Thursday, July 22, 2010

Οι ταινίες της εβδομάδας: Αγγλικός εξπρεσιονισμός και γαλλική νουβέλ βαγκ

  • Εξαιρετική η νέα κινηματογραφική εβδομάδα με δύο θαυμάσιες, κλασικές ταινίες σε επανέκδοση: η αγγλική ταινία «Τα κόκκινα παπούτσια» των Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρέσμπεργκερ, γυρισμένη το 1948, που χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια πριν τελικά αναγνωριστεί η αξία της, και το γαλλικό ψυχολογικό δράμα «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας», ένα ακόμη δείγμα των ταινιών της νουβέλ βαγκ, σκηνοθετημένο από τον Φρανσουά Τριφό.
Η Μόιρα Σίρερ, χορεύτρια τότε των μπαλέτων του Σάντλερ'ς Γουέλς, και ο Αντόν Γουόλμπρουκ στα απολαυστικά «Κόκκινα παπούτσια». Αξίζει να τα δείτε να χορεύουν...
Στο πρόγραμμα και ένα συναρπαστικό αστυνομικό θρίλερ από την Ισπανία, «25 καράτια» του Πάτξι Αμεζκούα, καθώς και μια μέτρια κωμωδία, «Οι μεγάλοι», του Ντένις Ντάγκαν. Τέλος, αξίζει να σημειώσω την επαναπροβολή μιας άλλης κλασικής ταινίας, του μοναδικού φιλμ νουάρ «Ο μεγάλος ύπνος» (1946) του Χάουορντ Χοκς, με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στον ρόλο του ιδιωτικού ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, ήρωα των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Ρέιμοντ Τσάντλερ.

Τα κόκκινα παπούτσια

  • The Red Shoes. Βρετανία, 1948. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μάικλ Πάουελ, Εμερικ Πρέσμπεγκερ. Ηθοποιοί: Αντόν Γουόλμπρουκ, Μάριους Γκόρινγκ, Μόιρα Σίρερ, Λεονίντ Μασίν, Ρόμπερτ Χέλπμαν, Λουντμίλα Τσερίνα. 153' ******
Τα παρασκήνια του κόσμου τού μπαλέτου μέσα από ένα όμορφο μελόδραμα, σκηνοθετημένο με έμπνευση και φαντασία. Μια απόλαυση κίνησης, χρωμάτων, ντεκόρ, και χορού. Εξοχες οι ερμηνείες -σε επανέκδοση. Θρίαμβος ομορφιάς, μαγείας, χρωμάτων, εικόνας, ήχου και χορού είναι αυτή η βραβευμένη με 2 Οσκαρ ταινία του δίδυμου Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρέσμπεργκερ, οι οποίοι σε μια περίοδο όπου ο βρετανικός κινηματογράφος καταπιανόταν σχεδόν αποκλειστικά με ρεαλιστικά θέματα, ανέπτυξαν με τις ταινίες τους («Ζήτημα ζωής και θανάτου», «Ο μαύρος νάρκισσος») την πλευρά της φαντασίας και του πειραματισμού με τα χρώματα, για να δημιουργήσουν μια ονειρική ατμόσφαιρα.
Οι δύο δημιουργοί μάς εισάγουν στον κόσμο του μπαλέτου, όπου ο Μπόρις Λέρμοντοφ (Αντόν Γουόλμπρουκ), ένας αυταρχικός, αφοσιωμένος αποκλειστικά στην τέχνη του, ιμπρεσάριος προσπαθεί να επιβάλει μια αυστηρή πειθαρχία στη νεαρή χορεύτριά του - με τη νεαρή χορεύτρια τότε των μπαλέτων του Σάντλερ'ς Γουέλς, Μόιρα Σίρερ, να εντυπωσιάζει με την όλο χάρη και ζωντάνια ερμηνεία της, τόσο στο χορό όσο και στις δραματικές σκηνές της. Μόνο που κάποια στιγμή η χορεύτρια θα ερωτευτεί τον νεαρό συνθέτη της ομάδας (Μάριους Γκόρινγκ). Με επίκεντρο τις σχέσεις τόσο ανάμεσα στον ιμπρεσάριο και στη νέα του αποκάλυψη (σχέσεις που βασίστηκαν στην ομοφυλοφιλική σχέση ανάμεσα στον Ντιαγκίλεφ και τον Νιζίνσκι) όσο και ανάμεσα στη χορεύτρια και στον συνθέτη. Ευκαιρία για τους Πάουελ-Πρέσμπεργκερ να μας μιλήσουν για το πάθος της δημιουργίας και τη δύναμη της τέχνης (τέχνης που προεκτείνεται και στον ίδιο τον κινηματογράφο), που μας οδηγεί σε σφαίρες απίθανα φανταστικές και όμορφες και που την εκφράζει με τέλειο τρόπο ο Λέρμοντοφ-Γουόλμπρουκ.
Για να καταλήξουμε στην εκπληκτική περίπου 20λεπτη σεκάνς του χορού, ένα με φαντασμαγορικά ντεκόρ και, πάνω απ' όλα μαγευτικά, εξπρεσιονιστικά χρώματα και ντεκόρ, μπαλέτο, βασισμένο στο γνωστό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, όπου χορός, μουσική, χρώματα, κίνηση της μηχανής και των σωμάτων των χορευτών, δένουν σε μια μαγευτική, ονειρική αρμονία. Σεκάνς, πρέπει να σημειώσω, που επηρέασε σκηνοθέτες όπως ο Βινσέντε Μινέλι και ο Μάρτιν Σκορσέζε, αλλά και πολλά από τα κατοπινά μιούζικαλ -μαζί και το «Ενας Αμερικανός στο Παρίσι».
Αποτέλεσμα: μια ταινία-ύμνος στον χορό, δοσμένη με άρτιο κινηματογραφικό τρόπο, με έξοχα, λαμπρά ντεκόρ (που έφτιαξε ο γνωστός ζωγράφος Χάιν Χέκροθ), εκπληκτική έγχρωμη φωτογραφία (του Τζακ Κάρντιφ) και μια σκηνοθεσία αέρινη, με την κάμερα να κινείται άνετα, να ακολουθεί και να χαϊδεύει τα κορμιά των χορευτών, δημιουργώντας μια, πέρα για πέρα, μαγική ατμόσφαιρα. Πλάι στις έξοχες ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών, αξίζει ν' αναφέρω εκείνες των δύο μελών της ομάδας του Ντιαγκίλεφ: του Λεονίντ Μασίν και του πρώτου χορευτή και χορογράφου της ταινίας, Ρόμπερτ Χέλπμαν.

Η γυναίκα της διπλανής πόρτας

  • La femme a cote. Γαλλία, 1981. Σκηνοθεσία: Φρανσουά Τριφό. Σενάριο: Τριφό & Σουζάν Σίφμαν. Ηθοποιοί: Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Φανί Αρντάν, Μισέλ Μπομγκαρντνέρ, Ανρί Γκαρσέν. 106' *****
Τα καταστροφικά αποτελέσματα ενός ερωτικού πάθους σ' ένα ψυχολογικό δράμα, με τον Τριφό να χρησιμοποιεί χιτσκοκικές μεθόδους για να υποβάλει τα αισθήματα ενοχής. Θαυμάσιο το δίδυμο Ντεπαρντιέ-Αρντάν-σε επανέκδοση. Τα τραγικά αποτελέσματα ενός παθιασμένου, τρελού έρωτα, όπως τον αφηγείται, με ένα κάπως ψυχρό και αποστασιοποιημένο ύφος, μια γυναίκα, η κυρία Ζιουβ, μας αφηγείται στο ψυχολογικό -σε επανέκδοση- δράμα του «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας» ο Φρανσουά Τριφό.
Το ένα είναι ένα ζευγάρι μεσοαστών που ζει ευτυχισμένο στο επαρχιακό τους σπίτι: ο Μπερνάρ (Ζεράρ Ντεπαρντιέ), η γυναίκα του Αρλέτ (Μισέλ Μπομγκαρντνέρ) και το παιδί τους. Το άλλο είναι ένα ζευγάρι νιόπαντρο, που μόλις μετακομίζει στο διπλανό σπίτι. Μόνο που ο Μπερνάρ και η Ματίλντ, η γυναίκα της διπλανής πόρτας (Φανί Αρντάν), είχαν ζήσει, πριν από αρκετά χρόνια, έναν παθιασμένο, καταστροφικό έρωτα. Κανένας τους όμως δεν λέει τίποτα στον σύντροφό του. Και όταν το παλιό πάθος αναβιώνει κι αρχίζουν να συναντιούνται κρυφά, στο ξενοδοχείο της πόλης, η κατάστασή τους δεν μπορεί παρά να έχει τραγική κατάληξη.
Εκείνο που ενδιαφέρει τον Τριφό είναι η ανάλυση αυτού του «τρελού έρωτα» σε μια μεσοαστική οικογένεια, αλλά και οι τύψεις και οι ενοχές που τελικά οδηγούν στην καταστροφή. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με το θέμα του καταστροφικού έρωτα -φτάνει να θυμηθούμε ταινίες όπως «Η νύφη φορούσε μαύρα», «Η σειρήνα του Μισισιπή», «Η ιστορία της Αντέλ Ουγκό». Σ' αυτό πρέπει να προσθέσω και το θέμα της ενοχής, στοιχείο που βρίσκουμε και στον Χίτσκοκ, από τον οποίο σίγουρα ο Γάλλος σκηνοθέτης έχει επηρεαστεί -δεν πρέπει να ξεχνάμε και το σημαντικό βιβλίο του με τη μεγάλη, εξονυχιστική συνέντευξή του με τον «μετρ». Ο Τριφό στήνει με σοφία τις σκηνές του, προχωρώντας βήμα βήμα προς την κατεύθυνσηη που θέλει, δημιουργώντας την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, που αναπτύσσεται σταδιακά, και καθοδηγώντας με σιγουριά τους ηθοποιούς του. Με τον Ντεπαρντιέ και την Αρντάν.
25 καράτια
  • 25 Kilates. Ισπανία, 2009. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πάτξι Αμεζκούα. Ηθοποιοί: Φρανσέζε Γκαρίντο, Αΐντα Φολτς, Μανουέλ Μόρον, Τζόαν Μασοτκλάινερ. 86'

****
Μια κλέφτρα αυτοκινήτων, ένας «συλλέκτης χρεών» και διεφθαρμένοι αστυνομικοί μπλέκουν σ' ένα ρεαλιστικό, ταυτόχρονα ανθρώπινο, αστυνομικό θρίλερ, δοσμένο με σιγουριά και έμπνευση. Τις τελευταίες δεκαετίες το Χόλιγουντ μας έχει συνηθίσει σε αστυνομικά/γκανγκστερικά θρίλερ όπου το κύριο στοιχείο είναι η όσο το δυνατόν πιο γλαφυρή, συχνά ανυπόφορη, ωμότητα. Και είναι ιδιαίτερα ευχάριστο να βλέπεις ένα θρίλερ -τη φορά αυτή από την Ισπανία- που εγκαταλείπει την ωμότητα και τη βία -εκτός από μερικές σπάνιες, αναγκαίες στιγμές-, για να μας μιλήσει για τα ίδια τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται ή στις οποίες οδηγούνται.
Δύο είναι τα κύρια πρόσωπα της ταινία: η νεαρή Κέι, κλέφτρα αυτοκινήτων, και ο Αμπελ, πρώην μποξέρ, ο οποίος έχει καταλήξει να «χρησιμοποιεί» την τέχνη του για να εισπράττει βίαια τα χρέη ενός μπλεγμένου σε βρόμικες δουλειές πελάτη του. Γύρω τους κινούνται διάφορα άλλα πρόσωπα: ο πατέρας τής Κέι, Σέμπας, μπλεγμένος σε βρομοδουλειές που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή του, και δύο διεφθαρμένοι αστυνομικοί που εκμεταλλεύονται τον Σέμπας για να πουλήσουν κλεμμένα κοσμήματα.
Η Μαδρίτη που μας παρουσιάζει ο σκηνοθέτης Πάτξι Αμεζκούα δεν είναι η πόλη που γνωρίζουμε από άλλες ταινίες. Είναι μια πόλη σκοτεινή, όπου η διαφθορά και το έγκλημα ανθούν, συγγενική με τις αμερικανικές πόλεις του φιλμ νουάρ. Αυτή τη νουάρ ατμόσφαιρα εκμεταλλεύεται ο σκηνοθέτης για να αφηγηθεί την ιστορία του και να δημιουργήσει τις καταστάσεις και τις ανατροπές -μαζί και τις εκπλήξεις που δίνουν στην ταινία την ξεχωριστή γεύση της. Με το σωστό ρυθμό, που ολοένα γίνεται και πιο γρήγορος, με σασπένς που αναπτύσσεται διαρκώς και με χαρακτήρες αληθινούς, με ωραία στημένες σκηνές, βουτηγμένες σε χρώματα μουντά, με σωστά επιλεγμένους εξωτερικούς χώρους και ατμοσφαιρική (ηλεκτρονική) μουσική, ο Αμεζκούα έφτιαξε ένα εντυπωσιακό, συναρπαστικό θρίλερ.

