- Υστερα από χρόνια προσπαθειών η νέα Ταινιοθήκη της Ελλάδος ανοίγει τις πόρτες της στο κοινό σε ένα νέο κτίριο. Παράλληλα, ένας σπάνιος θησαυρός του ελληνικού κινηματογράφου βρίσκεται στα χέρια ειδικών για να αποκατασταθεί και να συνεχίσει να αποτελεί τον ζωντανό σύνδεσμο του σήμερα με μια εποχή ασπρόμαυρη και γεμάτη ιστορία.
Ο Κακογιάννης και ο Κούνδουρος πέρασαν τα σύνορα, αποδεικνύοντας την ύπαρξη μιας ελληνικής κινηματογραφικής τέχνης. Η Αγλαΐα Μητροπούλου, με τα κόκκινα μαλλιά και τα χρυσά φυλαχτά της, έκανε εδώ και χρόνια την Κινηματογραφική Λέσχη Αθηνών την εστία όπου ο Κούνδουρος, ο Κανελλόπουλος, ο Γρηγορίου πήγαιναν για να ανασάνουν κινηματογράφο». Ο Ανρί Λανγκλουά προλογίζει τη γαλλική έκδοση «Ελληνικός κινηματογράφος», το 1968. Πρόκειται για το βιβλίο της ίδιας της Αγλαΐας Μητροπούλου, την οποία ο τότε διευθυντής της Cinematheque του Παρισιού δικαίως εγκωμιάζει.
«Από εκεί ξεπήδησε η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, που ανέσυρε από το χάος το παρελθόν του ελληνικού κινηματογράφου και το πρόβαλε σε όλον τον κόσμο. Δεν ήταν εύκολο. Χρειαζόταν κουράγιο και σιδερένια θέληση. Αναζητώντας τις παλιές ταινίες, βρίσκουμε τις πηγές: τις εφημερίδες, την κριτική, τους παραγωγούς» συνεχίζει ο ιδρυτής της πρώτης ταινιοθήκης στον κόσμο. Δίνοντας μια γεύση του έργου της συλλέκτριας, κριτικού και ψυχής της Ταινιοθήκης, Αγλαΐας Μητροπούλου. Και περιγράφοντας την αρχή μιας συναρπαστικής ιστορίας.
Μιας ιστορίας που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1950 στην αίθουσα «Παρνασσός» με το φιλμ «Το Κοράκι» του Ανρί Κλουζό. Για να συνεχιστεί ως σήμερα, με σημαντικούς σταθμούς τον κινηματογράφο Αστυ και τις τακτικές κυριακάτικες προβολές, το Μέγαρο Δεληγιώργη, έδρα της Ταινιοθήκης από το 1965, όπου επιπλέον τα βραδινά ραντεβού δίνονταν ενώπιον της οθόνης στη Μικρή Λέσχη, αλλά και το σινεμά Εμπασσυ τη δεκαετία του ’80, όπου σημειώθηκαν σημαντικές καινοτομίες – όπως το γεγονός ότι για πρώτη φορά ερμήνευσαν ζωντανά ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Κατά τη διάρκεια της πορείας της, η Ταινιοθήκη της Ελλάδος έζησε σπουδαίες στιγμές, αντιμετώπισε όμως και προβλήματα, ανάμεσα στα οποία η φωτιά στο κτίριο στο οποίο στεγαζόταν. Παρ’ όλο που τα εμπόδια δεν έχουν τέλος – όπως οι οικονομικές δυσχέρειες που συνήθως αντιμετωπίζουν πολιτιστικοί οργανισμοί – μια νέα εποχή περιμένει τον θεσμό, καθώς προχθές ήταν η πρώτη ημέρα των τριήμερων εγκαινίων για το ολοκαίνουργιο, ολόδικό του πια, σπίτι.
Ηταν στη συμβολή της Ιεράς Οδού με τη Μεγάλου Αλεξάνδρου όπου η μοίρα της Ταινιοθήκης θα συναντούσε εκείνη του παλιού κινηματογράφου Λαΐς. Μοίρα που ξεκίνησε σχεδόν παράλληλα, αφού οι πρώτες σεκάνς πέρασαν από την οθόνη του θερινού κινηματογράφου δύο μόλις χρόνια πριν από εκείνη την ιστορική προβολή στον «Παρνασσό». Και η «Λαΐδα» έζησε στιγμές αίγλης, προσφέροντας αρχικά στο αθηναϊκό κοινό όχι μόνο κινηματογραφικές εμπειρίες αλλά και πληθώρα καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, από αφιερώματα και τιμητικές βραδιές σε μουσικούς και ηθοποιούς μέχρι και καλλιστεία. Επειτα, τα φώτα έσβησαν. Το κτίσμα που τον φιλοξενούσε είχε παραδοθεί σε βιομηχανικές δραστηριότητες. Η τύχη ήθελε όμως να ανάψουν και πάλι. Για να εισέλθει και το διατηρητέο αυτό κτίριο σε μια πιο λαμπερή τροχιά, γεμάτη πολιτισμό και δημιουργία.
