Sunday, October 30, 2011

Οταν ο χρόνος πρωταγωνιστεί στο σελιλόιντ

Με πλάνα μεγάλης διάρκειας, μαραθώνιες ταινίες και συνεχόμενες λήψεις σπουδαίοι σκηνοθέτες αποθέωσαν τη χρονική διάσταση

  • Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011
  • Της ΒΕΝΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Το σινεμά σμιλεύει το χρόνο. Ποιος το είπε; Ο Ταρκόφσκι μιλώντας για την ταινία του «Αντρέι Ρουμπλιόφ» (1966).
«Θίασος» του Θ. Αγγελόπουλου (1975). Ενας από τους τρεις μάστορες του plan sequence«Θίασος» του Θ. Αγγελόπουλου (1975). Ενας από τους τρεις μάστορες του plan sequenceΗ έβδομη τέχνη, που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα ως η αποθέωση του «cut or not to cut?», έχει φτάσει σήμερα στο «χιπ χοπ μοντάζ» και σε τέτοιους τρελούς ρυθμούς, που ρίχνουν το θεατή στο καναβάτσο αναίσθητο, έχοντας προλάβει ελάχιστα πράγματα να καταλάβει από την πλοκή.
Κι όμως ο κινηματογράφος σε πολλές, πάρα πολλές περιπτώσεις, ακόμα και όταν η τεχνολογία δυσκόλευε τα πράγματα, σήκωσε το ανάστημά του στο μαγικό «μαχαίρι» του μοντέρ. Διέπρεψε αποθεώνοντας τη διάρκεια του πλάνου. Βυθίστηκε με σεβασμό στο πέρασμα του χρόνου, που εγγράφεται στο σελιλόιντ ή στο ψηφιακό φιλμ. Αφησε στο θεατή περιθώρια να συλλογιστεί, να αισθανθεί. Και πρόσφερε αριστουργήματα.
Η Ελλάδα, όσο κι αν κάποιοι δεν το θεωρούν και σοβαρό επίτευγμα, βρέθηκε στην πρώτη σειρά αυτής της κινηματογραφικής σχολής με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Σε οποιαδήποτε εγκυκλοπαίδεια και να καταφύγεις, τρεις είναι οι μάστορες του πλάνου μεγάλης διάρκειας, της μακριάς λήψης, του plan sequence, όπως είναι ο γαλλικός όρος που επικράτησε. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Ούγγρος Μπέλα Ταρ και ο Ρώσος Αλεξάντερ Σοκούροφ.
Γέννησαν ανέκδοτα τα πλάνα του Αγγελόπουλου. Τα επαναλαμβάνουν ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν δει ούτε ένα. Ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε ότι όταν προτίμησε το plan sequence από ένα πιο παραδοσιακό ντεκουπάζ δεν σκέφτηκε με όρους «λογικής». «Η επιλογή νομίζω ότι μου επιβλήθηκε από μόνη της», έλεγε πρόσφατα σε συνέντευξή του στη Νατάσα Σέβεριν. «Ηταν μια ανάγκη μου να εισάγω στο χώρο τον πραγματικό χρόνο σε ένα είδος ενότητας χώρου και χρόνου. Ηταν μια ανάγκη μου ώστε οι λεγόμενοι "νεκροί χρόνοι" ανάμεσα στην πράξη και την αναμονή της -εκεί όπου συνήθως επεμβαίνει το μαχαίρι του μοντέρ- να λειτουργήσουν σαν μουσικές παύσεις. Το πλάνο να συλλαμβάνεται σαν ένα ζωντανό κύτταρο. Ηταν μια επικίνδυνη αλλά και γοητευτική επιλογή, που δεν έχω ποτέ εγκαταλείψει».
Ο Μπέλα Ταρ, με τη σειρά του, κατάφερε να ολοκληρώσει το διάρκειας 7 ωρών και 12 λεπτών αριστουργηματικό «Satantango» μόνο με 150 λήψεις -οι περισσότερες 10-11 λεπτά. Οταν πριν από λίγα χρόνια τον ρώτησα «γιατί τόσο μεγάλα και λίγα πλάνα;», μου είχε δώσει την πιο αφοπλιστική απάντηση: «Γιατί είμαι κλειστοφοβικός και δεν αντέχω να κάθομαι πολύ καιρό κλεισμένος στο δωμάτιο του μοντάζ».
