Saturday, September 27, 2008

«Δεν είναι πόλεμος: ντροπή είναι»


Της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ

Μα ξεκουραστείτε λίγο, κύριε Βέγγο. Και βάλτε αυτά τα γάντια, κάνει παγωνιά εδώ πάνω...

«Οχι, παιδιά μου. Πρέπει να δείχνω ταλαιπωρημένος, ξενυχτισμένος. Εχω χάσει το εγγόνι μου στην ταινία... Γιατί να ξεκουραστώ; Θέλω να είμαι στο γύρισμα, με τον σκηνοθέτη μου, πότε θα το ξαναζήσω αυτό;»

«Ψυχή βαθιά» ήταν το σύνθημα των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού, σ' αυτόν τον ψυχοφθόρο, αδελφοκτόνο πόλεμο που ελάχιστες φορές έχει θιγεί στο σινεμά. Αυτός είναι και ο τίτλος της νέας ταινίας του Παντελή Βούλγαρη που βλέπει επιτέλους να πραγματοποιείται το όνειρό του να κάνει μια ταινία για τον εμφύλιο, έπειτα από δεκαετή έρευνα σε Καστοριά, Γράμμο, Βίτσι. «Ο τόπος αυτός ήταν η αφετηρία μου», μας είπε. «Η ιστορία διαμορφώθηκε στο μυαλό μου αργότερα».

Με «Ψυχή βαθιά» όμως, γεμάτος συγκίνηση και αίσθημα ευθύνης, αντιμετώπισε τον μικρό αλλά σπαρακτικό ρόλο του στην ταινία και ο 82χρονος Θανάσης Βέγγος. Αυτός ο «δραματικός μας κλόουν» όπως τον χαρακτήρισαν συνάδελφοί του που ανέβηκαν στο βουνό μόνο και μόνο για να τον απολαύσουν. Οι συνεργασίες του, άλλωστε, με τον Βούλγαρη («Ησυχες μέρες του Αυγούστου», «Ολα είναι δρόμος») πάντα ξάφνιαζαν.

Ο ενθουσιασμός του Βέγγου

Βρισκόμαστε στο Βίτσι, έξω από την Καστοριά, σε υψόμετρο που αγγίζει τα δύο χιλιάδες μέτρα, κάτω από έναν επιβλητικό γρανιτένιο βράχο, την κορυφή του Μάνκεβετς, όπου για χρόνια, μετά τη λήξη του εμφυλίου το '49, οι ντόπιοι έβρισκαν σκελετούς ανταρτών πάνω από πολυβόλα. Εδώ, όπως μας εξηγεί ο Παντελής Βούλγαρης, έχει στηθεί ο σταθμός διοίκησης του Εθνικού Στρατού της περιοχής. Το θέαμα εντυπωσιακό. Το κρύο τσουχτερό, αλλά παρά τις δύσκολες συνθήκες, ο Βέγγος, με κασκέτο, ξύλινη μαγκούρα και μάλλινο παλτό, δεν χάνει στιγμή τον αφοπλιστικό ενθουσιασμό του. «Για να είμαι εδώ στα... 54 μου, μαζί με τον Παντελή όταν με καλεί, ε, αυτό τα λέει όλα», αστειεύεται.

Με μια έμφυτη ευγένεια απέναντι και στον τελευταίο κομπάρσο (σχεδόν κανείς δεν έχασε την ευκαιρία να φωτογραφηθεί μαζί του), ευχαριστούσε τους πάντες, απευθύνοντας τη συγνώμη του στο συνεργείο όταν χρειαζόταν να ξαναπάει το πλάνο.

Στην ταινία ενσαρκώνει έναν χωρικό, που μαθαίνει πως το εγγόνι του που υπηρετούσε στον Εθνικό Στρατό έχει πέσει στη μάχη κι έρχεται να ζητήσει τη σορό του από τον ταξιάρχη Τσαγκλό (ο Κώστας Κλεφτόγιαννης σ' έναν ρόλο που του πηγαίνει γάντι. Οπως μάλιστα μας είπε, παραπέμπει σε ένα πραγματικό στρατηγό της περιοχής).

- Ως Ελληνας και πατέρας σε καταλαβαίνω... Αλλά εκτελώ διαταγές, του λέει.

(Οι οδηγίες είναι σαφείς: το παιδί πρέπει να ταφεί με τ' άλλα.)

- Πού είναι το παιδί; Το θέλω πίσω. Πεντάρφανο... Εγώ το μεγάλωσα. Εγώ το 'δωσα στην πατρίδα.

Ο ταξίαρχος επικαλείται τις τιμές που θα συνοδεύουν το παιδί και τ' άλλα είκοσι που έπεσαν μαζί του.

- Ποια δόξα; Δεν είναι πόλεμος τούτο που μας βρήκε κύριε ταξίαρχε. Ντροπή είναι... Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες. (Σιωπή) Θέλω να το κηδέψω στο χωριό...Τον περιμένει όλο το χωριό...Δεν γυρίζω μόνος.

Η φωνή του Βέγγου τώρα σπάει ανεπαίσθητα:

«Το σπίτι μου καμένο...να 'χω ένα τάφο να πηγαίνω...» Ομως σταματά: «Παντελή, ήταν λίγο υπερβολικό. Μήπως να το ξαναπάμε;»

«Η αφαιρετικότητα. Αυτό είναι το επίτευγμα ενός μεγάλου καλλιτέχνη», μας έλεγε νωρίτερα μέσα σ' ένα τζιπ, που διέσχιζε εντυπωσιακά δάση από οξιές, ο Γιώργος Σιμεωνίδης (κρατικό βραβείο ερμηνείας για τη «Διόρθωση»), αγνώριστος με μουστάκι στον ρόλο του ανθυπολοχαγού.

Στην επόμενη σκηνή, ο Βέγγος, που ο Βούλγαρης χαρακτήρισε νωρίτερα «στρατιώτη του κινηματογράφου», θα φορτώσει το πτώμα του εγγονού του στο κάρο και θα τραβήξει σιωπηλά για το χωριό του....
  • Κύριε Βέγγο, το θέμα πρέπει να σας λέει πολλά, παρατηρώ. Κάνατε κι εσείς Μακρόνησο, με τον Κούνδουρο και άλλους.
«Και με τον Τάσο το Ζωγράφο, το σκηνογράφο. Ναι, για τεσσεράμισι χρόνια. Πέρασα δύσκολα. Ο Τάσος έμεινε δυόμισι χρόνια. Κάθε πρωί πήγαινε σε ένα βράχο πάνω από τη θάλασσα και τάιζε τη γοργόνα του. Καθόταν μέχρι το βράδυ και της έριχνε ψίχουλα, διαλύοντας την κουραμάνα του. Οταν ήταν να απολυθεί, του έλεγα: «δώσε μου κι εμένα να φάω, ρε Τάσο, από την καραβάνα σου...»

Συμπτωματικά, στην παραγωγή της ταινίας εργάζεται και η κόρη του Τάσου Ζωγράφου, η Αννα.

«Και ο ταξίαρχος όμως που εναρκώνω», λέει ο Κ. Κλεφτόγιαννης, «έχει δύο παιδιά που υπηρετούν. Και υποστηρίζει κάτι ενδιαφέρον: πως οι στρατιώτες του Εθνικού Στρατού είναι πιο άτυχοι. Γιατί κανείς τους δεν επέλεξε να μακελεύεται με Ελληνες. Εκαναν τη θητεία τους την πιο καταραμένη στιγμή».

Χωρίς καλούς και κακούς

Στην ταινία δεν υπάρχουν καλοί και κακοί...

Τα γυρίσματα μετράνε πάνω από μία εβδομάδα. Ηρωες δύο βοσκόπουλα από το Γράμμο, 15 και 17 χρόνων, που επιστρατεύονται από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις: ο Ανέστης (Χρήστος Καρτέρης) από τον Εθνικό Στρατό και ο Βλάσης (Γιώργος Αγγέλκος) από τον Δημοκρατικό. Τα δύο παιδιά γνωρίζουν καλά τα περάσματα της περιοχής.

Ξεκινώντας νωρίς νωρίς για το βουνό, κάναμε στάση σε μια μεγάλη αποθήκη στην Καστοριά, όπου κάθε πρωί ηθοποιοί και κομπάρσοι μεταμορφώνονται σε στρατιώτες: στολές, αρβύλες, δεκάδες όπλα -όλα σαμποταρισμένα πια, τα οποία παραχώρησε το Υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Ο οπλουργός της ταινίας, ο κ. Κουκιάς, μας δείχνει τα στερν, σμάιζερ, στάγιερ.

«Εσείς είστε του Εθνικού ή του Δημοκρατικού Στρατού;», ρωτώ κάποιους ηθοποιούς και μαθαίνω πως οι πρώτες μέρες των γυρισμάτων ήταν αφιερωμένες στους αντάρτες (που ενσαρκώνουν μεταξύ άλλων οι Βαγγέλης Μουρίκης, Βικτώρια Χαραλαμπίδου και Αννα Παρτσάνη). Αυτή όμως η εβδομάδα είναι του Εθνικού Στρατού...

Στον δρόμο βλέπεις τεράστια στέμματα ζωγραφισμένα στην άσφαλτο. Πιο κάτω, συνθήματα της Χρυσής Αυγής...

Η ταινία θα έχει σκληρές σκηνές μάχης. Η πολυπόθητη άδεια για τις εκρήξεις από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης έχει ευτυχώς δοθεί έγκαιρα, ενώ για τις πιο απαιτητικές σκηνές θα έρθουν ειδικοί από τη Βουλγαρία με μεγάλη εμπειρία σε αμερικανικες παραγωγές.

Πρόκειται, βέβαια, για ένα ανθρωποκεντρικό φιλμ, όπως όλες οι ταινίες του Βούλγαρη. «Δεν θέλησα να πάρω θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Θέλησα να κρατήσω μια στάση δικαιοσύνης και ισορροπίας», λέει ο ίδιος. «Με ενδιέφερε η μοίρα των απλών ανθρώπων. Πολλές από τις ιστορίες αυτές είναι πραγματικές.»

Και δικοί του, άλλωστε, άνθρωποι χάθηκαν και στα δύο στρατόπεδα: «Στα Δεκεμβριανά, ένας ξάδερφος της μητέρας μου σκοτώθηκε από τους αντάρτες κι ένας ξάδερφος του πατέρα μου έκανε 25 χρόνια φυλακή ως αριστερός. Αυτό που με ενδιέφερε είναι η γνώση του βαθύτερου ψυχισμού των Ελλήνων».

Ο προϋπολογισμός, μας ενημερώνει ο Γιάννης Ιακωβίδης, ο πολύτιμος παραγωγός αυτής της δύσκολης ταινίας, είναι δύο εκατομμύρια ευρώ. «Είναι μια απαιτητική ταινία εποχής, με πολλά εξωτερικά γυρίσματα». Και τα κοστούμια του Απόστολου Βέττα και τα σκηνικά της Λουκίας Χατζέλου πράγματι εντυπωσιακά στον ρεαλισμό τους.

Από το γύρισμα δεν θα μπορούσε να λείπει η Ιωάννα Καρυστιάνη, αφανής συνοδοιπόρος του Βούλγαρη στην πολυετή αυτή περιπέτεια.

«Η ανταπόκριση των ανθρώπων της περιοχής είναι απίστευτη», λέει η ίδια. «Αρχικά ήταν κουμπωμένοι. Το θέμα του εμφυλίου δεν συζητιόταν καν. Αλλά σιγά σιγά βγήκαν από το κέλυφός τους και με αφορμή την ταινία άρχισαν να συζητούν -ακόμα και μεταξύ τους. Δεξιοί και αριστεροί».

Ανάμεσα στους κομπάρσους συναντάς υλοτόμους, εκπαιδευτικούς, φοιτητές, εργάτες, συνοριοφύλακες, ενώ αλβανοί πετράδες έχτισαν τα πολυβολεία των ανταρτών στο Καζάνι. Κάποιοι φοιτητές ζήτησαν από τον Βούλγαρη να συμμετάσχουν κι αυτοί. Η κοτσίδα τους, όμως, ήταν ένα ζήτημα. «Δεν μπορούμε κάπως να το "κλέψουμε", κύριε Βούλγαρη;»

Κάποιος άλλος ενέπνευσε τον σκηνοθέτη για κάποιον ταγματάρχη του Εθνικού Στρατού. «Μα, είμαι χρόνια στέλεχος στο ΚΚΕ. Πώς θα κάνω τον δεξιό; Θα με κράξουνε! Θέλω να με βάλετε στους αντάρτες». Στο τέλος πείστηκε.

Η ανταπόκριση των ντόπιων είναι συγκινητική. Πίτες, τσίπουρα, αγριογούρουνα, σεντούκια με κειμήλια, φρούτα, ζυμωτό ψωμί. Ολοι κάτι φέρνουν για την ταινία.

Ο Γιώργος Αγγέλκος, ένας από τους δύο ήρωες, είναι ντόπιος και πηγαίνει ακόμα σχολείο. Είναι μόλις 17,5 χρόνων, μικροκαμωμένος, με πρόσωπο εκφραστικό και γαλαζοπράσινα μάτια. Τον εντόπισε η Βικτώρια Χαραλαμπίδου που έδειξε φωτογραφίες του στο σκηνοθέτη. «Ο ένας παππούς μου ήταν στον Εθνικό Στρατό και ο άλλος αντάρτης», μου αποκαλύπτει. «Αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο εδώ. Ενας θείος μου μάλιστα, αντάρτης, σκοτώθηκε. Αρχικά δεν ήξερα ποιο από το δύο παιδιά θα έπαιζα, αλλά περισσότερο ήθελα τον Βλάση, του Δημοκρατικού Στρατού. Ισως γιατί οι πιο πολλοί συγγενείς μου έτσι σκοτώθηκαν».

Και πώς ένιωσε γι' αυτό ο παππούς του του Εθνικού Στρατού;

«Του άρεσε. Σήμερα, αν μπορούσε δεν θα έπαιρνε μέρος σε αυτόν τον πόλεμο. Ηταν 19 χρόνων κι απλώς έκανε τη θητεία του. Σήμερα, δεν θέλει να μιλάει γι' αυτό.»

Το άλλο βοσκόπουλο, ο Χρήστος Καρτέρης, είναι 19 χρόνων, γιος στρατιωτικού, και σπουδάζει σε δραματική σχολή. Ο Βούλγαρης τον επέλεξε σε οντισιόν, κι εκείνος πέταξε από τη χαρά του.

«Ηταν το όνειρό μου. Για μένα αυτός ο άνθρωπος είναι η αφετηρία του κινηματογράφου στην Ελλάδα. Αλλά δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για τον εμφύλιο. Δεν διδάσκεται στα σχολεία. Αρχισα λοιπόν να διαβάζω μανιωδώς και να μπαίνω στο Ιντερνετ. Κι έμαθα πολλά. Ηταν μια σπαταλημένη εποχή».

Στην ταινία δραματοποιείται κι ένα συγκλονιστικό πραγματικό γεγονός: ένα βράδυ με χιονοθύελλα οι αντάρτες μπαίνουν στις σκηνές των αντιπάλων τους για να περάσουν το βράδυ. Οι στρατιώτες τούς κάνουν χώρο, αποδεχόμενοι σιωπηλά μια προσωρινή, ανομολόγητη ανακωχή. Το επόμενο πρωί οι αντάρτες φεύγουν ήσυχα, όπως ακριβώς ήρθαν. Και ο πόλεμος ξαναρχίζει...

Ο Βούλγαρης, όμως, κάνει το δικό του σχόλιο και στις βόμβες ναπάλμ -που λίγοι γνωρίζουν πως πρωτοδοκιμάστηκαν διεθνώς από τους Αμερικάνους τότε στο Γράμμο. Ο Βαν Φλιτ εμφανίζεται ενοχλημένος από τα πλήγματα των μόλις 15.000 ανταρτών εις βάρος των 180.000 στρατιωτών και διατάσσει τη ρίψη Ναπάλμ. Προς το τέλος της ταινίας ο κινηματογραφικός απολογισμός θα είναι εκατό απανθρακωμένα πτώματα...

«Προσπάθησα να καταλάβω, πρώτα εγώ ο ίδιος, τι συνέβη σε μια περίοδο που ακόμα δεν έχει φωτιστεί», λέει ο Π. Βούλγαρης για το τόσο συναρπαστικό αυτό θέμα που ακόμα παραμένει ταμπού. Και το οποίο κάποιοι θεωρούν εκτός μόδας...

«Τι τα αναμοχλεύεις; Μου το έλεγαν και για τις "Νύφες" και για τα "Πέτρινα χρόνια". Κι όμως, αν κάτι έχει κινηματογραφικό ενδιαφέρον, μπορεί να έχει μεγάλη απήχηση. Και επαληθεύτηκα, αν όχι πάντα, πάντως αρκετές φορές...».

Τα γυρίσματα θα διαρκέσουν έως τα μέσα Νοεμβρίου και η ταινία θα προβληθεί μέσα στο 2009, εξήντα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου...

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 28/09/2008

No comments: