«Το κύμα» του νεοφασισμού
Δυο πολύ καλές πολιτικές ταινίες (Το «Κύμα» του Γερμανού Ντένις Γκάνσελ και το «Il Divo», του Ιταλού Πάολο Σορεντίνο) και ένα τετραήμερο αντιφασιστικό αφιέρωμα, με πολλές και σπάνιες ταινίες (κινηματογράφος «Αφαία»), πρέπει να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον μας.
«Το Κύμα» αποδεικνύει πόσο επιρρεπής - και σχετικά εύκολο - είναι η προβληματική αστική κοινωνία να κυλήσει στο φασισμό! Το «Il Divo» κάνει φύλλο και φτερό την πολιτική ζωή του πιο πολυκατηγορούμενου - και πολυαθωωμένου - Ιταλού πολιτικού Τζούλιο Αντρεότι. Το αντιφασιστικό αφιέρωμα περιλαμβάνει ταινίες, που δε χρειάζονται συστάσεις: Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν, Η Κόκκινη Προκήρυξη, Ζόγια, Πολιτικός Εξόριστος, Το Ημίχρονο του Θανάτου, κ.ά.
Οι υπόλοιπες τρεις ταινίες της βδομάδας, με εξαίρεση, ίσως, το τρισδιάστατο κινούμενο σχέδιο του Μπεν Στάσεν, «Ταξίδι στο Φεγγάρι», είναι από αυτές που δε λαμβάνονται υπόψη. Οι «Νύχτες στη Ροδάνθη», του Τζορτζ Γουλφ, παρ' όλους τους λαμπρούς σταρ που διαθέτει, ή ίσως γι' αυτό, προσπαθεί να τραβήξει από τα μαλλιά τη συγκίνηση, η οποία δεν έρχεται! «Ο Ζακ και η Μίρι Γυρίζουν Πορνό», του Κέβιν Σμιθ, δε χρειάζεται άλλες συστάσεις, την εκθέτει, στην κυριολεξία, ο ίδιος ο τίτλος της. Εμείς προσθέτουμε απλώς πως το πορνό που γυρίζουν είναι κακόγουστο!
Δυστυχώς, κάποιοι από αυτούς τους Γερμανούς σκηνοθέτες μετανάστευσαν στην Αμερική, κάποιοι άλλοι βουβάθηκαν, ένας αυτοκτόνησε! Η πρώτη μεταπολεμική σοβαρή κινηματογραφική κίνηση, για εθνικό γερμανικό κινηματογράφο, διαλύθηκε «στα εξ ων συνετέθη»! Εδώ και κάποια χρόνια, όμως, κάτι σοβαρό άρχισε πάλι να κινείται. Μια νέα φουρνιά αξιόλογων σκηνοθετών, με τις δικές της πολιτικές αγωνίες, όχι πάντα πολιτικά σωστές, πολλές φορές, μάλιστα, μεροληπτικές και προπαγανδιστικές, προσπαθεί να αρθρώσει έναν εθνικό κινηματογραφικό λόγο.
Να σημειώσουμε πως μετά τη διάλυση της «Τσινετσιτά» και το φυσικό χαμό πολλών άριστων Ιταλών δημιουργών, στην ουσία δεν υπάρχει, πια, σοβαρή ευρωπαϊκή κινηματογραφία. Είναι σχεδόν βέβαιο πως αυτό το κενό προσπαθεί να γεμίσει ο σημερινός Γερμανικός Κινηματογράφος. Και ίσως και αυτός να εντάσσεται στη γενική γερμανική πολιτική για ευρωπαϊκή ηγεμονία! Ο χρόνος θα δείξει!
Στο πλαίσιο, λοιπόν, του νέου πολιτικού κύματος της γερμανικής κινηματογραφίας, κινείται και «Το Κύμα», του Ντένις Γκάνσελ. Ενας πολιτικοποιημένος Γερμανός καθηγητής προσπαθεί να διδάξει στους μαθητές του πολιτική. Τα νέα παιδιά, όμως, είναι σχεδόν αλλοτριωμένα. Η πολιτική δεν εντάσσεται στα ενδιαφέροντά τους. Επίσης, πιστεύουν πως ο «αυτόματος πιλότος» της γερμανικής κοινωνίας επιλύει όλα τα άμεσα προβλήματα και προστατεύει τη δημοκρατία τους. Επιπροσθέτως οι νέοι ισχυρίζονται πως έχουν βαρεθεί να ακούν «εξομολογήσεις» και «κριτικές» για τον Χίτλερ και το ναζισμό, τους οποίους Χίτλερ και ναζισμό θεωρούν οριστικά πεθαμένους.