Οι μεγάλοι

  • Grown Ups. ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία: Ντένις Ντάγκαν. Σενάριο: Αντάμ Σάντλερ, Φρεντ Γουλφ. Ηθοποιοί: Αντάμ Σάντλερ, Κέβιν Τζέιμς, Κρις Ροκ, Ντέιβιντ Σπέιντ, Ρομπ Σνάιντερ, Μαρία Μπέλο, Σέλμα Χάγιεκ, Στιβ Μπουσέμι. 102'

**

Μέτρια, με χοντροκομμένα και χυδαία αστεία, κωμωδία γύρω από τις περιπέτειες πέντε φίλων, που ξανασυναντιούνται με αφορμή την κηδεία του παλιού προπονητή τους. Τις επιτυχίες πρόσφατων κωμωδιών θέλησαν να επαναλάβουν ο σκηνοθέτης Ντένις Ντάγκαν («Ζόχαν, ένας πράκτορας υψηλής κομμωτικής») και ο πρωταγωνιστής του και συν-σεναριογράφος της ταινίας, Αντάμ Σάντλερ.
Η ιστορία ξεκινά με πέντε παλιούς φίλους που συναντιούνται ύστερα από χρόνια, με αφορμή την κηδεία του σχολικού προπονητή τους στο μπάσκετ, και αποφασίζουν να περάσουν ένα τριήμερο κοντά στη λίμνη όπου είχαν γιορτάσει την τότε νίκη τους. Μόνο που εκεί βρίσκονται και τα μεγάλα πια παιδιά τής ηττημένης ομάδας.
Τα αστεία είναι συχνά χοντροκομμένα, χυδαία και αηδιαστικά -είναι στιγμές που οι ήρωες με τις ηλιθιότητές τους θυμίζουν το Τρίο Στούτζες-, αν και υπάρχουν ορισμένα που προκαλούν εύκολα το γέλιο, όπως εκείνα με τον σαραντάρη Ρομπ Σνάιντερ, παντρεμένο με μια γριά γυναίκα, ή εκείνα με τον Στιβ Μπουσέμι που στο τελευταίο γκαγκ καταλήγει με το σώμα του σε γύψο. Διαλέγετε και παίρνετε. *

Wednesday, July 21, 2010

Οι ταινίες της εβδομάδας από 21 Ιουλίου


Σάλμα Χάγεκ και Άνταμ Σάντλερ
Σάλμα Χάγεκ και Άνταμ Σάντλερ (Φωτογραφία:  Audio Visual )
Με δύο επανεκδόσεις και δύο νέες ταινίες συνεχίζεται το κινηματογραφικό καλοκαίρι. Ο Άνταμ Σάντλερ, η Βαρκελώνη, τα κόκκινα παπούτσια και ένας έρωτας παράνομος και παθιασμένος «πρωταγωνιστούν» στις αίθουσες των σινεμά.

25 Καράτια

Ο Άμπελ είναι μοναχικός τύπος. Δουλειά του είναι να παίρνει πίσω «δανεικά», χρησιμοποιώντας όποια μέθοδο κρίνει κατάλληλη. Η Κέι κλέβει αυτοκίνητα και κάνει μικροληστείες, συνήθως μαζί με τον πατέρα της. Όλοι μπουχτισμένοι με τη ζωή τους, όλοι με την ελπίδα μιας τελευταίας μεγάλης δουλειάς. Μια τσάντα γεμάτη κοσμήματα είναι ίσως ακριβώς ό,τι χρειάζονται... Φόντο της ταινίας η Βαρκελώνη...

Σκηνοθεσία/ Σενάριο: Πάτσι Αμεζκούα
Πρωταγωνιστούν: Φραντσέσκ Γκαρίντο, Άιντα Φολκ

Οι μεγάλοι

Πέντε παιδικοί φίλοι (Άνταμ Σάντλερ, Κέβιν Τζέιμς, Κρις Ροκ, Ντέιβιντ Σπέιντ και Ρομπ Σνάιντερ) αποφασίζουν να βρεθούν για πρώτη φορά μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια, με αφορμή το θάνατο του αγαπημένου τους προπονητή μπάσκετ στο σχολείο. Έτσι συναντιούνται στο σπιτάκι της λίμνης όπου γιόρταζαν τις κατακτήσεις των κυπέλλων τους, για να περάσουν μαζί με τις οικογένειές τους το Σαββατοκύριακο της 4ης Ιουλίου. Και προσπαθώντας να πιάσουν το νήμα από εκεί που το άφησαν, ανακαλύπτουν ότι το να μεγαλώνεις σε ηλικία δε συνεπάγεται ότι μεγαλώνεις και στο μυαλό.

Σκηνοθεσία: Ντένις Ντάνγκαν
Σενάριο: Άνταμ Σάντλερ, Φρεντ Γουλφ
Πρωταγωνιστούν: Άνταμ Σάντλερ, Σάλμα Χάγεκ, Κέβιν Τζέιμς, Κρις Ροκ, Ντέιβιντ Σπέιντ, Ρομπ Σνάιντερ

Τα κόκκινα παπούτσια

Το αριστούργημα των Μάικλ Πάουελ και Έμεριχ Πρέσμπουργκερ –γυρισμένο το 1948- επιστρέφει στις αίθουσες και μάλιστα σε αποκατεστημένη κόπια. Ο αυταρχικός ιμπρεσάριος Μπόρις Λερμοντόφ απαιτεί από τους συνεργάτες του απόλυτη αφοσίωση. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του μπαλέτου Τα Κόκκινα Παπούτσια αναλαμβάνει η ανερχόμενη Βικτόρια Πέιτζ. Ο έρωτάς της με τον συνθέτη Τζούλιαν Κράστερ θα τη φέρει σε σύγκρουση με τον Λερμόντοφ. Η νεαρή μπαλαρίνα θα κληθεί να επιλέξει ποιο από τα όνειρά της (ο έρωτας ή ο χορός) έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα.
Σκηνοθεσία: Μάικλ Πάουελ, Έμεριχ Πρέσμπουργκερ
Σενάριο: Μάικλ Πάουελ, Έμεριχ Πρέσμπουργκερ, Κιθ Γουίντερ (βασισμένο στο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν)

Πρωταγωνιστούν: Μάριους Γκόρινγκ, Μόιρα Σίρερ

Η γυναίκα της διπλανής πόρτας

Μια ταινία για την μυθολογία και το σκοτεινό κομμάτι του έρωτα παρέδωσε στο κοινό ο Φρανσουά Τριφό, με την προτελευταία του ταινία. Το φιλμ εξετάζει –μερικές φορές με ακρίβεια χειρούργου- την παράνομη σχέση μεταξύ του Μπερνάρντ (Ζεράρ Ντεπαρτιέ) και της Ματίλντ (Φανί Αρντάν). Η ταινία ξεχωρίζει για τις δυνατές ερμηνείες, ενώ ο Τριφό δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει πολλά «χιτσκοκικά» τερτίπια –γνωστός άλλωστε μεγάλος θαυμαστής του μετρ του τρόμου.

Σκηνοθεσία: Φρανσουά Τριφό
Σενάριο: Φρανσουά Τριφό, Σούζαν Σίφμαν, Ζαν Ορέλ
Πρωταγωνιστούν: Φανί Αρντάν, Ζεράρ Ντεπαρτιέ
Newsroom ΔΟΛ

Οι ταινίες της εβδομάδας: «25 καράτια»: Χρυσός 18 καρατίων!...


