Monday, August 31, 2009

Χόλιγουντ 2009: Αποκάλυψη τώρα! Σενάρια καταστροφής στις καινούργιες ταινίες

Η οικονομική κρίση, η παγκοσμιοποίηση, το τεχνολογικό και πνευματικό μεταίχμιο των κοινωνιών τροφοδοτούν τις μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές της νέας σεζόν με σενάρια μετακαταστροφής, με μοναχικούς επιζήσαντες που αναζητούν τη συνέχιση του ανθρώπινου πολιτισμού. Από το πολυδιαφημιζόμενο «2012», την απόλυτη ταινία καταστροφής, έως τις δυστοπικές αλληγορίες του «Τhe Road» και του «Τhe Book of Eli», και το εφιαλτικό animatio«9», οι φετινές ταινίες καταφεύγουν και πάλι σε ένα από τα προσφιλέστερα θέματα όχι μόνο της επιστημονικής φαντασίας αλλά και της θρησκείας: την Αποκάλυψη, τη συντέλεια του κόσμου, τα έσχατα.

  • Πληθαίνουν οι υπερπαραγωγές για την πιο πειστική αναπαράσταση του τέλους του κόσμου

  • Του Δημητρη Mπουρα, Η Καθημερινή, 30/08/2009

Η σημαντικότερη ταινία που μπορεί να συσχετιστεί με την αποκαλυπτική σκέψη είναι το «Αποκάλυψη τώρα». Η ψυχεδελική πολεμική όπερα του Φράνσις Φορντ Κόπολα γύρω από τη φύση και τις ρίζες του δυτικού πολιτισμού, έχει ως οδηγούς τον Νίτσε και τον Κόνραντ (την «Καρδιά του Σκότους») και ως αφορμή ένα μεγάλο αμερικανικό τραύμα: το Βιετνάμ, που μεταβάλλεται σταδιακά σε μια εφιαλτική ζούγκλα ενστίκτων. Η Αποκάλυψη του Κόπολα είναι ένα ταξίδι στο τέλος της λογικής, σε αντίθεση με τις σημερινές «αποκαλυπτικές» υπερπαραγωγές που υπόσχονται συγκινήσεις παρόμοιες με το τρενάκι του τρόμου στα λούνα παρκ. Τέτοιες ταινίες πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό σε έναν αγώνα δρόμου για την πιο πειστική αναπαράσταση του τέλους του κόσμου. Η οθόνη γεμίζει ερείπια και εσχατολογικές παραδοξότητες· επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού γίνονται συντρίμμια εν ριπή οφθαλμού. Από το τρέιλερ του πολυδιαφημισμένου «2012» και μόνο, βλέπει κανείς τι μπορεί να κάνει το Χόλιγουντ μέσα σε λιγότερο από δύο λεπτά της ώρας: Ενα τσουνάμι καλύπτει την κορυφή του Εβερεστ, ενώ στο Λος Αντζελες ξαναζούν ως ζωντανό εφιάλτη τον μύθο της Ατλαντίδας. Ο τρούλος του Βατικανού, που γλίτωσε από τον φονταμενταλισμό των Ιλουμινάτι, πίπτει επί των κεφαλών πιστών που σταυροκοπιούνται. Ο Ιησούς στο Ρίο γκρεμίζεται σαν γύψινη κούκλα. Μετεωρίτες πέφτουν σαν χαλάζι παντού. Από τον Κατακλυσμό δεν γλιτώνει ούτε το Μανχάταν ούτε ο Λευκός Οίκος. Η ψηφιακή μανία του Χόλιγουντ δεν σταματάει πουθενά και μοιάζει με ειρωνεία απέναντι στις φωνές που ξόρκιζαν δαίμονες αμέσως μετά την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου, απαιτώντας από τα στούντιο να αποβάλουν τη βία και να ξεχάσουν τις θεαματικές σκηνές καταστροφής. Ο Αρμαγεδδών έφτασε, και οι εκλεκτοί της ανθρώπινης φυλής είτε εγκαταλείπουν άρον άρον τον ορθό λόγο και την επιστήμη επιστρέφοντας στη θρησκευτική πίστη (ο Νίκολας Κέιτζ στον πρόσφατο «Σκοτεινό κώδικα»), είτε ελπίζουν σε μια σύγχρονη κιβωτό του Νώε (ο Τζον Κιούζακ στο «2012).

Μετά την καταστροφή

Εντυπωσιακές είναι και οι εικόνες από το τρέιλερ του «Τhe Book of Eli» του Ρόλαντ Εμεριχ («Γκοτζίλα», «Μετά την επόμενη μέρα»). Η Αμερική είναι έρημη χώρα. Οι αερογέφυρες στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους έχουν κοπεί. Οι πόλεις είναι βομβαρδισμένες και ο πρωταγωνιστής της ταινίας Ντέντζελ Ουάσιγκτον περιπλανιέται σε μια γκρίζα ζώνη, άλλοτε φουτουριστική κι άλλοτε σαν σκηνικό Μεσαίωνα. Σαν ένας Μαντ Μαξ βγαλμένος από τη Βίβλο με καθήκον να διασώσει την ελπίδα για την αναγέννηση: ένα ιερό βιβλίο. Το ίδιο συμβαίνει και στο τρέιλερ του μελλοντολογικού «Τhe Road» με τον Βίγκο Μόρτενσεν, τη Σαρλίζ Θερόν και τον Ρόμπερτ Ντιβάλ. Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Κόρμακ Μακάρθι (συγγραφέα και του «Καμιά προσευχή για τους μελλοθάνατους») και διαφημίζεται ως ένα επικό ταξίδι στο τέλος του πολιτισμού. Εδώ, ένας πατέρας, σαν σημερινός Αβραάμ, περιφέρεται με το γιο του στην Αμερική, που έχει καταστραφεί και είναι γεμάτη θανάσιμους κινδύνους. Ο «μετα-αποκαλυπτικός» λόγος του Χόλιγουντ, που τείνει να γίνει κυρίαρχος στις θεαματικές υπερπαραγωγές, επεκτείνεται και στο animation. Στο «9», μια παραγωγή του σκοτεινού Τιμ Μπάρτον που θα κάνει παγκόσμια πρεμιέρα σε λίγες ημέρες, όλα θυμίζουν τον «Εξολοθρευτή». Μια μηχανή με μορφή σκελετού προϊστορικού τέρατος κυνηγά για να εξολοθρεύσει τα μοναδικά «πλάσματα» που έχουν απομείνει στη Γη: μια φυλή από πάνινες κούκλες.

Συντέλεια και προσδοκία

Η ιδέα της συντέλειας του κόσμου εξάπτει τη φαντασία. Η συνταγή είναι δοκιμασμένη και επανέρχεται ως τάση κατά καιρούς. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, όχι μόνον κοινωνικής, αλλά και... υπαρξιακής για τη βιομηχανία του θεάματος, που έχει μπει στον μονόδρομο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς των μούλτιπλεξ. Η «αποκαλυπτική» σκέψη (ως εσχατολογία και κυρίως ως απόλυτη διάκριση καλού -κακού με βαθιές ρίζες στο χριστιανικό πολιτισμό) βρίσκει γόνιμο έδαφος στην ανασφάλεια και στον φόβο της περιθωριοποίησης που εξαπλώνεται σε ένα ευρύ φάσμα των δυτικών κοινωνιών. Πέραν της κοινωνιολογίας, υπάρχει και η ψυχαγωγία. Το απίθανο που συναρπάζει. Η ονειρική αίσθηση του να παρακολουθείς από απόσταση ασφαλείας τον κόσμο να καταρρέει. Το θέαμα της καμένης γης, που υποσυνείδητα απελευθερώνει τον θεατή και τον επανατοποθετεί στο μηδέν: στην αρχετυπική εικόνα της έρημου, όπου θα χτιστούν όλα από την αρχή. Η μυθολογία του γουέστερν και της κατάκτησης της Δύσης επιστρέφει εμμέσως στη σύγχρονη πραγματικότητα του Χόλιγουντ. Σαν μια σταθερή αξία -πυρήνας σε μυθοπλασίες που δανείζονται το κέλυφός τους από την επιστημονική φαντασία και το είδος της ταινίας καταστροφής.

Η σύγκριση του πολυεπίπεδου «Αποκάλυψη τώρα» με το σημερινό επίπεδο υπερθέαμα της καταστροφής και της εσχατολογίας, βοηθάει στο να φανεί η απλοϊκή «αποκαλυπτική» σκέψη της εποχής μας. Είναι εύστοχες οι επισημάνσεις του δημοσιογράφου Πολ Χάρις σε ένα πρόσφατο δημοσίευμα του βρετανικού «Γκάρντιαν»: «Η “αποκαλυπτική” σκέψη έχει μακρά παράδοση στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα, όπως θα περίμενε κανείς σε μια χώρα βαθιά θρησκευόμενη». Κατά τον Χάρις, αυτές οι ταινίες δεν αποτυπώνουν τόσο το άγχος της οικονομικής κρίσης, αλλά τη σύγχυση μιας μεταβατικής εποχής σαν τη σημερινή. Η παγκοσμιοποίηση φέρνει παντού εξελίξεις με ρυθμό γρηγορότερο από αυτόν που μπορούμε εύκολα να παρακολουθήσουμε. Η Κίνα ορθώνεται σαν οικονομικός γίγαντας. Το Ιντερνετ υπόσχεται ένα καινούργιο μέλλον, αλλά και μια συναρπαστική εικονική ζωή. Το άγνωστο χωράει στην παλάμη σου, όπως ένα πάλμτοπ. Η Δύση γερνάει δημογραφικά. Εξωτικοί παράδεισοι του Ειρηνικού ή χώρες σαν την ανεπτυγμένη Ολλανδία αρχίζουν να βλέπουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου μια δίνη που ρουφάει τον πλανήτη. «Ο κόσμος αλλάζει», συμπεραίνει ο Χάρις, «ακόμη και η εκλογή του πρώτου μαύρου προέδρου δείχνει αυτή την αλλαγή».

Ιστορίες για το τέλος του κόσμου

  • 9 (2009)

Animation με παραγωγούς τον Τιμ Μπάρτον και τον Ρώσο Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ (ο σκηνοθέτης του «Wanted») και σκηνοθέτη τον Σέιν Ακερ. Μια πάνινη κούκλα, που έχει τον αριθμό 9 στην πλάτη της, ζωντανεύει σε έναν μελλοντολογικό εφιάλτη. Οι άνθρωποι και ο πολιτισμός τους έχουν καταστραφεί και μια ομάδα Εξολοθρευτών (τερατόμορφες μηχανές που μοιάζουν με σκελετούς προϊστορικών τεράτων) καταδιώκουν μια μικρή κοινωνία από τρομαγμένες πάνινες κούκλες σαν την 9. Η μόνη ελπίδα επιβίωσης για τις κούκλες είναι να νικήσουν το φόβο τους και ν’ αντισταθούν. (Στις αίθουσες στις 9/9).

  • 2012 (2009)

Γυρίστηκε από τον Ρόλαντ Εμεριχ και διαφημίζεται ως η απόλυτη ταινία καταστροφής. Σύμφωνα με μια πανάρχαια προφητεία των Μάγιας, το έτος 2012 θα ’ρθει η συντέλεια του κόσμου. Με Τζον Κιούζακ, Γούντι Χάρλεσον, Θάντι Νιούτον, Ντάνι Γκλόβερ. (Στις αίθουσες τον Οκτώβριο).

  • The Road (2009)

Μελλοντολογική περιπέτεια του Τζον Χίλκοουτ βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Κόρμακ Μακάρθι. Ο Βίγκο Μόρτενσεν ενσαρκώνει έναν πατέρα που περιπλανιέται μαζί με τον μικρό του γιο στην αμερικανική ενδοχώρα με την ελπίδα να φτάσουν σε κάποια ακτή. Η Αμερική είναι σκηνικό δυστοπίας. Ο ουρανός είναι μόνιμα γκρίζος και η γη έχει καλυφθεί από άμμο και στάχτη. Το δυνατό ψύχος, οι άνεμοι και κυρίως οι συμμορίες, που παραμονεύουν στους δρόμους του πάλαι ποτέ επίγειου παραδείσου, είναι θανάσιμες απειλές για τους δύο ήρωες της ταινίας, που σέρνουν ένα καροτσάκι σαν τριτοκοσμικοί πρόσφυγες. Παίζουν επίσης: Κόντι Σμιτ - Μακάφι, Σαρλίζ Θερόν, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Γκάι Πιρς.

  • The Book of Eli (2009)

Μελλοντολογική περιπέτεια των Αλμπερτ και Αλεν Χιούζ. Ενας άντρας –σαν ζωντανή κιβωτός του Νώε– περιπλανιέται στην Αμερική που έχει καταστραφεί προσπαθώντας να σώσει ένα ιερό βιβλίο. Με τους Ντέντζελ Ουάσιγκτον, Μίλα Κούνις, Γκάρι Ολντμαν. (Στις αίθουσες τον Ιανουάριο).

  • Μαντ Μαξ (1979, 1981, 1985)

Η τριλογία του «Μαντ Μαξ» από τον Τζορτζ Μίλερ είναι ένα καλτ μετα-αποκαλυπτικό έπος με φόντο την έρημο της Αυστραλίας. Η οικολογική καταστροφή, η εξάντληση των αποθεμάτων καυσίμων και η επιστροφή του ανθρώπου στη βαρβαρότητα είναι τα μοτίβα. Στην τριλογία του Μίλερ συναντάμε ακραία στυλιζαρισμένη βία και στερεότυπα: από το κλασικό γουέστερν έως τη φουτουριστική φαντασία και τα αμερικανικά Β-movies των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Με τον Μελ Γκίμπσον (Σε dvd)

  • Oι 12 πίθηκοι (1995)

Tο 2035, ένας άγνωστος ιός έχει εξολοθρεύσει το ανθρώπινο είδος. Οι επιζήσαντες έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στις αποστολές «εθελοντών» στο παρελθόν με μια μηχανή του χρόνου. Σκοπός των αποστολών είναι να ανακαλύψουν τις αιτίες της εμφάνισης του ιού. Του Τέρι Γκίλιαμ. Με τους Μπρους Γουίλις, Μπραντ Πιτ, Μαντλίν Στόου. (Σε dvd)

  • Τα παιδιά των ανθρώπων (2006)

Tο Λονδίνο του 2027 πολιορκείται από στίφη εξαθλιωμένων μεταναστών που συρρέουν από παντού. Η αντίστροφη μέτρηση για τον άνθρωπο έχει αρχίσει: οι γυναίκες έχουν προ πολλού σταματήσει να γεννούν εξαιτίας της μόλυνσης. Του Αλφόνσο Κουαρόν. Με τους Κλάιβ Οουεν, Μάικλ Κέιν, Τζούλιαν Μουρ. (Σε dvd)

  • Mπλέιντ Pάνερ (1982)

H μελαγχολία και ο σκοτεινός κόσμος του φιλμ νουάρ συναντούν τους εφιάλτες της επιστημονικής φαντασίας σε μια σπουδαία ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ βασισμένη σε βιβλίο του Φίλιπ Ντικ. Το 2010 στο παρακμιακό Λος Aντζελες τα εξελιγμένα ανθρωποειδή επαναστατούν ενάντια στο δημιουργό τους, Με Xάρισον Φορντ, Pούντγκερ Xάουερ, Σον Γιανγκ. (Σε dvd)

  • Ζωντανός θρύλος (2007)

Ριμέικ του «The Omega Man» (του 1971 με τον Τσάρλτον Ιστον) από τον Φράνσις Λόρενς. Η Νέα Υόρκη του 2012 είναι πόλη–φάντασμα. Ενα εμβόλιο μετάλλαξε τον άνθρωπο σε ένα επιθετικό ον, μεταξύ βαμπίρ και λυκάνθρωπου. Ο μοναδικός που δεν μολύνθηκε είναι ένας στρατιωτικός γιατρός. Με τον Γουίλ Σμιθ. (Σε dvd)

  • Underworld (2003, 2006, 2009)

Σειρά ταινιών στις οποίες ο βαμπιρικός μύθος γίνεται ομφαλός μιας μελλοντολογικής δυστοπίας. (Σε dvd)

  • Aπόδραση από τη Nέα Yόρκη (1981)

Tο Mανχάταν ως μια τεράστια φυλακή όπου η κυβέρνηση έχει μαντρώσει χιλιάδες εξαθλιωμένους. Του Τζον Κάρπεντερ. (Σε dvd)

  • H τελευταία νύχτα του κόσμου (1998)

Οι υπαρξιακές αγωνίες μερικών ανθρώπων σε ένα περιβάλλον γενικευμένου πανικού λίγο πριν από το τέλος του κόσμου. Του Καναδού Ντον ΜακΚέλαρ. (Σε dvd)


Οι σκηνοθέτες «εκδικούνται» τους ψυχιάτρους

  • «Τρελογιατροί» σαν τον Πίτερ Σέλερς και τον Κέβιν Σπέισι γίνονται στόχος σαρκασμού

Οποιοδήποτε επάγγελμα που η πιο φημισμένη κινηματογραφική του ενσάρκωση είναι ένας αδίστακτος κατά συρροήν δολοφόνος με ιδιαίτερη όρεξη για ανθρώπινη σάρκα, δεν μπορεί παρά να έχει πρόβλημα δημόσιας εικόνας.

Ο δρ Χένρι Κάρτερ (Κέβιν Σπέισι), ο ψυχίατρος που πρωταγωνιστεί στο φιλμ του Τζόνας Πέιτ «Εξομολογήσεις», το οποίο άρχισε ήδη να προβάλλεται, είναι από κάθε άποψη ένα θλιβερό δείγμα επαγγελματία της ψυχικής υγείας. Δεν ξυρίζεται, κοιμάται συνήθως με τα ρούχα και είναι σχεδόν πάντα μαστουρωμένος με χασίς (καμιά φορά συνδυασμένο με αλκοόλ). Το άδειο βλέμμα με το οποίο κοιτάζει τους ασθενείς του δεν είναι κάποια θεραπευτική τεχνική - είναι σκέτη αδιαφορία. Ωστόσο, δεν ξεσκίζει με τα δόντια του το πρόσωπο κανενός.

Στην εποχή του Χάνιμπαλ Λέκτερ, το δείγμα αυτό μπορεί να φανεί σαν μια αρκετά θετική περιγραφή του επαγγελματία ψυχοθεραπευτή. Αφότου εισήλθε στο κινηματογραφικό προσκήνιο ο δρ Λέκτερ, η ιπποκράτεια εντολή «Ωφελέειν, μη βλάπτειν» έχει αποκτήσει εντελώς καινούργιο νόημα: οι ασθενείς του δρος Κάρτερ δεν φαίνονται να αντλούν πολλά ωφελήματα από τις απρόθυμες φροντίδες του, αλλά τουλάχιστον βγαίνουν αβλαβείς από το ιατρείο του. Κι επειδή εργάζεται στο Λος Αντζελες, ελάχιστα αντιλαμβάνονται πόσο αλλόκοτος είναι. Απ' όσο ξέρουν, είναι μια εκκεντρική ιδιοφυΐα, που χρησιμοποιεί τη δική του ψυχική αναστάτωση ως μια καινοτόμο θεραπευτική προσέγγιση.

Η ψυχιατρική είναι τόσο παράξενη επιστήμη (ή τέχνη) που δύσκολα μπορεί κανείς να είναι σίγουρος, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, τι ακριβώς έχει κατά νουν ο θεραπευτής και αν ο ασθενής έχει σημειώσει πρόοδο. Και είναι επικίνδυνα δύσκολο να αναπαραστήσεις αυτή τη μυστηριώδη διεργασία στην οθόνη. Η κλασική φροϋδική ανάλυση -και οι περισσότεροι κινηματογραφικοί ψυχοθεραπευτές είναι φροϋδικοί- διαρκεί χρόνια και, σε αφηγηματικούς όρους, απαιτεί υπερβολικά πολλές πληκτικές αναδρομές στο παρελθόν και στα όνειρα, για να μην πούμε τίποτα για τις πομπώδεις, θριαμβευτικές μουσικές υποκρούσεις τις στιγμές της «αποκάλυψης». Σ' αυτό το πλαίσιο εκτυλίσσονται ταινίες όπως ο «Πρίγκιπας της παλίρροιας».

Οταν το κοινό γνώριζε λιγότερα για την Ψυχιατρική, μπορούσες να στρογγυλέψεις μερικές γωνίες. Στο φιλμ του Χίτσκοκ «Spellbound» («Νύχτα αγωνίας», 1946), όπου η δρ Ινγκριντ Μπέργκμαν κάνει ανιχνεύσεις στο μυαλό του αμνησιακού Γκρέγκορι Πεκ για να βρει τον ένοχο ενός εγκλήματος, ξεκινά με μια βοηθητική εξήγηση: «Η ιστορία μας έχει να κάνει με την ψυχανάλυση, τη μέθοδο με την οποία η μοντέρνα επιστήμη θεραπεύει τα συναισθηματικά προβλήματα των υγιών». Και συνεχίζει: «Ο ψυχαναλυτής επιδιώκει μόνο να παρακινήσει τον ασθενή να μιλήσει για τα κρυμμένα του προβλήματα, να ανοίξει τις κλειδωμένες πόρτες του νου. Από τη στιγμή που τα συμπλέγματα που ταλαιπωρούν τον ασθενή αποκαλυφθούν και ερμηνευθούν, η αρρώστια και η σύγχυση εξαφανίζονται... και οι δαίμονες του παραλογισμού εκδιώκονται από την ανθρώπινη ψυχή». Στη «Νύχτα αγωνίας» οι δαίμονες κατατροπώνονται μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες - παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας για τις ψυχιατρικές θεραπείες.

  • Περιφρόνηση

Σ' εκείνη την μακρινή εποχή, οι ψυχοθεραπευτές, παρότι μπορεί να φαίνονταν κάπως εξωτικοί, απολάμβαναν κάποιο σεβασμό, όπως όλοι οι γιατροί. Αναμενόταν από αυτούς να κάνουν θαύματα και οι ασθενείς τους ήταν ευγνώμονες. Τώρα πια δεν συμβαίνει αυτό. Η εξοικείωση του Χόλιγουντ με τους ψυχιάτρους -οι κινηματογραφιστές άλλωστε δεν είναι ξένοι με το ψυχαναλυτικό ντιβάνι- έχει τροφοδοτήσει ένα είδος περιφρόνησης, σε σημείο που ένα αφασικό, καταθλιπτικό ερείπιο σαν τον ήρωα των «Εξομολογήσεων» να φαίνεται περισσότερο σαν ο κανόνας παρά η εξαίρεση.

Ο Κάρτερ είναι κατά κάποιον τρόπο κατευθείαν απόγονος του «ιδιοφυούς» δρα Φριτς Φασμπέντερ που τον ερμήνευε ο Πίτερ Σέλερς, με περούκα α λα Μπιτλς, στην κωμωδία του Κλάιβ Ντόνερ «Τι νέα ψιψίνα;», το 1965. Ο Φασμπέντερ -που του αρέσει καμιά φορά να τον φωνάζουν «Μπέιμπι-Φιτς»- προτιμάει τις ανορθόδοξες τεχνικές, όπως να κυνηγάει τις πιο νόστιμες πελάτισσές του γύρω γύρω στο δωμάτιο και να κάνει στους άρρενες ασθενείς του ερωτήσεις όπως «Σας αρέσουν τα μπούτια;» (στο οποίο προσθέτει με ειλικρίνεια «Εμένα μ' αρέσουν»).

Το «Τι νέα ψιψίνα;», σε σενάριο Γούντι Αλεν, ήταν ένας σταθμός στην κινηματογραφική συμπεριφορά απέναντι στους ψυχιάτρους, που προσωπογραφούνται έκτοτε σαν γελοίοι ή ζοφεροί, ή και τα δύο. Στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου ένας κινηματογραφιστής επιχείρησε να παρουσιάσει έναν ψυχίατρο παλαιού στυλ -σοβαρό, ευσυνείδητο, α λα Ινγκριντ Μπέργκμαν- όπως έκανε η Μπάρμπρα Στρέιζαντ, σκηνοθετώντας τον εαυτό της, στον «Πρίγκιπα της παλίρροιας», το κοινό και η κριτική πρόσθεσαν τον σαρκασμό από μόνοι τους. Ο Πολ Μαζέρσκι χρησιμοποίησε τον δικό του ψυχοθεραπευτή, τον δρα Ντόναλντ Μιούχιτς, σε μια ξεκαρδιστική σκηνή στο φιλμ «Μπομπ και Κάρολ και Τεντ και Αλις» (1969): η απάθειά του και οι γεμάτες νόημα σιωπές του εκμαιεύουν από τη ζαλισμένη ασθενή του τη μια φροϋδική εξομολόγηση μετά την άλλη, αλλά όταν έρχεται η μεγάλη στιγμή της αποκάλυψης, της λέει ότι ο χρόνος της έχει τελειώσει.

Αστεία σαν κι αυτό είναι πλέον πολύ συνηθισμένα στις ταινίες: το αινιγματικό, σαν της Σφίγγας βλέμμα, το τελείως άχρωμο ερώτημα «και πώς αισθάνεσαι γι' αυτό;», η πρόωρη διακοπή της θεραπευτικής συνεδρίας (ο Μάικλ Κέιν δίνει μερικές πολύ ζοφερές παραλλαγές του στυλ αυτού στο θρίλερ του Μπράιαν ντε Πάλμα «Dressed to Kill»). Μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις υποθέσεις για τα κίνητρα που έχουν οι κινηματογραφιστές να αντιμετωπίζουν τόσο σκληρά τους ψυχιάτρους, να υποψιαστείς ότι υπάρχει κάποια επιθυμία εκδίκησης για τις δικές τους αποτυχημένες, και πανάκριβες, περιπέτειες αυτογνωσίας.

  • Εύκολος στόχος το ντιβάνι

Απορείς, πραγματικά, γιατί οι ψυχαναλυτές προσφέρονται για τόση κακοποίηση στις ταινίες σήμερα. Είναι απλώς μια φυσική αποστροφή για τους ανθρώπους που παριστάνουν ότι μας καταλαβαίνουν; Ισως να είναι ότι το επάγγελμα, τουλάχιστον όπως το φαντάστηκε ο Φρόιντ, επιμένει να επιδιώκει την εξωτερίκευση αυτών που θέλουμε να καταστείλουμε, σε μια εποχή όπου η εξωτερίκευση δεν αποτελεί πλέον ζήτημα για το πλήθος με τα κινητά. Δεν υπάρχουν πια πολλοί δαίμονες κρυμμένοι πίσω από κλειδωμένες πόρτες σήμερα. Είναι ελεύθεροι σε κοινή θέα: σε οθόνες υπολογιστών, σε γιγαντιαίες τηλεοράσεις υψηλής ευκρίνειας, και, βέβαια, σε κινηματογραφικές οθόνες.

  • International Herald Tribune, Η Καθημερινή, 30/08/2009

Thursday, August 6, 2009

O ψυχίατρος του Χόλιγουντ, και η απατημένη Μόνικα Μπελούτσι

Ισχνή η νέα κινηματογραφική εβδομάδα, με τρεις ταινίες μόνο, καθώς οι εταιρείες διανομής φαίνεται να αρκούνται σε όσες ταινίες έχουν ήδη βγάλει στις θερινές οθόνες και σκοπεύουν να "επανέλθουν" μετά τον Δεκαπενταύγουστο.

  • «Εξομολογήσεις» (Shrink). Αμερικανική παραγωγή, 2009, 106 λεπτά. Σκηνοθεσία: Τζόνας Πέιτ. Ερμηνεία: Κέβιν Σπέισι, Μαρκ Γουέμπερ, Κίκι Πάλμερ, Ρόμπιν Γουίλιαμς, Σάφρον Μπάροους

Εάν πιστεύετε ότι ο Κέβιν Σπέισι είναι μια συνηθισμένη περίπτωση ηθοποιού, σίγουρα κάνετε λάθος. Εχοντας κερδίσει δύο Οσκαρ στη δεκαετία του `90 με τις ερμηνείες του, στη συνέχεια γύρισε την πλάτη στο Χόλιγουντ και αφιερώθηκε στη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του λονδρέζικου Ολντ Βικ από το 2003.

Εδώ, υποδύεται τον Χένρι Κάρτερ, ψυχίατρο στον μικρόκοσμο του Χόλιγουντ, ο οποίος έχοντας μόλις χάσει τη σύντροφό του, που αυτοκτόνησε, δυσκολεύεται πια να ασχοληθεί με τους ασθενείς του, μέχρι που αναλαμβάνει δωρεάν τη θεραπεία μιας διαταραγμένης έφηβης. Η γνωριμία του αυτή τον οδηγεί σε αμφιβολίες για την ικανότητά του να θεραπεύει τους άλλους... "Είμαι ένας απατεώνας", ξεσπάει σε μια τηλεοπτική του εμφάνιση, που σκοπό είχε να διαφημίσει το τελευταίο του βιβλίο...

Ως κινηματογραφική περσόνα, ο Κέβιν Σπέισι είναι σίγουρα η προσωποποίηση της βαθύτερης αμερικάνικης απελπισίας, που σπάνια αναδύεται στην επιφάνεια: Ο ήρωας που υποδύεται εδώ, “παρακολουθεί” τη ζωή του να διαλύεται σιγά σιγά, χωρίς να μπορεί να αντιστρέψει την πορεία.

Το σενάριο του Τόμας Μόφετ (με αφετηρία μια ιστορία του Χένρι Ρίαρντεν) προσπαθεί να συλλάβει την αρρωστημένη ατμόσφαιρα στη χολιγουντιανή κοινότητα, ανάμεσα σε παραγωγούς, ατζέντηδες και ηθοποιούς, χωρίς να αντιστέκεται ωστόσο στα κλισέ, ενώ κάποια ψήγματα αυθεντικού χιούμορ δεν αρκούν για να σε κερδίσουν (οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει η ταινία).