Ο καθηγητής, ευτυχώς, έχει άλλη άποψη. Πιστεύει πως αφού δεν έχουν εξαλειφθεί οι κοινωνικές και πολιτικές αιτίες που γεννούν και τρέφουν τους Χίτλερ και τους ναζισμούς το κύλισμα μιας, ας την πούμε, δημοκρατικής χώρας, όπως είναι η σημερινή Γερμανία, στη φασιστική απολυταρχία δεν είναι απλώς πιθανό, είναι, μάλλον, σχεδόν βέβαιο! Οι Γερμανοί πολίτες, η γερμανική νεολαία, ζώντας μέσα στην ανασφάλεια, στο ρατσισμό, στην ανεργία, εύκολα μπορεί να κυλήσουν στο Δ` Ράιχ! Ο κ. καθηγητής δεν εξαιρεί ούτε τον εαυτό του. Αφού στο «πείραμά» του προς τους μαθητές του δεν μπόρεσε να αντιδράσει ούτε ο ίδιος! (Σιγά σιγά μετατράπηκε και αυτός σε ένα φασιστικό γουρούνι)!
Το «πείραμα» του καθηγητή ήταν να μεταφέρει μέσα στην τάξη του λυκείου, στο οποίο διδάσκει, τους νόμους, την καθημερινότητα και τις αξίες της σημερινής γερμανικής καπιταλιστικής κοινωνίας. Τίποτα άλλο! Ο,τι ισχύει έξω στην κοινωνία! Εστεψε, λοιπόν, τον εαυτό του αρχηγό, μετά από τη «λογική» εκλογή του από τους μαθητές (πολίτες) - ποιος άλλος θα μπορούσε «λογικά» να είναι ο αρχηγός; σας λέει τίποτα το δικό μας «ικανότερος για πρωθυπουργός;» και επέβαλε τους όρους του. Ορους, που προκύπτουν «από τα πράγματα». Το πρώτο που απαίτησε ήταν υπακοή και πειθαρχία. Απαραίτητες - και λογικές - προϋποθέσεις, για μια κοινωνία, η οποία «πρέπει» να λειτουργήσει πάνω σε δοσμένες και απαραβίαστες αρχές και κατευθύνσεις. Στη συνέχεια πόνταρε στην ψυχολογία. Τόνισε την «ιδιαιτερότητα» της τάξης. Την εξυπνάδα της, τον πατριωτισμό της (σε σύγκριση με τις άλλες τάξεις του σχολείου - κοινωνία). Και ζήτησε από τους μαθητές του αυτό το «ξεχωριστό» που τους διακρίνει, να φαίνεται με την πρώτη ματιά. (Δεν είναι κρίμα να κρύβεται; Αφήστε που αυτό σας δίνει και κύρος!) Ζήτησε, όπως επιβάλλεται από τις «συνθήκες», ομοιόμορφο ντύσιμο, ομοιόμορφη συμπεριφορά. Ζήτησε, επίσης, αλληλεγγύη και αλληλοϋποστήριξη. Κατέληξαν («δημοκρατικά») στο σήμα τους και στο χαιρετισμό τους...
Σιγά σιγά, σκαλί το σκαλί, η τάξη και ο καθηγητής (από υπερβάλλοντα ζήλο αυτός), κύλησαν ένα ένα τα στάδια, που, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγούν στο φασισμό και στην κόλαση! Οι δραστηριότητες της τάξης, πια, δε χώραγαν μέσα στην αίθουσα. Απλώθηκαν και στο υπόλοιπο σχολείο. Μετά βγήκαν και στους δρόμους! Αγκάλιασαν την πόλη, τη Γερμανία (στη συνέχεια). Βγήκαν εκτός ελέγχου!..
Ολα τα παραπάνω, πιστέψτε με, βγαίνουν αβίαστα, μοιάζουν νομοτελειακά! Τίποτα δε γίνεται, γιατί το απαιτεί το σενάριο. Γίνεται, γιατί το απαιτούν οι συνθήκες! Ακόμα και ο πιο κακόπιστος θεατής, ακόμα και ο φασίστας, θα υποχρεωθεί να δεχτεί πως ο δημιουργός της ταινίας δεν πρόσθεσε τίποτα δικό του. Δεν υπάρχει τίποτα φτιαχτό και ψεύτικο ή προπαγανδιστικό στην ταινία. Η γερμανική κοινωνία, το γερμανικό πολιτικό σύστημα, ο καπιταλισμός δηλαδή, είναι, εκ των πραγμάτων, το έδαφος από το οποίο εξορύσσεται η απολυταρχία και ο φασισμός.
Θεωρώ την ταινία άκρως διδακτική. Πολύ χρήσιμη για τη νεολαία. Ιδιαίτερα σήμερα που η οικονομική κρίση, αλλά και τα άλλα συσσωρευμένα προβλήματα της καπιταλιστικής κοινωνίας, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για φασιστικές εκτροπές και φασιστικές λύσεις (δέστε: νεοναζιστικά και ακροδεξιά κινήματα και κόμματα). Σπεύσετε, λοιπόν, μαζί με τα παιδιά σας.
Θα ήταν άδικο να κλείσουμε αυτό το σημείωμα και να μην αναφερθούμε και στην καλλιτεχνική αξία της ταινίας. Η απαίτηση, για ένα άρτιο καλλιτεχνικό έργο, η φόρμα και το περιεχόμενο να βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία, έχει άριστα καλυφτεί από «Το Κύμα». Ο ρεαλισμός του περιεχομένου του συνυπάρχει αρμονικά και αναπόσπαστα με το ρεαλισμό της φόρμας του. Στην αρχή του σημειώματος γράψαμε πως «κάτι κινηματογραφικά σοβαρό συμβαίνει στη Γερμανία». «Το Κύμα» και ο δημιουργός του εντάσσονται και ταυτίζονται με αυτό το όμορφο και ελπιδοφόρο κινηματογραφικό «κάτι».
Παίζουν: Τζόργκεν Βόγκελ, Φρέντερικ Λου, Μαχ Ρίμλετ, Τζένιφερ Ούλριχ, Κρίστιαν Πολ, κ.ά.
Ο μέσος θεατής, ο οποίος δεν είναι εξοικειωμένος με στιλιζαρισμένες εικόνες και με κινηματογραφικές... ειρωνείες, θα πρέπει να καταβάλει κάποια προσπάθεια για να αποδεχτεί την κινηματογραφική ματιά του 37χρονου Ναπολιτάνου σκηνοθέτη Πάολο Σορεντίνο. Σίγουρα η επιλογή του να μη μιλήσει μια στρωτή γλώσσα, αλλά να καταφύγει στο στιλιζάρισμα και στην αφαίρεση, υποβλήθηκε από το θέμα του! Ο Τζούλιο Αντρεότι, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας του, δεν είναι ένας απλός πολιτικός. Είναι μια πολύ σύνθετη πολιτική προσωπικότητα. Η οποία, και εγώ πιστεύω, δεν μπορεί να σκιαγραφηθεί σε βάθος με κλασικό ρεαλιστικό τρόπο!
Ο Πάολο Σορεντίνο προσπάθησε -και πέτυχε- να πάει την εικόνα του και την άποψή του για τον κεντρικό του ήρωα πέρα από τα γνωστά - 50 και περισσότερα χρόνια πολιτικής παρουσίας, επτά φορές πρωθυπουργός, οκτώ φορές υπουργός Άμυνας, πέντε φορές υπουργός Εξωτερικών, δύο φορές υπουργός Οικονομικών, υπουργός για τον Προϋπολογισμό και τον Οικονομικό Προγραμματισμό και υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου, μία φορά υπουργός Εσωτερικών και υπουργός Δημόσιας Διοίκησης και τέλος (1991) εφ' όρου ζωής γερουσιαστής. Και είναι, επίσης, και κυρίως, ο πιο πολυκατηγορήμενος και ο πιο πολυαθωωμένος Ιταλός πολιτικός στην ιστορία της γειτονικής χώρας. Με σαφείς και βάσιμες κατηγορίες για πολιτικές δολοφονίες, για διασυνδέσεις με τη Μαφία και τις μασονικές στοές. Με πρωτόδικες καταδίκες και με δευτεροβάθμιες αθωώσεις! Μια τρέλα, δηλαδή!
Αν κανείς προσθέσει στα παραπάνω και το εξωτερικό «παράξενο» και «μυστήριο» παρουσιαστικό του Τζούλιο Αντρεότι (μόνο σατανικός σκιτσογράφος θα μπορούσε να το κατασκευάσει αυτό το... στοιχειό) συν τα δεκάδες αποκαλυπτικά και καυστικά παρατσούκλια, με τα οποία τον περιέλουσαν οι Ιταλοί («Θείο Τζούλιο», «Καμπούρη», «Αλεπού», «Μολώχ», «Σαλαμάνδρα», «Μαύρο Πάπα», «Ανθρωπο της Αβύσσου», «Βελζεβούλ» κ.ά.), αντιλαμβάνεστε για τι είδους ήρωα μιλάμε και τι είδους μεταχείριση απαιτείται!
Ο Πάολο Σορεντίνο, λοιπόν, με καταπληκτικούς φωτισμούς και εξαιρετική φωτογραφία, με θαυμάσιους πλούσιους και πειστικούς χώρους, με άριστα κοστούμια, με σπάνια επιλογή των δεύτερων ρόλων, με κινήσεις και ομιλίες των ηθοποιών πολύ κοντά στο μαύρο θέατρο της Πράγας και στα γραπτά και τις εικόνες του Κάφκα, με αργές κινήσεις της μηχανής, με υποδειγματικές εναλλαγές των πλάνων, με απόλυτη κυριαρχία στους χρόνους, μετέφερε στην οθόνη μια μαύρη, κατάμαυρη «θεία κωμωδία». Μια «θεία κωμωδία» η οποία ελευθερώνει τη φαντασία του θεατή, ο οποίος, απαλλαγμένος από κλασικούς ρεαλισμούς και «πιστές» αντιγραφές, φτιάχνει το δικό του Τζούλιο Αντρεότι!
Οποιες και όσες αντιρρήσεις και αν εγερθούν για την ταινία, ο πλουραλισμός προσφέρει πολλές αναγνώσεις, σε καμία περίπτωση δε θα μειώσουν στο ελάχιστο την ευρηματικότητα και τη φαντασία του σκηνοθέτη. Η «μάσκα» του Αντρεότι στην ταινία και μόνον αυτή φτάνει για να περιγράψει τον απίθανο αυτόν πολιτικό άντρα. Τον πολιτικό άντρα, που όποιον χαρακτηρισμό και αν δώσεις γι' αυτόν, μέσα είσαι!
Για να ολοκληρώσουμε το πορτρέτο του Τζούλιο Αντρεότι θυμίζουμε πως μετά απ' όλα αυτά ή ίσως επειδή είναι όλα αυτά, ο 90χρονος Ιταλός πολιτικός, φυλαχτείτε, είναι μέλος της 3ης Μόνιμης Επιτροπής (Εξωτερικές Υποθέσεις, Μετανάστευση), της Ειδικής Επιτροπής για την Προστασία και Προώθηση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και της Ιταλικής Αντιπροσωπείας στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Εγώ, δεν έχω τίποτ' άλλο να προσθέσω!
Παίζουν: Τόνι Σερβίλο, Αννα Μποναγιούτο, Πάολο Γκρατσιόζι, Πιέρα Ντέλι Εσπόστι.
Έχει τύχει να δείτε ποτέ κάποια από εκείνες τις περίφημες ψιλοπορνό ελληνικές βιντεοκασέτες; Αν ναι, η ταινία του κ. Σμιθ είναι σαν αυτές και ...λίγο χειρότερη! Ενα παιδοβούβαλο, ταλαντούχος, πράγματι, ηθοποιός (Σεθ Ρόγκεν) συγκατοικεί με την παιδική φίλη του, επίσης ταλαντούχα ηθοποιό (Ελίζαμπεθ Μπανκς). Το ζευγάρι (κρίμα, το αναμφισβήτητο ταλέντο του), που δεν είναι ερωτικό, αλλά απλώς συγκατοικεί, ξεμένει τελείως από λεφτά. Μέχρι και η αμερικανική ΔΕΗ τούς κόβει το φως.
Στην απελπισία του το χαζοχαρούμενο και ανέραστο (μεταξύ του) ζευγάρι καταφεύγει στο εύκολο χρήμα! Πλησιάζει κάτι μυστήριους τύπους, αθώα και καλά παιδιά κατά τα άλλα, και γυρίζει μαζί τους πορνό. Κάποια στιγμή, το ζευγάρι που εργάζεται πίσω από τη μηχανή (συνεργείο) περνάει μπροστά από τη μηχανή (ηθοποιοί). Και παρά το πάχος του νεαρού καταφέρνει θαύματα. Οσο αισθησιασμό δεν κατάφερναν να βγάλουν όλοι οι προηγούμενοι πορνοστάρ, το κατάφερε αυτός με τη μία. Και αυτό, σύμφωνα με το σενάριο και τη λογική, γιατί ο έρωτας που έκαναν μπροστά στο φακό ήταν αληθινός (και απωθημένος).
Για να μην σας ενοχλώ περισσότερο, το ζευγάρι, στο τέλος της ταινίας, δε φτάνει που θα βρει λεφτά, θα βρει και τον ερωτικό δρόμο του! Θα αγαπηθεί (ερωτικά) και θα παντρευτεί (υποθέτω). Στη συνέχεια, όπως κάνουν όλες οι χαζοχαρούμενες αμερικάνικες οικογένειες, θα κάνει και αυτό παιδιά, τα οποία και θα τα στείλει στο Ιράκ ή όπου αλλού αποφασίσει, τώρα πια, ο Ομπάμα. Ταινία γεμάτη ιδανικά. Προτείνω να παίζεται στα σχολεία! Μακριά, ε!
Παίζουν: Σεθ Ρόγκεν, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Τρέισι Λορντς, Τζάστιν Λονγκ.
Οι μικροί θεατές, πιθανόν και οι μεγάλοι, θα βρεθούν μπροστά και σε μιαν ακόμα έκπληξη! Η ταινία είναι γυρισμένη και προβάλλεται με τη μέθοδο των τριών διαστάσεων! Μια μέθοδο που ακόμα βρίσκεται υπό διαμόρφωση και γι' αυτό αρκετά συγχυστική! Πάντως, ιδιαίτερα για τα παιδιά, εντυπωσιακή. Καθώς οι φιγούρες δεν είναι, πια, κολλημένες στην οθόνη, αλλά πετάνε και πλησιάζουν τον θεατή! Ωστόσο, ο δρόμος για μια ολοκληρωμένη τρίτη διάσταση στον κινηματογράφο έχει πολύ ψωμί ακόμα! Το 1900 (αδελφοί Λιμιέρ) έκαναν τα πρώτα πειράματα. Γύρω στα 1950 φάνηκε πως αυτή η υπόθεση θα προχωρούσε. Ομως, έπεσε πάλι σε ύπνο. Ξανάσκασε μύτη στα 1970. Ξανά ύπνος. Και σήμερα πάλι κάτι κινείται!
Ακούγονται: Ηλίας Ζερβός, Νέστορας Ψαλίδας, Ακίνδυνος Γκίκας, Δημήτρης Μενούνος, Βούλα Κώστα.
Πόσο βαρετά είναι τα πράγματα όταν είναι ψεύτικα. Οι «Νύχτες στη Ροδάνθη», η οποία, μάλιστα, στηρίζεται σε μπεστ - σέλερ (συγγραφέας ο Νίκολας Σπαρκς), είναι μια ταινία άψυχη. Ενώ το συνεργείο, φωτογραφία, μακιγιάζ, κοστούμια, χώροι - ντεκόρ, κλπ., είναι εκεί και στη θέση τους, έλειπε το αληθινό θέμα και ο αληθινός δημιουργός!
Με αυτές τις απουσίες, λογικό είναι να δούμε μια ξεχειλωμένη, για να γεμίσει ο χρόνος, και αδιάφορη μέχρι βαθιών αναστεναγμών ιστορία. Ενα τραβηγμένο από τα μαλλιά μελό, το οποίο κάθε τόσο κατέφευγε σε διάφορους εκβιασμούς και τεχνάσματα, για να αποσπάσει τη συγκίνησή μας. Μια συγκίνηση, η οποία ποτέ και σε καμία περίπτωση και με κανέναν τρόπο, δε μας πλησίασε!
Ενας μεγαλογιατρός, που δεν μπόρεσε να σώσει μια ασθενή του, έρχεται στη μικρή αμερικάνικη κωμόπολη για να συναντήσει τον άντρα της νεκρής και να του ζητήσει συγνώμη. Πριν από αυτήν τη συνάντηση, η οποία κατά τα φαινόμενα ήταν, μάλλον, μόνον η αφορμή για να γυριστεί η ταινία, ο μεγαλογιατρός πέφτει πάνω σε μια μεγαλοκοπέλα, η οποία μόλις αποφάσισε να περάσει σε διάσταση από τον άντρα της (την απάτησε). Το ζευγάρι, σαν νεαρά άμυαλα, επιπόλαια και παρορμητικά παιδιά, ερωτεύονται με την πρώτη. Και στο αδικαιολόγητο πάθος του φαστ φουντ έρωτά τους, ξεχνιέται και ο χαροκαμένος επαρχιώτης και τα παιδιά και ο άντρας της μεγαλοκοπέλας. Ολα αυτά, γνωριμία, έρωτας, τύψεις, χωρισμοί, κλπ., κλπ., έγιναν μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, σε λίγες, σε ελάχιστες ώρες!
Με τέτοιες επιπόλαιες και ανώριμες συμπεριφορές από μεγάλους ανθρώπους, σε καμία περίπτωση, δεν προκύπτουν συγκινήσεις! Ο,τι και αν κάνουν και ό,τι και αν πάθουν παρόμοιοι χαρακτήρες, η τέχνη δε θα ασχοληθεί μαζί τους. Η τέχνη έχει σοβαρότερα θέματα και σοβαρότερους ανθρώπους να ασχοληθεί.
Παίζουν: Ρίτσαρντ Γκιρ, Ντάιαν Λέιν, Τζέιμς Φράνκο, Κρίστοφερ Μέλονι, κ.ά.
Αυτό που συμβαίνει στην Καλλιθέα μόνο σε ένα πολύ σοβαρό φεστιβάλ μπορεί να συμβεί. Τόσοι πολλοί και τέτοιας ποιότητας σκηνοθέτες μαζεμένοι, Ταρκόφσκι, Σλόντορφ, Κλίμοφ, Σάουρα, Παζολίνι, Ρενέ, Ρομ, Βισκόντι, Σάφνερ, Ρόζι, Ροσελίνι, Τσάπλιν, Γουότκις, Κασέτι, Μαρκ Ντοσκόι, Λέτο, Αρνχταμ κ.ά., και τόσες και τέτοιας ποιότητας ταινίες μαζί, «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν», «Η κόκκινη προκήρυξη», η πραγματική ιστορία της «Ζόγια», ο «Πολιτικός εξόριστος», το αληθινό περιστατικό «Το ημίχρονο του θανάτου», «Το ουράνιο τόξο», «Ο σφάχτης», «Το γκέτο της Βαρσοβίας», «O δικέφαλος αετός του Ναζισμού», «Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος», το περίφημο «Ταμπούρλο», η αληθινή ιστορία του Αλες Αντάμοβιτς «Ελα να δεις», το μοναδικό «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα», η ιστορική παρέλαση των Σοβιετικών μετά τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου στο κέντρο της Μόσχας το 1945 «Παρέλαση νίκης», η σύνδεση μεταξύ είσπραξης των φόρων και της καταπάτησης των πολιτικών ελευθεριών στην Αμερική «Αμερική: Απελευθέρωση από το φασισμό», οι γερμανικοί βομβαρδισμοί της βασκικής πόλης «Γκερνίκα» (την καταστροφή ζωγράφισε και ο Πικάσο), τα Πολωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί «Νύχτα και καταχνιά» η σπουδή για το φασισμό, η ανεπανάληπτη ρώσικη ταινία «Ο αληθινός φασισμός» κ.ά.
Ο χώρος δε μας παίρνει να μιλήσουμε αναλυτικά για τις ταινίες και τους δημιουργούς τους. Ομως, είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε πως όποιος δεν είδε αυτές τις ταινίες, και όχι μόνον μια φορά, στερεί τον εαυτό του από σπάνιες στιγμές μοναδικής ευχαρίστησης. Και τον εμποδίζει να έρθει σε επαφή με την, πράγματι, υψηλή, απ' όλες τις απόψεις, κινηματογραφική τέχνη. Κάποιες, αν όχι όλες, από τις ταινίες που θα παιχτούν στο φεστιβάλ, καταχωρήθηκαν στις μεγάλες στιγμές του ανθρώπινου πολιτισμού.
No comments:
Post a Comment