Μοιρασμένες ίσα οι επανεκδόσεις και οι πρεμιέρες. Δύο οι κλασικές ταινίες σε επανέκδοση και δύο οι νέες πρεμιέρες της εβδομάδας. Η αριστουργηματική «Τα Κόκκινα Παπούτσια», σπουδαίο επίτευγμα του μεταπολεμικού βρετανικού κινηματογράφου, που ο μοναδικός συνδυασμός της μουσικής του Ισντέιλ, τα σουρεαλιστικά σκηνικά του Χέκροθ, η χρήση του τεχνικολόρ από τον Κάρντιφ στη διεύθυνση φωτογραφίας και η εμπνευσμένη σύμπραξη κορυφαίων χορευτών, αναδεικνύει την ταινία σε ορόσημο στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, ενώ παράλληλα γίνεται λόγος συνολικά για «έργο τέχνης». Σε επανέκδοση προβάλλεται επίσης το κραυγαλέο ερωτικό θρίλερ του Φρανσουά Τριφό «Η Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας», ταινία που θα μπορούσε να διεκδικήσει το πόστο του υπερασπιστή της υπόθεσης του Ερωτα. Δυστυχώς, το νεοφερμένο, πολύ καλό ισπανικό αστυνομικό θρίλερ «25 Καράτια» με καλές και πειστικές ερμηνείες - ιδιαίτερα του Φρανσέσκ Γκαρίδο που υποδύεται τον Αμπελ - βγαίνει μέσα στο κατακαλόκαιρο και μάλλον δε θα μπορέσει να το δει όσος κόσμος θα έπρεπε. Οσο για την αμερικάνικη κωμωδία «Οι Μεγάλοι» ξεχωρίζει τη βδομάδα αυτή, από την ανάποδη.
ΚΡΙΤΙΚΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 22 Ιούλη 2010
ΠΑΤΣΙ ΑΜΕΖΚΟΥΑ: 25 Καράτια
Ο μύθος απελευθερώνει διάφορες ιστορίες οι οποίες στην πορεία διασταυρώνονται. Στο «25 Καράτια» υπήρξαν στιγμές που ανακάλυπτε κανείς εκλεκτικές συγγένειες, σε ύφος, ρυθμό, θεματικά στερεότυπα, κυρίως όμως σε ατμόσφαιρα με το φιλμ του 1981 «DIVA» του Jean-Jacques Beineix. 
Ο Αμπελ, μοναχικός και κλειστός τύπος, με ανήμπορους γονείς και μικρό γιο, κερδίζει τη ζωή του αναλαμβάνοντας τη διεκπεραίωση βρώμικων αποστολών που του αναθέτει το αφεντικό του, ευυπόληπτος ιδιοκτήτης εισπρακτικής εταιρείας, με δεσμούς με επαγγελματίες δολοφόνους και σύζυγο που θέλει να τον βγάλει από τη μέση για να πάρει την επιχείρηση. Η Κάι βοηθά τον πατέρα της στις απατεωνιές του, κλέβοντας αυτοκίνητα και ληστεύοντάς τα. Ο Αμπελ και η Κάι συναντιούνται τυχαία, γνωρίζονται και ο ένας αρχίζει να εμπιστεύεται, να εκτιμά και να βοηθά τον άλλο. Δεν τους αρέσει η ζωή που κάνουν, δεν την επέλεξαν οι ίδιοι, εξωγενείς ήταν οι παράγοντες που τους έσπρωξαν εκεί. Αντιμετωπίζουν από κοινού - η ισχύς εν τη ενώσει - τους πληρωμένους δολοφόνους που τους κυνηγούν, με έξυπνο και αποτελεσματικό σχέδιο εξουδετερώνουν τον διεφθαρμένο αστυνομικό διευθυντή του Τμήματος Κλοπιμαίων, το τσιράκι του, τον διεφθαρμένο διευθυντή μεγάλου τηλεοπτικού καναλιού και όλους τους υφιστάμενους παρατρεχάμενούς τους. Ο αστυνομικός στουμπώνεται κοκαΐνη, πουλάει κλοπιμαία σε Ολλανδούς επιχειρηματίες και δολοφονεί βίαια οποιονδήποτε του βάζει εμπόδια. Τελικά, πέρα από την πλάκα, το φιλμ αποδεικνύει ότι σήμερα (έτσι όπως έχει η κατάσταση υπό την μπότα της νέου τύπου ευρωενωσιακής ευημερίας του χιλιάρικου για τους εντίμως εργαζόμενους ανεξαιρέτως επαγγέλματος) όποιος έχει λεφτά πρέπει σχεδόν αξιωματικά να ανήκει στον υπόκοσμο, να είναι κλέφτης, έμπορος ναρκωτικών, τράφικινγκ και παιδικής εργασίας, άσχετα με την ταμπέλα που ο ίδιος προβάλλει. Αξιολογότατο θρίλερ για μια ωμή πραγματικότητα όπου όλοι οι διάλογοι μεταξύ Αμπελ και γιου του είναι σε γλώσσα καταλάνικη με υποτιτλισμό στα ισπανικά.
Παίζουν: Φρανσέσκ Γκαρίδο, Αΐντα Φολκ, Μανουέλ Μορόν, κ.ά.
ΙΣΠΑΝΙΑ 2008 - Διάρκεια 86΄.
ΜΑΪΚΛ ΠΑΟΥΕΡ - ΕΜΕΡΙΚ ΠΡΕΣΜΠΕΡΓΚΕΡ: Τα κόκκινα παπούτσια
Το δραματικό μιούζικαλ «Τα Κόκκινα Παπούτσια» - σημαντικό επίτευγμα του νεο-ρομαντικού βρετανικού κινήματος και μια από τις πιο όμορφες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ - προβάλλεται από σήμερα σε επανέκδοση με ψηφιακά επεξεργασμένες κόπιες. Προηγήθηκαν, βέβαια, πολύχρονες προσπάθειες του Ιδρύματος Μάρτιν Σκορσέζε και των Αρχείων Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας (UCLA) για την πλήρη αποκατάσταση της αριστουργηματικής αυτής τεχνικολόρ ταινίας του 1948, των Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρέσμπεργκερ.
«
Τα Κόκκινα Παπούτσια» υπήρξε από τις πρώτες ταινίες που αντιμετώπισαν τον κλασικό χορό σοβαρά και υπεύθυνα, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μέχρι και οι αυστηρότεροι κριτικοί μπαλέτου την αντιμετώπισαν ιδιαίτερα θετικά. 
Οι δημιουργοί της ταινίας, οι Αρτσερ (έτσι αποκαλούνταν το δίδυμο των Πάουελ και Πρέσμπεργκερ), επέλεξαν επαγγελματίες χορευτές με υποκριτικές ικανότητες και όχι ηθοποιούς με στοιχειώδεις ή επαρκείς γνώσεις χορού. Οι ερμηνευτές των τεσσάρων πρωταγωνιστικών ρόλων ήταν πολύ διάσημοι χορευτές της εποχής και προέρχονταν από διάσημους θιάσους, όπως το Βασιλικό Μπαλέτο. Το ίδιο ίσχυε και για το σύνολο των χορευτών. Η εκθαμβωτική μάλιστα Μόιρα Σίρερ, που υποδύεται την αριστοκρατικής καταγωγής πρίμα μπαλαρίνα Βικτόρια Πέιτζ, ήταν η δεύτερη των μπαλέτων Σάντλερ Ουέλς - μετά την Μαργκότ Φοντέιν. Επίσης επαναστατικό ήταν, για τον κινηματογράφο του 1948, να γυριστεί μια δεκαπεντάλεπτη σκηνή μπαλέτου με 53 χορευτές, 120 σουρεαλιστικούς πίνακες του ζωγράφου Χάιν Χέκροθ για σκηνικά και γυρίσματα 6 βδομάδων. Η δεκαπεντάλεπτη σκηνή του «Μπαλέτου των Κόκκινων Παπουτσιών» - βασισμένου στο παραμύθι του Αντερσεν για το κορίτσι που θα οδηγηθεί στην καταστροφή από τα κόκκινα παπούτσια που φορά, καθώς εκείνα θα την υποχρεώσουν να χορεύει μέχρι τελικής πτώσης - μεταφέρει τον θεατή από τον εικονικό κόσμο της σκηνής σε αυτόν των εσωτερικών συγκρούσεων και επιθυμιών της πρωταγωνίστριας. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Τζιν Κέλι για να πείσει τους παραγωγούς της ταινίας «Ενας Αμερικάνος στο Παρίσι» να συμπεριλάβουν σε αυτήν και σκηνές μπαλέτου, τους έδειξε πολλές φορές «Τα Κόκκινα Παπούτσια». Η ταινία, ουσιαστικά, πραγματεύεται υπαρκτά και θεμελιώδη ζητήματα που διέπουν τη σχέση τέχνης και ζωής, «υψηλής» και μικρής τέχνης και διαδικασίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αξια φλογερής αντιπαράθεσης είναι και η αντίληψη που διατυπώνει στην ταινία ο διευθυντής των Μπαλέτων Λερμοντόφ, όπου τέχνη και ζωή παρουσιάζονται ως δύο, παράλληλης πορείας, αντιθετικοί πόλοι. «Τα Κόκκινα Παπούτσια» είναι από τις ταινίες, που, εκτός της εξέχουσας αισθητικής της αξίας, έχει αξία ενημερωτική και διαπαιδαγωγητική και θα έπρεπε να προβάλλεται και να συζητιέται στα σχολεία.
Παίζουν: Μόιρα Σίρερ, Αντον Γουόλμπρουκ, Μάριους Γκόρινγκ, Λουντμίλα Τσερίνα, κ.ά.
ΒΡΕΤΑΝΙΑ 1948, Διάρκεια 135`
ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΤΡΙΦΟ: Η γυναίκα της διπλανής πόρτας
Το 1981 ο Τριφό γνωρίζει την Φανί Αρντάν και γυρίζει τη «Γυναίκα της διπλανής πόρτας», μια τραγωδία τύπου Ρακίνα πάνω στο θέμα του Ερωτα όπου ο καθένας ξεχωριστά παλεύει με τη μοίρα του χωρίς να κατορθώνει να της ξεφύγει.
Πρόκειται για την ιστορία ενός ανέφικτου, ενός απαγορευμένου έρωτα μεταξύ του Μπερνάρ και της Ματίλντ που κάποτε ήταν μαζί, αγαπήθηκαν τρελά, εγκατέλειψαν ο ένας τον άλλον και τώρα, χρόνια μετά, ξανασυναντιούνται ως γείτονες σε διπλανά σπίτια. Και οι δύο παντρεμένοι με άλλους. Την, flash back, γραμμική αφήγηση του ερωτικού αυτού θρίλερ ο Τριφό την αναθέτει στην κυρία Ζουβ, ένα πρόσωπο που γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τι πάει να πει ερωτικό πάθος. Στο «Γυναίκα της διπλανής πόρτας» η «φυσική κατάσταση» αντιπαρατίθεται στον «πολιτισμό». Και την «φυσική κατάσταση» την υποστηρίζουν αποτελεσματικά μόνο τα ένστικτα, τα πάντοτε «αντικοινωνικά» από τη φύση τους ένστικτα, ενώ ο πολιτισμός εκφράζει το ακριβώς αντίθετο της «φυσικής κατάστασης». 
Ο Μπερνάρ ζει ήρεμα στον τακτοποιημένο του κόσμο με τη γυναίκα του Αρλέτ με την οποία έχει μια συζυγική, συντροφική σχέση και τον μικρό τους γιο, σε ένα προάστιο της Γκρενόμπλ, όταν ξαφνικά στο διπλανό σπίτι μετακομίζει η Ματίλντ με τον σύζυγό της Φιλίπ και φέρνει τα πάνω - κάτω στην τακτοποιημένη ζωή του, αναζωπυρώνοντας ένα πάθος που είχε εδώ και χρόνια θαφτεί πολύ βαθιά για το καλό των πάντων. Ο Μπερνάρ και η Ματίλντ όταν ήταν μαζί ουδέποτε κατάφεραν να γίνουν ζευγάρι όπως όλα τα άλλα. Το πάθος τους υπήρξε τόσο ολοκληρωτικό και απόλυτο, τόσο μεγαλύτερο απ' αυτό που μπορούσαν να σηκώσουν στους ώμους τους, ώστε δεν ήταν μπορετό να το αντέξουν. Το πάθος καταδικάστηκε από την ίδια του την ένταση, με αποτέλεσμα να επιλέξουν αναγκαστικά την οδό της επιβίωσης, δηλαδή της απομάκρυνσης του ενός από τον άλλο. Το απωθημένο πάθος με την επανεμφάνιση της Ματίλντ αρχίζει να ξαναζεί και να ξαναφουντώνει, το πάθος που συνιστά επίμονη και καθοριστική παρουσία του τρελού έρωτα - γιατί ο έρωτας ή θα είναι τρελός ή δε θα είναι έρωτας. Το πάθος που συνιστά συνονθύλευμα ανεξέλεγκτης επιθυμίας, υποταγής στο πεπρωμένο, υποταγής στη μοίρα και βίας. Ο Τριφό χρησιμοποιεί τη σεξουαλικότητα, στοιχείο οργανικά ενταγμένο στο πάθος, σαν λάδι στη φωτιά στο δραματικό κρεσέντο των συναισθημάτων για να φθάσει στην κορύφωση, στην τραγική σκηνή του τέλους. Σε κάθε ιστορία πάθους η λύτρωση έρχεται μέσα από το χωρισμό ή μέσα από το θάνατο. Η Ματίλντ που κάποτε είχε πάρει την πρωτοβουλία να φύγει, να χωρίσει από τον Μπερνάρ, έχει ήδη δοκιμάσει (και δοκιμαστεί) την ανέφικτη πια λύση του χωρισμού. Απομένει λοιπόν μόνο ο θάνατος. Και η Ματίλντ επιλέγει και αυτήν τη φορά και για τους δυο ένα θάνατο θεαματικό, βίαιο, που προκαλεί έντονα συναισθήματα, ένα θάνατο αντάξιο του πάθους τους... Για τη σύνδεση των πλάνων χρησιμοποιείται το παλιό εφέ φοντί όπου το τέλος ενός πλάνου σβήνει σιγά σιγά... Η ταινία βγαίνει φυσικά σε επανέκδοση.

Παίζουν: Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Φανί Αρντάν, Ανρί Γκαρσέν, Βερονίκ Σιλβέρ, Ροζέ βαν Ουλ κ.α.ΓΑΛΛΙΑ 1981 - Διάρκεια 106΄.
ΝΤΕΝΙΣ ΝΤΑΓΚΑΝ: Οι μεγάλοι 
Χοντροκομμένη κι ανιαρή κι ανούσια και κρύα ταινία, με χαζούς, χιλιοειπωμένους, φτηνούς αστεϊσμούς, με τους οποίους υποθέτω ότι εκτός αμερικανικής επικράτειας μόνο αμερικανοθρεμμένοι θα μπορούσαν να γελάσουν. Το «αμερικάνικο όνειρο» στην λαϊκίστική του έκδοση για λαϊκούς αποδέκτες είναι εδώ, ενωμένο δυνατό. Θα πουλήσει τυχόν γέλιο για επί τόπου κατανάλωση για να φέρει κέρδη, που κι αυτά με την σειρά τους θα επενδυθούν στην παραγωγή της επόμενης σαχλαμάρας και πάει λέγοντας...
 
Κι έχει απ' όλα τ' όνειρο και τα χωράει όλα, εξάλλου γι' αυτό είναι όνειρο... γιατί προσπαθεί να καταργήσει τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το ονειρικό και το ρεαλιστικό, το μεταφυσικό και το ιστορικό. Πέντε δωδεκάχρονοι φίλοι, το 1978, παίζουν μπάσκετ και λατρεύουν τον προπονητή τους, που τους οδήγησε σε μια σημαντική νίκη. Τριάντα χρόνια μετά, οι πέντε φίλοι, οικογενειάρχες πια, άλλοι winners και άλλοι losers - κατά τη σύγχρονη ορολογία - και με την κρίση των 40 να παραμονεύει στη γωνία, ξανασυναντιούνται συν γυναιξί και τέκνοις, στην κηδεία του αγαπημένου τους προπονητή και περνούν όλοι μαζί λίγες μέρες διακοπών σε ένα απομονωμένο, ειδυλλιακό τοπίο στις όχθες μιας ήσυχης λίμνης. Εκεί, σε κλίμα που προτρέπει εξομολογήσεις, ξεδιπλώνουν κρυφές πτυχές της προσωπικής τους ζωής, αποκαλύπτουν αποτυχίες τους και όνειρα, ενώ ταυτόχρονα κάνουν έναν απολογισμό τής μέχρι τούδε πορείας τους και μοιάζει ο ένας να παίρνει δύναμη από τον άλλο και να φορτίζει τις μπαταρίες του με θέληση να διορθώσει πολλά προσωπικά κακώς κείμενα. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι πέντε φίλοι, πέντε κωμικοί ηθοποιοί, περιτριγυρισμένοι από τα προβλήματά τους, που έχουν να κάνουν με τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους και πεθερές, τις σέξι κόρες των άλλων, εμφάνισης play mates, τους σκύλους, τα πουλάκια και άλλα πολλά. Οι πέντε κωμικοί μάλλον θεωρούν ότι φθάνει να ανοίξουν το στόμα τους για να ξεραθεί η πλατεία στο γέλιο... Τι ουσιαστικό έχει να πει ο ποιητής; Απολύτως τίποτα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη συμβατική έννοια του μύθου και του σεναρίου, πέραν του ότι στη χώρα της 4ης Ιουλίου και της αστερόεσσας, ένα γουικέντ στη λίμνη είναι δυνατόν, ως διά μαγείας, να μεταλλάξει προσωπικότητες, καταστάσεις και ζωές. Και ξέρετε γιατί; Γιατί υπάρχει αγάπη και όταν υπάρχει αγάπη όλα μπορούν να γίνουν. All you need is love τραγουδούσαν οι Beatles, θυμάστε; Η δύναμη, δε, της αγάπης διοχετεύεται από τον έναν στον άλλο μέσα από ομαδικούς κυκλικούς εναγκαλισμούς. Και αφού αποκατασταθεί η γενική ισορροπία διά των εναγκαλισμών, ολόκληρη η παρέα, συμφιλιωμένη πρωτίστως με τον εαυτό της και δευτερευόντως μεταξύ της, θα πάει για ξέφρενη ψυχαγωγία στις εγκαταστάσεις με τεράστιες τσουλήθρες και τα άλλα παιχνίδια νερού, ενώ για το τελευταίο - φιλμικό - μισάωρο θα υποδεικνύει σε μας τους θεατές τους τρόπους που κι εμείς σαν κι αυτούς θα μπορέσουμε να κατακτήσουμε την ευτυχία και ιδίως την πνευματικότητα...
Παίζουν: Ανταμ Σάντλερ, Κέβιν Τζέιμς, Κρις Ροκ, Σάλμα Χάγιεκ, Ντέιβιντ Σπέιντ, Ρομπ Σνάιντερ, Μαρία Μπέλο, Μάγια Ρούντολφ, κ.ά.
ΗΠΑ 2010, Διάρκεια 102`

Sunday, July 18, 2010

Πρώτη δημόσια εμφάνιση για τον Ρομάν Πολάνσκι


Ο Ρ.Πολάνσκι με τη σύζυγό του Εμανουέλ Σενιέ
Ο Ρ.Πολάνσκι με τη σύζυγό του Εμανουέλ Σενιέ (Φωτογραφία:  Reuters)
  • Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση μετά την άρση του κατ' οίκον περιορισμού του έκανε ο σκηνοθέτης Ρομάν Πολάνσκι. Μαζί με τη σύζυγό του παρακολούθησε το φεστιβάλ τζαζ του Μοντρέ. Ο σκηνοθέτης αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις, ωστόσο, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση της Ελβετίας ευχαρίστησε όσους τον υποστήριξαν.
«Προς το παρόν είμαι χαρούμενος που είμαι ελεύθερος και μπορώ να κάνω πράγματα που δεν μπορούσα» δήλωσε. Η Ελβετία αρνήθηκε να εκδώσει τον Ρ.Πολάνσκι στις ΗΠΑ, ωστόσο, η Ουάσινγκτον δήλωσε ότι θα συνεχίσει να πιέζει για την έκδοσή του, προκειμένου να καταδικαστεί για το βιασμό μιας ανηλίκου το 1977. Υπενθυμίζεται ότι η Interpol έχει εκδώσει ένταλμα σύλληψης, το οποίο παραμένει ενεργό σε 188 χώρες, σύμφωνα με το Associated Press.

Saturday, July 17, 2010

Σεργκέι Αϊζενστάιν «Αλεξάντερ Νιέφσκι»


Η πρώτη ομιλούσα ταινία του Σεργκέι Αϊζενστάιν, μια μεγαλόπνοη επική δημιουργία, την οποία ο ιστορικός του κινηματογράφου Ζορζ Σαντούλ αποκάλεσε εύστοχα «φιλμική όπερα», είναι η ταινία «Αλεξάντερ Νιέφσκι». Το 1242 η Ρωσία δέχεται την εισβολή Τευτόνων ιπποτών. Ενώ οι περισσότεροι Ρώσοι ευγενείς είναι πρόθυμοι να συνθηκολογήσουν με τους εισβολείς, ο πρίγκιπας Νιέφσκι συγκεντρώνει στρατό και επιχειρεί να τους αποκρούσει. Η κρίσιμη μάχη θα δοθεί σε μια παγωμένη λίμνη στα περίχωρα του Νόβγκοροντ... Με τη δημιουργική χρήση του μοντάζ, ο κορυφαίος Σοβιετικός σκηνοθέτης συντονίζει τους ρυθμούς της αφήγησης και τη ροή των εικόνων με την εμπνευσμένη μουσική που έγραψε ειδικά για την ταινία ο Σεργκέι Προκόφιεφ. Παίζουν: Νικολάι Τσερκάσοφ, Νικολάι Οχλόπκοφ, Αντρέι Αμπρικόσοφ, Ντμίτρι Ορλόφ (Πέμπτη, 22/7, «ΒΟΥΛΗ TV», 22.10).

«Οταν "έσπαγαν", μας πόναγε πολύ»...

  • Αποσπάσματα αναμνήσεων του Ζυλ Ντασσέν από την εποχή του μακαρθισμού, με αφορμή την προβολή του «Ριφιφί» από 15/7 στις ελληνικές αίθουσες
Για δημιουργούς όπως ο Ζυλ Ντασσέν δε χρειάζεται αφορμή για να γράψεις. Η αστική αξιακή σαπίλα στον πολιτισμό και η καπιταλιστική βαρβαρότητα εν γένει είναι πάντα αφορμές για να αναφερθείς σε δημιουργούς που επέλεξαν να μην «πουλήσουν την ψυχή τους στο διάβολο», ανεξαρτήτως κόστους. 
Σήμερα πάντως ξαναμιλάμε για τον Ντασσέν με αφορμή την προβολή, από 15 Ιούλη στις αίθουσες (διανομή «New Star»), της βραβευμένης ταινίας του «Ριφιφί». Γυρίστηκε το 1954 στη Γαλλία, όπου αναγκάστηκε να καταφύγει, λόγω του μακαρθικού, αντικομμουνιστικού «πογκρόμ» στο Χόλιγουντ, και μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια αναγκαστικής δημιουργικής σιωπής, αφού τα αντιδραστικά «πλοκάμια» των εταιρειών έφταναν και στην Ευρώπη δημιουργώντας του πολλά εμπόδια.
Αν και το «Ριφιφί» γυρίστηκε για λόγους επιβίωσης για τον ίδιο, ωστόσο, η σκηνοθετική μεγαλοφυία του κατέστησε την ταινία μια από τις καλύτερες στο είδος της («το καλύτερο φιλμ νουάρ που έχω δει» έλεγε ο Τριφό) αποσπώντας το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κανών (1955), το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας του γαλλικού Συνδικάτου Κριτικών Κινηματογράφου (1956) κ.ά.
  • Πριν τη «Νουβέλ Βαγκ»
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αύγουστου Λε Μπρετόν, το «Ριφιφί» ουσιαστικά αποδομεί τον «γκανγκστερικό» μύθο, «ψυχογραφώντας», όπως σημειώνουν οι κριτικές, «τους ήρωές του με μεγάλη λεπτομέρεια, ενώ η σεκάνς του ριφιφί είναι μια εκπληκτική, γεμάτη αγωνία σκηνή (...) Υπάρχει μια σοκαριστική σκηνή όπου ο Tόνι καταφέρει ένα χτύπημα τιμωρίας στη φίλη του και η ειλικρινής, σχεδόν ωμή απεικόνιση του ηρωινομανή αδελφού του. Επίσης η ασπρόμαυρη φωτογραφία των δρόμων, των μπαρ και των κλαμπ του Παρισιού (...) προαναγγέλλει την προτίμηση των σκηνοθετών της Νουβέλ Βαγκ για τη σκοτεινή ατμόσφαιρα στα πλάνα τους».
Σκηνή από την ταινία «Ριφιφί»
Για την ταινία, και όχι μόνο, ο Ντασσέν μίλησε σε συνέντευξή του στον κριτικό Μπρους Γκόλντστάιν το 2001, από την οποία επιλέξαμε μερικά αποσπάσματα. Για το «Ριφιφί»: «(...) ο Μπεράρντ (σ.σ. ο παραγωγός) μου πρόσφερε αυτή τη δουλειά, ακριβώς επειδή είχα μπει στη μαύρη λίστα. Μου έλεγε: "Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να γυρίσει αυτή την ταινία". Και μου εξήγησε ότι όλοι οι "κακοί" στο βιβλίο είναι Αραβες της Αφρικής (τότε η Γαλλία είχε θέματα με την Αλγερία κλπ.), οπότε, μου έλεγε: "Εσύ είσαι τέλειος για την ταινία, γιατί μπορείς να βάλεις τους "κακούς" να είναι Αμερικανοί!" Και εγώ τον ρώτησα: "Εχεις σκεφτεί ποτέ να κάνουν τους "κακούς" Γάλλοι;" Και στο τέλος, τους κάναμε Γάλλους. Και έτσι πήρα τη δουλειά»... 
Για τη μισάωρη σεκάνς της ληστείας, για την οποία γράφτηκαν πάρα πολλά, ο Ντασσέν λέει: «Πολλοί με έχουν ρωτήσει γιατί αυτή η σεκάνς που δείχνει τη ληστεία έχει γυριστεί στην απόλυτη σιωπή. Αλλά γυρίστηκε έτσι γιατί όλοι αυτοί υποτίθεται ήταν επαγγελματίες ληστές και ο θόρυβος ήταν εχθρός τους. Φορούσαν όλοι ειδικά παπούτσια για να είναι αθόρυβοι και, μάλιστα, έβαλα τον Σεζάρ να φοράει παπούτσια μπαλέτου!»...
Αυτή είναι ουσιαστικά μια θέση για τη χρήση της αισθητικής απλότητας ώστε να υπογραμμιστεί το κύριο. Τη συναντάμε και σε άλλους σπουδαίους δημιουργούς. Ο Ντάσιελ Χάμετ, π.χ., θα είχε υπόψη του πλήθος υπερφίαλων και άχρηστων λογοτεχνικών περιγραφών για να αναγκάζεται να λέει στους νέους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, ότι για να λέγεται ένα όπλο περίστροφο, πρέπει να έχει πάνω του κάτι που να περιστρέφεται...
Για το μακαρθικό «κυνήγι μαγισσών» ο Ντασσέν δηλώνει: «Γύρισα την ταινία "Η νύχτα και η πόλη" το 1949. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1954, γύρισα το "Ριφιφί". Στο ενδιάμεσο υπήρξε ένα μεγάλο κενό. Δεν είχα καθόλου δουλειά, εκτός τα λιγοστά σενάρια που πουλούσα στον φίλο μου, τον παραγωγό Εντουαρντ Ζάνουκ, χάρη στα οποία επιβίωνα εγώ και οι άλλοι της ομάδας μου. Αλλά εκείνες ήταν μέρες ανεργίας ή μάλλον μέρες που ήταν αδύνατο να εργαστείς. Εχει τόσες πτυχές το θέμα της μαύρης λίστας... Σκέφτεσαι όλους εκείνους τους ανθρώπους που καταστράφηκε η ζωή τους, άνθρωποι που είχαν φίλους, άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να ξαναεργαστούν ποτέ. Κάποιοι τα βόλευαν γράφοντας σενάρια με άλλους να υπογράφουν στη θέση τους, αλλά ήταν πολύ επώδυνο να βλέπεις καλά παιδιά να έχουν λυγίσει από την απειλή του αποκλεισμού από την εργασία. Δημιουργήθηκαν επίσης πολλά οικογενειακά προβλήματα, η γυναίκα σου για παράδειγμα, μπορεί να έλεγε: "Τι θα κάνουμε; Πώς θα αναθρέψεις τα παιδιά σου; Εμείς δεν νοιαζόμαστε για τις αρχές σου, σκέψου την οικογένειά σου". Γίνανε πολλά τέτοια...». 
  • «Ανεπιθύμητος»
«(...) Ηταν ένας σκηνοθέτης που τον λέγανε Ρόμπερτ Ρόσεν, που είχε κάνει μερικές πολύ καλές ταινίες και ήταν από τους πρώτους που είπε: "Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό στους ανθρώπους. Δεν θα συνεργαστώ με τις εξεταστικές επιτροπές και όλα αυτά με τις ανακρίσεις". Γιατί αντιμετωπίσαμε δύσκολες καταστάσεις τότε: βρίσκαμε συνθήματα γραμμένα στους τοίχους των σπιτιών μας και δεχόμασταν προσβολές, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Και ο Ρόσεν είχε να αντιμετωπίσει τα παιδιά του. Τους εξήγησε γιατί ήταν λάθος να καταδίδεις και να προδίδεις κόσμο και τα έκανε να καταλάβουν. Αλλά αργότερα ο Ρόμπερτ λύγισε και κατέδωσε ένα σωρό ανθρώπους και έπειτα έπρεπε να τους εξηγήσει αυτή του την πράξη. Και τα παιδιά του, δεν ξέρω πώς νιώθουν τώρα, αλλά τότε ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση για πολλά χρόνια».
«(...) Περιμέναμε ότι κάποιοι θα γίνονταν οι ήρωές μας και όταν αυτοί έσπαγαν, μας πόναγε πολύ. Μιλάω για ανθρώπους όπως τον Κλίφορντ Οντέτς, τον Ελία Καζάν φυσικά, και άλλους. Και η καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές μάς ράγιζε την καρδιά, γιατί πρώτα απ' όλα όλοι αυτοί ήταν φίλοι μας και νομίζαμε ότι ήταν άνθρωποι με αρχές. (...) Και τελικά, για να γλιτώσεις τους ανθρώπους σου από την ντροπή να σας δούνε μαζί, αναγκαζόσουν να κρύβεσαι εσύ. Θυμάμαι σε ένα φεστιβάλ των Κανών (...) είδα τον Τζιν Κέλι να έρχεται προς το μέρος μου και γω έτρεξα να κρυφτώ κάπου για να τον γλιτώσω από την ντροπή. Και πριν προλάβω, ένιωσα να με έχει πιάσει κάποιος σφιχτά: ήταν ο Τζιν και μου είπε: "Τι νομίζεις ότι πας να κάνεις;" Εγώ δίστασα αλλά εκείνος δεν με άφησε. Και μια άλλη φορά (...) υπήρχαν εκατοντάδες φωτογράφοι στα σκαλιά και ο Τζιν με κρατούσε σφιχτά, ήταν ο μόνος Αμερικανός που με πλησίαζε... Δεν θέλω να πω ονόματα, αλλά ένας τύπος μια φορά κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι μόνο και μόνο για να μην τον δουν μαζί μου! (...)
Το 1951 με είχαν καλέσει στη Γαλλία να γυρίσω μια ταινία (...) Είχαν επιλέξει για την ταινία την Ζα Ζα Γκαμπόρ, που ήταν τότε μεγάλη σταρ στη Γαλλία. Περίπου μια εβδομάδα πριν το γύρισμα λοιπόν ήρθε η Ζα Ζα Γκαμπόρ κλαίγοντας και μου είπε: "Δεν μπορώ να παίξω στην ταινία, γιατί με ειδοποίησαν από την Αμερική ότι αν δουλέψω με τον Ντασσέν, δεν θα μου επιτρέψουν να εργαστώ στο Χόλιγουντ ξανά". Αργότερα, ακολούθησε κι άλλο μήνυμα από το εξωτερικό, από τον Ρόι Μπρούερ, επικεφαλής της Ενωσης Τεχνικών της Καλιφόρνια, που είπε στον παραγωγό μου ότι, αν δούλευε μαζί μου, δεν θα έβρισκε ποτέ διανομή στην Αμερική αυτή η ταινία αλλά και καμία άλλη ταινία του...
Κάθε χώρα έκανε τη δική της δεξίωση στις Κάνες (...) Στο τέλος πια οι Αμερικανοί θεωρήσανε ότι ήταν καλύτερο να μας καλέσουν. Και αυτό ήταν πολύ αστείο. Γιατί αυτοί που στέκονταν στην σειρά για να σε χαιρετίσουν, και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Αμερικανοί σταρ, έβρισκαν τόσο έξυπνους τρόπους να σε αποφύγουν! Σκαρφίζονταν ένα σωρό κόλπα: σκύβανε ή υψώνανε το ποτήρι στο πρόσωπό τους, ώστε τελικά δεν έβλεπες ούτε ένα πρόσωπο! Είχε πολλή πλάκα. Αλλά και στη Ρώμη, ενώ ετοίμαζα μια ταινία (...) την μπλοκάρανε και μού ζητήθηκε να φύγω από τη Ρώμη ως "ανεπιθύμητος". Πήγα στην αμερικανική πρεσβεία για το θέμα αυτό και δεν με δεχτήκανε (...)».

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 18 Ιούλη 2010
Η συνέντευξη του Ντασσέν περιέχεται στο συνοδευτικό υλικό της «New Star» για την ταινία

Πέθανε ο Μπερνάρ Ζιροντό


  • Πέθανε σε ηλικία 63 ετών ο ηθοποιός Μπερνάρ Ζιροντό, ένας από τους πιο δημοφιλείς της γενιάς του.
Ένας από τους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της γενιάς του στη Γαλλία, ο Μπερνάρ Ζιροντό, που ήταν επίσης επιτυχημένος σκηνοθέτης και συγγραφέας, πέθανε σήμερα σε ηλικία 63 ετών από καρκίνο, δήλωσε ο ατζέντης του στο Γαλλικό Πρακτορείο. Ο ηθοποιός, ο οποίος είχε αποκαλύψει το 2001 ότι είχε προσβληθεί από καρκίνο των νεφρών που έκανε μετάσταση στους πνεύμονες το 2006, πέθανε σε νοσοκομείο του Παρισιού. Γεννημένος στη Λα Ροσέλ (δυτική Γαλλία) το 1947, ο Μπερνάρ Ζιροντό έπαιξε με μπρίο το ρόλο του ρομαντικού γόη της κωμωδίας και του τραγικού ήρωα, προτού περάσει με επιτυχία σε εκείνον του σκηνοθέτη και του συγγραφέα.
Ένας από τους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της δεκαετίας του 1980, έπαιξε σε πολλές γαλλικές κωμωδίες ("Et la tendresse bordel!» το 1977 ή «Papy fait de la resistance» το 1983), αλλά διέπρεψε και σε άλλα είδη όπως το μελόδραμα με το «Passion d'amour» του ιταλού Ετόρε Σκόλα. Ηθοποιός με ευρεία γκάμα, συνεργάστηκε κυρίως με τους γάλλους σκηνοθέτες Κλοντ Μίλερ, Πατρίς Λεκόντ, Ολιβιέ Ασαγιάς και Φρανσουά Οζόν. Υπέγραψε επίσης δύο ταινίες μυθοπλασίας ("L' autre» το 1990 και «Les caprices du fleuve» το 1996) και ντοκιμαντέρ, καθώς και μια δωδεκαριά μυθιστορήματα και αφηγήματα. [www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ]

Le comédien Bernard Giraudeau est mort









Bernard Giraudeau, le 26 avril 2009, à la cérémonie de remise des 
Molières, à Paris.
AFP/STEPHANE DE SAKUTIN
Bernard Giraudeau, le 26 avril 2009, à la cérémonie de remise des Molières, à Paris.
  • LEMONDE pour Le Monde.fr | 17.07.10 | 10h48  •  Mis à jour le 17.07.10 | 11h36  
Le vagabondage était la drogue dure de ce tonique dépressif qui avait souhaité ne pas vivre une existence ordinaire. Impatient, éternel insatisfait, il avouait avoir "toujours débordé dans l'extrême", persuadé que "c'était mieux ailleurs", poussé par son incurable inaptitude au bonheur vers des quêtes effrénées. Voyageur, écrivain, comédien, cinéaste, Bernard Giraudeau est mort, samedi 17 juillet, à l'âge de 63 ans.
C'est le 18 juin 1947 qu'était né à La Rochelle ce petit fils d'un cap-hornier, ce fils d'un militaire que ses missions (en Indochine, en Algérie) rendaient trop absent. Explorateur du Marais poitevin, incurable romantique rêvant devant les quais, les bateaux en partance, Bernard Giraudeau s'était engagé à 16 ans dans la Marine nationale comme mécanicien sur la Jeanne d'Arc, spécialiste en "turbine-diesel-chaudière", pour faire le tour du monde. "Pompon rouge sur la tête comme une pomme", il bourlingua quatre ans durant, avant de tenter une autre aventure pour conjurer sa désespérance et son ennui. Ce fût celle de la comédie.
Débuts catastrophiques. Handicapé par une mauvaise diction, une façon de marcher chaloupée, il est poussé vers les coulisses, du côté des décors et des costumes. Travail, cours de danse et d'élocution le propulsent quelque temps plus tard vers le Conservatoire, un Premier Prix de comédie classique et moderne obtenu avec le monologue de Figaro. Il ne se sent pas le tempérament d'entrer au Français qui lui ouvre ses portes. Sa carrière débute au début des années 1970.
  • LE BEAU GOSSE AUX YEUX BLEUS
Le théâtre est une passion qu'il ne reniera pas. La même année, en 1975, il joue Sur le fil d'Arrabal (mise en scène de Jorge Lavelli), et Le Prince de Hombourg de Kleist (mise en scène de Jean Negroni). Puis La Guerre de Troie n'aura pas lieu de Giraudoux (1976), K2 de Patrick Meyers sous la direction de Georges Wilson (1983), La Répétition ou l'amour puni d'Anouilh (1986), Les Liaisons dangereuses de Christopher Hampton (1988), L'Importance d'être constant d'Oscar Wilde (1995), Becket ou l'Honneur de dieu d'Anouilh (2000), Richard III de Shakespeare (2005), tour à tour dirigé par Bernard Murat, Gérard Vergez, Jerôme Savary, Didier Long. Il sera nominé trois fois aux Molières, et cinq fois aux Césars.
Car le cinéma s'intéresse aussi à ce séduisant jeune premier solaire et charmeur, ce beau gosse aux yeux bleus qui reflètent insolence et ferveur. Il apparaît dans Deux hommes dans la ville (1973) et Le Gitan (1975) de José Giovanni, La Boum de Claude Pinoteau (1980), puis dans des rôles majeurs. Celui d'un bourreau des cœurs épris d'une fille laide dans Passion d'amour d'Ettore Scola (1981), d'un tueur homosexuel dans Le Grand pardon d'Alexandre Arcady (1982), d'un diplomate ensorcelé par une femme fatale dans Hécate de Daniel Schmid d'après Paul Morand (1982), d'un handicapé dans Le Ruffian de José Giovanni (1983), d'un séducteur pervers dans L'Année des méduses de Christopher Frank (1984)…
  • "DES SOUVENIRS EN FORME DE COURANT D'AIR"
Au cours de ces années, Bernard Giraudeau n'a qu'une idée : changer d'emploi. Son image de gentil copain, de gendre idéal, de clown blanc lui pèse. Il lui faudra attendre Poussière d'ange d'Edouard Niermans en 1986 (l'histoire d'un flic alcoolique aspiré par les bas fonds) pour le voir incarner des personnages plus troubles, ambigus.
De la cinquantaine de films qu'il aura alignés, ressortent L'Homme voilé de Maroun Bagdadi (1987), Une nouvelle vie d'Olivier Assayas (1993), Le Fils préféré de Nicole Garcia (1994), Ridicule de Patrice Leconte (1996), Marquise de Véra Belmont où il interprète Molière (1997), et surtout Gouttes d'eau sur pierres brûlantes que François Ozon adapte d'une pièce de Rainer Werner Fassbinder, huis clos où il campe un homosexuel cruel et manipulateur (2000).
  • ÉLOGE DE LA DIFFÉRENCE
"J'étais un jeune coq qui gonflait ses plumes" disait-il à propos de cette activité d'acteur dont il ne gardait que "des souvenirs en forme de courants d'air". La télévision lui offrit aussi quelques défis, par exemple ceux d'incarner Antoine de Saint-Exupéry dans La Dernière mission de Robert Enrico (1996) ou le capitaine Bouchardon dans Mata Hari (2003). Mais ce qui le motive est de réaliser lui-même La Face de l'ogre (1988), l'histoire d'une femme qui refuse la mort de son mari disparu en montagne, ou L'Autre d'après un roman d'Andrée Chedid (1991), où un vieillard s'obstine à croire à la survie d'un jeune homme enseveli lors d'un tremblement de terre. Le véritable Bernard Giraudeau est là, dans cet auteur affichant son besoin de fraternité, son éloge de la différence, son exaltation de la vie et son obstination à repousser la mort le plus loin possible.
Il signe également plusieurs documentaires, carnets de voyages en Amazonie, au Chili, aux Philippines, en même temps que des livres, récits, correspondances ou romans qui exaltent ses bourlingues. Giraudeau avait commencé à écrire très jeune, par plaisir, pour apaiser sa solitude de marin. "Je suis né dans un milieu modeste et sans culture. Le voyage a été ma seule école, la fuite est devenue ma psychanalyse, la seule manière d'entrer en moi-même et d'y être bien" : voilà ce qu'il raconte dans Le Marin à l'ancre (2001), Les Hommes à terre (2004), Les Dames de nage (2007) ou Cher amour (2009), tous publiés aux éditions Métailié. Ses paysages, ses lectures (Michaux, Cendrars, Conrad, Melville, London, Segalen), son avidité de rencontres pour "vérifier qu'on fait partie de la famille des humains", ses escales, ses matins conquérants et les filles d'un soir (émotions d'un "insecte affolé qui picorait des semblants d'amour dans les ports"). L'Afrique, l'Amazonie, la Patagonie à pied et à cheval, le kayak, la montagne. La soif d'"assouvir l'insatiable curiosité avec la conscience mélancolique de l'éphémère".
  • "MON NOUVEAU BATEAU"
Homme de gauche, militant d'Amnesty International, signataire de pétitions humanitaires, membre du comité de parrainage de la Coordination française pour la Décennie de la culture de paix et de non-violence, Bernard Giraudeau était un exalté méfiant, peu porté à "être lisible d'emblée". La découverte de son cancer du rein en 2000 le porta à parler, se battre pour améliorer la prise en charge des malades en créant un forum sur le thème "On ira tous à l'hôpital". Ce mal qu'il appelait son "nouveau bateau" et qu'il disait vouloir "apprivoiser", il l'accepta comme un "parcours initiatique" : "Je voyais bien que j'allais vers quelque chose qui me rapprochait de l'abîme. Cela tenait à mon existence qui avait de moins en moins de sens, une course effrénée qui me maintenait en permanence dans un état d'angoisse. J'allais où ? Un manque de recherche sur l'essentiel… Pour un homme de mon âge, le cancer est un message, un questionnement" confiait-il à Libération en mai 2010.
Jean-Luc Douin

Friday, July 16, 2010

Αποδομώντας τον «γκανγκστερικό» μύθο

Σκηνή από την ταινία «Ριφιφί» του Ζυλ Ντασσέν
Ο Ζυλ Ντασσέν υπήρξε ένας πλήρης δημιουργός που έθετε πάντα την τέχνη του στην υπηρεσία του ανθρώπου. Πέρα από την υψηλή ποιότητα του έργου του, με τις κοινωνικές, λυρικές και τραγικές προεκτάσεις του, τον διακρίνει μια ουμανιστική ηθική, η προοδευτική σκέψη και ένα βαθύ αίσθημα δικαιοσύνης.
Αυτές τις μέρες παίζεται στον κινηματογράφο «Ζέφυρο» το «Rififi» σε επανέκδοση (διανομή «New Star»), που αν και γυρίστηκε για λόγους επιβίωσης για τον Ζυλ Ντασσέν, ωστόσο η σκηνοθετική μεγαλοφυΐα του κατέστησε την ταινία μια από τις καλύτερες στο είδος της («το καλύτερο φιλμ νουάρ που έχω δει» έλεγε ο Τριφό), αποσπώντας το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Καννών (1955), το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας του γαλλικού Συνδικάτου Κριτικών Κινηματογράφου (1956), «Ειδικό Βραβείο, Κριτικών Νέας Υόρκης, 2000», ενώ ήταν «Υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα, Φεστιβάλ Καννών, 1955».
Οντας στη μαύρη λίστα από το μεταπολεμικό, αντικομμουνιστικό κυνήγι μαγισσών στο Χόλιγουντ, τη μαύρη περίοδο του Μακαρθισμού, ο Ζυλ Ντασσέν διέφυγε στην Ευρώπη. Η άφιξή του, όμως κι εκεί, δεν έλυσε το πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετώπιζε. Η «μακρά χειρ» των Χολιγουντιανών παραγωγών απαγόρευε στις ευρωπαϊκές εταιρείες να τον προσλάβουν. Μετά από 5 χρόνια απουσίας ο Ντασσέν επέστρεψε μ' αυτή την ταινία. Και η επιστροφή του υπήρξε θριαμβευτική: Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιτυχία υπήρξε τόσο συντριπτική που επικράτησε στον κοινό λόγο η λέξη Ριφιφί ως συνώνυμο της διάρρηξης με ληστεία.
Η ιστορία είναι απλή. Περιγράφει το σχεδιασμό και την πραγματοποίηση μιας ληστείας από μια ομάδα μικροκακοποιών που συνδέονται με δεσμούς φιλίας, οι οποίοι όμως παρά την επιτυχία του εγχειρήματος - ή μάλλον εξαιτίας αυτής - θα διαρραγούν με τραγική κατάληξη για τους ίδιους.
Ο γνωστός σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορτσέζε είχε πει: «Μέσα στην παράδοση του γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, ο Ντασσέν δημιουργεί ένα αρχέτυπο για ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος, ενώ ο τρόπος που χρησιμοποίησε το μουσικό μοτίβο για να δημιουργήσει ύφος και ατμόσφαιρα ήταν επαναστατικός».
Η σεκάνς της ληστείας - πρόκειται για την έξοχη σκηνή της διάρρηξης «α-λα ριφιφί» (δηλαδή το τρύπημα του ταβανιού)- εντελώς βουβή, αλλά γεμάτη χιούμορ, όπου οι σιγανοί θόρυβοι δημιουργούν μια τρομερή ένταση, είναι μια από τις κλασικές σκηνές του σασπένς. Η συμβολή του Ντασσέν ως ηθοποιού σ' αυτή τη σκηνή είναι εντελώς αποφασιστική. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως ο Ντασσέν άρχισε την καριέρα του ως ηθοποιός (1936-1940) στο εβραϊκό θέατρο της Νέας Υόρκης. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αύγουστου Λε Μπρετόν, το «Ριφιφί» ουσιαστικά αποδομεί τον «γκανγκστερικό» μύθο, «ψυχογραφώντας», όπως σημειώνουν οι κριτικές, «τους ήρωές του με μεγάλη λεπτομέρεια». Επίσης η ασπρόμαυρη φωτογραφία των δρόμων, των μπαρ και των κλαμπ του Παρισιού (...) προαναγγέλλει την προτίμηση των σκηνοθετών της Νουβέλ Βαγκ για τη σκοτεινή ατμόσφαιρα στα πλάνα τους.

Thursday, July 15, 2010

Οι ταινίες της εβδομάδας: Αναρχικός Γκοντάρ και αέρινος Τζιν Κέλι

  • Τρεις αριστουργηματικές κλασικές ταινίες δείχνουν τη φτώχεια σε φαντασία και έμπνευση του σύγχρονου κινηματογράφου, ιδιαίτερα του Χόλιγουντ: Από την πλευρά των αριστουργημάτων, το έξοχο αμερικανικό μιούζικαλ «Τραγουδώντας στη βροχή» των Τζιν Κέλι και Στάνλεϊ Ντόνεν, ο πάντα σύγχρονος Ζαν-Λικ Γκοντάρ με την ταινία του «Ο τρελός Πιερό» και ο «δικός μας» Ζυλ Ντασσέν με το πρωτότυπο φιλμ νουάρ «Ριφιφί».


Από την άλλη πλευρά, η φαντεζίστικη «Μαθητευόμενος μάγος» του Τζον Τέρτελτομπ και η περιπέτεια «Επικίνδυνες παρέες» του Τζέιμς Μάνγκολντ. Διαλέγετε και παίρνετε.
  • Ο τρελός Πιερό

Pierrot le fou. Γαλλία, 1965. Εγχρωμη. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Ηθοποιοί: Ζαν-Πολ Μπελμοντό, Αννα Καρίνα, Γκρατσιέλα Γκαλβάνι, Σάμιουελ Φούλερ. 110'

*****
Σε μια έρημη πλαζ, δύο μοναχικά, απελπισμένα άτομα προσπαθούν να ζήσουν το ρομαντικό τους έρωτα, σε μια αριστουργηματική ταινία-κολάζ, που συνδυάζει το γκανγκστερικό μελόδραμα με το ρομαντικό δράμα και το πολιτικό άγκιτ-προπ. Σε επανέκδοση.
Η καταστροφή και το χάος, πρόδρομος μιας νέας, διαφορετικής ζωής, είναι το επιμύθιο της δέκατης αυτής ταινίας, και μιας από τις δυο-τρεις καλύτερες που γύρισε ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, το «τρομερό παιδί» της νουβέλ βαγκ. Πρωταγωνιστές, δυο άτομα που εκπροσωπούν αυτό το χάος (διάβαζε: μιας κοινωνίας στα πρόθυρα διάλυσης): ο Φερντινάν, άνεργος και αναρχικός αλητάκος, θύμα μιας καταναλωτικής κοινωνίας, και η Μαριάν, μια τσαχπίνα κοπέλα (αλλά και «μοιραία γυναίκα»), μπλεγμένη σε μια παράνομη αναρχική ομάδα. Ενα τυχαίο (;) έγκλημα τους επανασυνδέει. Ο έρωτάς τους, αλλά και το πάθος τους για καταστροφή θα τους ενώσει σε ένα παράξενο, ρομαντικό ειδύλλιο στην έρημη πλαζ κάπου στην Κυανή Ακτή, όπου η αλλόκοτη, άναρχη σχέση τους, κάτι ανάμεσα σε έρωτα και μίσος, δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε τραγωδία.
Με βάση ένα μοντάζ που παραπέμπει στον κλασικό σοβιετικό κινηματογράφο του Αϊζενστάιν και του Τζίγκα Βέρτοφ, και χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα αφήγησης, με πλάνα που σπάνε τον παραδοσιακό τρόπο του μοντάζ, με αναφορές στον κινηματογράφο που αγαπά -από τις κωμωδίες των Λόρελ και Χάρντι μέχρι διάφορες γκανγκστερικές ταινίες, όπως το «Μπόνι και Κλάιντ»- ο Γκοντάρ προχωρεί μεθοδικά (έστω κι αν αυτό μοιάζει αυτοσχέδιο) για να φτιάξει το μοναδικό αυτό, συναρπαστικό κολάζ του. Ενα κολάζ που στηρίζεται στη δημιουργία μιας συγκεκριμένης ατμόσφαιρας, ενός μουσικού τόνου που αναδίνει τη δική του, αληθινή συγκίνηση - συγκίνηση που δεν έχει καμιά σχέση με το μελό. Στοιχεία που ξεκινούν από τα «συναισθήματα» που προκαλεί ο αληθινός κινηματογράφος - όπως πολύ εύστοχα τα χαρακτηρίζει στη σκηνή του διαφημιστικού πάρτι ο Αμερικανός σκηνοθέτης (ίνδαλμα όλης της νουβέλ βαγκ) Σάμιουελ Φούλερ: «Η ταινία είναι σαν πεδίο μάχης. Ερωτας. Μίσος, Δράση. Ωμότητα. Θάνατος, Με μια λέξη, "συναισθήματα"». Αν θέλετε ν' απολαύσετε κάτι το διαφορετικό από τα χολιγουντιανά κατασκευάσματα, η ταινία αυτή είναι για σας: ένα όμορφο, λυρικό, άναρχο γκανγκστερικό μελό συν ρομαντικό δράμα, συν πολιτικό άγκιτ-προπ. Σε επανέκδοση. Με λαμπρές κόπιες.
  • Τραγουδώντας στη βροχή

Singin' in the Rain. ΗΠΑ, 1952. Σκηνοθεσία: Τζιν Κέλι, Στάνλεϊ Ντόνεν. Σενάριο: Μπέτι Κόμντεν, Αντολφ Γκριν. Ηθοποιοί: Τζιν Κέλι, Ντόναλντ Ο'Κόνορ, Ντέμπι Ρέινολντς, Τζιν Χέιγκεν, Σιντ Τσαρίς. 98'
*****
Επανέκδοση μιας κλασικής μουσικής κωμωδίας με φόντο το Χόλιγουντ, στην περίοδο από το πέρασμα του βωβού στον ηχητικό κινηματογράφο. Ρυθμός, χορός, τραγούδι, μουσική, χιούμορ, ερμηνείες, όλα σε τελειότητα.
Κάποτε το Χόλιγουντ έσφυζε από ταλέντο σε όλα τα επίπεδα: στα σενάρια, στη σκηνοθεσία, στους ηθοποιούς, στη φαντασία, στα κινηματογραφικά είδη. Ανάμεσα σ' αυτά και το μιούζικαλ, η μουσική κωμωδία. Χορός, ρυθμός, ζωντάνια, τραγούδι, μουσική, η ομορφιά του κορμιού και των κινήσεών του, με την κάμερα να το ακολουθεί και να καταγράφει την αέναη πορεία του σε σεκάνς όπου δεν υπήρχε ανάγκη του γρήγορου μοντάζ για να καλύψει τις αδυναμίες των χορευτών, όπως δυστυχώς γίνεται τα τελευταία χρόνια. Γιατί τότε οι ηθοποιοί του ήξεραν να χορεύουν: οι Φρεντ Αστέρ, Τζίντζερ Ρότζερς, Τζιν Κέλι, Σιντ Τσαρίς ήταν ευέλικτοι χορευτές που νόμιζες πως χόρευαν στον αέρα. Φτάνει να δεις μια ταινία τους για να καταλάβεις τη θλιβερή κατάσταση του σύγχρονου μιούζικαλ.
Δείγμα του μιούζικαλ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ -ένα από τα δυο-τρία καλύτερα- το «Τραγουδώντας στη βροχή», που συν-σκηνοθέτησαν δύο από τους καλύτερους του είδους, ο Τζιν Κέλι και ο Στάνλεϊ Ντόνεν, και που τώρα προβάλλεται σε επανέκδοση. Η ιστορία είναι απλή, όπως σε όλα τα μιούζικαλ. Ενας διάσημος ηθοποιός του σινεμά (Τζιν Κέλι) γυρίζει ταινία με μια διάσημη σταρ του βωβού (Τζιν Χέιγκεν). Μόνο που βρισκόμαστε στην περίοδο της μεγάλης αλλαγής, όταν τον βωβό κινηματογράφο αντικαθιστούσε ο ομιλών και η στριγκλιά φωνή τής σταρ είναι ακατάλληλη. Γι' αυτό το στούντιο αποφασίζει να την αντικαταστήσει (τουλάχιστον τη φωνή της) μια άγνωστη νεαρή (Ντέμπι Ρέινολντς), που η σταρ εκμεταλλεύεται για τη δική της φήμη. Γύρω από την πλοκή αυτή το διάσημο την εποχή του δίδυμο Αντολφ Γκριν και Μπέτι Κόμντεν έγραψε ένα σενάριο σπιρτόζο, με άφθονο χιούμορ, με κωμικά γκαγκ που αγγίζουν το σλάπστικ και με δώδεκα ωραία τραγούδια και δώδεκα το ίδιο όμορφα χορευτικά, που σε παρασύρουν με τη ζωντάνια των χορευτών-τραγουδιστών του και το ρυθμό και τη φαντασία της σκηνοθεσίας.
Ευκαιρία για τον ίδιο τον Τζιν Κέλι, άλλοτε μόνο του, άλλοτε με την Ντέμπι Ρέινολντς, άλλοτε με τον κολλητό του (Ντόναλντ Ο'Κόνορ) κι άλλοτε με την έξοχη χορεύτρια Σιντ Τσαρίς (η χορεύτρια με τα πιο όμορφα πόδια του Χόλιγουντ) να μας προσφέρει μερικά από τα πιο όμορφα, αξέχαστα και εντυπωσιακά χορευτικά: «Make Them Laugh», «Good Morning», «You Are My Lucky Star», «Moses» και «Broadway Melody», και βέβαια το τραγούδι του τίτλου, «Singin' in the Rain», με τον Κέλι να κλείνει την ομπρέλα του και να χορεύει ξέγνοιαστος και με χάρη μέσα στη βροχή, σ' ένα από τα πιο όμορφα και πιο πρωτότυπα μουσικοχορευτικά που μας έδωσε το Χόλιγουντ. Χαρείτε το και ξανα-χαρείτε το. Δεν θα μετανιώσετε!
  • Ριφιφί

Du rififi chez les homes. Γαλλία, 1955. Σκηνοθεσία: Ζυλ Ντασσέν. Σενάριο: Ρενέ Ουιλέρ, Ογκίστ λε Μπρετόν, Ζυλ Ντασσέν. Ηθοποιοί: Ζαν Σερβέ, Καρλ Μόνερ, Ρεμπέρ Μανουέλ, Μαρί Σαμπουρέ, Ρομπέρ Οσέιν, Πέρλο Βίτα. 122'

