Η νέα εποχή του κινηματογράφου- Από δημιουργούς που τολμούν, αγανακτούν, διερωτώνται, αψηφούν
Τέσσερις Νεοέλληνες οριακά ανεπάγγελτοι πίνουν ολημερίς φραπέδες, σκοτώνουν τον χρόνο τους, παρατηρούν τους Κινέζους της γειτονιάς τους που εργάζονται εντατικά και τρέφουν απαξιωτικά αισθήματα για τους Αλβανούς. Mέχρι τη στιγμή που ο κεντρικός ήρωας ανακαλύπτει ότι έχει αλβανικές ρίζες… Στις 13 Αυγούστου η ταινία του Φίλιππου Τσίτου «Ακαδημία Πλάτωνος» θα διαγωνιστεί στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Mετά τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, που εκτός από το μεγάλο βραβείο του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα» στο Φεστιβάλ των Καννών απέσπασε και υμνητικές κριτικές από τον διεθνή Τύπο, αλλά και τη «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα που συζητήθηκε στην 59η Μπερλινάλε, άλλη μια ταινία ξεκινάει διεθνή καριέρα. Και θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τουλάχιστον 15 ταινίες νέων ή πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών οι οποίες υπόσχονται ένα πιο γόνιμο μέλλον για το ελληνικό σινεμά. Ανατέλλει μια νέα γενιά, σηματοδοτώντας το τέλος εποχής μιας άλλης; Είναι νωρίς να προβλέψουμε «καλλιτεχνική έκρηξη» ή να βαφτίσουμε την τάση «νέο κύμα». Μπορούμε όμως να υποδεχτούμε την «ώρα του ελληνικού κινηματογράφου» με δημιουργούς που τολμούν, αγανακτούν, διερωτώνται, αψηφούν.
- Δημιουργοί που τολμούν, αντιδρούν σαν πολίτες, προχωρούν παρά τα εμπόδια και παρουσιάζουν τη δουλειά τους εκτός συνόρων
- Της Μαριας Kατσουνακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 02/08/2009
Πρώτη μίλησε η γαλλική «Liberation» για «καινούργιο αίμα στον ελληνικό κινηματογράφο», στην κριτική της για την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας», τον περασμένο Μάιο, στο Φεστιβάλ των Καννών. Οι έπαινοι γι’ αυτό το «παράξενα σαγηνευτικό» σχόλιο πάνω στη νοσηρότητα της οικογένειας, προηγήθηκαν του μεγάλου βραβείου του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα». Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Φεβρουάριο, η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα συζητήθηκε ως μια από τις εκπλήξεις της 59ης Μπερλινάλε. Τρανσέξουαλ πρωταγωνίστρια σε μια ιστορία αγάπης που εστιάζει στην «αποδοχή του διαφορετικού, την ανάγκη για συμφιλίωση, για αλληλοσεβασμό». Στις 13 Αυγούστου η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου (το σενάριο συνυπογράφει με έναν άλλο σκηνοθέτη, τον Αλέξη Καρδαρά), θα διαγωνιστεί στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο (5-15 του μηνός). Τέσσερις Νεοέλληνες οριακά ανεπάγγελτοι (το ψιλικατζίδικο χρησιμεύει ως τόπος συνάντησης), πίνουν ολημερίς φραπέδες, σκοτώνουν τον χρόνο τους, παρατηρούν τους Κινέζους της γειτονιάς τους που εργάζονται εντατικά και πολλαπλασιάζονται με τους ίδιους ρυθμούς και τρέφουν απαξιωτικά αισθήματα για τους Αλβανούς. Ως τη στιγμή που ο κεντρικός ήρωας ανακαλύπτει ότι έχει αλβανικές ρίζες…
Η ρουτίνα που ανατρέπεται, σαρκαστικά χρονικά ενός καθημερινού φασισμού σε μικρές, «ανεπαίσθητες» ή παθολογικές εκδοχές, εκκεντρικές προσεγγίσεις κοινωνικών προβλημάτων. Η φετινή παραγωγή του ελληνικού κινηματογράφου (2008-2009), σε ποσοστό μεγαλύτερο από άλλες χρονιές, διαθέτει δυναμική, ιδέες και διακρίνεται στο εξωτερικό με ταινίες προκλητικές, που «πειράζουν» την πραγματικότητα, παρεμβαίνοντας τόσο στη γραφή όσο και στην ανάγνωσή της, ορίζοντας μια διαφορετική αντίληψη και αισθητική. Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τουλάχιστον 15 ταινίες (που έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονται στο στάδιο του μοντάζ), νέων ή πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών, οι οποίες υπόσχονται ένα πιο γόνιμο μέλλον. Ταινίες που υπογράφουν (ενδεικτικά) οι: Χρ. Δήμας, Στ. Θεοδωράκη, Χρ. Ιωακειμίδη, Β. Μαρινάκης, Χρ. Νικολέρης, Γ. Νούσιας, Γ. Οικονομίδης, Σ. Τζουμέρκας, Π. Φαφούτης, Αγγ. Φραντζής, κ.ά.
Ανατέλλει μια νέα γενιά, σηματοδοτώντας το τέλος εποχής μιας άλλης; Είναι νωρίς να προβλέψουμε «καλλιτεχνική έκρηξη» ή να βαφτίσουμε την τάση «νέο κύμα». Μπορούμε όμως να υποδεχθούμε την «ώρα του ελληνικού σινεμά» με δημιουργούς που τολμούν, αγανακτούν, διερωτώνται, αψηφούν. Που προχωρούν παρά τα οικονομικά εμπόδια και τη θεσμική αδιαφορία του ΥΠΠΟ (το Κέντρο Κινηματογράφου είναι παρόν στο μέτρο των δυνατοτήτων του). Που δυσφορούν από τα στρεβλά, κουρασμένα, ανακλαστικά της κοινωνίας που τους περιβάλλει. Αντιδρούν, όχι σα γενιά αλλά σα συνοδοιπόροι και πολίτες.
«Να δούμε τη ζωή με άλλο μάτι...»
«Μια μικρή, ήσυχη διασταύρωση με τρεις ψιλικατζήδες κι έναν σκύλο». Κάπως έτσι αποτυπώνεται η «Ακαδημία Πλάτωνος» με τον φακό του Φίλιππου Τσίτου. «Τα πρόσωπα της ταινίας είναι εμπνευσμένα από την ελληνική πραγματικότητα. Ξέρω πολλούς που ζουν παρασιτικά, όπως οι ήρωές μου. Ομως χαίρονται την καθημερινότητά τους και δεν είναι καθόλου μίζεροι. Δεν υποστηρίζω ότι αυτή είναι η εικόνα της Ελλάδος. Αλλά σίγουρα μάς είναι οικεία», σχολιάζει ο σκηνοθέτης.
Πριν ταξιδέψει στο Λοκάρνο, θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει στο Μόναχο, όπου βρίσκεται αυτόν τον καιρό, τα γυρίσματα μιας τηλεταινίας για μια δημοφιλή αστυνομική σειρά της γερμανικής τηλεόρασης.
Ελληνας ή Αλβανός;
– Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ». Γιατί τον αλλάξατε;
– Γιατί μεταφέρει συναίσθημα και ειρωνεία, αλλά μόνο αφού έχει δει κάποιος την ταινία. Αλλιώς μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις. Είναι σύνθημα που συνδέεται με τον πολεμικό ρατσισμό και με το γήπεδο, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την ταινία. Η φράση είχε ένα βάρος δυσανάλογο. Ενώ η «Ακαδημία Πλάτωνος» έχει ενδιαφέρον. Μια διφορούμενη ειρωνεία. Τι φιλοσοφούσε ο Πλάτωνας και τι «φιλοσοφούν» τώρα.
– Λέει ο ήρωας: «Να ξυπνήσεις ένα πρωί και να μην ξέρεις ποιος είσαι. Ελληνας ή Αλβανός;». Με τα χρόνια πιστεύετε ότι η απόκλιση παραμένει ή έχει μειωθεί;
– Δεν ξέρω... Είμαστε ακόμη πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον. Δεν υπάρχει προσέγγιση ψυχών. Εχω την εντύπωση ότι η σχέση είναι ακόμα στην αρχή. Οι Αλβανοί παραμένουν στο στόχαστρο. Ζούνε και οι Ελληνες στον διχασμό. Είναι μπερδεμένοι. Βρεθήκαμε απροετοίμαστοι γι’ αυτό που συνέβη, αυτό το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, και εξακολουθούμε να είμαστε. Μόνο το «εμπόριο» αφομοίωσε γρήγορα την κατάσταση. Το παρεμπόριο, εννοώ, το παράνομο εμπόριο.
– Πιστεύετε ότι η ελληνική κοινωνία είναι πλέον πιο δεκτική στο θέμα των μεταναστών;
– Ναι. Αργά, αργά. Αναγκάζεται. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
– Ζώντας παράλληλα και στη Γερμανία ποιες διαφορές ή ομοιότητες παρατηρείτε;
– Υπάρχει τεράστια διαφορά από την πλευρά του κράτους. Στη Γερμανία είναι οργανωμένο ούτως ή άλλως. Εδώ, δεν υπάρχει ο μηχανισμός. Οι Ελληνες, έρχονταν σε επαφή με τους ξένους μόνο σαν τουρίστες, ενώ οι Γερμανοί είχαν πολύ πιο πλατιά γκάμα επαφών. Οι Γερμανοί πολίτες έχουν περισσότερα ερεθίσματα, δεν είναι τόσο απομονωμένοι όσο στην Ελλάδα. Εχουν ένα πηγαίο ενδιαφέρον για τον έξω κόσμο. Στην Ελλάδα, η «κίνηση» είναι προς τα μέσα. Μόνο τους τίτλους των εφημερίδων να δεις... Προηγούνται τα διεθνή θέματα, στην Ελλάδα τα τοπικά.
– Και στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σας, πραγματεύεστε το θέμα του ξένου, του μετανάστη. Τι αναζητάτε και τι σας απασχολεί μέσα σ’ αυτήν την θεματολογία;
– Κατ’ αρχήν σε αυτήν την ταινία ο ξένος είναι η αφορμή. Το θέμα μου είναι ο Ελληνας. Η απίστευτη ανάγκη του να πιαστεί από την ταυτότητά του. Αμα την αμφισβητήσει κάποιος, ισοδυναμεί με καταστροφή. Αυτό, για μένα, κάνει τα πάντα να φαίνονται διαφορετικά. Οταν ήμουν στο Βερολίνο αναρωτιόμουν γιατί ήμουν εδώ. Οταν είμαι στην Ελλάδα αναρωτιέμαι τι σημαίνει να είμαι Ελληνας. Από την άλλη, ό,τι με ενδιαφέρει κυρίως είναι να δείξω έναν άνθρωπο παγιδευμένο σε μια ζωή που δεν του αρέσει. Οι ιστορίες των ταινιών είναι η συνειδητοποίηση αυτής ακριβώς της κατάστασης. Και το ερώτημα: τι θα κάνω, πώς θα την αλλάξω. Δεν είναι η απόδραση από την κατάσταση, αλλά η συνειδητοποίηση της κατάστασης με την ελπίδα ότι στο τέλος, τόσο ο θεατής όσο και ο ήρωας, έχουν εισπράξει μια σφαλιάρα, ώστε να μπορούν να δουν τη ζωή τους με άλλο μάτι. Να τους μπολιάσει με ένα πιο ελπιδοφόρο συναίσθημα. Οπως το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας εισπράττει πια τη ζωή του αλλιώς. Είναι πιο ανοιχτός. Στο τέλος, μάλιστα, ομολογεί ποιος είναι και τι θέλει. Σε όλη την ταινία λέει τι δεν είναι, όχι τι είναι.
Ολοι κάνουμε ταινίες
– Πρώτα ο Κούτρας, ύστερα ο Λάνθιμος, τώρα εσείς. Το ελληνικό σινεμά μοιάζει να ακολουθεί πιο αντισυμβατικές διαδρομές στην ανάγνωση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Συμφωνείτε; Και αν, ναι, πώς θα τις περιγράφατε;
– Υπάρχει ο Κούτρας, ο Λάνθιμος, εγώ, αρκετοί άλλοι, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει ελληνικό σινεμά. Τι είναι... Δεν ορίζεται ή εγώ δεν μπορώ να το ορίσω. Πέρα από την πηγαία ανάγκη του ανθρώπου να αισθάνεται μέρος μιας κοινότητας. Είμαστε άνθρωποι που κάνουν ταινίες. Βιαζόμαστε, φοβάμαι, να φτιάξουμε κατηγορίες να βάλουμε ταμπέλες. Είναι όλα τόσο συγκεχυμένα. Το ένα μέσα στο άλλο, το ένα επηρεάζει το άλλο. Οταν μιλάμε για γενιές ή για «νέο κύμα» φοβάμαι ότι πρόκειται για μια μεγάλη και χοντροκομμένη απλοποίηση, χωρίς λόγο.
– Είναι (είστε) μια νέα γενιά –θα επιμείνω– που ωριμάζει ή που δοκιμάζει;
– Δεν έχω ιδέα... Πολύ δύσκολο να αισθανθείς ότι «ανήκεις» σε γενιά. Χρειάζεται να έχει παραχθεί έργο. Θα ήθελα να νιώσω ότι ανήκω σε ομάδα με κοινές πηγές έμπνευσης. Είναι όμως πολύ λίγες οι ταινίες για να μιλήσουμε για τάση. Μπορεί να είναι πιο αποστασιοποιημένες, να αφήνουν ελευθερία στα συναισθήματα. Συνοπτικά, θα έλεγα ότι προσπαθούμε να περιγράψουμε ένα θέμα με πιο πρωτότυπο τρόπο. Αλλά ώς εκεί. Είναι γοητευτικό να το συζητάμε αλλά η ουσία είναι αλλού: υποφέρουμε να βρούμε τα χρήματα για να γυρίσουμε ταινία.
«Ζωτική ανάγκη» για ανανέωση
Ο Φίλιππος Τσίτος, ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Πάνος Κούτρας δεν συμπίπτουν ηλικιακά. Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που αρνούνται ότι συναποτελούν γενιά. Ομονοούν σε ένα πράγμα: πρόκειται για ρεύμα, σύμπτωση, συγκυρία, κοινό πνεύμα. Για μια καινούργια τάξη πραγμάτων· όχι μόνο στο σινεμά αλλά και στην κοινωνία.
«Πιστεύω ότι υπάρχει επιθυμία της κοινωνίας να αφήσουμε πίσω ένα κομμάτι ομφαλοσκοπικό και εσωστρεφές» σχολιάζει ο Πάνος Κούτρας. «Οι πολίτες αναγνωρίζουν ότι δεν πάνε άλλο τα πράγματα. Αυτό που επισημαίνετε, δεν περιορίζεται στην καλλιτεχνική δημιουργία. Εμείς, απλώς, ως κινηματογραφιστές, αναζητάμε καινούργια θέματα μέσα από μια ματιά που πηγαίνει πιο βαθιά από την καταγραφή». Ο νεαρός σκηνοθέτης στρέφει τα πυρά του στο υποκριτικό κράτος, στην υποκριτική ελληνική κοινωνία, όπου πέφτει βαριά η σκιά της Εκκλησίας (η ιστορία με το βίντεο του Κώστα Γαβρά είναι ακόμη νωπή). «Ο,τι αποκαλείται νέα τάση είναι νομίζω έκφραση μιας γενικής επιθυμίας. Ασυνείδητης ίσως ακόμα και αυθόρμητης, εκδηλώνεται όμως με άμεσα ανακλαστικά».
Ο Γιώργος Λάνθιμος επιλέγει τον όρο «ζύμωση», που «ευνοεί την παραγωγή καλύτερων ταινιών, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους». Μιλάει για την «παγκοσμιοποίηση των ερεθισμάτων», που δεν σου επιτρέπουν «να είσαι τυφλός και εγκλωβισμένος». «Αντλώ το υλικό μου από την Ελλάδα, εδώ είναι ο τόπος μου εξάλλου, αλλά οι αναφορές είναι ευρύτερες».
Τρεις σκηνοθέτες με διαφορετικές καταβολές, εντοπίζουν την ίδια ανάγκη, την ίδια «ζωτική ανάγκη» για ανανέωση όχι μόνο των αισθητικών αλλά και των ηθικών κωδίκων. Τα ονόματά τους δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο στους επίσημους καταλόγους τριών κορυφαίων ευρωπαϊκών Φεστιβάλ (με τις Κάννες και το Βερολίνο να προηγούνται, το Λοκάρνο να ακολουθεί) αλλά και σε μια κίνηση εσωτερικού ενδιαφέροντος με δυναμική και σημασία. Της κίνησης των «64 Ελλήνων κινηματογραφιστών» που δηλώνουν αποχή από τα φετινά Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία εφόσον δεν ψηφιστεί ο υπεσχημένος, χρόνια τώρα, νέος νόμος για τον ελληνικό κινηματογράφο.
«Ομολογώ ότι δεν περίμενα τόση μαζικότητα σε αυτήν την πρωτοβουλία», επισημαίνει ο Φίλιππος Τσίτος. «Ομως το αίτημα να είναι τα πράγματα και στον χώρο του κινηματογράφου ηθικά και δημοκρατικά, είναι συλλογικό. Είναι, πιστεύω, τόσο μεγάλη η ανάγκη ώστε να παραμερίζονται οι όποιες διαφωνίες».
Οι σκηνοθέτες αυτοοργανώνονται, επιλέγοντας διαδρομές έξω από συντεχνιακές δεσμεύσεις. Με «άγχος και ζωντάνια, φόβο και παρόρμηση», όπως έχουν ήδη δηλώσει. Με «ελεύθερη, δημοκρατική και δημιουργική ανταλλαγή απόψεων που στοχεύει να άρει το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει». Μπορεί να μη συναποτελούν γενιά, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να συμπορεύονται.
Sunday, August 2, 2009
Η ώρα του ελληνικού κινηματογράφου
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment