Στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 22/11/2008
Ολοι μιλούν για την απρόσμενη «άνοιξη» του τουρκικού κινηματογράφου. Στο 49ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μπορείς να το διαπιστώσεις, ιδίοις όμμασιν, στο αφιέρωμα στον σύγχρονο τουρκικό κινηματογράφο. Οταν ξέρεις ότι στην πόλη βρίσκεται μία από τις πιο επιφανείς εκπροσώπους του, η Τουρκάλα σκηνοθέτις Γιεσίμ Ουστάογλου, δεν έχεις παρά να την αναζητήσεις.
Τη σχέση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, που πάσχει από Αλτσχάιμερ, με τα παιδιά της αφηγείται το «Κουτί της Πανδώρας» |
Πριν μπούμε στους εξαντλητικούς ρυθμούς του Φεστιβάλ απολαμβάνουμε μαζί τον πρώτο καφέ της ημέρας και τη θέα στη θάλασσα. Εχει ήδη προβληθεί η τελευταία της ταινία, «Το κουτί της Πανδώρας», μια οικογενειακή ιστορία απαράμιλλης ευαισθησίας, με λεπτές αποχρώσεις αλλά σκληρές διαπιστώσεις. Η Ουστάογλου είναι, επίσης, μέλος της κριτικής επιτροπής του Διαγωνιστικού Τμήματος του Φεστιβάλ, που θα ανακοινώσει αύριο το βράδυ στο «Ολύμπιον» τους νικητές.
«Η Θεσσαλονίκη μού θυμίζει πάρα πολύ τη Σμύρνη. Το φαγητό, οι άνθρωποι, όλα μοιάζουν. Μόνο η γλώσσα αλλάζει», λέει. Η σχέση της με την Ελλάδα και με το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν είναι καινούργια. Είναι η τρίτη της ταινία, που παίζεται εδώ. Είχε έρθει για πρώτη φορά το 2000 με το «Ταξίδι στον ήλιο», που προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού. Το 2004 στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» είχε προβληθεί η ταινία της «Περιμένοντας τα σύννεφα», σε σενάριο δικό της και του Ελληνα συγγραφέα Πέτρου Μάρκαρη. Ηταν ένα φιλμ με τολμηρό θέμα, που προσέγγιζε ανοιχτά την ποντιακή γενοκτονία. Αφηγείτο την ιστορία της Αϊσέ, μιας Ελληνίδας από χωριό της Μαύρης Θάλασσας, που αναγκάστηκε να κρύψει 50 χρόνια την πραγματική της ταυτότητα.
Μοιραία η κουβέντα φτάνει στο ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης στην πατρίδα της. Της υπενθυμίζουμε και την περιπέτεια του νομπελίστα συμπατριώτη της, Ορχάν Παμούκ. Η ίδια, αν και αναγνωρίζει προβλήματα στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας της, απαντά:
Ποτέ δεν αυτολογοκρίνομαι
Μοιραία η κουβέντα φτάνει στο ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης στην πατρίδα της. Της υπενθυμίζουμε και την περιπέτεια του νομπελίστα συμπατριώτη της, Ορχάν Παμούκ. Η ίδια, αν και αναγνωρίζει προβλήματα στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας της, απαντά:
«Η Θεσσαλονίκη μού θυμίζει πολύ τη Σμύρνη. Το φαγητό, οι άνθρωποι, όλα μοιάζουν. Μόνο η γλώσσα αλλάζει», μας λέει η Γιεσίμ Ουστάογλου |
«Βλέπετε τις ταινίες που κάνω. Ποτέ δεν αυτολογοκρίνομαι. Η λογοκρισία είναι κάτι που διδάσκεται στους ανθρώπους. Κυριεύει το μυαλό τους και συνηθίζουν να ερμηνεύουν την πραγματικότητα μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο. Εγώ δεν το κάνω. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι πρέπει να είμαστε διαρκώς μέσα στην κοινωνία. Να παρατηρούμε τους καθημερινούς ανθρώπους, τη ζωή τους στις γειτονιές, να αντιλαμβανόμαστε τις επιθυμίες και τα όνειρά τους. Εκεί διαπίστωσα ότι όλες αυτές οι πολιτικές, θρησκευτικές συγκρούσεις δεν είναι τόσο ισχυρές όσο παρουσιάζονται. Συχνά οι πολιτικοί οξύνουν τις διαφορές των ανθρώπων για να τους χειραγωγήσουν. Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν προβλήματα με τους Κούρδους, με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και παραδόσεις. Δυστυχώς οι πολιτικοί διευρύνουν σκοπίμως το χάσμα των διαφορών. Οι άνθρωποι μεταξύ τους βρίσκουν τρόπους να συνυπάρχουν».