Στα σοβαρά, τώρα, ο μέγας Ούγγρος σκηνοθέτης θεωρεί ότι ότι περισσότεροι συνάδελφοί του κάνουν ταινίες, «που δεν είναι παρά μια διαδοχή... πληροφοριών. Πληροφορία. Cut. Πληροφορία. Cut. Πολύ βαρετό. Βρίσκω πολύ πιο συναρπαστικό να δείχνω έναν τοίχο ή τη βροχή και το πέρασμα του χρόνου πάνω τους. Τα μεγάλα πλάνα σού επιτρέπουν στη διάρκειά τους να διακρίνεις πολλά πράγματα, μυστικά που αλλιώς θα πήγαιναν χαμένα. Οχι μόνο τα λόγια ή τις πράξεις των ανθρώπων. Το πώς ακούει αυτός που δεν μιλάει και σπάνια τον βλέπουμε στον κινηματογράφο. Με τα μεγάλα πλάνα μπορώ να πάρω από τους ηθοποιούς πράγματα που ούτε τα φανταζόμουνα και να δείξω τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ανθρώπων και αντικειμένων, μεταξύ ανθρώπων και χρόνου».
Αν η Κόντακ έβγαζε φιλμ με διάρκεια περισσότερη από δέκα λεπτά, ο Μπέλα Ταρ, όπως μου ομολόγησε, θα γύριζε τις ταινίες του με ακόμα λιγότερα πλάνα. Να, λοιπόν, που το πρόβλημα έλυσαν οι νέες, ψηφιακές τεχνολογίες.
Αν δεν υπήρχε η steadicam ψηφιακή κάμερα SONY HDW-F900, ο Αλεξάντερ Σοκούροφ και φυσικά ο χειροδύναμος διευθυντής φωτογραφίας Τίλμαν Μπίτνερ, που φορτώθηκε επί 96 λεπτά 30 κιλά βάρος, δεν θα είχε ποτέ υπογράψει το αριστούργημα που λέγεται «Ρωσική Κιβωτός». Μια ταινία που αποτελείται από ένα και μόνο πλάνο.
«Πολλοί σκηνοθέτες, όπως ο Αλεξάντερ Ντοβζένκο, αναζητούσαν τη συνέχεια της εικόνας. Αυτός επηρέασε και τον Ταρκόφσκι», έχει δηλώσει ο Σοκούροφ. «Εδώ και δεκαπέντε χρόνια σχεδίαζα με κάθε λεπτομέρεια στο μυαλό μου μια ταινία που θα μπορούσε να είναι μονοπλάνο. Η ψηφιακή κάμερα μου έδωσε την ευκαιρία». Αλλά, προσοχή, δεν δίνει δογματικές προεκτάσεις στην επιλογή του. «Η συνεχόμενη λήψη είναι απλώς το μέσο -όχι ο σκοπός, όχι το καλλιτεχνικό καθήκον», έχει πει.
Στη «Ρωσική Κιβωτό», ακριβώς όπως και στα γνωστά πλάνα του Αγγελόπουλου, όπου τα πρόσωπα περνάνε από εποχή σε εποχή, από ιστορικό πλαίσιο σε ιστορικό πλαίσιο, ο Σοκούροφ χρειαζόταν, όπως λέει, «να κλείσει τις σκέψεις και τα αισθήματά του πάνω στο Χρόνο και τα ιστορικά πρόσωπα. Να δει το Χρόνο στην ολότητά του, σαν ενεστώτα».*
Ταινίες μεγάλων αποστάσεων
Cinematon: πειραματική ταινία του Γάλλου Ζ. Κουράν διάρκειας 162 ωρών. Αποτελείται από 2.432 βουβές βινιέτες, η καθεμιά 3 λεπτά και 25 δευτερόλεπτα, αφιερωμένη σε κάποια προσωπικότητα της τέχνης (Σρέντερ, Οσίμα, Λόουτς, Βέντερς, Γκοντάρ κ.ά.). Ο Τέρι Γκίλιαμ τρώει ένα χαρτονόμισμα των 100 φράγκων, ο Σάμιουελ Φούλερ καπνίζει ένα πούρο. Πρώτη προβολή στην Αβινιόν το 2009.
«24 Hour Psycho»: εγκατάσταση του Ντάγκλας Γκόρντον (1993). Πήρε το «Ψυχώ» του Χίτσκοκ και του άλλαξε το ρυθμό: δύο κάδρα το δευτερόλεπτο, αντί για τα συνήθη 24. Αποτέλεσμα; Η ταινία αντί να διαρκεί 109 λεπτά έφτασε το 24ωρο.
«Berlin Alexanderplatz» του Ρ.-Β. Φασμπίντερ: το 1980 προβλήθηκε στην τηλεόραση σε 14 επεισόδια με πρωταγωνιστές τους Χάνα Σιγκούλα, Μπάρμπαρα Σούκοβα, Ούντο Κιερ κ.ά. Το πλήρες φιλμ έχει διάρκεια 15½ ώρες. Το 2007, με τη συμπλήρωση 25 χρόνων από το θάνατο του δημιουργού του, αποκαταστάθηκε και άρχισε νέα καριέρα, σε τηλεοράσεις και κινηματογραφικά φεστιβάλ.
«Shoah»: το θρυλικό ντοκιμαντέρ του Κλοντ Λαντζμάν για το Ολοκαύτωμα διαρκεί 9 ώρες. Αρχισε να προετοιμάζεται το 1974 και ολοκληρώθηκε το 1985, 11 χρόνια μετά. Είναι το χρονικό της εβραϊκής γενοκτονίας με πυξίδα τις μαρτυρίες των λιγοστών επιζώντων. Ο Λαντζμάν κατόρθωσε να κινηματογραφήσει κρυφά και κάποιους ναζί που περιγράφουν τη μεθοδικότητα, την ακρίβεια, την αποδοτικότητα των μεθόδων αφανισμού.
«Η Κομμούνα» του Πίτερ Γουότκινς, ταινία του 2000, συμπυκνώνει σε 345 λεπτά, σχεδόν σαν σε ντοκιμαντέρ, την παρισινή εξέγερση του 1871, που έμεινε στην ιστορία ως η ουτοπία μιας σοσιαλιστικής, αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας.
«Ναπολέων» του Αμπελ Γκανς: επικό, βουβό αριστούργημα του 1927, διάρκειας 330 λεπτών. Διηγείται την ιστορία του Κορσικανού που έγινε αυτοκράτορας ξεκινώντας από τα νεανικά του χρόνια και φτάνοντας στην κατάκτηση της Ιταλίας το 1797. Το 1997 είχαμε την τύχη να τη δούμε στο Μέγαρο Μουσικής ολόκληρη, τα 20 τελευταία λεπτά της, μάλιστα, σε τριπλή οθόνη από τρεις μηχανές, όπως ήθελε ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
«Κλεοπάτρα» του Τζ. Μάνκιεβιτς (1963): όσο περίεργο κι αν σας φαίνεται το director's cut (το μοντάζ που ενέκρινε ο σκηνοθέτης) την ήθελε διάρκειας 320 λεπτών. Επειδή, όμως, απευθυνόταν στο μαζικό κοινό περιορίστηκε στα 192 λεπτά όταν βγήκε στις αίθουσες. Κάτι που δεν την έσωσε από το εμπορικό ναυάγιο.
«1900» του Μπ. Μπερτολούτσι (1976): το ιταλικό έπος που σνόμπαρε το διαγωνιστικό τμήμα των Κανών, βλέπεται και σήμερα με την ίδια συγκίνηση, κι ας είναι 315 λεπτά. Ισως γιατί από τις ιστορικές τραγωδίες και τρικυμίες των γειτόνων μας μας χωρίζει μόνο μια θάλασσα. Ισως γιατί μας θυμίζει πόσο επηρέασε τον Μπερτολούτσι ο «Θίασος» του Αγγελόπουλου, που προηγήθηκε. Παίζει και ο Ντε Νίρο.
«Φάνι και Αλέξανδρος» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν: η για πάρα πολλούς καλύτερη ταινία του Σουηδού δημιουργού γυρίστηκε το 1982 για την τηλεόραση (τέσσερα επεισόδια, 312 λεπτά). Η κινηματογραφική της βερσιόν περιορίστηκε σε 188 λεπτά, αν και εδώ και αρκετά χρόνια προβάλλεται στις αίθουσες και ολόκληρη η σειρά, σαν κανονικό φιλμ.

Τρεις ταινίες - τρεις περιπτώσεις

Το απόλυτο ρεκόρ:  240 ώρες ταινία
Είναι αλήθεια πως οι ταινίες πολύ μεγάλης διάρκειας μόνο πειραματικό χαρακτήρα μπορούν να έχουν. Ακόμα και ο πιο αδιάφορος για την αγορά σκηνοθέτης σκέφτεται ότι κάποια στιγμή η ταινία του θα βγει σε dvd και βάζει κι ένα όριο. Ετσι η μεγαλύτερη, που γυρίστηκε ποτέ, έχει διάρκεια 240 ώρες και τίτλο «Modern Times Forever». Παίχτηκε, φυσικά, μία και μοναδική φορά τον περασμένο Μάρτιο στη διάρκεια του φεστιβάλ του Ελσίνκι ΙΗΜΕ Project 2011. Ηταν έργο της γνωστής δανέζικης κολεκτίβας «Superflex», που κάποτε είχε γεμίσει την Κοπεγχάγη με πόστερ που έγραφαν: «Ξένοι, παρακαλώ, μη μας αφήνετε μόνους μας με τους Δανούς». Το «Modern Times Forever» προβλήθηκε πάνω στους εξωτερικούς τοίχους του συγκροτήματος γραφείων Stora Enso, αφού δείχνει ακριβώς τι θα του συμβεί τα επόμενα χίλια χρόνια, εάν υποθέσουμε ότι τα μόνα που θα το επηρεάζουν είναι ο χρόνος και ο καιρός. Δηλαδή το φιλμ συμπύκνωνε σε δέκα μέρες τη φθορά αιώνων.
Τη γύρισε το 1994, προσπαθούσε απο το 1985
Το ασπρόμαυρο «Satantango» του Μπέλα Ταρ, διάρκειας 7 ωρών και 12 λεπτών, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2002 και πάρα πολλοί Ελληνες σινεφίλ συμφώνησαν απολύτως με την Αμερικανίδα συγγραφέα Σούζαν Σόντανγκ, που είχε πει: «Θα μπορούσα να το βλέπω συνεχώς για την υπόλοιπη ζωή μου».
Γυρισμένη το 1994, παρ' όλο που ο Ούγγρος σκηνοθέτης προσπαθούσε και σκόνταφτε στη λογοκρισία ήδη από το 1985, η ταινία μόνο μινιμαλιστική και βαρετή δεν είναι. Είναι ένα από τα πιο πλούσια σε νόημα, ιστορίες και εικόνες απίστευτης ομορφιάς φιλμ που μπορεί να δει κανείς. Πρόκειται για μια παραβολή πάνω στην κατάρρευση του καθεστώτος. Μόνο που εδώ υπάρχει μια παραπαίουσα αγροτική κολεκτίβα, την οποία πολλοί είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν. Μέχρι που καταφτάνει ένας χαρισματικός τύπος, εξαφανισμένος εδώ και δύο χρόνια από το χωριό και θεωρούμενος νεκρός. Αλλοι τον αντιμετωπίζουν ως Μεσσία και είναι έτοιμοι να υποταχθούν στα σχέδιά του που, υποτίθεται, θα τους σώσουν από την άγρια και αβίωτη ερημιά τους. Αλλοι τον υποπτεύονται...
Η ταινία θεωρείται cult και κυκλοφορεί σε dvd, όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες, εξίσου καταπληκτικές και αρκετά πιο εύληπτες ταινίες του Μπέλα Ταρ. Δείτε τις «Αρμονίες του Werckmeister» (2000), που έχουν διάρκεια μόνο 145 λεπτά.
Τρεις αιώνες μια κι έξω
Τριάντα τρεις αίθουσες του περίφημου μουσείου της Αγίας Πετρούπολης, 2.000 ηθοποιοί και κομπάρσοι και τρεις ορχήστρες (η μία υπό τη διεύθυνση του μεγάλου Βαλέρι Γκέργκιεφ) είναι ελάχιστα μόνο από τα στοιχεία που χρειάστηκε να ενορχηστρώσει ο Αλεξάντερ Σοκούροφ για μια ταινία εθνικό, πια, σύμβολο για έναν ολόκληρο λαό.
Διότι η «Ρωσική Κιβωτός», που γυρίστηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 2001 μια κι έξω, με ένα μονοπλάνο, κι αφού είχαν προηγηθεί δύο αποτυχημένες προσπάθειες, καλύπτει τρεις αιώνες Ιστορίας και είναι ένα ταξίδι στο χρόνο. Ενας ανώνυμος και αθέατος από το κοινό αφηγητής (η φωνή είναι του ίδιου του Σοκούροφ) περιπλανιέται από αίθουσα σε αίθουσα του Ερμιτάζ, εκεί που κάποτε βρίσκονταν τα χειμερινά ανάκτορα των τσάρων, συναντώντας πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα από διάφορες εποχές: τον Μεγάλο Πέτρο, τον τσάρο Νικόλαο, τον διευθυντή του μουσείου επί Στάλιν, έναν απελπισμένο κάτοικο του Λένινγκραντ, στη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τους Γερμανούς. Και ναι, ο Σοκούροφ είναι εθνικιστής και αρκετά συντηρητικός. Αλλά η μεγάλη τέχνη έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. *

No comments: