Ποια είναι η επόμενη γενιά του ελληνικού κινηματογράφου; Συγκροτεί μια καλλιτεχνική κοινότητα με όμορες ανησυχίες; Τόσο οι ηλικίες των σκηνοθετών όσο και η θεματολογία των ταινιών τους διαφέρουν. Η γενιά των bloggers και του Facebook πόσο έχει επηρεάσει την αισθητική της επικοινωνίας, την κινηματογραφική γλώσσα και οπτική; Το 49ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που αρχίζει την ερχόμενη Παρασκευή, αναζητάει το στίγμα και τις προθέσεις της «generationext» του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος, παρά τα πισωγυρίσματα και τις αγκυλώσεις, βρίσκεται σε δημιουργική τροχιά. Η ψηφιακή τεχνολογία ανοίγει νέες προοπτικές, ενισχύοντας την αντισυμβατική ματιά και έκφραση.
Της Μαριας Κατσουνακη, Η Καθημερινή, 09/11/2008
Πίσω από την επίσημη εκδοχή του ελληνικού κινηματογράφου, τις ταινίες που παράγονται, προβάλλονται και διεκδικούν βραβεία, υπάρχει ένα υπόκωφο μουρμουρητό. Η προετοιμασία μιας διαφορετικής ταινίας, που μπορεί να συναντήσει το κοινό της μπορεί και όχι, μπορεί να σημαίνει το επόμενο βήμα του δημιουργού της μπορεί και όχι, μπορεί να υποστηρίζει κάποια καινούργια τάση μπορεί και όχι. Σκηνοθέτες που ανήκουν σε μια ευρύτατη ηλικιακή ομάδα (από 18 έως 50 χρονών) αναζητούν τρόπο έκφρασης στην ψηφιακή τεχνολογία, οπτικοποιούν την ψιλοκουβέντα των bloggers, ανιχνεύουν τα πρόσωπα και τις εκφράσεις με πολύ κοντινά πλάνα σε διαρκή χρήση, τολμούν μικτές τεχνικές (με κινούμενα σχέδια), «θέλουν να εκπλαγούν» πρώτα οι ίδιοι με το υλικό τους, προχωρούν σε αισθητικές καινοτομίες, ανατρέπουν ακαδημαϊκές πρακτικές που έχουν ασπαστεί σε προηγούμενες δουλειές τους, ανακαλύπτουν τη συγκίνηση και την ποίηση στη ρουτίνα των καθημερινών αφηγήσεων.
Παράλληλα, δημιουργοί δοκιμασμένοι στη μικρού μήκους παραγωγή επιχειρούν το πρώτο μεγάλου μήκους άλμα τους. Με πολλές δυσκολίες και εμπόδια, άλλοι στο στάδιο της προετοιμασίας άλλοι στα γυρίσματα ήδη, δίνουν μια πρόγευση της «επόμενης γενιάς» του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτός ακριβώς είναι και ο τίτλος ενός νέου προγράμματος που φιλοξενείται φέτος στο 49ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (14 - 23 Νοεμβρίου). Το «Generation next» συγκροτούν επτά σκηνοθέτες (Αρης Μπαφαλούκας, Σύλλας Τζουμέρκας, Παναγιώτης Φαφούτης, Μαργαρίτα Μαντά, Μπουγιάρ Αλιμάνι, Χρήστος Νικολέρης και Βαρδής Μαρινάκης), όλοι βραβευμένοι μικρομηκάδες που κάνουν το «μεγάλο» τους βήμα. Στη Θεσσαλονίκη θα προβληθεί το μέχρι σήμερα έργο τους και θα έρθουν σε επαφή με ξένους κινηματογραφικούς παράγοντες συμμετέχοντας στο φόρουμ Crossroads, που κάθε χρόνο εστιάζει στην παραγωγή μιας χώρας της Μεσογείου.
Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά αυτής της «επόμενης γενιάς»; Συγκροτούν μια καλλιτεχνική κοινότητα με όμορες ανησυχίες; Οι διαδρομές, όπως ορίζεται από τη θεματολογία των ταινιών τους, δεν συμπίπτουν. Πού συναντώνται τα βλέμματά τους, λοιπόν, και πού χωρίζουν; Η «Κ» αναζήτησε το στίγμα τους και διερεύνησε τις προθέσεις τους. Οπως παρακολούθησε και τις οκτώ ψηφιακές ταινίες του Digital wave, μιας γλώσσας όχι πλέον και τόσο νέας αλλά πάντως φρέσκιας, πειραματικής, αντισυμβατικής και ελεύθερης.
Οι διαφορές που τους ενώνουν
«Το generation next δεν είναι κίνημα κινηματογραφικό, όπως π.χ. το Δόγμα '95. Aποτελείται από πρωτοεμφανιζόμενους σε μεγάλου μήκους ταινίες σκηνοθέτες που θα παρουσιάσουν το έργο τους την προσεχή χρονιά. Παρ' όλες τις διαφορές του καθενός μας στο κινηματογραφικό ύφος και τη θεματολογία, μας ενώνουν, πιστεύω, κάποια κοινά χαρακτηριστικά: η τεχνογνωσία των εκφραστικών μέσων του σύγχρονου κινηματογράφου και η κοινή αντίληψη ότι ο κινηματογράφος οφείλει να είναι ποιοτικός, καλλιτεχνικός και συνάμα να επιχειρεί την επικοινωνία του με το κοινό». Την άποψη του Αρη Μπαφαλούκα θα συμπληρώσουν ή θα αντικρούσουν οι υπόλοιποι σκηνοθέτες. Η «γενιά» δηλώνεται ως μια έννοια ευρύχωρη, ρευστή, με ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες. Πόσω μάλλον η «επόμενη γενιά». Για τον Μπουγιάρ Αλιμάνι, που ζει στην Ελλάδα από το 1992, είναι μεγάλη χαρά να τον συμπεριλαμβάνουν σε αυτήν την «ανεξίθρησκη και χωρίς φράγματα εθνικότητας» κοινότητα. «Εχουμε νομίζω μιαν άλλη αντίληψη για τον κόσμο. Πιο έγχρωμη, όμορφη, χωρίς σύνορα και συμπλέγματα. Στεκόμαστε, όλοι μαζί, απέναντι από τα προβλήματα. Σαν μια μορφή αντίστασης».
Η Μαργαρίτα Μαντά διατυπώνει μια ένσταση, χωρίς όμως να παίρνει αποστάσεις. «Δεν θεωρώ ότι συνιστούμε μια «γενιά» με την έννοια που χρησιμοποιείται ο όρος για να σημάνει κάτι συλλογικό που φέρνει ένα καινούργιο στίγμα. Είμαστε άνθρωποι που μας συνδέει η ίδια ανάγκη να μιλήσουμε μέσα από τη μεγάλου μήκους, την ίδια χρονική στιγμή, καθώς επίσης το θάρρος και το πείσμα να κάνουμε κινηματογράφο σε μια χώρα που η πολιτεία της αδιαφορεί για τον κινηματογράφο». Ο Βαρδής Μαρινάκης θα συμπληρώσει ότι «μας ενώνουν οι καλές βάσεις στην παιδεία (σ.σ. οι περισσότεροι έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό), ένα βλέμμα λιγότερο πολιτικοποιημένο, πιο ελεύθερη κινηματογράφηση».
Για τον Σύλλα Τζουμέρκα, τέλος, σημασία έχει «η επιθυμία μας να κάνουμε ταινίες που να μην είναι «ελληνικές»». Και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων διευκρινίζει: «Ασχολούμαστε κυρίως με το θέμα, το είδος που επιλέγουμε, πέρα από όποιο στοιχείο εντοπιότητας. Το σημαντικό είναι», καταλήγει «ότι υπάρχει μια νέα γενιά συντελεστών. Οχι μόνο σκηνοθετών, αλλά και διευθυντών φωτογραφίας, σκηνογράφων κ.ο.κ».
Οι ανθρώπινες σχέσεις στο επίκεντρο και των επτά ταινιών
Και οι επτά σκηνοθέτες που συναποτελούν το αφιέρωμα χειρίζονται θέματα μεστά, στέρεα, που εστιάζονται στις ανθρώπινες σχέσεις:
- Ο πολυβραβευμένος ως μικρομηκάς Παναγιώτης Φαφούτης σκηνοθετεί τη «Δύση». Ο έρωτας σε κρίση όπως αποτυπώνεται μέσα από τους παράλληλους βίους τεσσάρων ζευγαριών, που βρίσκονται στην αυγή, στο μέσον και στη δύση της σχέσης τους.
