Οπως µε την ποδοσφαιρική νίκη επί της Μάλτας. Ενα γκολ στο τελευταίο δευτερόλεπτο έδωσε τη νίκη και την πρωτιά στην Εθνική Ελλάδας. Το ίδιο και µε την υποτιθέµενη κωµωδία του Σωτήρη Γκορίτσα «Απ’ τα κόκαλα βγαλµένα». Μια καλοφτιαγµένη, καλοσιδερωµένη κουρελού µε ελάχιστα έως µηδενικά χαµόγελα. Κι όµως, τηρουµένων των αναλογιών, η καλύτερη επιλογή αυτής της εβδοµάδας!
Το σενάριο – γραµµένο από τον Γκορίτσα αλλά και από τον επιδέξιοσεναριογράφο, όχι τον σκηνοθέτη, Νίκο Παναγιωτόπουλο – προέρχεται από το οµότιτλο, εξοµολογητικό βιβλίο του ορθοπεδικού Γιώργου ∆ενδρινού. Από την πρώτη θητεία του, σαν γιατρουδάκι στο ΕΣΥ σε µια κρατική κλινική µε το όνοµα (τάχα µου) Αγιοι Πάντες. Ο Γκορίτσας συναρµολογεί τα τραγελαφικά περιστατικά και επιχειρεί να ενσωµατώσει την ουρά του ενός στην αφετηρία του επόµενου επεισοδίου. Ετσι καταφέρνει και αποσπά διαρκή, αβίαστηαφηγηµατική ροή. Πολύ σωστά.
Πάµε στους χώρους. Παράλληλα µ’ αυτή τη διαδικασία, όπου µε όρους ελληνικής, κουρελιασµένης παραγωγής, αποτελεί επίτευγµαΤιτάνα, έτσι ακριβώς επιχειρεί, µε ποσοστό επιτυχίας µοναδικής, την ανασύσταση του πολυδαίδαλου χώρου µιας κρατικής νοσοκοµειακής µονάδας. Αυτή κι αν είναι κουρελού µε τα όλα της.
Καφενείο η Ελλάς. Κρεβάτια διακοσµηµένα µε αφίσες. Ολα σαραβαλιασµένα. Τραπέζια µε τασάκια τίγκα στα αποτσίγαρα. Ασθενείς µόνιµοι όπως οι φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήµια. Ολα από κουρέλια καµωµένα. Χειρουργεία, δωµάτια, διάδροµοι, κουζίνες, τραπέζια, κρεβάτια, τα πάντα. Σαν εικόνες από βαλκανικές ιστορίες του Εµίρ Κουστουρίτσα. Σωτήρη, σου βγάζω το καπέλο. Υπέροχα. Πάµε τώρα στο καστ: ίδιες, υποδειγµατικές επιδόσεις και σ’ αυτό το πεδίο των ερµηνειών. Απαντες ενσωµατωµένοι στους ρόλους τους. Από τον πρωταγωνιστή Αργύρη Ξάφη και τον µόνιµα ασθενή Βαγγέλη Μουρίκη, αλλά και τον Μηνά Χατζησάββα που παίζει µε το βλέµµα, µέχρι το µικροσκοπικό πέρασµα της Γιώτας Φέστα. Μπράβο στα παιδιά. Ενθουσιάστηκα. Τόσοι πολλοί, τόσο καλοί: ∆ηµήτρης Ηµελλος, Μπέσσυ Μάλφα, Γεράσιµος Σκιαδαρέσης, Γιώργος Συµεωνίδης, Κώστας Μπερικόπουλος, ∆ηµήτρης Ξανθόπουλος, Μάκης Παπαδηµητρίου, Υβόννη Μαλτέζου. Ξέχασα κανέναν; Sorry Guys.
Κοντά σ’ αυτά, ακόµα τρία εξαιρετικά. Ιδεολογικά, κοινωνικά, ανθρώπινα και πλαγίως πολιτικά: το πρώτο ότι αυτά τα κουρέλια ταιριάζουν σαν κοστούµι στην ευρύτερη νεοελληνική εικόνα. Κουρελού η Ελλάς. Το πάω στοίχηµα. Παντού η ίδια κουρελαρία. Από την πολεοδοµία και την εφορία µέχρι το κάθε υπουργείο και την τελευταία υπηρεσία. Εποµένως, η ταινία λειτουργεί και σαν µικροκλίµακα µιας κουρελού Made in Greece.
Πάµε στο δεύτερο. Το απίθανο. Οπως λέµε «ο Θεός είναι Ελληνας», έτσι κι εδώ. ∆ηλαδή παρά το µπάχαλο και το ρηµαδιό, η µηχανή λειτουργεί κανονικώς. Πώς γίνεταιαυτό;
Κάτι ο παροµοιώδης ελληνικός αυτοσχεδιασµός. Κάτι ο ήρωας και ο τρελός. Κάτι το χάος, του έλληνα το κύτταρο το γνωστό, κάτιαπ’ όλα και όλα µαζί, και ο µηχανισµός λειτουργεί. Σκουριασµένος. Ξεχαρβαλωµένος. Ανυπόληπτος. ∆ιάτρητος. ∆ιακορευµένος. Οπως θέλετε πείτε το. Πάντως, λειτουργεί. Παράδειγµα; Η τραυµατισµένη τουρίστρια η αλλοδαπή. « Θα φύγω», λέει, «αν µείνω εδώ, θα πεθάνω». Κι όµως χειρουργείται, κι όµως θεραπεύεται. Θαύµα, θαύµα!.
Το τρίτο και τελευταίο κρατούµενο. Κι αυτό σωστό. Το γιατρουδάκι. Η ψυχούλα. Αυτός ντε, που τον λέγαµε Γιώργο Θαλάσση. Η µειοψηφία; η µειοψηφία. Αυτός ο θεραπευτής. Κι όµως. Από την επιπολαιότητα των Media και από τη µικρή, βολική, συνωµοσία, κατασυκοφαντηµένος σαν φακελάκιας και επίορκος γιατρός, ο µικρός ήρω ας του ΕΣΥ. Παιδιά, λέει ο Γκορίτσας, αυτή η Ελλάδα, αυτή η σκουριασµένη µηχανή, αυτή η ελληνική ψυχή µεγαλουργεί!
Τότε; Αφού όλα καλώς, σχεδόν άριστα καµωµένα; Κάτι ακόµα καλύτερο. Ως κατασκευή, δύο σκαλιά ανώτερη αυτή η παραγωγή απ’ οτιδήποτε έχει υπογράψει ο Σωτήρης Γκορίτσας. Τότε λοιπόν;Προφανώς µέσα στη µούρλια της παραγωγής. Μέσα στο συµµάζεµα των περιστατικών. Και µέσα σ’αυτή την ηρωική προσπάθεια να οικοδοµήσει µια κατασκευή πέρα από τις δυνατότητες µιας ελληνικής, κουρελιασµένης παραγωγής, του ξέφυγε µια βασική, πρωταρχική αρχή. Το ύφος δηλαδή. Γιατί ούτε κωµωδία. Ούτε κοµεντί. Ούτε Ζακ Τατί. Ούτε παρωδία. Ούτε τίποτα. Από το πρώτο µέχρι το τελευταίο λεπτό η µηχανή δουλεύει αλλάεπίπεδα, µονότονα. Στο ρελαντί. Πάτα γκάζι να απογειωθεί. Τίποτα. Κρίµα!
«Απ’ τα κόκαλα βγαλµένα»
Η καλύτερη ελληνική παραγωγή. Υποδειγµατική αφήγηση Υποδειγµατικές ερµηνείες Προς τι;
Βαθµοί=6 (εξαιρετική, ακατοίκητη κατασκευή)
Μεγαλοφυΐα µε ένα χάπι την ηµέρα
Χαπακωµένοι οι παραγωγοί. Χαπακωµένος ο σκηνοθέτης Νιλ Μπέργκερ. Χαπακωµένη και ηταινία µε τον τίτλο «Απόλυτη ευφυΐα» (Limitless). Ενα χάπι την ηµέρα κάνει τον βλάκα να πλασάρεται ως µεγαλοφυΐα!
Το στόρι προέρχεται από το µυθιστόρηµα «The dark fields» του Αλαν Γκλιν. Μπορεί να«λέει». Οµως, ως ταινία, µια ατελείωτη, µακρόσυρτη και τάχα µου σκοτεινή µπούρδα. Οπου κάποιος που παριστάνει τον συγγραφέα µε έµπνευση καµία (Μπράντλεϊ Κούπερ) πέφτει πάνω σε κάτι γυάλινους, διάφανουςµικροσκοπικούς σβόλους. Καταπίνει τον πρώτο και ωςδιά µαγείας µεταµορφώνεταισε Αϊνστάιν όλων των επιστηµών και σε προφήτη όλων των προφητειών. Ο εγκέφαλός του λειτουργεί στο µάξιµουµ των δυνατοτήτων του σαν σφαίρα. Ετσι, κάτοχος Μαθηµατικών, Βιολογίας, Οικονοµικών, Ιατρικής και ∆ιαστηµικής Τεχνογνωσίας. Ετσι «βλέπει» το µέλλον όλων των µετοχών. Ετσι καταφέρνει να σκαρφαλώσει στο ρετιρέ και να συνεργαστεί µε έναν από τους πιο ισχυρούς παικταράδες του πλανήτη (Ρόµπερτ Ντε Νίρο). Οµως κάποιος τον καταδιώκει για τον ίδιο σκοπό. Και κάποιος παθών τού σφυρίζει πως αν διακόψει τη χορήγηση χαπιών θα καταλήξει στα θυµαράκια.
Τι θέλει να πει ο ποιητής; Μπας και είναι προαγωγός ναρκωτικών ουσιών; Μπας και θέλει να µας πει ότι όλοι αυτοί οι πανίσχυροι καρχαρίες είναι χαπακωµένοι και γι’ αυτό είναι κυρίαρχοι της Γης; Who knows. Σιγά που θα κάτσω να ψάξω. Τρία πράγµατα κρατώ. Το πρώτο ότι οι τύποι διαθέτουν τη συνταγή και τον µηχανισµό να κατασκευάζουν και να µοσχοπουλάνε φύκια για µεταξωτές κορδέλες. Γνωστό. Ακόµα και την πορδή τους µπορούν να προµοτάρουν σαν χρυσό. Το δεύτερο ότι επί δύο ώρες η εκκωφαντική, µονότονη µουσική παρέα µε την ίδια ιστορία µ’ έκανε από το χαπάκωµα να αισθάνοµαι ότι είµαι βλάκας µε περικεφαλαία. Και το τρίτο, η κατάπτωση του Ρόµπερτ Ντε Νίρο. Τόση ανάγκη έχει το money; ∆εν νοµίζω. Μάλλον µε κάθε τρόπο και παίζοντας σε οποιαδήποτε ανοησία νοµίζει ότι έτσι ταίζει το αχόρταγο εγώ του. Τέτοιο και τόσο δυσθεώρητο αυτοδιασυρµό δεν τον εύχοµαι ούτε στον χειρότερό µου εχθρό!
Βαθµοί=0 (χάπι στρογγυλό)
∆ύο πρεµιέρες για τα παιδιά
«Ο γιος του κυνηγού των αετών» (Eagle Hunter’s Son). Συµπαθητική ιστορία τουΡενέ Μπο Χάνσεν που διαδραµατίζεται στιςστέπες της Μογγολίας. ∆ωδεκάχρονος εκπαιδεύεται στο κυνήγι αετών. Ο άνθρωπος και η φύση. Με ερασιτέχνες ηθοποιούς που αποδεικνύονται πιο πειστικοί από τους επαγγελµατίες και τους γνωστούς. Καλοφτιαγµένο αλλά λίγο.
Βαθµοί=5
«Yogi Bear»
Τρισδιάστατο animation του Ερικ Μπρέβιγκ µε τηφωνή του ΝτάνιΑκρόιντ. Μεταγλωττισµένο στα ελληνικά. Αθλιοςδήµαρχος σκοπεύει να εκποιήσει το πάρκο σευλοτόµους, αλλά ο κοιλιόδουλος Γιόγκι παρέαµε τον ορκισµένο εχθρό του Ρέιντζερ Σµιθ σε µια ιερή συµµαχία υπέρ του πάρκου και της φύσης!
Βαθµοί=Νηπιαγωγείο
Οσα δεν φτάνει η αλεπού
Προλαβαίνουµε, δενπρολαβαίνουµε. Αν µέχρι τον Αύγουστο δεν την έχουµε κοπανήσει για το φεγγάρι, θα πλακώσουν οι Αρειανοί και θα µας κάνουν λάδι. Κάπως έτσι πάει το επιµύθιο της «Παγκόσµιας εισβολής» (Battle: Los Angeles) του µόλις 35χρονου Τζόναθαν Λίµπεσµαν από τη Νότια Αφρική.
Στηναρχήοιεπιστήµονες εκλαµβάνουν τα φωτεινά αντικείµενα που εφορµούν καθέτως επί της Γηςως µικροσκοπικούς µετεωρίτες. Κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια όταν αρχίζουν να πέφτουν βόµβες και να διαλύεται το σύµπαν,τότε οι πάνοπλες αµερικανικές δυνάµεις το βάζουν στα πόδια. Ολοι εκτός από έναν. Από έναν επικελευστή των πεζοναυτών (Ααρον Εκχαρτ). Που µάλιστα πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί. Παρέα µε την αποδεκατισµένη διµοιρία του, καµιά εξαριά νοµαταίοι δηλαδή, εντοπίζει δύο πράγµατα. Πρώτα την καρδιά του Αρειανού. Ενα γλοιώδες σηµείο ενός γλοιώδους εσωτερικού, τσίγκινου δοχείου. Ετσι µε µια σφαίρα µπαµ και κάτω κάθε ψηλόλιγνο τενεκαδάκι που χοροπηδάει και καταστρέφει το Λος Αντζελες.
Επειτα, το καλύτερο αυτό, εντοπίζει το κέντρο των διαβιβάσεων όλων των εντολών όλων αυτών των καθαρµάτων και στραβοχυµένων Αρειανών. Ως εκ τούτου αρχίζουν τους βοµβαρδισµούς και γκρεµίδια τα UFO από εδώ. Ουφ, σωθήκαµε. ∆εν θα φύγω από τη Γη. Θαµείνω εδώ. Θα µας σώσουν οι πεζοναύτες οι Αµερικανοί. Τι να πω; Αφού σου λέει είµαστε ανίκανοι να βάλουµε τάξη ακόµα και στο Αφγανιστάν, αφού εντελώς χαρχάλες στην πραγµατική ζωή, τότε όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεµαστάρια!
Τουτέστιν, προπαγάνδα χοντρή. Αλλά για να λέµε και του στραβού το δίκιο, ανώτερη ως κατασκευή, από τη µακακία «Ηµέρα ανεξαρτησίας» του Ρόλαντ Εµεριχ. Αίλουρος ο Λίµπεσµαν. Με τη µηχανή στο χέρι. Οπως περίπου ο Λαρς φον Τρίερ.Εκαµε σχολή ο ψηλός από τη ∆ανία. Με σκοτεινή, σκουριασµένη φωτογραφία. Ετσι το φανταστικό µοιάζει µε αληθινό. Μαγκιά του. Με καρφωµένο τον φακό στα πρόσωπα. Με γεωµετρία επιπέδου «Μαύρο γεράκι: Η κατάρριψη» (Black Hawk Down») του Ρίτνλεϊ Σκοτ. Καιµε film making σε στυλ «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» τουΣτίβεν Σπίλµπεργκ. Εξαιρετικός µαθητής ο Τζόναθαν. Αφοµοιώνει, αλέθει και ξερνάει παραµύθια.Α, να µην ξεχάσω και το διδακτικό µάθηµα οικολογίας. Ξέρετε γιατί εισβάλουν οι Αρειανοί στο Λος Αντζελες; Για το νερό. Να εξαφανίσουν κάθε ανθρώπινη παρουσία και να στεγνώσουν τη Γη από κάθε σταγόνα νερού. Προχωρηµένος ο τύπος. Σεκαµιά τριανταριά χρόνια οι πεζοναύτες του πλανητάρχη, παρέα µε τη Συµµαχία, θα εισβάλουν όχι στην έρηµο της Λιβύης γιαπετρέλαιο, αλλά στη Βόρεια Ευρώπη και θα κάνουν πλιάτσικο στο νερό. Ετσι θα γλιτώσει η Αφρική και θα την πατήσει η Σουηδία!
