Saturday, July 14, 2007

Ingmar Bergman



Ένας μεγάλος σκηνοθέτης όχι μόνο του κινηματογράφου αλλά και του θεάτρου, ο Σουηδός Ίνγκμαρ Μπέργκμαν [Ingmar Bergman], γεννήθηκε στην Ουψάλα στις 14 Ιουλίου 1918. Κάποτε βλέπαμε τα έργα του και στη συνέχεια καθόμαστε ώρες ατέλειωτες συζητώντας για το νόημά τους. Χανόμαστε στους δαιδάλους της κινηματογραφικής γραφής του Μπέργκμαν, αλλά νιώθαμε ότι συμμετείχαμε σε απίθανες περιπέτειες και ήμασταν περιούσιοι θεατές...
Τα σενάρια του Μπέργκμαν για τις ταινίες του είναι λογοτεχνικά κείμενα. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί από τον Ανδρέα Ρικάκη και τη Ροζίτα Σώκου. Από τις εκδόσεις Γαλαξίας: "Η έβδομη σφραγίδα" (Det Sjunde inseglet, 1957), "Αγριοφράουλες" (Smultronstället, 1957), και "Η τριλογία της Σιωπής": "Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη" (Såsom i en spegel, 1961), "Οι μεταλαμβάνοντες" ή "Χειμερινό φως" (Nattvardsgästerna, 1962) και η "Σιωπή" (Tystnaden, 1963).
Αλλά πέρα από αυτές τις ταινίες είναι και οι "Καλοκαίρι με τη Μόνικα" (Sommaren med Monika, 1952), "Χαμόγελα καλοκαιριάτικης βραδιάς" (Sommarnattens leende, 1955), "Η πηγή της Παρθένου" (Jungfrukällan, 1960), "Περσόνα" (1966), "Κραυγές και ψίθυροι" (Viskningar och rop, 1973), "Σκηνές από ένα γάμο" (Scener ur ett äktenskap, 1973), "Φθινοπωρινή Σονάτα" (Höstsonaten, 1978), "Από τη ζωή των Μαριονετών" (Aus dem Leben der Marionetten, 1980), "Φάνι και Αλέξανδρος" (Fanny och Alexander, 1982) και άλλα.

Παραθέτω ένα απόσπασμα από την "Έβδομη σφραγίδα":

Η νύχτα πολύ λίγο μας ανακούφισε από τη ζέστη, και την αυγή ένας ζεστός άνεμος φυσάει πάνω στην άχρωμη θάλασσα. Ο ιππότης, ο Αντόνιους Μπλοκ [Max von Sydow], είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα σε κάτι κλαδιά στρωμένα πάνω στην ψιλή άμμο. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα και κατακάκκινα από την αϋπνία.

Εκεί κοντά ο ιπποκόμος του Γιενς ροχαλίζει δυνατά. Αποκοιμήθηκε εκεί που έπεσε, στην άκρη του δάσους, ανάμεσα στα πεύκα που έχει μαδήσει ο άνεμος. Το ανοιχτό του στόμα χάσκει προς την αυγή και ήχοι αλλόκοσμοι βγαίνουν από το λαρύγγι του. Όταν ξαφνικά φυσάει λιγάκι, τα άλογα κουνιούνται και τεντώνουν τις σκασμένες από τον ήλιο μουσούδες τους προς τη θάλασσα. Είναι αδύνατα και ταλαιπωρημένα όπως και τα αφεντικά τους.
Ο ιππότης έχει σηκωθεί και πλατσουλίζει στα ρηχά νερά, όπου βρέχει το ηλιοκαμένο του πρόσωπο και τα σκασμένα του χείλια. Ο Γιενς γυρίζει με το πρόσωπο προς το δάσος και το σκοτάδι. Στενάζει στον ύπνο του και ξύνει με δύναμη τα ατίθασα μαλλιά του. Μια ουλή χαράζει διαγώνια το κρανίο του, άσπρη σαν αστραπή στην καταχνιά.
Ο ιππότης γυρίζει στην αμμουδιά και πέφτει γονατιστός. Με τα μάτια κλειστά και το μέτωπο ζαρωμένο, λέει την πρωινή του προσευχή. Τα χέρια του είναι σφιγμένα το ένα με τ' άλλο, και τα χείλια του σχηματίζουν τις λέξεις σιωπηλά. Το πρόσωπό του είναι μελαγχολικό και πικραμένο. Ανοίγει τα μάτια και κοιτάζει τον πρωινό ήλιο που βγαίνει από τη θολή θάλασσα, σαν φουσκωμένο ετοιμοθάνατο ψάρι. Ο ουρανός είναι γκρίζος και ακίνητος, ένας μολυβένιος θόλος. Ένα σύννεφο κρέμεται βουβό και σκοτεινό πάνω από τον ορίζοντα, στη δύση. Ψηλά, μόλις ορατός, ένας γλάρος αρμενίζει με ακίνητα φτερά. Φωνάζει μελαγχολικά κι ανήσυχα.
Το μεγάλο γκρίζο άλογο του ιππότη σηκώνει το κεφάλι του και χλιμιντρίζει. Ο Αντόνιους Μπλοκ γυρίζει να δει. Πϊσω του στέκεται ένας άνθρωπος ντυμένος στα μαύρα. Το πρόσωπό του είναι πολύ χλωμό και έχει τα χέρια του κρυμμένα στις βαθιές δίπλες του μανδύα του.

Ιππότης: Ποιος είσαι;
Θάνατος: Είμαι ο Θάνατος.

Ιππότης: Ήρθες για μένα;
Θάνατος: Περπατώ στο πλευρό σου από καιρό.
Ιππότης: Αυτό το ξέρω.
Θάνατος: Είσαι έτοιμος;
Ιππότης: Το σώμα μου φοβάται αλλά εγώ όχι.

Θάνατος: Δεν είναι ντροπή αυτό.
Ο ιππότης έχει σηκωθεί όρθιος. Ανατριχιάζει. Ο Θάνατος ανοίγει το μανδύα του για να τον βάλει στον ιππότη.

Ιππότης: Περίμενε μια στιγμή.
Θάνατος: Αυτό λένε όλοι. Δεν δίνω αναβολές.

Ιππότης: Παίζεις σκάκι, έτσι;

Μια λάμψη ενδιαφέροντος φωτίζει τα μάτια του Θανάτου.

Θάνατος: Πώς το ξέρεις;
Ιππότης:
Το έχω δει σε πίνακες και το έχω ακούσει να το τραγουδούν σε μπαλάντες.
Θάνατος: Ναι, η αλήθει
α είναι πως παίζω καλό σκάκι.
Ιππότης:
Μα δεν μπορεί να παίζεις καλύτερα από μένα.

Ο ιππότης ψάχνει στη μεγάλη μαύρη σακκούλα. που κρατάει και βγάζει ένα μικρό σκάκι. Το τοποθετεί προσεκτικά καταγής κι αρχίζει να βάζει τα πιόνια. Θάνατος: Γιατί θέλεις να παίξεις σκάκι μαζί μου;
Ιππότης: Έχω τους λόγους μου.

Θάνατος: Δικα
ίωμά σου.
Ιππότης: Ο όρος είναι πως θα μπορώ να ζω όσο κρατώ το παιχνίδι. Αν κερδίσω θα μ' αφήσεις ελεύθερο. Σύμφωνοι;



No comments: