Είναι τα λόγια του σκηνοθέτη Τζον Χιούστον, στο οπισθόφυλλο της αυτοβιογραφίας του σταρ, «Being a Scot» («Το να είσαι Σκοτσέζος»). Επειτα από πολλές καθυστερήσεις λόγω πειραματισμών με δύο συνεργάτες στη συγγραφή του, το βιβλίο τελικά ολοκληρώθηκε με τη βοήθεια του σκηνοθέτη και στενού φίλου του Κόνερι, Μάρεϊ Γκρίγκορ, και παρουσιάστηκε με την ευκαιρία των 78ων γενεθλίων του σερ Σον στις 25 Αυγούστου στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Μόνο που η πολυαναμενόμενη αυτοβιογραφία δεν είναι ακριβώς... αυτοβιογραφική. Αντίθετα, περιστρέφεται γύρω από αυτά που ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως τα μεγαλύτερα πάθη του: «Τα τρία μεγάλα μου πάθη στη ζωή, εκτός βέβαια από τη Μισελίν, τη γυναίκα μου από το 1970, είναι η ηθοποιία, ο αθλητισμός και η Σκοτία. Από τα τρία θα έβαζα τη Σκοτία και τη σκοτσέζικη πολιτική πρώτα». Πέρα από τη σύντομη περιγραφή των παιδικών του χρόνων στις υποβαθμισμένες εργατικές συνοικίες του Εδιμβούργου και της πορείας του μέχρι τον κινηματογράφο, το κύριο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στην αγαπημένη του ιδιαίτερη πατρίδα, τις παραδόσεις, την ιστορία, την τέχνη της, τον αθλητισμό, τη νοοτροπία ενός λαού με τα επιτεύγματά του, αλλά και την τάση του να μιλάει περισσότερο για τις αποτυχίες του. Ούτε λόγος για τον Τζέιμς Μποντ ή τις επεισοδιακές σχέσεις του (και τις κατηγορίες για κακοποίηση από την πρώην γυναίκα του), κανένα κουτσομπολιό για την ιδιωτική του ζωή ή τους διάσημους φίλους και συναδέλφους του στο Χόλιγουντ... Φωτογραφίες από τα παιδικά του χρόνια και τα γυρίσματα των ταινιών του μπλέκονται με αποσπάσματα από σκοτσέζικα ποιήματα και λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και σκέψεις και πληροφορίες για τη Σκοτία και για το τι σημαίνει, τέλος πάντων, «το να είσαι Σκοτσέζος».Και για όσους αναρωτιούνται αν πράγματι ο Κόνερι έχει γράψει το βιβλίο, που σε πολλά σημεία μπορεί να φαίνεται ιδιαίτερα ακαδημαϊκό για έναν αυτοδίδακτο ηθοποιό που άφησε το σχολείο στην εφηβεία, τουλάχιστον οι «Σάντεϊ Τάιμς» αποφαίνονται ότι πράγματι εκείνος το έχει γράψει, έστω και με τη βοήθεια του πολυμαθούς φίλου του.
Ο σπουδαίος ηθοποιός μιλάει με αξιοπρέπεια, ακόμα και περηφάνια, για τις ταπεινές του ρίζες και δεν ντρέπεται να ομολογήσει ότι ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του ήταν όταν έμαθε να διαβάζει:«Το πρώτο σημείο καμπής για μένα ήταν όταν ήμουν πέντε ετών. Μου πήρε πάνω από 70 χρόνια για να το καταλάβω. Βλέπετε, στα πέντε μου έμαθα να διαβάζω. Είναι τόσο απλό και τόσο βαθύ. Έφυγα από το σχολείο στα 13 μου. Δεν είχα επίσημη εκπαίδευση. Παρ' όλ'αυτά ήμουν εκεί, αποδεχόμενος το 34ο βραβείο συνολικής προσφοράς του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου το καλοκαίρι του 2006. Είπα στο λαμπερό ακροατήριο του Χόλιγουντ ότι δεν θα ήμουν μαζί τους χωρίς τον πόθο για τα γράμματα που μου ενστάλλαξαν οι δάσκαλοί μου στο δημοτικό σχολείο του Μπράντσφιλντ στο Εδιμβούργο. Ηταν ένα μακρινό ταξίδι από το δυάρι όπου μεγάλωσα στο Φάουντενμπριτζ, στις καπνισμένες, βιομηχανικές συνοικίες του Εδιμβούργου, κοντά στο εργοστάσιο καραμέλας των Μακάουαν». Το φτωχικό διαμέρισμα των Κόνερι δεν είχε τουαλέτα, ούτε ζεστό νερό. Ο πατέρας του Σον, Τζόζεφ, καθολικός το θρήσκευμα, εργαζόταν στο τοπικό εργοστάσιο που παρήγαγε λάστιχο, ενώ η μητέρα του, προστεστάντισσα, δούλευε ως καθαρίστρια. «Λίγο πάνω από το σπίτι μας ήταν το εργοστάσιο όπου δούλευε ο πατέρας μου. Πήγαινε εκεί στις δέκα το πρωί και επέστρεφε στις δέκα το βράδυ. Δεν τον έβλεπα πολύ και δεν υπήρχε πολύς χρόνος για συζητήσεις στο σπίτι μας. Εδινε όλα τα λεφτά στη μητέρα μου, η οποία έπαιρνε όλες τις πραγματικές αποφάσεις. Ηταν πολύ σκληρή: η μηχανή του σπιτιού».
