Το έγκλημα, η αλήθεια και η συμφιλίωση
The Guardian
- Πολύ πριν επιχειρήσει οποιοσδήποτε σκηνοθέτης να ασχοληθεί με ταινία μυθοπλασίας για το Ολοκαύτωμα, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είχε δηλώσει: «Αν πρόκειται ποτέ να γυριστεί ταινία με θέμα το Αουσβιτς, θα πρέπει να είναι από τη σκοπιά των δεσμοφυλάκων».
- Ομολογώ ότι η παρατήρηση του Γκοντάρ δεν ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό όταν διάβασα το μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ Σλινκ «Διαβάζοντας στη Χάνα» (το βιβλίο στο οποίο στηρίχθηκε το φιλμ «Σφραγισμένα χείλη»). Κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1997 και, όπως πολλοί άλλοι στη Βρετανία, πρωτοάκουσα γι' αυτό χάρη στο σχόλιο του Τζορτζ Στάινερ στον Ομπζέρβερ: «Ενα σπουδαίο έργο… Το μόνο που οφείλει να πει ο κριτικός όσο πιο δυνατά μπορεί είναι «Διαβάστε το» και «Ξαναδιαβάστε το»». Καθώς κανένας δεν θα φανταζόταν ότι ο Στάινερ είναι ένας κριτικός που εύκολα μοιράζει εγκώμια, το σχόλιό του αυτό ήταν πολύ εντυπωσιακό. Πήγα αμέσως και αγόρασα το βιβλίο.
Το δίλημμα των Γερμανών
- Ο λόγος που το μυθιστόρημα αυτό έκανε τόσο μεγάλη αίσθηση ήταν επειδή άνοιγε πραγματικά ένα νέο πεδίο έρευνας. Είχε ήδη χρειαστεί πολύς καιρός για να αγγίξει σε βάθος τη συλλογική συνείδηση το μέγεθος της τραγωδίας των Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα. Για είκοσι περίπου χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, υπήρχε μια απροθυμία εκ μέρους των επιζώντων να διηγηθούν τι είχαν περάσει. Στο Ισραήλ, ιδιαίτερα, η απόφαση να χτιστεί μια νέα χώρα σήμαινε ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι δεν ενθαρρύνονταν να μιλούν για το παρελθόν. Oταν πρωτοδημοσιεύτηκε στην Ιταλία το βιβλίο του Πρίμο Λέβι «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος», ελάχιστα αντίτυπα πουλήθηκαν.
- Αν στο Ισραήλ η καταδίκη του Αϊχμαν, το 1961, σηματοδότησε μια αποφασιστική στροφή στη συλλογική συνείδηση, οι δίκες για το Αουσβιτς στη Φρανκφούρτη μεταξύ 1963 και 1965 είχαν παρόμοιο αντίκτυπο στη Γερμανία. Τριάντα χρόνια ύστερα από εκείνες τις δίκες, ο Σλινκ κατόρθωσε να επινοήσει μια αφήγηση που τελικά αποτύπωσε το δίλημμα των Γερμανών της μεταπολεμικής γενιάς. Πώς μπορούσαν να αντιμετωπίσουν όσα διέπραξαν οι γονείς τους; Πώς ήταν δυνατόν να βρουν έναν τρόπο να ζήσουν μια στοιχειωδώς φυσιολογική ζωή; Το «Διαβάζοντας στη Χάνα» δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα που εστιάζει στη μεταπολεμική γερμανική εμπειρία. Είναι επίσης μια βαθύτερη εξερεύνηση της οδυνηρής και δύσκολης διαδικασίας που όλοι γνωρίζουμε: της αλήθειας και της συμφιλίωσης.