«Παγκόσµια εισβολή»
UFO εισβάλλουν στη Γη Οχι για πετρέλαιο αλλά για το νερό Ενας ο σωτήρας, ο πεζοναύτης ο Αµερικανός
Βαθµοί=0 (µια καλοφτιαγµένη τρύπα στο νερό)
Θεά της οθόνης η Γκονγκ Λι
Πρώταη ΓκονγκΛι.Μια πορσελάνη που παράτα 46 χρονάκια τηςρίχνει κάτω δεκάδες εικοσάρες σταρλετίτσες. Επειτα η αµερικανοκινεζική συµµαχία. Υστερα οι χώροι, εκπάγλου αρχοντιάς και αυθεντικής«σκόνης»,στους οποίους γυρίστηκε η ταινία. Και τέλος τοπαλιοµοδίτικο στυλ, ένα µείγµα µυστηρίου, κατασκοπείας και µελοδράµατος. Ολα αυτά στην καλύτερη, αγγλόφωνη επιλογήαυτής της εβδοµάδαςµε τον τίτλο «Σαγκάη: Η πόλη των κατασκόπων» (Shanghai) του Σουηδού Μίκαελ Χάφστροµ.
Το επιµύθιο null «η καρδιά δεν είναι ποτέ ουδέτερη null αισθηµατικό. Η πλοκή το 1941 στο λιµάνι της Σαγκάης, όταν ολόκληρη η χώρα στέναζε από τη µανία των γιαπωνέζων κατακτητών. Εκεί όπου Βρετανοί, Αµερικανοί, Γιαπωνέζοι, Γερµανοί και Γάλλοι είχανδιαµοιράσει σε ζώνεςτα ιµάτιατης θρυλικής πόλης.Τότε δηλαδή που έτρωγες καλύτερα στη γαλλική ζώνη, έπινες στη βρετανική και έκανες κατασκοπεία στη γερ µανική. Και τέσσερα τα πρόσωπα. Ο Πολ (Τζον Κιούζακ) δηµοσιογράφος, δηλαδή αµερικανός κατάσκοπος. Ο λοχαγός Τανάκα (Κεν Γουατανάµπι) των µυστικών υπηρεσιών της Ιαπωνίας. Ο Αντονι ΛανΤιγκ (Τσόου Γιουν- Φατ)αρχηγός της κινεζικής Μαφίας.
Και η Αννα ΛανΤιγκ (Γκονγκ Λι)σύζυγος του αρχιµαφιόζου και σκληρό καρύδι της κινεζικής αντίστασης κατά της αυτοκρατορίας. Ο Πολ φλερτάρει µετην Αννα, τουτέστιν η Αµερική προµοτάρει τον πατριωτισµό τωνΚινέζων. ΟιΓιαπωνέζοισκοτώνουν αδιακρίτως ό,τι βρουν και οι Κινέζοι, όλοι όµως,οργανωµένοι στην αντίστασηκατά του εχθρού. Καλογυρισµένο, σκοτεινό,ιδρωµένο.Σαν καλοφτιαγµένη ρεπλίκα του εξωτικού «Macao» του Γιόζεφ φον Στέρνµπεργκ και του 1952 µε Ρόµπερτ Μίτσαµ και Τζέιν Ράσελ.
ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011, Τελευταία ενημέρωση: 31/03/2011 15:26
Web-Only
Εικόνες παλιού πειραματικού και avant garde κινηματογράφου παντρεύονται με μουσικές σύγχρονης αισθητικής και το κράμα τους είναι πέντε κινηματογραφικά κοντσέρτα που θα φιλοξενηθούν από την 1η Απριλίου σε πολυχώρο, γκαλερί και μορφωτικό ίδρυμα.
Γερμανικές πειραματικές ταινίες μικρούς μήκους των αρχών του περασμένου αιώνα, φιλμ κινουμένων σχεδίων της ρωικής avant garde του '60 και του '70, σεκάνς ταινιών τρόμου, επιστημονικής φαντασίας, B-movies, σύγχρονες βωβές ταινίες θα προβάλλονται ταυτόχρονα με ζωντανές μουσικές, απο μουσικά σύνολα και ντιτζέι που εμπνέονται από τις εικόνες των ίδιων των ταινιών που θα βλέπει ο θεατής.
Στην προκειμένη περίπτωση τα φιλμ είναι τα οχήματα στα οποία θα βρεθούν να «οδηγούν» Γερμανοί και Έλληνες καλλιτέχνες με συνεπιβάτες τους σινεφιλ και τους μουσικόφιλους που θα κινηθούν μεταξύ του χώρου «Crypt», του πολυχώρου «Booze Cooperativa», της γκαλερί «M55 Projects» και του ινστιτούτου «Goethe» σε μια διαδρομή με εικόνες και μουσικές.
Ταινίες όπως τα «Ρυθμός 21» και «Η Διαγώνιος Συμφωνία» του Χάνς Ρίχτερ για παράδειγμα, με δυο λόγια αριστουργήματα του avant garde γερμανικού σινεμά, από εικαστικούς καλλιτέχνες που μετέτρεπαν τις δημιουργίες τους σε ταινίες, «ότι καλύτερο έχει δώσει ο γερμανικός πειραματικός κινηματογράφος που αναπτύσσεται παράλληλα με τον εξπρεσιονισμό», προβάλλονται υπο τους ήχους του μουσικού κουιντέτου MiniMaxiMuM Improvision των Θάλειας Ιωαννίδου, Τζελίνας Πάλλας, Δέσποινας Τσάφου, Ειρήνης Χριστοφάκη και Χριστίνας Κατσαρή.
«Ο μουσικός Μάρκο Μπαρόλο, ο κινηματογραφιστής Ματίας Φρίτς και ο παραγωγός Φεντερίκο Μπασέτι, ιδρυτές της Moving Silence, θέλουν να συνδέσουν τις ρίζες του σινεμά με τη σύγχρονη αισθητικη, να δέσουν τη νοσταλγία με τη δημιουργηκότητα, οργανώνοντας εκδηλώσεις σε συνεργασία κε καλλιτέχνες από όλο των κόσμο», ενημέρωνε η κ. Σοφία Μιχαηλίδου του ινστιτούτου Γκέτε.
Η Moving Silence, μια πλατφόρμα κινηματογραφιστών και μουσικών, που ιδρύθηκε πριν από δύο χρονια στο Βερολίνο, έρχεται στην Αθήνα_ και χάρη στο ινστιτούτο Γκέτε_ για να παρουσιάσει για πρώτη φορά ένα πρωτότυπο δημιουργικό τρόπο προβολής ιδιαίτερων, ξεχωριστών ταινιών.
Ο ντιτζέι Αλφρεντ Χάκεπετερ (Alfred Hackepeter) έχει παιχνιδιάρικη διάθεση. Παίζει με μουσικές, παίζει με ταινίες, παίζει με το όνομά του στο πρόγραμμα «Gemischtes Hack» (Η μίξη του Χάκ) που ετοιμάζει. Την ώρα που θα προβάλλονται αποσπάσματα από ταινίες τρόμου, επιστημονικής φαντασίας και B-movies και οπτικό υλικό σε super 8 θα ακούγονται απο τα πλατώ του ντιτζέι παραδοσιακά τραγούδια, χιτ περασμένων δεκαετιών, ελεκτροποπ ήχοι σε απρόβλεπτους συνδυασμούς.
To ελληνιικό I.S.E. ensemble των Αλέξανδρου Δρυμωνίτη, Θόδωρου Βαζάκα, Guido De Flaviis, Μανώλη Μανουσάκη, Θοδωρή Ζιούτου παίζει μουσικές πάνω σε ταινιάκια κινουμενών σχεδίων της ρωσικής avant garde σχολή του '60 και του '70, εναλλάξ με τους Τηλέμαχο Μούσα και Sister Overdrive.
Σε μια επιλογή ασπρόμαυρων ταινιών του γερμανικού και του γαλλικού βωβού σινεμα απο κόπιες 16mm ο ντιτζέι Sad. Sad. Calzone και η ομάδα Stummfilm:DJ Team από την Κολωνία θα «ριξουν» μουσικές από δίσκους βινυλίου. Ανάλογη επινοητικότητα και δημιουργηκότητα θα διοχετεύσουν στην προβολή του κλασικού αριστουργήματος «Ο τελευταίος άνθρωπος» του σπουδαίου Φρίντριχ Μουρνάου με πρωταγωνιστή τον κορυφαίο Έμιλ Γιάνινγκς.
Κάτω από τον τίτλο «Berlin- Impressions» τρείς σκηνοθέτες καταθέτουν την οπτική του καθένας για την γερμανική πρωτεύουσα συνοδευόμενες από ζωντανες μουσικές των Free Piece of Tape, Red Chicken Soup και SYMEnsemble. Στο βίντεο «Landscape Nr2» ο Ματίας Φριτς προσκαλεί τις MiniMaxiMuM improvision για να ερμηνεύσουν το έργο του ως οπτική παρτιτούρα, «θα συνθέτουν, δηλαδή πάνω στις εικόνες της οθόνης» και στο πρότζεκτ «7 sources» επτά Έλληνες μουσικοί με διαφορετικό υπόβαθρο καθένας, καλούνται να συμπράξουν σε ένα αυτοσχεδιαστικό, οπτικοακουστικό δρώμενο συνοδεύοντας τα καρέ της γερνανικης ταινίας animation «Η ώρα των Ματρώνων» και φωτογραφικές παρτιτούρες της Αναστασίας Χ. εμπνευσμένες από το ίδιο φίλμ.
INFO «Cinema Concerts» από την Moving Silence, 1-7 Απριλίου, σε «The Crypt» (Booze Cooperativa, Κολοκωτρώνη 57, τηλ. 211-4000863), «Goethe Institut» (Ομήρου 14, τηλ. 210-3661.000), «Μ55 Projects» (Μαυρομιχάλη 55, τηλ. 210-3624.856). Είσοδος ελεύθερη
Επτά συνολικά οι νέες ταινίες της βδομάδας εκ των οποίων μια ελληνική. Πρόκειται για την σάτιρα του Σωτήρη Γκορίτσα με τίτλο «Από τα Κόκκαλα Βγαλμένα», για την οδύσσεια της σύγκρουσης ενός γιατρού με το ΕΣΥ όπου λαμβάνουν μέρος πολλοί και γνωστοί ηθοποιοί. Ακολουθεί μια ταινία μυθοπλασίας, οικογενειακή μάλλον, μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο περιβάλλον των νομάδων της Δυτικής Μογγολίας. Πρόκειται για μια συμπαραγωγή Σουηδίας, Δανίας και Γερμανίας σε σκηνοθεσία Ρενέ Μπου Χάνσεν για ένα δωδεκάχρονο αγόρι που ακολουθώντας τον αετό του πατέρα του, φθάνει στον τόπο των δικών του ονείρων, στην πρωτεύουσα Ουλάν Μπατόρ. Τέλος υπάρχει και η ταινία κινουμένων σχεδίων της βδομάδας, αμερικaνο-νεοζηλανδέζικη, τρισδιάστατη και μεταγλωττισμένη στα ελληνικά. Εχει τίτλο «Yogi Bear» και πρωταγωνιστή ένα τρισχαριτωμένο αρκουδάκι. Κατά τα άλλα, συμπαθείς οι υπόλοιπες παραγωγές ενώ η Ταινιοθήκη, στα πλαίσια του φετινού φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου, διοργανώνει από 1-8 Απριλίου αφιέρωμα στον Κλoντ Σαμπρόλ. Αξιοσημείωτη αρνητικά και εξοργιστική η καλυμμένη κάτω από το είδος επιστημονικής φαντασίας «Παγκόσμια Εισβολή», ταινία αναίσχυντης ανοιχτής προπαγάνδας για τους Αμερικανούς πεζοναύτες, ειδικά αυτήν την περίοδο που πιάνουν πάλι δουλειά και συνεχίζουν να σφάζουν πάλι άμαχους, σε άλλα μήκη και πλάτη του πλανήτη.
Σε ρυθμούς βίντεο κλιπ, με στερεότυπες πλέον λήψεις, στερεότυπο μοντάζ και στερεότυπο φάσμα τεχνητά ψυχρών χρωματικών αποχρώσεων, εξιδανικεύεται αυτό που ονομάζουμε «αμερικάνικο», το πιο μεγάλο, το πιο υψηλό, το πιο γρήγορο, το πιο ψεύτικο κι ό,τι προέρχεται από τεχνική υπολογιστή. Επιβεβαιώνεται εν κατακλείδι για μια ακόμη φορά η αίσθηση ότι ο πραγματικός κόσμος εξωθείται από την κινηματογραφική βιομηχανία σε όλο και περισσότερη ταύτισή του, σε επίπεδο ρυθμών και επιρροών, με έναν ελκυστικής αιώνιας νεανικότητας - άνωθεν κατασκευασμένο - εικονικό κόσμο. Η «χωρίς όρια» εικονική ευτυχία μέσα από τα κέρδη στο χρηματιστήριο είναι η βάση της ευτυχίας του σύγχρονου ανθρώπου, μας λέει το φιλμ. Τώρα, βέβαια, εξαρτάται και από τη «σωστή» διαχείριση του καθενός...
Η μυθολογία του «αμερικάνικου ονείρου» συνεχίζεται... και όπως φαίνεται, για τους χειραγωγήσιμους που παράγει ο καπιταλισμός, η μυθολογία είναι πιο σημαντική από τα πραγματικά γεγονότα. Η σημερινή μυθολογία updated εξακολουθεί να στηρίζεται στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, όπου κεντρικό ρόλο έχει η σκέψη και τα ιδανικά της μεσαίας τάξης: Σκληρή δουλειά, λιτότητα και αποταμίευση και, τέλος, βελτίωση με βάση τις ατομικές ικανότητες. Το δόγμα του λαϊκισμού, παλιό όσο και οι ΗΠΑ, έχει τις ρίζες του σε ευκολοχώνευτα θεμελιώδη στοιχεία της πολιτικής του φιλοσοφίας: Την ευαγγελική παράδοση, τη δημοκρατική παράδοση και την παράδοση της επιτυχίας του αυτοδημιούργητου. Δεδομένου ότι οι ιδέες αυτές ήταν εύκολες στην κατανόησή τους, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και γενικευμένο μοντέλο συλλογικής συμπεριφοράς.
Σήμερα, εποχή της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, δε φθάνει η σκληρή και έντιμη δουλειά, αλλά χρειάζεται το «θαυματουργό χάπι» - που προτείνει το φιλμ - για να αυξηθεί στο 100 τοις 100 η λειτουργία του μυαλού των ατόμων. Οσων, βέβαια, τυγχάνει να έχουν μυαλό (επιχειρηματικό!, το μόνο που λογιάζεται για μυαλό). Οσο για τους υπόλοιπους, έχει ο Θεός ...που θα τους φροντίσει στον άλλο κόσμο...
Τίποτα το ιδιαίτερο κινηματογραφικά. Μεμονωμένες καλές στιγμές σε επίπεδο υποκειμενικών πλάνων, ενώ στο δεύτερο μέρος της η ταινία αλλάζει χαρακτήρα και χάνει οποιαδήποτε ίχνη σπιρτάδας και ρυθμού επέδειξε στο πρώτο μισό... Παίζουν: Μπράντλεϊ Κούπερ, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Εϊμπι Κόρνις, Αννα Φρίελ, κ.ά. Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).
ΣΕΜΙΧ ΚΑΠΛΑΝΟΓΛΟΥ: Εκπτωτος άγγελος
Καμιά φορά αρκεί μια τυχαία αφορμή να οπλίσει με την απαιτούμενη δύναμη τη θέληση για εκείνο το μεγάλο βήμα που φώλιαζε από καιρό στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αυτό συνέβη στην Ζεϊνέπ, τη νεαρή πρωταγωνίστρια της δεύτερης - χρονολογικά - μεγάλου μήκους ταινίας του γνώριμου πια στο κοινό - μετά το «Μέλι» και το «Αυγό» - Σεμίχ Καπλάνογλου. Εξαιρετική και σκληρή η ταινία, που, μέσα από πλάνα μεγάλης διάρκειας και εικόνες λιτές κι απέριττες σε περιεχόμενο και σκηνοθεσία, μέσα από ελάχιστο διάλογο και αραιοσπαρμένες μουσικές φράσεις του Εντβαρ Γκριγκ να σχίζουν το δομικό στοιχείο της σιωπής, αφηγείται γραμμικά, με αργό, ποιητικό συχνά, τρόπο τα τραύματα, τις ενοχές, τα αδιέξοδα και την απόγνωση της Ζεϊνέπ, που ο πατέρας της κακοποιεί σεξουαλικά κι εκείνη δεν μπορεί να μιλήσει πουθενά για την αιμομιξία ταμπού.
Η ερμητικά απόμακρη Ζεϊνέπ ζει στην Κωνσταντινούπολη, σε ένα μικρό διαμέρισμα με τον πατέρα της και δουλεύει καμαριέρα σε ξενοδοχείο. Ονειρεύεται κι αυτή ένα μέλλον διαφορετικό από το χωρίς χαρά παρόν και το χτίζει δειλά και κρυφά. Αγοράζει από καταλόγους χρηστικά αντικείμενα, μικρές ηλεκτρικές συσκευές που τις διατηρεί άθικτες στα κουτιά για εκείνη την ώρα ...για τη νέα ζωή. Απ' την άλλη, δεν αφήνει από τα χέρια της το «νήμα της ευχής», άλλοι έχουν τις πασιέντζες... Κάνει μια ευχή, δένει το νήμα κάπου και ξεκινά κι ανεβαίνει το μονοπάτι. Αν η κλωστή σπάσει, η ευχή δε θα πραγματοποιηθεί.
Μπορεί, όμως, και να μη σπάσει ... Ενας νεότερος σε ηλικία συνάδελφός της και απελπισμένα ερωτευμένος μαζί της κάνει συνεχείς προσπάθειες να την πλησιάσει. Σε άλλη γειτονιά της πόλης, ο Σελτσούκ, τεχνικός ήχου, παλεύει με τις ενοχές του για το θάνατο της γυναίκας του. Η Ζεϊνέπ παίρνει τα ρούχα της πεθαμένης που ο Σελτσούκ χαρίζει. Ετσι, το περιεχόμενο της βαλίτσας θα γίνει η αφορμή της μεταμόρφωσης της Ζεϊνέπ... του «Εκπτωτου Αγγέλου» που παίρνει τη ζωή της στα χέρια της εκδικούμενη την ντροπή, την παγωνιά και την καταπίεση στην οποία τόσα χρόνια ήταν καταδικασμένη... Αξίζει να την δείτε. Παίζουν: Τουλίν Οζεν, Μπουντάκ Ακαλίν, Μουζά Καραγκιόζ, κ.ά. Παραγωγή: Τουρκία, Ελλάδα (2004).
ΜΙΚΑΕΛ ΧΟΦΣΤΡΕΜ: Σανγκάη - Η πόλη των κατασκόπων
Την «Τελετή» του Μίκαελ Χόφστρεμ, την τελευταία «αμερικάνικη» ταινία τρόμου του 50χρονου Σουηδού σκηνοθέτη, την είδαμε στην Αθήνα πρόσφατα. Με αρκετή καθυστέρηση - που οφείλεται στην κινέζικη γραφειοκρατία, μια που η παγκόσμια πρεμιέρα είχε αποφασιστεί να γίνει στην Κίνα - προβάλλεται αυτήν τη βδομάδα η «Σανγκάη» - προηγούμενη της «Τελετής» - επίσης αμερικάνικη ταινία του Χόφστρεμ. Πρόκειται για κλασικού χολιγουντιανού στιλ φιλμ νουάρ. Για καλοφτιαγμένο, κατασκοπικό δράμα με διάσπαρτες πινελιές μελό και ευρωπαϊκό στίγμα (λόγω σεναριογράφου και σκηνοθέτη).
Τέλη του 1941 λίγο πριν την επίθεση των Γιαπωνέζων στο Περλ Χάρμπορ και την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο. Ο Αμερικανός πράκτορας Πολ Σόουμς (εξαίρετος ο Τζον Κιούζακ) έρχεται από το Βερολίνο στη Σανγκάη σε μυστική αποστολή και ρίχνεται στη διερεύνηση της δολοφονίας του φίλου του, κατάσκοπου Κόνερ. Στη φανταχτερή ιστορία, της οποίας ο μίτος δεν αφήνει κενά, διαδραματίζεται σε λαμπερά κοσμικά σαλόνια και υγρές και σκοτεινές γωνιές σε ρεαλιστικό κλίμα και ατμόσφαιρα προπολεμική στο εσωτερικό της μεγαλειώδους σκηνογραφικής αναπαράστασης εποχής όλης της περιοχής που βλέπει στο επιβλητικό λιμάνι της πόλης, διασταυρώνεται η δράση διεθνών πρακτόρων, μυστικής αστυνομίας, αντιστασιακών, των δυνάμεων του Αξονα, όλοι άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες.
Το αόρατο σκηνοθετικό στιλ επιτυγχάνεται μέσα από τα δυο θεμελιώδη: Τη σκηνοθεσία και το μοντάζ, προϋποθέτει βέβαια την τήρηση των συμβάσεων του είδους. Ολα τα στοιχεία υποτάσσονται συστηματικά στα συμφέροντα της αφήγησης. Το στιλ υποτάσσεται στην ιστορία. Αφήγηση σε voiceover και με πλήθος φλας μπακ. Το βλέμμα στο παρελθόν είναι κυρίαρχο, έτσι τα φλας μπακ κάπου γίνονται κοινότοπο αφηγηματικό τέχνασμα, μανιέρα σχεδόν, που τονίζει το παρελθόν σαν πηγή όλων των κακών του παρόντος. Ο Χόφστρεμ δεν αρκείται να δείξει το σημαντικό παρά μόνο από την καλύτερη γωνία, εξ ου και οι βαθιές σκιές, η περιφορά της κάμερας με σκοπούς αρπαχτικούς και ύποπτους, τα απειλητικά κοντινά πλάνα και οι συνθέσεις με τα πλήθη που εντείνουν την αγωνία και την αίσθηση της απειλής και της παγίδευσης... Αξιοπρεπέστατο. Παίζουν: Τζον Κούζακ, Γκονγκ Λι, Τζέφρι Ντιν Μόργκαν, Φράνκα Ποτέντε, Γιουν - Φατ Τσόου, Κεν Γουατανάμπι, κ.ά. Παραγωγή: ΗΠΑ, Κίνα (2010).
ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΛΙΜΠΕΣΜΑΝ: Παγκόσμια εισβολή
Λέγεται ότι τη νύχτα της 24ης προς 25η Φλεβάρη του 1942, ένα σημείο του ουρανού πάνω από το Λος Αντζελες γέμισε με ιπτάμενα, μη αναγνωρίσιμα, αντικείμενα. Με το βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ ακόμα νωπό, σηκώθηκαν πολεμικά αμερικανικά αεροσκάφη, άνοιξαν πυρ και έδιωξαν την απειλή από τον ορίζοντα. Μέχρι σήμερα δεν εξιχνιάστηκε το αίνιγμα της ταυτότητας εκείνων των νυχτερινών επισκεπτών... Η υπερπαραγωγή «επιστημονικής φαντασίας» του Τζόναθαν Λίμπεσμαν αναμασά ένα παλαιό όσο και χιλιοπαιγμένο θέμα: Την επίθεση εξωγήινων στη Γη. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση η επίθεση των μηχανικών εξωγήινων μοιάζει να είναι το δόλωμα ενός φιλμ, με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Μιας, επιφανειακά και μόνο, πολεμικής ταινίας, που συγκαλύπτει τα χαρακτηριστικά μιας ανατριχιαστικής προπαγάνδας. Γενικευμένη η αίσθηση ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός μακράς διάρκειας και συμπυκνωμένου διαφημιστικού σποτ για το σώμα των Αμερικανών πεζοναυτών, που, μάλιστα, φθάνει να εμπλέξει έως και την «ενσυνείδητη» επιδοκιμασία ενός παιδιού, μέσα από το συμβολισμό του στρατιωτικού χαιρετισμού...
Το φιλμ κατασκευάζει ένα πορτρέτο χωρίς ίχνος σκιάς, ενοχλητικό και ιδιαίτερου προσανατολισμού. Παρουσιάζει τον υποκελευστή ήρωα που στο βιογραφικό του έχει την ιδιότητα του βετεράνου στο Ιράκ και τον ανακηρύσσει αρχέτυπο του σύγχρονου πολεμιστή των ανθρωπιστικών αποστολών. Απευθύνεται, δε, ξεκάθαρα σε ένα κοινό που εκτρέφει και εκτρέφεται από συλλογικές φαντασιώσεις, που αρέσκεται σε φαντασιακές υποθέσεις και παραστάσεις και όχι σε εξαγωγή διδαγμάτων από την ιστορία του περίφημου πολέμου εναντίον της «τρομοκρατίας».
Στην ταινία συναντάται το εξής παράδοξο: Οι «κακοί» εξωγήινοι τι κάνουν; Επιτίθενται στην Αμερική με έναν «blitz Krieg», αλλιώς «σοκ και δέος» πόλεμο, όπως αποκαλεί η διεθνής κοινότητα τους δικούς της ιμπεριαλιστικούς πολέμους των τελευταίων δεκαετιών. Οι εξωγήινοι είναι οι κακοί που επιτίθενται στον πλανήτη Γη να τον καταλάβουν για να σφετεριστούν τα αποθέματα νερού ...γιατί το νερό τους ενδιαφέρει. Κάνουν, δηλαδή, ό,τι ακριβώς έκανε και συνεχίζει να κάνει στη Λιβύη με αναίσχυντη πια ξετσιπωσιά η «Διεθνής Κοινότητα» για το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον ορυκτό πλούτο...
Αρα, με τα μέτρα και τα σταθμά της διεθνούς κοινότητας, αφού οι εξωγήινοι είναι κατακτητές και οι διεθνής κοινότητα που επιτίθεται για το πετρέλαιο είναι κατακτητές, ενώ οι Αμερικανοί που μάχονται εναντίον του κατακτητή είναι, σύμφωνα με το δόγμα, τρομοκράτες.
Η ταινία «Παγκόσμια Εισβολή» θέτει επιτακτικά το ζήτημα της σχέσης μιας κοινωνίας με την τέχνη που παράγει και κατά πόσο τα διλήμματα που διαπερνούν την τέχνη αποκαλύπτουν και αντικατοπτρίζουν κυρίαρχες πολιτικές και ψυχολογικές διαθέσεις και τάσεις της κοινωνίας ή η τέχνη προΐσταται και συμβάλλει στη διαμόρφωση ευνοϊκού - γι' αυτούς που επιτίθενται - κλίμα και χειραγωγεί την κοινή γνώμη, ιδιαίτερα των νέων. Ο κινηματογράφος, σαν τα ηλεκτρονικά μέσα, έχει δραστικά μεταβάλει τον τρόπο που προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα. Επενεργεί πάνω μας ψυχολογικά και μας επηρεάζει πολιτικά. Σήμερα φθάσαμε να αποδεχόμαστε ως φυσιολογικό τις τεράστιες ποσότητες κάθε είδους πληροφορίας που μας μεταγγίζουν σε υπέρμετρες δόσεις, χωρίς να αναρωτιόμαστε και να μας απασχολεί ο τρόπος που μας μεταβιβάζουν αυτό που θέλουν να μας μεταδώσουν.
Η μορφή στο συγκεκριμένο φιλμ παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Κυρίαρχο σημείο, η οπτική γωνία από την οποία γίνεται η προσέγγιση του θέματος. Από τα μέσα. Από τις τάξεις των πεζοναυτών. Ο θεατής, λοιπόν, εντάσσεται στο στράτευμα σαν ενσωματωμένος πολεμικός ανταποκριτής και ζει δίπλα τους και τη φρενίτιδα των μαχών, αλλά και το ανθρώπινο και ανθρωπιστικό τους πρόσωπο. Πρόκειται για στημένο ντελίριο δοξασίας του ανθρωπιστικού πνεύματος των πεζοναυτών σε μια «αποστολή διάσωσης αμάχων». Και οποία αποκάλυψη! Οι άμαχοι, όλως τυχαίως, τυγχάνει να είναι λατινοαμερικάνικης καταγωγής...
Η σκηνοθεσία σε στιλ ψευδοντοκιμαντέρ. Στο ίδιο ακριβώς στιλ με τις «δραματοποιημένες» ειδήσεις του CNN, το οποίο, βέβαια, παρά τη βιβλική καταστροφή, συνεχίζει να εκπέμπει και να στέλνει ανταποκρίσεις από τα μέτωπα και εικόνες αποκάλυψης που επιβεβαιώνουν έναν τεχνολογικά ανώτερο εχθρό... Η κάμερα ηθελημένα στον ώμο. Μονίμως, ώστε να προσδίδει στην αφήγηση την αληθοφάνεια του αμοντάριστου ρεπορτάζ. Κουνάει σαν καράβι στο Κάβο Ντόρο ακόμη κι εκεί που δε χρειάζεται, για παράδειγμα, όταν δύο άνδρες συνομιλούν μέσα σε ένα γραφείο! Πλάνα ως επί το πλείστον κοντινά που αποκαλύπτουν την «ανθρώπινη υπόσταση» όσων ενδύονται την ιδιότητα του πεζοναύτη. Τους πλησιάζουμε από απόσταση αναπνοής. Διακρίνουμε το φόβο, τον πόνο τους για τα δεινά των αμάχων, αλλά και την αμετάκλητη απόφαση να φέρουν σε πέρας την ιερή τους αποστολή... «Αντιμετωπίζουμε άγνωστο εχθρό, αλλά ξέρουμε ότι πολεμάμε για την πατρίδα μας, τα σπίτια μας, την οικογένειά μας». Η κάμερα στρέφεται προς πάσα δυνατή και πιθανή κατεύθυνση, καδράρει εικόνες ξεκάθαρα αναγνώσιμες, βαλμένες σε αφηγηματική σειρά με μοντάζ καταιγιστικού ρυθμού χωρίς νεκρούς χρόνους. Εικόνες κουνημένες, κυματώδεις έως τρικυμιώδεις. Που βυθίζουν τον θεατή στην αίσθηση του χάους και παραπέμπουν ευθέως σε εικόνες από σύγχρονες ένοπλες συγκρούσεις αντάρτικου των πόλεων με εικόνες φλου πολλές φορές, κι αυτό εξυπηρετεί την αληθοφάνεια, και ρυθμό που προξενεί πονοκέφαλο, ζαλάδα, ως και κρίσεις επιληψίας. Τα κλισέ το ένα πίσω από το άλλο και η μουσική σαν βρύση που στάζει με στόμφο σε τσίγκο. Μέσα στις βίαιες κι εντυπωσιακές μάχες σιγά σιγά ήρωες γεννιούνται - όπως σε όλες τις μεγάλες μάχες. Κι ενώ νομίζει κανείς ότι το τέλος της ταινίας συμπίπτει με τη διάσωση των αμάχων, η δράση συνεχίζεται με την καταστροφή - στον επίλογο - του κέντρου διοίκησης των εξωγήινων και οι πεζοναύτες σε παροξυσμό πατριωτισμού επιβεβαιώνονται οι μοναδικοί που με αυτοθυσία - ως σύγχρονοι γενναίοι σταυροφόροι - μπορούν να σώσουν τον πλανήτη. Κάκιστη ταινία και αισχρή, το μόνο που σώζεται είναι τα ειδικά εφέ...
