- ΚΡΙΤΙΚΗ
- Νίκος ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
- ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 19 Μάρτη 2009
- Ο Πέρι Ογκντεν είχε την ευφυία - και τη συνείδηση - να μην «παρέμβει» πάνω στις εικόνες που κατέγραφε η μηχανή του, να μη δημιουργήσει συναισθηματισμούς, δράματα και μελό, να μην επιδιώξει πρόσθετες συγκινήσεις. Ηξερε πως τα πράγματα μιλάνε από μόνα τους και μιλάνε καλύτερα από τον όποιον δημιουργό! Αυτός, λοιπόν, στάθηκε πίσω από τη μηχανή του διακριτικά και άφησε τα πράγματα να μιλήσουν από μόνα τους, να μας διηγηθούν αυτά τα ίδια την ιστορία τους.
- Με την πρώτη ματιά, ο θεατής βλέπει ένα 10χρονο κορίτσι να ψάχνει να βρει τον εαυτό του. Μια τέτοια αναζήτηση, από μόνη της, είναι πολύπλοκη και δύσκολη. Σκεφτείτε, όταν αυτό το κορίτσι δεν ξεκινάει από μια «φυσιολογική» αφετηρία, δεν ανήκει στην «οργανωμένη» κοινωνία. Η δική της αφετηρία είναι το περιθώριο και η υποβάθμιση. Το ξεκίνημά της γίνεται από το χειρότερο σημείο. Από τα σκουπίδια της κοινωνίας. Αντιλαμβάνεστε πως είναι ακατόρθωτο να καλυφθεί το κενό, να φτάσει η μικρή στο νήμα. Μέχρι να βγει στην επιφάνεια και να αρχίσει να τρέχει, οι άλλοι θα έχουν τερματίσει! Αυτή θα έχει χάσει τον πολύτιμο χρόνο της στα ναρκωτικά, στις μικροκλεψιές και στους μικροκαυγάδες.
- Η 10χρονη Γουίνι ζει, μαζί με την παρατημένη από τον άντρα της μάνα της και τα αδέρφια της, σε ένα άθλιο τροχόσπιτο. Γύρω από το «σπίτι» τους, παντού λάσπες και τεράστιοι αρουραίοι. Ωστόσο, και εκεί δεν τους αφήνουν στην ησυχία τους! Κάθε τόσο, ανάλογα με τα οικονομικά συμφέροντα της περιοχής, ανάλογα με τα «σχέδια» των ιδιοκτητών, αλλά και τη «γενικότερη εικόνα» του χώρου, έρχεται η αστυνομία και τους αναγκάζει να μετακινηθούν. Και ενώ τους υπόσχονται έναν καλύτερο και πιο λειτουργικό χώρο, τους ξεγελάνε και τους οδηγούν σε ακόμα χειρότερο και ακόμα πιο υποβαθμισμένο. Τους καταχωνιάζουν όσο πιο μακριά γίνεται από τα μάτια της ευημερούσας κοινωνίας.
- Σίγουρα, ο νους σας πάει στους Τσιγγάνους. Αυτοί με τους οποίους ασχολείται η ταινία δεν είναι φυλετική μειονότητα, φυλετικά και αυτοί ανήκουν στη δική μας φυλή, στην «άρια»! (Και αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη πως το φυλετικό, τελικά, είναι απλώς δικαιολογία.) Από παράδοση και για λόγους ιστορικούς, αλλά και γιατί ποτέ κανένας δεν ασχολήθηκε σοβαρά μαζί τους, αυτοί οι άνθρωποι, με τους οποίους ασχολείται η ταινία, εξακολουθούν, ακόμα και σήμερα, να ζουν νομαδικά σαν τους Τσιγγάνους. Οι Ιρλανδοί, σε αυτούς τους κυνηγημένους συμπατριώτες τους, τους έδωσαν ένα χαρακτηριστικό όνομα, τους ονομάζουν «Ταξιδιώτες».
- Το βαθύ ενδιαφέρον της ταινίας, ωστόσο, δε βρίσκεται στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων. Αυτή είναι γνωστή, τόσο γνωστή και συνηθισμένη που κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να την αλλάξει. Το βαθύ ενδιαφέρον της ταινίας βρίσκεται στην υποκρισία της «οργανωμένης» κοινωνίας, στις αδυναμίες της αστικής κοινωνίας να λύσει τέτοιου - και τέτοιου - είδους προβλήματα. Είναι φανερό πως το καπιταλιστικό κράτος, όσο και αν θεωρείται πετυχημένο, όπως η Ιρλανδία, ας πούμε, την οποία προπαγανδίζουν σαν σύγχρονη Σουηδία, και δε θέλει και δεν μπορεί να εξασφαλίσει στους κατοίκους της, σε όλους τους κατοίκους της, τα προφανή και τα απαραίτητα.
- Για τα μάτια του κόσμου, βέβαια, αλλά και για να προληφθούν βίαιες αντιδράσεις και για να κρατιέται η οργή κάτω από έλεγχο, η έξυπνη Ιρλανδία, και όχι μόνον αυτή, δημιούργησε έναν ολόκληρο κρατικό και «παρακρατικό» (οργανώσεις μη κυβερνητικές) μηχανισμό, για να «βοηθούν» τους αναξιοπαθούντες. Η ταινία, και σε αυτό το σημείο, ιδιαίτερα σε αυτό το σημείο, είναι άκρως αποκαλυπτική. Ακόμα και υπηρεσίες, και πολύ περισσότερο μεμονωμένα άτομα (γιατροί, δικηγόροι, κοινωνικοί λειτουργοί, απλοί πολίτες) που θέλουν να βοηθήσουν και τρέχουν κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους, σκοντάφτουν πάνω στη συνειδητή κρατική άρνηση και στη συνειδητή καπιταλιστική γραφειοκρατία. Μιλάμε για ολοκληρωτικό αδιέξοδο! (Αδιέξοδο, βέβαια, όταν κανείς ζητάει λύση προβλημάτων του καπιταλισμού, μέσα στον ίδιο τον καπιταλισμό!)
- Η ταινία είναι τόσο απλή και τόσο κατανοητή, που περισσεύει ο διαμεσολαβητικός κριτικός λόγος. Θέλω, ωστόσο, να τονίσω τις καταπληκτικές ερμηνείες, από τους ερασιτέχνες κυρίως ηθοποιούς. Δεν «παίζουν» το «ρόλο» τους, τη ζωή τους δηλαδή, δεν αναπαριστάνουν την πραγματικότητά τους. Ερμηνεύουν τη ζωή τους, προχωρούν σε βάθος, δε στέκονται στην επιφάνεια. Ο θεατής σε κανένα σημείο της ταινίας δε θα κλάψει, παρότι θα έπρεπε (αν υπήρχαν φθηνές προθέσεις) να λιώσει στο κλάμα. Κοντά στους θαυμάσιους ηθοποιούς, η εξαιρετική φωτογραφία και η, επίσης, εξαιρετική μουσική. Παίζουν: Μπόνι Ο' Βράιαν, Γουίνι Μαγκχαμ, Πάντι Μάγκχαμ, Ρόζι Μάγκχαμ, Μπράιαν Νρίγκναμ, κ.ά.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
26/11/2005
-- Βιτρίνα «γαλαζοπράσινης» πολιτικής
No comments:
Post a Comment