- Ο Χρήστος Νικολέρης που ζει στη Θεσσαλονίκη, με γόνιμη προϋπηρεσία στο χώρο του βίντεο και της διαφήμισης, επέλεξε για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του τον «Κανένα». Είναι το παρατσούκλι του ήρωα της ταινίας, του Γκόραν. Σέρβος μετανάστης στην Ελλάδα, το έχει δανειστεί από την ομηρική Οδύσσεια και για τον ίδιο σημαίνει «ούτε Σέρβος ούτε Ελληνας ούτε τίποτα». Το σενάριο αφηγείται τη μοιραία ερωτική ιστορία δύο μεταναστών στη σύγχρονη Ελλάδα: του Γκόραν και της Τζούλιας από τη Βουλγαρία.
- Ο Σύλλας Τζουμέρκας στη «Χώρα προέλευσης» μιλάει για μια ενδοοικογενειακή υιοθεσία που προκαλεί σύγκρουση στις διαφορετικές γενιές μιας πολυμελούς οικογένειας.
- Η Μαργαρίτα Μαντά στη «Χρυσόσκονη» για την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο χρέος της μνήμης και το χρέος της λήθης, με πρωταγωνιστές τρία αδέλφια.
- Ο Μπουγιάρ Αλιμάνι («Πριν από την αμνηστία») εμπνέεται το θέμα του από έναν καινούργιο αλβανικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο επιτρέπεται στους φυλακισμένους να έρχονται σε ερωτική επαφή με τις συζύγους τους μια συγκεκριμένη μέρα το χρόνο.
- Ο Βαρδής Μαρινάκης γυρίζει μια «σκοτεινή ερωτική ιστορία, ένα ωμό παραμύθι» που τοποθετείται στην εποχή της Τουρκοκρατίας και πραγματεύεται το θέμα της διπλής ταυτότητας. Στο «Μαύρο λιβάδι» ένας Γενίτσαρος ερωτεύεται μια νεαρή μοναχή που αποκαλύπτεται ότι είναι αγόρι.
- Τέλος, ο Αρης Μπαφαλούκας, πρωταθλητής ο ίδιος της κολύμβησης για οκτώ χρόνια, ασχολείται με την «Απνοια», ψυχολογικό θρίλερ, γύρω από τις αδιέξοδες και ανέξοδες ανθρώπινες σχέσεις. Ηρωας της ταινίας είναι ένας πρωταθλητής κολύμβησης που καταδύεται σε στατική άπνοια αμέσως μετά τους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες. «Είναι σαν την καφκική ρήση ότι η αλήθεια είναι πάντοτε μια άβυσσος. Είναι όπως όταν μαθαίνουμε να κολυμπάμε. Βρισκόμαστε πάνω στη στενή κι όλο αστάθεια σανίδα της καθημερινής εμπειρίας και πρέπει να τολμάμε να πηδάμε και να χανόμαστε στους βυθούς, για να μπορούμε στη συνέχεια να ξαναβγαίνουμε στην επιφάνεια των πραγμάτων, που τώρα πια είναι διπλά λουσμένα στο φως».
Αντισυμβατικές ψηφιακές πτήσεις
Οι οκτώ ψηφιακές συμμετοχές δεν ομαδοποιούνται, δεν προτείνουν τάση. Εκτός από την ελευθερία της έκφρασης (που οφείλεται και στην ψηφιακή επιλογή) και τον αντισυμβατικό χειρισμό των θεμάτων. Η γενιά των bloggers και του Facebook έχει επηρεάσει την αισθητική της επικοινωνίας, την κινηματογραφική γλώσσα και οπτική.
- Ο 22χρονος Γιώργος Αγγελόπουλος, φοιτητής στη σχολή κινηματογράφου του ΑΠΘ, υπογράφει το «Κόκκινο όπως φόρεμα». Ενα κόκκινο φόρεμα συνδέει τη Μέριλιν Μονρόε, έναν ομοφυλόφιλο της δεκαετίας του '70 και μια σύγχρονη νεαρή γυναίκα. Ενα παιχνίδι ευρηματικό, που ο σκηνοθέτης χειρίζεται με οικονομία και ρυθμό.
- Ο 48χρονος Κώστας Μπασογιάννης στο «Unitas» γυρνάει την πλάτη στο ρεαλισμό και ασχολείται με τις αισθήσεις. Ενα λιμάνι, κάπου στη Λατινική Αμερική, ο Κρις το βαποράκι και η Λίλυ η πόρνη προσπαθούν να ξεφύγουν, να πετάξουν, με κομμένα όμως φτερά. «Την ταινία αυτή την αντιλαμβάνομαι ως μια εικαστική απόδοση της αισθητικής του κακού», λέει ο σκηνοθέτης.
- Μαθητής της Γ΄ Λυκείου είναι ο Παναγιώτης Κουντουράς, στο 10ο Γ.Ε.Λ. Θεσσαλονίκης. Το «Pop Corn Movie» γυρίστηκε υπό την αιγίδα του σχολικού προγράμματος «με μια κάμερα στο χέρι». Σχολικοί έρωτες, το ασυμμόρφωτο της εφηβείας, η τάξη που προσπαθεί να επιβάλλει -ανεπιτυχώς- τους κανόνες της, η νοσταλγική αταξία και το φλερτ με τον κόσμο των μεγάλων, σε μια σατιρική, άναρχη ταινία, που χαρακτηρίζεται από τον σκηνοθέτη της «θεότρελη».
- Ο Κώστας Καρύδας, φοιτητής στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, «ονειρεύεται να αλλάξει». Το «Dreaming to change» δανείζεται από τα κόμικς και τα κινούμενα σχέδια, με πρωταγωνιστή έναν σούπερ ήρωα που προσπαθεί «αγαπάει, παλεύει, λυπάται και γίνεται καρτούν».
- Ο 30χρονος Γιώργος Σερβετάς αναζητάει τις «Αιτίες των πραγμάτων». Η ταινία του ακουμπάει στο αμερικανικό ρεύμα του «mumblecore»: νατουραλιστική αφήγηση, «ερασιτέχνες» ηθοποιοί, σενάριο που μοιάζει αυτοσχεδιαστικό. Διάλογοι ανεπιτήδευτοι, η ζωή χωρίς φίλτρα προστασίας.
- Στο «Σύνδρομο της Χιονάτης» ο 35χρονος Αγγελος Σπάρταλης εμπνέεται μια Χιονάτη - τρομοκράτη, παρατηρεί τον κατακερματισμένο κόσμο μας όπως μέσα από ένα βιβλίο κόμικς «που το ξεφυλλίζει άναρχα ο αέρας».
- Στο «Ecce Momo» ο νεαρός Ανέστης Χαραλαμπίδης, με ρωσικές ρίζες, σπουδές στο Πανρωσικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου και συμμετοχές σε διεθνή Φεστιβάλ, εντυπωσιάζει. Ανορθόδοξη, γοητευτική ταινία, τολμηρή στη σύλληψη και στην εκτέλεση. Η αφήγηση (σε voice off) συμπίλημα κειμένων κλασικής λογοτεχνίας, πάνω σε εικόνες σύγχρονες, πρόσωπα καθημερινά που ο φακός παρακολουθεί ακολουθώντας τους ρυθμούς τους.
- Ο 54χρονος Νίκος Κορνήλιος είναι παλιός γνώριμος («Ισημερία», 1991, «Το αθώο σώμα», 1997, «Ο κόσμος ξανά», 2002). Ενας εστέτ της τέχνης, που δοκιμάζει τη «Μουσική των προσώπων» σε ψηφιακή τεχνολογία, γοητεύεται και γοητεύει. Συνθέτει μια πινακοθήκη προσώπων και αφηγήσεων, σκόρπιες μικρές φράσεις, ιστορίες που δεν ολοκληρώνονται, σπαράγματα σκέψεων και εκφράσεων, ένας άτυπος διάλογος διαρκής, ατελής, συναρπαστικός. «Ενα μωσαϊκό από πρόσωπα του καιρού μας, μια πολυφωνία που είναι ο πληθυντικός μας εαυτός - το ενιαίο μας πρόσωπο», λέει ο σκηνοθέτης.
No comments:
Post a Comment