ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Για μία ακόμη φορά η απογοήτευση και η πλήξη ήταν τα στοιχεία που ξεχώρισαν στο ελληνικό πανόραμα του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Ταινίες άχαρες, άτεχνες, άνευ νοήματος, δεκάδες ώρες χαμένες
Ι. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ, Το ΒΗΜΑ, 23/11/2008
Χαρακτηριστική σκηνή από την ταινία «Ισοβίτες» του Θόδωρου Μαραγκού
Εναν μήνα περίπου προτού αρχίσει το 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το όνομα του σκηνοθέτη Αλέξανδρου Αβρανά συζητιόταν στην κινηματογραφική πιάτσα έτσι όπως το όνομα του Κωνσταντίνου Γιάνναρη συζητιόταν πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια και το όνομα του Γιάννη Οικονομίδη πριν από πέντε.
Η μεγάλη αποκάλυψη, το σούπερ ταλέντο. Ενας λόγος παραπάνω το ότι το φιλμ του Αβρανά, με τίτλο «Without» (ναι, γιατί το «χωρίς», βλέπετε, δεν ταίριαζε στον καλλιτέχνη), είχε επιλεγεί από τη διεύθυνση του φεστιβάλ για συμμετοχή στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα της διοργάνωσης. Χωρίς μάλιστα τη συνδρομή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στην παραγωγή.
Ωραία. Πάμε τώρα στο τι είδαμε: είδαμε μια σειρά από φωτογραφικές διαφάνειες, μπόλικα παιχνιδάκια με τα φίλτρα και παράξενες τοποθετήσεις της κάμερας σε μιάμιση ώρα πλήξης που καταλήγει στο ότι ο πρωταγωνιστής (Βασίλης Ανδρέου) έχει βαρεθεί τη ζωή του έτσι όπως τη βαρεθήκαμε κι εμείς βλέποντας την ταινία.
Είδαμε μια φούσκα. Και σκέφτεσαι: Αν το «Without» ήταν η ταινία που αντανακλά την ελίτ της νέας ελληνικής κινηματογραφίας, οι υπόλοιπες τι μπορεί να είναι;
Εδώ γελάμε και κλαίμε. Στον ελληνικό κινηματογράφο ή θα έχεις θέμα και παντελή άγνοια για το πώς θα το χειριστείς ή δεν θα έχεις θέμα και θα κάνεις παιχνιδάκια με τη φωτογραφία και τις λήψεις για να εντυπωσιάσεις. Δεν είναι τυχαίο που ο διευθυντής φωτογραφίας Ηλίας Κωνσταντακόπουλος κινηματογράφησε και τις δύο ταινίες που επελέγησαν για το διεθνές διαγωνιστικό τμήμα, δηλαδή το «Without» και τις «Τρεις στιγμές» του Πέτρου Σεβαστίκογλου. Α, μεγάλη ταινία. Σε διάρκεια. Τρεις στιγμές που σου δίνουν την εντύπωση αιωνιότητας, τρεις ιστορίες που δεν καταλήγουν ούτε σε μισή. «Πες κάτι» λέει ο άντρας. «Τι να πω;» ρωτά η γυναίκα. Ακριβώς...
Πάρτε για παράδειγμα την ταινία «Στο βουνό μπροστά» του Βασίλη Ντούρου. Το θέμα της το έβλεπες. Ξεκάθαρα. Για να πάρει το αίμα του πίσω, ένας μουσουλμάνος Αλβανός που ζει στην ελληνική ύπαιθρο διαθέτει όλες τις οικονομίες του (7.000 ευρώ) για την αγορά των πυροτεχνημάτων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν στην Ανάσταση από τους κατοίκους του χωριού. Αυτό, ναι, είναι ένα θέμα. Μόνο που ο Ντούρος το σκηνοθέτησε σαν παράσταση πρώτης τάξης Δημοτικού. Σου 'ρχεται να πεις: άσ' το βρε παιδάκι μου το σινεμά, τι θέλεις και ασχολείσαι; Αφού δεν «το 'χεις».
Σε άλλες περιπτώσεις βέβαια δεν μπορούσες παρά να σηκώσεις τα χέρια ψηλά. Τα σχόλια περιττεύουν, είναι πλέον ζήτημα εγκεφαλικής λειτουργίας. Μόνο αν δει κανείς τον «Αρσιβαρίστα και τον άγγελο» της Ελένης Αλεξανδράκη μπορεί να πιστέψει το μέγεθος της ανοησίας. Ρωτήστε τον εαυτό σας. Θα πηγαίνατε ποτέ να πληρώσετε και να δείτε μια ελληνική ταινία που λέγεται «Ο αρσιβαρίστας και ο άγγελος»; Οχι, δεν θα πηγαίνατε. Και καλά θα κάνατε.
Αλλο παράδειγμα: «Κάτω από το μακιγιάζ σου» σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Σεϊτανίδη, του γνωστού Σεϊτανίδη της ταινίας «Αιώνιος φοιτητής». Αλλος καταστροφέας. Τσακίζει αλύπητα το καλό θέμα του, την περίπτωση μιας ενοχικής μακιγέζ που προσπαθεί να λυτρωθεί από τον θάνατο ενός κοριτσιού που σκότωσε με το αυτοκίνητο και ταυτοχρόνως γίνεται στόχος της μάνας του θύματος που την κυνηγά με το κουμπούρι στους δρόμους. Εγώ ντράπηκα που το έβλεπα. Βρε κύριε Σεϊτανίδη μου, βάλε στο DVD player το «Τρεις μέρες προθεσμία» του Σον Πεν για να πάρεις μια ιδέα αφού θες να κάνεις την ίδια ταινία. Κάτι θα κέρδιζες...
Η κακοτεχνία πάντως είναι ένα ζήτημα. Οι έλληνες σκηνοθέτες όχι μόνον κάνουν ό,τι μπορούν ώστε το αισθητικό αποτέλεσμα να γίνει όσο το δυνατόν λιγότερο ελκυστικό, αλλά καταστρέφουν ακόμη και καλά στοιχεία της ταινίας, όπως ο Παναγιώτης Καραμήτσος κατέστρεψε τις ερμηνείες των πρωταγωνιστριών του (Ρασμί Σούκουλη, Αλεξάνδρα Παυλίδου) στην «Τρυφερότητα». Η μουσική του Μάριου Τσαγκάρη πρέπει να είναι το χειρότερο σάουντρακ που έχει γραφτεί στην ιστορία του κινηματογράφου. Μα για να βγάλει ατμόσφαιρα θρίλερ πρέπει να παίξει ποδόσφαιρο πάνω στα πλήκτρα του συνθεσάιζερ πριονίζοντας την ακοή μας; Ελεος. Τι του κάναμε;
Οάσεις; Ασφαλώς και υπήρξαν. Και δεν εννοώ τη «Σκόνη του χρόνου» του Θόδωρου Αγγελόπουλου που έκανε χθες την πρεμιέρα της με απόλυτη επιτυχία. Ο Αγγελόπουλος είναι πλέον εκτός συναγωνισμού. Ο,τι και να κάνει θα είναι ο Αγγελόπουλος. Αναφέρομαι στους καινούργιους, τους «διαδόχους» του.
Ωστόσο, έτσι όπως ήταν εφέτος η κατάσταση, οι οάσεις έμοιαζαν με μονόφθαλμους δίπλα σε τυφλούς. Ο Κύπριος Χρίστος Γεωργίου, για παράδειγμα, έκανε μια συμπαθέστατη κωμωδία, το «Μικρό έγκλημα», που υποκλίνεται ευγενικά στο «Ποιος σκότωσε τον Χάρι;» του Χίτσκοκ. Και ξέρετε κάτι; Στην κοινωνία του νησιού όπου διαδραματίζεται αυτή η ταινία αντανακλάται η ελληνική νοοτροπία. Λαμογιές, αρπαχτές, «πλάκα με κάνεις;», κλείσιμο ματιού και κατά βάθος καλή καρδιά. Για φαντάσου. Ενας Κύπριος έπιασε καλύτερα τον Ελληνα απ' ό,τι ο ίδιος ο Ελληνας.
Οάσεις είδα και στα ντοκυμαντέρ, κλάσεις ανώτερα από τις μυθοπλασίες. Μπορεί να ήταν ενίοτε βαρετές οι σκηνές των ηλικιωμένων κατοίκων της Αμοργού στο «Πάρβας, άγονη γραμμή» του Γεράσιμου Ρήγα, όμως έβγαζαν πηγαία συγκίνηση. Η «Θέμις» του Μάρκος Γκαστίν έβγαζε γέλιο γιατί αποκάλυπτε το χάος των ελληνικών δικαστηρίων, αν και σκηνοθετικό βλέμμα δεν υπάρχει παρά μόνο σωστή τοποθέτηση καμερών.
Η πραγματική έκπληξη όμως ήταν η «Νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, ο οποίος κινείται πονηρά αλλά έξυπνα ανάμεσα στην τεκμηρίωση και στη φαντασία. Η συνάντηση των δύο ποιητών δεν υπήρξε ποτέ αλλά δεν έχει σημασία, γιατί στόχος του φιλμ είναι να μιλήσει στην καρδιά μας για το μεγαλείο των δύο ποιητών. Και το πετυχαίνει. Αυτή είναι η μόνη εφετινή ταινία του ελληνικού τμήματος που με έκανε να δακρύσω.
Η βάση είναι ο στόχος. Το «τι θέλω να πω;». Πάλι θα τα λέμε; Δυστυχώς πρέπει. Γιατί οι έλληνες σκηνοθέτες δείχνουν εγκλωβισμένοι στον δικό τους κόσμο, αμήχανοι τόσο στην προσωπική τους έκφραση όσο και στο να αφουγκραστούν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις απέχει από τις ταινίες τους.
Ποιος φταίει; Ολοι. Φταίνε οι σκηνοθέτες που δεν δέχονται μύγα στο σπαθί τους, φταίει η έλλειψη παιδείας. Φταίει όμως και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (στις περιπτώσεις που έχει την ευθύνη συμμετοχής) που εφόσον δεν είναι μάντης για να προβλέψει την ανικανότητα, της μοιράζει τα λεφτά μας.
Ο «Τιτανικός» του ελληνικού κινηματογράφου, που ο πρόεδρος του ΕΚΚ Γιώργος Παπαλιός είχε ως όραμα να ανελκύσει, εφέτος βούλιαξε περισσότερο. Μήπως τελικά ούτε ο Παπαλιός «το 'χει»;
No comments:
Post a Comment