«Είναι ένας άλλος, διαφορετικός Αγγελόπουλος. Ίδιος και άλλος». Κάπως έτσι, αμφίθυμα και αμφίσημα, υποδέχτηκε το κοινό του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου τη νέα ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Η σκόνη του χρόνου». Ίσως και λίγο αμήχανα. Όπως το χειροκρότημα το βράδυ του περασμένου Σαββάτου στην αίθουσα του «Ολύμπιον», που άρχισε με μεγάλη ορμή, για να κοπεί απότομα και ανεξήγητα. Όπως οι θεατές που εισέβαλαν, αλλόφρονες, διεκδικώντας μια θέση με φανατισμό, για να αποχωρήσουν, μετά το τέλος της προβολής, με σκυμμένο το κεφάλι. Από συγκίνηση, προβληματισμό ή κατήφεια; Ανάμεικτα. Γιατί η «Σκόνη του χρόνου» δεν αποτινάσσεται καθόλου εύκολα, με ένα απλό τίναγμα του κεφαλιού. Επικάθηται, διαποτίζει με τη μελαγχολία που τη διακατέχει και το διαρκές αίσθημα αποχαιρετισμού που αποπνέει. Ένα νεύμα, ένα χέρι υψωμένο που γνέφει, για να καλωσορίσει ή να αποχαιρετίσει, θα μπορούσε να είναι το σήμα κατατεθέν της ταινίας. Πώς λέει ο αφηγητής στην αρχή; «Όσο ζούμε τίποτα ποτέ δεν τελειώνει…».
Περιπλανήσεις, δοκιμασίες
Αυτός ο «ποιητικός απολογισμός του περασμένου αιώνα μέσα από έναν έρωτα που προκαλεί τον χρόνο» και διασχίζει πέντε δεκαετίες, ούτε πρωτόγνωρος είναι ούτε ξένος στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Είναι όμως η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης μιλάει τόσο προσωπικά για τον εαυτό του και τη ζωή του αφήνοντας για λίγο την Ιστορία στο περιθώριο. Περιπλανήσεις, δοκιμασίες και το απόλυτο της αγάπης. Αλλά μήπως και σε όλη τη φιλμογραφία του, από την ασπρόμαυρη «Αναπαράσταση» του 1970, τον αξεπέραστο «Θίασο», το παλλόμενο «Ταξίδι στα Κύθηρα», το επικό «Βλέμμα του Οδυσσέα», μέχρι το πρώτο μέρος της τριλογίας «Το λιβάδι που δακρύζει», με τα ίδια θέματα δεν παλεύει; Είτε η μεγάλη Ιστορία καταπίνει τη μικρή, των ανθρώπων που μάχονται με τα οράματα και τον χρόνο, είτε η ανθρώπινη μοίρα συμπλέκεται με την πολιτική, είτε οι μύθοι – θραύσματα της ελληνικής τραγωδίας αγκαλιάζουν πρόσωπα και ιδεολογίες ή οι αλλεπάλληλες εξορίες (κάποτε «εσωτερικές») αφήνουν τους ήρωες σε ένα κενό, σε μια σχεδία στη μέση του πουθενά.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, και ο 73χρονος δημιουργός εμφανίζεται και ο ίδιος πιο συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, τις απαιτήσεις του (για τις οποίες κατά καιρούς έχει ποικιλοτρόπως σχολιαστεί), έχει λειάνει τις αιχμές του χαρακτήρα του (που τον έχουν φέρει αντιμέτωπο με κριτικές επιτροπές και συναδέλφους του σε διεθνείς διοργανώσεις), κοιτάζει τον 15μηνο, συνονόματο, εγγονό του με λατρεία και ανανεώνει διαρκώς τα στοιχήματά του με τη ζωή και την τέχνη του (επιθυμεί να γυρίσει μια ασπρόμαυρη ψηφιακή ταινία);
Ο Μπρούνο Γκαντς λέει κάποια στιγμή στη «Σκόνη του χρόνου»: «H Ιστορία μάς πέταξε στο περιθώριο». «Το συμμερίζεστε, κ. Αγγελόπουλε;» τον ρωτάμε, απόγευμα Κυριακής, στο λόμπι του ξενοδοχείου, σε μια σύντομη συνάντηση. «Μιλάω θεωρητικά για τη γενιά μου και για όλους όσοι πίστεψαν σε μια αλλαγή του κόσμου μέσα από μια γενναιόδωρη ιδέα όπως αυτή του σοσιαλισμού». Και; Επιμένουμε. «Ξεμείναμε με άδεια χέρια…».
Ένα 24ωρο νωρίτερα, στην ασφυκτικά γεμάτη Αποθήκη Γ΄, μεσημέρι Σαββάτου, στη συνέντευξη Τύπου, μιλούσε για την Ιστορία. Πώς όλα συσσωρεύονται και «γίνονται μια ανάγνωση του σήμερα», πώς «την εποχή της πολιτικοποίησης που θεωρούσαμε τους εαυτούς μας πολιορκητές του ουρανού δεν βλέπαμε πόσο η ατομική ιστορία, η σχέση του καθένα μας μαζί της, επηρεάζει εμάς και τον κόσμο». «Είμαστε υποκείμενα ή αντικείμενα της Ιστορίας;» αναρωτήθηκε, για να απαντήσει σχεδόν αμέσως: «Ύστερα από τόσα χρόνια και απογοητεύσεις, δεν ξέρω αν είμαστε υποκείμενα ή αντικείμενα».
Και ο Γιάκομπ (Μπρούνο Γκαντς), ο Σπύρος (Μισέλ Πικολί), η «μοιραία» Ελένη (Ιρέν Ζακόμπ) αλλά και ο πρωταγωνιστής σκηνοθέτης Α (Γουίλεμ Νταφόε), όλα τα πρόσωπα της «Σκόνης του χρόνου», τι είναι; Υποκείμενα ή αντικείμενα της Ιστορίας; Ο θάνατος του Στάλιν το 1953, το Γουότεργκεϊτ το 1974, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στην αυγή του 21ου αιώνα, ζυγιάζονται, ως χρόνος ενιαίος, στις ζωές των ηρώων. Όλα είναι παρόντα τις στιγμές της εγκατάλειψης, του θρήνου, των συναντήσεων, του έρωτα, του θανάτου. Στα δωμάτια που ο Γιάκομπ, ο Σπύρος και η Ελένη προσπαθούν να συνυπάρξουν χρόνια μετά. Τόσο γεμάτα από φαντάσματα, επιθυμίες, ανεκπλήρωτες αισθήσεις, αδικαίωτες προθέσεις.
Αθέατος συγκάτοικος
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι, για πρώτη φορά σε αυτήν τη 13η ταινία του, συγκάτοικός τους. Κυκλοφορεί, αθέατος, στο ίδιο δωμάτιο, τους πλησιάζει από κοντά (πιο κοντά), τους παρατηρεί, τους αφουγκράζεται. Σαν να ανοίγει μια βρύση, επί χρόνια σε αχρησία. Στην αρχή βγαίνει ένας θόρυβος, πολλοί κραδασμοί, ύστερα κάτι αρχίζει να στάζει. Συγκεχυμένα ίσως, αδέξια ίσως, ανεπεξέργαστα ίσως, αλλά στάζει. Και επειδή ο ίδιος ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει αυτή η στιγμή, είναι εκεί και την καταγράφει με τον τρόπο του, με την τέχνη του.
No comments:
Post a Comment