Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ
Ενας από τους τιτάνες του Χόλιγουντ, άφησε εποχή συμμετέχοντας σε κλασικές ταινίες. Στην προσωπική του ζωή ήταν δημοκράτης, φιλάνθρωπος, αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας
Τα διασημότερα μπλε μάτια του παγκόσμιου κινηματογράφου έκλεισαν για πάντα την Παρασκευή. Ο Πολ Νιούμαν πέθανε σε ηλικία 83 ετών στη φάρμα του στο Γουέστπορτ του Κονέκτικατ. Ηταν γνωστό τους τελευταίους μήνες ότι έπασχε από καρκίνο στους πνεύμονες. Δίπλα του μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν η δεύτερη γυναίκα του, σύντροφός του για 50 χρόνια, ηθοποιός Τζόαν Γούντγουορντ, με την οποία είχε αποκτήσει τρεις κόρες.
Εκτός από εξαιρετικός ηθοποιός υπήρξε διανοούμενος, πολιτικά δραστήριος, ένθερμος υποστηρικτής των Δημοκρατικών και μία από τις ευγενικότερες φυσιογνωμίες της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Στα μεγάλα πάθη της ζωής του συγκαταλέγονταν και οι αγώνες αυτοκινήτων. Συμμετείχε, μάλιστα, σε αγώνες μέχρι και τα 70 του χρόνια. Το 1995 έγινε ο γηραιότερος οδηγός, μέλος νικηφόρας ομάδας, στο ράλι «24 ώρες» της Ντεϊτόνα. Ηταν επίσης γνωστός για το φιλανθρωπικό του έργο, κυρίως μέσω της φίρμας τροφίμων «Newmans Own», που ίδρυσε το 1982. Ολα τα έσοδά της πήγαιναν σε κοινωνικούς σκοπούς. Το Ιούνιο του 1999 είχε, επίσης, προσφέρει 250.000 δολάρια για την ανακούφιση των προσφύγων του Κοσόβου.
Η εμφάνιση του Πολ Νιούμαν στη μεγάλη οθόνη ανέτρεψε την εικόνα του βλοσυρού, επιθετικού αρσενικού, που είχαν υπερτονίσει με τη δική τους παρουσία ο Μάρλον Μπράντο και ο Τζέιμς Ντιν, δύο ακόμη μεγαθήρια του αμερικανικού σινεμά. Εκτός από τη φυσική του ομορφιά ο Νιούμαν προσέδωσε στους ρόλους του, ακόμα και στους αντι-ήρωες που υποδύθηκε, μιαν υπόγεια δύναμη, ευφυΐα, στιλ και μια αίσθηση λεπτού χιούμορ.
Η εμφάνιση του Πολ Νιούμαν στη μεγάλη οθόνη ανέτρεψε την εικόνα του βλοσυρού, επιθετικού αρσενικού, που είχαν υπερτονίσει με τη δική τους παρουσία ο Μάρλον Μπράντο και ο Τζέιμς Ντιν, δύο ακόμη μεγαθήρια του αμερικανικού σινεμά. Εκτός από τη φυσική του ομορφιά ο Νιούμαν προσέδωσε στους ρόλους του, ακόμα και στους αντι-ήρωες που υποδύθηκε, μιαν υπόγεια δύναμη, ευφυΐα, στιλ και μια αίσθηση λεπτού χιούμορ.
Στην κινηματογραφική πορεία του, η οποία αριθμεί πενήντα και πλέον χρόνια, έπαιξε σε περισσότερες από 65 ταινίες. Αν και διεκδίκησε το Οσκαρ με δέκα υποψηφιότητες, κέρδισε τελικά το χρυσό αγαλματάκι το 1986. Με το Οσκαρ α' ανδρικού ρόλου επιβραβεύτηκε η εξαιρετική ερμηνεία του στο «Χρώμα του Χρήματος» του Μάρτιν Σκορσέζε στο ρόλο του «γρήγορου» Εντι Φέλσον: ενός βετεράνου του μπιλιάρδου που έχει αποσυρθεί αλλά επανακάμπτει όταν συναντά έναν ταλαντούχο στη στέκα νεαρό που ερμήνευσε ο ανερχόμενος, τότε, Τομ Κρουζ -τον ρόλο αυτό είχε ο ίδιος κρατήσει το 1961 στην ταινία του Ρόμπερτ Ρόσεν «The hustler» (Ο κόσμος όλος είναι δικός μου). Είχε τιμηθεί επίσης το 1958 στο Φεστιβάλ των Κανών για την ερμηνεία του στην ταινία του Μάρτι Ριτ «Μακρύ, ζεστό καλοκαίρι» -στα γυρίσματά της γνωρίστηκε με την Τζόαν Γούντγουορντ.