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο Κόνερι παραδέχεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι δεν είχε νιώσει ποτέ στερημένος ως παιδί. «Μόνο με τη μετέπειτα γνώση μπορείς να καταλάβεις κάτι για τη στέρηση. Οπως μου είπε πρόσφατα ο Κρέιτζι Βάιτς, ο γείτονάς μου στο Φάουντενμπριτζ: "Κοιτώντας πίσω, ήμασταν σε μειονεκτική θέση επειδή μεγαλώσαμε σε υποβαθμισμένη περιοχή. Αλλά αφού δεν είχαμε κοινωνικούς λειτουργούς να μας λένε ότι είμαστε σε μειονεκτική θέση, ήμασταν όλοι καταχαρούμενοι". [...] Οταν ήμουν μικρός δεν ήξερα ότι μου έλειπε κάτι, γιατί δεν είχα μέτρο σύγκρισης. Υπάρχει μια ελευθερία σ' αυτό». Μανία του τα χρόνια εκείνα, όπως και όλων των συμμαθητών του, ήταν το ποδόσφαιρο, ένα πάθος που θα τον ακολουθούσε μέχρι πολύ αργότερα, όταν κλήθηκε να αποφασίσει αν θα γινόταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής ή ηθοποιός. Οταν το σχολείο του έκλεισε τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο μικρός Σον ήταν πανευτυχής, καθώς αυτό σήμαινε ατελείωτες ώρες μπάλας.Κάποια στιγμή αποφάσισε ότι τα μαθήματα δεν είχαν πολλά να του προσφέρουν: «Καθώς πλησίασα τα 13α γενέθλιά μου τον Αύγουστο του 1943, δεν έβλεπα το λόγο να επιστρέψω στο σχολείο. Δεν μάθαινα και πολλά. Ηθελα να δουλέψω, να βγάλω χρήματα και να παίζω ποδόσφαιρο». Με γλαφυρότητα περιγράφει την τεράστια χαρά του όταν έγινε γαλατάς και την αγάπη του για το άλογο που έσερνε το κάρο του, την Τρις. Η εξοικείωση με τα άλογα που προέκυψε, μάλιστα, τον βοήθησε σε πολλούς από τους μετέπειτα ρόλους του, όπως γράφει. Αργότερα, κατετάγη στο Βασιλικό Ναυτικό, για να αποχωρήσει δύο χρόνια αργότερα λόγω στομαχικού έλκους. Από την περίοδο εκείνη θυμάται χαρακτηριστικά την ημέρα που αποφάσισε να συμμετάσχει στην παραδοσιακή τελετουργία του τατουάζ: «Αντί για τις ερωτικές φαντασιώσεις που προτιμούσαν πολλοί, επέλεξα ένα τατουάζ "Μαμά και Μπαμπάς" στο ένα χέρι και "Σκοτία για πάντα" στο άλλο. Παρ' όλο που τώρα έχουν ξεθωριάσει, ακόμα μου ξαναζωντανεύουν μνήμες από τη ζωή στο σπίτι και το πάθος μου για τη Σκοτία όπως ήταν τότε». Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλές δουλειές, μεταξύ των οποίων το γυάλισμα φέρετρων, για να ασχοληθεί στη συνέχεια με το μπόντι μπίλντινγκ (πέρασε μάλιστα και από το διαγωνισμό για τον «Μίστερ Υφήλιος») και να γίνει μοντέλο για ζωγράφους. Η νέα του δουλειά του προσέφερε το εισιτήριο σε ένα νέο κόσμο. Λίγο αργότερα ήρθε η ευκαιρία να παίξει ως κομπάρσος σε θεατρικές παραγωγές και η είσοδός του στον κόσμο του θεάματος είχε πραγματοποιηθεί. Οδηγούμενος από τη δίψα του να βελτιωθεί