Η μετακόμιση της Ταινιοθήκης δεν ήταν φυσικά στρωμένη με ροδοπέταλα. Χρειάστηκαν οι επίμονες προσπάθειες των ανθρώπων της και ιδιαίτερα του Νίκου Κούνδουρου, προέδρου του ΔΣ, για να εξασφαλίσουν την αγορά του κτιρίου και να ενταχθούν στο Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Οι προσπάθειες διήρκεσαν αρκετά χρόνια, ενώ πλέον ο νέος χώρος, που άρχισε να διαμορφώνεται προ τριετίας σε σχεδιασμό των αρχιτεκτόνων μηχανικών Νίκου Μπελαβίλα και Βάσως Τροβά, αποτελεί δείγμα σεβασμού στο παρελθόν αλλά και ένα από τα πιο σύγχρονα κτίρια των Αθηνών.
Κυρίως, όμως, πρόκειται για ένα κτίριο – περίπου 1.785 τ.μ. κλειστών και 700 τ.μ. ανοιχτών χώρων – που καλύπτει όλες τις ανάγκες. «Τόσο εκείνες όσων αναζητούν ψυχική ευωχία όσο και εκείνες των ερευνητών» διευκρινίζει ο επί 25ετία διευθυντής της Ταινιοθήκης της Ελλάδος Θεόδωρος Αδαμόπουλος. Ο ίδιος υπενθυμίζει ότι πέρα από την αισθητική απόλαυση η φιλοσοφία του θεσμού είναι ακριβώς να χρησιμοποιήσει το πολιτιστικό του απόθεμα για να προσφέρει γνώση. «Ολος ο εν δράσει κόσμος του 20ού αιώνα, άμεσα ή έμμεσα, έχει καταγραφεί πάνω στην επιφάνεια του σελιλόιντ». Επομένως, μέσα από τις ταινίες, μπορεί κανείς να βρει παντός είδους πληροφορίες, από ενδυματολογικές και πολεοδομικές ως κοινωνιολογικές.
«Στόχος είναι να είμαστε και μια ψηφιακή βιβλιοθήκη, και ένα μουσείο, και ένας χώρος όπου θα αναπτύσσεται η καινούργια κινηματογραφοφιλία» προσθέτει η Μαρία Κομνηνού, γ.γ. της Ταινιοθήκης και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Θα βοηθάμε τους θεατές να ανακαλύψουν την ιστορία του κινηματογράφου ή να την ξαναθυμηθούν, να παρακολουθούν τις νέες τάσεις και συγχρόνως θα δίνουμε ένα βήμα στους έλληνες κινηματογραφιστές να απευθύνονται και σε καινούργια ακροατήρια, αλλά και σε συναδέλφους από την Ευρώπη και από όλον τον κόσμο που θα καλούνται στις εκδηλώσεις της ταινιοθήκης» προσθέτει φανερώνοντας τις προσπάθειες για τη μελλοντική πορεία του έργου που ξεκίνησε η μητέρα της, Αγλαΐα Μητροπούλου.
«Ταινιοθήκη της Ελλάδος – Μουσείο Κινηματογράφου»: αυτό διαβάζουν πλέον οι επισκέπτες σε έναν μεγάλο λευκό τοίχο λίγο προτού περάσουν την είσοδο του κτιρίου. Η Αγλαΐα Μητροπούλου μοιάζει να τους καλωσορίζει με την προτομή της, που δεσπόζει στο φουαγιέ. Στο βάθος αριστερά, η αίθουσα του μουσείου. Προς το παρόν υπάρχει μια παρουσίαση ορισμένων μόνο εκθεμάτων, καθώς η μουσειολογική μελέτη βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Οταν όμως θα ολοκληρωθεί θα μπορεί κανείς να δει «όλη την προσπάθεια του ανθρώπου να αποτυπώσει και να αναλύσει την κίνηση» όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Αδαμόπουλος. Στον πρώτο όροφο, τα γραφεία και η βιβλιοθήκη, ένα σημαντικό στέκι για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν οτιδήποτε έχει σχέση με τον κινηματογράφο, κάνοντας την έρευνά τους, μεταξύ άλλων, σε 2.500 τίτλους βιβλίων και 6.000 περιοδικών – ενώ επίσης υπάρχει η δυνατότητα να δουν σε VHS και DVD ταινίες που αναζητούν. Λίγο πιο ψηλά όμως, με φόντο τον ουρανό και την Ακρόπολη, η «Λαΐδα», ανανεωμένη, είναι έτοιμη να προσφέρει ξανά συγκινήσεις στους θεατές. Για τη μεγάλη έκπληξη, κάτω πάλι στο ισόγειο. Εκεί, στις δύο υψηλής αισθητικής αίθουσες, μία 200 και μία 60 θέσεων – η οποία θα λειτουργεί ως σινεκλάμπ – καθώς και με την υποστήριξη των πιο σύγχρονων μηχανών προβολής αλλά και συστημάτων ήχου, η Ταινιοθήκη θα προβάλλει πλέον τους θησαυρούς της.
