια φίλων ημιθέων, καταφέρνει στο τέλος να βρει και να παραδώσει τον κεραυνό στον πατέρα των θεών πριν λήξει η προθεσμία για το ηλιοστάσιο.

Παίζουν: Λόγκαν Λέρμαν, Πιρς Μπρόσναν, Ούμα Θέρμαν, Μπράντον Τζάκσον, Αλεξάντρα Νταντάριο, Μελίνα Κανακαρίντις.

ΤΟΜ ΦΟΡΝΤ Ενας άνδρας μόνος

Μια ιστορία αγάπης που διακόπηκε απότομα, που υπερβαίνει τα όρια του φύλου και πραγματεύεται την απώλεια και τη μοναξιά.

Λος Αντζελες 1962. Στη σκιά της πυραυλικής κρίσης στην Κούβα, λόγω της εκεί εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων, ο 52χρονος Βρετανός Τζορτζ Φάλκονερ, καθηγητής κολεγίου, πληροφορείται το θάνατο του συντρόφου του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η ταινία αφηγείται μια μέρα από την ζωή του Τζορτζ, ο οποίος αγκαλιάζει τη σκέψη της αυτοκτονίας και αναρωτιέται για το νόημα της ζωής μετά την απώλεια του Τζιμ, του, επί σειρά ετών, έντιμου συντρόφου του. Με την πάροδο των ωρών, η άθλια συναισθηματικά διάθεση του Τζορτζ μεταβάλλεται καθώς και ο ίδιος αρχίζει να βλέπει τα πράγματα υπό διαφορετικό πρίσμα και να ζει όμορφες στιγμές. Στην αλλαγή αυτή συμβάλλουν ανθρώπινα όντα που του στέκονται και που, με τη σειρά τους, παραπαίουν στους διαδρόμους της δικής τους αβεβαιότητας. Η περίπλοκα γοητευτική Τσάρλι, η καλύτερη φίλη του Τζορτζ, ο μαθητής του Κένι που τον σώζει συναισθηματικά και κυριολεκτικά, ένας νεαρός που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την πραγματική του φύση και που στο πρόσωπο του Τζορτζ βλέπει την αδελφή ψυχή, ο ζιγκολό Κάρλος, η γειτόνισσα κυρία Στρανκ... Πρόκειται για την πρώτη σκηνοθετική δουλειά του σχεδιαστή μόδας Τομ Φορντ και για μια ιδιαίτερη στιγμή της υποκριτικής ευαισθησίας και του πραγματικού ταλέντου του άξιου ηθοποιού Κόλιν Φερθ. [ριζοσπαστης, 18/02/2010]

Παίζουν: Κόλιν Φερθ, Τζουλιάν Μουρ, Μάθιου Γκουντ, Νίκολας Χουλτ.

ΜΑΡΤΙΝ ΚΑΜΠΕΛ: Στην άκρη του νήματος



Η ομώνυμη κλασική σειρά του ΒΒC του 1985, δικαίως χαρακτηρίζεται τηλεοπτικό διαμάντι. Το τωρινό αμερικάνικο ριμέικ, δε θα μπορούσε παρά να είναι ένα τυπικά αμερικάνικο ριμέικ, βασισμένο σε έναν σταρ που επέστρεψε μετά από απουσία οκτώ ετών. Τίποτα καινούργιο ή έξυπνο τόσο αφηγηματικά όσο και στιλιστικά.

Ο ντετέκτιβ Τόμας Κράβεν χάνει την 24χρονη κόρη του Εμα, ερευνήτρια σε ιδιωτική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας, όταν την πυροβολούν μπροστά στα μάτια του από διερχόμενο τζιπ, έξω από το σπίτι του στη Βοστόνη. Ο πατέρας Κράβεν αρχίζει να διερευνά την υπόθεση δολοφονίας του παιδιού του. Στην αναζήτηση απαντήσεων κι εκδίκησης, σκοντάφτει πάνω σε παράνομη συμφωνία μεταξύ ιδιωτικής εταιρείας και κυβερνητικών κύκλων. Ο πατέρας δε δείχνει να ενδιαφέρεται να εισχωρήσει στις διακλαδώσεις που το θέμα φαίνεται να ξεδιπλώνει στους διαδρόμους της εξουσίας. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να εκδικηθεί για την κόρη του και να πληρώσουν τα ανδρείκελα που πάτησαν τη σκανδάλη. Τίποτε άλλο. Κατά την πρώτη ώρα γίνεται προσπάθεια να εμφυσηθεί στην ταινία και κάποια περαιτέρω διάσταση, μέσω της σχέσης πατέρα/ κόρης, αφενός με αποσπάσματα από βίντεο της δεκάχρονης κι αφετέρου μέσα από την απουσία της και την αναδρομική αγάπη του πατέρα που την οραματίζεται και την ακούει ως μικρή και ως μεγάλη.

