Wednesday, January 26, 2011

Οι ταινίες της εβδομάδας: Την εποχή των κύκνων


Αυξημένος ο αριθμός των καινούριων ταινιών που φιλοξενεί η βδομάδα που αρχίζει σήμερα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι και η ποιότητα ακολουθεί ανάλογη πορεία. Μια και μοναδική η εξαίρεση, το τουρκικό YUMURTA (ΑΥΓΟ) του Σεμίχ Καπλάνογλου. Για τις τέσσερις, από τις επτά συνολικά ταινίες, ακολουθεί πληρέστερη αναφορά, όσο για τις υπόλοιπες τρεις, τις παρουσιάζουμε πάραυτα. Ξεκινάμε με μια εμπορική, κοινότοπη, αμερικανική κωμωδία παραγωγής 2010. Τίτλος «Πάλι Εσύ» σε σκηνοθεσία Αντι Φίκμαν με τους Κρίστεν Μπελ, Τζέιμι Λι Κέρτις, Σιγκούρνι Γουίβερ, Πάτρικ Ντάφι... Στις αίθουσες βγαίνει επίσης η εντυπωσιακή - λόγω της 3D τεχνικής της - παραγωγή του 2010, αστυνομική κωμωδία δράσης «The Green Hornet» σε σκηνοθεσία Μισέλ Γκοντρί. Η φιγούρα του Green Hornet πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 1936 ως ραδιοφωνική σειρά. Η εκπομπή συνέχισε την ερτζιανή της πορεία μέχρι το '52 - όμως στα μεσοδιαστήματα εμφανιζόταν η ομώνυμη φιγούρα, κατά καιρούς και σε έντυπα κόμικς - για να καταλήξει το 1966 στην τηλεόραση, όπου, μια και μοναδική σεζόν αποδείχθηκε υπεραρκετή για να την καταστήσει διάσημη. Οπως κάθε σούπερ ήρωας, έτσι και ο Green Hornet έχει και τον προσωπικό του βοηθό, εν προκειμένω τον σούπερ «ποπ σταρ» της Ταϊβάν, Τζέι Τσου. Την ομάδα συνδράμει ποικιλοτρόπως η πανέμορφη ξανθιά γραμματέας που την υποδύεται η Κάμερον Ντίαζ. Ομως, η σούπερ ομορφιά, το απόλυτο όπλο κατά των κακών είναι η Μαύρη Καλλονή - μια Chrysler Imperial του 1964 - που κρατά το ρόλο όχι μόνο του τρίτου της παρέας αλλά και του σούπερ ήρωα του φιλμ. Με τον Σεθ Ρόγκεν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Τέλος, προβάλλεται ένα ριμέικ της κλασικής ταινίας δράσης του '72 «Το Μούτρο» που είχε πρωταγωνιστή τον Τσαρλς Μπρόνσον. Το ριμέικ του Σάιμον Γουέστ φέρει τον ίδιο τίτλο και πρωταγωνιστή έχει τον Τζέισον Στέιθαμ.

ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 27 Γενάρη 2011
 
ΝΤΟΜΙΝΙΚ ΣΕΝΑ: Το κυνήγι των μαγισσών
 
Χολιγουντιανό σκοτεινό κι άραχλο συνονθύλευμα περιπέτειας, δράσης, τρόμου, σουσπάνς και roadmovie - με όχημα τη μεσαιωνική καρότσα. Αυτό που λέμε κανονικός αχταρμάς. «Β φιλμ» χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα. Κρίμα στους συμπαθείς ηθοποιούς !
Στην καρδιά του μεσαίωνα, στα μέσα του 1300, οι μοναχοί των ένοπλων ταγμάτων της Εκκλησίας και οι σταυροφόροι φουντώνουν και οι ιεροί πόλεμοι βρίσκονται στο απόγειό τους. Από τη μια οι δικοί μας οι καλοί, από την άλλη, οι αλλόθρησκοι, οι Σαρακηνοί. Και δώστου σφάξιμο και δώστου μακελειό σε μάχες με το φως της μέρας, με το φως της νύχτας, κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου ή σε κάτασπρα χιονισμένα τοπία. Βέβαια οι (καλοί) μακελάρηδες δεν είναι μόνο αήττητοι αλλά και πνευματώδεις και αστειεύονται μεταξύ τους την ώρα που περνούν στο σπαθί τους δυο τρεις κακούς, σαν σουβλάκι! Ωσπου, το βλέμμα του φιλεύσπλαχνου κατά βάθος ιππότη Μπέμεν, του ταγμένου στην υπηρεσία της Εκκλησίας, διασταυρώνεται με το βλέμμα μιας νεαρής μάνας που ξεψυχάει από δικό του χτύπημα. Ο Μπέμεν και ο πιστός σύντροφός του Φέλσον λιποτακτούν για λόγους ηθικής τάξης από το στρατό της Εκκλησίας και έτσι αρχίζουν τα βάσανα...
Περιπλανώμενοι, στο δρόμο της επιστροφής προς το γενέθλιο τόπο, οι δύο λιποτάκτες συνειδητοποιούν ότι η πανούκλα έχει αποδεκατίσει πληθυσμούς και έχει σβήσει κάθε ζωή από τα εγκαταλειμμένα χωριά. Φθάνουν σε κάποιο φρούριο και ξεπεζεύουν να ψάξουν για τροφή και ξεκούραση. Συλλαμβάνονται όμως από την ένοπλη φρουρά του καρδινάλιου που προσβεβλημένος και ο ίδιος από πανούκλα, τους θέτει εκβιαστικά το εξής δίλημμα: 'Η θανατώνεστε ως λιποτάκτες ή αναλαμβάνετε να συνοδεύσετε σε ένα μακρινό μοναστήρι - ώστε να τύχει δίκαιης δίκης - μια υπόδικη μάγισσα που κατηγορείται ότι έφερε και έσπειρε τη μαύρη πανούκλα. Στο μοναστήρι αυτό, στην άκρη του κόσμου, φυλάσσεται κρυμμένο το τελευταίο βιβλίο με ξόρκια που μπορούν να νικήσουν τον Εωσφόρο. Και η αποστολή ξεκινά εν μέσω φανατισμών, δεισιδαιμονιών και αντιπαραθέσεων...
Κακέκτυπα στοιχεία και λεπτομέρειες - εκτός άλλων και από «Το όνομα του Ρόδου» - ξεφυτρώνουν από παντού. Ντεκόρ και φιγούρες μοναχών, η νεαρή μάγισσα, ο νεαρός που καίγεται από επιθυμία να χριστεί ιππότης και η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο νέων, το Βιβλίο, μέχρι και ο ίδιος ο Ρον Πέρλμαν... Η εικόνα τον περισσότερο χρόνο είναι σκοτεινή, πένθιμη κι αδιαπέραστη προσπαθώντας με τετριμμένα κλισέ να καλλιεργήσει αίσθημα φόβου και ανησυχίας. Για να μη μιλήσουμε για την ύστατη μάχη της αρχέγονης σύγκρουσης Φωτός και Σκότους, όπου εμφανίζεται, αυτοπροσώπως παρακαλώ, ο Διάβολος που, παρόλο τον ατέλειωτο υπερφυσικό του εξοπλισμό, υφίσταται τελεσίδικη ήττα από τους γενναίους, μεσαίους αξιωματούχους του εχθρού...
Παίζουν: Νίκολας Κέιτζ, Ρον Πέρλμαν, Στίβεν Κάμπελ-Μουρ, Ρόμπερτ Σίαν, Κλερ Φόι, Ούλριχ Τόμσεν κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