Η ταινία που της χάρισε τη διεθνή αναγνώριση και το βραβείο «Γαλάζιος Άγγελος» για την καλύτερη ευρωπαϊκή ταινία, το 1999, στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, ήταν το «Ταξίδι στον ήλιο». Μια, επίσης, τολμηρή ταινία επικεντρωμένη στη φιλία ενός Τούρκου μ' έναν κυνηγημένο Κούρδο αγωνιστή. Στο πρόσφατο «Κουτί της Πανδώρας» η σκηνοθέτις απομακρύνεται, όμως, από την πολιτική θεματολογία.
Επέλεξε να αφηγηθεί τη σχέση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, που πάσχει από Αλτσχάιμερ, με τα παιδιά της. Τρία αδέλφια γύρω στα σαράντα, που μένουν στην Κωνσταντινούπολη, ειδοποιούνται ξαφνικά ότι η μητέρα τους εξαφανίστηκε από το σπίτι της στη δυτική όχθη της Μαύρης Θάλασσας. Η αναπάντεχη συνάντηση των δυο κοριτσιών με τον αδελφό τους ανοίγει το «Κουτί της Πανδώρας». Αποκαλύπτει τη μεταξύ τους ένταση, την αποξένωση και τη μοναξιά.
«Είναι ένα σχόλιο για τις προσωπικές φυλακές, που υψώνουμε γύρω μας, την απομόνωση, τους συμβιβασμούς, την υποκρισία του σύγχρονου τρόπου ζωής», μας λέει η Ουστάογλου. «Η μητέρα των παιδιών εκπροσωπεί έναν άλλο κόσμο. Την απλότητα, την αγνότητα, την αγάπη. Η νεότερη γενιά, επικεντρωμένη εγωιστικά στο εαυτό της, είναι δυστυχώς ανίκανη να μοιραστεί και να διαχειριστεί τα συναισθήματά της».
Κάποιοι κριτικοί αναγνωρίζουν στο σινεμά της στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό και διάφορες άλλες επιρροές. «Δεν μου αρέσουν οι περίπλοκοι χαρακτηρισμοί της δουλειάς μου. Την αποκαλώ απλώς ρεαλιστική. Δεν αγαπώ επίσης τους συμβολισμούς. Πηγή της έμπνευσής μου παραμένουν οι καθημερινοί άνθρωποι. Από αυτούς προέρχομαι. Είμαι μία από αυτούς».
Η Γιεσίμ Ουστάογλου γεννήθηκε στο Σαρικαμίς της Ανατολικής Τουρκίας. Μεγάλωσε στην Τραπεζούντα, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Η οικογένειά της ανήκει, όπως λέει, στη μεσοαστική τάξη. Ο πατέρας της δούλευε αρκετά χρόνια ως οφθαλμίατρος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Εκείνη σπούδασε αρχιτεκτονική, εργάστηκε μάλιστα ως αρχιτέκτονας αλλά και ως δημοσιογράφος. Ωσπου μια μέρα, σ' ένα μικρό σινεμά στην Τραπεζούντα, είδε τη «Σιωπή» του Μπέργκμαν. «Τότε, είπα στον εαυτό μου: κάτι τέτοιο θέλω να κάνω κι εγώ στη ζωή μου. Πήγα στην Κωνσταντινούπολη· το ένστικτο και μια βαθιά επιθυμία με οδήγησαν στον κινηματογράφο».
Μάλλον δεν έχει να μας αποκαλύψει κάποιο φοβερό μυστικό για τις καλές ταινίες που γυρίζονται τον τελευταίο καιρό στην Τουρκία. «Είμαστε απλώς η νέα γενιά Τούρκων κινηματογραφιστών. Δεν αποδίδω την επιτυχία του νέου τουρκικού σινεμά στην κρατική υποστήριξη, τα χρήματα που δίδονται άλλωστε είναι ελάχιστα. Η ορμή και η επιθυμία να κάνουμε ταινίες προέρχονται από τη μεγάλη ανάγκη μας να εκφραστούμε».*
Η ταινία που της χάρισε τη διεθνή αναγνώριση και το βραβείο «Γαλάζιος Άγγελος» για την καλύτερη ευρωπαϊκή ταινία, το 1999, στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, ήταν το «Ταξίδι στον ήλιο». Μια, επίσης, τολμηρή ταινία επικεντρωμένη στη φιλία ενός Τούρκου μ' έναν κυνηγημένο Κούρδο αγωνιστή. Στο πρόσφατο «Κουτί της Πανδώρας» η σκηνοθέτις απομακρύνεται, όμως, από την πολιτική θεματολογία.
Επέλεξε να αφηγηθεί τη σχέση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, που πάσχει από Αλτσχάιμερ, με τα παιδιά της. Τρία αδέλφια γύρω στα σαράντα, που μένουν στην Κωνσταντινούπολη, ειδοποιούνται ξαφνικά ότι η μητέρα τους εξαφανίστηκε από το σπίτι της στη δυτική όχθη της Μαύρης Θάλασσας. Η αναπάντεχη συνάντηση των δυο κοριτσιών με τον αδελφό τους ανοίγει το «Κουτί της Πανδώρας». Αποκαλύπτει τη μεταξύ τους ένταση, την αποξένωση και τη μοναξιά.
«Είναι ένα σχόλιο για τις προσωπικές φυλακές, που υψώνουμε γύρω μας, την απομόνωση, τους συμβιβασμούς, την υποκρισία του σύγχρονου τρόπου ζωής», μας λέει η Ουστάογλου. «Η μητέρα των παιδιών εκπροσωπεί έναν άλλο κόσμο. Την απλότητα, την αγνότητα, την αγάπη. Η νεότερη γενιά, επικεντρωμένη εγωιστικά στο εαυτό της, είναι δυστυχώς ανίκανη να μοιραστεί και να διαχειριστεί τα συναισθήματά της».
Κάποιοι κριτικοί αναγνωρίζουν στο σινεμά της στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό και διάφορες άλλες επιρροές. «Δεν μου αρέσουν οι περίπλοκοι χαρακτηρισμοί της δουλειάς μου. Την αποκαλώ απλώς ρεαλιστική. Δεν αγαπώ επίσης τους συμβολισμούς. Πηγή της έμπνευσής μου παραμένουν οι καθημερινοί άνθρωποι. Από αυτούς προέρχομαι. Είμαι μία από αυτούς».
«Μου μίλησε η "Σιωπή"»
Η Γιεσίμ Ουστάογλου γεννήθηκε στο Σαρικαμίς της Ανατολικής Τουρκίας. Μεγάλωσε στην Τραπεζούντα, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Η οικογένειά της ανήκει, όπως λέει, στη μεσοαστική τάξη. Ο πατέρας της δούλευε αρκετά χρόνια ως οφθαλμίατρος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Εκείνη σπούδασε αρχιτεκτονική, εργάστηκε μάλιστα ως αρχιτέκτονας αλλά και ως δημοσιογράφος. Ωσπου μια μέρα, σ' ένα μικρό σινεμά στην Τραπεζούντα, είδε τη «Σιωπή» του Μπέργκμαν. «Τότε, είπα στον εαυτό μου: κάτι τέτοιο θέλω να κάνω κι εγώ στη ζωή μου. Πήγα στην Κωνσταντινούπολη· το ένστικτο και μια βαθιά επιθυμία με οδήγησαν στον κινηματογράφο».
Μάλλον δεν έχει να μας αποκαλύψει κάποιο φοβερό μυστικό για τις καλές ταινίες που γυρίζονται τον τελευταίο καιρό στην Τουρκία. «Είμαστε απλώς η νέα γενιά Τούρκων κινηματογραφιστών. Δεν αποδίδω την επιτυχία του νέου τουρκικού σινεμά στην κρατική υποστήριξη, τα χρήματα που δίδονται άλλωστε είναι ελάχιστα. Η ορμή και η επιθυμία να κάνουμε ταινίες προέρχονται από τη μεγάλη ανάγκη μας να εκφραστούμε».*
No comments:
Post a Comment