****½ -

Μια συμμορία διαρρηκτών αναλαμβάνουν ένα μεγάλο «κόλπο», που τελικά τους οδηγεί στην καταστροφή τους. Μοναδικό φιλμ νουάρ, κλασική ταινία γύρω από τη διάρρηξη ενός χρηματοκιβωτίου, από την οποία εμπνεύστηκαν όλες τις ταινίες του είδους. Σε επανέκδοση.
Ευπρόσδεκτη επανέκδοση της ταινίας που, μαζί με το «Μπομπ ο χαρτοπαίκτης» του Μελβίλ, στάθηκε έμπνευση για μια σειρά από ταινίες με θέμα τη διάρρηξη χρηματοκιβωτίων: από την «Κλοπή» του Κιούμπρικ μέχρι το «Reservoir Dogs» του Ταραντίνο, τη «Συμμορία των 5» των αδερφών Κοέν, τις διάφορες εκδοχές της «Συμμορίας των 11» και δεκάδες άλλες γαλλικές και αμερικανικές ταινίες.
Η ταινία του Ζυλ Ντασσέν, γυρισμένη με χαμηλό προϋπολογισμό (γύρω στα 200.000 χιλιάδες δολάρια) στο μεγαλύτερο μέρος της σε φυσικούς χώρους, στο Παρίσι (όπου ο Ντασσέν είχε καταφύγει, κυνηγημένος από το μακαρθισμό), εστιάζει γύρω από τη διάρρηξη ενός χρηματοκιβωτίου, χωρίς όμως να παραμερίζει το δράμα των προσώπων που εμπλέκονται σ' αυτήν. Γιατί ο Ντασσέν ενδιαφέρεται πάνω απ' όλα για τους χαρακτήρες των προσώπων του και τα όσα ακολουθούν μετά την επιτυχημένη τους διάρρηξη.
Η ταινία έχει τη μορφή της αρχαίας τραγωδίας. Στην πρώτη πράξη γνωρίζουμε τον κεντρικό ήρωα, τον Τονί (ένας εξαιρετικός Ζαν Σερβέ) και τους διάφορους διαρρήκτες που αυτός μαζεύει για την επικείμενη κλοπή (ανάμεσά τους και τον ειδικό στις διαρρήξεις Σεζάρ, που ερμηνεύει, με το ψευδώνυμο Περλ Βίτα, ο ίδιος ο Ντασσέν). Η δεύτερη πράξη καλύπτει την εφιαλτική τους διάρρηξη, με όλες τις προσχεδιασμένες με ακρίβεια λεπτομέρειές της (σε μια σκηνή διάρκειας 28 λεπτών, δοσμένη χωρίς μουσική υπόκρουση, με εκπληκτικό, χορευτικό θα έλεγα, ρυθμό και ασταμάτητο σασπένς). Και στην τρίτη πράξη παρακολουθούμε μια απαγωγή, που θα οδηγήσει σε συγκρούσεις, προσωπική εκδίκηση, σκοτωμούς και την αναμενόμενη λύτρωση.
Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με ένα είδος αλληγορίας που χρησιμοποιεί τη μορφή του φιλμ νουάρ, με την ωμότητα και την όλη του ατμόσφαιρα, για να μας μιλήσει, μ' ένα στιλ που συχνά αγγίζει την ποίηση, για τα ανθρώπινα πάθη, τη φιλία, την προδοσία αλλά και τη μεταμέλεια. Με τις σκηνές του τοποθετημένες σ' ένα Παρίσι σκοτεινό, απειλητικό, με τους μικροαπατεώνες, τους γκάνγκστερ αλλά και τους μπάτσους του, ένα Παρίσι βουτηγμένο σε μια κατάμαυρη ατμόσφαιρα, που αναπλάθει τόσο όμορφα ο Φιλίπ Αγκοστινί με τη μαυρόασπρη φωτογραφία του.
  • ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΜΑΓΟΣ (The Sorcerer's Apprentice). ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία: Τζον Τέρτελτομπ. Σενάριο: Ματ Λόπεζ, Νταγκ Μάιρο, Κάρλο Μπερνάρντ. Ηθοποιοί: Νίκολας Κέιτζ, Τζέι Μπάρουσελ, Αλφρεντ Μολίνα, Μόνικα Μπελούτσι, Τερέζα Πάλμερ. 109'

* ½
Μάγοι και τέρατα ζωντανεύουν για να σώσουν τον κόσμο μας από καταστροφή σε μια περιπέτεια χωρίς πραγματική μαγεία. Το μέλλον του πλανήτη μας κινδυνεύει και πάλι, και τη φορά αυτή ο αρχιμάγος Μπαλτάζαρ Μπλέικ (Νίκολας Κέιτζ), μαθητής του πανάρχαιου μάγου Μέρλιν, αναλαμβάνει, μαζί με το μαθητευόμενο νεαρό Ντέιβ (Τζέι Μπάρουσελ), να σώσει το Μανχάταν και τον υπόλοιπο κόσμο από τον σατανικό Μάξιμ Χάρβαθ (Αλφρεντ Μολίνα)... Ο παραγωγός Τζέρι Μπρούκχαϊμερ και η εταιρεία Ντίσνεϊ αντλούν σκηνές από άλλες πετυχημένες εμπορικά ταινίες για να δημιουργήσουν την υποτιθέμενη μαγεία και να ζωντανέψουν αυτή την καλοκαιρινή περιπέτεια από την οποία τελικά λείπει η αληθινή μαγεία.
Επικίνδυνες παρέες
Knight and Day. ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία: Τζέιμς Μάνγκολντ. Σενάριο: Πάτρικ Ο'Νιλ. Ηθοποιοί: Τομ Κρουζ, Κάμερον Ντίαζ, Πίτερ Σάρσγκαρντ, Πολ Ντέινο. 109'

Ενας πρώην πράκτορας της CIA και μια κουτή ξανθιά ενώνουν (;) τις δυνάμεις τους ενάντια σε μια στρατιά εχθρών σε μια ταινία με άσκοπα κυνηγητά, αφελές σενάριο και μέτρια σκηνοθεσία. Ο Τομ Κρουζ επιστρέφει στο ρόλο του Ρόι Μίλερ, ενός αποστάτη κατασκόπου της CIA (;) που μπλέκει σε μια περιπέτεια με πολλά ειδικά εφέ και ατελείωτα κυνηγητά για την ανακάλυψη και προστασία ενός ιδιοφυούς επιστήμονα, ενώ, παράλληλα, προσπαθεί να σώσει τη χαζή ξανθιά της Κάμερον Ντίαζ (αλήθεια, γιατί πάντα οι γυναίκες στα καλοκαιρινά αυτά μπλοκ-μπάστερ να είναι κουτές;) από αμέτρητους «κακούς» που ίπτανται ή και κατεβαίνουν απ' όλα τα σημεία... Μόνο που όλα τα έχουμε ξαναδεί σε καλύτερες και πιο συναρπαστικές περιπέτειες. Κρίμα.

Wednesday, July 14, 2010

Οι ταινίες της εβδομάδας

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ: Δυνατά χαρτιά για όλα τα γούστα!
Οι δυο καινούριες (2010) αμερικάνικες παραγωγές που βγαίνουν σήμερα στις αίθουσες είναι, καθεμιά στο είδος της, μία από τα ίδια. «Ο μαθητευόμενος μάγος» του Τζον Τερτελτάουμπ με τον Νίκολας Κέιτζ και την Μόνικα Μπελούτσι δε διαφέρει από προηγούμενα ντισνεϊκά πονήματα με εμπορία μάγων και στοιχειών σε νεοϋορκέζο περιβάλλον, ενώ, οι «Επικίνδυνες παρέες» του Τζέιμς Μάνγκολντ με τον Τομ Κρουζ και την Κάμερον Ντίαζ εγγυώνται περιπέτεια, έρωτα και κωμικές στιγμές σε τροχιά δοκιμασμένης εμπορεύσιμης πεπατημένης, βασισμένης σε συστατικά αισθητικής από αυτά, ξέρετε, τα μαζικής κατανάλωσης που κοσμούν τα ράφια των σούπερ μάρκετ κινηματογραφικών προϊόντων. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι καλές επανεκδόσεις που πάλι σώζουν τη βδομάδα...
Σε επανέκδοση, με καινούριες κόπιες 35mmη έγχρωμη, δέκατη ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ από το 1965 «Ο Τρελός Πιερό», ένα μικρό λεξικό της γκονταρικής γλώσσας, της τεχνικής και των έμμονων ιδεών του Ελβετού σκηνοθέτη, ενός από τους σημαντικότερους γεννήτορες του γαλλικού «νέου κύματος». Η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες «Σινέ Ψυρρή» και «Εκράν». Σε επανέκδοση και το αριστουργηματικά φρέσκο μιούζικαλ των Ντόνεν και Κέλι από το 1952 «Τραγουδώντας στη βροχή» με τον εκπληκτικό Τζιν Κέλι στον κύριο ρόλο που δεν θα πρέπει να χάσει όποιος δεν το έχει δει. Η έκπληξη όμως έρχεται από το εξαιρετικό δείγμα της γαλλικής σχολής στο φιλμ νουάρ, το «Ριφιφί», που ο έκπτωτος από το Μακαρθικό καθεστώς της εποχής Ζυλ Ντασσέν, γυρίζει στο Παρίσι όπου βρίσκεται το 1954.
ΚΡΙΤΙΚΗ - ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 15 Ιούλη 2010
ΖΥΛ ΝΤΑΣΣΕΝ: Ριφιφί 
Θρίλερ χαμηλού προϋπολογισμού το «Ριφιφί» - λέξη αραβικής προέλευσης, καταχωρημένη στην αργκό του υποκόσμου με την έννοια της έντονης διαμάχης και μπλεξίματος, η οποία, μετά την επιτυχία της ταινίας, αναβαθμίστηκε σε όρο προσδιοριστικό της διάρρηξης «επιστημονικών προδιαγραφών». Κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Auguste LeBreton «DuRififi chezles Hommes», που πραγματοποίησε το 1954 ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι Ζυλ Ντασσέν ορμώμενος αποκλειστικά από λόγους επιβίωσης. Ο σκηνοθέτης, όντας στη Μαύρη Λίστα του Μακαρθισμού, εγκατέλειψε την Αμερική για να αποφύγει την κλήτευσή του στην επιτροπή του Κογκρέσου που διερευνούσε τη δράση των κομμουνιστών στην κινηματογραφική βιομηχανία. Το μακρύ χέρι του Μακαρθισμού βέβαια έφθανε έως τους εταίρους των ευρωπαϊκών εταιρειών, στους οποίους απαγόρευε να προβούν σε πρόσληψη του Αμερικανού καλλιτέχνη.
 
Με το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, οι γαλλικές εκδόσεις «Gallimard» αποφασίζουν να λανσάρουν σειρά νέας αγγλόφωνης, κυρίως αμερικάνικης, μυθιστοριογραφίας, κάτι αδιανόητο για τα προηγούμενα χρόνια που κυριαρχούσαν συνθήκες πολέμου και κατοχής. Τον Αύγουστο του 1945 λοιπόν, γεννιέται, με 30 λογοτεχνικούς τίτλους και υπό τον γενικό τίτλο «Μαύρη Σειρά», η «Serie Noir» του εκδοτικού οίκου. Το «film noir» ανακάλυψε έναν χρόνο αργότερα, το 1946, ο Γάλλος κινηματογραφιστής Nino Frank. Χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο για να περιγράψει το σύνολο των αμερικανικών ταινιών του '30 και του '40 που - εύλογα - προβλήθηκαν μόνο μεταπολεμικά στη Γαλλία και πραγματεύονταν σκοτεινές ιστορίες με εγκλήματα και ντετέκτιβ. Για σειρά ετών, ο όρος «φιλμ νουάρ» - που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και παίζει με πεσιμιστικούς τόνους, κατοπτρική διάθεση και αφηγηματικά μοντέλα με δομή σειράς φλας μπακ και voice-over - χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από Γάλλους κριτικούς. Τη διαμόρφωση του «φιλμ νουάρ» - με την κλασσική περίοδο να εκτείνεται από το 1940 έως τα τέλη της δεκαετίας του '50 - επηρέασε καταλυτικά συγκεκριμένος συνδυασμός «σχολών» και ρευμάτων κινηματογράφου, όπως ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, ο γαλλικός ποιητικός ρεαλισμός και η χολιγουντιανή απεικόνιση των γκάνγκστερ της περιόδου της μεγάλης οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης του '29. Ο εξπρεσιονισμός συνέβαλε στο οπτικό στιλ του «φιλμ νουάρ» με το «γοτθικό» στιλ στο φωτισμό, τις εξπρεσιονιστικές γωνίες λήψης, τη μη ρεαλιστική προοπτική και μοντάζ, την ανάδειξη της ψυχολογίας των χαρακτήρων και την ανάλυση των πράξεών τους, σύνολο στοιχείων κυρίαρχων την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Ο ποιητικός ρεαλισμός συνέβαλε μέσα από το στοιχείο που τον χαρακτηρίζει: Την ανάδειξη των εξωγενών δυνάμεων που επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων. Μέσα στο ρεαλιστικό χώρο της πόλης, με αληθινούς χαρακτήρες από το προλεταριάτο ή τα χαμηλά μεσαία στρώματα και πραγματικές σχέσεις και κοινωνικά συμφραζόμενα, το έγκλημα καταδεικνύεται ως αποτέλεσμα φυσικής και πνευματικής καταπίεσης. Οι μη ισχυρής θέλησης πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, στεφανωμένοι τη ρομαντική αύρα της καταδίκης και της απελπισίας, αισθάνονται παγιδευμένοι σε καταστάσεις που πηγάζουν από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Το Χόλιγουντ συνέβαλε διά της ελκυστικής σχεδόν ηρωικής απεικόνισης των γκάνγκστερ της περιόδου της οικονομικής κατάθλιψης της δεκαετίας του '30, οι οποίοι κοσμούσαν τα πρωτοσέλιδα - σε μια εποχή στερημένη από χρήμα και αλκοόλ - λόγω της οικονομικής τους επιφάνειας, της εξουσίας που ασκούσαν, των αξιοζήλευτα κομψών και πολυτελών ενδυμάτων τους, των απλησίαστα πανέμορφων γυναικών που τους περιέβαλαν και, εν γένει, της δημοτικότητας και του στάτους που έχαιραν. Συνεκτικός κρίκος των τριών προαναφερθέντων συστατικών, κατά πρώτο λόγο, οι Γερμανοί κινηματογραφιστές που στα μέσα του '30 εγκαταλείπουν μαζικά τη ναζιστική Γερμανία για το Χόλιγουντ, με στάση στη Γαλλία, συμπαρασύροντας στη φυγή και αρκετούς Γάλλους συναδέλφους τους. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους Φριτζ Λανγκ, Μπίλι Γουάιλντερ, Φρεντ Τσίνεμαν, Εντγκαρ Ούλμερ, Ρόμπερτ Ζίοντμακ, Μαξ Οφίλς, Ζακ Τουρνέρ, Κούρτις Μπέρνχαρντ, Ζιλιάν Ντιβιβιέ, Ζαν Ρενουάρ, αλλά και τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. 
Το «Ριφιφί» συνιστά συνεπέστατη και ομοιογενή αφήγηση χωρίς επιτηδευμένες υπερβολές και θεαματικά εφέ. Η σκηνοθετική προσέγγιση που Ντασσέν κατορθώνει να μετατρέψει την γκανγκστερική μοιραία ιστορία σε μύθο για τις παράδοξες εκδοχές εξέλιξης μιας αντρικής παρέας και την τραγική κατάληξη που μπορεί να έχουν δεσμοί φιλίας. Υστερα από πέντε χρόνια φυλακής, ο Τονί συναντά τους λίγους αγαπημένους του φίλους που του προτείνουν να ληστέψουν κεντρικό κοσμηματοπωλείο. Ο Τονί αρνείται. Αλλάζει γνώμη μετά τη μοιραία του συνάντηση με femme fatale της ιστορίας, την πρώην ερωμένη του Μαντό. Η ομάδα σχεδιάζει και πραγματοποιεί την τέλεια ληστεία. Ομως, η απερισκεψία ενός τους, γίνεται η αιτία να πάρουν τα πράγματα άλλη τροπή.
Το «Ριφιφί» του Ντασσέν αποτελεί υπόδειγμα τόσο γαλλικής γραφής φιλμ νουάρ, όσο και ταινίας δράσης διεθνώς. Τοποθετείται σε σκοτεινό περιβάλλον και ατμόσφαιρα - κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό κανόνα του οπτικού στιλ του είδους. Κάτι που προέκυψε από ανάγκη την περίοδο του πολέμου λόγω των περικοπών και στους προϋπολογισμούς της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Οι σκοτεινές σκιές χρησιμοποιούνται με εκφραστικό τρόπο και αποκρύπτουν τόσο το γεγονός της έλλειψης συνεργείου, όσο και τους πραγματικούς χαρακτήρες και τις προθέσεις τους και αναδεικνύουν το μυστηριώδες, το άγνωστο, την παράνοια, την κλειστοφοβία, την απελπισία... Οι νυχτερινές σκηνές γυρίζονται νύχτα, night -for-night, όπως αποκαλείται η τεχνική που αξιώνει τεχνητό φωτισμό με υψηλό κοντράστ το οποίο οδηγεί σε βαθύ μαύρο φόντο με έντονα φωτισμένες λεπτομέρειες. Πρωταγωνιστής στο φιλμ νουάρ συχνά μοιάζει να είναι το περιβάλλον του άστεως με τα βρώμικα μπαρ, τα φτηνά ξενοδοχεία με επιγραφές νέον που αναβοσβήνουν, τα παράθυρα με μισοκατεβασμένα ρολά και θέα σε αδιέξοδους χώρους. Δεν υφίσταται άλλο κινηματογραφικό είδος ή κινηματογραφικό στιλ που να συνδέεται, όσο το φιλμ νουάρ, με την έννοια Β-φιλμ. Ο όρος πρωτοεμφανίζεται το '30 στην Αμερική, όταν οι κινηματογράφοι προβάλλουν προγραμματικά 2 ταινίες, με το δεύτερο, το Β φιλμ, να είναι συνήθως χαμηλού προϋπολογισμού και κατά τι λιγότερης διάρκειας. Πάντως, η σκηνοθετική ιδιοφυΐα του Ντασσέν έφτιαξε μια ταινία νουάρ «αρχέτυπο» όπως την χαρακτήρισε ο Σκορτσέζε για ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος. Η διασημότερη σκηνή της ταινίας «Ριφιφί» είναι η ίδια η σκηνή του ριφιφί. 33 ολόκληρα λεπτά πλήρους σιωπής. Οι διαρρήκτες απόλυτα πειθαρχημένοι και προσηλωμένοι ο καθένας στο έργο που του αναλογεί, σε μια σεκάνς υποδειγματικής οικοδόμησης κρεσέντο αγωνίας με βάση τη σχέση απουσίας /παρουσίας ήχων!
Παίζουν: Ζαν Σερβέ, Καρλ Μένερ, Ζυλ Ντασσέν, Μαγκαλί Νοέλ, Ρομπέρ Οσέν, Πιερ Γκρασέ, Μαρί Σαμπουρέ, Μαρσέλ Λουποβισί, κ.ά. ΓΑΛΛΙΑ 1954, Διάρκεια 122΄.