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι θησαυροί; Περίπου 10.000 είναι οι τίτλοι ελληνικών και ξένων ταινιών, σε διάφορα φορμά. Ενδεικτικά, φυλάσσονται 1.000.000 φιλμ με σπάνιο αρχειακό υλικό, 2.100 κόπιες ξένων και 600 ελληνικών ταινιών μεγάλου μήκους, 119 ξένες και 81 εγχώριες ταινίες μικρού μήκους, 700 ξένα και 300 ελληνικά ντοκυμαντέρ, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι επιπλέον, μαζί με το υλικό που φυλάσσει για λογαριασμό τρίτων, περιλαμβάνει 392 πρωτότυπα νεγκατίφ. Ωστόσο, σε καμία από τις αίθουσες του καινούργιου κτιρίου δεν θα βρει κανείς αυτό το πολύτιμο υλικό. Η κινηματογραφική προίκα απαιτεί ειδικές προδιαγραφές για να συντηρηθεί. Γι’ αυτό φυλάσσεται σε έναν κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο και με τον απαραίτητο εξοπλισμό: στο μοναδικό στην Ελλάδα εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης ταινιών, το οποίο βρίσκεται στην Αγία Παρασκευή.
Δεν είναι εξάλλου μόνο οι αυστηροί κανόνες υγρασίας και θερμοκρασίας που χρειάζονται για να διατηρηθούν τα φιλμ. «Είναι και απαιτούνται διαφορετικές συνθήκες για το αρνητικό, διαφορετικές για το έγχρωμο θετικό, διαφορετικές για το ασπρόμαυρο θετικό» λέει ο υπεύθυνος του εργαστηρίου, Τάσος Αδαμόπουλος, ο οποίος συμπληρώνει ότι ειδικότερα τα πρώτα φιλμ που αποτελούνταν από εύφλεκτα υλικά – νίτρο και άργυρο – φυλάσσονται με ακόμη πιο αυστηρές προδιαγραφές, σε ξεχωριστή αποθήκη σε μη κατοικημένη περιοχή. Στον χώρο του εργαστηρίου, όπου πέρα από τα αρνητικά και τις κόπιες προβολής προστατεύεται κάθε μέσο που περιλαμβάνει καταγεγραμμένη πληροφορία – από κασέτες VHS μέχρι DVD, Ηigh Definition Beta και αρχεία 2Κ και 4Κ –, πραγματοποιείται επιπλέον ένα πολύ σημαντικό έργο: η αποκατάσταση ταινιών. «Η δουλειά που κάνουμε εδώ είναι ουσιαστικά μια αποκατάσταση έργων τέχνης» διευκρινίζει και πάλι ο Τάσος Αδαμόπουλος. Ο ίδιος ανέλαβε την αποκατάσταση του βωβού φιλμ «Δάφνις και Χλόη» (1931) του Ορέστη Λάσκου, χρησιμοποιώντας αρνητικά και θετικά που βρέθηκαν στην Αμερική αλλά και κομμάτια από μετέπειτα ομιλούσα εκδοχή της ταινίας, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση της «Φόνισσας» (1976) του Κώστα Φέρρη από την οποία, μεταξύ άλλων, λείπει το πρώτο δεκάλεπτο. Δύσκολο εγχείρημα, αλλά όχι ανέφικτο. Μετά τα εγκαίνια θα ακολουθήσει το 6ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου, από αύριο ως και τις 20 Οκτωβρίου. Και η συνέχεια έπ
εται με πληθώρα σπουδαίων δραστηριοτήτων. Αλλωστε, η Ταινιοθήκη, που ούτως ή άλλως έχει και σπουδαία παρουσία στο εξωτερικό – ως μέλος, μεταξύ άλλων, της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Αρχείων (FIAF) – τώρα κάνει μια καινούργια αρχή και στην Ελλάδα. Ευελπιστώντας να μετατραπεί, όπως αναφέρει και η Μαρία Κομνηνού, «σε έναν χώρο που θα αναβαθμίσει την αγάπη για τον κινηματογράφο».
- Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 469, σελ. 68-72, 11/10/2009.
No comments:
Post a Comment