και το συναίσθημα ανεπάρκειας λόγω της έλλειψης μόρφωσης, αλλά και με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του που τον κατευθύνει, ο Κόνερι πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα. Στον ελεύθερο χρόνο του τρέχει σε βιβλιοθήκες και διαβάζει Ιψεν, Τόμας Γουλφ, Χέμινγουεϊ, Τολστόι, Σέξπιρ και Ντίκενς. «Το ότι διάβασα αυτά τα βιβλία ήταν πολύ σημαντικό για μένα. [...] Μου αύξησε την αυτοπεποίθηση και έδωσε μια ισορροπία στη ζωή μου και μια καλύτερη ταυτότητα, όπως είχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα το μπόντι μπίλντινγκ». Αγοράζει ένα μικρό μαγνητόφωνο για να ακούσει τη φωνή του και συνειδητοποιεί πόσο βαριά είναι η προφορά του. Οπως γράφει, ωστόσο, επιλέγει συνειδητά και από πολύ νωρίς να μην την καλύψει τελείως, ώστε να παραμείνει πιστός στις σκοτσέζικες ρίζες του. Αργότερα θα γινόταν γνωστός για την προφορά αυτή, που δεν εγκατέλειψε σε κανέναν από τους ρόλους που έπαιξε.
Η υπερηφάνειά του για την καταγωγή του όμως δεν αναλώθηκε αποκλειστικά σ' αυτό. Οι πολιτικές του απόψεις και η δράση του υπέρ της ανεξαρτησίας της ιδιαίτερης πατρίδας του και του Εθνικού Κόμματος της Σκοτίας είναι γνωστές: «Από τότε που η υπογραφή της Συνθήκης της Ενωσης μεταξύ Σκοτίας και Αγγλίας δημιούργησε τη Μεγάλη Βρετανία το 1707, η Αγγλία θεωρούσε τον εαυτό της Βρετανία. [...] Μόλις πρόσφατα το "Βόρειο Βρετανικό Ξενοδοχείο" στο Εδιμβούργο μετονομάστηκε σε "Μπαλμόραλ". Θα ονόμαζε ποτέ το Λονδίνο ένα μεγάλο ξενοδοχείο "Νότιο Βρετανικό"; Είναι αυτή η ανισότητα στη συμπεριφορά που με ενοχλούσε πάντα. [...] Το μοναδικό πράγμα που έχω υποστηρίξει είναι να γίνει η Σκοτία ίση με την Αγγλία. Είμαι υπέρ μιας Σκοτίας που θα παίρνει τις δικές της αποφάσεις, ενός κυρίαρχου κράτους που θα αποτελεί μια φωνή στην Ευρώπη και στον κόσμο».Στο βιβλίο του γράφει για το περιστατικό όπου η Σέρι Μπλερ τού είχε ζητήσει προσωπικά να συμμετάσχει στην εκστρατεία για το δημοψήφισμα του 1997 υπέρ της επανεγκαθίδρυσης του σκοτσέζικου Κοινοβουλίου, κάτι που έκανε. Θυμάται, ωστόσο, ότι μόνο ο τότε υπουργός Οικονομίας Γκόρντον Μπράουν θυμήθηκε να τον ευχαριστήσει, ενώ υπαινίσσεται ότι ο τίτλος ευγενείας άργησε να του αποδοθεί λόγω της σχέσης του με τους εθνικιστές. Δεν είναι λίγοι, βέβαια, αυτοί που τον κατηγορούν για υποκρισία, καθώς ασχολείται με τη σκοτσέζικη πολιτική από απόσταση, κατοικώντας εδώ και χρόνια στις Μπαχάμες. Η επιλογή του να διαμείνει στον φορολογικό αυτό παράδεισο τον έχει τοποθετήσει στο επίκεντρο κατηγοριών για φοροδιαφυγή, ενώ κάποιοι επισημαίνουν την αντίφαση στη ζωή ενός σταρ που από τη μία δηλώνει σκοτσέζος εθνικιστής και από την άλλη δέχεται τον τίτλο ευγενείας που του αποδίδει η βασίλισσα της Αγγλίας.