  • “Ο άντρας που αγαπά” (L'uomo che ama). Ιταλική παραγωγή, 2008, 103 λεπτά. Σκηνοθεσία: Μαρία Σόλε Τονιάτσι. Ερμηνεία: Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Μόνικα Μπελούτσι, Ξένια Ράπαπορτ

Η κόρη του Ούγκο Τονιάτσι στη δεύτερη σκηνοθετική της δουλειά, μια σύγχρονη ερωτική ιστορία με φόντο το Τορίνο, Ενδιαφέρουσα η ιδέα της προσέγγισης του «ανδρικού» βλέμματος στον έρωτα (αν και ο πρωταγωνιστής της Πιερφραντσέσκο Φαβίνο δεν με έπεισε ότι ήταν η καλύτερη επιλογή).

Παρακολουθούμε τον 40χρονο ήρωα της ταινίας σε δύο χρονικές περιόδους: Τον Σεπτέμβριο είναι με τη νεότερή του Σάρα (Ξένια Ράπαπορτ), την έχει ερωτευτεί, όμως εκείνη δεν ανταποκρίνεται και σιγά σιγά γίνεται όλο και πιο απόμακρη. Ο άντρας αισθάνεται προδομένος, προσπαθεί απελπισμένα να σώσει τη σχέση τους και όταν εκείνη τον απορρίπτει οριστικά, πέφτει σε απόγνωση. Δεν μπορεί να εργαστεί, ούτε καν να φάει...

Τον ξανασυναντάμε τον Μάρτιο, ευτυχισμένο με μια άλλη γυναίκα, την Άλμπα (Μόνικα Μπελούτσι), που είναι και συνομήλική του. Σχεδιάζουν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους μαζί και ψάχνουν να βρουν ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα. Εκείνος όμως πάσχει από αϋπνίες και συχνά τον πιάνουν κρίσεις άγχους και πανικού... Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πλέον δεν αγαπάει την Άλμπα και αποφασίζει να χωρίσουν, πληγώνοντάς την...

Θα συνειδητοποιήσουμε τελικά ότι η Τονιάτσι έχει αντιστρέψει τη χρονολογική σειρά της αφήγησης, ο Μάρτιος ήταν πριν από τον Σεπτέμβριο, ωστόσο αυτό στο σύγχρονο σινεμά δεν είναι πια και τόσο πρωτότυπο… Περισσότερο ενδιαφέρον έχουν οι δευτερεύοντες χαρακτήρες της ταινίας, που όλοι “συμμετέχουν” με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στα πάθη του έρωτα, και η αποτύπωση της καθημερινότητας στην όμορφη πόλη του Τορίνου. Τουλάχιστον η Τονιάτσι έχει κάνει καλές επιλογές συνεργατών, ιδιαίτερα στη φωτογραφία, τον Αρνάλντο Κατινάρι, που καταφέρνει να δώσει την “προστατευτική” αίσθηση της πόλης του Τορίνου, αλλά και στη μουσική, που έχει την υπογραφή της Σισιλιάνας ανερχόμενης τραγουδίστριας και συνθέτριας Κάρμεν Κονσόλι.

  • «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το… Ρίο! Μυστικός πράκτορας OSS 117» (OSS 117: Rio ne repond plus). Σκηνοθεσία: Μισέλ Χαζαναβίσιους. Ερμηνεία: Ζαν Ντιζαρντέν, Λουίζ Μονό, Ρούντιγκερ Βόγκλερ, Άλεξ Λουτς,

Ο “πολιτικά μη ορθός” Γάλλος πράκτορας OSS 117 μετά την “Αποστολή στο Κάιρο” προσγειώνεται ανώμαλα στη Βραζιλία της δεκαετίας του `60, στην εποχή της γυναικείας απελευθέρωσης... Πρέπει να συνεργαστεί με έναν συνταγματάρχη της Μοσάντ, που μάλιστα είναι γυναίκα, για να βρουν ένα μικροφίλμ με τα ονόματα των Γάλλων συνεργατών των Ναζί κατά την περίοδο του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Γκάφες και αστειάκια για τους Εβραίους, τους Κινέζους και τις γυναίκες...

  • Τερζής Κ., Η ΑΥΓΗ: 06/08/2009

Επειγόντως όλοι ψυχίατρο!

  • Του Δημήτρη Δανίκα, ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

«Εξομολογήσεις». Και ο ψυχίατρος (Κέβιν Σπέισι) χρειάζεται επειγόντως ψυχίατρο

«Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε»: αυτή η συμπυκνωμένη σε ελάχιστες λέξεις, σοφία του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη εκφράζει μια ιστορία αμερικανική, με τον τίτλο «Shrink», δηλαδή μάζεμα, ζάρωμα και καθόλου «Εξομολογήσεις», όπως η ελληνική παράφραση το θέλει. Στην πραγματικότητα και ελευθέρως ο τίτλος που ταιριάζει σ΄ αυτά τα σπουδαία πρόσωπα είναι «Οι μπασμένοι»!

Πιο αναλυτικά: ναρκομανείς, εθισμένοι, αλκοολικοί, θυμωμένοι, νευρωτικοί, αυτοκτονικοί, τρελαμένοι, ψυχαναγκαστικοί, πειραγμένοι. Ένα ατελείωτο τσούρμο από πλούσιους και διάσημους του σημερινού Λος Άντζελες στο ντιβάνι του ψυχιάτρου Κέβιν Σπέισι, ενός επίσης διαταραγμένου και αθεράπευτου οπαδού της τζούρας, στη δραματική ταινία του Τζόνας Ρate «Shrink». Επί εκατόν δέκα λεπτά λαμβάνουν χώρα τα πιο τρελά: ατζέντηδες, stars του Χόλιγουντ, σεναριογράφοι και παρατρεχάμενοι σε μια κούρσα με προορισμό ποιος θα κόψει πρώτος το νήμα να εγκατασταθεί για πάντα στο τρελοκομείο. Η αποθέωση του ζουρλομανδύα.

Προφανώς πρόκειται για αυτοβιογραφικές εντυπώσεις του σκηνοθέτη, ο οποίος αν και 38 ετών διαθέτει μεγάλη πείρα και πληθωρικό έργο τόσο πίσω από την κάμερα όσο και στο σενάριο. Δεν αμφιβάλλω καθόλου. Ένας ατζέντης λόγου χάριν (εξαιρετικός ως τυπίστας ο Ντάλας Ρόμπερτς) εντελώς «πειραγμένος» από αγοραφοβία και άλλα ψυχαναγκαστικά σύνδρομα, με απειλητικό ύφος διατάζει τη γραμματέα του να φροντίσει να μην κάθεται κανείς πίσω του στο εστιατόριο, να ειδοποιήσει κάποιον να βρίσκεται στο ασανσέρ να του ανοίξει την πόρτα, να του σερβίρουν τον καφέ φορώντας γάντια, να τοποθετήσουν στην τουαλέτα υγρό σαπούνι και να αφαιρεθεί από παντού κάθε ίχνος αρνίσιου δέρματος.

Ακόμα, ο Ρόμπιν Ουίλιαμς που εμφανίζεται για μόλις δέκα λεπτά παριστάνοντας τον star- μπορεί και τον εαυτό του- είναι αλκοολικός και κατά φαντασίαν σεξουαλικά ενεργός. Παραδείγματα λέω, για να αντιληφθείτε το μέγεθος και το βάθος αυτής της πανδημίας που έχει εισχωρήσει σε κάθε κύτταρο κάθε celebrity του L.Α. Εγώ; Ούτε από μίλια μακριά να τους δω.

Η κορύφωση αυτής της μούρλιας είναι ο θεραπευτής όλων αυτών των διαταραγμένων, ελαττωματικών και μπασμένων ασθενών. Ο γιατρός επειγόντως στον γιατρό. Ο οποίος είτε από το βάρος της αυτοκτονίας της γυναίκας του είτε από το ατελείωτο κολύμπι σ΄ έναν ωκεανό ναρκωτικών, περιφέρεται κι αυτός μπασμένος, πειραγμένος και εντελώς ελαττωματικός. Εν κατακλείδι, κι ενώ ο ένας ζουρλομανδύας μπερδεύεται με τον άλλο, μια μικρή μαυρούλα και ένας φτωχός, ταλαντούχος και ερωτευμένος σεναριογράφος ξεχωρίζουν ως θετικά πρόσωπα σε αυτήν την πινακοθήκη των τεράτων. Οι Αμερικανοί, βλέπετε, είναι πάντα της ηθικοπλαστικής συμπερασματικής. Που μεθερμηνευόμενο πάει να πει, από τα πλούσια σκατά του Χόλιγουντ προκύπτει πάντα ένα διαμάντι.

Τρία πράγματα συνθέτουν το ύφος της σκηνοθεσίας. «Ο παίκτης» του Ρόμπερτ Όλντμαν (1992), το «Crash» του Πολ Χάγκις (2004) με Όσκαρ καλύτερης ταινίας, και το «Ηalf Νelson» του Ράιαν Φλεκ (2006). Όσο για το καστ, ο Κέβιν Σπέισι εξακολουθεί να φοράει τη μανιέρα από το «Αmerican beauty». Τι να κάνουμε, πουλάει πανάθεμά την.

Ο Ρόμπιν Ουίλιαμς συγκρατημένος και χαμηλόφωνος- οι υπόλοιποι άρτιοι επαγγελματίες στους ρόλους τους. Α, ξέχασα την ουσία: οι τρικλοποδιές που εμποδίζουν την απογείωση της ταινίας προέρχονται από τη μονότονη και μονόχορδη δραματουργία. Επί σχεδόν δύο ώρες καθηλωμένη στην περιπτωσιολογία και την καρικατούρα. Εξέλιξη, ανάπτυξη καμία. Καλή η σκηνοθεσία, μέτρια η ιστορία. Ένα το καλό: βλέποντας αυτούς τους τόσο διαταραγμένους και ανισόρροπους rich and famous αισθάνθηκα ο πιο τυχερός και υγιής του γήινου σύμπαντος!

«Εξομολογήσεις»
Η μούρλια πάει Χόλιγουντ
Ψυχίατρος διάσημων και πλούσιων
Κέβιν Σπέισι, Ρόμπιν Ουίλιαμς
Καλή σκηνοθεσία, καθηλωμένη ιστορία
ΒΑΘΜΟΙ= 6 (not bad)

  • Ένας άντρας, δύο γυναίκες
«L΄ uomo che ama» (Ο άντρας που αγαπά) από τη Μαρία Σόλε Τονιάτσι- του 1971, από τη Ρώμη και θυγατέρα του θρυλικού Ούγκο (1922-1990) από τον οποίο δεν κληρονόμησε ούτε μισό δράμι ταλέντου. Ταινία με την οποία άνοιξε πέρυσι την αυλαία του το Φεστιβάλ της Ρώμης. Τόσα η κούτρα τους κατεβάζει!

Η Μαρία και η Σόλε λοιπόν, προκειμένου να κάνει παιχνίδι με τον θεατή, αναποδογυρίζει τους χρόνους αυτής της άδειας ιστορίας. Έτσι, η αρχή στο τέλος και το τέλος στην αρχή. Δηλαδή η Ξένια Ράπαπορτ εγκαταλείπει τον Πιερφραντσέσκο Φαβίτο, έναν αξύριστο και νάρκισσο φαρμακοποιό (σχεδόν ρεπλίκα του Λάκη Κομνηνού), ο οποίος προηγουμένως είχε εγκαταλείψει τη Μόνικα Μπελούτσι. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Θα τρελαθούμε εντελώς!

Έτσι, ας πούμε, με το ίδιο νόμισμα πληρώνει ο φαρμακοποιός τη μακακία του και πλαγίως η Μαρία και η Σόλε επιβεβαιώνει τη ρήση «όπως στρώσεις θα κοιμηθείς». Επομένως μεταφυσική συνωμοσία γυναικών; Μπα, καθόλου. Απλούστατα. Η Τονιάτσι πλαγίως εκδικείται την Μπελούτσι. Άσε που μόνο σε μια στιγμιαία σκηνή δείχνει μισόγυμνη την κορμάρα την τρομερή. Να πάρω ταβανόβουρτσα να σου πω εγώ! Δεν τελειώσαμε, δυστυχώς. Διότι το σενάριο δεν γεμίζει ούτε με τη μία ούτε με την άλλη εντελώς. Τι να κάνει η Μαρία και η Σόλε; Ταράζει τον φαρμακοποιό με αϋπνία, κατασκευάζει στο πλάι του έναν μικρότερο αδελφό του που είναι γκέι και έχει καρδιολογικό πρόβλημα με πιθανότητες επιβίωσης από την εγχείρηση μία στις τρεις και φλομώνει τον θεατή με μικροαστικά ηθικοπλαστικά μηνύματα και μελοδραματικές ευκολίες. Σαν να βλέπω ελληνικό ρομάντζο τάχα μου κουλτουριάρικης ταινίας του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης!

«Ο άντρας που αγαπά»
Ένας άντρας δύο γυναίκες
Ιταλικό μικροαστικό μελόδραμα
ΒΑΘΜΟΙ = 3 (για να μάθει να «σκοτώνει» την Μπελούτσι)

  • Γκαφατζής πράκτορας
«ΟSS 117 Rio Νe Repond plus» (Ο κατάσκοπος που γύρισε από το Ρίο), μια γαλλική κωμωδία του Μισέλ Χαζαναβίσιους με Ζαν Ντιζαρντίν και Λουίζ Μονό. Πρόκειται για σίκουελ της πρώτης εξόρμησης στην οθόνη αυτού του γκαφατζή μυστικού πράκτορα με την κωδική ονομασία ΟSS 117. Παρωδία του Τζέιμς Μποντ. Θα ΄θελαν. Δεν είναι, δυστυχώς!

ΒΑΘΜΟΙ = ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΜΕ ΤΟ ΤΣΙΓΚΕΛΙ

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ψυχαναλυτές, ψυχασθενείς, κατάσκοποι... και η Μόνικα


Ο Πιερφραντσέσκο Φαβίνο και η Μόνικα Μπελούτσι σε σκηνή από την ιταλική ταινία «Ο άντρας που αγαπά», ένα «Αρλεκιν» για σκεπτόμενους θεατές


  • Νευρώσεις διασημοτήτων, αυτοκτονίες, «φαντάσματα» του παρελθόντος, ψυχαναλυτές που θυμίζουν ψυχασθενείς, υπαρξιακά αδιέξοδα για πάσα ηλικία, αρκετή μαριχουάνα και στο φόντο η σκοτεινότερη πτυχή του θεοπάλαβου κόσμου του Χόλιγουντ. Ιδού πάνω κάτω τα στοιχεία που συνθέτουν το βαρύγδουπο σύγχρονο δράμα «Εξομολογήσεις» («Shrink», ΗΠΑ, 2009) σε σκηνοθεσία του Τζόνας Πέιτ. Κεντρικός ήρωας (και άξονας των ιστοριών) ένας διάσημος ψυχαναλυτής (Κέβιν Σπέισι) με ένα «τσιγαριλίκι» διαρκώς στο στόμα. Γύρω του μια μικρή παρέλαση τραυματισμένων ανθρώπων- όπως άλλωστε και ο ίδιος- που προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα. Κατάμαυρες καταστάσεις, κυνισμός που σπάζει κόκαλα, πρόσωπα με την εχθρότητα μονίμως χαραγμένη πάνω τους. Κάποιες ιστορίες, όπως εκείνη του κυνικού, υποχόνδριου μεγαλοατζέντη (άψογος ο Ντάλας Ρόμπερτς), παρακολουθούνται με ενδιαφέρον, κάποιες, όπως εκείνη του σκηνοθέτη (Ρόμπιν Γουίλιαμς) που έχει σεξουαλικά προβλήματα, με λιγότερο ενδιαφέρον και κάποιες άλλες, όπως της διάσημης σταρ (Σαφρόν Μπάροουζ) που δεν ξέρει τι θέλει από τη ζωή της, είναι απλώς διακοσμητικές. Καθ΄ ότι δραματουργικός χώρος είναι το Λος Αντζελες, όλες αυτές οι «διακλαδωτές» ιστορίες ενίοτε θυμίζουν ατμόσφαιρα από το «Crash» του Πολ Χάγκις - κάπου διακρίνεις και «σκιές» από την «Οικογενειακή γιορτή» του Τόμας Βίντεμπεργκ. Εν τέλει φεύγεις από την αίθουσα με την αίσθηση τού «ναι μεν αλλά...».
  • Με τον «Αντρα που αγαπά» («L΄ uomo che ama», Ιταλία, 2008) η Μαρία Σόλε Τονιάτσι, κόρη του ηθοποιού Ούγκο Τονιάτσι, αποπειράται να πει μια μάλλον κοινότοπη ερωτική ιστορία με πρωτότυπο τρόπο. Τόσο που στο τέλος νομίζεις ότι είδες αίνιγμα. Ενας άνδρας (Πιερφραντσέσκο Φαβίνο) δεν μπορεί να αντέξει την ιδέα του χωρισμού του από μια όμορφη γυναίκα (Ξένια Ράποπορτ). Αργότερα στη ζωή του βλέπουμε να εμφανίζεται μία ακόμη ομορφότερη γυναίκα, η Μόνικα Μπελούτσι. Το σκηνικό της σχέσης θα επαναληφθεί, αλλά αυτή τη φορά τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχει ο άντρας. Η ζωή κύκλους κάνει και όλα εδώ πληρώνονται μέσα σε ένα άκρως ρομαντικό πλαίσιο που θυμίζει «Αρλεκιν» για σκεπτόμενους θεατές. Το τρικ του μπερδέματος με τον χρόνο των δύο «κεφαλαίων» της ταινίας σε ξαφνιάζει μόλις το αντιλαμβάνεσαι, αργότερα όμως νιώθεις ότι ήταν περισσότερο εφέ και λιγότερο χρηστικό στη δραματουργία.
  • Ο «Κατάσκοπος που γύρισε από το... Ρίο. Μυστικός πράκτορας ΟSS 117» («ΟSS 117: Lost in Rio», 2009, Γαλλία) του Μισέλ Χαζαναβίσιους ακολουθεί την επιτυχία της ταινίας «ΟSS 117: Αποστολή στο Κάιρο» (2006) που παρωδεί τον πράκτορα ΟSS 117 ή την απάντηση της Γαλλίας στον Τζέιμς Μποντ στη δεκαετία του ΄60 (τον είχε υποδυθεί ο Φρέντερικ Στάφορντ). Οι ίδιοι βασικοί συντελεστές λοιπόν υπέγραψαν μια πανομοιότυπη κωμωδία, στην οποία το μόνο που ουσιαστικά αλλάζει είναι το λάτιν φόντο- σε σύγκριση με το αφρικανικό της προηγούμενης ταινίας. Ο ΟSS (Ζαν Ντιζαρντέν) αναζητεί στη Βραζιλία έναν ναζιστή εγκληματία πολέμου. Το πρώτο μέρος έχει πολλή πλάκα, στο δεύτερο τα σημάδια της επαναληπτικότητας είναι έντονα.
  • ΤΟΥ Ι. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Ο... Governator επιστρέφει στην οθόνη;

  • Θα μπορούσε να είναι το ερώτημα σε ένα διαδικτυακό γκάλοπ... «Θα θέλατε να επιστρέψει ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ στον κινηματογράφο;». Καθώς η καριέρα του -μαζί και η αποστολή του- σαν κυβερνήτης φτάνει στο τέλος του, πολλοί είναι εκείνοι που αναρωτιούνται αν ο Αρνι θα έπρεπε να ξαναπάρει το πολυβόλο στα χέρια, να φορέσει μαύρα γυαλιά και δερμάτινο τζάκετ για να πολεμήσει τους «κακούς», με αυτήν τη βαριά προφορά και το παρουσιαστικό του απόλυτου ήρωα...

Για να καταλάβουμε όμως τι έχει προσφέρει ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ στο σινεμά, θα πρέπει να δούμε τι έκαναν όσοι τον διαδέχτηκαν ή προσπάθησαν απλώς να τον μιμηθούν. Γιατί δεν είναι και λίγο ο γιος ενός αστυνομικού να γίνεται ο δημοφιλέστερος σταρ σε ταινίες καταστροφολογίας και ύστερα κυβερνήτης της Καλιφόρνιας. Και οι άλλοι; Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Ντολφ Λούντγκρεν... Οι ταινίες του μόλις και βλέπονται πια σε dvd. Οσο για τον Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, η εξέλιξή του σίγουρα δεν είναι αυτή που θα ζήλευε οποιοσδήποτε συνάδελφός του. Και ο Στίβεν Σίγκαλ ακόμη έχει γίνει τόσο «ντεφορμέ» (πλαδαρός, με παραπανίσια κιλά), που αναγκάζεται να έχει κασκαντέρ στις περισσότερες σκηνές των ταινιών του.

Κανένας δεν ξεχωρίζει ιδιαίτερα. Αν και ακούγεται ότι ο Λούντγκρεν μπορεί και να κάνει ένα πέρασμα από την καινούργια ταινία του Σιλβέστερ Σταλόνε «The Expendables». Πρόσφατα ο Τομ Αρνολντ, φίλος και πρώην συνάδελφος του Αρνι, είπε στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» ότι έχει προγραμματιστεί ένα νέο φιλμ με τον Σβαρτσενέγκερ και από τότε οι μπλόγκερ δεν έχουν σταματήσει να αναμεταδίδουν την είδηση με την ελπίδα ότι ο Σβαρτς επιστρέφει για να σώσει τον πλανήτη Χόλιγουντ. Είναι εύκολο να καταλάβουμε το γιατί. Από το 1982 μέχρι το 1994 ο Σβαρτσενέγκερ εισήγαγε έναν νέο τύπο κινηματογραφικού αστέρα. Σαν άλλος Ηρακλής και χωρίς να θεωρηθεί ποτέ σπουδαίος ηθοποιός, επιβλήθηκε στη μεγάλη οθόνη. Το χώρισμα στα δόντια ήταν απλώς η... αχίλλειος πτέρνα.

Για πρόεδρος της Αμερικής δεν μπορεί να πάει, γιατί δεν έχει γεννηθεί στις ΗΠΑ. Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος του στα 62 του χρόνια; Governator... Governor και Terminator σε ένα. [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Πέμπτη, 6 Aυγούστου 2009]

Βραδιές τυπικά αυγουστιάτικες στα θερινά

  • Πέριξ του μετρίου κινούνται οι πρεμιέρες της εβδομάδας, με τις επανεκδόσεις ταινιών να αποτελούν την καλύτερη επιλογή

Οι επανεκδόσεις κλασικών ταινιών, που διατηρούν σε υψηλά επίπεδα τον υδράργυρο της οθόνης, είναι ό,τι καλύτερο για τους φίλους του κινηματογράφου. Στο μέτωπο των νέων ταινιών, η κατάσταση είναι τυπικά αυγουστιάτικη. Οι τρεις πρεμιέρες της εβδομάδας κινούνται πέριξ του μετρίου.

  • Τζέιμς Μποντ αλά γαλλικά

Αν σας αρέσουν οι παρωδίες, και ιδιαίτερα οι κατασκοπικές, θα περάσετε ευχάριστα συντροφιά με το γαλλικό φιλμ «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το Ρίο! Μυστικός πράκτορας OSS 117» (**). Είναι ένα ξεκαρδιστικό, κάποιες στιγμές χοντροκομμένο, ανέκδοτο, με ήρωα τον πράκτορα ΟSS 117, που προέρχεται από τα μπεστ σέλερ του Ζαν Μπρους. Ολόκληρη η ταινία είναι στους ώμους του κωμικού Ζαν Ντιζαρντέν. Ο «σούπερ» ήρωάς του είναι ένα κράμα επιθεωρητή Κλουζό και Σον Κόνερι από την αξέχαστη εποχή του «Δρος Νο» και του «Από τη Ρωσία με αγάπη». Αδιόρθωτα γόης, ριψοκίνδυνος, αλλά και γκαφατζής άνευ προηγουμένου. Προσθέστε και την παροιμιώδη υπεροψία των Γάλλων και η συνταγή είναι πλήρης. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μισέλ Χαζαναβίσιους βασίστηκε για δεύτερη φορά στον Ντιζαρντέν και πέτυχε στο γαλλικό μποξ όφις. (Προηγήθηκε το 2006 η «Αποστολή στο Κάιρο»). Η ιστορία εκτυλίσσεται το 1967. Ο OSS 177 πρέπει να πάει στο εξωτικό Ρίο για να εντοπίσει έναν ναζί εγκληματία πολέμου και να πάρει απ’ αυτόν ένα μικροφίλμ με ονόματα Γάλλων δωσιλόγων.

  • Χαμηλοί τόνοι

Στις «Εξομολογήσεις» (**) μας περιμένουν ο Κέβιν Σπέισι με τη γνωστή του μανιέρα, ο σκηνοθέτης Τζόνας Πέιτ, που έχει ταλέντο, αλλά είναι φλύαρος, και ο σεναριογράφος Τόμας Μοφέτ, που κάνει τη διαφορά, αντιγράφοντας δημιουργικά τα «Στιγμιότυπα» και τον «Παίκτη», αλλά και το προπέρσινο «Half Nelson».

Ενας μεγαλοψυχίατρος του Λος Αντζελες, που έχει ως πελάτες παράγοντες και διασημότητες του Χόλιγουντ, πνίγεται στον καπνό του «χόρτου», επειδή αισθάνεται ασφυξία μετά την αυτοκτονία της γυναίκας του. Η ζωή του θα αλλάξει όταν ο πατέρας (μεγαλοψυχίατρος και αυτός) θα του ζητήσει να αναλάβει δωρεάν μια μαύρη έφηβη με προβληματική συμπεριφορά.

Στο «Ο άντρας που αγαπά», η Ιταλίδα σκηνοθέτις Μαρία Σόλε Τονιάτσι θέλει να καταγράψει την ψυχολογία του άντρα σε δύο καταστάσεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Στη μία, ένας σαραντάρης καταρρέει από άγχος και πανικό όταν τον εγκαταλείπει ψυχρά η νεαρή ερωμένη του. Στη δεύτερη, λίγους μήνες μετά ο ίδιος άντρας εγκαταλείπει μια συνομήλική του που θέλει να κάνουν παιδί. «Η ταινία μιλάει για αισθήματα και συναισθήματα χωρίς συναισθηματισμούς», λέει η Τονιάτσι. Με Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Ξένια Ράποπορτ, Μόνικα Μπελούτσι.

  • Του Δημητρη Mπουρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Πέμπτη, 6 Aυγούστου 2009

Monday, August 3, 2009

Ριμέικ του κλασσικού «Harvey» πρόκειται να σκηνοθετήσει ο Στ.Σπίλμπεργκ

Σκηνή από την κλασσική ταινία με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Στιούαρτ

Ο διάσημος σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ σκοπεύει να σκηνοθετήσει ένα ριμέικ της ταινίας Harvey του 1950, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Τζέιμς Στιούαρτ.

Σύμφωνα με την υπόθεση, ο πρωταγωνιστής της ταινίας υποστηρίζει ότι ο καλύτερός του φίλος είναι ένας γιγαντιαίος... λαγός που μόνο ο ίδιος μπορεί να δει.

Η αρχική ταινία βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ ομώνυμο θεατρικό έργο της Μέρι Τσέις.

Εκπρόσωπος της Fox ανακοίνωσε ότι η ταινία θα βρίσκεται στους αμερικανικούς κινηματογράφους μέχρι το τέλος του 2010.

Λος Αντζελες - Το Βήμα, Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009 [ 19:04 ]

Ο «Καπετάν Κεμάλ» στο Φεστιβάλ Λεμεσού. Προβάλλεται αύριο το ντοκυμαντέρ για τον Μιχρί Μπελί



Ο 92χρονος Μιχρί Μπελί αφηγείται την πολυτάραχη ζωή του στο ντοκυμαντέρ του Φώτου Λαμπρινού «Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος»

Στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ Λεμεσού προβάλλεται αύριο το ντοκυμαντέρ του Φώτου Λαμπρινού «Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος», στο οποίο ο 92χρονος Τούρκος Μιχρί Μπελί αφηγείται την πολυτάραχη ζωή του. Γνωστή πολιτική προσωπικότητα της Τουρκίας, ο Μπελί στρατεύθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα από τη δεκαετία του 1930 και το 1947 μετέβη εθελοντικά στη Θράκη, όπου πολέμησε στο πλευρό του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ως το τέλος της εμφυλίου πολέμου.

Το 1937 και ενώ είχε αποφοιτήσει από το Roberts College της Κωνσταντινούπολης, ο Μπελί μετέβη στις ΗΠΑ με υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του. Στην Αμερική ασπάστηκε τις ιδέες του κομμουνισμού και δραστηριοποιήθηκε στον Νότο (Οxford Μississippi) υπερασπιζόμενος τους μαύρους κατά της Κου Κλουξ Κλαν. Ο Μπελί επέστρεψε στην πατρίδα του το 1941 και εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας. Για τη δράση του φυλακίστηκε, διώχθηκε και εξορίστηκε, ώσπου το 1947 μετέβη παράνομα στην Ελλάδα για να ενισχύσει τον αγώνα των ανταρτών στα βουνά της Θράκης.

Λέει ο ίδιος ο Μπελί στην ταινία: «Από το 1922 και μετά η Δυτική Θράκη έγινε μια πολυεθνική περιοχή με χριστιανούς, δηλαδή τους Ελληνες, με Πομάκους, τσιγγάνους και Τούρκους που ήταν μουσουλμάνοι. Δύο στους τρεις κατοίκους της Θράκης ήταν χριστιανοί. Οι τουρκόφωνοι όμως ήταν τα 2/3 αυτού του πολυποίκιλου πληθυσμού, γιατί οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες μιλούσαν τουρκικά. Αυτή την πολυεθνική Θράκη βρήκα κι εγώ όταν ανέβηκα στο βουνό το 1947, αυτή υπάρχει ακόμη και σήμερα».

Το ντοκυμαντέρ προβλήθηκε τον Μάρτιο που μας πέρασε στο Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ Θεσσαλονίκης «Εικόνες του 21ου αιώνα», ενταγμένο σε ένα μεγάλο αφιέρωμα προς τον δημιουργό του Φ. Λαμπρινό. Αργότερα έγιναν επιλεγμένες προβολές του στον Μικρόκοσμο της λεωφόρου Συγγρού, ενώ το φιλοξένησε και το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης. [ΤΟ ΒΗΜΑ, Τρίτη 4 Αυγούστου 2009]

Ενας Χρυσός Αλέξανδρος για τον Μισέλ Λεγκράν. Ο γάλλος συνθέτης τιμήθηκε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης



Ο γάλλος μουσικοσυνθέτης Μισέλ Λεγκράν έχει παραλάβει τον ειδικό Χρυσό Αλέξανδρο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στον λόφο της Σάνης


«Νιώθω μεγάλη τιμή για το δώρο σας» είπε ο γάλλος μουσικοσυνθέτης Μισέλ Λεγκράν παραλαμβάνοντας τον ειδικό Χρυσό Αλέξανδρο με τον οποίο τον τίμησε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στον λόφο της Σάνης το περασμένο Σάββατο: «Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στη Θεσσαλονίκη και σε αυτό το πανέμορφο μέρος. Χαίρομαι πραγματικά που είμαι εδώ και που θα δώσω αυτή τη συναυλία για εσάς» συνέχισε ο Λεγκράν, για να καθήσει στο πιάνο και μαζί με τη σαγηνευτική τραγουδίστρια Αλισον Μογέ να μαγέψει το κοινό που είχε κατακλύσει τον λόφο της Σάνης.

Η βράβευση του Λεγκράν έγινε στο πλαίσιο του κινηματογραφικού αφιερώματος «Μusic on Film vs Film on Μusic» που πραγματοποιήθηκε το διάστημα 30 Ιουλίου- 2 Αυγούστου στο Cine Οrfeas του Sani Resort στη Χαλκιδική- μια προσπάθεια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου να επεκτείνει τη δραστηριότητά του και με αφορμή των εορτασμό των 50 χρόνων του. Προβλήθηκαν οι ταινίες «Λόλα» («Lola») και «Οι ομπρέλες του Χερβούργου» («Les Ρarapluis de Cherbourg») του Ζακ Ντεμύ και η «Πισίνα» («La Ρiscine») του Ζακ Ντερέ. Η συναυλία του Μισέλ Λεγκράν, ο οποίος έχει γράψει τη μουσική όλων των ταινιών του αφιερώματος και είναι κάτοχος τριών Οσκαρ για τη μουσική του στις ταινίες «Υπόθεση Τόμας Κράουν», «Το καλοκαίρι του ΄42» και «Γεντλ», ήταν η κορύφωση του αφιερώματος στον λόφο της Σάνης.

« Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης βρίσκει στην αποψινή βραδιά τον φυσικό του χώρο, εδώ στη Σάνη, εδώ όπου σπουδαίοι δημιουργοί, όπως ο Μισέλ Λεγκράν, συναντιούνται με ένα υπέροχο κοινό. Εδώ όπου γεννιούνται μοναδικές στιγμές τέχνης. Η βράβευση του Μισέλ Λεγκράν απόψε με τον Χρυσό Αλέξανδρο είναι μια μικρή μόνο αναγνώριση του σπουδαίου έργου αυτού του καλλιτέχνη που έχει δώσει τόσα πολλά στη μουσική και στον κινηματογράφο » ανέφερε χαρακτηριστικά η διευθύντρια του Φεστιβάλ Δέσποινα Μουζάκη απονέμοντας το τιμητικό βραβείο στον σπουδαίο δημιουργό. [ΤΟ ΒΗΜΑ, Τρίτη 4 Αυγούστου 2009]

Ο Αντονι Χόπκινς... συνθέτης!

Αντίο Χάνιμπαλ, καλημέρα Ντεμπυσί. Στα 71 του ο Αντονι Χόπκινς εγκαταλείπει τον ρόλο του σίριαλ κίλερ και ονειρεύεται καριέρα συνθέτη κλασικής μουσική


RΕUΤΕRS/FRΕD ΡRΟUSΕR
Ο δρ Χάνιμπαλ (επάνω) φεύγει, ο συνθέτης Αντονι Χόπκινς έρχεται. Ο βετεράνος ηθοποιός παρουσιάζει σήμερα και αύριο συνθέσεις του στο Φεστιβάλ της Τοσκάνης, ενώ παράλληλα δηλώνει ότι έχει πει οριστικά «αντίο» στον ρόλο με τον οποίο ταυτίστηκε


Η μεγάλη οθόνη δεν είναι πλέον αρκετά μεγάλη για τον Αντονι Χόπκινς. O Χάνιμπαλ Λέκτερ ονειρεύεται πλέον μια καριέρα στον χώρο της κλασικής μουσικής. Σήμερα και στις 7 Αυγούστου ο βετεράνος ηθοποιός θα παρουσιάσει τις συνθέσεις του στο πλαίσιο του θερινού Φεστιβάλ της Τοσκάνης στην πόλη Κόρτονα της Ιταλίας. Και όχι μόνο: στην ίδια διοργάνωση θα παρουσιάσει και τα ζωγραφικά του έργα, ενταγμένα στην έκθεση με τίτλο «Μάσκες».

«Ημουν επτά ετών όταν άρχισα να παίζω πιάνο» εξομολογείται ο 71χρονος Χόπκινς στην εφημερίδα «Corriere della Sera». «Αργότεραθέλησα να γίνω ηθοποιός και έτσι δεν συνέχισα τη μουσική μου καριέρα, όπως ήθελα στην αρχή». Στη διάρκεια του Φεστιβάλ της Τοσκάνης μεταξύ άλλων θα παρουσιάσει και ένα έργο για πιάνο και ορχήστρα που έχει αφιερώσει στη σύζυγό του Στέλλα , η οποία, όπως λέει, τον ενθάρρυνε και τον ενέπνευσε ως μουσικό. Παράλληλα θα παρουσιάσει ένα κομμάτι που τιτλοφορείται «Χειμωνιάτικο τραγούδι» και έχει ύφος βιεννέζικου βαλς, γραμμένο από τον ίδιο το 1965.

Στην ερώτηση του δημοσιογράφου «τι είδους μουσική θα άκουγε ο Χάνιμπαλ Λέκτερ;» ο Χόπκινς απαντά ως εξής: «Δεν έχω ιδέα. Είναι ένα πρόσωπο φανταστικό στο οποίο έχω ήδη πει “αντίο”. Δεν μπορώ να ερμηνεύω τον ίδιο ρόλο σε όλη μου τη ζωή». Γεννημένος στις 31 Δεκεμβρίου 1937, ο Χόπκινς μεγάλωσε σε μια οικογένεια όπου τα λόγια ήταν λίγα καθώς «η μεταπολεμική περίοδος σημαδεύτηκε από κούραση και ιδρώτα». Εχοντας διαγράψει μια σημαντική διαδρομή ως σαιξπηρικός ηθοποιός και αργότερα στον κινηματογράφο, αυτόν τον καιρό συμμετέχει στα γυρίσματα της νέας ταινίας του Γούντι Αλεν στο Λονδίνο, για την οποία, εν τούτοις, δεν θέλει ακόμη να αποκαλύψει τίποτε. Δηλώνει πως ζει με πληρότητα την ηλικία του και τα άσπρα του μαλλιά, ενώ παράλληλα αγαπά τις βόλτες με τη μοτοσικλέτα.

Οσον αφορά τη μουσική, ο βρετανός ηθοποιός λέει ότι συνέθετε από 15 ετών. Γιατί λοιπόν αποφάσισε να «εκτεθεί» τόσο αργά; «Απόλαυσα μια μακρά καριέρα ως ηθοποιός. Προσφάτως μόνο συνειδητοποίησα ότι η ζωή μπορεί να σημαίνει και κάτι άλλο» λέει. «Το να μην έχει κάποιος ακαδημαϊκή παιδεία τού δίνει μεγάλη ελευθερία αλλά το γεγονός αυτό δεν συνδέεται απαραιτήτως με το καλό αποτέλεσμα. Προσωπικάμπορεί να μην έχω πολλή μουσική γνώση, θέλω όμως να πιστεύω ότι έχω καλό ένστικτο» συνεχίζει ο Χόπκινς. Οσο για τους αγαπημένους του συνθέτες; Μεταξύ άλλων ο Ντεμπυσί, ο Ραβέλ και ο Προκόφιεφ. Και τι σκέπτεται για τις όποιες αντιδράσεις του κοινού απέναντι στη συνθετική του δραστηριότητα; «Αν η ζωή αποδειχθεί γενναιόδωρη και σε αυτή μου την προσπάθεια, εντάξει. Διαφορετικά, θα κάνω κάτι άλλο». [ΤΟ ΒΗΜΑ, Τρίτη 4 Αυγούστου 2009]

Sunday, August 2, 2009

Μέριλιν και να καίει

Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τη δημιουργία της κωμωδίας «Μερικοί το προτιμούν καυτό» και όμως, σήμερα, φαίνεται πως... ακόμα περισσότεροι το προτιμούν καυτό!


Πολύ καλή ιδέα λοιπόν η επανέκδοση στα θερινά της ιστορικής ταινίας του Μπίλι Γουάιλντερ με τη Μέριλιν Μονρόε και το δίδυμο Τόνι Κέρτις και Τζακ Λέμον, σε ρόλους λιμοκτονούντων μουσικών της τζαζ επί ποταπαγόρευσης, που αναγκάζονται να ντυθούν γυναίκες για να γλιτώσουν από τα νύχια αδίστακτων μαφιόζων.

Η σκηνή άλλωστε στο συνεργείο, όπου οι δύο ήρωες γίνονται μάρτυρες της εκτέλεσης μιας ομάδας γκάνγκστερ από έναν αρχιμαφιόζο, παρέπεμπε σε πραγματικό περιστατικό από τη ζωή του Αλ Καπόνε, τη λεγόμενη «σφαγή της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου».

Το νοσταλγικό φιλμ που μιμήθηκαν πολλές ελληνικές ταινίες (ο άντρας που ντύνεται γυναίκα, ο φτωχός που το παίζει κροίσος για να ρίξει το κορίτσι κ.ο.κ.) αποκαλύπτει στους νεότερους γιατί η Μέριλιν αναδείχτηκε σύμβολο του σεξ -τουλάχιστον για τα μέτρα της εποχής, που ήθελαν τη γυναίκα χαζούλα, ξανθιά, χυμώδη.

Αν και εδώ δεν διεκδικεί δάφνες ερμηνείας, η Μονρόε, που στα γυρίσματα ήταν έγκυος, κατάφερε να αποσπάσει Χρυσή Σφαίρα Ερμηνείας. Κι όμως: για να πει την απλούστατη φράση «It's me, Sugar» χρειάστηκε 47 λήψεις - ο Γουάιλντερ αναγκάστηκε να της γράψει τη φράση σε έναν πίνακα. Το ίδιο πρόβλημα δημιουργήθηκε με την φράση «Where's the bourbon?».

Ο Γουάιλντερ της το έγραψε σε ένα χαρτί και το έβαλε σε ένα συρτάρι. Ομως η Μέριλιν ξέχασε ποιο συρτάρι έπρεπε να ανοίξει!

Οταν ο ενδυματολόγος της ταινίας Ορι Κέλι (που κέρδισε και το Οσκαρ Καλύτερων Κοστουμιών) μετρούσε τις διαστάσεις των πρωταγωνιστών, λέγεται πως είπε στη Μονρόε ότι ο Κέρτις διέθετε καλύτερα οπίσθια από τα δικά της. Εκείνη τότε έβγαλε την μπλούζα της, λέγοντας: «Δεν έχει όμως τέτοια στήθη!»

  • Τους άφησε τραύματα

Υποψήφιο για έξι Οσκαρ το «Some like it hot», έμεινε στην κινηματογραφική ιστορία και για την τελευταία του ατάκα, διά στόματος Τζο Ι. Μπράουν: «Κανείς δεν είναι τέλειος». Αλλά και για το σχόλιο του Τόνι Κέρτις για τα -φαινομενικά- παθιασμένα φιλιά που αντάλλαξε με τη Μέριλιν: «Ηταν σαν να φιλάω τον Χίτλερ».

Τα λεγόμενά του επιβεβαίωνε πάντως και ο Μπίλι Γουάιλντερ. Αναφερόμενος στη συνεργασία του με τη Μονρόε, η οποία ερχόταν μονίμως με δύο-τρεις ώρες καθυστέρηση στο γύρισμα, ο σκηνοθέτης είχε πει: «Το συζήτησα με το γιατρό μου και τον ψυχίατρό μου και μου είπαν πως είμαι πολύ μεγάλος για να ξαναπεράσω κάτι τέτοιο». [ΕΥ. Β,

Penelope Spheeris : «Θαύμαζα τον υγιή θυμό της ροκ»

  • Η σκηνοθέτις Penelope Spheeris μιλάει για την πανκ μουσική, το ανδροκρατούμενο Χόλιγουντ και για μια καινούργια επανάσταση

Η Penelope Spheeris είναι μια γυναίκα πρωτοπόρος. Δημιούργησε την πρώτη εταιρεία παραγωγής εξειδικευμένη στα μουσικά video, στο Λος Αντζελες το 1974, τη χρονιά που τελείωσε και το masters της στις Θεατρικές Σπουδές στο UCLA. Στα τέλη της δεκαετίας ’70 στην Καλιφόρνια, το εκρηκτικό κίνημα της punk μουσικής άρχισε αργά, αλλά σταθερά να διαδέχεται την προηγούμενη μόδα του glamrock, ενώ τις χρυσόσκονες και τα ψηλά τακούνια αντικατέστησαν επί σκηνής οι παραμάνες, τα καρφιά και τα ματωμένα μπλουζάκια.

Η Penelope παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Οταν άρχισε και η ίδια να συμμετέχει σε αυτές όμως, αποφάσισε να παίρνει μαζί της και τη βιντεοκάμερά της. Ετσι δημιουργήθηκε το «Decline Of Western Civilization», η ταινία με την οποία η Spheeris έκανε το μεγάλο άλμα από μια σχετική ανωνυμία σε cult σκηνοθέτη μεγάλου βεληνεκούς. Τα φεστιβάλ και οι κριτικοί λάτρεψαν την ταινία αν και το μεγαλύτερο μέρος του κοινού στην Αμερική τη φοβήθηκε. Οχι μόνο την ταινία αλλά και τη δημιουργό της. Η Spheeris, η οποία είναι και πρώτη ξαδέλφη του Kώστα Γαβρά, συνέχισε να δημιουργεί εντός και εκτός της μηχανής των studios του Hollywood, ακροβατώντας μεταξύ της underground κοινωνικής και μουσικής σκηνής του Λ.Α. και της mainstream κουλτούρας την οποία έπρεπε εν μέρει να ενστερνισθεί αν ήθελε να ορθοποδήσει οικονομικά. Και τα δύο συνδυάστηκαν στην εισπρακτική επιτυχία «Wayne’s World», την ταινία που την έκανε «εκατομμυριούχο μέσα σε μια νύχτα».

Αρνήθηκε να σκηνοθετήσει το blockbuster «Spinal Tap», παρότι της έγινε μια γενναιόδωρη προσφορά, γιατί της φάνηκε ότι «κορόιδευε το heavy metal και δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνει κανείς αυτό». Παιδί διαλυμένης οικογένειας, ευαίσθητο ροκαμπίλι, ελεύθερο πνεύμα και «λίγο πιο Ελληνίδα τώρα παρά ποτέ», η Spheeris βραβεύεται φέτος στο Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Λος Αντζελες για την πορεία της στο σινεμά και για την αγάπη της στη μουσική ροκ. Συναντηθήκαμε ένα πρωί του Ιουνίου στο γραφείο της στο Studio City και συζητήσαμε για τον υγιή θυμό που βγαίνει μέσα από τη ροκ μουσική, τον παραμελημένο ρόλο του Johny Rotten, τον σεξισμό στο Χόλιγουντ και για μια καινούργια επανάσταση…

Η επανάσταση της πανκ

– Τι σας έκανε αρχικά να απορροφηθείτε από την πανκ;

– Για το ευρύ κοινό μπορεί να μοιάζουν περίεργοι, αλλά κατά τη γνώμη μου οι μουσικοί της πανκ ήταν πάντα ενδιαφέροντες, δυνατοί χαρακτήρες, με έντονες απόψεις για τη ζωή και την πολιτική. Η πανκ σκηνή ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια, ίσως επειδή πολλοί από αυτούς προέρχονταν από προβληματικές οικογένειες κάτι το οποίο τους ωθούσε να είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Θαύμαζα πολύ το πώς εκδήλωναν άφοβα τον θυμό τους (χωρίς να προκαλέσουν ποτέ κακό σε κανέναν) μέσω της μουσικής τους και της σκηνικής τους παρουσίας. Νομίζω το πρώτο συγκρότημα που είδα ήταν οι Sex Pistols στο Λονδίνο και αμέσως μετά τους Black Flag στο Λ.Α. και αισθάνθηκα ένα απερίγραπτο συναίσθημα ελευθερίας. Ηταν μια καινούργια κοινωνική επανάσταση.

– Περιμένατε την επιτυχία που σας έφερε το «Decline Of Western Civilization»;

– Καθόλου. Με σόκαρε αρκετά! Εγώ άρπαξα μια κάμερα επειδή πίστεψα πολύ στο καινούργιο αυτό μουσικοκοινωνικό κίνημα και ήθελα να το καταγράψω με κάθε λεπτομέρεια γιατί ένιωθα ότι επρόκειτο για γεγονός ιστορικής σημασίας. Ισως αυτή μου την ιστορική ανησυχία να την προκάλεσε το ελληνικό μου DNA! Εκείνη την περίοδο, θα μπορούσα να έχω ήδη αρχίσει να ασχολούμαι με ταινίες blockbuster που μου είχαν προταθεί, αλλά θεώρησα πιο σκόπιμο και πολύ πιο ενδιαφέρον να ασχοληθώ με το πάθος μου, τη ροκ μουσική. Και έτσι είπα ένα προσωρινό «αντίο» στις ταινίες του Χόλιγουντ. Συγκεκριμένα μου προτάθηκε να κάνω την παραγωγή στην ταινία της Goldie Hawn «Private Benjamin» και το θεώρησαν μεγάλο λάθος το ότι δεν δέχτηκα να το κάνω. Και φυσικά δεν το μετάνιωσα ποτέ.

Η Αμερική τη φοβήθηκε

– Γιατί νομίζετε τελικά το «Decline» έγινε τόσο δημοφιλές στο ευρύ κοινό;

– Γιατί τους φόβισε! Αυτοί που δεν είχαν ιδέα τι ήταν το πανκ ροκ το φοβούνταν γιατί «έσπαγε» πολλούς κανόνες δίχως να ζητάει συγγνώμη. Την πρώτη φορά που έπαιξα την ταινία σε ένα μικρό κοινό στην Ενωση Συγγραφέων στο Λ.Α., μια γυναίκα σηκώθηκε εξοργισμένη από τη θέση της και με ρώτησε πώς τολμάω να εκθειάζω άτομα σαν τους punks και για λίγο με έβαλε σε σκέψεις ότι ίσως κανείς να μην κατανοήσει το πνεύμα με το οποίο έγινε η ταινία. Εγώ πάντως δεν το φοβήθηκα ποτέ.

– Επειδή ήσασταν μέρος της καινούργιας επανάστασης.

– Ναι, ήμουν μέρος της. Ημουν κι εγώ πολύ θυμωμένη ως έφηβη και έτοιμη για μια επανάσταση και αυτή δεν άργησε να έρθει. Μου ταίριαζε, ήταν η καινούργια μου οικογένεια, κάτι το οποίο μάλλον χρειαζόμουν μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα μου και εφτά πατριούς, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αλκοολικοί και επιθετικοί. Η ζωή για μένα ήταν ένας αγώνας και ακόμα και τώρα αυτό που εκτιμώ είναι όχι η ξεκούραση και η καλοπέραση, αλλά η σκληρή προσπάθεια.

Καινούργια επανάσταση

– Νομίζετε ότι υπάρχει χώρος ή λόγος στην εποχή μας να δημιουργηθεί ξανά κάτι αντίστοιχο του κινήματος της πανκ;

– Εχω προσευχηθεί για κάτι τέτοιο στη εποχή μας, διότι λατρεύω το κλίμα κάθε καινούργιας επανάστασης. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να φανταστώ τι μορφή ή ήχο θα είχε ένα καινούργιο πανκ κίνημα, αλλά κατανοώντας την ανθρώπινη φύση πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει ξανά. Από την άλλη πλευρά, η καινούργια επανάσταση ίσως να είναι το Ιντερνετ, όπου όποιος θέλει μπορεί να κοινοποιήσει τη γνώμη του, τον θυμό του ή ακόμα και τη μουσική του, χωρίς να χρειαστεί την έγκριση κανενός. Ισως αν υπήρχε το Διαδίκτυο την εποχή των Pistols να μην υπήρχε η έντονη ανάγκη μιας underground συσπείρωσης με τη μορφή της πανκ σκηνής.

– Σε πολλές από τις ταινίες σας διακρίνεται ένας κοινός παρονομαστής, αυτός της νεολαίας που χάνει τα όνειρά της. Τι σήμαινε για εσάς τότε το «Αmerican Dream» και τι σημαίνει σήμερα;

– Καταρχήν θα ήθελα να επισημάνω ότι ο τίτλος της ταινίας μου «Decline Οf Western Civilization» ήταν ίσως λίγο προφητικός. Οταν όμως γύριζα την ταινία το 1980 ο τίτλος ήταν ειρωνικός. Ονόμασα την ταινία έτσι επειδή ένιωθα την αλλαγή να έρχεται και τα κοινωνικά θεμέλια να σείονται. Κάθε πολιτισμός που έχει υπάρξει στον πλανήτη έχει φτάσει κάποια στιγμή σε ένα τέλος. Ισως είχαν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα σημάδια ότι κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην Αμερική. Οι Αμερικάνοι, πάντα αθώοι, νόμιζαν ότι οι ΗΠΑ είναι μια υπερδύναμη που δεν θα έπεφτε ποτέ, ίσως αυτός να είναι και ένας από τους λόγους που η ταινία μου προκάλεσε τόσο φόβο και απέχθεια στο αμερικανικό κοινό.

Σεξισμός

– Ως γυναίκα σκηνοθέτης στο Χόλιγουντ αισθανθήκατε ποτέ προκατάληψη απέναντί σας;

– Θυμάμαι ότι μια μέρα είχα μια συνάντηση με τον George Harrison στη Warner Brothers μαζί με μερικούς άλλους τύπους με κουστούμια, γιατί ο Harrison μού είχε ζητήσει να σκηνοθετήσω το καινούργιο του μουσικό βίντεο. Ηταν φανερό από τον υποτιμητικό τρόπο που μου μίλησαν οι υπόλοιποι -πλην του George- ότι κανείς άλλος, εκτός από αυτόν, δεν με ήθελε να σκηνοθετήσω το video. Αυτό ήταν ένα από τα πιο απογοητευτικά επαγγελματικά ραντεβού που είχα ποτέ και με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι ζω και εργάζομαι σε έναν αυστηρά ανδροκρατούμενο χώρο. Το τελικό χτύπημα ήταν ένα ραντεβού που είχα με ένα γκρουπ χεβιμεταλάδων για να σκηνοθετήσω το δικό τους βίντεο. Οταν όμως εμφανίστηκα στη συνάντησή μου είπαν «μπορείτε να φύγετε»! Ο σεξισμός, κυρίως τη δεκαετία του ’80 ήταν προφανής, αλλά για κάποιο λόγο, δεν τον άφησα ποτέ να με επηρεάσει. Αποφάσισα να τον αγνοήσω παντελώς! Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν Ελληνας μετανάστης ήταν αρκετά βάρβαρος στη συμπεριφορά του, αλλά με έμαθε πώς να είμαι σκληρή και να ξεπερνάω εμπόδια. Με άφηνε στο χιόνι ως μωρό, φορώντας μόνο τα εσώρουχά μου. Με πήγαινε στην ταράτσα του σπιτιού και με κρατούσε στο κενό για να με σκληραγωγήσει! Μάλλον του χρωστάω το χοντρό μου πετσί, το οποίο με βοήθησε πολύ στο Χόλιγουντ.

Εισπρακτική επιτυχία

– Τελικά αρχίσατε σε κάποιο σημείο της καριέρας σας να σκηνοθετείτε ταινίες blockbuster της Paramount Studios, όπως το «Wayne’s World» το οποίο αποτέλεσε και τεράστια εισπρακτική επιτυχία. Πώς ήταν η εμπειρία αυτή, την πρώτη μέρα που πατήσατε στο πλατό για μια σκηνοθέτιδα επαναστάτρια σαν κι εσάς;

– Αυτή ήταν η έβδομη mainstream ταινία που έκανα, παρ’ όλο που πολλοί θεωρούν ότι ήταν η πρώτη. Την πρώτη μέρα, ήρθε να με πάρει ένας σοφέρ για να με πάει στο πλατό, κάτι το οποίο δεν είχε ξαναγίνει και κατάλαβα κατευθείαν τι σημαίνει μεγάλη παραγωγή. Σκέφτηκα «ωραία, τώρα θα μπορώ επιτέλους να κοιμάμαι στη διαδρομή από το στούντιο μέχρι το σπίτι!». Μετά όταν με άφησε στο πλατό, ρώτησα κάποιον αν είμαι στο σωστό μέρος γιατί είχε δεκάδες φορτηγά και συνεργεία και όλοι περίμεναν εμένα. Ηταν πολύ περίεργο, δεν πίστευα ότι θα χρειαζόμουν όλους αυτούς τους ανθρώπους. Τα πράγματα είχαν αλλάξει δραστικά από τις εποχές που εγώ, δυο τρεις βοηθοί και μια κάμερα γυρίζαμε ταινίες. Το «Wayne’s World» ήταν και η πρώτη ταινία που μου έδωσε μια σημαντική οικονομική ευχέρεια και δεν χρειαζόταν πλέον να δανείζομαι από την αδερφή μου. Εγινα εκατομμυριούχος μέσα σε μια νύχτα!

Steven Tyler, Ozzy Osborne, Johnny Rotten

– Το «Decline Οf Western Civilization 2» ήταν αφιερωμένο στη μουσική heavy metal. Ποιοι από τους μουσικούς με τους οποίους δουλέψατε ξεχώρισαν;

– Οι λιγότερο γνωστοί. Αυτοί που πάντα με ενδιέφεραν ήταν τα συγκροτήματα του περιθωρίου, τα οποία ελάχιστος κόσμος γνωρίζει. Από τους πιο γνωστούς, θυμάμαι ότι είχα περάσει πολύ καλά με τους Aerosmith, παρόλο που περνούσαν περίοδο αποτοξίνωσης και είχαν μαζί τους μπράβους, οι οποίοι ακολουθούσαν τον Steven Tyler όπου και αν πήγαινε και έψαχναν ώς και την πολυθρόνα στην οποία καθόταν για κρυμμένα ναρκωτικά. Ο αγαπημένος μου, όμως, ήταν ο Ozzy Osborne, με τον οποίον συνεργαστήκαμε και μετά το Decline 2. Εχει την πιο πνευματώδη αίσθηση του χιούμορ που έχω συναντήσει ποτέ σε άνθρωπο.

– Πώς σας φαίνεται η μουσική σκηνή του Λος Αντζελες τώρα σε σχέση με τότε;

– Η αλήθεια είναι ότι δεν βγαίνω πολύ τα τελευταία χρόνια, γιατί δεν νιώθω ότι υπάρχει κάτι το καινούριο να δω. Νομίζω ότι το heavy metal έχει αρχίσει να ξαναέρχεται στο προσκήνιο, αλλά κατά τ’ άλλα όλα μου φαίνονται βαρετά.

– Είστε πολύ φίλη με τον Johnny Lydon (Johnny Rotten), με τον οποίον ετοιμάζετε μία ταινία σχετικά με τη ζωή του. Μιλήστε μας γι’ αυτό.

– Ο Johnny είναι πράγματι πολύ καλός φίλος. Εδώ και χρόνια λέμε να κάνουμε μια ταινία για τη ζωή του, αλλά νομίζω πως ο ίδιος δεν είναι ακόμα έτοιμος γιατί νιώθει ότι αν γυρίσουμε τη ζωή του σε ταινία, είναι σαν η ζωή του να έχει τελειώσει και φοβάται ακόμα να δεσμευθεί. Εγώ πιστεύω ότι ο Johnny ήταν ο βασικός υπεύθυνος για την αρχή της πανκ σκηνής και ότι δεν του έχουν δώσει όση σημασία θα έπρεπε. Και αυτό θα είναι και το θέμα της ταινίας μου. Αυτή η ταινία πρέπει πάντως να γίνει πριν πεθάνω εγώ ή αυτός.

Πρώτη ξαδέλφη του Kώστα Γαβρά

– Είστε κοντά με τον ξάδερφό σας, τον Κώστα Γαβρά;

– Η μητέρα του Κώστα και ο πατέρας μου ήταν αδέλφια. Ο Κώστας, εκτός από πρώτος μου ξάδελφος, είναι και ένας από του τρεις αγαπημένους μου σκηνοθέτες, μαζί με τον Κασσαβέτη και τον Wiseman. Εχουμε διατηρήσει μία πολύ καλή επαφή, παρ’ όλο που μένει στο Παρίσι. Θυμάμαι ότι μόλις είχε δει την πρώτη μου ταινία για την πανκ σκηνή δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Είχα φοβηθεί ότι δεν του άρεσε καθόλου η δουλειά μου, αλλά με τα χρόνια έχουμε αναπτύξει έναν αμοιβαίο σεβασμό ο ένας για τη δουλειά του άλλου. Είμαι πολύ τυχερή που είναι συγγενής μου.

– Αισθάνεστε καθόλου Ελληνίδα;

– Οσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο πολύ. Οταν ήμουν παιδί, αν και είχα ελληνικό όνομα, δεν είχα πολλές πληροφορίες για την Ελλάδα και δεν ήξερα τι σημαίνει ελληνικότητα. Τώρα αισθάνομαι λίγο πιο συνειδητοποιημένη.

Βραβείο στο Λ.Α.

– Φέτος, είστε το τιμώμενο πρόσωπο στο Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Λος Αντζελες. Ποια είναι για εσάς η σημασία ενός τέτοιου φεστιβάλ;

– Είναι πολύ αισιόδοξο ότι το Ελληνικό Φεστιβάλ υπάρχει και το ότι κάθε χρόνο γίνεται και πιο ισχυρό. Είναι ένας καλός τρόπος για την Ελλάδα να αποκτήσει μία πιο έντονη παρουσία στο Χόλιγουντ. Οι συντελεστές του φεστιβάλ έχουν πολύ καλό γούστο και δουλεύουν πολύ σκληρά. Επίσης, νομίζω ότι μέσω των ταινιών φαίνεται και ο ελληνικός τρόπος ζωής και το ότι οι Ελληνες ξέρουν πραγματικά να ζουν, κάτι το οποίο πρέπει να μάθουν και οι Αμερικάνοι.

  • Συνέντευξη στην Ελενη Χαρμπιλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 02/08/2009

Η ώρα του ελληνικού κινηματογράφου

  • Η νέα εποχή του κινηματογράφου
  • Από δημιουργούς που τολμούν, αγανακτούν, διερωτώνται, αψηφούν

Τέσσερις Νεοέλληνες οριακά ανεπάγγελτοι πίνουν ολημερίς φραπέδες, σκοτώνουν τον χρόνο τους, παρατηρούν τους Κινέζους της γειτονιάς τους που εργάζονται εντατικά και τρέφουν απαξιωτικά αισθήματα για τους Αλβανούς. Mέχρι τη στιγμή που ο κεντρικός ήρωας ανακαλύπτει ότι έχει αλβανικές ρίζες… Στις 13 Αυγούστου η ταινία του Φίλιππου Τσίτου «Ακαδημία Πλάτωνος» θα διαγωνιστεί στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Mετά τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, που εκτός από το μεγάλο βραβείο του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα» στο Φεστιβάλ των Καννών απέσπασε και υμνητικές κριτικές από τον διεθνή Τύπο, αλλά και τη «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα που συζητήθηκε στην 59η Μπερλινάλε, άλλη μια ταινία ξεκινάει διεθνή καριέρα. Και θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τουλάχιστον 15 ταινίες νέων ή πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών οι οποίες υπόσχονται ένα πιο γόνιμο μέλλον για το ελληνικό σινεμά. Ανατέλλει μια νέα γενιά, σηματοδοτώντας το τέλος εποχής μιας άλλης; Είναι νωρίς να προβλέψουμε «καλλιτεχνική έκρηξη» ή να βαφτίσουμε την τάση «νέο κύμα». Μπορούμε όμως να υποδεχτούμε την «ώρα του ελληνικού κινηματογράφου» με δημιουργούς που τολμούν, αγανακτούν, διερωτώνται, αψηφούν.

  • Δημιουργοί που τολμούν, αντιδρούν σαν πολίτες, προχωρούν παρά τα εμπόδια και παρουσιάζουν τη δουλειά τους εκτός συνόρων
  • Της Μαριας Kατσουνακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 02/08/2009

Πρώτη μίλησε η γαλλική «Liberation» για «καινούργιο αίμα στον ελληνικό κινηματογράφο», στην κριτική της για την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας», τον περασμένο Μάιο, στο Φεστιβάλ των Καννών. Οι έπαινοι γι’ αυτό το «παράξενα σαγηνευτικό» σχόλιο πάνω στη νοσηρότητα της οικογένειας, προηγήθηκαν του μεγάλου βραβείου του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα». Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Φεβρουάριο, η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα συζητήθηκε ως μια από τις εκπλήξεις της 59ης Μπερλινάλε. Τρανσέξουαλ πρωταγωνίστρια σε μια ιστορία αγάπης που εστιάζει στην «αποδοχή του διαφορετικού, την ανάγκη για συμφιλίωση, για αλληλοσεβασμό». Στις 13 Αυγούστου η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου (το σενάριο συνυπογράφει με έναν άλλο σκηνοθέτη, τον Αλέξη Καρδαρά), θα διαγωνιστεί στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο (5-15 του μηνός). Τέσσερις Νεοέλληνες οριακά ανεπάγγελτοι (το ψιλικατζίδικο χρησιμεύει ως τόπος συνάντησης), πίνουν ολημερίς φραπέδες, σκοτώνουν τον χρόνο τους, παρατηρούν τους Κινέζους της γειτονιάς τους που εργάζονται εντατικά και πολλαπλασιάζονται με τους ίδιους ρυθμούς και τρέφουν απαξιωτικά αισθήματα για τους Αλβανούς. Ως τη στιγμή που ο κεντρικός ήρωας ανακαλύπτει ότι έχει αλβανικές ρίζες…

Η ρουτίνα που ανατρέπεται, σαρκαστικά χρονικά ενός καθημερινού φασισμού σε μικρές, «ανεπαίσθητες» ή παθολογικές εκδοχές, εκκεντρικές προσεγγίσεις κοινωνικών προβλημάτων. Η φετινή παραγωγή του ελληνικού κινηματογράφου (2008-2009), σε ποσοστό μεγαλύτερο από άλλες χρονιές, διαθέτει δυναμική, ιδέες και διακρίνεται στο εξωτερικό με ταινίες προκλητικές, που «πειράζουν» την πραγματικότητα, παρεμβαίνοντας τόσο στη γραφή όσο και στην ανάγνωσή της, ορίζοντας μια διαφορετική αντίληψη και αισθητική. Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τουλάχιστον 15 ταινίες (που έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονται στο στάδιο του μοντάζ), νέων ή πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών, οι οποίες υπόσχονται ένα πιο γόνιμο μέλλον. Ταινίες που υπογράφουν (ενδεικτικά) οι: Χρ. Δήμας, Στ. Θεοδωράκη, Χρ. Ιωακειμίδη, Β. Μαρινάκης, Χρ. Νικολέρης, Γ. Νούσιας, Γ. Οικονομίδης, Σ. Τζουμέρκας, Π. Φαφούτης, Αγγ. Φραντζής, κ.ά.

Ανατέλλει μια νέα γενιά, σηματοδοτώντας το τέλος εποχής μιας άλλης; Είναι νωρίς να προβλέψουμε «καλλιτεχνική έκρηξη» ή να βαφτίσουμε την τάση «νέο κύμα». Μπορούμε όμως να υποδεχθούμε την «ώρα του ελληνικού σινεμά» με δημιουργούς που τολμούν, αγανακτούν, διερωτώνται, αψηφούν. Που προχωρούν παρά τα οικονομικά εμπόδια και τη θεσμική αδιαφορία του ΥΠΠΟ (το Κέντρο Κινηματογράφου είναι παρόν στο μέτρο των δυνατοτήτων του). Που δυσφορούν από τα στρεβλά, κουρασμένα, ανακλαστικά της κοινωνίας που τους περιβάλλει. Αντιδρούν, όχι σα γενιά αλλά σα συνοδοιπόροι και πολίτες.

«Να δούμε τη ζωή με άλλο μάτι...»

«Μια μικρή, ήσυχη διασταύρωση με τρεις ψιλικατζήδες κι έναν σκύλο». Κάπως έτσι αποτυπώνεται η «Ακαδημία Πλάτωνος» με τον φακό του Φίλιππου Τσίτου. «Τα πρόσωπα της ταινίας είναι εμπνευσμένα από την ελληνική πραγματικότητα. Ξέρω πολλούς που ζουν παρασιτικά, όπως οι ήρωές μου. Ομως χαίρονται την καθημερινότητά τους και δεν είναι καθόλου μίζεροι. Δεν υποστηρίζω ότι αυτή είναι η εικόνα της Ελλάδος. Αλλά σίγουρα μάς είναι οικεία», σχολιάζει ο σκηνοθέτης.

Πριν ταξιδέψει στο Λοκάρνο, θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει στο Μόναχο, όπου βρίσκεται αυτόν τον καιρό, τα γυρίσματα μιας τηλεταινίας για μια δημοφιλή αστυνομική σειρά της γερμανικής τηλεόρασης.

Ελληνας ή Αλβανός;

– Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ». Γιατί τον αλλάξατε;

– Γιατί μεταφέρει συναίσθημα και ειρωνεία, αλλά μόνο αφού έχει δει κάποιος την ταινία. Αλλιώς μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις. Είναι σύνθημα που συνδέεται με τον πολεμικό ρατσισμό και με το γήπεδο, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την ταινία. Η φράση είχε ένα βάρος δυσανάλογο. Ενώ η «Ακαδημία Πλάτωνος» έχει ενδιαφέρον. Μια διφορούμενη ειρωνεία. Τι φιλοσοφούσε ο Πλάτωνας και τι «φιλοσοφούν» τώρα.

– Λέει ο ήρωας: «Να ξυπνήσεις ένα πρωί και να μην ξέρεις ποιος είσαι. Ελληνας ή Αλβανός;». Με τα χρόνια πιστεύετε ότι η απόκλιση παραμένει ή έχει μειωθεί;

– Δεν ξέρω... Είμαστε ακόμη πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον. Δεν υπάρχει προσέγγιση ψυχών. Εχω την εντύπωση ότι η σχέση είναι ακόμα στην αρχή. Οι Αλβανοί παραμένουν στο στόχαστρο. Ζούνε και οι Ελληνες στον διχασμό. Είναι μπερδεμένοι. Βρεθήκαμε απροετοίμαστοι γι’ αυτό που συνέβη, αυτό το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, και εξακολουθούμε να είμαστε. Μόνο το «εμπόριο» αφομοίωσε γρήγορα την κατάσταση. Το παρεμπόριο, εννοώ, το παράνομο εμπόριο.

– Πιστεύετε ότι η ελληνική κοινωνία είναι πλέον πιο δεκτική στο θέμα των μεταναστών;

– Ναι. Αργά, αργά. Αναγκάζεται. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

– Ζώντας παράλληλα και στη Γερμανία ποιες διαφορές ή ομοιότητες παρατηρείτε;

– Υπάρχει τεράστια διαφορά από την πλευρά του κράτους. Στη Γερμανία είναι οργανωμένο ούτως ή άλλως. Εδώ, δεν υπάρχει ο μηχανισμός. Οι Ελληνες, έρχονταν σε επαφή με τους ξένους μόνο σαν τουρίστες, ενώ οι Γερμανοί είχαν πολύ πιο πλατιά γκάμα επαφών. Οι Γερμανοί πολίτες έχουν περισσότερα ερεθίσματα, δεν είναι τόσο απομονωμένοι όσο στην Ελλάδα. Εχουν ένα πηγαίο ενδιαφέρον για τον έξω κόσμο. Στην Ελλάδα, η «κίνηση» είναι προς τα μέσα. Μόνο τους τίτλους των εφημερίδων να δεις... Προηγούνται τα διεθνή θέματα, στην Ελλάδα τα τοπικά.

– Και στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σας, πραγματεύεστε το θέμα του ξένου, του μετανάστη. Τι αναζητάτε και τι σας απασχολεί μέσα σ’ αυτήν την θεματολογία;

– Κατ’ αρχήν σε αυτήν την ταινία ο ξένος είναι η αφορμή. Το θέμα μου είναι ο Ελληνας. Η απίστευτη ανάγκη του να πιαστεί από την ταυτότητά του. Αμα την αμφισβητήσει κάποιος, ισοδυναμεί με καταστροφή. Αυτό, για μένα, κάνει τα πάντα να φαίνονται διαφορετικά. Οταν ήμουν στο Βερολίνο αναρωτιόμουν γιατί ήμουν εδώ. Οταν είμαι στην Ελλάδα αναρωτιέμαι τι σημαίνει να είμαι Ελληνας. Από την άλλη, ό,τι με ενδιαφέρει κυρίως είναι να δείξω έναν άνθρωπο παγιδευμένο σε μια ζωή που δεν του αρέσει. Οι ιστορίες των ταινιών είναι η συνειδητοποίηση αυτής ακριβώς της κατάστασης. Και το ερώτημα: τι θα κάνω, πώς θα την αλλάξω. Δεν είναι η απόδραση από την κατάσταση, αλλά η συνειδητοποίηση της κατάστασης με την ελπίδα ότι στο τέλος, τόσο ο θεατής όσο και ο ήρωας, έχουν εισπράξει μια σφαλιάρα, ώστε να μπορούν να δουν τη ζωή τους με άλλο μάτι. Να τους μπολιάσει με ένα πιο ελπιδοφόρο συναίσθημα. Οπως το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας εισπράττει πια τη ζωή του αλλιώς. Είναι πιο ανοιχτός. Στο τέλος, μάλιστα, ομολογεί ποιος είναι και τι θέλει. Σε όλη την ταινία λέει τι δεν είναι, όχι τι είναι.

Ολοι κάνουμε ταινίες

– Πρώτα ο Κούτρας, ύστερα ο Λάνθιμος, τώρα εσείς. Το ελληνικό σινεμά μοιάζει να ακολουθεί πιο αντισυμβατικές διαδρομές στην ανάγνωση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Συμφωνείτε; Και αν, ναι, πώς θα τις περιγράφατε;

– Υπάρχει ο Κούτρας, ο Λάνθιμος, εγώ, αρκετοί άλλοι, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει ελληνικό σινεμά. Τι είναι... Δεν ορίζεται ή εγώ δεν μπορώ να το ορίσω. Πέρα από την πηγαία ανάγκη του ανθρώπου να αισθάνεται μέρος μιας κοινότητας. Είμαστε άνθρωποι που κάνουν ταινίες. Βιαζόμαστε, φοβάμαι, να φτιάξουμε κατηγορίες να βάλουμε ταμπέλες. Είναι όλα τόσο συγκεχυμένα. Το ένα μέσα στο άλλο, το ένα επηρεάζει το άλλο. Οταν μιλάμε για γενιές ή για «νέο κύμα» φοβάμαι ότι πρόκειται για μια μεγάλη και χοντροκομμένη απλοποίηση, χωρίς λόγο.

– Είναι (είστε) μια νέα γενιά –θα επιμείνω– που ωριμάζει ή που δοκιμάζει;

– Δεν έχω ιδέα... Πολύ δύσκολο να αισθανθείς ότι «ανήκεις» σε γενιά. Χρειάζεται να έχει παραχθεί έργο. Θα ήθελα να νιώσω ότι ανήκω σε ομάδα με κοινές πηγές έμπνευσης. Είναι όμως πολύ λίγες οι ταινίες για να μιλήσουμε για τάση. Μπορεί να είναι πιο αποστασιοποιημένες, να αφήνουν ελευθερία στα συναισθήματα. Συνοπτικά, θα έλεγα ότι προσπαθούμε να περιγράψουμε ένα θέμα με πιο πρωτότυπο τρόπο. Αλλά ώς εκεί. Είναι γοητευτικό να το συζητάμε αλλά η ουσία είναι αλλού: υποφέρουμε να βρούμε τα χρήματα για να γυρίσουμε ταινία.

«Ζωτική ανάγκη» για ανανέωση

Ο Φίλιππος Τσίτος, ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Πάνος Κούτρας δεν συμπίπτουν ηλικιακά. Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που αρνούνται ότι συναποτελούν γενιά. Ομονοούν σε ένα πράγμα: πρόκειται για ρεύμα, σύμπτωση, συγκυρία, κοινό πνεύμα. Για μια καινούργια τάξη πραγμάτων· όχι μόνο στο σινεμά αλλά και στην κοινωνία.

«Πιστεύω ότι υπάρχει επιθυμία της κοινωνίας να αφήσουμε πίσω ένα κομμάτι ομφαλοσκοπικό και εσωστρεφές» σχολιάζει ο Πάνος Κούτρας. «Οι πολίτες αναγνωρίζουν ότι δεν πάνε άλλο τα πράγματα. Αυτό που επισημαίνετε, δεν περιορίζεται στην καλλιτεχνική δημιουργία. Εμείς, απλώς, ως κινηματογραφιστές, αναζητάμε καινούργια θέματα μέσα από μια ματιά που πηγαίνει πιο βαθιά από την καταγραφή». Ο νεαρός σκηνοθέτης στρέφει τα πυρά του στο υποκριτικό κράτος, στην υποκριτική ελληνική κοινωνία, όπου πέφτει βαριά η σκιά της Εκκλησίας (η ιστορία με το βίντεο του Κώστα Γαβρά είναι ακόμη νωπή). «Ο,τι αποκαλείται νέα τάση είναι νομίζω έκφραση μιας γενικής επιθυμίας. Ασυνείδητης ίσως ακόμα και αυθόρμητης, εκδηλώνεται όμως με άμεσα ανακλαστικά».

Ο Γιώργος Λάνθιμος επιλέγει τον όρο «ζύμωση», που «ευνοεί την παραγωγή καλύτερων ταινιών, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους». Μιλάει για την «παγκοσμιοποίηση των ερεθισμάτων», που δεν σου επιτρέπουν «να είσαι τυφλός και εγκλωβισμένος». «Αντλώ το υλικό μου από την Ελλάδα, εδώ είναι ο τόπος μου εξάλλου, αλλά οι αναφορές είναι ευρύτερες».

Τρεις σκηνοθέτες με διαφορετικές καταβολές, εντοπίζουν την ίδια ανάγκη, την ίδια «ζωτική ανάγκη» για ανανέωση όχι μόνο των αισθητικών αλλά και των ηθικών κωδίκων. Τα ονόματά τους δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο στους επίσημους καταλόγους τριών κορυφαίων ευρωπαϊκών Φεστιβάλ (με τις Κάννες και το Βερολίνο να προηγούνται, το Λοκάρνο να ακολουθεί) αλλά και σε μια κίνηση εσωτερικού ενδιαφέροντος με δυναμική και σημασία. Της κίνησης των «64 Ελλήνων κινηματογραφιστών» που δηλώνουν αποχή από τα φετινά Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία εφόσον δεν ψηφιστεί ο υπεσχημένος, χρόνια τώρα, νέος νόμος για τον ελληνικό κινηματογράφο.

«Ομολογώ ότι δεν περίμενα τόση μαζικότητα σε αυτήν την πρωτοβουλία», επισημαίνει ο Φίλιππος Τσίτος. «Ομως το αίτημα να είναι τα πράγματα και στον χώρο του κινηματογράφου ηθικά και δημοκρατικά, είναι συλλογικό. Είναι, πιστεύω, τόσο μεγάλη η ανάγκη ώστε να παραμερίζονται οι όποιες διαφωνίες».

Οι σκηνοθέτες αυτοοργανώνονται, επιλέγοντας διαδρομές έξω από συντεχνιακές δεσμεύσεις. Με «άγχος και ζωντάνια, φόβο και παρόρμηση», όπως έχουν ήδη δηλώσει. Με «ελεύθερη, δημοκρατική και δημιουργική ανταλλαγή απόψεων που στοχεύει να άρει το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει». Μπορεί να μη συναποτελούν γενιά, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να συμπορεύονται.

Αντόνιο Μπαντέρας: «Δεν με τρομάζει ο έρωτας που αλλάζει»

  • Η μεγάλη επιτυχία στις ταινίες του συμπατριώτη του, Πέδρο Αλμοδόβαρ, όπως «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» (1988) και «Δέσε με», οδήγησε, αναπόφευκτα, τον ισπανό ηθοποιό Αντόνιο Μπαντέρας στο Χόλιγουντ.


Εκανε διεθνή επιτυχία με ταινίες όπως «Φιλαδέλφεια», «Η μάσκα του Ζορό», «Ο θρύλος του Ζορό», «Εβίτα», «Φρίντα» αλλά και στο ρόλο του γάτου στο καρτούν «Σρεκ».

Η καριέρα όμως του Μπαντέρας άρχισε νωρίτερα, όταν ακόμη νεαρός άρχισε να παίζει στο θέατρο - συλλαμβάνεται μάλιστα και φυλακίζεται από την αστυνομία του Φράνκο, όταν παίζει σε έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ.

Είναι λίγο αργότερα, όταν φτιάχνει δικό του θίασο, που τον βλέπει ο Αλμοδόβαρ και του προσφέρει το ρόλο στην ταινία του «Ο λαβύρινθος του πάθους» (1981), οπότε αρχίζει και η τόσο αποδοτική συνεργασία τους.

Τα τελευταία χρόνια, εκτός από ηθοποιός, ο Μπαντέρας στράφηκε και στη σκηνοθεσία, αρχικά με την ταινία «Crazy in Alabama» (1999), με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα του Μέλανι Γκρίφιθ, και πιο πρόσφατα με το «Summer Rain» («Καλοκαιρινή βροχή», 2006), γύρω από τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα μιας ομάδας νεαρών στα τέλη της δεκαετίας του '70.

Από πλευράς ερμηνείας, μόλις πρόσφατα τον είδαμε στην ταινία «Εντιμότατοι διαρρήκτες», στο ρόλο του συνεργάτη ενός δεινού επαγγελματία διαρρήκτη (Μόργκαν Φρίμαν), ενώ αυτές τις μέρες αρχίζει να προβάλλεται η δραματική, δοσμένη με σασπένς, ταινία «Ο άλλος» του Ρίτσαρντ Εϊρ, στην οποία ο Μπαντέρας ερμηνεύει τον άντρα που παρασύρει σε έναν παθιασμένο έρωτα τη σύζυγο ενός πετυχημένου σχεδιαστή (Λίαμ Νίσον).

Τον 48χρονο σήμερα Μπαντέρας τον συναντήσαμε στη συνέντευξη τύπου που έδωσε στη διάρκεια του διεθνούς κινηματογραφικού φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, όπου του απονεμήθηκε το ειδικό βραβείο του προέδρου του φεστιβάλ. Με την ευκαιρία αυτή μας μίλησε για την καριέρα του, τις τολμηρές σκηνές του στην οθόνη, για τη σχέση του με τη Μέλανι Γκρίφιθ, για την πρόσφατη συνεργασία του με τον Γούντι Αλεν αλλά και τη σκέψη του να γυρίσει στο θέατρο.

Λίγο μετά την αναχώρησή του από το Κάρλοβι Βάρι, αποκαλύφθηκε πως η «σκέψη» του αναφερόταν στην απόφασή του να παίξει στο θέατρο σε μια νέα διασκευή του μιούζικαλ «Αλέξης Ζορμπάς», στο ρόλο που είχε ερμηνεύσει στην οθόνη ο Αντονι Κουίν.

-Γεννηθήκατε στη Μάλαγα, όπως και ο Πικάσο. Πώς σας φαίνεται; Δύο διάσημοι άντρες γεννημένοι στον ίδιο τόπο;

«Ο Πικάσο είναι πολύ πιο διάσημος από μένα. Τον θαύμαζα. Κάποτε μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Ελεγα πως ο Πικάσο βγήκε από τους δρόμους της Μάλαγα. Κι αν το κατάφερε εκείνος, γιατί όχι κι εγώ; Σήμερα έχω στην κατοχή μου, στο Λος Αντζελες, δύο Πικάσο».

-Δεν λυπάστε που φύγατε από τη Μάλαγα;

«Σίγουρα ήταν πολύ ωραία εκεί. Γνώριζες όλους τους ανθρώπους, η ζωή ήταν πιο ανθρώπινη. Ησουν πιο κοντά στην οικογένεια. Υπήρχε κάτι το όμορφο, πιο φυσιολογικό. Δεν είναι όπως το Λος Αντζελες. Αλλά, η δουλειά...»

-Οταν ήσασταν στο κολέγιο θέλατε να γίνετε ποδοσφαιριστής. Τι σας έκανε ν' αλλάξετε γνώμη;

«Εσπασα το πόδι μου κι ύστερα άρχισα να ενδιαφέρομαι για το θέατρο. Νομίζω ότι διάλεξα το καλύτερο... Αν είχα γίνει ποδοσφαιριστής, τώρα, στην ηλικία που έφτασα, θα είχα τελειώσει. Ενώ στον κινηματογράφο είμαι πολύ ικανοποιημένος κι έχω ακόμη πολλά να δώσω».

-Ζείτε στο Χόλιγουντ εδώ και 25 χρόνια. Πώς νιώθετε;

«Δεν έχω αλλάξει. Είμαι ο ίδιος όπως όταν έφυγα από τη Μάλαγα. Στο Λος Αντζελες, πρέπει να πω, δεν έμαθα μόνο για τα επαγγελματικά μου αλλά και για την ίδια τη ζωή μου, για τη σχέση μου με τους άλλους. Για την οικογένειά μου, για το πώς είναι να είσαι πατέρας. Εμαθα πώς να αντικρίζω τον κόσμο. Τώρα βλέπω τους ανθρώπους γι' αυτό που είναι, όχι γι' αυτό που κάνουν. Το Χόλιγουντ είναι για μένα κι ένα πανεπιστήμιο της ζωής, δεν έχει να κάνει μόνο με το πώς να παίζεις στην οθόνη».

-Σε πολλές ταινίες σας έχετε κάνει τολμηρές σκηνές... Θα συνεχίσετε να τις γυρίζετε;

«Κοίταξε, τώρα που πλησιάζω τα 50 νομίζω πως είναι καιρός να σταματήσω. Πάντα αισθανόμουνα άβολα, ιδιαίτερα όταν έχεις γύρω σου 50 άτομα να σε κοιτάζουν...»

-Προτιμάτε τώρα να παίζετε τη γάτα στο καινούριο «Σρεκ»...

(Γέλιο) «Ναι, τώρα όλοι με προτιμούν γάτα παρά Ζορό...»

-Οταν παντρευτήκατε με τη Μέλανι Γκρίφιθ, κανένας δεν περίμενε πως ο γάμος σας θα κρατούσε τόσο...

«Ναι, κανένας δεν το πίστευε...»

-Ηταν τόσο άσχημο;

«Ασχημο; Οι άνθρωποι έβαζαν στοιχήματα σε περιοδικά λέγοντας πως ο γάμος μας δεν θα κρατούσε περισσότερο από έξι μήνες. Επρεπε να δεχόμουν τα στοιχήματα, θα είχα βγάλει πολλά λεφτά. Αλλά, ξέρετε, οι σχέσεις μας στους προηγούμενους γάμους μας ήταν πολύ δυνατές, γι' αυτό κι αντλούσαμε από όσα είχαμε μάθει. Στηρίξαμε τη σχέση μας με τη Μέλανι στην κάθε μέρα της ζωής μας και στο ότι ο έρωτας αλλάζει, κι αυτό δεν πρέπει να σε τρομάζει. Σήμερα οι άνθρωποι είναι πολύ οργασμικοί. Ενδιαφέρονται για τις πρώτες εντυπώσεις, για όλα όσα είναι ρόδινα και δυνατά, και όταν όλα αυτά εξαφανίζονται, αισθάνονται άδειοι. Αλλά ποτέ δεν θα αποκτήσουν αυτό που έχω εγώ».

-Δηλαδή;

«Να σαλιαρίζουμε το βράδυ, και τέτοια. Να αισθάνεσαι άνετα με κάποιον. Ν' αρχίσεις να αισθάνεσαι ότι εσύ κι αυτό το άτομο είσαστε ένα και ότι έχετε τους ίδιους στόχους...»

-Τελευταία γυρίζετε ταινίες τη μια μετά την άλλη: «Εντιμότατοι διαρρήκτες», «Ο άλλος», «Σρεκ»...

«Ναι, μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω με εξαίρετους ηθοποιούς: Μόργκαν Φρίμαν, Λίαμ Νίσον... Και είναι τόσο διαφορετικές ταινίες. Δεν θέλω να τυποποιηθώ».

-Και τώρα αρχίσατε το γύρισμα μιας ταινίας στο Λονδίνο, με τον Γούντι Αλεν. Πώς αισθάνεστε;

«Θαυμάσια! Ο Γούντι είναι ένας από τους σκηνοθέτες που ήθελα πάντα να συνεργαστώ. Τον θαυμάζω πάρα πολύ, όχι απλά ως σκηνοθέτη αλλά και ως συγγραφέα-σεναριογράφο. Μου αρέσει το πώς αντιμετωπίζει τη ζωή, γι' αυτό και θα περάσω υπέροχα μαζί του. Σίγουρα!»

«Θαυμάζω τον Μπερτολούτσι»

-Σίγουρα θα του αρέσει κι ο δικός σας τρόπος που αντιμετωπίζετε τη ζωή.

«Δεν ξέρω... Οταν βρίσκομαι μπροστά σε τόσο μεγάλους θρύλους αισθάνομαι κάπως ντροπαλός. Εχει ήδη αρχίσει τα γυρίσματα, είναι μια ταινία συνόλου, με πολλούς ηθοποιούς. Δεν ξέρω αν θα μου δοθεί η ευκαιρία να τον πλησιάσω και να κουβεντιάσω μαζί του. Εχω τόσα πράματα να του πω. Δεν ξέρω, πράγματι...»

-Υπάρχουν κι άλλοι σκηνοθέτες με τους οποίους θέλετε να συνεργαστείτε;

«Ναι, πολλοί! Θα ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ με τον Μπερτολούτσι. Θυμάμαι όταν είδα το "1900", ήμουν 19 χρόνων και μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ηταν ένας εξαίρετος τρόπος για να αφηγηθείς μια ιστορία».

-Εκτός από τον Γούντι Αλεν, ποιοι άλλοι είναι για εσάς θρύλοι;

«Ο Ντέιβιντ Λιντς είναι ένας από τους ήρωές μου, όπως είναι ο Ορσον Γουέλς και ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Από τους ηθοποιούς μού αρέσει πολύ ο Ρόμπερτ ντε Νίρο. Ξέρετε, φέτος, τη βραδιά των Οσκαρ, πήγα σ' ένα πάρτι, στο σπίτι της Μαντόνα. Ηταν πολλοί εκεί, ο Μικ Τζάγκερ, όλοι... και κάποια στιγμή εμφανίζεται και ο Ρόμπερτ ντε Νίρο. Δεν τον ήξερα, αλλά τον πλησίασα και του είπα: "Πρέπει να ξέρεις, πρέπει να σου πω, πόσο λατρεύω τη δουλειά σου, πόσο την αγάπησα όταν έπαιξες στο "Οργισμένο είδωλο", στο "1900", στον "Ταξιτζή"... Και δεν σταματούσα να μιλάω. Οταν έπαψα να μιλώ, με κοίταζε και δεν έλεγε τίποτα, και ξαφνικά μ' αρπάζει, αρπάζει το πρόσωπό μου και με φιλάει. Εφυγα και σκεφτόμουν: Αυτό είναι κουλ! Πολύ ιταλικό!»

-Κάποτε είχατε παίξει και στο θέατρο. Θα θέλατε να συνεχίσετε κάποια στιγμή;

«Ναι, το θέλω πολύ. Το θέατρο είναι το κάτι άλλο. Ελπίζω σύντομα να μπορέσω να επιστρέψω. Θα δούμε...» *