Κανείς, μα κανείς σήμερα δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί την Ιστορία και τα συμπεράσματά της! Παίζουν: Ααρον Εκχαρτ, Μισέλ Ροντρίγκες, Μάικλ Πένια, Νε - Γιο, Τζόι Κινγκ, Μπρίτζετ Μόιναχαν, κ.ά. Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).
Ενα διασκεδαστικό θρίλερ με έναν εξαιρετικά ικανό πρωταγωνιστή είναι η «Απόλυτη ευφυΐα», μια ταινία που παίζει με την ιδέα του «τι θα γινόταν αν...». Ποιες θα ήταν οι δυνατότητες και πόσες πόρτες θα άνοιγαν διάπλατα αν είχαμε τη δυνατότητα να ελέγχουμε απόλυτα τις δυνατότητες του εγκεφάλου μας;
Οι επιστήμονες σημειώνουν ότι χρησιμοποιούμε μόνο ένα πολύ μικρό μέρος. Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας αποκτά τη δυνατότητα να φτάσει στον απόλυτο έλεγχο. Θα πρέπει όμως να υποστεί και τις συνέπειες.
Βασικός χαρακτήρας είναι ο Εντι, ένας συγγραφέας που παιδεύει για πολύ καιρό ένα βιβλίο και ζει μια μάλλον ανεπρόκοπη ζωή. Οταν βρεθεί στα χέρια του ένα πειραματικό φάρμακο- ναρκωτικό, θα είναι σαν να ανοίγονται όλοι οι δρόμοι για τον Εντι. Ο,τι άκουσε ή έμαθε στη ζωή του, ξαφνικά είναι οργανωμένο με θαυμαστή τάξη στο μυαλό του και οι δυνατότητες είναι απεριόριστες. Ξαφνικά γίνεται ταλαντούχος, πανέξυπνος, γοητευτικός, πλούσιος. Τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει εκτός από το απόθεμα, που λιγοστεύει. Και τους ανθρώπους γύρω του που προσπαθούν να πάρουν ό,τι έχει μείνει από το θαυματουργό φάρμακο.
Η ταινία του Μπέργκερ δεν είναι ένα σπουδαίο θρίλερ. Είναι όμως μια γρήγορη, διασκεδαστική ταινία, καλύτερη από αυτή που περιμένει να δει κανείς. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας της βασίζεται στη γεμάτη ενέργεια και χάρισμα ερμηνεία του Μπράντλεϊ Κούπερ.
Οι άλλες ταινίες
Το «Σανγκάη, η πόλη των κατασκόπων» (**) που σκηνοθέτησε ο Μίκαελ Χάφστρομ, είναι ένα νουάρ φιλμ, μια ιστορία που διαδραματίζεται στη Σανγκάη της δεκαετίας του '40, όταν η πόλη βρίσκεται υπό ιαπωνική κατοχή. Ενας άντρας επιστρέφει στην πόλη προκειμένου να ερευνήσει τα αίτια ενός θανάτου. Ομως θα ανακαλύψει και άλλα, μεγαλύτερα μυστικά. Αν και η ταινία είναι γυρισμένη ατμοσφαιρικά, της λείπει η γνήσια ατμόσφαιρα. Μοιάζει σαν ένα καλοκατασκευασμένο αντίγραφο νουάρ χωρίς ψυχή. Ομως διαθέτει ένα πολύ καλό καστ (Τζον Κιούζακ, Γκονγκ Λι, Τσόου Γιουν Φατ, Κεν Γουατανάμπε, Ντέιβιντ Μορς).
Η «Παγκόσμια επίθεση» (*) του Τζόναθαν Λίμπεσμαν είναι μια αφόρητα φασαριόζικη περιπέτεια, με τον Ααρον Εκχαρτ να προσπαθεί μάταια να δώσει βάθος στον ρόλο ενός εκπαιδευτή πεζοναυτών, ο οποίος την τελευταία ημέρα του στον στρατό βρίσκεται αντιμέτωπος με μια μαζική επίθεση εξωγήινων. Κυρίως για όσους έχουν συνδέσει την οθόνη με τα βίντεογκεϊμ.
Ο «Yogi Bear» (**) είναι μεταφορά του δημοφιλούς διδύμου αρκούδων, του Γιόγκι και του Μπούμπου, σε περιπέτειές τους σε ένα δάσος. Η ταινία συνδυάζει ηθοποιούς και animation με τις φωνές του Νταν Ακρόιντ και του Τζάστιν Τίμπερλεϊκ και απευθύνεται κυρίως στις μικρές ηλικίες.
Προβάλλονται, τέλος, ο «Εκπτωτος άγγελος», δραματική ταινία που γύρισε το 2005 ο Σεμίχ Καπλάνογλου, και «Ο γιος του κυνηγού των αετών», οικογενειακό δράμα με ήρωα έναν εικοσάχρονο που θέλει να φύγει από την επαρχία της Μογγολίας για να ζήσει στην πρωτεύουσα.
Η «μετωπική σύγκρουση» του Σωτήρη Γκορίτσα, όπως δηλώνει ο υπότιτλος του «Απ' τα κόκαλα βγαλμένα», δεν είναι μόνο με το «ελληνικό Δημόσιο». Είναι συνολικά με την ελληνική πραγματικότητα, την ακόρεστη και καταστροφική νεοελληνική μαγκιά (αρκεί να θυμηθούμε τις ταινίες του «Απ' το χιόνι», «Βαλκανιζατέr», «Μπραζιλέρο»), το «αμύνεσθαι περί πάρτης». «Είμαστε μια κοινωνία που γουστάρει να παραμένει τσογλανοπαρέα», κατά πως λέει και ο ίδιος σε συνέντευξή του στην κυριακάτικη «Κ».
Στο «Απ' τα κόκαλα βγαλμένα» (βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του γιατρού Γιώργου Δενδρινού) ακτινογραφεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Χωρίς υπονοούμενα και περιστροφές. Ενας νεαρός ορθοπεδικός προσλαμβάνεται σε νοσοκομείο και από τα πρώτα λεπτά αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον παραλογισμό ενός συστήματος που ενώ δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τον ασθενή, «έχει εξελιχθεί σε δήμιό του». Το νοσοκομείο σαν σκηνή, με έναν θίασο ποικιλιών σε 24ωρη βάση, στον οποίο συμμετέχουν με σχεδόν ισοδύναμους ρόλους: διοικητικοί υπάλληλοι, νοσηλευτές, συνδικαλιστές, ιατρομεσίτες, φαρμακευτικές εταιρείες, ασθενείς κ.ο.κ. Κεντρικό μότο της ταινίας: «Το αυτονόητο είναι το ακατόρθωτο».
Στη διαρκή εναλλαγή επεισοδίων, το χαμόγελο δυσκολεύεται να εξελιχθεί σε γέλιο. Παγώνει, γιατί πολύ γρήγορα ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι ο παραλογισμός δεν είναι σύμπτωμα αλλά εκδήλωση της νόσου. Το θέμα της ταινίας είναι ισχυρό και κυρίαρχο. Τόσο που εγκλωβίζει την κινηματογραφική γραφή στην αντικειμενικότητα της καταγραφής, στη συνεπή απόδοση των γεγονότων. Ετσι οι, αποδεδειγμένες, σκηνοθετικές δεξιότητες του Σωτήρη Γκορίτσα εξαντλούνται στην προσπάθειά του να ισορροπήσει μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Μοιάζει να αισθάνεται δεσμευμένος τόσο στο βιβλίο όσο και στην ιστορία που βίωσε προσωπικά (ως θύμα τροχαίου), επιδιώκοντας να μετατρέψει τη ζοφερή πραγματικότητα σε ελκυστικό αφήγημα. Η εντός του διαμαρτυρία, όμως, ο θυμός για το συντελεσμένο αδιέξοδο γεννούν μια αμηχανία στο τελικό αποτέλεσμα. Κατορθώνει βέβαια κάτι αξιέπαινο. Σε ένα θέμα που προσφέρεται για άκρατο λαϊκισμό, δεν λαϊκίζει. Παραμένει ψύχραιμος, έντιμος, ανθρώπινος. Και κυρίως: δεν παραλείπει να αναγνωρίσει και να τιμήσει τις εξαιρέσεις. Τους γιατρούς που δεν ενδίδουν στο σύστημα, που δεν κολυμπούν ανέμελα στη νοοτροπία «φακελάκι», αλλά εργάζονται με επιστημονική επάρκεια και υποδειγματικό ήθος.
Αποσπά καλές ερμηνείες από σχεδόν όλους τους ηθοποιούς. Το εύρημα της μείξης του εθνικού ύμνου με το «I will survive» (από τους Burger Project) συνοψίζει καίρια το πνεύμα της ταινίας.
Οι αξιομνημόνευτες ταινίες στις οποίες είχε παίξει ο Φάρλεϊ Γκρέιντζερ, που πέθανε προχθές σε ηλικία 85 ετών, ήταν μετρημένες στα δάχτυλα.
Ευτύχησε όμως να πέσει στην... αφρόκρεμα. «Η Θηλειά» και «Ο άγνωστος του εξπρές» του Αλφρεντ Χίτσκοκ αλλά και το «Σένσο» του Βισκόντι τού έδωσαν την ευκαιρία να υποδυθεί σημαντικούς ρόλους σε μεγάλες ταινίες, όπου το όνομα των σκηνοθετών επισκίαζε το καστ, όσο καλό και να ήταν.
Στην εποχή του, πάντως, ο Φάρλεϊ Γκρέιντζερ συζητιόταν όχι τόσο για τις ερμηνευτικές του ικανότητες, αφού η καριέρα του δεν μακροημέρευσε, αλλά για την τόλμη του. Ο πανέμορφος ηθοποιός ήταν αντισυμβατικός και δεν έκρυψε ποτέ την ομοφυλοφιλία του ή για την ακρίβεια την αμφισεξουαλικότητά του. Και ο ίδιος βαυκαλιζόταν με την εικόνα του «άτακτου παιδιού», που είχε καλλιεργηθεί γύρω από αυτόν. Αρνήθηκε να παίξει το παιχνίδι της δημοσιότητας, απαραίτητο για την ανέλιξή του στο σταρ σίστεμ του Χόλιγουντ, τα τσούγκρισε με τον μεγιστάνα παραγωγό Σάμιουελ Γκόλντγουιν και δεν έκανε ένα λευκό γάμο, όπως άλλοι διάσημοι γκέι συνάδελφοί του.
Πριν από λίγα χρόνια, που κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, «Include me out: my life from Goldwyn to Broadway», τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι. Είχε ερωτικές σχέσεις με τον συνθέτη Λεόναρντ Μπερνστάιν, τον Τάιρον Πάουερ και τον κυνηγημένο επί μακαρθισμού μαρξιστή σεναριογράφο Αρθουρ Λόρεντς. Από το κρεβάτι του πέρασαν και διάσημες κυρίες, όπως οι Σέλεϊ Γουίντερς, Αβα Γκάρντνερ, Μπάρμπαρα Στάνγουικ και Τζόαν Κρόφορντ.
Την ομορφιά του άλλωστε πρόσεξε και ο Σάμιουελ Γκόλντγουιν όταν τον εντόπισε σε θεατρικές παραστάσεις στο Λος Αντζελες, σε ηλικία 18 ετών. Η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση έγινε στην ταινία «North star» του Λούις Μαϊλστόουν (1943). Επειτα από 2-3 ταινίες, η τύχη τού χαμογέλασε και βρέθηκε στη «Θηλειά» του Χίτσκοκ (1948), ένα θριλερικό μονοπλάνο όπου δύο συγκάτοικοι σκοτώνουν ένα συμφοιτητή τους. Στην επόμενη συνεργασία του με τον Χίτσκοκ, στο «Ο άγνωστος του εξπρές» (1951), είναι ένας πρωταθλητής του τένις στον οποίο ένας περίεργος τύπος (Ρόμπερτ Γουόλκερ) προτείνει να σκοτώσει τον πατέρα του και αυτός, σε αντάλλαγμα, να σκοτώσει τη γυναίκα του.
Ακολούθησαν κι άλλες ταινίες, που τις θυμόταν ως περίοδο ρουτίνας. Τον έβγαλε από τη μονοτονία ο Βισκόντι καλώντας τον να παίξει στο «Σένσο» έναν Αυστριακό καρδιοκατακτητή στρατιώτη, τον οποίο ερωτεύεται μια πλούσια κοντέσα, η Αλίντα Βάλι. Καμία επόμενη ταινία του δεν έκανε τόσο μεγάλη αίσθηση. Ούτε και οι εμφανίσεις του στο θέατρο, που τόσο αγαπούσε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σε αυτό επέστρεψε. Από τη θέση του φανατικού θεατή.
ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011
Πλούσια σε ποσότητα και με κορυφώσεις ποιοτικές η βδομάδα που διανύουμε... Επικεφαλής η επανέκδοση της κλασικής ταινίας από το 1931, του Γερμανού δημιουργού Γκέοργκ Βίλχελμ Πάμπστ, «Συντροφικότητα». Ακρως επίκαιρη, τόσο για τον ισχυρό αντιπολεμικό της χαρακτήρα όσο και το μήνυμά της για ταξική αλληλεγγύη των λαών, καθοριστική διεθνιστική αρχή και επίκαιρη σήμερα που άρχισε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος κατά του λαού της Λιβύης από τους ίδιους πάντα δολοφόνους, αυτούς τους πουλούν ευαισθησία ως προς την καταπίεση δημοκρατικών δικαιωμάτων άλλων, όμως ποτέ, μα ποτέ, των δικών τους λαών! Ιδιαίτερο κεφάλαιο συγκροτούν οι γυναικείες ταινίες: Στην πρωτοκαθεδρία η γοητευτικά ευκολοχώνευτη εγγλέζικη κωμωδία του Νάιτζελ Κόουλ «Γυναίκες έτοιμες για όλα», που αναβιώνει την πρώτη απεργία εργατριών στη Βρετανία του 1968.
Ακολουθούν δυο μικρού μήκους βραβευμένα ντοκιμαντέρ για γυναίκες καλλιτέχνιδες φτιαγμένα από γυναίκες - την Κλεώνη Φλέσσα και την Νορβηγίδα Ανε Σέρστι Μπγιορν - που προβάλλονται μαζί, με ενιαίο εισιτήριο για μια βδομάδα, στους χώρους της Ταινιοθήκης και τέλος παρόν και το Οσκαρικό γυναικείο βλέμμα - πάνω στο θέμα της βίας και της εκδίκησης - της Σουσάνε Μπίερ από τη Δανία, με την τελευταία της ταινία «Ισως, αύριο», φετινό Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Υπάρχει και το θρίλερ της βδομάδας, μια παραγωγή της «διεθνούς κοινότητας» με τίτλο «Ο Αγνωστος» σε σκηνοθεσία Ζομ Κολέ Σερά, με τον Λίαμ Νίσον, τον Μπρούνο Γκαντζ και τον Αϊνταν Κουίν και ιστορία που διαδραματίζεται στο σημερινό πεπερασμένης «πρακτορικής» αίγλης Βερολίνο. Υπάρχουν και κωμωδίες, όπως η γαλλική roadmovie κωμωδία «Μαμούθ» σε σκηνοθεσία των Γκουστάβ ντε Κερβέρν και Μπενουά Ντελεπίν με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στον πρωταγωνιστικό ρόλο του εξηντάχρονου στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης που ανακαλύπτει ότι οι κατά καιρούς εργοδότες δεν του «πέρασαν» όλα τα ένσημα που δικαιούταν και καβάλα στην παλιά μοτοσικλέτα του «Μαμούθ» βγαίνει στο κυνήγι των ενσήμων, διασχίζοντας τη χώρα και επιστρέφοντας έτσι σε χώρους και χρόνο από το παρελθόν.