Την πρώτη ώρα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θρίλερ παλιάς σχολής, η συμπιεσμένη και εκχυδαϊσμένη εξέλιξή του όμως ακολουθεί πρότυπα ριζικά αμερικανοποιημένου ριμέικ, με έναν μοναχικό εκδικητή, σε μια ταινία που δείχνει απροθυμία στο να θέλει να εκπλήξει. Συμπερασματικά, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με θρίλερ της πεντάρας που καταρρέει μετά την πρώτη ώρα υπό το βάρος μιας, όλο και πιο γελοίας, δράσης. Με το που μπαίνουμε δε, στην τελική φάση, το θρίλερ επιδεικνύει τον πραγματικό του εαυτό. Δεν πρόκειται για τίποτε έξυπνο, αλλά για παλιά, έντιμη φαντασίωση εκδίκησης, σύμφωνα με τα στάνταρντ των χολιγουντιανών πατρόν. Ενώ δηλαδή περιμέναμε να ξεδιπλωθεί ενώπιόν μας μια ζουμερή συνωμοσία, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια φτηνή σφαγή. [ριζοσπαστης, 18/02/2010]

Παίζουν: Μελ Γκίμπσον, Ντάνι Χιούστον, Ρέι Γουίνστοουν.

ΜΑΡΤΙΝ ΚΑΜΠΕΛ: Στην άκρη του νήματος



Η ομώνυμη κλασική σειρά του ΒΒC του 1985, δικαίως χαρακτηρίζεται τηλεοπτικό διαμάντι. Το τωρινό αμερικάνικο ριμέικ, δε θα μπορούσε παρά να είναι ένα τυπικά αμερικάνικο ριμέικ, βασισμένο σε έναν σταρ που επέστρεψε μετά από απουσία οκτώ ετών. Τίποτα καινούργιο ή έξυπνο τόσο αφηγηματικά όσο και στιλιστικά.

Ο ντετέκτιβ Τόμας Κράβεν χάνει την 24χρονη κόρη του Εμα, ερευνήτρια σε ιδιωτική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας, όταν την πυροβολούν μπροστά στα μάτια του από διερχόμενο τζιπ, έξω από το σπίτι του στη Βοστόνη. Ο πατέρας Κράβεν αρχίζει να διερευνά την υπόθεση δολοφονίας του παιδιού του. Στην αναζήτηση απαντήσεων κι εκδίκησης, σκοντάφτει πάνω σε παράνομη συμφωνία μεταξύ ιδιωτικής εταιρείας και κυβερνητικών κύκλων. Ο πατέρας δε δείχνει να ενδιαφέρεται να εισχωρήσει στις διακλαδώσεις που το θέμα φαίνεται να ξεδιπλώνει στους διαδρόμους της εξουσίας. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να εκδικηθεί για την κόρη του και να πληρώσουν τα ανδρείκελα που πάτησαν τη σκανδάλη. Τίποτε άλλο. Κατά την πρώτη ώρα γίνεται προσπάθεια να εμφυσηθεί στην ταινία και κάποια περαιτέρω διάσταση, μέσω της σχέσης πατέρα/ κόρης, αφενός με αποσπάσματα από βίντεο της δεκάχρονης κι αφετέρου μέσα από την απουσία της και την αναδρομική αγάπη του πατέρα που την οραματίζεται και την ακούει ως μικρή και ως μεγάλη.

Την πρώτη ώρα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θρίλερ παλιάς σχολής, η συμπιεσμένη και εκχυδαϊσμένη εξέλιξή του όμως ακολουθεί πρότυπα ριζικά αμερικανοποιημένου ριμέικ, με έναν μοναχικό εκδικητή, σε μια ταινία που δείχνει απροθυμία στο να θέλει να εκπλήξει. Συμπερασματικά, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με θρίλερ της πεντάρας που καταρρέει μετά την πρώτη ώρα υπό το βάρος μιας, όλο και πιο γελοίας, δράσης. Με το που μπαίνουμε δε, στην τελική φάση, το θρίλερ επιδεικνύει τον πραγματικό του εαυτό. Δεν πρόκειται για τίποτε έξυπνο, αλλά για παλιά, έντιμη φαντασίωση εκδίκησης, σύμφωνα με τα στάνταρντ των χολιγουντιανών πατρόν. Ενώ δηλαδή περιμέναμε να ξεδιπλωθεί ενώπιόν μας μια ζουμερή συνωμοσία, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια φτηνή σφαγή. [ριζοσπαστης, 18/02/2010]

Παίζουν: Μελ Γκίμπσον, Ντάνι Χιούστον, Ρέι Γουίνστοουν.