Με τον αγαπημένο του φίλο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην ταινία «Οι δύο ληστές». Θρυλική έγινε και η συνεργασία τους στο «Κεντρί» |
Η σχέση του Πολ Νιούμαν με την υποκριτική ξεκίνησε από το θέατρο. Το ντεμπούτο του έγινε το 1953 στο Μπρόντγουεϊ, στο «Πικνίκ» του Γουίλιαμ Ινγκ. Η θεατρική του πορεία συνεχίστηκε με τη συμμετοχή του στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς στο πλευρό της Τζεραλντίν Πέιτζ, με την οποία συμπρωταγωνίστησε, μερικά χρόνια αργότερα, και στην κινηματογραφική εκδοχή του ίδιου έργου.
Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά έγινε το 1954 στο βιβλικό έπος του Βίκτορ Σάβιλ «Ασημένιο Δισκοπότηρο». Ο Νιούμαν υποδυόταν, μάλιστα, έναν Ελληνα σκλάβο που κερδίζει την ελευθερία του όταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς τού αναθέτει να σκαλίσει γύρω από το ασημένιο δισκοπότηρο το πρόσωπο του Ιησού. Ο θάνατος του Τζέιμς Ντιν, ενάμιση χρόνο μετά σε αυτοκινητικό δυστύχημα, συνέβαλε στην εκτίναξη της κινηματογραφικής του καριέρας. Ο Νιούμαν πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του μποξέρ Ρόκι Γκρατσιάνο -προοριζόταν για τον Τζέιμς Ντιν- στην ταινία του Ρόμπερτ Γουάιζ «Εμείς οι ζωντανοί».
Τα επόμενα χρόνια το εύρος των ερμηνευτικών του ικανοτήτων αναδείχθηκε μέσα από δεκάδες επιτυχημένες ταινίες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει, σαφώς, η «Λυσσασμένη γάτα» (βασισμένη στο θεατρικό του Τ. Ουίλιαμς) του Ρίτσαρντ Μπρουκς με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Με αυτή την ταινία ο Νιούμαν κέρδισε και την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ. Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στο σύγχρονο γουέστερν «Αγριος σαν θύελλα» του Μάρτιν Ριτ και συνεργάστηκε με αρκετούς ακόμη σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως οι Αλφρεντ Χίτσκοκ («Σχισμένο παραπέτασμα»), Ρόμπερτ Αλτμαν («Κουιντέτο»), Τζον Χιούστον («Δικαστής»), Σίντνεϊ Λιούμετ («Η ετυμηγορία»), αδελφοί Κοέν («Ο κύριος Χούλα Χουπ»), Σαμ Μέντες («Ο δρόμος της απωλείας», που ήταν και η τελευταία του εμφάνιση στο σινεμά) κ.ά. Επιτυχημένη υπήρξε επίσης η συνεργασία του με τον Τζόρτζ Ρόι Χιλ, αλλά και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στις ταινίες «Οι δύο ληστές» (1969) και «Το κεντρί» (1973). *
Τα επόμενα χρόνια το εύρος των ερμηνευτικών του ικανοτήτων αναδείχθηκε μέσα από δεκάδες επιτυχημένες ταινίες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει, σαφώς, η «Λυσσασμένη γάτα» (βασισμένη στο θεατρικό του Τ. Ουίλιαμς) του Ρίτσαρντ Μπρουκς με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Με αυτή την ταινία ο Νιούμαν κέρδισε και την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ. Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στο σύγχρονο γουέστερν «Αγριος σαν θύελλα» του Μάρτιν Ριτ και συνεργάστηκε με αρκετούς ακόμη σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως οι Αλφρεντ Χίτσκοκ («Σχισμένο παραπέτασμα»), Ρόμπερτ Αλτμαν («Κουιντέτο»), Τζον Χιούστον («Δικαστής»), Σίντνεϊ Λιούμετ («Η ετυμηγορία»), αδελφοί Κοέν («Ο κύριος Χούλα Χουπ»), Σαμ Μέντες («Ο δρόμος της απωλείας», που ήταν και η τελευταία του εμφάνιση στο σινεμά) κ.ά. Επιτυχημένη υπήρξε επίσης η συνεργασία του με τον Τζόρτζ Ρόι Χιλ, αλλά και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στις ταινίες «Οι δύο ληστές» (1969) και «Το κεντρί» (1973). *
«Καστανομάτης, τι καριέρα θα έκανα;»
Ο Πολ Λέοναρντ Νιούμαν γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1925 στο Σέικερ Χάιτς του Οχάιο. Ο πατέρας του ήταν έμπορος αθλητικών ειδών, εβραϊκής καταγωγής, ενώ η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια Σλοβάκων καθολικών. Εκείνη εντόπισε την αγάπη του μικρού γιου της στην υποκριτική και την ενθάρρυνε. Η σχέση του Νιούμαν με το θέατρο ζωήρεψε ξανά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη διάρκεια του πολέμου υπηρέτησε στο Ναυτικό συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό. Αμέσως μετά σπούδασε υποκριτική στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και στο περίφημο Actor's Studio της Νέας Υόρκης την εποχή της κυριαρχίας του Λι Στράσμπεργκ.