Αμερικάνικη η άλλη κωμωδία με τίτλο «Πρωινό Ξύπνημα», σε σκηνοθεσία Ρότζερ Μίτσελ. Η ιστορία λαμβάνει χώρα σε τηλεοπτικό εργασιακό περιβάλλον. Με την Νταϊάν Κίτον, τον Χάρισον Φορντ και την Ρέιτσελ Μακ Ανταμς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Τέλος, προβάλλονται και δύο ταινίες κινουμένων σχεδίων, η μια αμερικάνικη, μεταγλωττισμένη στα ελληνικά έχει τίτλο «Αρης καλεί Μαμά» σε σκηνοθεσία Σάιμον Γουέλς, ενώ η άλλη είναι σαφές δείγμα του σκανδιναβικού (δανέζικου εν προκειμένω) προβληματισμού, αλλά και ανώτερου πολιτισμού με ιεραπόστολους, ναρκωτικά, σεξ, πορνοστάρ κ.λπ. κ.λπ. «Princess» ο τίτλος και Αντερς Μόργκεντχάλερ ο δημιουργός.
ΓΚΕΟΡΓΚ ΒΙΛΧΕΛΜ ΠΑΜΠΣΤ: Συντροφικότητα ή τραγωδία του ορυχείου
Ο Παμπστ το 1930 επωμίζεται ως Πρόεδρος της Οργάνωσης των Εργατών του Γερμανικού Κινηματογράφου (DACHO) συνδικαλιστικές και κοινωνικές ευθύνες. Το 1931 η προσφορά του αναφορικά με την προώθηση της ιδέας της εργατικής αλληλεγγύης και του σοσιαλισμού κορυφώνεται με τη ρεαλιστική του ταινία «Συντροφικότητα», που θέτει ταξικά και κοινωνικά ερωτήματα και καταφέρνει να προβάλει την ιδέα της αλληλοκατανόησης, ακόμα κι όταν οι άνθρωποι μιλούν διαφορετικές γλώσσες. Η ταινία μαζί με τις δυο προηγούμενες του σκηνοθέτη «Στο Δυτικό Μέτωπο» (1930) και «Οπερα της Πεντάρας» (1931) συνθέτουν την αποκαλούμενη Σοσιαλιστική του Τριλογία.
«
Γερμανοί ή Γάλλοι δεν έχει σημασία - είμαστε όλοι εργάτες και ο ανθρακωρύχος είναι ανθρακωρύχος», λέει ένας πρωταγωνιστικός ρόλος. Η ιστορία στη «Συντροφικότητα» συντάσσεται στη βάση ενός πραγματικού γεγονότος του 1906 - από τα χειρότερα εργατικά ατυχήματα, με 1.060 νεκρούς - στα ανθρακωρυχεία της γαλλικής πόλης Courrieres, πάνω στη γαλλογερμανική μεθόριο. Τότε Γερμανοί ανθρακωρύχοι από την απέναντι πλευρά των συνόρων είχαν προστρέξει στη διάσωση των Γάλλων συναδέλφων τους. Στην ταινία ο χρόνος του συμβάντος μετατοπίζεται συμβολικά στο 1919, μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επιβολή στους Γερμανούς της ταπεινωτικής Συνθήκης των Βερσαλλιών, ούτως ώστε να επιταθεί το μήνυμα της ειρήνης και της αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών.
Στο εισαγωγικό μέρος εκτίθεται η οικονομική και πολιτική κατάσταση τόσο στα γαλλικά όσο και τα γερμανικά εδάφη γύρω από την περιοχή των ορυχείων. Ανεργία και πληθωρισμός καλπάζουν, οι προλεταριακές τοπικές κοινωνίες εμφανίζουν δείγματα περιχαράκωσης και δυσπιστίας προς παν τι ξένο ... Γερμανοί άνεργοι περνούν τα σύνορα να δοκιμάσουν την τύχη τους στη Γαλλία, επιστρέφουν όμως με άδεια χέρια, ενώ περιστασιακά ξεσπάσματα σοβινισμού και ασήμαντες παρεξηγήσεις αυξάνουν την ένταση ανάμεσά τους. Δεν περνά καιρός και τρομαχτικές, απανωτές εκρήξεις άνθρακα στα ορυχεία της γαλλικής πλευράς εγκλωβίζουν τους εργάτες στα έγκατα της γης. Τα νέα περνούν γρήγορα τα σύνορα και φθάνουν στις ντουζιέρες που πλένονται οι Γερμανοί, μετά τη δουλειά. Και είναι αυτό το σημαντικό σημείο όπου η ιστορία αλλάζει τροπή, όταν οι Γερμανοί αποφασίζουν να προστρέξουν στη διάσωση των Γάλλων συναδέλφων τους.Η «Συντροφικότητα» χαρακτηρίζεται ως μια από τις αριστοτεχνικότερες, από άποψη ρεαλιστικών σκηνικών, έξοχης φωτογραφίας και ντοκουμενταρίστικης αληθοφάνειας ταινίες, όπου πλήθη ερασιτεχνών ηθοποιών βρίσκονται πλάι - πλάι με το βασικό καστ των επαγγελματιών. Θεωρείται ακόμη ως μια από τις τελειότερες - του ομιλούντος κινηματογράφου - ως προς την τεχνική της απεικόνισης των σκοτεινών διαδρόμων στις γαλαρίες των ορυχείων που αποκαλύπτονται με περίφημα τράβελινγκ, αλλά και με τη σπουδαία συνδρομή περαιτέρω τεχνικών μέσων όπως το «μπλιμπ», η χρήση του οποίου αφήνει στην κάμερα απίστευτη ελευθερία κίνησης, άρα και έκφραση, μια που τώρα μπορεί να πλησιάζει πολύ κοντά στα αντικείμενα που την ενδιαφέρουν χωρίς το φόβο του θορύβου της.
Ο Παμπστ μέσα από τα μηνύματα για αδελφοσύνη κι εργατική αλληλεγγύη στέλνει ένα ηχηρό αντιπολεμικό μήνυμα, ο πόλεμος αντιπροσωπεύει ένα παιδιάστικο στάδιο της εξέλιξης του ανθρώπου, σαν τα δυο αγοράκια της αρχής, το ένα από τη Γαλλία, το άλλο από τη Γερμανία που παίζουν βώλους, μαλώνουν κι έρχονται στα χέρια ...
Στις 25, 26 και 27 Μάρτη στις 21.00, μεταξύ των δύο προβολών, στον κινηματογράφο «ΤΡΙΑΝΟΝ» θα λαμβάνει χώρα μουσική παράσταση με ενιαίο εισιτήριο. Για περισσότερες πληροφορίες τηλεφωνήστε στο 210-8215469 και 210-8222702. Παίζουν: Ερνστ Μπους, Οσκαρ Χέκερ, Γκούσταβ Πίτσερ, Ελιζαμπέτ Βεντ, Αλεξάντερ Γκράναχ κ.ά. Παραγωγή: Γερμανία, Γαλλία (1931).
ΣΟΥΣΑΝΕ ΜΠΙΕΡ: Ισως, αύριο
Οφθαλμός αντί οφθαλμού ή μήπως στρέφουμε και το άλλο μάγουλο; Με ποιο τρόπο ο μικρός κι ο αδύναμος θα βρει το δίκιο του; Στην Αφρική μαίνονται εμφύλιοι πόλεμοι, αλλά και στη Δανία μαίνονται οι καθημερινές, «βίαιες» αντιθέσεις. Συγκριτικά, βέβαια, οι τελευταίες αποτελούν συγκρούσεις τύπου κι επιπέδου παιδικής χαράς. Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι «Εκδίκηση». Λέξη που συνιστά την έννοια κλειδί τόσο στο θεματικό «περιορισμό» και την ανάγνωση της ταινίας, όσο και στη «συζήτηση» (discours) που πηγάζει από το θέμα του φαύλου σπιράλ της βίας. Το φιλμ ξεκινά με έναν προσφυγικό καταυλισμό στην Αφρική που πλήττεται από τη βία του πολέμου, από τις τραγικές συνθήκες του υπαίθριου χειρουργείου που έστησε ο Σουηδός εθελοντής γιατρός. Την επόμενη στιγμή, η ταινία μεταφέρεται στη Δανία και χαράσσει παράλληλες για τη βία που ασκείται σε σχολικό περιβάλλον, σε μια ειδυλλιακή πόλη. Ετσι ξεκινά το σύνθετο αυτό δράμα με στοιχεία, που η δραματουργία της Μπίερ κλιμακώνει σταδιακά.
Κύριοι πρωταγωνιστές δύο συνομήλικα αγόρια από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, συμμαθητές και φίλοι. Ο Κρίστιαν μετακόμισε στην πόλη από το Λονδίνο μετά τον πρόσφατο, από καρκίνο, θάνατο της μητέρας του γεμάτος πόνο. Αλλά και μίσος για τον επιχειρηματία, απόντα συνήθως, πατέρα στον οποίο καταλογίζει ότι επιθυμούσε το θάνατο της γυναίκας του. Ο συνομήλικός του Ελίας, υπομένει σιωπηλά τη βία και την κακοποίηση από συμμορία συμμαθητών, ανίκανος να αντιδράσει, παραλυμένος από το δικό του πόνο, γιατί οι γονείς του χωρίζουν. Ο πατέρας του ήδη έφυγε εθελοντής γιατρός στην Αφρική μετά την αποκάλυψη ότι είχε και άλλη σχέση. Η μητέρα του, κι αυτή γιατρός, ζει μέσα σε συμπτώματα κατάθλιψης και στρες, μια κατάσταση που η Μπίερ περιγράφει με μαεστρία. Ο παγερά απόκοσμος Κρίστιαν με συμπεριφορά ψυχοπαθούς είναι ο δραματουργικός πυρήνας, η κομβική αφετηρία από όπου ξεκινούν οι φυγόκεντρες δυνάμεις του μύθου. Ρόλος και αιτίαση τελούν σε σχέση διαλεκτική χωρίς όμως το αποτέλεσμα να κατορθώνει να φαίνεται αξιόπιστο.
Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας ισχυρίζεται η Μπίερ που επέλεξε να βουτήξει σε βαθιά νερά μέσα από προσέγγιση καθημερινότητας με πληθώρα κλισέ και βέβαια χάπι εντ. Μέσα από έναν αφηγηματικό τρόπο που συνιστά την απλούστερη και αναγνωρίσιμη οδό. Ο τρόπος που δείχνει τα «φορεία» να φθάνουν στο αφρικάνικο χειρουργείο παραπέμπει ευθέως στα αντίστοιχα πλάνα της τηλεοπτικής αμερικανικής σειράς «Στην εντατική». Η Μπίερ προσπαθεί να κρατά στην «τσίτα» τα συναισθήματα του θεατή σε αυτό συνδράμει και ο τρόπος που η πλοκή, τα τεκταινόμενα, ακολουθούν ένα παιχνίδι που εναλλάσσεται σε δύο μέτωπα. Η τακτική όμως αυτή οδηγεί στο να γλιστρά προς ήδη γνωστές διαπιστώσεις και συμπεράσματα αντί να ψάχνει για νέα. Δειγματοληπτικά αναφέρεται το αξιακό σύστημα που προβάλλουν οι δάσκαλοι του σχολείου, οι αστυνομικοί που διεξάγουν ανάκριση για τον ξυλοδαρμό μαθητή ή ο ευέξαπτος μηχανικός του συνεργείου αυτοκινήτων, ο άκρατος ατομικισμός και ο κατατεμαχισμένος άνθρωπος. Ο Σουηδός γιατρός έχει αδυναμία να συνθέσει την εικόνα μιας ενιαίας συμπεριφοράς ενός ακέραιου ανθρώπου: Συμπεριφέρεται ή ως γιατρός και μόνο, ή ως πατέρας και μόνο, ή ως πολίτης και μόνο. Η ουδετερότητά του διαπιστώνεται ότι είναι στοιχείο αρνητικό και πολύ μάλιστα. Η βίαια πράξη εκδίκησης που συνταράσσει τις οικογένειες και των δύο αγοριών γίνεται και η αιτία να επιλυθούν - μάλλον να κουκουλωθούν ακόμα μια φορά τα εσωτερικά τους προβλήματα. Παρά τις καλές ερμηνείες, την τεχνική αρτιότητα και τα πολλά κοντινά α λα Μπέργκμαν πλάνα όπου η Μπίερ φυλακίζει την ψυχή των ηθοποιών της, η ταινία είναι μια επιφανειακή και ρηχή αντιμετώπιση ενός τεράστιου θέματος. Παίζουν: Μίκαελ Πέρσμπραντ, Ούλρικ Τόμσεν, Τρίνε Ντίρχολμ, Καμίλα Γκότλιμπ, Σάτου Χελένα Μίκελίνεν, κ.ά. Παραγωγή: Δανία, Σουηδία (2010)
ΝΑΪΤΖΕΛ ΚΟΟΥΛ: Γυναίκες έτοιμες για όλα
Ταινία άριστων ισορροπιών, «ελαφριά» και «βαριά» ταυτόχρονα, δράμα και χιούμορ, πολιτική στράτευση και υψηλής ποιότητας βρετανική υποκριτική τέχνη και στο κέντρο το «πρόβλημα» που παραμένει ίδιο, σήμερα όπως και χτες. Φυσικά, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της ταινίας επικεντρώνεται στο θέμα της, σε μια σελίδα του αγώνα της εργατικής τάξης που τώρα ηχεί επίκαιρη περισσότερο από ποτέ.
Μυθοπλασία κοινωνικο-ιστορική με απόλυτη αίσθηση της περιπλοκότητας της κατάστασης, που ούτε στιγμή δεν πέφτει στο μελό, για το χρονικό της πρώτης απεργίας γυναικών στη Βρετανία, που έφτασε να προξενήσει κρίση σε εθνικό επίπεδο. Αψεγάδιαστη αναπαράσταση της εποχής μέσα από στοιχεία σκηνογραφικά, ενδυματολογικά και πολιτισμικά. Η ταινία θύμισε στους πιο παλιούς την πολύχρωμη μόδα του τότε, τη μίνι φούστα, τη μυθική μάρκα ΒΙΒΑ, τα χτενίσματα με τα ξασμένα μαλλιά, το παχύ αϊ-λάινερ γύρω από τα μάτια, τη ρυθμική μουσική των πιονιέρων των εγγλέζικων συγκροτημάτων... Ολα όμως αυτά τα χρωματιστά και νοσταλγικά ντύνουν εξωτερικά αυτήν τη βρετανική κωμωδία της εργατικής τάξης. Δεν αντικαθιστούν και ούτε μετατοπίζουν στο ελάχιστο το εστιακό κέντρο: Την ιστορική απεργία των Εγγλέζων εργατριών.
Επί πρωθυπουργίας Χάρολντ Ουίλσον, κυβέρνησης των Εργατικών και υπουργού Εργασίας Μπάρμπαρα Καστλ, τον Ιούνιο του 1968, 183 εργάτριες, ράφτρες καλυμμάτων στις εγκαταστάσεις της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας «Φορντ», στην εργατούπολη Dagenham κήρυξαν απεργία που διήρκεσε 3 ολόκληρες εβδομάδες. Την εποχή της απεργίας η «Φορντ» ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανία στην Ευρώπη με 55.000 εργαζόμενους και παραγωγή 500.000 οχημάτων το χρόνο. Αίτημα των απεργών ραφτρών όχι μόνο η αύξηση μισθών σε επίπεδα ειδικευμένου προσωπικού, αλλά και ισοτιμία στη συμπεριφορά. Η ταινία ορθά - κοφτά δείχνει ότι ακόμη κι όταν κάποιος είναι μικρός κι αδύναμος, αν ο αγώνας δίνεται αταλάντευτα, με εργατική αλληλεγγύη και καθολική συμμετοχή, όχι απλά υπάρχουν πιθανότητες νίκης, αλλά η νίκη είναι βέβαιη!
Ταινία με πάμπολλες αναγνώσεις, αλλά και διευκρινίσεις: Το μεγάλο κεφάλαιο, τα αφεντικά και οι υπάλληλοί τους δεν είναι άκαρδοι και κακοί, είναι καπιταλιστές. Οι συνδικαλιστές εργατοπατέρες δεν είναι άμυαλοι και σεξιστές, αλλά υπάλληλοι των καπιταλιστών. Το ίδιο και οι κυβερνητικές εξουσίες, ιδιαίτερα οι «φιλολαϊκές», που τα πλοκάμια τους συνδέονται ασφυκτικά με τη δράση των μεγαλοσυνδικαλιστών. Η αστή σύζυγος του στελέχους της «Φορντ» δε συντάσσεται με τα ταξικά αιτήματα της απεργίας, αλλά συνιστά στερεότυπο ψυχαναλυτικού φεμινισμού... κλπ., κλπ. Να την δείτε! Παίζουν: Σάλι Χόκινς, Μπομπ Χόσκινς, Αντρέα Ράισμπόροου, Σάιαν Σκοτ κ.ά. Παραγωγή: Βρετανία (2010).
Η Νορβηγίδα Ανε Σέρστι Μπγιορν έχει στο ενεργητικό της αρκετές ταινίες ντοκιμαντέρ και animation. Το φεμινιστικό της ντοκιμαντέρ από το 2000 χαρακτηρίζεται από υπέρμετρο όγκο υλικού. Υπέρμετρο σε σχέση και με την πενηντάλεπτη διάρκεια της ταινίας αλλά και με το θέμα καθαυτό, γεγονός που υποχρεώνει την αφήγηση σε ρυθμούς βεβιασμένους, σε λόγο συνοπτικό μα και κατά τι πεπερασμένο. Η ταινία δείχνει έξι «νέες, ωραίες και προικισμένες» γυναίκες που ασπάστηκαν τη δεκαετία του '30 το σουρεαλισμό και πλαισίωσαν το ανδροκρατούμενο κίνημα στο προπολεμικό Παρίσι. Πλάι τους εμφανίζεται και μία έβδομη, μια σημερινή εικαστική καλλιτέχνης από τη Νορβηγία, η Vildevon Krogh, την οποία συνεχίζουν να εμπνέουν τα ίδια σύμβολα και μυθολογικά ζώα που κάποτε γοήτευσαν τις σουρεαλίστριες πρόγονές της, που με την τέχνη τους διαμόρφωσαν ένα ολόκληρο σύμπαν που αντανακλά το εσωτερικό βάθος του υποσυνείδητου. Το ντοκιμαντέρ της Μπγιορν σχολιάζει πρόσωπα και καταστάσεις, κάνει χρήση έξυπνης και προσωπικού στιλ animation και εγγράφει, τέλος, το έργο και τη σκέψη των «μυθικών» αυτών γυναικείων μορφών στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της εποχής.
Η πρεμιέρα σήμερα το βράδυ στις 20.00 στην Ταινιοθήκη, παρουσία των σκηνοθετριών, που θα συζητήσουν με το κοινό. Παραγωγή: Νορβηγία (2000).
ΚΛΕΩΝΗ ΦΛΕΣΣΑ: Ελένη Μπούκουρη - Αλταμούρα. Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος
Η Κλεώνη Φλέσσα κάνει ένα στέρεο ντοκιμαντέρ για την πρώτη Ελληνίδα ζωγράφο το οποίο χαρακτηρίζει «κομψότητα, ρυθμός και φινέτσα» ... ιδιότητες που διέπουν και το έργο της σημαντικής ζωγράφου από τις Σπέτσες που προσωπογραφείται στην ταινία και που πριν λίγες μέρες συμπληρώθηκαν 111 χρόνια από τον θάνατό της. Κατατοπιστικό το υλικό, οπτικό και ηχητικό, που επιλέχθηκε για να συνθέσει την γραμμική αφήγηση του ντοκιμαντέρ που πορεύεται μέσα σε κλασικά πλαίσια και πάνω σε σίγουρες νόρμες. Ουσιαστικός ο τρόπος που η Φλέσσα υφαίνει τα διαφορετικά αυτά υλικά μαζί, ώστε να καταγράψει με ευαισθησία την ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρεται και να εντάξει σε αυτήν την διαλεκτική σχέση καλλιτέχνη και έργου, ζωής και τέχνης. Αυστηρή και σεμνή η παρουσία της νεαρής ηθοποιού στις σκηνές μυθοπλασίας. Εκείνη σε διπλό ρόλο, πότε να ακολουθεί και να καταγράφει με επιμονή ερευνητή τα ίχνη της Μπούκουρη-Αλταμούρα στην Ρώμη και την Φλωρεντία και πότε να υποδύεται την ζωγράφο και να προσπαθεί να διεισδύσει σε μύχιες σκέψεις και σε προβληματισμούς, «προβολές» σε έναν άλλο χρόνο ... Η περιήγηση και περιπλάνηση στους ιταλικούς δρόμους, πλατείες και γωνιές ήταν αριστουργηματική, μεταλλασσόταν, πέρα από την εικόνα, σε ουσία ρευστή και δομική ...
Οι άνδρες, τα διαμάντια, τα υπέροχα ρούχα: η Ελίζαμπεθ Τέιλορ μίλησε για όλα αυτά στην Κιμ Καρντάσιαν (Φωτογραφία: Αρχείο ΔΟΛ )
Λος Αντζελες
Στο τελευταίο tweet που ανέβασε η Ελίζαμπεθ Τέιλορ πριν από τον θάνατό της, καλούσε τους θαυμαστές της να ρίξουν μια ματιά στην συνέντευξη που έδωσε τον Φεβρουάριο του 2011 στην Κιμ Καρντάσιαν (ηθοποιό, μοντέλο, τηλεοπτική περσόνα).
«Δεν είχα σκοπό να αποκτήσω πολλά κοσμήματα ή πολλούς συζύγους. Για μένα η ζωή απλά συνέβη, όπως συμβαίνει για τον καθένα» έλεγε τότε η γυναίκα με τα βιολετιά μάτια, η οποία απεβίωσε την Τετάρτη σε ηλικία 79 ετών.
Στη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Harper's Bazaar, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ δήλωνε: «Ήμουν απίστευτα τυχερή στη ζωή μου που γνώρισα τεράστια αγάπη και φυσικά που είμαι η προσωρινή κάτοχος μερικών απίθανων και πανέμορφων πραγμάτων. Αλλά ποτέ δεν ένιωσα μεγαλύτερη χαρά από όταν έβλεπα τα παιδιά μου να χαίρονται με κάτι, ποτέ πιο ζωντανή από όταν έβλεπα έναν μεγάλο καλλιτέχνη και ποτέ πιο πλούσια από τότε που μου δινόταν μια μεγάλη δωρεά για τον αγώνα μου κατά του AIDS».
Η διάσημη ηθοποιός μιλά για τα διαμάντια της, το δαχτυλίδι των 29,4 καρατίων που της είχε χαρίσει ο Μάικ Τοντ, το διάσημο διαμάντι Krupp των 33,19 καρατίων και φυσικά το διαμάντι Μπάρτον-Τέιλορ των 69,42 καρατίων. «Το μέγεθος μετράει» είχε πει η ίδια, «αλλά το ίδιο μετράει και το μέγεθος του συναισθήματος πίσω από αυτό».
Έχοντας συνεργαστεί με μερικούς από τους πιο ονειρεμένους άνδρες όλων των εποχών: τον Ροκ Χάντσον, τον Μοντγκόμερι Κλιφτ, τον Μάρλον Μπράντο, τον Τζέιμς Ντιν, τον Πολ Νιούμαν, τον Μάικλ Κέιν και τον Ουόρεν Μπίτι, η Λιζ Τέιλορ δήλωσε στη συνέντευξη ότι θα ήθελε να συνεργαζόταν με τον Τζόνι Ντεπ και τον Κόλιν Φάρελ.
«Εάν ζούσε ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, πιστεύετε ότι θα είχατε ξαναπαντρευτεί;» την ρωτά η Κιμ Καρντάσιαν.
«Θα ήταν αναπόφευκτο ότι θα είχαμε ξαναπαντρευτεί, αλλά αυτό δεν είναι ένα θέμα προς συζήτηση» έλεγε αινιγματικά η διάσημη ηθοποιός.
Ελίζαμπεθ Τέιλορ: το κορίτσι με τα βιολετιά μάτια και την αγάπη στα διαμάντια
Πέθανε την Τετάρτη η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Τέιλορ σε ηλικία 79 ετών. Διάσημη για την αγάπη της για τα διαμάντια και για τους οκτώ γάμους της, η Τέιλορ, η γυναίκα με τα ωραιότερα μάτια της μεγάλης οθόνης, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα υγείας.
Την είδηση του θανάτου της επιβεβαίωσε ο ατζέντης της, ο οποίος είπε ότι τα τέσσερα παιδιά της ηθοποιού βρίσκονταν μαζί της στο νοσοκομείο Cedars-Sinai στο Λος Άντζελες τη στιγμή του θανάτου της.
Ήταν «μια εκπληκτική γυναίκα που ζούσε τη ζωή στο έπακρο» ανέφερε σε ανακοίνωσή του, ο γιος της Μάικλ Γουίλντινγκ.
Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ -οι φίλοι της την φώναζαν Λιζ- είχε πρωταγωνιστήσει σε πολύ γνωστές ταινίες του Χόλιγουντ, όπως η Κλεοπάτρα, το Λυσσασμένη Γάτα και το Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;
Είχε παντρευτεί επτά άνδρες, ενώ από τους πιο διάσημους γάμους της ήταν εκείνος με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, τον οποίο είχε παντρευτεί δύο φορές.
Η Τέιλορ γεννήθηκε στο Χάμπσεντ της Βρετανίας -κοντά στο Λονδίνο- από Αμερικανούς γονείς. Στα επτά της χρόνια μετακόμισε στις ΗΠΑ και από πολύ μικρή ηλικία ξεκίνησε την καριέρα της στον κινηματογράφο.
Η πρώτη της εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1943 με την ταινία Σιωπηλός κατήγορος.
Τη δεκαετία του 1950 αναδείχθηκε σε μεγάλη σταρ, με τη συμμετοχή της σε πλήθος ταινιών. Προτάθηκε για Όσκαρ πέντε φορές και κέρδισε το βραβείο δύο από αυτές -για το Ζήσαμε στην Αμαρτία το 1960 και για το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ το 1966.
Άλλες γνωστές ταινίες της είναι: Μια θέση στον ήλιο, Ο Γίγας, Όσα δε σβήνει ο χρόνος, Λυσσασμένη γάτα και Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι.
Το ειδύλλιό της με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον αποτελεί ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα στην ιστορία του Χόλιγουντ.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1963 στα γυρίσματα της ταινίας Κλεοπάτρα, μια από τις πιο ακριβές παραγωγές του Χόλιγουντ.
Όταν γνώρισε τον Ρ.Μπάρτον είχε ήδη παντρευτεί τέσσερις φορές (τους Κόνραντ Χίλτον, Μάικλ Γουίλντινγκ, Μάικλ Τοντ και Έντι Φίσερ).
Η σχέση τους χαρακτηριζόταν από έντονες εξάρσεις και τους οδήγησε να χωρίσουν και να ξαναπαντρευτούν το 1975. Αργότερα, παντρεύτηκε τους Τζον Γουόρνερ και Λάρι Φορτένσκι.
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει έβδομη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με το σινεμά και έδωσε όλες της τις δυνάμεις στις φιλανθρωπικές της δραστηριότητες.
Τα προβλήματα υγείας
Τα προβλήματα υγείας για την Τέιλορ ξεκίνησαν πολύ νωρίς, στα γυρίσματα της ταινίας National Velvet, γεγονός που οδήγησε σε χρόνιο πρόβλημα με την πλάτη της.
Παρ'ολίγον να χάσει τη ζωή της από πνευμονία το 1961, ενώ συχνά πάλευε με τον εθισμό της από το αλκοόλ και τα παυσίπονα.
Τη δεκαετία του 1990 έκανε δύο εγχειρήσεις στον γοφό, ενώ άλλη μια πνευμονία και μια εγχείρηση καλοήθη όγκου στον εγκέφαλο επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας της.
Το 2004 αποκάλυψε ότι έπασχε από συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και μάλιστα υποβλήθηκε σε εγχείρηση για να αντικαταστήσει μια κατεστραμμένη βαλβίδα.
Εκείνη συνέχιζε πάντα να χαμογελάει και να ασχολείται με το ίδρυμα για το AIDS, το οποίο δημιούργησε το 1991, μετά τον θάνατο του καλού της φίλου Ροκ Χάντσον.
Με επιτυχία ολοκληρώθηκε την Τετάρτη, 16 Μαρτίου 2011 το 6ο SFF-rated Athens που διεξήχθη στον κινηματογράφο ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ FILMCENTER το διάστημα 10-16 Μαρτίου 2011.
Με την απονομή των Βραβείων Κοινού και την κλήρωση για τα δώρα Κοινού έπεσε η αυλαία για το 6ο SFF-rated Athens. Το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Επιστημονικής Φαντασίας & Φανταστικού της Αθήνας που διοργανώνεται από την Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας (ΑΛΕΦ) δικαίωσε φέτος το κοινό που το ακολουθεί πιστά τα τελευταία πέντε χρόνια, πετυχαίνοντας στην 6η διοργάνωσή του την πιο εντυπωσιακή μαζική συμμετοχή κοινού. Πέρα από τη δυναμική παρουσία του σε επίπεδο προγράμματος με αποκορύφωση την εξασφάλιση της παγκόσμιας πρεμιέρας της ταινίας Η.P. Lovecraft “The Whisperer in Darkness”, καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του φεστιβάλ έπαιξε η δύναμη της επικοινωνίας.
Η Παγκόσμια Πρεμιέρα του “Whisperer in Darkness” προβλήθηκε σε μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη με την προσθήκη επιπλέον καθισμάτων και τις δύο μέρες, ενώ αρκετός κόσμος που δεν είχε προαγοράσει εισιτήρια ή δεν είχε προλάβει να φτάσει εγκαίρως, έμεινε τελικά εκτός αιθούσης. Ήταν μια προβολή αντάξια της περίπτωσης, δικαιώνοντας τον σκηνοθέτη της, Sean Branney που επέλεξε για την Παγκόσμια Πρεμιέρα της ταινίας του το αθηναϊκό κοινό και το Φεστιβάλ SFF-rated ATHENS 2011. Εντυπωσιακή ήταν και η προσέλευση του κόσμου στη μεταμεσονύκτια προβολή των ταινιών “The Hunt for Gollum” και “The Call of Cthulhu” την Παρασκευή 11 Μαρτίου, αλλά και στις ταινίες 8th Wonderland και Τhe Oracle που προβλήθηκαν στην κατάμεστη αίθουσα του ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΥ FILMCENTER.
Η απονομή των Βραβείων Κοινού έλαβε χώρα την Τετάρτη 16 Μαρτίου στον κινηματογράφο ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ FILMCENTER αναδεικνύοντας τις καλύτερες συμμετοχές ταινιών σύμφωνα με τις 6 ειδικές κατηγορίες βραβείων του φεστιβάλ.
Η μεγάλου μήκους ταινία “8th Wonderland”, η οποία μας έδειξε με εντυπωσιακό όσο και προκλητικό τρόπο τι θα μπορούσε να συμβεί αν τα κοινωνικά δίκτυα στο Internet εξελίσσονταν σε …εικονικές χώρες, αναδείχτηκε η μεγάλη αγαπημένη του Κοινού, καθώς κέρδισε τόσο το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, όσο και το Βραβείο Σεναρίου.
Το Ελληνικό Κοινό αναγνώρισε τη μαεστρία του Sean Branney, χαρίζοντάς του το Βραβείο Σκηνοθεσίας για την ταινία «The Whisperer In Darkness».
Τέλος, το Βραβείο Διχογνωμίας Κοινού, η παγκόσμια αποκλειστικότητα του SFF-rated Athens, με το οποίο βραβεύεται η ταινία που συγκέντρωσε τις πιο αντίθετες και ακραίες γνώμες, κέρδισε η ελληνική παραγωγή «Ο Θάνατος που Ονειρεύτηκα» του πολλά υποσχόμενου σκηνοθέτη Παναγιώτη Κράββα.