ΑΝΤΑΜ ΕΛΙΟΤ Μαίρη και Μαξ

Χαριτωμένη και τρυφερή αυστραλέζικη ταινία claymation (κατασκευές από πλαστελίνη). Πρόκειται για την ιστορία της πολύχρονης - δι' αλληλογραφίας - φιλίας της οκτάχρονης Αυστραλής Μαίρης που ζει με την αλκοολική μητέρα της και έναν πατέρα που την παραμελεί και του 44χρονου Νεοϋορκέζου, Μαξ Χόροβιτς.

Ανθρωποι που πνίγουν τη μοναξιά και τα όνειρά τους στο φαγητό. Οι ανταλλασσόμενες συνταγές και σοκολάτες είναι ο απτός συνδετικός, μεταξύ τους, κρίκος. Ο Μαξ, αυθεντικό παράγωγο της μητρόπολης του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος καίτοι δε ζει την ζωή παρά μόνο σαν τηλεοπτικός θεατής της, διαθέτει προσωπικό ψυχαναλυτή, υποφέρει από κρίσεις πανικού λόγω συνδρόμου Asperger's και γεμίζει απρόθυμα τις άδειες του ώρες με τις βδομαδιαίες συναντήσεις των Ανώνυμων Φαγάδων. Η Μαίρη στην άλλη άκρη του κόσμου, μεγαλώνει ανάμεσα σε επιθυμίες, ονειροπολήσεις και μια δύσκολη πραγματικότητα. [ριζοσπαστης, 18/02/2010]

ΛΙ ΝΤΑΝΙΕΛΣ Μονάκριβη

Η συγγραφέας Μπάρμπαρα Ερενράιχ, στο βιβλίο της «Fear of Falling. The Inner Life of the Middle Class», σκιτσάρει ένα διάγραμμα νοοτροπίας των αμερικανικών, λευκών, μεσαίων στρωμάτων. Το βιβλίο απεικονίζει ένα είδος συλλογικών φαντασιώσεων που καθορίζουν τη στάση των στρωμάτων αυτών, έναντι όσων είναι διαφορετικοί. Το στερεότυπο του μαύρου Αμερικανού συνίσταται σε κάποιον που παίρνει ναρκωτικά, δεν ενδιαφέρεται να βρει κάποια δουλειά αποβλακωμένος από την καταναλωτική μανία και συμπεριφερόμενος σαν παράσιτο που προσπαθεί να ξεγελάσει τις υπηρεσίες κοινωνικής μέριμνας. Το αποτέλεσμα των πρόσφατων προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ αποτελεί την περιτρανέστερη απόδειξη ότι η διαφορετικότητα στην οποία αναφέρεται η Ερενράιχ ουσιαστικά έχει ελάχιστα να κάνει με το χρώμα του δέρματος. Η φύση του ζητήματος είναι ξεκάθαρα ταξική. Ο ρόλος της Μονάκριβης αντιπαραβάλλεται με στοιχειώδεις ιδιότητες του παραπάνω στερεότυπου.
Μπορεί κανείς να σταθεί μεμονωμένα στα κοινωνικά θέματα που θίγει η ταινία. Στον αναλφαβητισμό, στην παχυσαρκία, στο βιασμό, στην αιμομιξία ή στην κακοποίηση σε οικογενειακά πλαίσια. Υπό το πρίσμα όμως του γενικότερου αλλά και ειδικού περιβάλλοντος στο οποίο αυτά εντάσσονται, του τρόπου που υφαίνονται μεταξύ τους, που τα ανθρώπινα όντα συνδέονται με τις καταστάσεις, που οι καταστάσεις διαμορφώνουν, καθορίζουν και προσδιορίζουν τις δυνατότητες των ανθρώπων και το νόημα που οι ίδιοι επιλέγουν να δώσουν στη στάση που κρατούν, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ενότητα άλλης διάστασης, φυλετικής και ταξικής.
Η 16χρονη Μονάκριβη δεν έχει καμιά σχέση με το πρότυπο του δημοφιλούς τηλεοπτικού γιατρού Χάξταμπλ, ή Μπιλ Κόσμπι, που ενσαρκώνει το όνειρο των λευκών για έναν μαύρο πληθυσμό οικονομικά αυτοδύναμο που σε όλα τα υπόλοιπα να αντιγράφει το αστικό life style. Ο ρόλος της Μονάκριβης, αντίθετα, συγκεντρώνει όχι τα τρία, αλλά τα δεκατρία κακά της μοίρας της, η μυθοπλασία της ταινίας φρόντισε γι' αυτό. Είναι φτωχή, αναλφάβητη, παχύσαρκη, πανάσχημη και κατάμαυρη. Το σχολείο την αποβάλλει οριστικά λόγω δεύτερης εγκυμοσύνης σε λίγα μόνο χρόνια. Υπεύθυνος για τις δυο εγκυμοσύνες, είναι ο, απών από την εικόνα, βιολογικός της πατέρας που την κακοποιεί σεξουαλικά, ενώ η μητέρα της που γνωρίζει τι συμβαίνει σιωπά. Η μητέρα είναι η προσωποποίηση του παρασιτικού στερεότυπου που ζει από τα κοινωνικά επιδόματα. Η Μονάκριβη, χαρακτήρας δομημένος με στοιχεία ακεραιότητας, ξεφεύγει από τη θλιβερή της πραγματικότητα με αντισταθμιστικές ονειροπολήσεις εκτυφλωτικής ευτυχίας, στηριγμένες στα λαμπερά πρότυπα, στις αξίες και τις αρχές της πολιτισμικής βιομηχανίας φθοράς των συνειδήσεων και την ίδια στιγμή, νεκρώνει τις αισθήσεις της με ποσότητες φτηνής λιπαρής τροφής. Σε στιγμές κορύφωσης της ασφυκτικής της απελπισίας, η Μονάκριβη κοιτάζεται στον καθρέφτη και βλέπει ότι η ίδια αντικατοπτρίζεται λεπτή, λευκή, ξανθή, συνήθης φαντασίωση πολλών εγχρώμων που γαλουχήθηκαν μέσα στον πολιτισμό των λευκών. Ηδη από τα πρώτα τους χρόνια, τα έγχρωμα παιδιά περιβάλλονται από εικόνες, κόμικς και βιβλία που ο ήρωας, με τον οποίο ταυτίζονται και αρχίζουν με τα μάτια του να βλέπουν και να μαθαίνουν τον κόσμο, είναι πάντα λευκός. Η φαντασίωση της μετουσίωσης σε λευκό δίνει έναυσμα σε διχασμό προσωπικότητας και σύμπλεγμα κατωτερότητας και μόνο τα όνειρα καθίστανται ικανά να λειτουργήσουν απελευθερωτικά.
Η Μονάκριβη, από μια σχεδόν τυχαία συγκυρία, αποστασιοποιείται κυριολεκτικά και μεταφορικά από το πνιγηρό περιβάλλον της, αρχίζει συνειδητά να καταπολεμά τον αναλφαβητισμό της, γράφει, διαβάζει, περισυλλέγει σιγά σιγά τα κομμάτια της και παίρνει με αποφασιστικότητα κι ελπίδα στα χέρια της τη ζωή, τη δική της και των παιδιών της. Οι χαρακτήρες και οι ρόλοι του φιλμ αποδίδουν μάλλον την ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος παρά εμβαθύνουν σε θέσεις που αφορούν στα ζητήματα που τίθενται. Οι ερμηνείες στο σύνολό τους είναι εξαιρετικές, ιδιαίτερα εκείνη της Μο Νικ, μητέρα της Μονάκριβης στο φιλμ. [ριζοσπαστης, 18/02/2010]
  • Παίζουν: Γκάμπι Σιντίβε, Πόλα Πάτον, Μο Νικ, Λένι Κράβιτς, Μαράια Κάρεϊ.

60ό Φεστιβάλ Βερολίνου: Οικογενειακό δράμα με την υπογραφή ενός δανού «πρίγκιπα»

Με αφορμή την προβολή της νέας ταινίας του «Submarino», «Το Βήμα» συνομίλησε με τον σκηνοθέτη Τόμας Βίντερμπεργκ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ | Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

ΒΕΡΟΛΙΝΟ, Δώδεκα χρόνια μετά την «Οικογενειακή γιορτή», ταινία που τον ανέδειξε σε «πρίγκιπα» του δανέζικου κινηματογράφου, ο σκηνοθέτης Τόμας Βίντερμπεργκ , κάποτε προστατευόμενος του Λαρς φον Τρίερ, επανήλθε με μια «καταραμένη» οικογενειακή ιστορία, τοποθετημένη σε διαφορετικό πλαίσιο. Αν η «Οικογενειακή γιορτή» μιλούσε για τη σήψη στα σωθικά της μεγαλοαστικής τάξης, το «Submarino», που προβάλλεται εντός του επίσημου προγράμματος στην Μπερλινάλε, έχει ως ήρωες ανθρώπους από τα πολύ χαμηλά στρώματα της δανέζικης κοινωνίας: έναν πρώην φυλακισμένο και τον ηρωινομανή αδελφό του. Στην αγκαλιά τους είχε πεθάνει το μικρότερο αδελφάκι τους, αφού η μητέρα τους ήταν διαρκώς απούσα και πιωμένη. Αν και η ταινία είναι βυθισμένη στην κατάθλιψη και στον πόνο, ο Βίντερμπεργκ χειρίζεται το θέμα επιδιώκοντας τη συμμετοχή του θεατή. Και τα καταφέρνει.

