Το 1998 η εμφάνιση του «Pi», της πρώτης ταινίας του 29χρονου Ντάρεν Αρονόφσκι, με ένα στιλ γεμάτο πρωτότυπες, σε γρήγορο μοντάζ, εικόνες, με ακόμη πιο γρήγορη μουσική, μας αποκάλυψε έναν νέο, ταλαντούχο σκηνοθέτη. Το ταλέντο του επιβεβαιώθηκε με τις δύο επόμενες ταινίες του, «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο» (2000) και «Η πηγή» (2006). Στη νέα του ταινία «Ο παλαιστής», που κέρδισε το φετινό Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας, ο σκηνοθέτης δίνει το πορτρέτο ενός γερασμένου παλαιστή, με εκπληκτική ερμηνεία από τον Μίκι Ρουρκ. Ο Αρονόφσκι στρέφεται σ' έναν άλλου είδους, δυναμικό, με έντονες συγκινήσεις, κινηματογράφο, πιο κοντά σε ταινίες σκηνοθετών όπως οι Μάρτιν Σκορσέζε και Μπράιαν ντε Πάλμα. Συναντηθήκαμε στο Λίντο, την παραμονή της ανακοίνωσης των βραβείων, όταν οι πολλοί δημοσιογράφοι είχαν ήδη φύγει.
- Η ταινία σας «Ρέκβιεμ για έναν παλαιστή» μου έφερε στον νου το «Requiem for a heavyweight» (ελληνικός τίτλος: «Γίγας κυλισμένος στον βούρκο»)...
«Με επηρέασε, αλλά εκείνη ήταν ταινία με θέμα το μποξ κι εγώ ήθελα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό.
Ήθελα να ξεφύγω και από τις δικές μου ταινίες. Αστειευόμουν στη συνέντευξη τύπου όταν είπα πως η Μαντόνα είχε πει πρέπει να ξαναανακαλύπτεις τον εαυτό σου, όπως εξάλλου και ο Ντέιβιντ Μπόουι, αλλά αυτό είναι αλήθεια. Πρέπει να δοκιμάζεις καινούρια πράματα, να εξερευνάς νέες ιδέες. Γι' αυτό έκανα και τον παραγωγό. Ηταν μια ιδέα που είχα εδώ και δέκα περίπου χρόνια. Οταν τέλειωσα τη σχολή κινηματογράφου, έκανα μια λίστα με τα θέματα που ήθελα να κινηματογραφήσω κι ένα απ' αυτά ήταν «ο παλαιστής».
- Ο Μίκι Ρουρκ ήταν η πρώτη σας επιλογή;
«Ο Μίκι είχε τη σωματική εμφάνιση που ζητούσαμε. Ηξερα ότι μπορούσε να σηκώσει βάρη και ότι μπορούσε να πάρει και αρκετά κιλά για να είναι ακριβώς στον ρόλο. Εξάλλου κανένας δεν τον είχε δει σε συμπαθητικό ρόλο εδώ και 20 χρόνια. Κι όταν τον συναντάς ανακαλύπτεις πως είναι ένας πολύ συμπαθητικός τύπος».
- Είχατε προσωπικά κάποια σχέση με την πάλη και το κατς;
«Πολύ μικρή. Οταν ήμουν ακόμη παιδί είχα πάει σε μερικούς αγώνες. Αλλά δεν ήμουν μεγάλος φαν. Μου άρεσε πολύ ο "Αντρέ, ο γίγας", ένας πανύψηλος παλαιστής. Αισθανόμουν πως το μποξ είχε δώσει μια σειρά από πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες, αλλά κανείς δεν είχε καταπιαστεί με την πάλη στην οθόνη με σοβαρό τρόπο... Κι όμως ειδικά το κατς είναι το μεγαλύτερο σπορ ψυχαγωγίας στις Ηνωμένες Πολιτείες... Κι ήμουν περίεργος να παρουσιάσω την ιστορία του. Μάλιστα, όταν άρχισα να μιλώ με διάφορους παλαιστές, ανακάλυψα πως είχαν ένα θησαυρό από εξαιρετικές ιστορίες. Και ήθελα να χρησιμοποιήσω και το θέμα του body-building. Είναι κάτι που με γοητεύει: το ότι η τέχνη σου είναι το σώμα σου».
- Είναι τόσο βίαιο παιχνίδι όπως το παρουσιάζετε;
«Μερικές φορές πολύ πιο βίαιο. Το πρώτο και το τρίτο παιχνίδι στην ταινία είναι πιο παραδοσιακά, οικογενειακά παιχνίδια, αν και υπάρχει και κάποια ωμότητα, γιατί το κατς περιλαμβάνει και πηδήματα από σχοινιά και σοβαρά χτυπήματα. Αλλά ενδιάμεσα παρουσιάζουμε ένα παιχνίδι hard-core. Τα τελευταία χρόνια στην Αμερική, ιδιαίτερα από τα μέσα του '80, το κατς έχει εξελιχθεί. Μόλις όλοι κατάλαβαν πως οι αγώνες ήταν στημένοι, ένα τμήμα αποκόπηκε. Είπαν, "παρ' όλο που τα παιχνίδια είναι στημένα, και το ξέρετε πως είναι στημένα, εμείς θα οδηγήσουμε τα σώματά μας στα άκρα της ασφάλειας, στην άκρη της λογικής, όπως κάνουν ακριβώς οι κασκαντέρ". Και ο "Negro Butcher" ("μαύρος χασάπης"), με τον οποίο παλεύει ο Μίκι Ρουρκ στην ταινία, είναι λαϊκός ήρωας στις ΗΠΑ σε τέτοια παιχνίδια hard-core».
- Ποιος ήταν ο λόγος που στην ταινία γίνεται αναφορά σε διάλογο από την ταινία «Τα πάθη του Ιησού» του Μελ Γκίμπσον; Θελήσατε να κάνετε τον χαρακτήρα του Μίκι Ρουρκ ένα είδος Ιησού της ποπ;
«Ο διάλογος υπήρχε από την αρχή στο σενάριο. Ηταν κάπως αστείος, αλλά και εξέφραζε πιστεύω μια πλευρά του χαρακτήρα του Μίκι. Γι' αυτό και τον κράτησα. Δεν έβλεπα τον Μίκι ως Χριστό, αν και υπήρχαν στην ιστορία στοιχεία που τη συνδύαζαν μ' εκείνη του Χριστού. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να κάνει εκείνο που τον σκοτώνει».
- Γιατί γυρίσατε τους αγώνες με αληθινό κοινό;
«Μόνο έτσι θα είχατε την αίσθηση και την αληθινή συγκίνηση που υπάρχει στο ρινγκ. Γι' αυτό οργανώσαμε κανονικούς αγώνες πάλης και είχαμε αγώνες με αληθινούς παλαιστές και, κάποια στιγμή, ενδιάμεσα, βγάζαμε τον Μίκι και βγαίναμε με την κάμερα και στήναμε τη δική μας σκηνή με τον Μίκι. Η ανταπόκριση του κοινού ήταν θαυμάσια. Δεν χρειάστηκε καν να τους σκηνοθετήσω».
- Ηταν πάντα στημένα τα παιχνίδια αυτά;
«Ναι, νομίζω πως από πολύ νωρίς. Ηταν ένα σόου, όπου το κοινό το γνωρίζει και συμμετέχει. Ξέρει τι να περιμένει».
- Πώς όμως έχουν τέτοια επιτυχία;
«Νομίζω πως γι' αυτό φταίει η Ιταλία. Ξεκίνησε με τους μονομάχους στην αρένα. Το κοινό συμμετέχει και το διασκεδάζει. Γνωρίζει το σενάριο. Ξέρει το κάθε τι που συμβαίνει. Συμμετέχει, φωνάζει, βρίζει...»
- Πώς επιλέξατε τη Μαρίζα Τομέι για τον ρόλο της στριπτιζέζ;
«Δεν έχει χρησιμοποιηθεί πολύ, είναι υποτιμημένη. Βρήκε μάλιστα επαγγελματίες στριπτιζέζ -σ' αυτό τη βοήθησε κι ο Μίκι που γνωρίζει πολλές- που την έμαθαν να κάνει στριπτίζ. Ηταν και στην ηλικία που χρειαζόμουν. Γιατί εδώ έχουμε μια ώριμη στριπτιζέζ, που έχει αρχίσει να γερνάει, και που έχει ομοιότητες με τον παλαιστή του Μίκι. Και οι δυο βγαίνουν στη σκηνή να κάνουν το σόου τους και στηρίζονται στο κοινό τους. Αλλωστε οι παλαιστές μόλις τελειώνουν με το ρινγκ πάνε συνήθως σε κλαμπ στριπτίζ...»
Ενας αμερικανικός θησαυρός
- Ο Μίκι Ρουρκ είναι καταπληκτικός. Ηταν η καλύτερη ερμηνεία που είδαμε φέτος στο Λίντο.
«Είναι εξαιρετικός άνθρωπος. Εχει περάσει δύσκολες εποχές, όπως εξάλλου και ο χαρακτήρας που υποδύεται. Ομως έχει ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή του. Είναι ένας από τους αμερικανικούς θησαυρούς μας».
- Είχατε όντως την αίσθηση της ομοιότητας των δύο χαρακτήρων;
« Μα την είχε και ο Μίκι. Ηταν και οι δύο είδωλα στη δεκαετία του '80, ξέπεσαν στη δεκαετία του '90... Ομως ο Μίκι είναι πολύ διαφορετικός τύπος από αυτόν που βλέπεις πάνω στην οθόνη. Δείχνει τόσο φυσικός, σου δίνει αληθινή και άμεση συγκίνηση. Δημιούργησε τον χαρακτήρα τέλεια. Και αντίθετα με το μποξ, που το αγαπούσε, το κατς το θεωρούσε εξευτελιστικό. Χρειάστηκα ώρες για να τον πείσω να βγει στο ρινγκ. Γιατί αισθάνεται αμήχανα στην πάλη, επειδή είναι στημένη. Οταν κατάλαβε πως όλο αυτό δεν είναι παρά ένα σόου, τότε άρχισε να το εκτιμά».
- Ακούμε κι ένα τραγούδι του Σπρίνγκστιν...
«Το έγραψε ειδικά για τον Μίκι και πιστεύω ότι εκφράζει τέλεια το πνεύμα της ταινίας. Εγώ δεν είμαι αυτής της μουσικής. Μεγάλωσα στο Μπρούκλιν ακούγοντας χιπ-χοπ...»
- Βλέπετε και μη αμερικανικές ταινίες;
«Ναι, πάρα πολλές. Μάλιστα η μνηστή μου είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου και κάθε χρόνο της στέλνουν δεκάδες ευρωπαϊκές ταινίες για να δει και να ψηφίσει. Βλέπω ταινίες που σπάνια -ή ποτέ- φτάνουν στην Αμερική, ταινίες του Ρόι Αντερσον, των αδερφών Νταρντέν...»
- Τώρα ετοιμάζετε άλλη ταινία με μποξ, το «Fighters»;
«Ναι, είναι μια όμορφη σπορ ταινία, με πρωταγωνιστές δυο αδέρφια μποξέρ από τη Μασαχουσέτη. Μου αρέσουν πολύ οι ταινίες σπορ».
- Τι είναι αυτό που σας τραβάει να παρουσιάζετε στην οθόνη πρόσωπα αυτοκαταστροφικά;
«Νομίζω ότι η ηδονοβλεπτική πλευρά που όλοι έχουμε μέσα μας μας κάνει να θέλουμε να παρακολουθούμε πρόσωπα βασανισμένα, αυτοκαταστροφικά ή αποτυχημένα».
«Με επηρέασε, αλλά εκείνη ήταν ταινία με θέμα το μποξ κι εγώ ήθελα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό.
Ήθελα να ξεφύγω και από τις δικές μου ταινίες. Αστειευόμουν στη συνέντευξη τύπου όταν είπα πως η Μαντόνα είχε πει πρέπει να ξαναανακαλύπτεις τον εαυτό σου, όπως εξάλλου και ο Ντέιβιντ Μπόουι, αλλά αυτό είναι αλήθεια. Πρέπει να δοκιμάζεις καινούρια πράματα, να εξερευνάς νέες ιδέες. Γι' αυτό έκανα και τον παραγωγό. Ηταν μια ιδέα που είχα εδώ και δέκα περίπου χρόνια. Οταν τέλειωσα τη σχολή κινηματογράφου, έκανα μια λίστα με τα θέματα που ήθελα να κινηματογραφήσω κι ένα απ' αυτά ήταν «ο παλαιστής».
- Ο Μίκι Ρουρκ ήταν η πρώτη σας επιλογή;
«Ο Μίκι είχε τη σωματική εμφάνιση που ζητούσαμε. Ηξερα ότι μπορούσε να σηκώσει βάρη και ότι μπορούσε να πάρει και αρκετά κιλά για να είναι ακριβώς στον ρόλο. Εξάλλου κανένας δεν τον είχε δει σε συμπαθητικό ρόλο εδώ και 20 χρόνια. Κι όταν τον συναντάς ανακαλύπτεις πως είναι ένας πολύ συμπαθητικός τύπος».