Η προσωπική του ζωή δεν χαρακτηρίστηκε από θυελλώδεις χολιγουντιανές σχέσεις. Εκανε μόνο δύο γάμους. Ο πρώτος του -βραχύβιος- ήταν με την Τζάκι Γουίτε με την οποία απέκτησε έναν γιο και δύο κόρες. Δυστυχώς ο γιος του Σκοτ έφυγε από τη ζωή το 1978 σε ηλικία 28 ετών από υπερβολική δόση αλκοόλ και ναρκωτικών. Ο Πολ Νιούμαν ίδρυσε στη μνήμη του ένα κέντρο πρόληψης και ενημέρωσης για τους κινδύνους των ναρκωτικών.
Η προσωπική του ζωή δεν χαρακτηρίστηκε από θυελλώδεις χολιγουντιανές σχέσεις. Εκανε μόνο δύο γάμους. Ο πρώτος του -βραχύβιος- ήταν με την Τζάκι Γουίτε με την οποία απέκτησε έναν γιο και δύο κόρες. Δυστυχώς ο γιος του Σκοτ έφυγε από τη ζωή το 1978 σε ηλικία 28 ετών από υπερβολική δόση αλκοόλ και ναρκωτικών. Ο Πολ Νιούμαν ίδρυσε στη μνήμη του ένα κέντρο πρόληψης και ενημέρωσης για τους κινδύνους των ναρκωτικών.
Ο Πολ Νιούμαν και η Τζόαν Γούντγουορντ στον γάμο τους (1958). Ο Νιούμαν έπαιξε μαζί της σε ταινίες («Μακρύ, ζεστό καλοκαίρι», «Ο κύριος και η κυρία Μπριτζ» κ.ά.) και την σκηνοθέτησε στο «Ραχήλ, Ραχήλ» |
Μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν αναμφισβήτητα η Τζόαν Γούντγουορντ με την οποία συμβίωσαν αρμονικά πέντε δεκαετίες σε ένα Χόλιγουντ που τα διαζύγια είναι καθεστώς. «Οταν έχεις στο σπίτι φιλέτο γιατί να βγεις έξω να φας χάρμπουργκερ;», απάντησε κάποτε σε ερώτηση του «Playboy» για το αν απατάει τη γυναίκα του.
Η επιδείνωση των προβλημάτων της υγείας του άφησε ανολοκλήρωτο το ύστατο σχέδιό του: να σκηνοθετήσει τη θεατρική εκδοχή της νουβέλας του Τζον Στάινμπεκ «Ανθρωποι και ποντίκια». Οσο για την ηθοποιία ήταν πεπεισμένος ότι δεν επρόκειτο να ξαναπαίξει. «Εκλεισε αυτό το κεφάλαιο», δήλωσε το 2005. «Αρχίζω να χάνω τη μνήμη μου, την εφευρετικότητα και την αυτοπεποίθησή μου».
Μόνο το πασίγνωστο χιούμορ του δεν έχασε. Κάποτε, σατιρίζοντας την εικόνα του ως γοητευτικού γαλανομάτη είχε πει: «Πάνω στο μνήμα μου θα μπει η επιτύμβια φράση: Ενθάδε κείται ο Πολ Νιούμαν που πέθανε αποτυχημένος επειδή τα μάτια του έγιναν ξαφνικά καστανά».
Η επιδείνωση των προβλημάτων της υγείας του άφησε ανολοκλήρωτο το ύστατο σχέδιό του: να σκηνοθετήσει τη θεατρική εκδοχή της νουβέλας του Τζον Στάινμπεκ «Ανθρωποι και ποντίκια». Οσο για την ηθοποιία ήταν πεπεισμένος ότι δεν επρόκειτο να ξαναπαίξει. «Εκλεισε αυτό το κεφάλαιο», δήλωσε το 2005. «Αρχίζω να χάνω τη μνήμη μου, την εφευρετικότητα και την αυτοπεποίθησή μου».
Μόνο το πασίγνωστο χιούμορ του δεν έχασε. Κάποτε, σατιρίζοντας την εικόνα του ως γοητευτικού γαλανομάτη είχε πει: «Πάνω στο μνήμα μου θα μπει η επιτύμβια φράση: Ενθάδε κείται ο Πολ Νιούμαν που πέθανε αποτυχημένος επειδή τα μάτια του έγιναν ξαφνικά καστανά».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 29/09/2008
No comments:
Post a Comment