Ακόμα δε βρήκαν την ισορροπία τους οι αίθουσες. Τα γραφεία διανομής και ο υπόλοιπος κινηματογραφικός κόσμος είναι ακόμα στη Θεσσαλονίκη ή βρίσκονται στο δρόμο της επιστροφής (κάπου στο δολοφονικό Μαλιακό κόλπο, ας πούμε). Ετσι, την τελευταία στιγμή, αναβλήθηκαν προβολές. Από τις ταινίες που παρουσιάζουμε σήμερα, δεν είμαστε σίγουροι, τελικά, ότι θα βγούνε όλες στις αίθουσες. Γι' αυτό, πριν ξεκινήσετε για το σινεμά, βεβαιωθείτε για την ταινία που θέλετε να δείτε.
Ωστόσο, η ζωή συνεχίζεται, και οι προβολές, επίσης. Η ταινία που θα συζητηθεί περισσότερο τούτη τη βδομάδα θα είναι, σίγουρα, η αντικομμουνιστική ταινία του Νικίτα Μιχαλκόφ «12». Πολύ καλή κατασκευή, μεγάλη αγάπη για τη Ρωσία, πολύ συναίσθημα, αλλά και πολύ ύπουλος αντικομμουνισμός.
Η άλλη ταινία, που θα φέρει, λόγω θέματος, κόσμο στα ταμεία, είναι, σίγουρα, το «W», του πρόσφατα βραβευμένου και με τον Χρυσό Αλέξανδρο (Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2008) Ολιβερ Στόουν. Μια «αυστηρή» βιογραφία του Τζορτζ Μπους, η οποία, δυστυχώς, ξεφουσκώνει πολύ γρήγορα και σιγά σιγά μετατρέπεται σε μιαν άσφαιρη χοντρή σάτιρα.
Ενδιαφέρον, σίγουρα, θα προκαλέσει και η ελληνική ταινία του Νίκου Ζαπατίνα «Ο Ηλίας του 16ου». Κυρίως, για τις συγκρίσεις με την παλιά (1959) ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Κώστας Χατζηχρήστος (Δε με ξέρεις, δε σε ξέρω, υποφέρεις, υποφέρω!)
Τη βδομάδα κλείνει η πολύ τρυφερή και «παράξενη» γερμανική ταινία «Ανθισμένες Κερασιές». Ενας ηλικιωμένος κύριος, στο τέλος της ζωής του, τολμάει ό,τι δεν τόλμησε όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Η ταινία του Νίκου Ζαπατίνα, αλλά και οι άλλες παρόμοιες απόπειρες, δε νοιάζονται για τέτοια ...παιδευτικά! Θεωρούν πως οι επιτυχίες εκείνου του καιρού είναι προϋπόθεση της ζητούμενης και αναζητούμενης σημερινής εμπορικής επιτυχίας. Ντύνονται, λοιπόν, παρελθόν και προσπαθούν να μιμηθούν. Ομως, η μίμηση, η οποία, εκ των πραγμάτων, είναι αποστειρωμένη από αυθεντικούς χυμούς, μένει μίμηση και το όλο αποτέλεσμα βυθίζεται στο τίποτα!
Θα σας πω ένα ακόμα ...επιχείρημα! Οι ηθοποιοί που παίζουν στον σημερινό «Ηλία», είναι ένας - ένας, και όλοι μαζί, πολύ καλοί ηθοποιοί. Μερικοί από αυτούς εξαιρετικοί ηθοποιοί (Αντωνίου, Μπαζάκα, Φιλιππίδης, κ.ά.). Ομως, όσο και αν προσπαθούν δεν μπορούν να πλησιάσουν στα πρωτότυπα! Ο Χατζηχρήστος, ο Βέγγος, ήταν ανεπανάληπτοι, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν σώνει και καλά καλύτεροι ηθοποιοί. Απλώς, ζώντας στην εποχή τους, ήταν και οι ίδιοι μέρος της ηθογραφίας που έπαιζαν. Οταν έλεγε ο Χατζηχρήστος, «Δε με ξέρεις, δε σε ξέρω, υποφέρεις υποφέρω», μετέφερε στον θεατή όλη την αληθινή αγωνία του ανθρωπάκου της εποχής. Ο σημερινός ανθρωπάκος έχει άλλες εκφράσεις, άλλα λόγια, άλλους τρόπους για να εκφράσει σήμερα την αγωνία του.
Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως η ηθογραφία σαν καλλιτεχνικό είδος τελείωσε για τη χώρα μας μαζί με τον Σακελλάριο και τον Γιαννακόπουλο. Τα καλλιτεχνικά είδη, οι καλλιτεχνικές εκφράσεις, αλλάζουν με τις εποχές, με τα νέα ήθη και τα νέα έθιμα, με τις καινούριες οικονομικές σχέσεις, με το προχώρημα, γενικά, της ιστορίας. Η ηθογραφία, ιδιαίτερα σήμερα, δεν είναι απλώς ξεπερασμένη, είναι τελείως νεκρή. Ο κόσμος έχει άλλα, πολύ πιο σύνθετα προβλήματα. Ο άνθρωπος έγινε πιο πολύπλοκος. Η ηθογραφία αδυνατεί να τον αποδώσει. Αλλα ήδη γραφής προσπαθούν να τον ανιχνεύσουν!
Ετσι, με τα απλοϊκά και τα αθώα αστεία του «Ηλία του 16ου» του 1957, ακόμα και με την απόπειρα προσαρμογής του σεναρίου στα καθ' ημάς από την Κάτια Κισσονέργη, όσο καλή διάθεση και αν έχεις, όση προσεγμένη δουλειά και αν έκανε, που έκανε ο Ζαπατίνας (κατά τη γνώμη μου είναι η καλύτερη δουλειά του, μετά από την πρώτη του ταινία, της οποίας μου διαφεύγει ο τίτλος), γέλιο δε βγαίνει! Ολοι οι συντελεστές παλεύουν φιλότιμα, όμως συναίσθημα δεν προκύπτει. Ο θεατής παρακολουθεί τα δρώμενα σαν πολύ τρίτος!
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια ακόμα σοβαρή, στ' αλήθεια, παρατήρηση. Οι σημερινοί ηθοποιοί αναγκασμένοι να παίζουν όλες αυτές τις τηλεοπτικές αηδίες, μέρα τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, χάνουν το σκηνικό και κινηματογραφικό ήθος τους. Θέλουν δε θέλουν οι ίδιοι χρησιμοποιούν τηλεοπτικές ευκολίες. Αλλά, και το χειρότερο, ο θεατής δεν μπορεί πάρα να τους βλέπει με το τηλεοπτικό μάτι του, αφού μέσα από την τηλεόραση, κυρίως, τους γνωρίζει και αφού γι' αυτό θα πάει, αν πάει, στο σινεμά να τους δει! Αντιλαμβάνεστε, πιστεύω, σε τι κυκεώνα έχουμε όλοι μπλέξει.
Παίζουν: Πέτρος Φιλιππίδης, Αντώνης Αντωνίου, Θέμις Μπαζάκα, Θανάσης Τσαλταμπάσης, Κώστας Αποστολάκης, Ηρώ Μανέ, Νένα Μεντή, κ.ά.
Από τη μια μεριά έχουμε τη σκεπτόμενη, αλλά αντικομμουνιστική, ταινία του Μιχαλκόφ και από την άλλη τη, μέχρι παρεξήγησης, απλοϊκή ταινία του Ολιβερ Στόουν! Αυτή η ...απόσταση μπορεί να λειτουργήσει και διδακτικά. Ο σοσιαλισμός, με όλες τις ελλείψεις της πρώτης φάσης του, έβγαζε ολοκληρωμένους ανθρώπους, ολοκληρωμένους δημιουργούς, ενώ η μητέρα του καπιταλισμού, η Αμερική, έλυνε, εκτός λαμπρών εξαιρέσεων, τα ζητήματα της Τέχνης στο πόδι.
Ο Ολιβερ Στόουν, που περαστικός από τη χώρα μας για να προωθήσει την ταινία του έκανε μια στάση στο τελευταίο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, όπου του έδωσαν τον «Χρυσό Αλέξανδρο», γύρισε μια «βιογραφική» ταινία για τον Τζορτζ Μπους. Μια ταινία, η οποία, υποτίθεται, ήθελε να μας αποκαλύψει αυτό το πολεμικό και καταστροφικό τέρας σε όλο του το μεγαλείο. Ομως, αντί να ακολουθήσει μια σοβαρή πολιτική γραφή, μια γραφή που απαιτούσε και επέβαλε το σοβαρό θέμα του, μην ξεχνάμε πως έχουμε να κάνουμε με τον αιμοβόρο πλανητάρχη, τον άνθρωπο που ηγείται μιας συμμορίας δολοφόνων, ο Στόουν προτίμησε να μας παρουσιάσει μια πολιτική καρικατούρα. Μια πολιτική καρικατούρα που μετατοπίζει το πρόβλημα και, εν πολλοίς, την αθωώνει!
Σύμφωνα με τον Στόουν, που παρακολουθεί τον Μπους από τα πρώτα του βήματα, από το κολέγιο και τους έρωτές του μέχρι την Προεδρία, ο σημερινός Πρόεδρος των ΗΠΑ, που χρεώνεται με τόσες φριχτές αμαρτίες, ήταν ένα απλοϊκό μαμόθρευτο, το οποίο, επειδή το αμφισβητούσε ο πατέρας του, έγινε αυτό που έγινε σήμερα! Ενας μοχθηρός και επικίνδυνος άνθρωπος. Επιπλέον, αυτός ο ανόητος νέος, είχε την ατυχία μόλις ανέλαβε την Προεδρία, να έχει κακούς συμβούλους. Οι οποίοι, με πρώτον τον Τσένι, τον παρέσυραν σε μια σειρά ενέργειες, Ιράκ, Αφγανιστάν, αντιτρομοκρατική υστερία και πάει λέγοντας.
Η ταινία του Ολιβερ Στόουν, στ' αλήθεια, δεν αξίζει σοβαρής κριτικής. Αν ασχολούμαστε μαζί της είναι γιατί το θέμα της πιθανόν να τραβήξει το ενδιαφέρον μεγάλης μερίδας θεατών. Και πρέπει να ειδοποιηθούν αυτοί οι θεατές πως αυτά που θα δουν στην οθόνη είναι μόνον ένα μικρό μέρος της αλήθειας. Εμείς δεν αποκλείουμε να είναι, πράγματι, τόσο μεγάλος βλάκας ο Μπους. Εχουμε, όμως, μεγάλες αντιρρήσεις για τις εξηγήσεις και τις ερμηνείες που δίνει ο Στόουν για την πολιτική του Μπους και την ποιότητα των συνεργατών του. Οι σύμβουλοι του Μπους, ακόμα και ο πολύς Τσένι, δεν είναι παρά τα όργανα, οι μεταφορείς των αποφάσεων. Οι οποίες αποφάσεις παίρνονται σε πολύ «υψηλότερα» επίπεδα. Στα «ανώνυμα» και «αόρατα» επίπεδα των πολυεθνικών και του μεγάλου κεφαλαίου. Στα επίπεδα που, πονηρά και ένοχα, αφήνει έξω από την ταινία του ο Στόουν. Ο οποίος δεν μπήκε καν στον κόπο να ρίξει μια ματιά, ακόμα και στην πιο πρόσφατη ιστορία της πατρίδας του, για να διαπιστώσει πως και οι «σοβαροί» πρόεδροι των ΗΠΑ, ήταν το ίδιο αιμοσταγείς και αιμοχαρείς. Δεν υπήρξε ούτε ένας μεταπολεμικός Αμερικανός Πρόεδρος, που να μην έχει βάψει τα χέρια του με αίμα. Ο Μπους, λοιπόν, δεν είναι παρά ένας ακόμα κρίκος από τη μακριά ματωμένη αλυσίδα!
Παίζουν: Τζος Μπρόλιν, Ελίζαμπεθ Κανκς, Τάντι Νιούτον, Τζέσι Μπράντφορντ, Τζέιμς Κρόμγουελ κ.ά.
Οι «12» είναι δώδεκα τυπικοί ένορκοι. Καθήκον τους είναι να καταδικάσουν έναν αποδεδειγμένα δολοφόνο. Ενα νεαρό άτομο, ένα παιδί από την Τσετσενία, που σκότωσε τον Ρώσο πατριό του και σωτήρα του. Οι αποδείξεις που κατατέθηκαν στο δικαστήριο είναι ατράνταχτες. Η αποστολή των «12» είναι, μάλλον, εύκολη.
Είναι; Θα ήταν, αν κάποιος από τους δώδεκα, ο καθένας μας δηλαδή, αποφάσιζε να μη συμφιλιωθεί με όσα φαίνονται, αλλά να ψάξει κάτω από την επιφάνεια. Να ξύσει το λούστρο, να δημιουργήσει την αμφιβολία, να βάλει ερωτήματα, να φτάσει στην αλήθεια. Στην πραγματική αλήθεια, όμως, και όχι αυτή που, δήθεν, φαίνεται με την πρώτη ματιά. Αυτό, άλλωστε, είναι και το βαθύτερο νόημα της ταινίας. Η υποχρέωση του ανθρώπου να αναζητεί την αλήθεια, να αγωνίζεται ασυμβίβαστα γι' αυτή, να μην σταματάει τον αγώνα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακόμα και όταν όλα δείχνουν πως είναι όλα χαμένα.
Η ταινία είναι ριμέικ (επανάληψη - ξαναγύρισμα) μιας παλιάς (1957) ταινίας του Λιούμετ, με πρωταγωνιστή τον πολύ καλό Χένρι Φόντα. Εκείνη η ταινία δεν έμπλεκε με την πολιτική, δεν προσπαθούσε να βάλει φιλοσοφικά ζητήματα. Περιοριζόταν στο αστυνομικό παιχνίδι και τελείωνε! Ο Νικίτα Μιχαλκόφ σχεδόν αδιαφόρησε για τα παραπάνω και πολιτικοποίησε την ιστορία. Εβαλε μέσα το ζήτημα της Τσετσενίας, σχολίασε, με μεροληπτικό και άδικο τρόπο, το πολύ πρόσφατο παρελθόν της Ρωσίας, μίλησε, με πολύ συναισθηματισμό και ελάχιστη λογική, για τη ρώσικη ψυχή και για την αυτοθυσία των Ρώσων, είπε, τέλος πάντων, τη γνώμη του για πολλά πολιτικά και φιλοσοφικά ζητήματα.
Αν με ρωτήσει κανείς ποια ταινία έχει περισσότερη αξία, σίγουρα του Μιχαλκόφ θα πω. Γιατί δεν είναι μια διασκευαστική ταινία, αλλά μια σκεπτόμενη ταινία. Ωστόσο ο θετικός ενθουσιασμός μου θα γεμίσει θυμό και αντιρρήσεις. Γιατί ο πολύ καλός Ρώσος δημιουργός είναι άκριτα εμπαθής απέναντι στο προηγούμενο πολιτικό σύστημα της πατρίδας του, με τον σοσιαλισμό. Ο ίδιος διένυσε μια διαδρομή που ξεκινάει από τον πιστό κομμουνιστή και φτάνει σήμερα στον θερμό υποστηριχτή του τσαρισμού και της επιστροφής του Τσάρου στο θρόνο! Και η εμπάθειά του αυτή τον κάνει απλοϊκό και τον αδικεί. Τα παραδείγματα, δε, που χρησιμοποιεί είναι τα γνωστά αντικομμουνιστικά επιχειρήματα. Ο σοσιαλισμός ευνούχιζε τη σκέψη, υποχρέωνε σε υποχωρήσεις τους ανθρώπους. Με αυτή την «κριτική» δεν προσβάλλει μόνον το σοσιαλισμό και τα επιτεύγματά του, αλλά προσβάλλει και τους ίδιους τους Ρώσους τους οποίους παρουσιάζει δειλούς και συμβιβασμένους, ενώ την ίδια στιγμή τους υμνεί για τη γενναιότητα και το ήθος!
Κανένας δε θα είχε αντίρρηση, αυτό άλλωστε είναι το χρέος του καλλιτέχνη, να καυτηριάσει, και σκληρά μάλιστα, τα κακώς κείμενα. Ο Μιχαλκόφ, δυστυχώς, είναι τυφλός πάνω σε αυτό το θέμα. Θέλοντας να χτυπήσει, οπωσδήποτε, το σοσιαλισμό, τραβάει από τα μαλλιά τα παραδείγματά του. Χρησιμοποιεί φθηνά και πρωτόγονα αντικομμουνιστικά επιχειρήματα με αποτέλεσμα να αποδυναμώνει όλο το έργο του, να το κάνει αναξιόπιστο. Τα φιλοσοφικά ζητήματα που βάζει στους δώδεκα, είναι ζητήματα διαχρονικά και έχουν να κάνουν με μεγάλες ηθικές αξίες. Αξίες που είναι πολύ μεγαλύτερες από τις όποιες ελλείψεις ή τα όποια λάθη του σοσιαλισμού. Ιδιαίτερα όταν αυτές οι ελλείψεις και αυτά τα λάθη είναι ήδη εντοπισμένα.
Αφήνοντας στην άκρη, λοιπόν, αλλά ποτέ ξεχνώντας το, αυτό το κομμάτι της ταινίας, τον φανερό και κρυφό αντικομμουνισμό της, που, άλλωστε, δεν είναι και το κύριο, επιστρέφουμε στον κορμό των «12». Ο τρόπος που ο Μιχαλκόφ κινηματογράφησε τον αναγκαστικά κλειστό χώρο - οι «12», όπως γίνεται με τους ένορκους, συγκεντρώθηκαν σε ένα δωμάτιο και εκεί μέσα γυρίστηκε ολόκληρη η ταινία (με κάποιες «αναλαμπές» - μικρά φλας μπακ), δείχνει τις μεγάλες γνώσεις και το μεγάλο ταλέντο του Ρώσου δημιουργού. Η ταινία σε κρατάει από την αρχή μέχρι το τέλος, αφού ο Μιχαλκόφ ήταν πλούσιος σε επινοήσεις, βρήκε πολλές και ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές και σκηνοθετικές λύσεις, δίδαξε άριστα τους ηθοποιούς του - και τον εαυτό του (κρατάει θαυμάσια το ρόλο του προέδρου των ενόρκων). Και με αυτή την έννοια η ταινία του μπορεί να είναι ένα παράδειγμα, ένα μάθημα, μια σπουδή της κινηματογραφικής γλώσσας. Ιδιαίτερα για τους νέους κινηματογραφιστές αλλά και για τους φίλους του σινεμά που ξέρουν και θέλουν να «διαβάζουν» τον κινηματογράφο...
Στην ταινία του Λιούμετ ο κεντρικός ήρωας, αυτός που έβαλε τα ερωτηματικά, που αναστάτωσε τους ενόρκους, ξεκινούσε από την επιθυμία του να βγει από το δωμάτιο των ενόρκων με καθαρή τη συνείδησή του. Στην ταινία του Μιχαλκόφ ο κεντρικός ήρωας πάει παραπέρα. Πέρα από τη δική του συνείδηση, η αλήθεια, η αντικειμενική αλήθεια, είναι, πρέπει να είναι - κάτω απ' όλες τις περιστάσεις - το ζητούμενο. Οχι τόσο για να μην μας πονέσουν οι τύψεις και να 'χουμε απλώς καθαρή τη συνείδησή μας, αλλά γιατί ο άνθρωπος έτσι πρέπει να λειτουργεί.
Οσοι από τους θεατές «παραβλέψουν» (αλλά να μην ξεχάσουν) τον αντικομμουνισμό της και φτάσουν στην αίθουσα, θα χαρούν ερμηνείες, καλό και λεπτό χιούμορ, αλλά και σοβαρές κουβέντες με αξιόλογο φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Θα δούνε, με λίγα λόγια, μια σοβαρή και σκεπτόμενη ταινία. Η οποία, τα είπαμε, με τον αντικομμουνισμό της, αδικεί τον εαυτό της.
Παίζουν: Σεργέϊ Μοκοβέτσκι, Σεργέϊ Γκάρμας, Αλεκσέι Πετρένκο, Νικίτα Μιχαλκόφ κ.ά.
Το θέμα της ταινίας είναι απλό και την ίδια ώρα μεγάλο. Ενας άντρας χάνει ξαφνικά τη γυναίκα του. Τη γυναίκα του με την οποία έκανε παιδιά, έζησαν ευτυχισμένοι. Αυτός ο ξαφνικός θάνατος του κόβει τα πόδια, τον αφήνει μετέωρο. Ας σημειωθεί πως, αρκετά αργά βέβαια, μόλις είχαν αρχίσει να ζούνε, να κάνουμε πράγματα που δεν μπορούσαν να κάνουν όλα εκείνα τα χρόνια που έζησαν μαζί, αφού η ζωή τους είχε γεμίσει με ευθύνες και υποχρεώσεις. Ευθύνες και υποχρεώσεις που τους κράταγαν μακριά από τις δικές τους προσωπικές επιθυμίες.
Εκείνος, λοιπόν, είχε μόλις πάρει τη σύνταξή του. Τώρα, πια, θα μπορούσαν να ζήσουν! Σε ένα τους ταξίδι, στο πρώτο τους ταξίδι στη θάλασσα, μέσα στην ευτυχία, που, επιτέλους, έστω και αργά, μπορούσαν να αρχίσουν να κάνουν μαζί πράγματα, εκείνη τον εγκαταλείπει. Πεθαίνει! Ο πληγωμένος αυτός άντρας, μόλις περάσει το πρώτο σοκ, παίρνει μια γενναία απόφαση. Οπωσδήποτε θα κρατήσει ζωντανή τη χαμένη γυναίκα του. Τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρώσει κάποιες από τις επιθυμίες της. Αρχίζει να κάνει πράγματα τα οποία ήθελε εκείνη να κάνει, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Διατηρώντας τη δική του προσωπικότητα ταυτίζεται με τη χαμένη γυναίκα του. Κάνει αυτός ό,τι επιθυμούσε να κάνει εκείνη και δεν πρόλαβε.
Η μεγαλύτερη επιθυμία της ήταν να σπουδάσει ιαπωνικό παραδοσιακό χορό. Μια επιθυμία που ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα. Αυτός, τώρα, θα το κάνει για εκείνη. Φτάνει στην Ιαπωνία, όπως θα έκανε η γυναίκα του αν μπορούσε, αν ζούσε. Βρίσκει την κατάλληλη δασκάλα, μια νεαρή Γιαπωνέζα και μαζί της αρχίζει τα μαθήματα που δεν άρχισε ποτέ η γυναίκα του. Οταν ολοκληρώσει τις «σπουδές» του, πάντα με τη νεαρή Γιαπωνέζα, φτάνουν στην κορυφή του βουνό Φουτζιγιάμα, εκεί που είχαν σχεδιάσει με τη γυναίκα του να πάνε οι δυο τους. Και εκεί, εκείνος χορεύει στη σκιά του βουνού, όπως ήθελε να χορέψει η γυναίκα του. Χορεύει εκείνος αντί για εκείνη.
Σας είπα, οι «Ανθισμένες Κερασιές», πραγματικό πανέμορφο τοπίο στην Ιαπωνία, είναι ένα πολύ τρυφερό κινηματογραφικό έργο. Ο πληγωμένος άντρας κάνει ακραία πράγματα στην ταινία, φοράει τα ρούχα εκείνης μέσα από την καμπαρντίνα του, για παράδειγμα, πράγματα δηλαδή που δεν έχουν λογική. Ομως, σε καμία στιγμή, σε καμία σκηνή, δε γελοιοποιείται, δε χάνει το κύρος του. Ολα έρχονται ομαλά.
Ο τίτλος, βέβαια, είναι συμβολικός. Το νόημα της ταινίας είναι πως όλα τα πράγματα και οι άνθρωποι πρέπει να ανθίσουν. Φτάνει να έχουν την ευκαιρία. Φτάνει και οι ίδιοι να το αποφασίσουν! Εστω και αργά...
Παίζουν: Ελμαρ Βέπερ, Χανελόρε Ελσνερ, Νάτζια Ουχλ, Μαξμίλιαν Μπρούκνερ, κ.ά.
ΠΑΙΖΕΤΑΙ ΑΚΟΜΑ η σατιρική, ας την πούμε έτσι, κωμωδία του Ρόμπερτ Βέιντε «Πώς να Χάσεις τους Φίλους σου». Μια ταινία για τα ροζ περιοδικά, τα ροζ σκάνδαλα και τη ροζ δημοσιογραφία. Η ταινία πότε πετυχαίνει τους στόχους της και πότε ενσωματώνεται μέσα σε αυτό που προσπαθεί ή υποτίθεται πως προσπαθεί να σχολιάσει.
No comments:
Post a Comment