- Είχατε προσωπικά κάποια σχέση με την πάλη και το κατς;
«Πολύ μικρή. Οταν ήμουν ακόμη παιδί είχα πάει σε μερικούς αγώνες. Αλλά δεν ήμουν μεγάλος φαν. Μου άρεσε πολύ ο "Αντρέ, ο γίγας", ένας πανύψηλος παλαιστής. Αισθανόμουν πως το μποξ είχε δώσει μια σειρά από πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες, αλλά κανείς δεν είχε καταπιαστεί με την πάλη στην οθόνη με σοβαρό τρόπο... Κι όμως ειδικά το κατς είναι το μεγαλύτερο σπορ ψυχαγωγίας στις Ηνωμένες Πολιτείες... Κι ήμουν περίεργος να παρουσιάσω την ιστορία του. Μάλιστα, όταν άρχισα να μιλώ με διάφορους παλαιστές, ανακάλυψα πως είχαν ένα θησαυρό από εξαιρετικές ιστορίες. Και ήθελα να χρησιμοποιήσω και το θέμα του body-building. Είναι κάτι που με γοητεύει: το ότι η τέχνη σου είναι το σώμα σου».
- Είναι τόσο βίαιο παιχνίδι όπως το παρουσιάζετε;
«Μερικές φορές πολύ πιο βίαιο. Το πρώτο και το τρίτο παιχνίδι στην ταινία είναι πιο παραδοσιακά, οικογενειακά παιχνίδια, αν και υπάρχει και κάποια ωμότητα, γιατί το κατς περιλαμβάνει και πηδήματα από σχοινιά και σοβαρά χτυπήματα. Αλλά ενδιάμεσα παρουσιάζουμε ένα παιχνίδι hard-core. Τα τελευταία χρόνια στην Αμερική, ιδιαίτερα από τα μέσα του '80, το κατς έχει εξελιχθεί. Μόλις όλοι κατάλαβαν πως οι αγώνες ήταν στημένοι, ένα τμήμα αποκόπηκε. Είπαν, "παρ' όλο που τα παιχνίδια είναι στημένα, και το ξέρετε πως είναι στημένα, εμείς θα οδηγήσουμε τα σώματά μας στα άκρα της ασφάλειας, στην άκρη της λογικής, όπως κάνουν ακριβώς οι κασκαντέρ". Και ο "Negro Butcher" ("μαύρος χασάπης"), με τον οποίο παλεύει ο Μίκι Ρουρκ στην ταινία, είναι λαϊκός ήρωας στις ΗΠΑ σε τέτοια παιχνίδια hard-core».
- Ποιος ήταν ο λόγος που στην ταινία γίνεται αναφορά σε διάλογο από την ταινία «Τα πάθη του Ιησού» του Μελ Γκίμπσον; Θελήσατε να κάνετε τον χαρακτήρα του Μίκι Ρουρκ ένα είδος Ιησού της ποπ;
«Ο διάλογος υπήρχε από την αρχή στο σενάριο. Ηταν κάπως αστείος, αλλά και εξέφραζε πιστεύω μια πλευρά του χαρακτήρα του Μίκι. Γι' αυτό και τον κράτησα. Δεν έβλεπα τον Μίκι ως Χριστό, αν και υπήρχαν στην ιστορία στοιχεία που τη συνδύαζαν μ' εκείνη του Χριστού. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να κάνει εκείνο που τον σκοτώνει».
- Γιατί γυρίσατε τους αγώνες με αληθινό κοινό;
«Μόνο έτσι θα είχατε την αίσθηση και την αληθινή συγκίνηση που υπάρχει στο ρινγκ. Γι' αυτό οργανώσαμε κανονικούς αγώνες πάλης και είχαμε αγώνες με αληθινούς παλαιστές και, κάποια στιγμή, ενδιάμεσα, βγάζαμε τον Μίκι και βγαίναμε με την κάμερα και στήναμε τη δική μας σκηνή με τον Μίκι. Η ανταπόκριση του κοινού ήταν θαυμάσια. Δεν χρειάστηκε καν να τους σκηνοθετήσω».
- Ηταν πάντα στημένα τα παιχνίδια αυτά;
«Ναι, νομίζω πως από πολύ νωρίς. Ηταν ένα σόου, όπου το κοινό το γνωρίζει και συμμετέχει. Ξέρει τι να περιμένει».
- Πώς όμως έχουν τέτοια επιτυχία;
«Νομίζω πως γι' αυτό φταίει η Ιταλία. Ξεκίνησε με τους μονομάχους στην αρένα. Το κοινό συμμετέχει και το διασκεδάζει. Γνωρίζει το σενάριο. Ξέρει το κάθε τι που συμβαίνει. Συμμετέχει, φωνάζει, βρίζει...»
- Πώς επιλέξατε τη Μαρίζα Τομέι για τον ρόλο της στριπτιζέζ;
«Δεν έχει χρησιμοποιηθεί πολύ, είναι υποτιμημένη. Βρήκε μάλιστα επαγγελματίες στριπτιζέζ -σ' αυτό τη βοήθησε κι ο Μίκι που γνωρίζει πολλές- που την έμαθαν να κάνει στριπτίζ. Ηταν και στην ηλικία που χρειαζόμουν. Γιατί εδώ έχουμε μια ώριμη στριπτιζέζ, που έχει αρχίσει να γερνάει, και που έχει ομοιότητες με τον παλαιστή του Μίκι. Και οι δυο βγαίνουν στη σκηνή να κάνουν το σόου τους και στηρίζονται στο κοινό τους. Αλλωστε οι παλαιστές μόλις τελειώνουν με το ρινγκ πάνε συνήθως σε κλαμπ στριπτίζ...»
Ενας αμερικανικός θησαυρός
- Ο Μίκι Ρουρκ είναι καταπληκτικός. Ηταν η καλύτερη ερμηνεία που είδαμε φέτος στο Λίντο.
«Είναι εξαιρετικός άνθρωπος. Εχει περάσει δύσκολες εποχές, όπως εξάλλου και ο χαρακτήρας που υποδύεται. Ομως έχει ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή του. Είναι ένας από τους αμερικανικούς θησαυρούς μας».
- Είχατε όντως την αίσθηση της ομοιότητας των δύο χαρακτήρων;
« Μα την είχε και ο Μίκι. Ηταν και οι δύο είδωλα στη δεκαετία του '80, ξέπεσαν στη δεκαετία του '90... Ομως ο Μίκι είναι πολύ διαφορετικός τύπος από αυτόν που βλέπεις πάνω στην οθόνη. Δείχνει τόσο φυσικός, σου δίνει αληθινή και άμεση συγκίνηση. Δημιούργησε τον χαρακτήρα τέλεια. Και αντίθετα με το μποξ, που το αγαπούσε, το κατς το θεωρούσε εξευτελιστικό. Χρειάστηκα ώρες για να τον πείσω να βγει στο ρινγκ. Γιατί αισθάνεται αμήχανα στην πάλη, επειδή είναι στημένη. Οταν κατάλαβε πως όλο αυτό δεν είναι παρά ένα σόου, τότε άρχισε να το εκτιμά».
- Ακούμε κι ένα τραγούδι του Σπρίνγκστιν...
«Το έγραψε ειδικά για τον Μίκι και πιστεύω ότι εκφράζει τέλεια το πνεύμα της ταινίας. Εγώ δεν είμαι αυτής της μουσικής. Μεγάλωσα στο Μπρούκλιν ακούγοντας χιπ-χοπ...»
- Βλέπετε και μη αμερικανικές ταινίες;
«Ναι, πάρα πολλές. Μάλιστα η μνηστή μου είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου και κάθε χρόνο της στέλνουν δεκάδες ευρωπαϊκές ταινίες για να δει και να ψηφίσει. Βλέπω ταινίες που σπάνια -ή ποτέ- φτάνουν στην Αμερική, ταινίες του Ρόι Αντερσον, των αδερφών Νταρντέν...»
- Τώρα ετοιμάζετε άλλη ταινία με μποξ, το «Fighters»;
«Ναι, είναι μια όμορφη σπορ ταινία, με πρωταγωνιστές δυο αδέρφια μποξέρ από τη Μασαχουσέτη. Μου αρέσουν πολύ οι ταινίες σπορ».
- Τι είναι αυτό που σας τραβάει να παρουσιάζετε στην οθόνη πρόσωπα αυτοκαταστροφικά;
«Νομίζω ότι η ηδονοβλεπτική πλευρά που όλοι έχουμε μέσα μας μας κάνει να θέλουμε να παρακολουθούμε πρόσωπα βασανισμένα, αυτοκαταστροφικά ή αποτυχημένα».
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 14/09/2008
No comments:
Post a Comment