-
Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι η οικογένεια είναι ένα θέμα που απασχολεί πλέον τόσο πολύ τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο;

«Στην εποχή μας, περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλη εποχή, μια οικογένεια αποσυντίθεται με φυσικό τρόπο. Δεν χρειάζεται καν να επέλθει σύγκρουση. Απλώς... γίνεται. Βλέπεις τα αδέλφια σου, τους γονείς σου όλο και πιο αραιά. Σηκώνεις το τηλέφωνο όλο και λιγότερο. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στη Δανία. Και βρήκα πολύ όμορφο το πόσο τα δυο αυτά αδέλφια στο “Submarino” προσπαθούν να βρουν ξανά σημείο επαφής».

- Η εικόνα της ταινίας είναι εκείνη μιας Δανίας σε κρίση - κάθε άλλο παρά ελκυστική. Είναι όντως τόσο δυσάρεστα τα πράγματα;

«Δυστυχώς η Σκανδιναβία δεν είναι μόνο όμορφοι κήποι, πράσινα λιβάδια και ωραίες γυναίκες. Προσπάθησα να ρίξω μια ματιά στη χαμηλή τάξη της, η οποία διαρκώς διογκώνεται. Το “Submarino” δεν είναι καν μια ταινία για την εργατική τάξη. Είναι μια ταινία για ανθρώπους που “έπεσαν” χαμηλότερα από την εργατική τάξη. Δεν θα έλεγα ωστόσο ότι η συνείδηση της ταινίας είναι τόσο κοινωνική διότι τα θεμέλιά της βρίσκονται στην πολύ τρυφερή ιστορία ανάμεσα σε δύο αδελφούς και ανάμεσα σε ένα παιδί και στον πατέρα του. Διαβάζοντας το βιβλίο του Γιόνας Μπέμνγκστον, εξεπλάγην από την ομορφιά στον χειρισμό των σχέσεων μέσα από μια ιστορία τόσο βαριά και μαύρη. Με άγγιξε προσωπικά επειδή την εποχή που το διάβαζα αναρωτιόμουν αν ο ίδιος ήμουν επαρκής ως πατέρας».

- Πριν από 12 χρόνια ήσασταν ο «προστατευόμενος» του Λαρς φον Τρίερ. Πώς νιώθετε που σήμερα είστε εσείς «προστάτης» νεότερων σκηνοθετών;

«Νομίζω ότι έφθασε ο καιρός και για τον Λαρς και για εμένα να ερευνήσουμε άλλες περιοχές. Για να παραμείνουμε φρέσκοι. Κάποια στιγμή μέσα στα δέκα τελευταία χρόνια ένιωσα να με πλακώνει το συναίσθημα της επανάληψης, σαν να βρισκόμουν στην κατάψυξη. Το μεγαλύτερο όπλο ενός σκηνοθέτη είναι η περιέργειά του. Για να διατηρείς τη φρεσκάδα σου πρέπει να παίρνεις ρίσκα όπως έκανες μαθητής στη σχολή κινηματογράφου».

- Πόσο εύκολο ήταν να διατηρήσετε τη φρεσκάδα και την ελευθερία σας στο «Submarino», δεδομένου ότι στηρίζεται σε βιβλίο και όχι σε δικό σας σενάριο;

«Το βρήκα απελευθερωτικό, ένα μεγάλο, διαφορετικό βήμα. Οταν δουλεύεις με ένα βιβλίο και όχι με ένα δικό σου πρωτότυπο σενάριο νιώθεις ότι, αν κάπου σκαλώσεις, έχεις τη “Βίβλο” για να σε βοηθήσει να ξαναβρείς τον βηματισμό σου. Το βιβλίο είναι ένα στιβαρό σημείο έναρξης. Παρέμεινα πολύ πιστός στο μυθιστόρημα, το χειρίστηκα σαν μια αληθινή ιστορία, μέσα από την οποία προσπάθησα να δημιουργήσω τη δική μου κινηματογραφική ιστορία».