ΝΤΑΡΕΝ ΑΡΟΝΟΦΣΚ: Μαύρος κύκνος
 
Δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καλή αυτή η αναμφισβήτητα άρτια τεχνικά ταινία και με βραβεία ερμηνείας ουδόλως ποταπά από τη Βενετία. Η ταινία πάντως φαίνεται να διατηρεί επιφανειακές και μόνο σχέσεις με το θέμα που εννοείται ότι πραγματεύεται. Του universum του μπαλέτου και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Χρησιμοποιεί αυτή την διάσταση αποκλειστικά και μόνο σαν ελκυστικό σκηνογραφικό φόντο. Οι αντιρρήσεις για την ταινία ξεπηδούν από παντού και ξεκινούν κύρια από την καθοριστική προσέγγιση που υποβάλλει και επιβάλλει το υλικό της «ανθρώπινης υπόστασης» με την οποία εμφανίζονται να έχουν γεμίσει οι κατασκευασμένοι γυναικείοι χαρακτήρες της ταινίας, κυρίως εκείνος της πρωταγωνίστριας. Σε αυτή τη βάση επαληθεύεται η υπόνοια ότι αυτό που κυρίως ενδιέφερε την παραγωγή ήταν να κυριαρχήσει, πρωτίστως, η ευπώλητη εικόνα της ταινίας, εκείνη της μονοσήμαντης σαχλής αντιπαράθεσης μεταξύ δύο νέων και ωραίων γυναικών συνεπικουρούμενη από την αγωνία του θρίλερ.
Η ταινία θέλοντας και μη, λόγω του συγκεκριμένου θέματος που πραγματεύεται, βρίσκεται σε διάλογο με όλες τις προηγούμενες ταινίες που αναφέρονται στο μπαλέτο και τον κόσμο του. Η παραπάνω διαπίστωση δεν υποχρεώνει σε συγκριτική λειτουργία, σηματοδοτεί όμως το κατά πόσο και με ποιο τρόπο προωθείται η συζήτηση και η εξέλιξη ενός θέματος. Μέχρι σήμερα, σημαντικότερη και πληρέστερη προσπάθεια κινηματογραφικής αναφοράς στο πολυσύνθετο θεματικό πλέγμα που διέπει τον κόσμο του μπαλέτου, παραμένει το εγγλέζικο αριστούργημα του 1948 «Τα κόκκινα παπούτσια» των Πάουελ και Πρέσμπουργκερ.
Στον αμερικάνικης παραγωγής και οπτικής «Μαύρο Κύκνο» πέφτουν ατάκτως ερριμμένα, σαν τίτλοι τηλεοπτικοί, θεμελιώδη ζητήματα της τέχνης που τσουβαλιάζονται πάραυτα με συνοπτικές διαδικασίες και πολιτικώς ορθές εικασίες, ώστε και ο πλέον άσχετος να αισθάνεται ότι έχει δικαίωμα να εκφράζει γνώμη με βάρος και ισχύ επί θεμάτων ειδικών. Ο λαϊκισμός στο αποκορύφωμά του. Ετσι εκτίθενται ανοιχτά στη λαϊκίστικη κρίση ζητήματα όπως το «απόλυτο» του δημιουργού, η έννοια και η πρακτική του συναγωνισμού, η σχέση τεχνίτη/δημιουργού, ή βιρτουόζου/δημιουργού, έννοιες σύνθετες όπως το σκηνικό χάρισμα και το σκηνικό εκτόπισμα, αλλά και πράγματα κοινά και απλά, όπως το ζύγιασμα των πραγμάτων, το να τίθεται σε λειτουργία η δημιουργική καλλιτεχνική φαντασία και πλήθος άλλων. Και όλα αυτά το πανέμορφο, ευάλωτο, καλό κι ηθικό κοριτσάκι δεν είναι σε θέση να τα κάνει. Διεκδικεί το ρόλο της primaballerina και είναι τελειομανής, στοχοπροσηλωμένη, δυνατή και πείσμων στο έπακρο αφ' ενός κι από την άλλη βλαξ. Και κόβοντας και ράβοντας την ιστορία στα μέτρα ενός «βλάκα» το όλο σύμπλεγμα σμικρύνεται, συμπυκνώνεται και υπεραπλουστεύεται σε ένα συμπέρασμα που θα μπορεί να καταλάβει κι ο τελευταίος θεατής «όποια πηγαίνει με το διευθυντή παίρνει και το ρόλο».
Παίζουν: Νάταλι Πόρτμαν, Βενσάν Κασέλ, Μίλα Κούνις, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, Γουινόνα Ράιντερ, Κρίστοφερ Γκάρτιν, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