Στα Βραβεία ταινιών Μικρού Μήκους, το κοινό δικαίωσε την επιλογή του φεστιβάλ να αναδείξει το Ελληνικό Δίκτυο Ανεξάρτητων Κινηματογραφιστών «CHAINFREE», μιας και το Βραβείο Κοινού για την Καλύτερη Ταινία Μικρού Μήκους απέσπασε μία από τις ταινίες της CHAINFREE, το “Dead On Time” των Κ. Σκύφτα και Α. Λαμπρόπουλου.
Το πρωτοεμφανιζόμενο σαν κατηγορία βράβευσης, Βραβείο Καλύτερης Σεναριακής Ιδέας Μικρού Μήκους, δόθηκε στην γαλλική ταινία «Tous Les Hommes S’appellent Robert”. Μέσα από αυτό το νέο βραβείο, φάνηκε ότι το κοινό γοητεύεται από την προσέγγιση του Φανταστικού, μιας και οι θετικές ψήφοι για τις σεναριακές ιδέες των περισσότερων ταινιών ήταν εντυπωσιακά πολλές.
Από τις ταινίες μεγάλου μήκους που χωρίς να λάβουν τελικά κάποιο βραβείο, κέρδισαν τα ενθουσιώδη σχόλια του κοινού σημειώνουμε το «The Oracle», το οποίο και στα τρία βραβεία μεγάλου μήκους (Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Καλύτερης Ταινίας), απείχε μόλις μια ανάσα από την κορυφή. Επίσης το κοινό έδειξε να εκτιμά ιδιαίτερα τον ηθικό προβληματισμό σε σχέση με την κλωνοποίηση ανθρώπων που έθεσε το μεξικάνικο «Depositarios», ενώ ήσυχα, και συγκλονιστικά για αρκετούς, προβλήθηκε το δραματικό «A Hetedik Kor/The 7th Circle» από την Ουγγαρία.
Οι ελληνικές συμμετοχές μεγάλου μήκους τράβηξαν την προσοχή του κοινού, το οποίο ήρθε επί τούτου για να παρακολουθήσει σε μεταμεσονύκτια προβολή το found footage “Subconscious” του Χρήστου Πετρόπουλου, απόλαυσε την προσεγμένη δουλειά του Γιώργου Πιτσάκη στο «Ψύχος», και παθιάστηκε όπως προαναφέραμε με το «Ο Θάνατος που Ονειρεύτηκα» του Παναγιώτη ΚράββαΤη φετινή διοργάνωση τίμησαν με την παρουσία τους σε επίπεδο διεθνών καλεσμένων, πέρα από το Sean Branney από το Λος Άντζελες των Η.Π.Α., ο σκηνοθέτης της ταινίας “The Oracle” Shamus Maxwell, αλλά και η πρωταγωνίστρια αυτής Kate Bishop από τη Μ. Βρετανία, ο επίσης Βρετανός John Edwards που συμμετείχε στο φεστιβάλ με την ταινία “Τimelarks” και ο σκηνοθέτης της ταινίας “Basar Vedam” Oren Hamel από το Ισραήλ.
Το φεστιβάλ ανανεώνει την πρόσκληση για το Μάρτιο του 2012 με το 7ο SFF-rated Athens και ακόμα περισσότερες εκπλήξεις για το κοινό του.
Για έκτη συνεχόμενη χρονιά το Animfest, το διεθνές φεστιβάλ ανιμέισον της Αθήνας, ξαναξεκινά. Από σήμερα και για μια βδομάδα θα προβληθούν στην Ταινιοθήκη πάνω από 146 ταινίες ανιμέισον από τριάντα οκτώ χώρες.
Σκηνή από το «Vicenta» του επίσημου καλεσμένου Sam ori Marti Ξεχωρίζουν η συλλογή κινουμένων σχεδίων παραγωγής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και μια επιλογή βραβευμένων ταινιών από το 6ο China International Cartoon and Animation Festival.
Επίσημος προσκεκλημένος είναι ο διεθνώς αναγνωρισμένος Sam, κατά κόσμον Σαμουήλ Ορτί Μαρτί. Ιδρυτής της εταιρείας παραγωγής Confictivos, έχει περάσει την τελευταία δεκαετία πειραματιζόμενος με τον πηλό και τις τεχνικές εμψύχωσης του συγκεκριμένου υλικού. Ανάμεσα στις μικρού μήκους ανιμέισον και οι «Encarna» (2003), «Hermetico» (2004), «Semantica» (2005), «El ataque delos Kriters asesinos» (2007), «The Werepig» και «Vicenta» (2010) που απέσπασαν πολλά διεθνή βραβεία.
Σήμερα (1 μ.μ.) θα δώσει masterclass στον ΑΚΤΟ (Ευελπίδων 11α, με ελεύθερη είσοδο).
Θα επαναληφθεί στον ΑΚΤΟ Θεσσαλονίκης την Δευτέρα (12, μεσημέρι). Οι ταινίες του θα προβληθούν το Σάββατο, μετά τα μεσάνυχτα. Θα τις παρουσιάσει ο ίδιος και θα απαντήσει σε ερωτήσεις. Η εκδήλωση θα κλείσει με... Bloody Mary.
- Κατά τη διάρκεια του Animfest οι video artists Μπάμπης Βενετόπουλος και Βίκυ Μπέτσου θα εκθέσουν οπτικοακουστικά περιβάλλοντα στο υπόγειο και το ισόγειο της Ταινιοθήκης, αντίστοιχα.
- Το Σάββατο θα διεξαχθεί ημερίδα με θέμα «Οπτικοακουστικά Μέσα και Εκπαίδευση/ Η οπτικοποίηση της αφήγησης: Από τον Τριβιζά στο Logicomix» με καλεσμένους τους Ευγένιο Τριβιζά και Απόστολο Δοξιάδη.
- Την Κυριακή, οι δημιουργοί της τηλεοπτικής ανιμέισον σειράς του Mega «Ουκ Αν Λάβοις Παρά του Μη Εχοντος» θα μιλήσουν για τη δουλειά τους (11 π.μ., ελεύθερη είσοδο).
- Στην τελετή λήξης (23 Μαρτίου) θα προβληθούν τα «Renter» του Τζέισον Κάρπεντερ (υποψήφια στα 28α ΑΝΝΙΕ Award Nomination, Best Short 2010) και η πολυβραβευμένη «Zero» του ελληνικής καταγωγής Αυστραλού Κρίστοφερ Κεζέλος.
info: 17 με 23 Μαρτίου, Ταινιοθήκη (Ιεράς Οδού 48 και Μεγάλου Αλεξάνδρου), Μετρό Κεραμεικός. Προβολές: 6 με 12 μ.μ. Εισιτήριο: 5 ευρώ, προπώληση στα Public. Πρόγραμμα www. animationcenter.gr.
Wasted youth Η νέα ταινία των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και Γιαν Βόγκελ
Της ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011
Αρκούν για μια καλή ταινία μια δυνατή ιδέα, ένα υποτυπώδες στόρι όλων κι όλων πέντε σελίδων, λίγα χρήματα, μια κάμερα, πολλά μέτρα φιλμ, μια ομάδα πιτσιρικάδων ερασιτεχνών ηθοποιών και ένα σωρό καλοπροαίρετοι συνεργάτες;
Η πρώτη απάντηση ίσως είναι αρνητική. Κι όμως. Ο 34χρονος Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, τον οποίο πρωτογνωρίσαμε πριν από τρία χρόνια με την εμπορική κωμωδία «Bang bank» των 450.000 εισιτηρίων, με τη νέα του ταινία «Wasted youth», που συν-σκηνοθέτησε με τον Γερμανό Γιαν Βόγκελ, απέδειξε ότι, όταν υπάρχει μια ασυγκράτητη διάθεση δημιουργίας, η τέχνη κάνει θαύματα.
Η ταινία, άλλωστε, πέρασε ήδη ένα γερό crash test. Ανοιξε πρόσφατα το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ. Αρεσε, χειροκροτήθηκε, συζητήθηκε και πυροδότησε ένα διάλογο με Ευρωπαίους θεατές, οι οποίοι περίμεναν να δουν στη μεγάλη οθόνη μια όψη της ελληνικής κοινωνίας που βρίσκεται σε κρίση.
Στο «Wasted youth» παρακολουθούμε το 24ωρο δύο ηρώων. Από τη μία τον Χάρη, έναν 16χρονο σκεϊτά (τον υποδύεται ο εξαιρετικός ερασιτέχνης Χάρης Μάρκου), ο οποίος ζει την κάθε μέρα του με αδρεναλίνη και όρεξη. Πηγαίνει σε πάρτι με τα δύο φιλαράκια του (οι Αρθούρος Κιβίλιοφ και Τζέισον Ουάστρο είναι κολλητοί του και στην πραγματική ζωή), μπεκροπίνουν, προσπαθούν να ρίξουν κανά κορίτσι και ζουν επικινδύνως πάνω σε μια... σανίδα σκέιτ.
Από την άλλη, υπάρχει ο Βασίλης (Ιερώνυμος Καλετσάνος), ένας μεσήλικας δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος βάλλεται από παντού. Από τα αφεντικά του, από το φίλο του που προσπαθεί να τον μπλέξει σε μια δουλειά με αμφιλεγόμενη κατάληξη, και γενικά από την άχαρη οικογενειακή ζωή. Οι τροχιές τους κάποια στιγμή θα συναντηθούν.
«Αυτοί οι δύο διαφορετικοί άνθρωποι καθρεφτίζουν την ελληνική κοινωνία. Η δυναμική των νέων σκοντάφτει πάνω σε ανθρώπους που δεν έχουν διάθεση να αλλάξουν τη μέτρια ζωή τους», εξηγεί ο σκηνοθέτης. Η ματιά του έχει την ψυχραιμία της χρονικής απόστασης ασφαλείας και από τους δύο ήρωές του. «Με χωρίζουν τόσα χρόνια από τον Χάρη όσα και από τον Βασίλη. Είμαι στη μέση, μέρος μιας αμήχανης γενιάς, που δεν έχει γίνει ακόμα κατεστημένο, αλλά έχει αφήσει πίσω τα χρόνια της αθωότητας», λέει.
Η ιδέα γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια, τον Δεκέμβριο του 2008, τις μέρες που η Αθήνα είχε πάρει φωτιά, οι νέοι είχαν κατεβεί στους δρόμους, διαδηλώνοντας για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Τότε ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος και ο Γιαν Φόγκελ πρωτοσκέφτηκαν να γυρίσουν μια ταινία που να αναντανακλά το σήμερα, τους νέους, την κοινωνία που αλλάζει. Η ανάγκη της αμεσότητας οδήγησε σε γυρίσματα «free style». Δεν υπήρχε περιθώριο για πολλές προετοιμασίες. Ενώ ο χαρακτήρας της ταινίας -απόλυτου ρεαλισμού- επέβαλε καταστάσεις αυτοσχεδιασμού.
Οι δύο σκηνοθέτες «εκμεταλλεύτηκαν» κάθε συνθήκη που μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ της ταινίας. Για παράδειγμα, ένα ξεφάντωμα των πιτσιρικάδων ηρώων γυρίστηκε στο γάμο του αδερφού του Παπαδημητρόπουλου. Ενα από τα κλειδιά της ταινίας είναι ίσως το γεγονός ότι εμπιστεύτηκαν απόλυτα τους νεαρούς πρωταγωνιστές τους. Μπορεί αυτοί να νόμιζαν ότι θα τους τραβήξουν απλώς να κάνουν σκέιτ, αλλά κατέληξαν όχι μόνο ηθοποιοί αλλά και, μ' έναν τρόπο, συν-σεναριογράφοι. Οι δικές τους ατάκες, εντελώς νεολαιίστικες και αληθινές, δίνουν μια φοβερή ζωντάνια στην ταινία και φυσικά συμβάλλουν στο ρεαλισμό.
Τώρα, με την ασφάλεια του χρόνου, όταν κοιτάει πίσω, αυτό που έρχεται στο μυαλό του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου είναι: «Ημουν τρελός. Είναι ρίσκο να εμπιστευτείς μια ταινία σε ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με το σινεμά. Για να υλοποιηθεί τελικά, έχω υποχρεωθεί σχεδόν σε όποιον μιλάει ελληνικά».
Η αίσθηση, όμως, της παρέας και της συνεργασίας είναι από τα πλεονεκτήματα της γενιάς, που ονομάζουμε «νέο ελληνικό σινεμά». Υπάρχει ένα ακόμα κοινό. Ως δημιουργοί, δείχνουν γρήγορα αντανακλαστικά απέναντι σε μια κοινωνία που αλλάζει. «Δεν είναι τυχαίο», λέει ο Παπαδημητρόπουλος, «που τα τελευταία τρία χρόνια είδαμε τόσες ταινίες με θέμα την αγία ελληνική οικογένεια. Λογικό δεν είναι όταν ζούμε σε μια κοινωνία της οποίας τα θεμέλια τρίζουν και οι δομές αλλάζουν;».
* Βγαίνει την Πέμπτη στις αίθουσες.
Χωρίς κάτι το ιδιαίτερο και εξαιρετικό η, μεσαίου ενδιαφέροντος, βδομάδα. Ξεχωρίζει βέβαια η ταινία του Κεν Λόουτς, όπου βλέπουμε ότι ο πόλεμος στο Ιράκ αρχίζει να εντάσσεται οργανικά στην καθημερινότητα της Δύσης. Σε αυτήν την ταινία δυστυχώς εκτελεί χρέη σκηνογραφικού φόντου κατά βάση. Προβάλλονται - οποία σύμπτωση! - και δύο, διαφορετικότατες, ταινίες που θέμα τους έχουν τα μωρά... Η ελληνική κωμωδία του Νίκου Ζαπατίνα «Μια φορά κι ένα... μωρό» με τον Πέτρο Φιλιππίδη, τον Σάκη Μπουλά και την Αννα Παναγιωτοπούλου, και το γαλλοαμερικάνικο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Βabies» σε σκηνοθεσία Τομά Μπαλμ. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό ταξίδι σε τέσσερεις γωνιές του κόσμου, στην Ναμίμπια, την Ιαπωνία, τη Μογγολία και τις ΗΠΑ, σε τέσσερεις οικογένειες και τέσσερα μωρά ...
«Ιρλανδέζικος δρόμος» είναι ο κωδικός της διαδρομής, της πιο επικίνδυνης στον κόσμο, που ενώνει το αεροδρόμιο της Βαγδάτης με την Πράσινη Ζώνη. Αυτή η διαδρομή υπήρξε το σκηνικό της δολοφονίας του Φρανκ, του μισθοφόρου στρατιώτη από το Λίβερπουλ. Το τελευταίο φιλμ, πολιτικό θρίλερ, του Κεν Λόουτς, που προβλήθηκε στο περσινό φεστιβάλ των Καννών, έρχεται να προστεθεί στην ήδη μακριά λίστα των φιλμ που αναφέρονται στον πόλεμο στο Ιράκ. Δυστυχώς, η ταινία παραμένει αμετακίνητα βιδωμένη στο σκέλος του θρίλερ, στην εξιχνίαση και μόνο της δολοφονίας του Φρανκ, ενός «ειδικού» εγκλήματος που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ενός τεράστιου «γενικού» που η φύση του ουδόλως θίγεται, με αποτέλεσμα το «πολιτικό» σκέλος της υπόθεσης να συνιστά απλά διακοσμητικό άλλοθι στη φήμη του Βρετανού σκηνοθέτη και σε τίποτα δεν πλησιάζει εκείνο το αξεπέραστο «Buried» του Ροντρίγκο Κορτές που είδαμε πέρσι.
Ο Φρανκ επιστρέφει από τη Βαγδάτη στην γενέτειρά του Λίβερπουλ, σε φέρετρο. Τον συνοδεύουν τιμητικοί επικήδειοι και βαρύγδουποι τίτλοι, όπως «Πατριώτης - Στρατιώτης της ειρήνης». Ο Φρανκ υπήρξε άνεργος για πολύ καιρό και θα ήθελε να έχει τα οικονομικά, ώστε να φτιάξει τη ζωή του με τη γυναίκα που αγαπά. Ο κολλητός του φίλος Φέργκις μόλις επέστρεψε από το Ιράκ και του μίλησε για μια ιδιωτική εταιρεία μισθοφόρων που δίνει δέκα χιλιάρικα το μήνα αφορολόγητα σε καθένα που προσλαμβάνει με συμβόλαιο. Ο Φρανκ πείστηκε και πήγε να κάνει την τύχη του σαν μισθοφόρος. Γύρισε σε φέρετρο. Στην κόλαση του Ιράκ, η δική του ομάδα δολοφόνησε - νόμισαν ότι πρόκειται για τρομοκράτες - μια μάνα και τα δυο της παιδιά, σε ένα ταξί. Ο Φρανκ, σοκαρισμένος από το γεγονός, έδειχνε αποφασισμένος να πάει την υπόθεση πολύ ψηλά και η εταιρεία που ενδιαφερόταν να μη χάσει τα συμβόλαιά της, τον έβγαλε από τη μέση.
Από τότε τουλάχιστον που εμφανίστηκαν η ατομική ιδιοκτησία, οι τάξεις και το κράτος, έχει πάψει ο πόλεμος να θεωρείται φαινόμενο φυσικό ή αναγκαίο, αλλά συνέχεια της πολιτικής με βίαια μέσα. Ολο και περισσότερο μετατρέπεται όχι σε απλά κερδοσκοπική επιχείρηση, αλλά στην επικερδέστερη των βιομηχανιών. Τα είκοσι τελευταία χρόνια, το είδαμε με τα μάτια μας ότι ο καπιταλισμός, με τις αναρίθμητες και αγεφύρωτες αντιφάσεις του, είναι η βαθύτερη αιτία όλων των άδικων πολέμων και ότι όλοι οι πόλεμοι, χωρίς εξαίρεση, προκλήθηκαν από ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις για εδαφικές προσαρτήσεις, εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών, κατάκτηση και υποδούλωση λαών, για αύξηση του κέρδους, στα μεγαλύτερα δυνατά όρια. Γνωρίζουμε και για τους μισθοφόρους και τις ιδιωτικές εταιρείες που τους διακινούν, μπορεί να απαγορεύει την ύπαρξή τους ο ΟΗΕ, αλλά αυτοί αυξάνονται και πληθύνονται κι όλο και πλησιάζουν προς τα μας.
Βέβαια, ξύνοντας πολύ την επιφάνεια, διαφαίνεται ότι και ο Φρανκ και ο Φέργκις και η Ρέιτσελ, όλοι ανεξαιρέτως, γνωρίζουν πολύ καλά στο πετσί τους πόσο πολύ τους έχει στριμώξει στη γωνία η ίδια τους η ανοχή, η σιωπή και η αδιαφορία που δείχνουν για το σύστημα που τους περιβάλλει και που τους υποχρεώνει να κλείνουν τα μάτια και να αποδέχονται χωρίς σχόλια το «ο θάνατός σου η ζωή μου», ο θάνατος του Ιρακινού γεμίζει την τσέπη του άνεργου Βρετανού, θέμα τεράστιο που θίγει και ο Μπρεχτ στο μονόπρακτο με τίτλο «Εξεύρεση εργασίας» από το σπονδυλωτό θεατρικό «Τρόμος και αθλιότητα του Γ' Ράιχ» . Τεράστιο υπαρξιακό δράμα που ψηλαφίζεται μέσα από την αντίδραση, τη συμπεριφορά και τις τύψεις του Φέργκις που δεν μπορεί να αντέξει πια το βάρος που έγινε ασήκωτο.
Το ενδιαφέρον σε αυτήν την, διαχειριστικής κατά τα άλλα λογικής και αντίληψης, ταινία περιστρέφεται γύρω από τη διάταξη της σκηνοθεσίας. Ο Λόουτς κατασκευάζει την flashback αφήγησή του γύρω από την έρευνα του Φέργκις, που προσπαθεί σε προσωπικό επίπεδο να βρει και να τιμωρήσει τους δολοφόνους του φίλου του. Ο Λόουτς που σαν σκηνοθέτης δεν έχει να αποδείξει τίποτα πια, εστιάζει σε μια κλασικού τύπου αφήγηση με ρυθμό, σουσπάνς, κώδικες και συμβάσεις που γνωρίζουμε όλοι καλά. Παίζουν: Μαρκ Γουόμακ, Αντρέα Λόου, Τζον Μπίσοπ, Στίβεν Λορντ, Νάτζβα Νίμρι, κ.ά. Παραγωγή: Βρετανία, Γαλλία (2010).
ΜΠΡΑΝΤ ΦΕΡΜΑΝ: Δικηγόρος σκοτεινών υποθέσεων
Μέτριο αλλά, κατά κάποιο περίεργο τρόπο, ελκυστικό το θρίλερ του Μπραντ Φέρμαν. Ανήκει στην υποκατηγορία του νομικού θρίλερ, όπου οι δικηγόροι πρωταγωνιστές είθισται να αντιπαραθέτουν, έξω και μέσα από την αίθουσα του δικαστηρίου, γεγονότα και μαρτυρίες με κίνδυνο να χάσουν όχι μόνο την υπόθεση για την οποία παλεύουν, αλλά και την ίδια τους τη ζωή. Στο είδος αυτό το Χόλιγουντ έχει ειδικευτεί, έχει αναπτύξει πολύχρονη πείρα και κατέχει τον τρόπο της αποτελεσματικότερης αφήγησης καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη κινηματογραφία. Η ταινία είναι μεταφορά στον κινηματογράφο της ομότιτλης νουβέλας του συγγραφέα Μάικλ Κόνελι (Michael Connelly) - του πρώτου από τα τέσσερα βιβλία - με πρωταγωνιστή τον δικηγόρο Μικ Χόλερ.
Η συνολική δουλειά του Μάικλ Κόνελι, του συγγραφέα που επανεγκατέστησε το «noir» στο Λος Αντζελες, με τις πολλές πλευρές και τις διαφορετικές κοινωνίες, μοιάζει με εκτενή καμβά, που στην επιφάνειά του οι χαρακτήρες επιπλέουν εγκάρσια, σαν σε ζωγραφική σύνθεση. Αυτή η ιδιότητα δίνει τη δυνατότητα στο συγγραφέα να επαναφέρει στο προσκήνιο ήρωες από παλαιότερα βιβλία και να ανασταίνει ρόλους πέντε ή έξι χρόνια αργότερα από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν. Το μυθιστόρημα «The Lincoln's Lawyer» κυκλοφόρησε το 2005. Απόλυτος πρωταγωνιστής του ο ιδιόρρυθμος δικηγόρος Μικ Χόλερ που έχει για γραφείο το πίσω κάθισμα ενός παλιού αυτοκινήτου μάρκας Λίνκολν Κοντινένταλ, εξ ου και ο τίτλος του πρωτότυπου. Κι αυτό για να μπορεί να μετακινείται αστραπιαία επειδή είναι πολυάσχολος. Αναλαμβάνει ταυτόχρονα πολλές ποινικές υποθέσεις που εκδικάζονται σε διαφορετικά δικαστήρια της πόλης και όχι μόνο. Η φήμη του Μικ τον κάνει να τυγχάνει χαμηλής, ή μάλλον να μην τυγχάνει εκτίμησης στο χώρο της μαχόμενης δικηγορίας, γιατί έκανε ειδικότητά του, το να προτρέπει τους πελάτες -στο μεγαλύτερό τους μέρος απατεώνες και μικροκακοποιοί - να εκβιάζουν με αγωγές αποζημίωσης και να υποχρεώνουν σε συμβιβασμούς και συμφωνίες κάτω από το τραπέζι. Με την Μάτζι, τη συνάδελφο γυναίκα του που μαζί έχουν μια κόρη, χώρισαν γι' αυτόν ακριβώς το λόγο. Για την εμμονή του να παραμένει συνήγορος κακοποιών. Πάντως ο Μικ έχει κώδικα ηθικής, το δικό του. Απόδειξη η σχέση του με τους συνεργάτες του, αλλά και τους πελάτες του, τους μοτοσικλετιστές «Hell's Angels»... Ανέλπιστα μοιάζει να του χαμογελάει η τύχη. Εμφανίζεται μπροστά του η ευκαιρία που καθένας περιμένει να γραπώσει από τα μαλλιά, και φυσικά το κάνει. Δέχεται να αναλάβει την υπόθεση ενός πλούσιου νεαρού που κατηγορείται για απόπειρα φόνου μιας πόρνης και που σε όλους τους τόνους και τις κλίμακες ειλικρίνειας δηλώνει αθώος. Η υπόθεση μοιάζει εύκολη και θα τον γεμίσει επιτέλους με γρήγορο χρήμα. Οι δυσκολίες αρχίζουν όταν ο Μικ αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο πλούσιος πελάτης του δεν είναι τόσο αθώος όσο ισχυρίζεται και ότι τον επέλεξε για συνήγορό του επίτηδες, στήνοντάς του μια ιδιοφυή πλεκτάνη...
Το σενάριο της ταινίας - υπογράφεται από τον Τζον Ρομάνο - παρά το γεγονός ότι έχει απότομα κοψίματα, είναι αυτάρεσκα γερό γιατί διαθέτει πλοκή που σε κάθε στροφή και γύρισμα επιφυλάσσει εκπλήξεις και ανατροπές. Κι όπως συνηθίζεται στα θρίλερ, έτσι κι εδώ, τα πράγματα δεν είναι ποτέ έτσι όπως φαίνονται! Η ιστορία, φαινομενικά απλή, κρύβει αναπάντεχα πολύπλοκο εσωτερικό που ξεδιπλώνεται κομμάτι κομμάτι μέσα από τη γραμμή υπεράσπισης που επιλέγει ο Μικ. Η σκηνοθεσία άστατη, με αφήγηση αρχικά νευρική, κοφτή και άτσαλη, ενώ ανακαλύπτεται και μια προτίμηση στα κοντινά πλάνα. Στιλιστικά τίποτα το καινούριο, τίποτα το ιδιαίτερο, με κοινότοπες και στερεοτυπικές δικαστικές διαδικασίες. Η ταινία κεφαλαιοποιεί τις ερμηνείες των ηθοποιών, ιδιαίτερα του Μάθιου Μακ Κόναχι, που στις πλάτες του πέφτει όλο το βάρος και θέτει στην υπηρεσία της αφήγησης το δύσκολο ρόλο του νάρκισσου, θρασύ, αλλά ακέραιου Μικ Χόλερ της ταινίας. Παίζουν: Μαρίζα Τομέι, Μάθιου Μακ Κόναχι, Ράιαν Φιλίπ, Γουίλιαμ Μέισι κ.ά. Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).
ΝΤΙ ΤΖΕΪ ΚΑΡΟΥΖΟ: Είμαι το νούμερο τέσσερα
Κακό φιλμ, για κοινό UFO με μονό αριθμό IQ. Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, τύπου Twilight όπου χωράει ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί.
Ανθρωπόμορφοι εξωγήινοι - κρετίνοι αλλά οπλισμένοι (οι κακοί) - εναντίον ωραίων ανθρωπόμορφων γήινων (οι καλοί), πεδίο μάχης μια εξωτική παραλία, κάτι ερημικά χαλάσματα στην αμερικάνικη επαρχία, μια σχολική μονάδα κάπου στο Οχάιο με έφηβους που πήραν τον μπαμπά τους τα UFO, με κατεψυγμένες γαλοπούλες που μετατρέπονται σε μυθικά τέρατα, με τη σαύρα που γίνεται σκύλος μετά κι αυτός μάχιμο υπερ-τέρας αλλά επιστρέφει σκύλος, με φτηνό μυστήριο, φτηνό χιούμορ, φτηνά εφέ και φτηνή μελαγχολία και φυσικά νεανικό άσπιλο έρωτα...
Ο Τζον Σμιθ είναι ένα από τα 9 παιδιά που κάποτε φυγαδεύτηκαν από το μακρινό πλανήτη Λόριεν - μετά την καταστροφή του και προσγειώθηκαν στη Γη. Ξοπίσω τους ξαμολήθηκαν και οι αποκρουστικοί διώκτες των φυγάδων, οι Μογκαντόριαν, που έχουν στόχο να εξολοθρεύσουν τα παιδιά με συγκεκριμένη όμως σειρά. Τα παιδιά είναι προικισμένα με υπερφυσικές ικανότητες, κάτι που τα ίδια δεν γνωρίζουν. Ο Τζον, το νούμερο τέσσερα, είναι αναγκασμένος να αλλάζει συνεχώς τόπο διαμονής και ταυτότητα στην προσπάθειά του να κρυφτεί από τους αδίστακτους διώκτες. Πληροφορείται ότι τα τρία, πριν από αυτόν, νούμερα έχουν ήδη δολοφονηθεί και καταλαβαίνει ότι δεν θα αργήσει να έρθει και η σειρά του, κάτι που προσπαθεί με τη βοήθεια του φύλακα-κηδεμόνα του Χένρι να αποτρέψει... και φυσικά θα καταφέρει. Παίζουν: Τίμοθι Ολιφαντ, Ντιάνα Αγκρον, Αλεξ Πέτιφερ, Τερέζα Πάλμερ, Κέβιν Ντουράντ, Τζέικ Εϊμπελ κ.ά. Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).
«Η πραγματική υπόσταση της εφηβείας, η ζωντάνια και η ενέργεια που σιγοκαίει μέσα της. Η ιστορία ενός εφήβου στην Αθήνα - μπορεί δυστυχώς να είναι και η ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς - που παλεύει να κάνει ό,τι κάνουν οι νέοι άνθρωποι, μη γνωρίζοντας ότι το μέλλον τους μπορεί να χαραμιστεί, και μερικές φορές κυριολεκτικά χαραμίζεται...». Η αφήγηση της ιστορίας αυτού του εφήβου εντάσσεται οργανικά «στο πορτρέτο μιας πόλης στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού».
Με αυτά τα λόγια περιγράφουν το θέμα της ταινίας οι δυο της σκηνοθέτες και προσθέτουν: «Υπάρχουν ταινίες που γίνονται με την αίσθηση του επείγοντος. Ανήκουν σε αυτή την ειδική κατηγορία που πρέπει να γίνουν ή ΤΩΡΑ ή ΠΟΤΕ. Το "Wasted Youth" είναι σίγουρα μια από αυτές».
Βγαίνοντας από την προβολή αναρωτιέται κανείς αν η αμιγής μυθοπλασία όντως υπήρξε η πιο ενδεδειγμένη μορφή απόδοσης του θέματος που οι δημιουργοί προσδιόρισαν ή εάν η ιστορία του νεαρού με το skateboard και της παρέας του - η παρέα παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τον ήρωα - θα έπρεπε να ενταχθεί σε ένα σημερινό, «ενημερωμένο» οπτικά περιβάλλον με στοιχεία ντοκιμαντέρ, που να αποδίδει το επείγον της σημερινής κατάστασης καταγράφοντας τη σαφώς διαφοροποιημένη, ως προς το χειρότερο, πραγματικότητα. Τα κοινωνικά προβλήματα που αναδεικνύει η ταινία (έτσι όπως τα ορίζουν οι σκηνοθέτες) - τόσο σε αναλυτική όσο και σε συνθετική προσέγγιση - είναι παλαιά όσο και η σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Επικαιροποιημένα αναγνωρίσιμο, βέβαια, είναι το στοιχείο της εν ψυχρώ δολοφονίας του εφήβου από τον αστυνομικό, στην καταληκτική σκηνή της ταινίας. Σκηνή που λειτουργεί και αλληγορικά, για την εξουσία (το φιλμ την σκιτσάρει και στιγματίζει ως φορέα των κρατουσών αξιών ) που εξουδετερώνει βίαια ό,τι εμποδίζει την επέλασή της. Δεν είναι μόνο ότι η ταινία έγινε βιαστικά και ως εκ τούτου πρόχειρα, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και σενάριο «με μια μόνο γενική ιστορία και την επιθυμία να δουλέψουμε μαζί» όπως αναφέρουν οι σκηνοθέτες. Το μείζον αρνητικό της είναι ότι πρόκειται για παράθεση εικόνων, μη επεξεργασμένου υλικού, χωρίς χαρακτηριστικά διαλεκτικής θεώρησης των πραγμάτων.