Οπως γράφει ο ίδιος, πάντως: «Ως κάποιος που του αρέσει να έχει ιδιωτική ζωή αλλά που τυγχάνει να είναι δημόσιο πρόσωπο, είμαι ένας πολύ εύκολος στόχος. Εχω κατηγορηθεί ότι δίνω χρήματα σε φιλανθρωπίες για να αποφύγω να πληρώσω φόρο. Ωστόσο, πληρώνω φόρο κάθε φορά που δουλεύω στη Βρετανία ή τις ΗΠΑ, παρ' όλο που δεν λαμβάνω κρατικά επιδόματα από καμία από τις δύο χώρες, καθώς μένω μόνιμα στις Μπαχάμες».Ανάμεσα στις πολυάριθμες δωρεές του, η προσφορά της αμοιβής του για το «Τα διαμάντια είναι παντοτινά», που ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο δολάρια, για το Σκοτσέζικο Εκπαιδευτικό Ιδρυμα το 1971. Μετά και τη συγγραφή της «αυτοβιογραφίας» του, τι απομένει τώρα για τον πολυεκατομμυριούχο πρώην γαλατά, κορυφαίο -κατά πολλούς- Τζέιμς Μποντ, κάτοχο βραβείου Οσκαρ και σούπερ σταρ του Χόλιγουντ; Μήπως το να γίνει βασιλιάς της αγαπημένης του Σκοτίας;
Μεγαλώνοντας δίπλα στο εργοστάσιο
Ο σπουδαίος ηθοποιός μιλάει με αξιοπρέπεια, ακόμα και περηφάνια, για τις ταπεινές του ρίζες και δεν ντρέπεται να ομολογήσει ότι ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του ήταν όταν έμαθε να διαβάζει:«Το πρώτο σημείο καμπής για μένα ήταν όταν ήμουν πέντε ετών. Μου πήρε πάνω από 70 χρόνια για να το καταλάβω. Βλέπετε, στα πέντε μου έμαθα να διαβάζω. Είναι τόσο απλό και τόσο βαθύ. Έφυγα από το σχολείο στα 13 μου. Δεν είχα επίσημη εκπαίδευση. Παρ' όλ'αυτά ήμουν εκεί, αποδεχόμενος το 34ο βραβείο συνολικής προσφοράς του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου το καλοκαίρι του 2006. Είπα στο λαμπερό ακροατήριο του Χόλιγουντ ότι δεν θα ήμουν μαζί τους χωρίς τον πόθο για τα γράμματα που μου ενστάλλαξαν οι δάσκαλοί μου στο δημοτικό σχολείο του Μπράντσφιλντ στο Εδιμβούργο. Ηταν ένα μακρινό ταξίδι από το δυάρι όπου μεγάλωσα στο Φάουντενμπριτζ, στις καπνισμένες, βιομηχανικές συνοικίες του Εδιμβούργου, κοντά στο εργοστάσιο καραμέλας των Μακάουαν». Το φτωχικό διαμέρισμα των Κόνερι δεν είχε τουαλέτα, ούτε ζεστό νερό. Ο πατέρας του Σον, Τζόζεφ, καθολικός το θρήσκευμα, εργαζόταν στο τοπικό εργοστάσιο που παρήγαγε λάστιχο, ενώ η μητέρα του, προστεστάντισσα, δούλευε ως καθαρίστρια. «Λίγο πάνω από το σπίτι μας ήταν το εργοστάσιο όπου δούλευε ο πατέρας μου. Πήγαινε εκεί στις δέκα το πρωί και επέστρεφε στις δέκα το βράδυ. Δεν τον έβλεπα πολύ και δεν υπήρχε πολύς χρόνος για συζητήσεις στο σπίτι μας. Εδινε όλα τα λεφτά στη μητέρα μου, η οποία έπαιρνε όλες τις πραγματικές αποφάσεις. Ηταν πολύ σκληρή: η μηχανή του σπιτιού».
Λυτρωτική άγνοια
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο Κόνερι παραδέχεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι δεν είχε νιώσει ποτέ στερημένος ως παιδί. «Μόνο με τη μετέπειτα γνώση μπορείς να καταλάβεις κάτι για τη στέρηση. Οπως μου είπε πρόσφατα ο Κρέιτζι Βάιτς, ο γείτονάς μου στο Φάουντενμπριτζ: "Κοιτώντας πίσω, ήμασταν σε μειονεκτική θέση επειδή μεγαλώσαμε σε υποβαθμισμένη περιοχή. Αλλά αφού δεν είχαμε κοινωνικούς λειτουργούς να μας λένε ότι είμαστε σε μειονεκτική θέση, ήμασταν όλοι καταχαρούμενοι". [...] Οταν ήμουν μικρός δεν ήξερα ότι μου έλειπε κάτι, γιατί δεν είχα μέτρο σύγκρισης. Υπάρχει μια ελευθερία σ' αυτό». Μανία του τα χρόνια εκείνα, όπως και όλων των συμμαθητών του, ήταν το ποδόσφαιρο, ένα πάθος που θα τον ακολουθούσε μέχρι πολύ αργότερα, όταν κλήθηκε να αποφασίσει αν θα γινόταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής ή ηθοποιός. Οταν το σχολείο του έκλεισε τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο μικρός Σον ήταν πανευτυχής, καθώς αυτό σήμαινε ατελείωτες ώρες μπάλας.Κάποια στιγμή αποφάσισε ότι τα μαθήματα δεν είχαν πολλά να του προσφέρουν: «Καθώς πλησίασα τα 13α γενέθλιά μου τον Αύγουστο του 1943, δεν έβλεπα το λόγο να επιστρέψω στο σχολείο. Δεν μάθαινα και πολλά. Ηθελα να δουλέψω, να βγάλω χρήματα και να παίζω ποδόσφαιρο». Με γλαφυρότητα περιγράφει την τεράστια χαρά του όταν έγινε γαλατάς και την αγάπη του για το άλογο που έσερνε το κάρο του, την Τρις. Η εξοικείωση με τα άλογα που προέκυψε, μάλιστα, τον βοήθησε σε πολλούς από τους μετέπειτα ρόλους του, όπως γράφει. Αργότερα, κατετάγη στο Βασιλικό Ναυτικό, για να αποχωρήσει δύο χρόνια αργότερα λόγω στομαχικού έλκους. Από την περίοδο εκείνη θυμάται χαρακτηριστικά την ημέρα που αποφάσισε να συμμετάσχει στην παραδοσιακή τελετουργία του τατουάζ: «Αντί για τις ερωτικές φαντασιώσεις που προτιμούσαν πολλοί, επέλεξα ένα τατουάζ "Μαμά και Μπαμπάς" στο ένα χέρι και "Σκοτία για πάντα" στο άλλο. Παρ' όλο που τώρα έχουν ξεθωριάσει, ακόμα μου ξαναζωντανεύουν μνήμες από τη ζωή στο σπίτι και το πάθος μου για τη Σκοτία όπως ήταν τότε». Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλές δουλειές, μεταξύ των οποίων το γυάλισμα φέρετρων, για να ασχοληθεί στη συνέχεια με το μπόντι μπίλντινγκ (πέρασε μάλιστα και από το διαγωνισμό για τον «Μίστερ Υφήλιος») και να γίνει μοντέλο για ζωγράφους. Η νέα του δουλειά του προσέφερε το εισιτήριο σε ένα νέο κόσμο. Λίγο αργότερα ήρθε η ευκαιρία να παίξει ως κομπάρσος σε θεατρικές παραγωγές και η είσοδός του στον κόσμο του θεάματος είχε πραγματοποιηθεί. Οδηγούμενος από τη δίψα του να βελτιωθεί και το συναίσθημα ανεπάρκειας λόγω της έλλειψης μόρφωσης, αλλά και με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του που τον κατευθύνει, ο Κόνερι πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα. Στον ελεύθερο χρόνο του τρέχει σε βιβλιοθήκες και διαβάζει Ιψεν, Τόμας Γουλφ, Χέμινγουεϊ, Τολστόι, Σέξπιρ και Ντίκενς. «Το ότι διάβασα αυτά τα βιβλία ήταν πολύ σημαντικό για μένα. [...] Μου αύξησε την αυτοπεποίθηση και έδωσε μια ισορροπία στη ζωή μου και μια καλύτερη ταυτότητα, όπως είχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα το μπόντι μπίλντινγκ». Αγοράζει ένα μικρό μαγνητόφωνο για να ακούσει τη φωνή του και συνειδητοποιεί πόσο βαριά είναι η προφορά του. Οπως γράφει, ωστόσο, επιλέγει συνειδητά και από πολύ νωρίς να μην την καλύψει τελείως, ώστε να παραμείνει πιστός στις σκοτσέζικες ρίζες του. Αργότερα θα γινόταν γνωστός για την προφορά αυτή, που δεν εγκατέλειψε σε κανέναν από τους ρόλους που έπαιξε.
Για μια Σκοτία που αποφασίζει
Η υπερηφάνειά του για την καταγωγή του όμως δεν αναλώθηκε αποκλειστικά σ' αυτό. Οι πολιτικές του απόψεις και η δράση του υπέρ της ανεξαρτησίας της ιδιαίτερης πατρίδας του και του Εθνικού Κόμματος της Σκοτίας είναι γνωστές: «Από τότε που η υπογραφή της Συνθήκης της Ενωσης μεταξύ Σκοτίας και Αγγλίας δημιούργησε τη Μεγάλη Βρετανία το 1707, η Αγγλία θεωρούσε τον εαυτό της Βρετανία. [...] Μόλις πρόσφατα το "Βόρειο Βρετανικό Ξενοδοχείο" στο Εδιμβούργο μετονομάστηκε σε "Μπαλμόραλ". Θα ονόμαζε ποτέ το Λονδίνο ένα μεγάλο ξενοδοχείο "Νότιο Βρετανικό"; Είναι αυτή η ανισότητα στη συμπεριφορά που με ενοχλούσε πάντα. [...] Το μοναδικό πράγμα που έχω υποστηρίξει είναι να γίνει η Σκοτία ίση με την Αγγλία. Είμαι υπέρ μιας Σκοτίας που θα παίρνει τις δικές της αποφάσεις, ενός κυρίαρχου κράτους που θα αποτελεί μια φωνή στην Ευρώπη και στον κόσμο».Στο βιβλίο του γράφει για το περιστατικό όπου η Σέρι Μπλερ τού είχε ζητήσει προσωπικά να συμμετάσχει στην εκστρατεία για το δημοψήφισμα του 1997 υπέρ της επανεγκαθίδρυσης του σκοτσέζικου Κοινοβουλίου, κάτι που έκανε. Θυμάται, ωστόσο, ότι μόνο ο τότε υπουργός Οικονομίας Γκόρντον Μπράουν θυμήθηκε να τον ευχαριστήσει, ενώ υπαινίσσεται ότι ο τίτλος ευγενείας άργησε να του αποδοθεί λόγω της σχέσης του με τους εθνικιστές. Δεν είναι λίγοι, βέβαια, αυτοί που τον κατηγορούν για υποκρισία, καθώς ασχολείται με τη σκοτσέζικη πολιτική από απόσταση, κατοικώντας εδώ και χρόνια στις Μπαχάμες. Η επιλογή του να διαμείνει στον φορολογικό αυτό παράδεισο τον έχει τοποθετήσει στο επίκεντρο κατηγοριών για φοροδιαφυγή, ενώ κάποιοι επισημαίνουν την αντίφαση στη ζωή ενός σταρ που από τη μία δηλώνει σκοτσέζος εθνικιστής και από την άλλη δέχεται τον τίτλο ευγενείας που του αποδίδει η βασίλισσα της Αγγλίας.Οπως γράφει ο ίδιος, πάντως: «Ως κάποιος που του αρέσει να έχει ιδιωτική ζωή αλλά που τυγχάνει να είναι δημόσιο πρόσωπο, είμαι ένας πολύ εύκολος στόχος. Εχω κατηγορηθεί ότι δίνω χρήματα σε φιλανθρωπίες για να αποφύγω να πληρώσω φόρο. Ωστόσο, πληρώνω φόρο κάθε φορά που δουλεύω στη Βρετανία ή τις ΗΠΑ, παρ' όλο που δεν λαμβάνω κρατικά επιδόματα από καμία από τις δύο χώρες, καθώς μένω μόνιμα στις Μπαχάμες».Ανάμεσα στις πολυάριθμες δωρεές του, η προσφορά της αμοιβής του για το «Τα διαμάντια είναι παντοτινά», που ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο δολάρια, για το Σκοτσέζικο Εκπαιδευτικό Ιδρυμα το 1971. Μετά και τη συγγραφή της «αυτοβιογραφίας» του, τι απομένει τώρα για τον πολυεκατομμυριούχο πρώην γαλατά, κορυφαίο -κατά πολλούς- Τζέιμς Μποντ, κάτοχο βραβείου Οσκαρ και σούπερ σταρ του Χόλιγουντ; Μήπως το να γίνει βασιλιάς της αγαπημένης του Σκοτίας;
Της ΑΛΙΝΑΣ ΣΑΡΑΝΤΗ, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 14/09/2008
No comments:
Post a Comment