- Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι σίγουρος: «Μόνο οι άνθρωποι που δεν περιμένουν τίποτα από τους άλλους συμπεριφέρονται άσκεφτα, χωρίς τεχνάσματα, στρατηγικές και επιδείξεις.
- Ισως γι' αυτό μας ανακουφίζει η συναναστροφή τους». Ενας τέτοιος τύπος είναι ο ήρωας της νέας ταινίας του σκηνοθέτη «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου. Πρωταγωνιστές της είναι και πάλι οι αγαπημένοι ηθοποιοί του Παναγιωτόπουλου: Λευτέρης Βογιατζής, Νίκος Κουρής, Αλεξία Καλτσίκη. Ο περιπλανώμενος ήρωας (Ν. Κουρής) ανήκει στην ισχυρή μειοψηφία εκείνων που μονολογούν. Με αμπέχονο, κοντό παντελόνι και μποτάκια τριγυρίζει όλη μέρα χωρίς σταματημό. Περπατά ανάλαφρος γιατί «στο βάδισμα οι κακές σκέψεις μένουν πίσω». Του αρέσουν τα φρούτα της Αθήνας...
- Ως «οιονεί βαδιζομανής» όλο και ανακαλύπτει διάφορα δέντρα. Με μια οξυδερκή ματιά σχηματίζει το χάρτη κάθε δέντρου και μετά το ξετινάζει... Το Κολωνάκι και η Νεάπολη είναι τίγκα στις συκιές, με αρκετές κορομηλιές, ιδίως στα ερειπωμένα νεοκλασικά. Απλώνει το χέρι του και κόβει νεράντζια, όχι για να κάνει γλυκό, αλλά για «ν' απελευθερωθούν τα αιθέρια έλαιά τους». Στην Αμφιθέας, στη Β. Σοφίας, στο Παγκράτι, ακόμα και στον Εθνικό Κήπο βρίσκει μουριές, στον Ευαγγελισμό μεσκουλιές, χαρουπιές, στους πράσινους δρόμους του Παλαιού Φαλήρου πολλές ροδιές. Και τζιτζιφιές πού αλλού; Στις Τζιτζιφιές...
Απ' το λυσσιατρείο στη λαϊκή
- Στις περιπλανήσεις του συναντά ανθρώπους και ανταλλάσσει μαζί τους σουρεαλιστικούς διαλόγους. Ο μεγάλος του εχθρός είναι τα σκυλιά. Κάποτε, μάλιστα, τον δάγκωσε η Αμαλία, η αρχισκύλα του Ζαππείου, στα παγκάκια του οποίου λειτουργεί η μικρή βουλή του γεροντικού ομίλου της πρωτεύουσας. Τρομοκρατεί τον ταξιτζή που τον μεταφέρει στο λυσσιατρείο ότι δήθεν έχει λύσσα, συγκρούεται με σεκιουριτάδες στα ολυμπιακά έργα, μπαίνει στα λεωφορεία και χαρίζει εισιτήρια σε μια έκρηξη κοινωνικότητας, τρυπώνει στις λαϊκές αγορές και διαλαλεί φρούτα και λαχανικά. Τα καρπούζια, που ισορροπεί στο κεφάλι του, γίνονται ανάρπαστα, εξ ου και το όνομά του: καρπουζοκέφαλος. Κάποτε βρίσκεται ανάμεσα στα πυρά Χρυσαυγιτών-αναρχοαυτόνομων. Μισεί τα αυτοκίνητα γιατί ξέρει ότι «δεν νικά η σάρκα τη λαμαρίνα. Οι άνθρωποι απ' την αγάπη τους γι' αυτά ρήμαξαν, γέρασαν πρόωρα».
- Εκτός από το παγουρίνο δεμένο στη μέση και το ξύλο για να διώχνει τα σκυλιά, κουβαλά το εργαλείο των τζαμάδων και χαράζει όσα αυτοκίνητα βρίσκονται πάνω στα πεζοδρόμια, αλλά «στα μουλωχτά όλο και ρίχνει μια μαγκιόρα ξυραφιά και στ' άλλα»... Ο Σ. Δημητρίου εμπλέκει στο βιβλίο τις περιπέτειες του ήρωα μ' αυτές της συγγραφής ενός βιβλίου, του συγκεκριμένου μάλιστα βιβλίου. Αυτό το στοιχείο αξιοποίησε ο σκηνοθέτης, βάζοντας τον ήρωα-συγγραφέα να εξηγεί στην εκ Βουλγαρίας οικιακή βοηθό -η οποία δεν ξέρει λέξη ελληνικά- πώς ακριβώς δουλεύει. Ο Λ. Βογιατζής κάνει την Α. Καλτσίκη συμμέτοχο διλημμάτων που του δημιουργούν οι λέξεις έτσι όπως παλατζάρουν στην κόψη του ξυραφιού: «στεναχώριες ή στενοχώριες; Ή μήπως πίκρες;». «Δυστυχισμένος ή δυστυχής;». Κι όσο ο ήρωας δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, ο συγγραφέας, περιμένοντας να ξεπηδήσει η χαμένη σκέψη, μιλάει για τις δικές του διαδρομές στη γεωγραφία της γραφής: την απαρέσκειά του στα αποσιωπητικά, τα κόμματα, τα αρκτικόλεξα, τις συντομογραφίες, την προτίμησή του στην άνω τελεία -«το πιο συμπαθές και σκεπτόμενο σημείο στίξεως», τις λέξεις που έψαχνε να βρει, αλλά στο τέλος τις άφησε από τεμπελιά.