ΖΑΝ - ΛΙΚ ΓΚΟΝΤΑΡ: Ο τρελός Πιερό 
Από την αρχή της δεκαετίας του '60 οι κινηματογραφιστές που συνδέονται με την έννοια του γαλλικού «νέου κύματος» παίρνουν ο καθένας το δικό του δρόμο και αναπτύσσουν προσωπικές τάσεις και ποιητική. Ο Γκοντάρ και ο Τριφό αναγνωρίζονται διεθνώς ως οι πλέον «θεσμικοί» εκπρόσωποι του κινήματος. Κάνοντας κινηματογράφο πιστό στις γλωσσολογικές παραβιάσεις ο Γκοντάρ, ευνοϊκός σε ένα σινεμά ρευστά αφηγηματικό ο Τριφό. Οι δρόμοι των δύο πόλων του νέου κύματος χωρίζουν με τρόπο τραυματικό, αλληλοεκσφενδονίζοντας δηλητηριώδη βέλη, απόρροια σοβαρής μεταξύ τους διένεξης για οικονομικά ζητήματα.
  
Ο κύκλος των ταινιών του Γκοντάρ που προβάλλονται σε επανέκδοση διευρύνεται με το «Ο τρελός Πιερό», από το 1965. Η θεματική της ταινίας έχει γεύση κοινωνιολογική, συγκεντρώνει την προσοχή στη μητρόπολη και τους κατοίκους της, και επανενεργοποιεί την μπρεχτική διδασκαλία επιτελώντας αποδόμηση μέσα από γλωσσικά παιχνίδια ενώ η κάμερα απομονώνει νέες λέξεις από το εσωτερικό των ήδη υπαρχουσών.
Το να αγαπάς το έργο επειδή αγαπάς τον δημιουργό του είναι απολύτως θεμιτό και δεν τίθεται υπό διαπραγμάτευση. Οπως όμως συμβαίνει με κάθε παράδοση, όσο αντι-παραδοσιακό κι αν υπήρξε το ξεκίνημά της, οι συμβάσεις της, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, εντάσσονται και διαμορφώνουν ένα νέο σύστημα. Η ανυπαρξία καλουπιών και ύλης, η έλλειψη τάξης, η μη τάξη, ή η α-ταξία, συνιστά νόρμα που αντιπαραβάλλεται - με συνειδητό και συμμετρικό τρόπο - σε μια προϋπάρχουσα νόρμα τάξης. Στο σινεμά του Γκοντάρ ο αφηγητής είναι παρών σε πολύ μεγάλο βαθμό με ρόλο διεισδυτικό μέχρι του σημείου να υποχρεούται κάποιος να αντιμετωπίσει την ταινία σαν απόλυτη κατασκευή. Ο σκηνοθέτης αποφεύγει όποιο συνεπές σύστημα, η αφηγηματική του αυθαιρεσία είθισται να δικαιολογείται, αξιωματικά σχεδόν, σαν έργο μιας «ιδιαίτερης» προσωπικότητας. Βέβαια, ενώ τη μια στιγμή ο αφηγηματικός τρόπος του Γκοντάρ μοιάζει με εκείνον του «παραμετρικού» σινεμά που βρίσκει τρόπους ώστε συνεχώς να αναδεικνύεται το προφανές του στιλ, την άλλη, η παραπάνω ομοιότητα αυτοανατρέπεται δεδομένου ότι το παραμετρικό σινεμά δεν ντύνει με έντονα χαρακτηριστικά τον αφηγητή ενώ σενάριο και στιλ συνιστούν σχετικά απρόσωπα συστήματα. Οι ταινίες του Γκοντάρ, οργανωμένες γύρω από τον άξονα «αφηγηματικό αίτιο και αιτιατό», εγείρουν ζητήματα διότι ενώ δύνανται να τεθούν στη δοκιμασία πολλών αφηγηματικών εννοιών, ορθώνουν τη σταθερά της παραδοχής ότι οι ίδιες αντιστέκονται με σθένος στην αφηγηματική κατανόηση μέσα από πλήθος παράδοξων εμποδίων που δημιουργούνται τόσο σε επίπεδο αφήγησης, ως αναπαράσταση, δομή και διαδικασία όσο και σε επίπεδο δραστηριότητας του θεατή. Το έργο του Γκοντάρ επιδέχεται ερμηνειών, αποτρέπει όμως την ανάλυση. Ο ίδιος χρησιμοποιεί τις έννοιες της ανάλυσης ή της επιστήμης με τρόπο ποιητικό, σαν όργανα μέτρησης κάποιου παιχνιδιού. Τα φιλμ του προτείνουν χωρίς όμως να αποδεικνύουν. Είναι εύκολο να αναφερθεί κανείς στα ζητήματα που θίγει «Ο τρελός Πιερό», σε επίπεδο σεναρίου (syuzhet), ειδικά κάποιος εξοικειωμένος με τα κλισέ του Γκοντάρ για την κοινωνική κριτική, το ρομαντικό και το μπρεχτικό στοιχείο, αλλά είναι πολύ δύσκολο να πει κανείς τι κυριολεκτικά συμβαίνει στο επίπεδο του μύθου (fabula) του φιλμ.
«Ο τρελός Πιερό» αφηγείται την ιστορία του Φερντινάν, που πάσχει από ανία, εγκλωβισμένος εδώ και χρόνια σε ένα γάμο συμφέροντος για την κοινωνική του ανέλιξη. Συναντά τυχαία έναν παλιό του έρωτα, την Μαριάν, και η συνάντηση αυτή θα τον κάνει να τινάξει τα πάντα στον αέρα και να αποδράσει μαζί της προς άγνωστη κατεύθυνση. Οι δυο τους εμπλέκονται σε ένα περίεργο road trip χωρίς γεωγραφική αφετηρία και τερματισμό. Εξαφανίζουν τα ίχνη τους και απομονώνονται σαν ναυαγοί σε ξέρα. Φροντίζοντας να εξασφαλίζουν τα προς το ζην με τα πιο απίθανα κόλπα φθάνουν στο γαλλικό νότο, όπου πραγματοποιείται οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Παίζουν: Ζαν - Πολ Μπελμοντό, Αννα Καρίνα, Γκρατσιέλα Γκαλβάρι, Σαμουέλ Φουλέρ, Ρεϊμόν Ντεβός, κ.ά.
ΓΑΛΛΙΑ, ΙΤΑΛΙΑ, 1965, Διάρκεια 110΄
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
10/6/2010
 -- Στην αγορά των μύθων...
15/8/2004
 -- «Ο Τρελός Πιερό»
24/7/2004
 -- «Ο τρελός Πιερό»
4/2/1996
 -- Ο κινηματογράφος της... νουβέλ - βαγκ
ΣΤΑΝΛΕΪ ΝΤΟΝΕΝ - ΤΖΙΝ ΚΕΛΙ: Τραγουδώντας στη βροχή
Το χολιγουντιανό μιούζικαλ στο υψηλότερο ίσως σημείο επιτήδευσής του και χρωματικής του πληρότητας με τα μουσικά νούμερα ενσωματωμένα οργανικά στο σενάριο και τους διαλόγους της ταινίας, χωρίς δηλαδή να λειτουργούν αυθαίρετα υπό τύπο εμβόλιμων μουσικοχορευτικών ιντερμέδιων.
  
Στη θεωρία, η ενσωμάτωση αυτού του τύπου συνεπάγεται ότι οι λυρικές και χορευτικές σκηνές τίθενται στην υπηρεσία της αφηγηματικά λειτουργικής προώθησης του σεναρίου. Στην πράξη όμως, τα μουσικοχορευτικά κομμάτια συνέβαλαν στη δημιουργία μιας μη ρεαλιστικής σύμβασης όταν π.χ. ένας ρόλος ξεσπά σε τραγούδι τη στιγμή της πιο ασήμαντης δραματικής πρόκλησης. Η ταινία γυρίστηκε ένα χρόνο μετά την τεράστια επιτυχία του «Ενας Αμερικάνος στο Παρίσι» με τον ίδιο πρωταγωνιστή, τον ασύλληπτης γοητείας χορογράφο και ηθοποιό Τζιν Κέλι και συμπρωταγωνίστριά του, την μόλις δεκαεννέα ετών Ντέμπι Ρέινολντς. 
Εφτασε η ώρα για τον κινηματογράφο να περάσει από το βωβό στον ομιλούντα. Οι ντίβες και οι ντίβοι της οθόνης καλούνται πλέον εκτός της θείας εμφάνισης να αρθρώνουν και θείο λόγο, κάτι που η πανέμορφη σταρ Λίνα Λαμόντ δε διαθέτει. Τη μέγιστη χολιγουντιανή αστέρα ντουμπλάρει λοιπόν φωνητικά μια νεαρή, άσημη κοπέλα, την οποία όμως ερωτεύεται ο παρτενέρ της σταρ με αποτέλεσμα, σειρά από ίντριγκες και παρεξηγήσεις που βέβαια οδηγούν σε χάπι εντ με χαρακτήρα κάθαρσης... Μη το χάσετε!
Παίζουν: Τζιν Κέλι, Ντέμπι Ρέινολντς, Ντόναλντ Ο' Κόνορ, Τζιν Χάγκεν, Ρίτα Μορένο, κ.ά. ΗΠΑ, 1952 Διάρκεια 102'.