ΣΑΡΙ ΣΠΡΙΝΓΚΕΡ ΜΠΕΡΜΑΝ - ΡΟΜΠΕΡΤ ΠΟΥΛΤΣΙΝΙ: The extra man
 
Μια ιστορία που από ένα σημείο κι έπειτα εκπέμπει αίσθηση εγκλωβισμού και βάλτωμα. Μια ταινία που - παρά τη γοητευτική της εισαγωγή που παραπέμπει στην πεπερασμένη κομψότητα της αριστοκρατίας που αναδύεται από τις σελίδες των μυθιστορημάτων του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ - στην κλίμακα της ανίας διακυμαίνεται από το βαρετό ως το πληκτικό. Το σενάριο της ταινίας στηρίζεται σε διήγημα του Jonathan Ames, οι σκηνοθέτες όμως, απ' ό,τι φαίνεται, δε βρήκαν το σωστό τόνο για το υλικό που έπεσε στα χέρια τους.
Ο Λούις, ένας εκκεντρικός νεαρός δάσκαλος αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο Princeton, απολύεται από το εκπαιδευτικό Ιδρυμα που εργάζεται γιατί «συνελήφθη» να δοκιμάζει γυναικεία εσώρουχα. Ο συνεπαρμένος από τη λογοτεχνική εικόνα της νεοϋορκέζικης ντεκαντέντσας του μεσοπολέμου ευγενικός νεαρός, άνεργος πια, αποφασίζει να μετακομίσει στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης και να πραγματώσει το όνειρό του, να δοκιμάσει την τύχη του σαν συγγραφέας. Βρίσκει κατάλυμα σαν ένοικος στο άθλιο διαμέρισμα του ξεπεσμένου, γηρασμένου και σνομπ ζιγκολό Χένρι, ενός «extra man», ενός περιπατητή δηλαδή, άλλως, συνοδού πλούσιων χήρων της αριστοκρατίας σε ηλικία Μαθουσάλα, σε διάφορες κοινωνικές, κοσμικές εξόδους. Ο Χένρι, που έχει μια και μόνη αδυναμία - τις λαμπερές χριστουγεννιάτικες μπάλες - εκτιμά πάραυτα ότι ο εγγενούς ιδιότητας δανδής ένοικός του θα ενδυόταν περίφημα το κοστούμι του συνοδού κυριών. Τον παίρνει λοιπόν υπό την προστασία του, αποφασίζοντας να τον μυήσει στα μυστικά του επαγγέλματος και τον εισάγει στα στεγανά, ακόμη και στο άβατο της υψηλής κοινωνίας. Ο Λούις δέχεται με ιδιαίτερη χαρά μια που πιστεύει βαθιά ότι το περί ου ο λόγος περιβάλλον συμπίπτει με εκείνο των δικών του φαντασιώσεων, με εκείνο στο οποίο ο ίδιος θεωρεί ότι ανήκει λόγω «πολιτισμικής κληρονομιάς» και εντός του οποίου θα επιθυμούσε να ζει.
Αυτοί είναι και οι δύο βασικοί ρόλοι στους οποίους στηρίζεται η ιστορία. Ρόλοι μάλλον συντεθειμένοι από τη συρραφή διαφόρων γκαγκς όπως: Το κόλπο για λαθραία είσοδο σε παραστάσεις της Οπερας, το βάψιμο των αστραγάλων με βερνίκι παπουτσιών λόγω έλλειψης καλτσών ή η διακίνηση στο Μανχάταν με ετοιμόρροπα αυτοκίνητα περασμένων δεκαετιών. Βέβαια και οι περισσότεροι βοηθητικοί χαρακτήρες μοιάζει να διέπονται από αντίστοιχη αρχή, από σκιαγράφηση απλή χωρίς ιδιαίτερη δραματουργική επεξεργασία, με στοιχεία που απλά υπάρχουν χωρίς να αιτιολογούνται. Ιδιαίτερα εμφανής η περίπτωση του Τζον Ράιλι, σε ισχνότατο, παράλογο ρόλο, με εμφάνιση αιμοσταγούς λήσταρχου και φωνή λευκή, παιδίσκης, όταν μιλάει, αλλά κανονικότατου βαρύτονου όταν τραγουδάει. Η χρήση των γκαγκς δίνει την αίσθηση της πέραν από το δέον κατάχρησης, κάτι που εν τέλει καταντάει ενοχλητικό και λειτουργεί μάλλον στο θεατή ως χάσιμο χρόνου και χρημάτων.
Παίζουν: Κέβιν Κλάιν, Κέιτι Χολμς, Τζον Ράιλι, Πολ Ντάνο κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

ΣΕΧΙΜ ΚΑΠΛΑΝΟΓΛΟΥ: Yumurta (Αυγό)
 