- Η σκέψη του αρμενίζει ελεύθερα στις γειτονιές τόπων και σωμάτων: στις υπαίθριες ερωτικές συνευρέσεις μέσα στην πόλη που κοντεύουν πια να εξαφανιστούν, αλλά και τους χώρους ούρησης -παρ' όλο που «ένας καλός θύλακας ελεύθερης ουρήσεως είναι στην πλατεία Κλαυθμώνος, γωνία Σταδίου και Δραγατσανίου». Κι ακόμα, υμνεί τη νοστιμιά του λάθους, την παρηγορία του διηγήματος, τη χωριάτικη ζωή, την πολύχυμη προφορική γλώσσα της καθημερινότητας. Ο Ν. Παναγιωτόπουλος είναι ο σκηνοθέτης της Αθήνας. Την έχει φιλμάρει σε όλες του τις ταινίες, πότε σκοτεινή, πότε φαντασμαγορική, πότε αθώα. Τρεις μάλιστα απ' αυτές εμπεριέχουν στους τίτλους το όνομά της: «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» και τώρα «Τα οπωροφόρα της Αθήνας». Την αγαπά και την παρατηρεί.
- Κάποιοι ενίστανται: «Πώς γίνεται να την αγαπάει, πώς γίνεται να τη βλέπει όμορφη μέσα απ' το φακό;». «Οταν φωτογραφίζεις μια γυναίκα που αγαπάς, θα τη βγάλεις ωραία», λέει. «Μου αρέσει η πεζοπορία του ήρωα. Ο Δημητρίου γράφει κάπου: «ένας χαζός μπορεί να μη συνεισφέρει τον κόπο που του αναλογεί για τη μετανάστευση της ανθρωπότητας σε άλλους πλανήτες αλλά, τελικά, όπου κι αν ταξιδέψει κανείς είναι σα να πηγαίνει απ' τα Εξάρχεια στη Νεάπολη»». Αρκετές από τις παροιμίες, αλλά και τις βωμολοχίες του βιβλίου έχουν μεταφερθεί και στο σενάριο. Τα γυρίσματα στον Εθνικό Κήπο, το Θησείο, το Μετς, τα Εξάρχεια και τη Νεάπολη, μοιραία ακολουθούν την καρποφορία των φρούτων. Οι σκηνές με τα ρόδια και τα νεράντζια μόλις έγιναν και τώρα ο σκηνοθέτης περιμένει τα μούσμουλα, τα σύκα, τα φραγκόσυκα...
- Τα κοστούμια κάνει όπως πάντα η Μαριάννα Σπανουδάκη και τη διεύθυνση φωτογραφίας έχει ο Γιώργος Φρέντζος. Το σκηνικό είναι του Γιώργου Ανδριτσόγιαννου ενώ τις πρωτότυπες μουσικές και τα τραγούδια έγραψε ο Σταμάτης Κραουνάκης ειδικά για την ταινία. Κι όσο για τους ηθοποιούς, ο Ν. Κουρής εκπλήσσει στο ρόλο αυτό. Ο πρωταγωνιστής του ποιητικού έργου του Κλοντέλ «Ο κλήρος του μεσημεριού» στο Εθνικό Θέατρο, γίνεται κανονικός Καρπουζοκέφαλος στην έξυπνη κωμωδία του Ν. Παναγιωτόπουλου.
«Ας γελάσουμε με το χάλι μας»
- «Ο ρόλος, ακριβώς επειδή κινείται στο χώρο της φαντασίας, επιτρέπει να κάνεις πράγματα αδιανόητα, υπέροχα μέσα σε μια λυτρωτική ελευθερία», λέει ο ίδιος. «Ο ήρωας σφύζει από ενέργεια. Αποπνέει την αίσθηση ότι θα βαδίζει στο διηνεκές ακούραστος σαν μια αέναη λούπα. Είναι αυθόρμητος, πονηρός, κεφάτος, παρορμητικός, με περιέργεια παιδιού, ανοιχτός σε οτιδήποτε τον εντυπωσιάσει. Μπορεί να περάσει απαρατήρητος, μέχρι που θ' ανοίξει διάλογο και τότε...». Η ένταση των γυρισμάτων ταυτόχρονα με τη θεατρική παράσταση δεν τον κουράζει: «Αν με ψήσει ο σκηνοθέτης μπαίνω μ' όλη μου τη διάθεση. Δεν με νοιάζει τίποτα. Ημουν κακός; Το ξανακάνω όσες φορές χρειαστεί χωρίς συναισθηματικές διαταραχές. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τις ώρες δουλειάς γιατί είναι περισσότερες απ' τις προσωπικές μας. Αρα και κει πρέπει να είμαστε το ίδιο προσωπικοί»...
- Πώς γίνεται στις δύσκολες συνεργασίες να παραμένει ψύχραιμος; «Εχω δουλέψει πολύ για να περνάω πάνω απ' αυτά. Πέρασα στενόχωρες φάσεις, μοναξιά, προβληματισμούς, αλλά τώρα η αξιολόγηση είναι πάντα επί της ουσίας. Τα μούτρα, οι θυμοί, οι τσακωμοί δεν υπάρχουν για μένα. Με απασχολεί ο βαθύτερος εγωισμός, ο ύπουλος, που δεν χάνεται εύκολα. Αυτός που διακρίνει όλους μας και λειτουργεί ερήμην μας. Γι' αυτό σε δουλειά και σχέσεις θέλω να οριοθετώ πάντα μια συνθήκη «εργασίας». Οσο κι αν παρεκκλίνεις, αυτή θα υπάρχει πάντα ως χρήσιμη βάση. Υπάρχει επίσης και το χιούμορ. Ας ελαφρώσουμε, ας γελάσουμε λίγο με το χάλι μας!». *
No comments:
Post a Comment