- Η ιστορία που αφηγείται το βιβλίο έχει την απλότητα ενός μύθου, αν όμως την καλοεξετάσεις, τα νοήματά της γίνονται πιο περίπλοκα. Σε μια γερμανική επαρχιακή πόλη τη δεκαετία του '50, ένα 15χρονο αγόρι, ο Μίχαελ Μπεργκ, έχει την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία με μια μεγαλύτερή του γυναίκα, τη Χάνα Σμιτς. Στις συναντήσεις τους, αρχίζει να της διαβάζει μεγαλόφωνα σελίδες από έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Παρά την μικρή εμπειρία του, ο Μίχαελ αισθάνεται ότι κάτι ασυνήθιστο υπάρχει σ' αυτή τη σχέση. Ξαφνικά, η Χάνα εξαφανίζεται από τη ζωή του. Μερικά χρόνια αργότερα, ενώ σπουδάζει νομικά, ο Μίχαελ παρακολουθεί μια δίκη για εγκλήματα πολέμου και με έκπληξη διαπιστώνει ότι η Χάνα είναι κατηγορούμενη - είχε υπηρετήσει ως δεσμοφύλακας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου είχε διαπράξει σοβαρά εγκλήματα. Καθώς η δίκη προχωράει, ο Μίχαελ συνειδητοποιεί ότι κατέχει κάποια στοιχεία που, αν τα αποκαλύψει, μπορεί να βοηθήσει να μετριαστεί η ποινή της Χάνας. Θα αποφασίσει να βοηθήσει μια γυναίκα που την αγάπησε αλλά που αισθάνεται ότι τον πρόδωσε; Και το χειρότερο, ποιο καθήκον μπορεί να έχει απέναντι σε κάποια που φέρει το βάρος τόσο φριχτών πράξεων;
- Είναι σαφές ότι τελειώνοντας το μυθιστόρημα κατά κανένα τρόπο δεν μπορείς να το δεις σαν ένα βιβλίο για τη συγχώρηση. Αντίθετα, ο Σλινκ καθιστά σαφές, τόσο στο γράψιμό του όσο και στις συνεντεύξεις του, ότι κανένας συγγραφέας δεν έχει το ηθικό δικαίωμα, περιγράφοντας τα εγκλήματα του γερμανικού λαού, να επεκτείνει στους ήρωές του τη δυνατότητα της εξιλέωσης. Γι' αυτό, όποιος θα σκεφτόταν να μεταφέρει το μυθιστόρημα στον κινηματογράφο, θα αντιμετώπιζε μιαν ασυνήθιστη πρόκληση. Η συμβατική χολιγουντιανή αφήγηση πάντα τελειώνει με τον ήρωα να φτάνει σε κάποια συνειδητοποίηση των δικών του λαθών. Η ηθική ανύψωση, θα μπορούσες να πεις, είναι ενσωματωμένη μέσα στο συμβόλαιο. Η Χάνα όμως δεν καταφέρνει να κατανοήσει πραγματικά αυτό που έχει κάνει. Ισως, βέβαια, η συνειδητοποίηση τόσο ακραίων εγκλημάτων να μην είναι καν εφικτή.
Με Μινγκέλα και Πόλακ
- Ισως ήταν σημάδι της ξεροκεφαλιάς μου που θέλησα να γράψω το σενάριο, επειδή ήξερα πόσο ασυνήθιστο θα ήταν το εγχείρημα. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι είχα κουραστεί, όπως πολλοί φίλοι του κινηματογράφου, από τις ταινίες καθορισμένου «είδους». Δεν άντεχα πια τα φιλμ που ακολουθούσαν αναγνωρίσιμες συνταγές.
- Τα δικαιώματα του βιβλίου είχαν πουληθεί στον Βρετανό σκηνοθέτη Αντονι Μινγκέλα και στον Αμερικανό συνάδελφό του Σίντνεϊ Πόλακ, οι οποίοι είχαν ιδρύσει μια εταιρεία, την Mirage, με στόχο τη συμπαράσταση σε συναδέλφους τους όσο και την πραγματοποίηση δικών τους σχεδίων. Οσο όμως κι αν πίεσα τον Αντονι να μου αναθέσει το σενάριο, ήταν αποφασισμένος να γράψει και να σκηνοθετήσει ο ίδιος την ταινία. Πέρασαν εννέα χρόνια, μέχρι το φθινόπωρο του 2006, όταν ο Αντονι τελικά τηλεφώνησε στον σκηνοθέτη Στίβεν Ντάλντρι. Δεν είχε καταφέρει να βρει χρόνο για να ασχοληθεί με την ταινία, όπως είχε υποσχεθεί στον συγγραφέα.
- Ετσι, ο Στίβεν κι εγώ πήραμε το «πράσινο φως» για να προχωρήσουμε. Κανένας τότε δεν θα μπορούσε να προβλέψει την απίθανη σειρά ατυχιών που έπεσε πάνω μας. Λίγο μετά την έναρξη των γυρισμάτων, «χάσαμε» την αρχική μας πρωταγωνίστρια (την Νικόλ Κίντμαν), ευτυχώς λόγω εγκυμοσύνης. Τα γυρίσματα διακόπηκαν και στο διάστημα αυτό συνεργαστήκαμε και πάλι με τον Σίντνεϊ και τον Αντονι, δύο ανθρώπους με ενδιαφέρουσες αντιθέσεις - ο Αντονι ομιλητικός, ζωηρός, γενναιόδωρος· ο Σίντνεϊ πιο ήσυχος πιο αποφασιστικός, εξαιρετικός δάσκαλος για τους ηθοποιούς, με τη διάθεση πάντα να εμβαθύνει στα ζητήματα που έθετε το βιβλίο.
Διπλή απώλεια
- Ποτέ δεν αισθανθήκαμε, ο Στίβεν κι εγώ, ότι δουλεύαμε «για» τον Σίντνεϊ και τον Αντονι. Νιώθαμε σαν τέσσερις συνεργάτες σε μια ταινία που μας γοήτευε εξίσου. Ετσι ήταν τρομακτική η απώλεια όταν και οι δύο παραγωγοί μας πέθαναν σε διάστημα δύο μηνών. Γνωρίζαμε ότι ο Σίντνεϊ ήταν άρρωστος και τον βλέπαμε να αντιμετωπίζει τον καρκίνο με θαυμαστή αξιοπρέπεια. Αλλά ο θάνατος του Αντονι ήταν εντελώς αναπάντεχος. Του είχα μόλις στείλει μια σκηνή που είχα γράψει και πήρα την απάντησή του. Λίγες μέρες αργότερα πέθανε. Ηταν 54 ετών.
- Εν μέσω αυτών των τραγωδιών, καταφέραμε τελικά να ολοκληρώσουμε την ταινία. Υπήρχαν δύο παράγοντες που λειτούργησαν υπέρ της. Πρώτα - πρώτα, η δεξιοτεχνία και η αντοχή του Στίβεν Ντάλντρι, που πάνω στους ώμους του έπεσε το μεγαλύτερο βάρος. Δεύτερο, και εξίσου σημαντικό, ήταν το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο των ηθοποιών και των τεχνικών. Με επικεφαλής την Κέιτ Γουίνσλετ και τον Ρέιφ Φάινς, η ομάδα των ερμηνευτών είχε στους κόλπους της μερικούς από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του γερμανικού θεάτρου. Το γύρισμα αυτής της ταινίας ήταν μια συλλογική προσπάθεια στην οποία συμμετείχαν όλοι οι Γερμανοί που δούλεψαν μαζί μας, με τη βούληση να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα αυθεντικό και πειστικό. Ποτέ πριν δεν είχα αισθανθεί ότι η πραγματοποίηση μιας ταινίας και το θέμα της -η αλήθεια και η συμφιλίωση- θα μπορούσαν να συνδεθούν τόσο αρμονικά.
- Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 01/03/2009
No comments:
Post a Comment