Πρόκειται για το πρώτο κεφάλαιο της «Τριλογίας του Γιουσούφ» που ξεκινάει από τις τελευταίες μέρες της σχέσης μητέρας - γιου και καταλήγει, μέσα από ένα μακροσκελές κινηματογραφικό flash back στην αρχή, στη γέννηση του γιου, στο γνωστό μας ήδη «Μέλι». Η εν λόγω τριλογία επικεντρώνεται σε ένα και μοναδικό πρόσωπο, τον Γιουσούφ, τον οποίον το - κατά Δάντη - ήμισυ της ζωής του, βρίσκει στην Κωνσταντινούπολη να έχει βιβλιοπωλείο με καινούρια και παλιά βιβλία και να είναι και ο ίδιος ποιητής, με κρατικό βραβείο...
Ο Γιουσούφ αναγκάζεται να επιστρέψει εσπευσμένα στον τόπο που μεγάλωσε για να κηδέψει τη μητέρα του. Στο πατρικό του, γνωρίζει την Αϊλα, μια μακρινή συγγενή, ένα νεαρό κορίτσι που τα τελευταία χρόνια ζούσε με την αποβιώσασα. Η Αϊλα του μιλά για ένα τάμα που η μητέρα του δεν πρόλαβε να αποδώσει, για μια τελευταία επιθυμία της νεκρής που η ίδια δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει και πρέπει ο γιος της να το κάνει αντ' αυτής. Να θυσιάσει ένα κριάρι. Η κοπέλα τον πείθει και ο Γιουσούφ αναλαμβάνει την υποχρέωση να φέρει σε πέρας την αποστολή. Στο ταξίδι στον τόπο της τελετουργίας, ανάμεσα στον Γιουσούφ και την Αϊλα αρχίζει κάτι να γεννιέται...
Παρά την απουσία έκπληξης ως προς την εξέλιξη του μύθου ο σκηνοθέτης αποδίδει χωρίς επιτηδευμένα τεχνάσματα και στημένες γραφικότητες ένα εσωτερικό - όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος - ταξίδι προς το αυθεντικό, μακριά από το παγκοσμιοποιημένο πρόσωπο και εμφάνιση των επαρχιών του κόσμου. Ταξίδι στο αυθεντικό κι όχι στο πρωτότυπο... κι όχι μόνο σε ό,τι αφορά την απεικόνιση ενός τοπίου αδιάβρωτου, ακόμη, από την επέλαση της ανάπτυξης, αλλά κυρίως την αποτύπωση της έννοιας σε καταστάσεις και σε ανθρώπινα συναισθήματα. Είναι καταπληκτική η διακριτικότητα με την οποία η κάμερα προσπαθεί να καταγράψει την φόρτιση των σιωπών, αυτού που δε λέγεται, μεταξύ Γιουσούφ και Αϊλα. Ο χρόνος - κατά τον σκηνοθέτη - είναι η πρώτη ύλη στον κινηματογράφο. Κι εδώ η μαστοριά κρέμεται ακριβώς από το χρόνο διάρκειας αυτών των πλάνων. Με στιλ ξεκάθαρο, σαφές και ελεγειακό και με σίγουρα πλάνα - σεκάνς που ξεδιπλώνουν την έννοια και την αντίληψη του χρόνου ο Καπλάνογλου επιχειρεί μια ρεαλιστικά ποιητική προσέγγιση του μύθου του. Η αφήγηση μινιμαλιστική, απλή, κρατά και χρησιμοποιεί ό,τι του είναι απολύτως απαραίτητο. Μέχρι και οι ονειρικές σκηνές «μιμούνται» έως λεπτομέρειας το πραγματικό, με ένα ρεαλισμό που αναβλύζει και ρέει χωρίς τίποτα το επίπλαστο. Αυτό που είδαμε μας κάνει να περιμένουμε με αυξημένο ενδιαφέρον την έλευση και του δεύτερου, του μεσαίου δηλαδή μέρους της τριλογίας που ακόμη δεν είδαμε και τιτλοφορείται «Γάλα».
Παίζουν: Νεζάτ Ισλέρ, Σααντέτ Ισίλ Ακσό, Ουφούκ Μπαϊρακτάρ, Τουλίν Εζεν, Γκουλτσίν Σαντιρτσίογκλου, κ.ά.
Παραγωγή: Τουρκία, Ελλάδα (2007).

No comments: